9/12/12

Καππαδοκία (Αρχαιότητα) + Ντοκυμαντέρ για τις υπόγειες πόλεις της





Υπόγειοι κόσμοι ~ Καππαδοκία - History Channel von KRASODAD
(Βέβαια το Ντοκυμαντέρ κάπου παραποιεί ορισμένα ιστορικά στοιχεία...Τούρκικη οπτική γωνία ...αλλά αξίζει να το δείτε, ιδίως όσοι δέν έχετε επισκεφτεί την Καππαδοκία)
Συγγραφή : Σοφού Αθανασία (26/9/2001)
1. Ονομασία 

Η προέλευση της ονομασίας «Καππαδοκία», που μαρτυρείται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο, αποδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς είτε σε έναν ομώνυμο Πέρση, στον οποίο εκχωρήθηκε η περιοχή αυτή ως ανταμοιβή επειδή έσωσε τον Πέρση βασιλιά από ένα λιοντάρι, είτε στον Ασσύριο ήρωα Καππάδοκο, το γιο του Νινύου, ή, τέλος, στον ποταμό Καππάδοκο. Σύμφωνα με τους νεότερους ερευνητές αποτελεί τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα του πιθανότατα μη περσικού τοπωνυμίου “Katpatuka”, που σημαίνει «η χώρα των ωραίων αλόγων», και το οποίο με τη σειρά του συνιστά πιθανόν επιβίωση της χεττιτικής ονομασίας “Kizzuwatna”.

Οι αρχαίες πηγές μνημονεύουν την περιοχή και ως «Ασσυρία», «Λευκοσυρία», «Λευκοσυριακή», οι δε κάτοικοί της εκτός από «Καππαδόκες» καλούνταν και «Σύριοι», «Ασσύριοι» και «Λευκοσύροι», εθνικά που συνδέονται με την ασσυριακή κυριαρχία στην περιοχή αυτή, αφού «Σύριους» αποκαλούσαν οι Έλληνες τους Ασσύριους. Αντίθετα, η ονομασία «Συρία» δεν χρησιμοποιούνταν ποτέ για την περιοχή αυτή αλλά μόνο για την παλαιστινιακή Συρία. Ειδικά όσον αφορά την ονομασία «Λευκοσύροι», οι αρχαίοι συγγραφείς απέδιδαν το πρώτο συνθετικό της στο χρώμα της επιδερμίδας του λαού αυτού, που ήταν ανοιχτότερο από εκείνο των κατοίκων της νότιας Συρίας. Την ερμηνεία αυτή δέχεται μόνο μια μερίδα των νεότερων μελετητών, ενώ άλλοι τη θεωρούν ως λαϊκή ετυμολογία των αρχαίων Ελλήνων που μετέγραψαν στην ελληνική το θέμα “Lukki-” ή “Lyko” μερικών μικρασιατικών ονομάτων ως «Λευκο-». Τέλος, η αρμενική ονομασία “Gamirk” της Καππαδοκίας συνδέεται με επιδρομές των Κιμμερίων στη χώρα αυτή.1

2. Γεωγραφική τοποθέτηση

Ο γεωγράφος Στράβων, στον οποίο ανήκει η πληρέστερη σωζόμενη περιγραφή της περιοχής, παραλληλίζει την Καππαδοκία με τον ισθμό μιας μεγάλης χερσονήσου, της Μικράς Ασίας, ο οποίος ορίζεται από τον Εύξεινο Πόντο στο βορρά και τον Ισσικό κόλπο στο νότο. Σύμφωνα με την περιγραφή του, οι Καππαδόκες κατοικούσαν στην περιοχή που συνόρευε στα δυτικά με την Παφλαγονία, τη Φρυγία, τη Γαλατία και τη Λυκαονία, στα ανατολικά με την Κολχίδα, τη Μικρή και τη Μεγάλη Αρμενία, βόρεια με τον Εύξεινο Πόντο και νότια με την Τραχεία Κιλικία. Τα ακριβή σύνορά της με τις γειτονικές της περιοχές γνώρισαν πολλές μεταβολές στη διαχρονία.2 Ως εκ τούτου η ονομασία Καππαδοκία δεν προσδιόριζε την ίδια γεωγραφική περιοχή σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας ούτε οι εγκαταστάσεις των Καππαδόκων περιορίζονταν τοπικά εντός των συνόρων της περιοχής αυτής. 

Ειδικά όσον αφορά τα βορειοδυτικά όριά της γνωρίζουμε ότι σε χρόνους προγενέστερους του 5ου αι. π.Χ. οι οικισμοί των Καππαδόκων Συρίων, όπως αποκαλούνταν οι κάτοικοί της, εκτείνονταν και δυτικά του Άλυος ποταμού, σε παράκτιες περιοχές που αργότερα ανήκαν στην Παφλαγονία. Τουλάχιστον από τον 5ο αι. π.Χ. ο Άλυς αποτέλεσε το φυσικό σύνορό της προς δυσμάς, ενώ προς ανατολάς η Καππαδοκία οριοθετούνταν πιθανόν από τον ποταμό Θερμόδοντα.3 Τα νότια σύνορα της Καππαδοκίας γνώρισαν μεγάλη μεταβολή με το πέρασμα των χρόνων. Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. έφταναν μόλις βορείως του Άλυος, ενώ η νοτίως του Άλυος κείμενη περιοχή, όπου σε μεταγενέστερους χρόνους οργανώθηκε το βασίλειο της Καππαδοκίας, την εποχή εκείνη ανήκε στην Κιλικία.4 Μέχρι τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. πιθανότατα είχαν ενταχθεί στην Καππαδοκία τα εδάφη νοτίως του Άλυος έως την οροσειρά του Ταύρου η οποία αποτέλεσε στο εξής το φυσικό σύνορο της περιοχής προς νότο.5 Προς δυσμάς η Καππαδοκία οριοθετούνταν από τον Άλυ, τη λίμνη Τάττα και τον Ταύρο. Τέλος, στα ανατολικά η περιοχή του Ευφράτη πρέπει να αποτελούσε το ανατολικό σύνορο με την Αρμενία, σύνορο το οποίο εκτεινόταν στη γραμμή Μελιτηνή-Σεβάστεια-Θεμίσκυρα. 

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Καππαδοκία έφτασε στη μέγιστη έκτασή της την περίοδο μεταξύ 5ου και 1ου αι. π.Χ. περίπου. Τον 1ο αι. π.Χ. παραδίδεται για πρώτη φορά η ονομασία «Πόντος» για το βόρειο τμήμα της, η οποία επικράτησε στους μεταγενέστερους χρόνους με αποτέλεσμα το βόρειο σύνορο της Καππαδοκίας να μετατοπιστεί πολύ νοτιότερα, στις οροσειρές εκατέρωθεν του άνω Άλυος.6 Έκτοτε τα σύνορα της Καππαδοκίας ταυτίστηκαν με εκείνα του βασιλείου της Μεγάλης Καππαδοκίας. Η έκταση της περιοχής αυτής υπολογίζεται περίπου στα 80.000 τ.χλμ.7

3. Γεωμορφολογία

Το τμήμα της Καππαδοκίας που διατήρησε αυτή την ονομασία και μετά τον 1ο αι. π.Χ. καταλάμβανε το κεντρικό οροπέδιο της Μικράς Ασίας σε ύψος περίπου 1.000 μ. από τη θάλασσα. Στην περιοχή αυτή δεσπόζουν ηφαιστειογενή βουνά, με υψηλότερο το όρος Αργαίος (3.916 μ.). Η ηφαιστειογενής δράση τους σε συνδυασμό με τη διάβρωση που επέφεραν τα στοιχεία της φύσης δημιούργησε ιδιόμορφους κωνικούς ορεινούς όγκους. Οι μονολιθικοί αυτοί σχηματισμοί λάβας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του καππαδοκικού τοπίου, ιδιαίτερα δυτικά της Καισάρειας, γύρω από τα Κόραμα. 

Το δυτικό μέρος της Καππαδοκίας είναι σχεδόν άδενδρο – με πυκνή βλάστηση καλυπτόταν μόνο το όρος Αργαίος καθώς και οι οροσειρές του Ταύρου και του Αντίταυρου, όπου υπήρχαν και άφθονα νερά. Ο Άλυς στα ΒΔ και ο Ευφράτης στα ανατολικά πρέπει να ήταν τα φυσικά σύνορα της περιοχής. Στην Καταονία πήγαζαν οι ποταμοί Σάρος και Πύραμος, ο τελευταίος μάλιστα ήταν πλωτός. Άλλοι ποταμοί της Καππαδοκίας ήταν ο Μέλας που πήγαζε στο όρος Αργαίος κοντά στην Καισάρεια και ο Καρμάλας που διέρρεε τη Σαργαραυσηνή και την Καταονία.8

4. Οικονομία

Οι λιγοστές και συχνά αντιφατικές πληροφορίες των πηγών δεν επιτρέπουν τη δημιουργία μιας σαφούς εικόνας για την αγροτική παραγωγή στην Καππαδοκία. Ο Κικέρων αποκαλεί την περιοχή έρημο, ενώ άλλες πηγές παραδίδουν ότι ήταν γόνιμη και πλούσια σε καρπούς. Το ηπειρωτικό κλίμα δεν ευνοούσε τις καλλιέργειες οπωροφόρων δέντρων, τις αμπελοκαλλιέργειες και την ελαιοπαραγωγή. Ο Στράβων παραδίδει ότι η Μελιτηνή ήταν η μόνη περιοχή της Καππαδοκίας όπου υπήρχαν καλλιεργημένα δέντρα, μεταξύ των οποίων και ελιές, και ότι το κρασί που παραγόταν εκεί, ο λεγόμενος «μοναρίτης οίνος», ήταν εφάμιλλο των ελληνικών κρασιών. 

Αντίθετα, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε η καλλιέργεια των δημητριακών και κυρίως του σιταριού. Τα καππαδοκικά αρτοποιήματα ήταν περιώνυμα στο ρωμαϊκό κόσμο και οι Καππαδόκες θεωρούνταν οι καλύτεροι αρτοποιοί. Ο «καππαδοκικός άρτος» ήταν ένα είδος πολυτελείας που παρασκευαζόταν από λάδι, γάλα και ήταν ιδιαίτερα αλμυρός. Ωστόσο, το κλίμα με τις μεγάλες εναλλαγές ξηρασίας και ψύχους κατέστρεφε συχνά την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα η ακρίβεια και η πείνα να είναι συχνό φαινόμενο. 

Από αρχαιοτάτων χρόνων σημαντική θέση στην οικονομία της περιοχής είχε η κτηνοτροφία. Η Καππαδοκία είχε μεγάλη παράδοση στην εκτροφή κυρίως ίππων, οι οποίοι συγκαταλέγονταν στις καλύτερες ράτσες, και δευτερευόντως υποζυγίων και προβάτων. Άλογα και ημίονοι από την Καππαδοκία εισάγονταν στην Ασσυρία. Μια ένδειξη για το μέγεθος της κτηνοτροφικής παραγωγής στην περιοχή είναι ο ετήσιος φόρος που εισέπρατταν οι Αχαιμενίδες βασιλείς από τους Καππαδόκες: 1.500 άλογα, 50.000 πρόβατα και 2.000 ημίονοι. Η σημασία της κτηνοτροφίας παρέμεινε αμείωτη και κατά τους Aυτοκρατορικούς χρόνους, είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες διατηρούσαν στην Καππαδοκία στάβλους με άλογα προοριζόμενα για ιππικούς αγώνες. 

Μεγάλο μερίδιο στο εμπόριο της περιοχής είχε και ο ορυκτός της πλούτος. Οι πηγές αναφέρουν την ύπαρξη κοιτασμάτων πολύτιμων λίθων, και συγκεκριμένα ορυκτού κρυστάλλου, όνυχα, αλάβαστρου δεύτερης ποιότητας και ίασπη. Εξορυσσόταν επίσης ένας λευκός λίθος που έμοιαζε πολύ με το ελεφαντόδοντο και από τον οποίο οι Καππαδόκες έφτιαχναν λαβές σπαθιών και στιλέτων, και ένας άλλος λευκός λίθος που καλούνταν κατοπτρίτης επειδή χρησίμευε ως καθρέφτης. Καππαδοκικής προελεύσεως ήταν και ένα είδος διαμαντόπετρας, την οποία χρησιμοποίησε ο Νέρωνας για την επένδυση ενός ναού στη Ρώμη. Στην Καππαδοκία εξορυσσόταν η λεγόμενη σινωπική μίλτος, που ονομάστηκε έτσι επειδή εξαγόταν αρχικά από τη Σινώπη, προτού οι έμποροι τη διοχετεύσουν στην αγορά της Εφέσου. Ήταν χρωστική ουσία που είχε παράλληλα φαρμακευτικές ιδιότητες και σύμφωνα με το Στράβωνα ήταν άριστης ποιότητας και εφάμιλλη με την ιβηρική. Ένα άλλο καππαδοκικό προϊόν που υπήρχε σε αφθονία ήταν το αλάτι. Παραδίδεται επίσης η παραγωγή ατσαλιού και αρσενικού. 

Ιδιαίτερης σημασίας ήταν τα κοιτάσματα αργύρου στη νότια Καππαδοκία, λόγω της μοναδικότητάς τους σε μια εκτεταμένη περιοχή. Η εκμετάλλευσή τους άρχισε τη χεττιτική περίοδο και συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας μέχρι και τα Νεότερα χρόνια. Αυτά τροφοδότησαν την παραγωγή του νομισματοκοπείου της Καισάρειας, το οποίο εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα περισσότερα μεταλλεία ήταν προσωπική ιδιοκτησία των βασιλέων της Καππαδοκίας αρχικά, και αργότερα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 

Γενικά, ο φυσικός πλούτος της Καππαδοκίας ήταν τέτοιος, ώστε μετά τη μετατροπή της σε ρωμαϊκή επαρχία ο αυτοκράτορας Τιβέριος την υπήγαγε διοικητικά στην άμεση δικαιοδοσία του για να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης των φόρων της. Η προσάρτησή της στο ρωμαϊκό κράτος υπήρξε επωφελής και για τους απλούς Ρωμαίους πολίτες, αφού τα έσοδα από τη νέα επαρχία επέτρεψαν στον Τιβέριο να μειώσει στο μισό το τέλος της εκατοστής, ένα φόρο που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι Ρωμαίοι πολίτες για την ενίσχυση του στρατιωτικού τους ταμείου.9

5. Διοικητική ιστορία

5.1. Πρώιμοι χρόνοι

Οι απαρχές της ιστορίας της Καππαδοκίας ανάγονται χρονικά στην Αρχαία Ασσυριακή περίοδο (περίπου 2000-1750 π.Χ.), όπως συμπεραίνεται από τις αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες για την προϊστορία της Μικράς Ασίας που βρέθηκαν στο σύγχρονο Κιουλτεπέ.10 Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αι. π.Χ. Ασσύριοι έμποροι εγκαταστάθηκαν στην κεντρική Μικρά Ασία συγκροτώντας ένα δίκτυο εμπορικών αποικιών που διευκόλυναν τις συναλλαγές ανάμεσα στην Ανατολία και τις περιοχές της Μεσοποταμίας και της βόρειας Συρίας. Στην περιοχή της Καππαδοκίας, και συγκεκριμένα στο Kanesh ή σύγχρονο Κιουλτεπέ, είχαν τη διοικητική τους έδρα οι ασσυριακές αυτές αποικίες που λειτουργούσαν ως ένα είδος «επαρχίας» της αρχαίας ασσυριακής πόλης-κράτους του Assur.11 Πριν από τη λήξη της Αρχαίας Ασσυριακής περιόδου η ιστορία της Καππαδοκίας και της Μικράς Ασίας γενικότερα συνδέεται άρρηκτα με εκείνη ενός νέου φυλετικού στοιχείου, των Χετταίων.12 Υπό την κυριαρχία τους οι μικρές ηγεμονίες στις οποίες ήταν διασπασμένη η Καππαδοκία ενοποιούνται και η χώρα εξελίσσεται σε πυρήνα του εκτενούς χεττιτικού κράτους. Επί πέντε αιώνες και μέχρι την κατάλυση της αυτοκρατορίας των Χετταίων, περίπου το 1200 π.Χ., η Καππαδοκία γνώρισε μεγάλη ακμή με πρωτεύουσα αρχικά το Kanesh και αργότερα τη Hattusha στο σημερινό Bogazkoi. Η εισβολή ενός νέου κύματος ινδοευρωπαϊκών φύλων στη Μικρά Ασία λίγο μετά το 1200 π.Χ. δε σήμανε μόνο τη συρρίκνωση της χεττιτικής επιρροής αλλά σηματοδότησε και την εκ νέου διάσπαση της χώρας σε μικρές ηγεμονίες.13 Οι πέντε αιώνες που ακολούθησαν ήταν μια πολυτάραχη περίοδος στην ιστορία της Καππαδοκίας. Στη διάρκειά τους το ανατολικό τμήμα της έγινε πυρήνας του βασιλείου του Tabal, η χώρα δέχτηκε τις επιδρομές Ασσυρίων, Κιμμερίων και Σκυθών, νέα φυλετικά στοιχεία εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της και περιήλθε στη σφαίρα επιρροής του φρυγικού βασιλείου, στο οποίο ίσως και να υπήχθη για σύντομο χρονικό διάστημα.14 Με την κατάκτηση της Καππαδοκίας από τους Μήδους στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. η χώρα επηρεάστηκε ιδιαίτερα από αυτούς. 

5.2. Περσικοί χρόνοι

Το 546/545 π.Χ. η Katpatuka ενσωματώνεται στο βασίλειο των Αχαιμενιδών Περσών από το βασιλιά Κύρο Α΄. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ηρόδοτου, η οποία αντανακλά πιθανότατα την οργάνωση του περσικού κράτους την εποχή του Δαρείου Α' (522-486 π.Χ.), η Καππαδοκία υπάγεται στον 3ο νομό του περσικού κράτους, ενώ μια νεότερη θεωρία υποστηρίζει την ένταξη της περιοχής στο 13ο νομό.15 Ο Στράβων παραδίδει ότι στις παραμονές της μακεδονικής κατάκτησης η Καππαδοκία διαιρέθηκε σε δύο σατραπείες, στα εδάφη των οποίων ιδρύθηκαν τα μεταγενέστερα βασίλεια της Μεγάλης Καππαδοκίας και της Καππαδοκίας πλησίον του Πόντου. Η εξέλιξη αυτή χρονολογείται πιθανότατα μετά το θάνατο του σατράπη της Καππαδοκίας και Παφλαγονίας Δατάμη το 358 π.Χ.16

5.3. Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί χρόνοι

Η τύχη της Καππαδοκίας κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου το 334 π.Χ. είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Αλέξανδρος διέσχισε ένα τμήμα της και διόρισε σατράπη της το Σαβίκτα ή, κατ’ άλλους, τον Αβισταμένη. Σύμφωνα όμως με μια άλλη μαρτυρία, ο Αλέξανδρος δεν πέρασε καθόλου από τη χώρα αυτή. Το πιθανότερο είναι ότι ο νέος σατράπης δεν κατάφερε να καταλάβει ποτέ τη σατραπεία που του εκχωρήθηκε ή ότι την κατέλαβε αλλά σύντομα έχασε την εξουσία του υποκύπτοντας στην περσική αντεπίθεση που ακολούθησε μετά τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ.17 Παραδίδεται επίσης ότι μετά τη μάχη αυτή ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος πρόσφερε στον Αλέξανδρο την Καππαδοκία μαζί με το χέρι της κόρης του, ελπίζοντας να ανακόψει με αυτόν τον τρόπο την προέλαση του στρατηλάτη στο βασίλειό του.18

Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. και κατά το α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. η Καππαδοκία περιήλθε διαδοχικά στην εξουσία όλων εκείνων των συμπολεμιστών και διαδόχων του που κυριάρχησαν, για περιορισμένο καθένας χρονικό διάστημα, στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας την περίοδο αυτή. Παράλληλα όμως, λόγω του περισπασμού της προσοχής των διαδόχων στους μεταξύ τους αγώνες για τη μακεδονική βασιλεία και την εδαφική επέκταση των κρατών τους, δημιουργήθηκε σε αυτήν τη μεθοριακή και δυσπρόσιτη χώρα ένα κενό εξουσίας επιτρέποντας την ανάδειξη και εγκαθίδρυση δύο αυτόχθονων δυναστειών: των Μιθριδατιδών στη βόρεια Καππαδοκία και των Αριαραθιδών στη νότια.19

Το βασίλειο της Μεγάλης Καππαδοκίας ιδρύθηκε το 255 π.Χ. περίπου, καταλύθηκε το 17 μ.Χ. και μετατράπηκε στη ρωμαϊκή επαρχία Καππαδοκία. Tο 72 μ.Χ. η Καππαδοκία, η Γαλατία, η βόρεια Πισιδία, η Λυκαονία, η Παφλαγονία και τα πρώην βασίλεια του Πόντου και της Μικρής Αρμενίας ενοποιήθηκαν σε μια ενιαία μεγάλη επαρχία με την ονομασία «επαρχία καππαδοκική». Μεταξύ 107 και 113 μ.Χ. η Καππαδοκία μετατρέπεται εκ νέου σε επαρχία Καππαδοκίας μαζί με τη Μικρή Αρμενία, μέρος της Λυκαονίας, ένα τμήμα της ενδοχώρας του Πόντου, καθώς και το βασίλειο του Πολέμωνα.20 Το βασίλειο του Πόντου ιδρύθηκε το 281 π.Χ. περίπου και καταλύθηκε το 63 π.Χ. Το 62 π.Χ. ένα τμήμα του εντάχθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία Πόντου-Βιθυνίας, ενώ ένα άλλο εκχωρήθηκε σε αυτόχθονες βασιλείς που διατηρούσαν μια πελατειακή σχέση με τη Ρώμη. Μετά την έναρξη της ρωμαϊκής κυριαρχίας εμφανίζεται για πρώτη φορά η ονομασία «Πόντος» για την περιοχή αυτή της βόρειας Καππαδοκίας.

6. Γλώσσα και πολιτισμός

Οι αρχαιότερες σωζόμενες γραπτές μαρτυρίες από την Καππαδοκία, οι πήλινες πινακίδες σφηνοειδούς γραφής, πιστοποιούν ότι στην Αρχαία Ασσυριακή περίοδο (περίπου 2000-1750 π.Χ.) επίσημη γλώσσα ήταν η ακκαδική. Ήδη όμως την εποχή εκείνη εμφανίζονται τα πρώτα λουβικά ή χεττιτικά ονόματα στις γραπτές πηγές, καθώς είχε αρχίσει η διείσδυση στη Μικρά Ασία ινδοευρωπαϊκών ομάδων που συνδέονταν με τους Χετταίους. Οι ελληνικοί προσδιορισμοί «Σύριοι», «Λευκοσύριοι» ή «Καππαδόκες Σύριοι» διαχωρίζουν το λουβικό πληθυσμό που κατοικούσε βόρεια της Συρίας από εκείνον που κατοικούσε στην περιοχή της μεταγενέστερης Συρίας και Παλαιστίνης. Επιγραφές στη φρυγική γλώσσα πιστοποιούν την επιρροή που άσκησε στην περιοχή το αρχαίο φρυγικό βασίλειο κατά το 7ο/6ο αι. π.Χ.21 Με την περσική κατάκτηση καθιερώθηκε η αραμαϊκή, η οποία επικράτησε μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα και ήταν η μόνη γλώσσα που μιλούσε ο αγροτικός πληθυσμός, αντικατοπτρίζοντας, όπως και η επιβίωση λατρειών περσικής προέλευσης, την υιοθέτηση στοιχείων του περσικού πολιτισμού από τους αυτόχθονες.

Σύμφωνα με το Στράβωνα, αρχικά διαφορετική γλώσσα μιλούσαν μόνον οι Κατάονες. Οι αρχαίοι συγγραφείς υπήγαγαν και τη Μελιτηνή στην Καταονία και διαχώριζαν τους Κατάονες από τους Καππαδόκες ως ετεροεθνείς. Μετά την ενσωμάτωση όμως της Καταονίας στο καππαδοκικό βασίλειο στο β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ., οι Κατάονες αφομοιώθηκαν και ολόκληρος ο χώρος της Καππαδοκίας αποτέλεσε μια γλωσσική και εθνική ενότητα. Η ελληνική γλώσσα, μολονότι στη διοίκηση τουλάχιστον χρησιμοποιούνταν παράλληλα με την αραμαϊκή, όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα του 2ου αι. μ.Χ., δε γνώρισε ποτέ ιδιαίτερη διάδοση στην Καππαδοκία. Η βαρβαρική προφορά της ελληνικής ακόμη και από μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και ρήτορες, καθώς και η εμμονή των Καππαδόκων στη δική τους γλώσσα ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους αμφισβητείται η ουσιαστική ένταξή τους στον πολιτισμό του ελληνιστικού και ρωμαϊκού κόσμου.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του πολιτισμού αυτού, η πολιτική οργάνωση, δε γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στην Καππαδοκία. Καθώς στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα η ύπαρξη πόλεων ήταν συνδεδεμένη με την ευνομία, ήταν επόμενο οι Καππαδόκες να θεωρούνται υποανάπτυκτοι και βάρβαροι. Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε από την άρνησή τους να δεχτούν την κατάργηση της βασιλείας που τους πρότεινε η Ρώμη στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., και από το γεγονός ότι πολυάριθμοι Καππαδόκες έφταναν στη Ρώμη ως σκλάβοι. Για αυτούς τους λόγους το εθνικό «Καππάδοξ» είχε γίνει σχεδόν συνώνυμο του μη Έλληνα, του βάρβαρου.

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, ο εξελληνισμός της Καππαδοκίας υπήρξε διαδικασία μακραίωνη που επισπεύστηκε χάρη στον ταχύτατο εκχριστιανισμό των κατοίκων της. Ωστόσο, ενώ στο β΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ. ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της είχε εκχριστιανιστεί, τον 4ο αι. μ.Χ. η τοπική γλώσσα εξακολουθούσε να κυριαρχεί στα ευρύτερα στρώματα του αγροτικού πληθυσμού. Η Καππαδοκία θα εξελληνιστεί μόνο μετά την πλήρη επικράτηση του χριστιανισμού και τότε μόνο θα ενταχθεί ιδεολογικά και πολιτιστικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.22
1. Ηρ. 1.71. 2.72. 5.49. 7.72· Πλίν., ΦΙ 6.9· Just. 2.4· Πολύβ., απ. 54 στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, Περί των Θεμάτων I.2· Bekker, I., (επιμ.) Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (Bonn 1840),  σελ. 18· Αρρ., FGrHist. 156 F 74· Franck, L., Sources classiques concernant la Cappadoce (RHA XXIV, Paris 1966), σελ. 9· Müller, D., Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots. Kleinasien (Berlin 1997), σελ. 125 κ.ε. RE 24 (1925), στήλη 2291 κ.ε., βλ. λ. “Leukosyroi” (W. Ruge)· RAC (1954), στήλη 864, βλ. λ. “Cappadocia” (E. Kirsten). Το χεττιτικό τοπωνύμιο “Kizzuwatna” σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή προσδιορίζει την Κιλικία, βλ. RAC, ό.π, στήλη 863.

2. Στράβ. 12.1.1.

3. Debord, P., L’ Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), σελ. 85 κ.ε.

4. Ηρ. 1.72· Στράβ. 12.5.1· Syme, R., Anatolica. Studies in Strabo (Oxford 1995), σελ. 10, 156.

5. Ξεν., Αν. 1.2.20 κ.ε. Berges, D. – Nollé, J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien, 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 478· Debord, P., L’ Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), σελ. 331.

6. Στράβ. 11.8.4. 12.2.10· DNP 10 (2001), στήλη 142, βλ. λ. “Pontos” (E. Olshausen).

7. RE 10.2 (1919), στήλη 1911, βλ. λ. “Kappadokia” (W. Ruge).

8. Στράβ. 12.2.3. 12.2.7-8. 1.3.7. 12.2.4· Πτολ., Γεωγρ. 5.6.7.

9. Teja, R., “Die römische Provinz Kappadokien in der Prinzipatszeit”, (ANRW 7.2, 1980), σελ. 1097-1124.

10. Πρόκειται για 20.000 σφηνοειδείς επιγραφές, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων χρονολογείται στην περίοδο 1920-1850 π.Χ. Βλ. The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 3 (1997), σελ. 308-310, βλ. λ. “Kültepe Texts” (K. Veenhof).

11. The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 3 (1997), σελ. 308, βλ. λ. “Kültepe Texts” (K. Veenhof).

12. The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 2 (1997), σελ. 85, βλ. λ. “Hittites” (H.A. Hoffner).

13. RAC (1954), στήλη 862 κ.ε., βλ. λ.“ Cappadocia” (E. Kirsten).

14. H πιθανή υπαγωγή της στο βασίλειο του Μίδα τοποθετείται χρονικά προ του 695 π.Χ. Περίοδος εισβολών Κιμμερίων στη Μικρά Ασία: 700/650 π.Χ. RAC (1954), στήλη 863 κ.ε., βλ. λ. “Cappadocia” (E. Kirsten).

15. Ηρ. 3.90.2. Σύμφωνα με τη νεότερη θεωρία ο χώρος εγκατάστασης των Συροκαππαδόκων δεν ταυτίζεται με τα σύνορα της Καππαδοκίας. Έτσι ο 3ος νομός συμπεριλάμβανε και εδάφη δυτικά του Άλυος ποταμού όπου κατοικούσαν Συροκαππαδόκες, όμως η Καππαδοκία αυτή καθαυτήν υπαγόταν στο 13ο νομό, βλ. Debord, P., L’ Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), σελ. 85 κ.ε. Högemann, P., Das alte Vorderasien und die Achämeniden. Ein Beitrag zur Herodot Analyse (Beihefte zum Tübinger Atlas des vorderen Orients Reihe B, 98, Wiesbaden 1992), σελ. 61.

16. Στράβ. 12.1.4. Μολονότι η μαρτυρία αυτή δεν επιβεβαιώνεται από καμία άλλη αρχαία πηγή, έχει γίνει δεκτή από την πλειονότητα των νεότερων ερευνητών. Βλ. Debord, P., L’ Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), σελ. 107, 109· Petit, Th., Satrapes et satrapies dans l’Empire achménide de Cyrus le Grand à Xerxès Ier (Bibliotheque de la Faculté de Philosophie et Lettres de l’Université de Liège 254, Paris 1990), σελ. 208.

17. Αρρ., Αν. 2.4.2· Curt. 3.1.24. 3.4.1· Διόδ.Σ. 18.3.1· Αππ., Μιθριδ. 12.2.8. Βλ. και Hornblower, J., Hieronymus of Cardia (Oxford 1981), σελ. 240.

18. Curt. 4.11.5.

19. Διόδ. Σ. 20.111.4. 31.19.5· Meyer, E., Die Grenzen der hellenistischen Staaten in Kleinasien (Leipzig 1925)· Beloch, K.J., Griechische Geschichte² 4.2 (Berlin-Leipzig 1927), σελ. 355· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton 1950), σελ. 917, σημ. 4.

20. DNP 6 (1999), στήλη 262 κ.ε., βλ. λ. “Kappadokia” (K. Strobel)· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton 1950), σελ. 605 κ.ε.

21. The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 2 (1997), σελ. 85, βλ. λ. “Hittites” (H.A. Hoffner)· DNP 6 (1999), στήλη 262, βλ. λ. “Kappadokia” (K. Strobel)· RE Suppl. 6 (1935), βλ. λ. “Kappadokia” (W. Brandenstein).

22. Στράβ. 12.1.2· Teja, R., “Die römische Provinz Kappadokien in der Prinzipatzeit”, ANRW 7.2. (1980), σελ. 1114· Berges, D. – Nollé J., Tyana. Archäologisch - historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien, 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), σελ. 490.


Για παραπομπή: Σοφού Αθανασία, «Καππαδοκία (Αρχαιότητα)», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
Πηγή
URL:



Cappadocia (Antiquity)
Συγγραφή : Sofou Athanasia (26/9/2001)
Μετάφραση : Kalogeropoulou Georgia , Karioris Panagiotis
Για παραπομπή: Sofou Athanasia, "Cappadocia (Antiquity)",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL:


1. Name

The origin of the name ‘Cappadocia’, which is recorded for the first time by Herodotus, is attributed by the ancient writers either to a Persian with the same name, who was given this region as a reward for rescuing the Persian king from a lion, or to the Assyrian hero Cappadocus, son of Ninyus or finally to the river Cappadocus. According to modern scholars it is the transliteration in Greek of the probably not Persian place-name ‘Katpatuka’, which means ‘the land of the beautiful horses’. That could also be a survival of the Hittite name ‘Kizzuwatna’.

Ancient written sources refer to the region as ‘Assyria’, ‘Leukosyria’, ‘Leukosyriaki’ and the inhabitants were called not only Cappadoces but also ‘Syrians’, ‘Assyrians’ and ‘Leukosyrians’, national names correlated with the Assyrian domination in the area, as the Greeks called the Assyrians 'Syrians' . On the contrary, the term Syria was not used for this area but for the Palestinian Syria. Regarding the name Leukosyrians in particular, ancient writers believed that its first part (Leuco meaning white) was connected to the pale skin of the people, which was lighter than the inhabitants of south Syria. This theory has only been accepted by some modern historians, while others consider it to be a popular etymology of the ancient Greeks, who transliterated into Greek the prefix ‘Lukki’ or ‘Lyko’ of some names from Asia Minor into ‘Leuko’. Finally, the Armenian place-name ‘Gamirk’ for Cappadocia is related to the raids of Cimmerians to this country.1

2. Geography

Strabo the geographer, who has delivered the most detailed description of the area, compares Cappadocia to the isthmus of a peninsula, namely Asia Minor, which is defined by the Black Sea in the north and the Issicus bay in the south. According to his description, the Cappadocians lived in an area which bordered to the west Paphlagonia, Phrygia, Galatia and Lycaonia, to the east Colchis, Lesser and Greater Armenia, to the north the Black Sea and to the south Rough Cilicia. The precise borders on the neighbouring areas were altered many times through the ages.2 Thus, the placename Cappadocia did not define the same geographical area throughout Antiquity. In addition, the settlements of the people were not limited within the borders of that region.

Regarding the northwest boundaries, we know that in the years prior to the 5th cent. BC the settlements of the Cappadocian Syrians, as the people were called, extended to the west of Alys river, on coastal areas which later belonged to Paphlagonia. Since the 5th century, Alys was the natural border to the west, while to the east Cappadocia was defined by the river Thermodontas.3 The south borders of Cappadocia altered considerably within the following years. In the middle of the 5th century they barely reached north of Alys, while the area to the south of Alys, where the kingdom of Cappadocia was later organized, belonged to Cilicia in that period.4 Until the end of the 5th century the lands to the south of Alys up to the mountain range of Taurus, which became the natural boundary to the south,5 were incorporated to Cappadocia. The natural boundaries to the west were river Alys, lake Tatta and Taurus. Finally, to the east the area of Euphrates must have been the east boundary between Cappadocia and Armenia, extending along the line Melitine-Sevasteia-Themiskyra.

Therefore, we can conclude that Cappadocia reached its greatest expansion in the period between the 5th and the 1st century BC. In the 1st cent BC the name Pontus for its northern part is recorded for the first time, which prevailed in the following years. As a result the north boundary of Cappadocia was relocated further south, in the mountain ranges over upper Alys.6 Since then the borders of Cappadocia were considered to be the same as those of the Kingdom of Great Cappadocia. The extent of that area is estimated to have been about 80,000 sq. km.7

3. Geomorphology

The part of Cappadocia which had that name after the 1st cent. BC occupied the central plateau of Asia Minor at an altitude of 1,000m. Volcanic mountains dominate the area, with Mt. Argaios (3,196m) being the highest one. Their volcanic activity in combination with the erosion by natural elements has created peculiar conical mountains. These monolithic formations of lava characterize the landscape of Cappadocia, especially west to Caesaria, around Korama.

The west part of Cappadocia is almost treeless-only Mt. Argaios was covered by thick vegetation as well as the mountain ranges of Taurus and Antitaurus, where there were several water springs. Alys to the northwest and Euphrates to the east must have been the natural boundaries of the region. In Cataonia the rivers Saros and Pyramos had their springs. Other rivers in Cappadocia were rivers Melas, which flowed from Mt. Argaios close to Caesaria and Carmalas which flowed through Sargarausine and Cataonia.8

4. Economy

The scarce and often contradicting information from the written sources do not permit us to draw a full picture for the agricultural produce in Cappadocia. Cicero calls the area a desert, while other sources mention that it was a fertile land, rich in fruits. The continental climate did not favour the cultivation of vine, olive and fruits. Strabo claims that Melitine was the only place of Cappadocia with cultivated trees, even olives, and that the wine produced there, the so-called ‘monaritis’, was equivalent to the Greek wines.

However, the cultivation of cereals, wheat in particular, was very developed. Cappadocian bread was famous in the Roman world and Cappadocian bakers were considered to be the best. The ‘Cappadocian bread’ was a delicacy made with oil, milk and was rather salty. Nevertheless, the climate with its intense alterations between drought and frost often ruined agricultural produce, resulting in high prices and famine.

Animal husbandry had always been very important for the economy of the area. Cappadocia had a long tradition of horse raising, which were among the best breeds, as well as pack-animals and sheep. Cappadocian horses and mules were exported to Assyria. A hint for the size of animal husbandry in the area is the annual tax the Cappadocians paid to the Achaemenid kings:1,500 horses, 50,000 sheep and 2,000 mules. Its importance remained intact during the Imperial years as well. It is characteristic that the Roman Emperors kept in Cappadocia stables with horses for races.

An important share in the economy of the region was provided by its mineral wealth. The sources mention the existence of precious stones deposits, such as mineral crystal, onyx, alabaster of lesser quality and iaspis. They also mined a white stone which resembled ivory and was used to make hilts for daggers and swords, and another white stone which was called ‘catoptritis’ (meaning reflector) because it was used as a mirror. A diamond stone, which Nero used for the revetment of a temple in Rome, was also brought from Cappadocia. The sinopian miltos, which was called so because it was first exported from Sinope before the traders launched it in the market of Ephesus, was also extracted in Cappadocia. This was a pigment with pharmaceutical properties and according to Strabo it was of excellent quality and equal to the Iberian. Another product from Cappadocia was salt. The production of steel and arsenic is also testified.

The silver deposits in south Cappadocia were very important as they were unique in the entire area. Their exploitation started in the Hittite period and continued throughout Antiquity until modern times. The silver mines supplied the mint of Caesarea, which developed into one of the most important in the Roman Empire. Most mines were personal property of the kings of Cappadocia and later of the Roman emperors.

The natural resources of Cappadocia were so wealthy that when it became a Roman province emperor Tiberius put it under its immediate administration in order to have the exclusive right to collect taxes. The annexation of Cappadocia to the Roman empire was also beneficial for the Roman citizens, as the profits from the new province permitted Tiberius to cut in half the tax which all Roman citizens had to pay as contribution to the Military Fund.9

5. History

5.1. Early years

The history of Cappadocia begun in the ancient Assyrian period (circa 2000-1750 BC), as it can be concluded by the most ancient written sources on the prehistory of Asia Minor which were found in modern Kultepe.10 In the last quarter of the 20th cent. BC Assyrian traders established themselves in central Asia Minor forming a network of colonies which facilitated trade between Anatolia and the regions of Mesopotamia and northern Syria. In Cappadocia, and particularly in Kanesh or modern Kultepe, was the administration center of the Assyrian colonies which formed a kind of ‘province’ of the ancient Assyrian city-state of Assur.11 Before the end of the ancient Assyrian period the history of Cappadocia and Asia Minor in general is associated with a new tribe the Hittites.12 Under their domination the small principalities of fragmented Cappadocia were unified and the country became the core of the immense Hittite state. For five centuries and until the abolition of the Hittite empire in c. 1200 BC, Cappadocia was flourishing with Kanesh as the first capital and Hattusha, modern Bogazkoi, later. The intrusion of a new wave of Indo-European tribes into Asia Minor just after 1200 BC was the beginning not only of the decline of the Hittite influence but also signalled a new fragmentation of the country into small hegemonies.13 The next five centuries marked a most eventful period in the history of Cappadocia. During this period the east part became the core of the kingdom of Tabal, the country was invaded by Assyrians, Cimmerians and Scythians, new races settled in the region and it came under the influence, if not under the administration for a short interval, of the kingdom of Phrygia.14 When the Medes conquered Cappadocia in the early 6th cent. BC, they influenced it dramatically.

5.2. The Persian period

In 546/545 BC Katpatuka is incorporated into the kingdom of the Achemenid Persians by king Cyrus I. According to Herodotus, whose testimony probably reflects the organization of the Persian state in the time of Darius I (522-486 BC), Cappadocia becomes part of the 3rd prefecture of the Persian state, while a more recent theory suggests the accession of the region into the 13th.15 Strabo claims that prior to the Macedonian conquest, Cappadocia was divided into two satrapies, where the subsequent kingdoms of Great Cappadocia and Cappadocia next to Pontus were founded. This development is probably dated after the death of the satrap of Cappadocia and Paphlagonia Datames in 358 BC.16

5.3. Hellenistic and Roman Period

The fate of Cappadocia during the campaign of Alexander the Great in 334 BC is a controversial matter. Some sources report that Alexander crossed part of it and appointed Savictas or Avistamenes as a satrap. According to another testimony, Alexander did not marched through this country at all. It is highly plausible that the new satrap did not manage to rule the satrapy given to him or that he dominated it but soon lost his authority by submitting to the Persian counter-attack which followed the battle of Issus in 333 BC.17 It is also reported that after that battle the Persian king Darius offered Cappadocia to Alexander along with his daughter’s hand, hoping to stop Alexander’s advance in his kingdom.18

After Alexander’s death in 323 BC and during the first half of the 3rd cent. BC Cappadocia came successively under the power of all Alexander’s generals and successors who ruled for a short period in the greatest part of Asia Minor in that period. Meanwhile, as the successors were devoted to their struggles for the Macedonian reign and the territorial expansion of their states, a gap of authority was created in this frontier and inaccessible country which permitted the establishment of two native dynasties: of Mithridates in northern Cappadocia and of Ariarathes in the south.19

The kingdom of Great Cappadocia was founded in 255 BC, was abolished in 17 AD and turned into the Roman Province of Cappadocia. In 72 AD Cappadocia, Galatia, northern Pisidia, Lycaonia, Paphlagonia and the former kingdoms of Pontus and Lesser Armenia were unified into one large province named ‘Cappadocian Province’. Between 107 and 113 AD Cappadocia was again named Province of Cappadocia along with Lesser Armenia, part of Lycaonia, a part of the hinterland of Pontus, as well as the kingdom of Polemon.20 The kingdom of Pontus was founded in 281 BC and was abolished in 63 BC. In 62 BC a part of it was incorporated into the Roman Province of Pontus-Bithynia, while another part was ceded to native kings who were client kings to Rome. When the Roman domination began the name ‘Pontus’ was used for the first time for this region of northern Cappadocia.

6. Language and culture

The earliest written evidence from Cappadocia, the clay tablets with cuneiform script, testify that in the ancient Assyrian period (circa 2000-1750 BC) the official language was Accadian. However, already in that period the first Louwian or Hittite names appear in written sources, as groups of Indo-Europeans who are associated with Hittites penetrated into Asia Minor. The Greek definitions ‘Syrians’, ‘Leukosyrians’ or ‘Cappadocian Syrians’ dissociate the Louwian population of northern Syria from the population of the region which was later called Syria and Palestine. Inscriptions in the Phrygian language testify the influence of the ancient Phrygian kingdom during the 7th/6th cent. BC.21 After the Persian conquest the official language was Aramaic, which prevailed until Late Antiquity and was the only language spoken by the rural population reflecting, as well as the survival of cults of Persian origin, the adoption by the natives of elements of the Persian culture.

According to Strabo, the only people who initially spoke a different language were the Cataones. Ancient writers considered Melitine to be part of Cataonia and the Cataones to be of a different ethnicity from the Cappadocians. However, after the incorporation of Cataonia to the Cappadocian kingdom in the second half of the 3rd cent. BC, the Cataones were assimilated and the whole region of Cappadocia formed one lingual and national entity. The Greek language, although it was used in administration along with Aramaic, as it can be seen by official papers of the 2nd cent. AD, was never particularly widespread in Cappadocia. The barbarian accent of the Greek language, even by the members of the highest status and orators, as well as the obsession of the Cappadocians with their own language, were some of the reasons why their complete incorporation to the Greek and Roman civilization is disputed.

Another characteristic of this civilization, the political organization, did not develop in Cappadocia. As in Greek-Roman antiquity the existence of cities was connected to fair and just government, the Cappadocians were viewed as underdeveloped and barbarians. This impression was reinforced by their refusal to accept the abolishment of monarchy which was suggested by Rome in the beginning of the 1st cent. BC. Moreover, many Cappadocians reached Rome as slaves. For these reasons the national name ‘Cappadox’ implied the non-Greek, the barbarian.

Contrary to what was happening to other regions in Asia Minor, the Hellenization of Cappadocia was a long process, accelerated only by the rapid christianization of its inhabitants. However, even though in the second half of the 3rd cent. AD a large part of the population had become Christians, in the 4th cent. AD the local language continued to dominate in the rural population. Cappadocia would become Hellenized only after the complete dominance of Christianity and only then it became an ideological and cultural part of the Roman Empire.22

1. Hdt. 1.71. 2.72. 5.49. 7.72; Plin. NH 6.9; Just. 2.4; Plb. ex. 54 in Constantinus Porfyrogenitus, Περί των θεμάτων Ι.2, Bekker, I. (ed.) Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (Bonn 1840) p.18; Arr. FGrHist. 156 F 74; Franck, L., Sources classiques concernant la Cappadoce (RHA XXIV,Paris 1996) p. 9; Muller, D., Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots. Kleinasien (Berlin 1997) p. 125 ff. RE 24 (1925), col. 2291 ff, see en. ‘Leukosyroi’ (W.Ruge); RAC (1954) col. 864, see en. ‘Cappadocia’ (E. Kirsten). The Hittite placename ‘kizzuwatna’ according to another view defines Cilicia, ibid, col. 863.

2. Str. 12.1.1.

3. Debord, P., L’Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), p. 85 ff.

4. Hdt. 1.72; Str: 12.5.1; Syme, R., Anatolica. Studies in Strabo (Oxford 1995) p. 10, p. 156.

5. X. An. 1.2.20; Berges, D.-Nolle, J., Tyana. Archäologisch-historiche Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien, 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000) p. 478; Debord, P. L’Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), p. 331.

6. Str. 11.8.4. 12.2.10; DNP 10 (2001) col. 142, see en. ‘Pontos’ (E. Olshausen).

7. RE 10.2 (1919) col.1911, see en. ‘Kappadokia’ (W.Ruge).

8. Str. 12.2.3. 12.2.7-8. 1.3.7. 12.2.4; Ptol., Geog. 5.6.7.

9. Teja, R., ‘Die römische Provinz Kappadokien in der Prinzipatszeit’, (ANRW 7.2, 1980) pp. 1097-1124.

10. These are 20,000 cuneiform tablets, dated in their biggest part to the period between 1920-1850 BC. See The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 3 (1997) pp. 308-310, see en. ‘Kültepe Texts’ (K. Veenhof).

11. The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 3 (1997) p. 308, see en. ‘Kültepe Texts’ (K. Veenhof).

12. The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 2 (1997) p. 85, see en. ‘Hittites’ (H.A. Hoffner).

13. RAC (1954), col. 862 ff, see en. ‘Cappadocia’ (E. Kirsten).

14. The possible incorporation to the kingdom of Medas is dated before 695 BC. The period of Cimmerian invasions in Asia Minor: 700/650 BC RAC (1954), col. 863 ff, see en. ‘Cappadocia’ (E. Kirsten).

15. Hdt. 3.90.2. According to a recent theory the area of the settlement of Syrocappadocians does not coincide with the borders of Cappadocia. So the 3rd prefecture included lands west to the river Alys but Cappadocia belonged to the 13th prefecture, see Debord, P. L’Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), p. 85 ff. Högemann, P., Das alte Vorderasien und die Achämeniden. Ein Beitrag zur Herodot Analyse (Beihefte zum Tübinger Atlas des vorderen Orients Reihe B, 98, Wiesbaden 1992), p. 61.

16. Str. 12.1.4. Although this evidence is not confirmed by any other ancient source, it has been accepted by most modern scholars. See Debord, P. L’Asie Mineure au IVe siècle (412-323 a.C.). Pouvoirs et jeux politiques (Bordeaux 1999), pp. 107, 109 ; Petit, Th., Satrapes et satrapies dans l’Empire achménide de Cyrus le Grand à Xerxès Ier (Bibliotheque de la Faculté de Philosophie et Lettres de l’Université de Liège 254, Paris 1990), p. 208.

17. Arr. An. 2.4.2; Curt. 3.1.24. 3.4.1; D. S. 18.3.1; App. Mith. 12.2.8. See also Hornblower, J., Hieronymus of Cardia (Oxford 1981), p. 240.

18. Curt. 4.11.5.

19. D. S. 20.111.4. 31.19.5; Meyer, E., Die Grenzen der Hellenistischen Staaten in Kleinasien (Leipzig 1925); Beloch, K.J., Griechische Geschichte 4.2 (Berlin-Leipzig 1927) p. 355; Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton 1950) p. 917, note 4.

20. DNP 6 (1999) col. 262 ff, see entry ‘Cappadocia’ (K.Strobel); Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton 1950) p. 605 ff.

21. The Oxford Encyclopedia of Archaeology in the Near East 2 (1997) p. 85, see en. ‘Hittites’ (H.A. Hoffner); DNP 6 (1999) col. 262 ff, see en. ‘Kappadocia’ (K. Strobel); RE Suppl. 6 (1935) see en. ‘Kappadokia’ (W. Brandenstein).

22. Str. 12.1.2; Teja, R., 'Die römische Provinz Kappadokien in der Prinzipatzeit', ANWR 7.2. (1980), p. 1114; Berges, D., - Nollé, J., Tyana. Archäologisch-historische Untersuchungen zum südwestlichen Kappadokien, 1-2 (IK 55.1, Bonn 2000), p. 490.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου