Στις ακτές των ονομάτων:
Η τέχνη του οργίζεσθαι
Blood count (Billy Strayhorn)
Stan Getz
Αν η μελαγχολία οδηγεί στην απάθεια και την αδράνεια, τότε η οργή ως έκφραση οδύνης παρασύρει στην ανεξέλεγκτη δράση οδηγώντας στα όρια του εαυτού και την διάρρηξη της εικόνας του. Η οργή επιτρέπει στο υποκείμενο να βιώσει τον εαυτό ως σώμα με έναν έντονο σχεδόν καθαρτικό τρόπο, αλλά και να αμφισβητήσει παράλληλα τις κυρίαρχες εικόνες.
Προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί μια τέχνη του οργίζεσθαι για την διαχείριση των επικίνδυνων συνεπειών της. Έτσι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζοντας την οργή ως δείγμα ψυχικής υγείας συμβουλεύει να την εκφράζουμε όποτε πρέπει, για όσο πρέπει και όπως πρέπει.
1 Πράγμα
που επιτυγχάνεται χάρη στην φρόνηση, η οποία επιτρέπει την εύρεση ενός κατάλληλου μέτρου
για την έκφραση της οργής ώστε αυτή να μην αποτελεί ένα ανεξέλεγκτο ξέσπασμα με δυσάρεστες
έως επικίνδυνες συνέπειες, αλλά μια ζυγισμένη λίγο έως πολύ αντίδραση. Ο Σενέκας είναι
λιγότερο μετριοπαθής όταν απορρίπτει κατηγορηματικά την αριστοτελική προσέγγιση
αντιπροτείνοντας όχι απλώς την κατίσχυση επί της οργής μέσω του ορθού λόγου, αλλά και την
οριστική εξάλειψή της. 2 Ο Πλούταρχος με την σειρά του προτρέπει ν' αποφεύγονται οι
γεννησιουργές καταστάσεις της οργής. Αν αυτή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, τότε δεν πρέπει
εξαρχής να της δοθεί η ευκαιρία ν' αναδυθεί και να εκδηλωθεί.3 Έτσι προτείνει την καθημερινή
άσκηση ορίζοντας αρχικά κάποιες μέρες δίχως οργή και αυξάνοντας στην συνέχεια σταδιακά τον
αριθμό τους. Ο Montaigne από την άλλη βρίσκεται εγγύτερα στον Αριστοτέλη όταν συμβουλεύει
την περιοδική, αλλά όχι συχνή, εκτόνωση της οργής, ώστε να διατηρεί την αξία και την
βαρύτητά της στους αποδέκτες της.4 Επιπλέον, η σποραδική εκτόνωση της οργής συνεισφέρει
στην ψυχική ευεξία ενδεχομένως ακόμη και στην ευδιαθεσία συνεισφέροντας σε μια στάση
ανεμελιάς. Για αυτό τον λόγο ο Montaigne παροτρύνει ενίοτε να προσποιούμαστε τους
οργισμένους προτιμώντας να εκτονώνουμε την οργή μας δυνατά, αλλά σύντομα, όταν είμαστε
μόνοι μας. Τέλος, για τον Kant η οργή, όπως άλλωστε κάθε πάθος, βρίσκεται εξ ορισμού στον
αντίποδα της φρόνησης. 5 Κρίσιμη σημασία για αυτόν έχει η χρονική διάρκεια της οργής, διότι
αν συσσωρεύεται για μεγάλο διάστημα μπορεί να μετατραπεί σε πικρία, μνησικακία και μίσος.
1 Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1109b 15.
2 Βλ. Seneca, De ira (Περί οργής), III, 3.
3 Βλ. Πλούταρχος, Περί αοργησίας.
4 Βλ. Μονταίνιος, Δοκίμια ΙΙ, 31, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εκδόσεις Εστία, 2003. Βλ. επίσης Balthasar
Gracian, Χρησμολόγιο και τέχνη της φρονήσεως, αφορισμός 155, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εκδόσεις
Opera, 2006.
5 Βλ. Immanuel Kant, Anthropologie in pragmatischer Hinsicht, Ι. , Drittes Buch.
Για αυτό ο Kant προτείνει αντί της ελεύθερης εκτόνωσης της οργής ή της προσπάθειας να
καταπνιγεί τον αναστοχασμό επί των αιτίων της ώστε να παραμένει υπό τον έλεγχο ενός
αυτοστοχαστικού υποκειμένου.
Εμείς αν θέλουμε μπορούμε να φανταστούμε την οργή ως τον κεραυνό του θυμού. Ας
σκεφθούμε εδώ τον θυμό ως ένα βαθύτερο αίσθημα εντός μας, το οποίο πηγάζει από ένα
πρωταρχικό έλειμμα που βιώθηκε κάποτε ως αίσθημα απόρριψης ή εγκατάλειψης, αποτελώντας
έκτοτε την πηγή μιας πυρηνικής ανασφάλειας η οποία ηλεκτρίζει την ψυχή. Έτσι, υπό
προϋποθέσεις, η συνάντηση αυτής της ανασφάλειας με την πραγματικότητα δημιουργεί
εκκενώσεις οργής. Ωστόσο αυτή η ανασφάλεια είναι δυνατόν να εκφραστεί επίσης ως ανάγκη
για διάκριση ενισχύοντας την δημιουργικότητα, αλλά και εναλλακτικά ως μνησικακία.
Παράλληλα, η οργή μπορεί να συνιστά μια δικαιολογημένη αντίδραση σε μια απρεπή ή άδικη
συμπεριφορά τόσο ως προς εμάς τους ίδιους όσο και ως προς άλλους. Για αυτούς τους λόγους
ζητούμενο για μια αναστοχαστική τέχνη του βίου δεν είναι η εξάλειψη της οργής, αλλά η γόνιμη
διαχείρισή της. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την εκτόνωση η οποία συνεισφέρει στην ψυχική
ευεξία, στοχεύοντας σε μια ευέλικτη αυτοκυριαρχία. Αυτό δεν σημαίνει την άνευ όρων παράδοση
στην οργή, αλλά ότι το υποκείμενο διατηρώντας μια σχετική με την ένταση της στιγμής
νηφαλιότητα αποφασίζει εάν, για πόσο, με τι ένταση και με ποιο τρόπο θα την εκδηλώσει. Το
φάσμα της επιλογής είναι ευρύ και κυμαίνεται από την άνευ όρων εκτόνωση της οργής μέχρι την
πλήρη καθυπόταξή της.
Η τέχνη της οργής περιλαμβάνει την πρόνοια, δηλαδή, την προετοιμασία για μια
ενδεχόμενη έκρηξη οργής με το να φανταζόμαστε τις συνθήκες που την προξενούν. Η πρόνοια
ενδυναμώνει την ψυχική ετοιμότητα, ενώ με την πάροδο του χρόνου εξασφαλίζει ότι συνηθίζει
κανείς να περιμένει τις εκρήξεις οργής με αποτέλεσμα την εξασθένισή τους. Επιπλέον, εφόσον το
υποκείμενο δεν μπορεί πάντοτε ν' αλλάξει τις συνθήκες που προξενούν την οργή, μπορεί
σημασιοδοτώντας τις συνθήκες ή ένα γεγονός εκ των προτέρων να επιλέξει καλύτερα την
αντίδρασή του. Μπορεί ν' αποφασίσει τόσο ποια στάση θα επιλέγει γενικά σε ορισμένα ζητήματα
όσο και μεμονωμένα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αυτονομία του υποκειμένου έγκειται στο
αν ευθύς εξαρχής επιλέξει ν' αποφύγει μια περίσταση που θα προξενήσει οργή ή αν θα
αδιαφορήσει όταν βρεθεί σε αυτή. Από την άλλη μπορεί επίσης να επιδιώξει καταστάσεις όπου
προσφέρεται η ευκαιρία ελεγχόμενης εκτόνωσης της οργής, έχοντας βεβαίως προηγουμένως
προετοιμαστεί κατάλληλα.
Μια χρήσιμη τεχνική για την διαχείριση της οργής είναι η νοερή διαίρεσή της σε στάδια,
από την αρχική ελαφρά δυσφορία και το αιφνίδιο τσίμπημα που οδηγεί στην αύξηση των
καρδιακών παλμών μέχρι να βρεθούμε εκτός εαυτού. Ιδιαίτερα αποτελεσματική πρακτική είναι η
αναβολή της εκτόνωσης μέχρι την εξασθένιση και τον εκμηδενισμό της οργής, διότι αυτή ως
γνωστόν δεν έχει αντοχή στον χρόνο. Αλλά και η αλλαγή του τόπου, ο έντονος βηματισμός, το
πάνω κάτω και το πέρα δώθε καταλαγιάζουν την οργή και μετριάζουν την ταραχή. Χρήσιμη
πρακτική είναι και ο αντιπερισπασμός, δηλαδή, η απόσπαση ή η μεταφορά της προσοχής σε κάτι
ολότελα διαφορετικό από την πηγή εξόργησης. Στην περίπτωση που αποφασιστεί η εκτόνωση
της οργής σημασία έχει η επιλογή του αντικειμένου και του τρόπου. Καταρχήν μπορεί να
επιλεγεί η φρόνηση έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα επιβλαβή αποτελέσματά της. Όμως η
οργή μπορεί να εκτονωθεί και σε διαφορετική μορφή είτε ως γέλιο ή κλάμα είτε ως μετουσίωση
σε δημιουργική εργασία ή άθληση.
Προϋπόθεση όμως των προαναφερθέντων πρακτικών είναι η ικανότητα του
υποκειμένου ν' αποστασιοποιείται από καταστάσεις που προκαλούν οργή. Άραγε ο λόγος της
οργής βρίσκεται αποκλειστικά στην φαντασία μου; Μήπως πρόκειται για συκοφαντία ή ψέμα;
Μήπως εσκεμμένα προκαλούν την οργή μου για κάποιο λόγο; Γιατί να επιτρέψω σε κάποιον να
με εξοργίσει; Σε τελική ανάλυση αξίζει να εξοργιστώ; Τα παραπάνω είναι μερικά από τα
ερωτήματα που μπορούν να τεθούν κατά την αποσταστιοποίηση και συχνά χρησιμεύουν στο να
ψυχθεί η οργή. Ωστόσο η οργή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ένα μέσο για την διαμόρφωση
της σχέσης με τους άλλους. Η εκτόνωση της οργής μπορεί είτε να οδηγήσει στην διάλυση μιας
σχέσης είτε, αν η εκτόνωση είναι λελογισμένη, στην ανανέωση και τον επαναπροσδιορισμό
αυτής. Μια έκρηξη οργής επιβεβαιώνει στον άλλον ότι δεν μας είναι αδιάφορος, ότι είμαστε
ειλικρινείς όταν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, κυρίως ότι έχουμε την επιθυμία και την
ικανότητα να τα εκφράσουμε. Άλλωστε, η οργή είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί ως ρυθμιστής της
εγγύτητας σε μια σχέση. Με την κατάλληλη χρήση της το υποκείμενο μπορεί είτε ν' απομακρύνει
είτε να φέρνει κάποιον εγγύτερα σε αυτό θέτοντας όρια στην σχέση που δεν επιθυμεί να
ξεπεραστούν.
Όμως εκτός από την οργή που νιώθουμε και εκφράζουμε οι ίδιοι, μπορεί να βρεθούμε οι
ίδιοι αποδέκτες της οργής των άλλων. Μια αναστοχαστική τέχνη του βίου περιλαμβάνει ένα
ρεπερτόριο πρακτικών οι οποίες επιτρέπουν την διαχείριση της οργής των άλλων. Χάρη στην
αποστασιοποίηση το υποκείμενο διατηρεί την αυτοκυριαρχία ώστε είτε να κατευθύνει την οργή
του άλλου σε έναν διαφορετικό στόχο είτε να την αποδεχτεί για ν' αποκτήσει καλύτερη
πρόσβαση σε αυτόν όταν θα έχει εκτονωθεί και θα είναι δεκτικότερος στον λόγο του. Η σημασία
της οργής δεν πρέπει ούτε να υποτιμηθεί ούτε να υπερτιμηθεί, είναι σημαντικό όμως να
θυμόμαστε ότι μας επιτρέπει να βγούμε εκτός εαυτού, να διαρρήξουμε δηλαδή, τα σύνορα του
ιδιοκόσμου ώστε να συναντηθούμε με τους άλλους. Η εμπειρία της οργής είναι θεμελιώδης για
την συγκρότηση του υποκειμένου και μια αναστοχαστική φιλοσοφία της τέχνης του βίου
αποβλέπει στο να βιώνεται με έναν μη καταστροφικό και όποτε είναι εφικτό ακόμη και γόνιμο
τρόπο.
Ο Peter Sloterdijk υποστηρίζει ότι πρέπει ν' ανακαλύψουμε εκ νέου το δημιουργικό
δυναμικό της οργής που έχει λησμονηθεί στις δυτικές κοινωνίες, έχοντας αντικατασταθεί υπό
την επίδραση του χριστιανισμού από μια έννοια δικαιοσύνης με πυρήνα την μνησικακία.6 Ο
Sloterdijk υπερασπίζεται την θετικότητα της οργής απέναντι στην προκατάληψη εναντίον της
στην δυτική φιλοσοφική παράδοση, θεωρώντας τον άνθρωπο ως ένα οργισμένο ον. Είναι η
κινητήριος δύναμη της οργής, ως η κεντρική αλληλεπίδραση στο πεδίο των παθών, εκείνη που
επιτρέπει την εξύψωσή του και την δημιουργία, και όχι η τιθάσευσή της. Ο Sloterdijk θεωρεί ότι
στην παρανόηση αυτή συνεισέφερε τα μέγιστα η ψυχανάλυση, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία για
την κατανόηση του ψυχικού στην σεξουαλικότητα, δηλαδή, την επιθυμία της συνάντησης ή
ακόμη και της ένωσης με τον άλλον, υποβαθμίζοντας παράλληλα την οργή σε παθολογικό
σύμπτωμα διότι οδηγεί στην βία και το μίσος. Ενάντια στην κυρίαρχη αντίληψη των αρνητικών
συνεπειών της οργής στην κοινωνική συμβίωση, ο Sloterdijk επεξεργάζεται ένα τολμηρό
πρόταγμα αποκατάστασης της οργής με σκόπο την απελευθέρωση των αποθεματικών της
κοινωνικής δημιουργικότητας. Η, ας την ονομάσουμε ψυχοπολιτική, θεώρηση του Sloterdijk
συλλαμβάνει την οργή ως ρίζα της ανάγκης για αναγνώριση, κατανοώντας τις πολιτικές ομάδες
ως θυμικούς σχηματισμούς όπου η δράση γεννιέται από την ύπαρξη διαφορετικών κέντρων
φιλοδοξίας. 7 Σε αυτή την θεώρηση η ρητορική συνιστά την τέχνη της διαχείρισης του θυμικού,
δηλαδή, την διεκδίκηση της επιβέβαιωσης της αυταξίας από τους άλλους. Η άρνηση της
επιβεβαίωσης, δηλαδή της αναγνώρισης, οδηγεί στην έκρηξη της οργής. Ωστόσο σήμερα η έκφραση της οργής δεν είναι πλέον κοινωνικά αποδεκτή αποτελώντας το προνόμιο των κοινωνικά ισχυρών έτσι ώστε ν' απωθείται από την πλειονότητα των ανθρώπων μετασχηματιζόμενη σε μεμψιμοιρία. Η τελευταία αποτελεί σχεδόν αναγκαίο ψυχικό μηχανισμό εξισορρόπησης, διότι στην υψηλή θερμοκρασία της οργής είναι μάταιο ν' αντιπαρατίθεται η ψυχρή λογική ή η παγωμένη εργαλειακότητα.
Σύμφωνα με τον Sloterdijk οι καταστρεπτικές συνέπειες της οργής μπορούν να προληφθούν αν αυτή πάψει να τοκίζεται σε μνησικακία, η οποία την εκφυλίζει σε εκδικητικότητα, ώστε ακολούθως να επενδυθεί στο πολιτικό με στόχο «μια αξιοκρατία η οποία ενδοπολιτισμικά και διαπολιτισμικά αντισταθμίζει μια αντιαυταρχική ηθική (Moral) με αναπτυγμένη επίγνωση των κανόνων και σεβασμό για τα αναφαίρετα ατομικά δικαιώματα».8
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς με τα παραπάνω, τα οποία μπορούμε να εντάξουμε σε μια φιλελεύθερη ανάγνωση του Nietzsche, νομίζω ότι το ανθρωπολογικό επιχείρημα του Sloterdijk ανταποκρίνεται σε περιορισμένο μάλλον βαθμό στις απαιτήσεις του πολιτικού προτάγματος που θέλει να βασίσει σε αυτό. Αν και η οργή δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού
6 Peter Sloterdijk, Zorn und Zeit : Ein politisch-psychologischer Versuch, Suhrkamp Verlag, 2006.
7 Ο.π., σ. 36-37.
8 Ο.π., σ. 305.
ως παθολογικό σύμπτωμα και συνδέεται με την ανάγκη αναγνώρισης, διαθέτοντας ως εκ τούτου
όντως ένα σχετικό δημιουργικό δυναμικό, πιστεύω ότι η καθημερινή εμπειρία υπονομεύει μια
τόσο θετική θεώρηση της οργής όπως αυτή που αναπτύσσει ο Sloterdijk. Υποθέτω ότι οι περισσότεροι έχουν βιώσει, δυστυχώς, την εμπειρία του ανικανοποίητου που αφήνει η εκτόνωση της οργής. Σίγουρα λοιπόν αυτή μπορεί να συνιστά κινητήριο δύναμη, αλλά καθώς δεν εκτονώνεται ποτέ πλήρως και δεν επιφέρει μια ψυχική γαλήνη αφού εκτονωθεί, λειτουργεί διαλυτικά οδηγώντας τελικά στο μίσος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θύματα βιασμών ή επιζώντες βασανιστηρίων θέλουν να κοιτάξουν τους θύτες στα μάτια. Η συγχώρεση επιτελεί εκείνο που η οργή αδυνατεί να φέρει εις πέρας. Τέλος, στην γενεαλογία της οργής που σκιαγραφεί ο Sloterdijk μοιάζει να λησμονεί ότι ενώ η οργή χαρακτηρίζει τον ομηρικό πολεμιστή κατά την ηρωική περίοδο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού όταν την διαδεχθούν οι δημοκρατικές πόλεις θα αντικατασταθεί από την αιδώ ως κεντρικό γνώρισμα του πολίτη. Ίσως γονιμότερη σήμερα για τις δυτικές κοινωνίες θα ήταν αντί της επανακάλυψης της οργής η
διαύγαση της πολιτικής διάστασης της αιδούς.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Κοράλλι (Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2015)
Η τέχνη του οργίζεσθαι
Blood count (Billy Strayhorn)
Stan Getz
Αν η μελαγχολία οδηγεί στην απάθεια και την αδράνεια, τότε η οργή ως έκφραση οδύνης παρασύρει στην ανεξέλεγκτη δράση οδηγώντας στα όρια του εαυτού και την διάρρηξη της εικόνας του. Η οργή επιτρέπει στο υποκείμενο να βιώσει τον εαυτό ως σώμα με έναν έντονο σχεδόν καθαρτικό τρόπο, αλλά και να αμφισβητήσει παράλληλα τις κυρίαρχες εικόνες.
Προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί μια τέχνη του οργίζεσθαι για την διαχείριση των επικίνδυνων συνεπειών της. Έτσι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζοντας την οργή ως δείγμα ψυχικής υγείας συμβουλεύει να την εκφράζουμε όποτε πρέπει, για όσο πρέπει και όπως πρέπει.
1 Πράγμα
που επιτυγχάνεται χάρη στην φρόνηση, η οποία επιτρέπει την εύρεση ενός κατάλληλου μέτρου
για την έκφραση της οργής ώστε αυτή να μην αποτελεί ένα ανεξέλεγκτο ξέσπασμα με δυσάρεστες
έως επικίνδυνες συνέπειες, αλλά μια ζυγισμένη λίγο έως πολύ αντίδραση. Ο Σενέκας είναι
λιγότερο μετριοπαθής όταν απορρίπτει κατηγορηματικά την αριστοτελική προσέγγιση
αντιπροτείνοντας όχι απλώς την κατίσχυση επί της οργής μέσω του ορθού λόγου, αλλά και την
οριστική εξάλειψή της. 2 Ο Πλούταρχος με την σειρά του προτρέπει ν' αποφεύγονται οι
γεννησιουργές καταστάσεις της οργής. Αν αυτή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, τότε δεν πρέπει
εξαρχής να της δοθεί η ευκαιρία ν' αναδυθεί και να εκδηλωθεί.3 Έτσι προτείνει την καθημερινή
άσκηση ορίζοντας αρχικά κάποιες μέρες δίχως οργή και αυξάνοντας στην συνέχεια σταδιακά τον
αριθμό τους. Ο Montaigne από την άλλη βρίσκεται εγγύτερα στον Αριστοτέλη όταν συμβουλεύει
την περιοδική, αλλά όχι συχνή, εκτόνωση της οργής, ώστε να διατηρεί την αξία και την
βαρύτητά της στους αποδέκτες της.4 Επιπλέον, η σποραδική εκτόνωση της οργής συνεισφέρει
στην ψυχική ευεξία ενδεχομένως ακόμη και στην ευδιαθεσία συνεισφέροντας σε μια στάση
ανεμελιάς. Για αυτό τον λόγο ο Montaigne παροτρύνει ενίοτε να προσποιούμαστε τους
οργισμένους προτιμώντας να εκτονώνουμε την οργή μας δυνατά, αλλά σύντομα, όταν είμαστε
μόνοι μας. Τέλος, για τον Kant η οργή, όπως άλλωστε κάθε πάθος, βρίσκεται εξ ορισμού στον
αντίποδα της φρόνησης. 5 Κρίσιμη σημασία για αυτόν έχει η χρονική διάρκεια της οργής, διότι
αν συσσωρεύεται για μεγάλο διάστημα μπορεί να μετατραπεί σε πικρία, μνησικακία και μίσος.
1 Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1109b 15.
2 Βλ. Seneca, De ira (Περί οργής), III, 3.
3 Βλ. Πλούταρχος, Περί αοργησίας.
4 Βλ. Μονταίνιος, Δοκίμια ΙΙ, 31, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εκδόσεις Εστία, 2003. Βλ. επίσης Balthasar
Gracian, Χρησμολόγιο και τέχνη της φρονήσεως, αφορισμός 155, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εκδόσεις
Opera, 2006.
5 Βλ. Immanuel Kant, Anthropologie in pragmatischer Hinsicht, Ι. , Drittes Buch.
Για αυτό ο Kant προτείνει αντί της ελεύθερης εκτόνωσης της οργής ή της προσπάθειας να
καταπνιγεί τον αναστοχασμό επί των αιτίων της ώστε να παραμένει υπό τον έλεγχο ενός
αυτοστοχαστικού υποκειμένου.
Εμείς αν θέλουμε μπορούμε να φανταστούμε την οργή ως τον κεραυνό του θυμού. Ας
σκεφθούμε εδώ τον θυμό ως ένα βαθύτερο αίσθημα εντός μας, το οποίο πηγάζει από ένα
πρωταρχικό έλειμμα που βιώθηκε κάποτε ως αίσθημα απόρριψης ή εγκατάλειψης, αποτελώντας
έκτοτε την πηγή μιας πυρηνικής ανασφάλειας η οποία ηλεκτρίζει την ψυχή. Έτσι, υπό
προϋποθέσεις, η συνάντηση αυτής της ανασφάλειας με την πραγματικότητα δημιουργεί
εκκενώσεις οργής. Ωστόσο αυτή η ανασφάλεια είναι δυνατόν να εκφραστεί επίσης ως ανάγκη
για διάκριση ενισχύοντας την δημιουργικότητα, αλλά και εναλλακτικά ως μνησικακία.
Παράλληλα, η οργή μπορεί να συνιστά μια δικαιολογημένη αντίδραση σε μια απρεπή ή άδικη
συμπεριφορά τόσο ως προς εμάς τους ίδιους όσο και ως προς άλλους. Για αυτούς τους λόγους
ζητούμενο για μια αναστοχαστική τέχνη του βίου δεν είναι η εξάλειψη της οργής, αλλά η γόνιμη
διαχείρισή της. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την εκτόνωση η οποία συνεισφέρει στην ψυχική
ευεξία, στοχεύοντας σε μια ευέλικτη αυτοκυριαρχία. Αυτό δεν σημαίνει την άνευ όρων παράδοση
στην οργή, αλλά ότι το υποκείμενο διατηρώντας μια σχετική με την ένταση της στιγμής
νηφαλιότητα αποφασίζει εάν, για πόσο, με τι ένταση και με ποιο τρόπο θα την εκδηλώσει. Το
φάσμα της επιλογής είναι ευρύ και κυμαίνεται από την άνευ όρων εκτόνωση της οργής μέχρι την
πλήρη καθυπόταξή της.
Η τέχνη της οργής περιλαμβάνει την πρόνοια, δηλαδή, την προετοιμασία για μια
ενδεχόμενη έκρηξη οργής με το να φανταζόμαστε τις συνθήκες που την προξενούν. Η πρόνοια
ενδυναμώνει την ψυχική ετοιμότητα, ενώ με την πάροδο του χρόνου εξασφαλίζει ότι συνηθίζει
κανείς να περιμένει τις εκρήξεις οργής με αποτέλεσμα την εξασθένισή τους. Επιπλέον, εφόσον το
υποκείμενο δεν μπορεί πάντοτε ν' αλλάξει τις συνθήκες που προξενούν την οργή, μπορεί
σημασιοδοτώντας τις συνθήκες ή ένα γεγονός εκ των προτέρων να επιλέξει καλύτερα την
αντίδρασή του. Μπορεί ν' αποφασίσει τόσο ποια στάση θα επιλέγει γενικά σε ορισμένα ζητήματα
όσο και μεμονωμένα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αυτονομία του υποκειμένου έγκειται στο
αν ευθύς εξαρχής επιλέξει ν' αποφύγει μια περίσταση που θα προξενήσει οργή ή αν θα
αδιαφορήσει όταν βρεθεί σε αυτή. Από την άλλη μπορεί επίσης να επιδιώξει καταστάσεις όπου
προσφέρεται η ευκαιρία ελεγχόμενης εκτόνωσης της οργής, έχοντας βεβαίως προηγουμένως
προετοιμαστεί κατάλληλα.
Μια χρήσιμη τεχνική για την διαχείριση της οργής είναι η νοερή διαίρεσή της σε στάδια,
από την αρχική ελαφρά δυσφορία και το αιφνίδιο τσίμπημα που οδηγεί στην αύξηση των
καρδιακών παλμών μέχρι να βρεθούμε εκτός εαυτού. Ιδιαίτερα αποτελεσματική πρακτική είναι η
αναβολή της εκτόνωσης μέχρι την εξασθένιση και τον εκμηδενισμό της οργής, διότι αυτή ως
γνωστόν δεν έχει αντοχή στον χρόνο. Αλλά και η αλλαγή του τόπου, ο έντονος βηματισμός, το
πάνω κάτω και το πέρα δώθε καταλαγιάζουν την οργή και μετριάζουν την ταραχή. Χρήσιμη
πρακτική είναι και ο αντιπερισπασμός, δηλαδή, η απόσπαση ή η μεταφορά της προσοχής σε κάτι
ολότελα διαφορετικό από την πηγή εξόργησης. Στην περίπτωση που αποφασιστεί η εκτόνωση
της οργής σημασία έχει η επιλογή του αντικειμένου και του τρόπου. Καταρχήν μπορεί να
επιλεγεί η φρόνηση έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα επιβλαβή αποτελέσματά της. Όμως η
οργή μπορεί να εκτονωθεί και σε διαφορετική μορφή είτε ως γέλιο ή κλάμα είτε ως μετουσίωση
σε δημιουργική εργασία ή άθληση.
Προϋπόθεση όμως των προαναφερθέντων πρακτικών είναι η ικανότητα του
υποκειμένου ν' αποστασιοποιείται από καταστάσεις που προκαλούν οργή. Άραγε ο λόγος της
οργής βρίσκεται αποκλειστικά στην φαντασία μου; Μήπως πρόκειται για συκοφαντία ή ψέμα;
Μήπως εσκεμμένα προκαλούν την οργή μου για κάποιο λόγο; Γιατί να επιτρέψω σε κάποιον να
με εξοργίσει; Σε τελική ανάλυση αξίζει να εξοργιστώ; Τα παραπάνω είναι μερικά από τα
ερωτήματα που μπορούν να τεθούν κατά την αποσταστιοποίηση και συχνά χρησιμεύουν στο να
ψυχθεί η οργή. Ωστόσο η οργή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ένα μέσο για την διαμόρφωση
της σχέσης με τους άλλους. Η εκτόνωση της οργής μπορεί είτε να οδηγήσει στην διάλυση μιας
σχέσης είτε, αν η εκτόνωση είναι λελογισμένη, στην ανανέωση και τον επαναπροσδιορισμό
αυτής. Μια έκρηξη οργής επιβεβαιώνει στον άλλον ότι δεν μας είναι αδιάφορος, ότι είμαστε
ειλικρινείς όταν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, κυρίως ότι έχουμε την επιθυμία και την
ικανότητα να τα εκφράσουμε. Άλλωστε, η οργή είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί ως ρυθμιστής της
εγγύτητας σε μια σχέση. Με την κατάλληλη χρήση της το υποκείμενο μπορεί είτε ν' απομακρύνει
είτε να φέρνει κάποιον εγγύτερα σε αυτό θέτοντας όρια στην σχέση που δεν επιθυμεί να
ξεπεραστούν.
Όμως εκτός από την οργή που νιώθουμε και εκφράζουμε οι ίδιοι, μπορεί να βρεθούμε οι
ίδιοι αποδέκτες της οργής των άλλων. Μια αναστοχαστική τέχνη του βίου περιλαμβάνει ένα
ρεπερτόριο πρακτικών οι οποίες επιτρέπουν την διαχείριση της οργής των άλλων. Χάρη στην
αποστασιοποίηση το υποκείμενο διατηρεί την αυτοκυριαρχία ώστε είτε να κατευθύνει την οργή
του άλλου σε έναν διαφορετικό στόχο είτε να την αποδεχτεί για ν' αποκτήσει καλύτερη
πρόσβαση σε αυτόν όταν θα έχει εκτονωθεί και θα είναι δεκτικότερος στον λόγο του. Η σημασία
της οργής δεν πρέπει ούτε να υποτιμηθεί ούτε να υπερτιμηθεί, είναι σημαντικό όμως να
θυμόμαστε ότι μας επιτρέπει να βγούμε εκτός εαυτού, να διαρρήξουμε δηλαδή, τα σύνορα του
ιδιοκόσμου ώστε να συναντηθούμε με τους άλλους. Η εμπειρία της οργής είναι θεμελιώδης για
την συγκρότηση του υποκειμένου και μια αναστοχαστική φιλοσοφία της τέχνης του βίου
αποβλέπει στο να βιώνεται με έναν μη καταστροφικό και όποτε είναι εφικτό ακόμη και γόνιμο
τρόπο.
Ο Peter Sloterdijk υποστηρίζει ότι πρέπει ν' ανακαλύψουμε εκ νέου το δημιουργικό
δυναμικό της οργής που έχει λησμονηθεί στις δυτικές κοινωνίες, έχοντας αντικατασταθεί υπό
την επίδραση του χριστιανισμού από μια έννοια δικαιοσύνης με πυρήνα την μνησικακία.6 Ο
Sloterdijk υπερασπίζεται την θετικότητα της οργής απέναντι στην προκατάληψη εναντίον της
στην δυτική φιλοσοφική παράδοση, θεωρώντας τον άνθρωπο ως ένα οργισμένο ον. Είναι η
κινητήριος δύναμη της οργής, ως η κεντρική αλληλεπίδραση στο πεδίο των παθών, εκείνη που
επιτρέπει την εξύψωσή του και την δημιουργία, και όχι η τιθάσευσή της. Ο Sloterdijk θεωρεί ότι
στην παρανόηση αυτή συνεισέφερε τα μέγιστα η ψυχανάλυση, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία για
την κατανόηση του ψυχικού στην σεξουαλικότητα, δηλαδή, την επιθυμία της συνάντησης ή
ακόμη και της ένωσης με τον άλλον, υποβαθμίζοντας παράλληλα την οργή σε παθολογικό
σύμπτωμα διότι οδηγεί στην βία και το μίσος. Ενάντια στην κυρίαρχη αντίληψη των αρνητικών
συνεπειών της οργής στην κοινωνική συμβίωση, ο Sloterdijk επεξεργάζεται ένα τολμηρό
πρόταγμα αποκατάστασης της οργής με σκόπο την απελευθέρωση των αποθεματικών της
κοινωνικής δημιουργικότητας. Η, ας την ονομάσουμε ψυχοπολιτική, θεώρηση του Sloterdijk
συλλαμβάνει την οργή ως ρίζα της ανάγκης για αναγνώριση, κατανοώντας τις πολιτικές ομάδες
ως θυμικούς σχηματισμούς όπου η δράση γεννιέται από την ύπαρξη διαφορετικών κέντρων
φιλοδοξίας. 7 Σε αυτή την θεώρηση η ρητορική συνιστά την τέχνη της διαχείρισης του θυμικού,
δηλαδή, την διεκδίκηση της επιβέβαιωσης της αυταξίας από τους άλλους. Η άρνηση της
επιβεβαίωσης, δηλαδή της αναγνώρισης, οδηγεί στην έκρηξη της οργής. Ωστόσο σήμερα η έκφραση της οργής δεν είναι πλέον κοινωνικά αποδεκτή αποτελώντας το προνόμιο των κοινωνικά ισχυρών έτσι ώστε ν' απωθείται από την πλειονότητα των ανθρώπων μετασχηματιζόμενη σε μεμψιμοιρία. Η τελευταία αποτελεί σχεδόν αναγκαίο ψυχικό μηχανισμό εξισορρόπησης, διότι στην υψηλή θερμοκρασία της οργής είναι μάταιο ν' αντιπαρατίθεται η ψυχρή λογική ή η παγωμένη εργαλειακότητα.
Σύμφωνα με τον Sloterdijk οι καταστρεπτικές συνέπειες της οργής μπορούν να προληφθούν αν αυτή πάψει να τοκίζεται σε μνησικακία, η οποία την εκφυλίζει σε εκδικητικότητα, ώστε ακολούθως να επενδυθεί στο πολιτικό με στόχο «μια αξιοκρατία η οποία ενδοπολιτισμικά και διαπολιτισμικά αντισταθμίζει μια αντιαυταρχική ηθική (Moral) με αναπτυγμένη επίγνωση των κανόνων και σεβασμό για τα αναφαίρετα ατομικά δικαιώματα».8
Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς με τα παραπάνω, τα οποία μπορούμε να εντάξουμε σε μια φιλελεύθερη ανάγνωση του Nietzsche, νομίζω ότι το ανθρωπολογικό επιχείρημα του Sloterdijk ανταποκρίνεται σε περιορισμένο μάλλον βαθμό στις απαιτήσεις του πολιτικού προτάγματος που θέλει να βασίσει σε αυτό. Αν και η οργή δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού
6 Peter Sloterdijk, Zorn und Zeit : Ein politisch-psychologischer Versuch, Suhrkamp Verlag, 2006.
7 Ο.π., σ. 36-37.
8 Ο.π., σ. 305.
ως παθολογικό σύμπτωμα και συνδέεται με την ανάγκη αναγνώρισης, διαθέτοντας ως εκ τούτου
όντως ένα σχετικό δημιουργικό δυναμικό, πιστεύω ότι η καθημερινή εμπειρία υπονομεύει μια
τόσο θετική θεώρηση της οργής όπως αυτή που αναπτύσσει ο Sloterdijk. Υποθέτω ότι οι περισσότεροι έχουν βιώσει, δυστυχώς, την εμπειρία του ανικανοποίητου που αφήνει η εκτόνωση της οργής. Σίγουρα λοιπόν αυτή μπορεί να συνιστά κινητήριο δύναμη, αλλά καθώς δεν εκτονώνεται ποτέ πλήρως και δεν επιφέρει μια ψυχική γαλήνη αφού εκτονωθεί, λειτουργεί διαλυτικά οδηγώντας τελικά στο μίσος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θύματα βιασμών ή επιζώντες βασανιστηρίων θέλουν να κοιτάξουν τους θύτες στα μάτια. Η συγχώρεση επιτελεί εκείνο που η οργή αδυνατεί να φέρει εις πέρας. Τέλος, στην γενεαλογία της οργής που σκιαγραφεί ο Sloterdijk μοιάζει να λησμονεί ότι ενώ η οργή χαρακτηρίζει τον ομηρικό πολεμιστή κατά την ηρωική περίοδο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού όταν την διαδεχθούν οι δημοκρατικές πόλεις θα αντικατασταθεί από την αιδώ ως κεντρικό γνώρισμα του πολίτη. Ίσως γονιμότερη σήμερα για τις δυτικές κοινωνίες θα ήταν αντί της επανακάλυψης της οργής η
διαύγαση της πολιτικής διάστασης της αιδούς.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Κοράλλι (Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2015)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου