Ένα από τα πρώτα θερμά επεισόδια κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτέλεσε ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας από τον ιταλικό στόλο στις 31 Αυγούστου του 1923 με αφορμή την δολοφονία της επιτροπής που είχε συσταθεί για την χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου με επικεφαλής τον στρατηγό Τellini.
Η Ελλάδα βρισκόταν σε δύσκολη πολιτική και οικονομική θέση μετά την αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας με αποτέλεσμα την κατάργηση της Συνθήκης των Σεβρών και αντικατάσταση της από την Συνθήκη της Λωζάννης.
Το επεισόδιο της Κέρκυρας υπήρξε η αφορμή να τεθούν σε δοκιμασία η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία ενός διεθνούς οργανισμού της Κοινωνίας των Εθνών (Κ.τ.Ε). Η Ελλάδα επένδυσε πολλά στην Κ.τ.Ε προκειμένου να δώσει λύση στα προβλήματα της ελληνικής διπλωματίας. Ο μεροληπτικός τρόπος που ο νεοσύστατος οργανισμός ενήργησε στο επεισόδιο αποτέλεσε το πρώτο ανησυχητικό μήνυμα για το κύρος του.
Η ελληνική αντίδραση, ήπια και συγκεχυμένη, επιβεβαίωσε την αδυναμία της χώρας να πράξει οτιδήποτε θα μπορούσε να εναντιώνεται στη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το νησί εκκενώθηκε από τα ιταλικά στρατεύματα τις 27 Σεπτεμβρίου 1923, αλλά η Ιταλία είχε πετύχει να επιβληθεί στην πρώτη του διεθνή αναμέτρηση.
ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Οι Επεκτατικές Βλέψεις της Ιταλίας για Κέρκυρα – Ήπειρο
Η Ιταλία είχε επεκτατικές βλέψεις τόσο για τη περιοχή της Ηπείρου που δεν βρισκόταν υπό την επιρροή κάποιας Μεγάλης Δύναμης όσο και για την Κέρκυρα η οποία βρισκόταν σε καθεστώς διηνεκούς ουδετερότητας σύμφωνα με την Συνθήκη του Λονδίνου της 13ης Ιουλίου του 1863, με εγγυήτριες δυνάμεις την Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Ως εκ τούτου η Ελλάδα δεν μπορούσε να τοποθετήσει καμία στρατιωτική δύναμη πάνω στο νησί στερώντας της έτσι το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της κυριαρχίας. Στην περίπτωση του Επεισοδίου της Κέρκυρας η σχέση άμυνας - κυριαρχίας αποδείχθηκε κατά τον πλέον δραματικό τρόπο διότι επέτρεψε στον Mussolini να προσβάλει την ελληνική κυριαρχία επί της νήσου1.Οι επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας για την Κέρκυρα χρονολογούνταν από την εποχή της ίδρυσης του ιταλικού κράτους. Το 1861 ο πρωθυπουργός της Camillo Benso di Cavour διεκήρυξε ότι η Κέρκυρα και οι Παξοί αποτελούσαν εθνικά ιταλικά εδάφη και επομένως θα έπρεπε να αποδοθούν στην Ιταλία. Το 1866 πολλοί Ιταλοί εμφανίσθηκαν στο νησί προσπαθώντας να οργανώσουν συλλαλητήρια υπέρ της ένωσης της Κέρκυρας με την Ιταλία, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών με απόρρητη εγκύκλιο προς όλες τις αντιπροσωπείες στο εξωτερικό τους συνιστούσε να υπενθυμίζουν ότι οι κτήσεις των Ενετών και Γενουατών στην Ανατολή ήταν φυσική και αναφαίρετη κληρονομιά των Ιταλών. Το1870 το ιταλικό προξενείο στην Κέρκυρα με αφορμή την συμπλοκή μεταξύ ενός τάγματος εθνοφυλάκων και ορισμένων μεθυσμένων Κερκυραίων ξεκίνησε μία βιομηχανία σύνταξης αναφορών αγανακτισμένων Κερκυραίων (Καθολικών και Εβραίων) με αίτημα την παροχή προστασίας από την ιταλική κυβέρνηση. Αυτές οι προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν και εξαιτίας των αντιδράσεων που προκλήθηκαν η Ρώμη αναγκάσθηκε να ανακαλέσει τον πρόξενο της. Το 1871 διοργανώθηκε στο νησί ένα πολυπληθές συλλαλητήριο εναντίον της ιταλικής προπαγάνδας με αφορμή την παρουσία εκεί τόσο του βασιλικού ζεύγους και του πρωθυπουργού της Ελλάδος όσο και των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τον Μάϊο του 1879 ο Ιωάννης Γεννάδιος επιτετραμμένος της Ελλάδος στο Λονδίνο με τηλεγράφημα του προς το Υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι <<αι φήμαι αι σχετικαί προς τας ιταλικάς βλέψεις επί της Κέρκυρας ανανεώθησαν ενταύθα>>3. Επίσημα οι Ιταλοί ανακίνησαν το θέμα της κυριότητας της νήσου το 1914 με δηλώσεις του Ιταλού πρέσβη στην Αγ. Πετρούπολη De Gubernatis προς τον Έλληνα ομόλογό του Πέτρο Βράϊλα – Αρμένη ότι οι Έλληνες πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι η Κέρκυρα είναι ιταλικό νησί.
Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Δεκέμβριο του 1915 αποβιβάστηκαν στο νησί γαλλικά στρατεύματα με σκοπό να την καταστήσουν βάση ανασυγκρότησης του σερβικού στρατού παραβιάζοντας έτσι το καθεστώς ουδετερότητας. Η Ιταλία αξίωσε να έχει την δική της παρουσία δεδομένου ότι και η Μεγ. Βρεταννία είχε αποβιβάσει ένα μικρό απόσπασμα. Τελικά, της δόθηκε άδεια και αποβίβασε στο νησί μεγάλο αριθμό στρατευμάτων που ανήλθε σε δύναμη μιας μεραρχίας. Οι Ιταλοί επέδειξαν εχθρική συμπεριφορά προς τους κατοίκους σαν να πρόκειται για μελλοντικούς κυρίαρχους του νησιού κάτι που ενισχυόταν από το γεγονός ότι φορούσαν κόκκινα μαντήλια με ζωγραφισμένο τον μεταπολεμικό χάρτη της Ιταλίας ο οποίος περιλάμβανε την Κέρκυρα τα Δωδεκάνησα και ένα τμήμα της Μ. Ασίας. Επιπλέον είχαν τοποθετήσει έναν ξύλινο κόκορα στο νέο Φρούριο λέγοντας πως όταν λαλήσει τότε θα εγκατέλειπαν το νησί. Το 1919 κατά την αποχώρησή τους συνόδευε ένα <<κουκουρίκου>> από τους εμπαίζοντες αυτούς Κερκυραίους4.
Το ενδιαφέρον της Ρώμης για την Ήπειρο χρονολογείται από το 1862 με την υπογραφή της διμερούς σύμβασης ανάμεσα στον Έλληνα υπουργό Στρατιωτικών Δημητρίο Μπότσαρη και του αντιπροσώπου του βασιλιά της Ιταλίας Stefano Turr. H σύμβαση προέβλεπε την αποστολή ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο και την ταυτόχρονη εξέγερση των χριστιανικών πληθυσμών στις περιοχές της Ηπείρου Θεσσαλίας και Μακεδονίας η οποία ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Στο Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος - Ιούλιος 1873) η Ιταλία αντιτάχθηκε σθεναρά στην εκχώρηση τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα. Μετά την λήξη του Συνεδρίου εκπόνησε πρόγραμμα διάδοσης της Ιταλικής Γλώσσας και αύξησης της εμπορικής δραστηριότητας στην περιοχή. Κύρια επιδίωξη ήταν η ανάπτυξη διαφόρων οικονομικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα προχώρησε σε σύσταση ιταλικού εμπορικού επιμελητηρίου στα Ιωάννινα και σε προσπάθεια ίδρυσης Τράπεζας από μεγαλοκεφαλαιούχους Ιταλούς.
Την άνοιξη του 1878 ο Ιταλός πολιτικός Francesco Crispi πρότεινε στον Παπαρρηγόπουλο, πρέσβη της Ελλάδος στην Ρώμη, την κατάληψη της Ηπείρου από στρατεύματα των δύο κρατών.
Κατά την διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου εκτόξευσε απειλές προς την Ελλάδα ώστε ο ελληνικός στρατός να μην προχωρήσει μέχρι την Αυλώνα και ο τότε πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος διέταξε την αναστολή προέλασής του. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων δυσαρέστησε του Ιταλούς που μέσω του υπουργού Εξωτερικών ξεκαθάριζαν στο Έλληνα ομόλογο του, τον Μαϊο του 1913, ότι οι βλέψεις της Ιταλίας για την Ήπειρο θα βρίσκονται πάντοτε στα σχέδια των ιταλικών κυβερνήσεων.
Οι Ιταλοί αναγνώριζαν την ελληνικότητα των περιοχών της Ηπείρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαν βλέψεις γι’ αυτές, τηρώντας μια ιδιαίτερα φιλοαλβανική στάση προκάλεσαν την αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδου Edward Grey που διαβεβαίωνε τον Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο ότι δεν θα επέτρεπαν στην Ιταλία να καθορίσει την τύχη της Ηπείρου.
Το Δεκέμβριο του 1914, οι Ιταλοί αποβίβασαν τρία τάγματα και μία πυροβολαρχία στην Αυλώνα και κατέλαβαν την νήσο Σάσωνα. Το Φθινόπωρο του 1916 ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Βορείου Ηπείρου ενώ τον Μαϊο του 1917 κατέλαβαν τα Ιωάννινα και τον Ιούνιο ανακήρυξαν την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Τελικά υποχρεώθηκε να αποδώσει τις περιοχές της οποίες είχε καταλάβει στην Ελλάδα.
Η Κατάσταση της Ελλάδος Παραμονές του Επεισοδίου Tellini
Το καλοκαίρι του 1923 η Ελλάδα βρισκόταν ακόμα κάτω από την επίδραση του σοκ που είχε προκαλέσει η Μικρασιατική καταστροφή. Η προσπάθεια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας είχε διακοπεί με οδυνηρό τρόπο. Η χώρα εκτός από ηττημένη ήταν σε δυσχερέστατη οικονομική θέση και πολιτικά διαιρεμένη. Από την άλλη αυτή η συγκυρία οδήγησε στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και επέτρεψε στην Ελλάδα να θέσει τις στέρεες βάσεις για την οικοδόμηση του ελληνικού κράτους λόγω του καταλυτικού ρόλου που διαδραμάτισαν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας6.
Τον Σεπτέμβριο του 1922 το κίνημα των βενιζελικών αξιωματικών Νικολάου Πλαστήρα, Στυλιανού Γονατά και Δημητρίου Φωκά που ονομάστηκε <<Επανάσταση>> επικράτησε της κυβέρνησης επιβάλλοντας ένα αυταρχικό καθεστώς που παρά τις όποιες εσωτερικές του αντιθέσεις κατάφερε να διατηρηθεί.
Η Επανάσταση πέτυχε την διατήρηση της τάξης καθώς και την αποκατάσταση του ηθικού και της πειθαρχίας του στρατεύματος. Η στρατιά του Έβρου που είχε ανασυγκροτηθεί προσέφερε ένα πολύτιμο όπλο στον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος ήταν επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Λωζάννη.
Η Ελλάδα την περίοδο αυτή δεν είχε καλές σχέσεις με τους περισσότερους από τους γείτονες της. Ένα σοβαρό πρόβλημα στην πορεία της νέας κυβέρνησης αποτέλεσε η απόφαση της εκτέλεσης των <<έξι>> φερόμενων ως υπαιτίων της Μικρασιατικής καταστροφής, κυρίως διότι υπήρχε η αντίθεση της Αγγλίας η υποστήριξη της οποίας αποτελούσε τη μοναδική σταθερά της ελληνικής διπλωματίας σε τέτοιο σημείο που ενοχλούσε ιδιαίτερα την Ιταλία7.
H απόφαση της <<Δίκης των Έξι>> εκδόθηκε κατά την διάρκεια της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης γεγονός που προκάλεσε την ανησυχία του Ελευθέριου Βενιζέλου για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων κυρίως λόγω της Μεγάλης Βρετανίας που απείλησε να προχωρήσει στην διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα8.
Στην Λωζάννη τα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας στην προσπάθεια τους να περιορίσουν της συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής είχαν μόνο την διακριτική υποστήριξη των Άγγλων. Η Γαλλία αντιμετώπιζε εχθρικά την Αθήνα με πρωταγωνιστή τον Γάλλο πρωθυπουργό Raymond Poincare. Η Ιταλία τηρούσε μια ανθελληνική στάση ενώ ο επικεφαλής της διπλωματικής τους αντιπροσωπείας Giulio Cesare Montagna ήρθε συχνά σε σύγκρουση με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Λόρδο George Curzon ο οποίος επέδειξε μια στάση ευνοϊκή για την Ελλάδα. Η Ρωσία με τον εκπρόσωπό της Chicherin δρούσε παρασκηνιακά υπέρ των Τούρκων.
Μέσα σε αυτό το άσχημο κλίμα υπογράφτηκε το καλοκαίρι του 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης προκαλώντας αντιδράσεις στην Αθήνα και επικρίσεις εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου
Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις ήταν συνυφασμένες κατά την περίοδο αυτή και με τις άσχημες ιταλο-νοτιοσλαβικές σχέσεις και η Ιταλία στην προσπάθεια της να απομονώσει και να πλήξει το Βελιγράδι απο το νότο θεώρησε την Ελλάδα ως έναν εν δυνάμει σύμμαχο λόγω και της απομόνωσης της κυβέρνησης. Η Ελλάδα όμως είχε την ανάγκη της στήριξης της Νοτιοσλαβίας στο πολύ σημαντικό θέμα της βορείου Ηπείρου και επιθυμούσε να μεταβληθεί σε παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή με κύριο μέλημα την εθνική ανεξαρτησία και την διαφύλαξη της εδαφικής της ακεραιότητας.
Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη
Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη αποτελούσε ένα κοινά αποδεκτό διπλωματικό forum που υπήρχε από τον 19 αιώνα για επίλυση διαφορών που προέκυπταν μεταξύ των κρατών και απαρτιζόταν από αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ορίσθηκε ως μόνιμη έδρα το Παρίσι και γνωμοδοτούσε κυρίως για θέματα που αφορούσαν την Γερμανία.
Σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα πολύ ισχυρό όργανο με παρέμβαση σε πολλές υποθέσεις με σκοπό την εξισορρόπηση των συμφερόντων των κρατών - μελών της, που την επέλεγαν αντί της Κ.τ.Ε, προκειμένου να συγκαλύψουν τις ευθύνες των κυβερνήσεων τους καλυπτόμενες πίσω από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της.
Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη λειτούργησε από το 1920 έως το 1931 έχοντας διεξάγει 327 συνεδριάσεις στις οποίες έλαβε 2.957 αποφάσεις μία εκ των οποίων υπήρξε η απόφαση για την επίλυση του επεισοδίου Tellini – Κέρκυρας.
Η Διαχάραξη των Συνόρων της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου
Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων ο ελληνικός στρατός υπό την ηγεσία του διαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων τον Φεβρουάριο του 1913 απελευθέρωσε την Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Τεπελένι και τους Αγ. Σαράντα και θα είχε καταλάβει και την Αυλώνα αν δεν είχε παρέμβει ο Βενιζέλος11.
Την ίδια περίοδο σε συνεδρίαση της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης στο Λονδίνο αποφασίστηκε η ανεξαρτησία της Αλβανίας και ο ορισμός μιας διεθνούς επιτροπής για την διαχάραξη των συνόρων της η οποία ξεκίνησε αρχικά από το βόρειο τμήμα, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις εργασίες της διότι ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Τις 17 Δεκεμβρίου του 1913 υπεγράφη το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας το οποίο όριζε μια γενική γραμμή από Ν.Δ προς Β.Α αφήνοντας εντός αλβανικής επικράτειας το Αργυρόκαστρο και το Τεπελένι η οποία προκάλεσε και ρήξη μεταξύ Βενιζέλου και Βασιλιά ο οποιος τελευταίος απέρριπτε την οποιαδήποτε σκέψη εφαρμογής του η οποία θα οδηγούσε σε αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Βόρεια Ήπειρο.
Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αλβανία έγινε μέλος της Κ.τ.Ε όπου και προσέφυγε τον Απρίλιο του 1921 επειδή ο ελληνικός στρατός κατείχε αλβανικές περιοχές. Η υπόθεση συζητήθηκε αρχικά στο Συμβούλιο της Κ.τ.Ε αποφασίσθηκε όμως τελικά με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής πλευράς, η οποία απέβλεπε και στην συνδρομή του Λονδίνου, να παραπεμφθεί στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη. Ήταν το πρώτο σφάλμα της Ελλάδος στην υπόθεση διότι μελλοντικά το Συμβούλιο θα απέφευγε να παρέμβει σε μια υπόθεση που είχε παραπεμφθεί στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη.
H Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη όρισε επιτροπή για τη διαχάραξη των Αλβανικών συνόρων in loco (επί τόπου) σύμφωνα με την διαχάραξη του 1913 με την οποία η Αλβανία αποκτούσε την Βόρεια Ήπειρο12. Επικεφαλής τοποθετήθηκε ο Ιταλός Στρατηγός Enrico Tellini ενώ απαρτιζόταν από Άγγλους και Γάλλους Αξιωματικούς με τη συμμετοχή αντιπροσώπων της Ελλάδος, Αλβανίας και Νοτιοσλαβίας. Ο Αντισυνταγματάρχης Δήμος Νότης Μπότσαρης ορίσθηκε επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας.
Η σύνθεση της επιτροπής είχε προξενήσει τη δυσφορία της Αθήνας και επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο μετά την πρωτοβουλία του Στρατηγού Tellini να αναλάβουν την διαχάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων οι Ιταλοί. Οι εργασίες της διαχάραξης ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1922 σταμάτησαν όμως τον Δεκέμβριο λόγω χειμώνα και συνεχίστηκαν τον Μάϊο του 1923 με έδρα την Κορυτσά κατόπιν πρότασης του Στρατηγού.
Απο την αρχή δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με τα κριτήρια που θα αποφασιζόταν σε ποια πλευρά των συνόρων θα βρεθεί κάποιο χωριό; Πρωταρχικό ρόλο έπαιξε σε ποιο καζά ανήκε κατά την οθωμανική διοίκηση, αλλά τα οθωμανικά έγγραφα ήταν ελάχιστα. Σημαντικός παράγοντας ήταν η οικονομική ζωή του κάθε χωριού βασιζόμενη στις επαφές των κατοίκων με την πλησιέστερη μεγάλη πόλη. Το κριτήριο αυτό που φαινόταν σωστό φαλκιδευόταν λόγω της αυθαιρεσίας στην επιλογή των πόλεων για παράδειγμα η Κορυτσά ήταν για την αλβανική πλευρά το σταθερό σημείο αναφοράς ενώ για την ελληνική συνήθως επιλέγονταν η Κοζάνη. Τρίτος παράγοντας ήταν το θρήσκευμα παρότι υπήρχαν πολλά μεικτά χωριά. Ένα σημαντικό κριτήριο που δεν λήφθηκε υπόψη ήταν η βούληση των ίδιων των κατοίκων που σπάνια τους ρωτούσαν και αυτό μετά από απαίτηση της ελληνικής αντιπροσωπείας που γνώριζε ότι κυρίαρχο φρόνημα ήταν το ελληνικό.
Οι εργασίες της επιτροπής διεξάγονταν σε κλίμα έντασης επειδή τα κριτήρια δεν ήταν αντικειμενικά ενώ περιορίσθηκε και η χρήση των οθωμανικών εγγράφων λόγω αφερεγγυότητας. Όσον αφορά την απόσταση η ελληνική πλευρά υποστήριζε ότι η ανωτερότητα του ελληνικού οδικού δικτύου υπερκάλυπτε την όποια διαφορά χιλιομέτρων. Απορία δημιουργούσε στην ελληνική πλευρά το γεγονός ότι η επιτροπή απέφευγε συστηματικά την εξέταση της άποψης των εγγράμματων του κάθε χωριού που στην πλειοψηφία τους ήταν Έλληνες και σαφώς η γνώμη τους θα ήταν ευνοϊκή για την Ελλάδα. Επίσης πολλοί από τους Μουσουλμάνους επιθυμούσαν να παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια λόγω καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.
Ο Tellini παρότι άκουγε τις ελληνικές προτάσεις σπάνια προχωρούσε σε κάποια αλλαγή ενώ οι πρώτες αποφάσεις για την απόδοση 14 χωριών στην Αλβανία προκάλεσαν την αντίδραση τόσο της ελληνικής αντιπροσωπείας όσο και των κατοίκων τους. Δυστυχώς η Ελλάδα στερούνταν οποιασδήποτε υποστήριξης.
Ο υπουργός Εξωτερικών Μαυρομιχάλης που είχε εκφράσει την έντονη δυσαρέσκειά του για τον Tellini όταν πληροφορήθηκε ότι η ελληνική σημαία που βρισκόταν έξω από το οίκημα της ελληνικής αντιπροσωπείας βρέθηκε σκισμένη διέταξε τον Μπότσαρη να αποχωρήσει από την επιτροπή. Επέστρεψε αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις από τους Αλβανούς και κυρίως επειδή οι εργασίες της επιτροπής συνεχίσθηκαν χωρίς την παρουσία Έλληνα αντιπροσώπου γεγονός που είχε προκαλέσει την αντίδραση του ελληνικού τύπου. Όταν το πληροφορήθηκε ο Tellini διαμαρτυρήθηκε στον Μπότσαρη ο οποίος ενημέρωσε τον Μαυρομιχάλη προκειμένου να πεισθεί ο Τύπος να ρίξει τους τόνους της κριτικής εναντίον του Tellini όπως και έγινε.
Τον Αύγουστο η Επιτροπή μετέφερε την έδρα της στα Ιωάννινα. Την επόμενη μέρα από την άφιξη των Ιταλών ο εκεί πρόξενος αναχώρησε για την Ιταλία εκφράζοντας κάποιους φόβους για ενδεχόμενη απόπειρα εναντίον του.
Η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη προκειμένου να τροποποιήσει την απόφαση της για διαχάραξη των συνόρων με βάση το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας κάτι το οποίο απορρίφθηκε. Ο Tellini κάλεσε τον Μπότσαρη να τον ενημερώσει για την απόφαση και του ζήτησε να συνδράμει στην επίσπευση της διαδικασίας. Ο Μπότσαρης του είπε πως δεν συναινούσε στην παραχώρηση ελληνικών εδαφών και γι’ αυτό θα διέκοπτε την συμμετοχή του στην Επιτροπή μέχρι να λάβει νέες οδηγίες από την Αθήνα.
Στις 16 Αυγούστου η ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι με ανακοίνωσή της διαμαρτυρήθηκε για φιλοαλβανική στάση του Ιταλού Στρατηγού. Η συμπεριφορά του είχε εξοργίσει το ελληνικό στοιχείο σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να του προσφέρει φρουρά για προστασία την οποία αρνήθηκε.
Εν τω μεταξύ η κατάσταση στην περιοχή επιδεινώθηκε και διάφορες αλβανικές συμμορίες λυμαίνονταν την μεθόριο. Στις 16 Αυγούστου η Αθήνα απέστειλε μια ρηματική διακοίνωση προς τα Τίρανα προκειμένου να λάβει μέτρα κάτι που έγινε αποδεκτό από την αλβανική πλευρά. Μια δεύτερη διακοίνωση τις 23 Αυγούστου έμεινε αναπάντητη οπότε απέστειλε μία τρίτη στις 27 Αυγούστου ημέρα που διαπράχθηκε και το έγκλημα στην Κακαβιά.
Το τελευταίο αξιοσημείωτο γεγονός έγινε στις 12 Αυγούστου όταν Έλληνες στρατιώτες κατέστρεψαν μια συνοριακή κολώνα την οποία είχαν τοποθετήσει οι Αλβανοί. Ο Έλληνας επικεφαλής απέδωσε το συμβάν σε παρανόηση και έσπευσε να απολογηθεί στον Tellini ενώ επέβαλλε και σχετικές ποινές στους υπευθύνους. Ήταν δε σίγουρος ότι το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν. Αντίθετα οι Ιταλοί και ειδικά ο επιτετραμμένος τους στην Αθήνα Montagna ανήγαγαν το περιστατικό σαν κύρια αιτία της δολοφονίας.
Εκείνες τις ημέρες είχε παρουσιασθεί νέα εμπλοκή στην διαδικασία διαχάραξης καθώς είχαν επιδικασθεί από την Επιτροπή και άλλα ελληνόφωνα χωριά στην Αλβανία. Στην ελληνική αντιπροσωπεία υπήρχε προβληματισμός αν έπρεπε να συμφωνήσει παρότι γνώριζε ότι μία νέα άρνηση πιθανόν να οδηγούσε σε αποχώρηση των μελών της Επιτροπής από την περιοχή και παραίτηση του προέδρου της. Επίσης αναμενόταν η απόφαση της Κ.τ.Ε για τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών, αλλά και για τα ανατολικά όρια του καζά της Κορυτσάς.
Ο Στρατηγός Tellini αποφάσισε να επισπεύσει τις εργασίες και τις 23 Αυγούστου ανακοίνωσε την μεταφορά της έδρας της Επιτροπής στην Κέρκυρα από την 30η Αυγούστου κάτι το οποίο δεν έχει εξηγηθεί. Επειδή βιαζόταν να απομακρυνθεί από την περιοχή όρισε δύο συνεχόμενες αναγνωρίσεις για τις 27 και 28 του μηνός και θα αναχωρούσε χωρίς να περιμένει την ολοκλήρωση της τοπογράφησης13.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ TELLINI
Η δολοφονία των Μελών της Ιταλικής Αντιπροσωπείας
Στις 27 Αυγούστου του 1923 οι αντιπροσωπείες θα πραγματοποιούσαν την πρώτη από τις δύο αναγνωρίσεις στην κοιλάδα του Δρίνου σύμφωνα με τις οδηγίες του Στρατηγού Tellini με τόπο συνάντησης το ελληνικό φυλάκιο της Κακαβιάς στις 09:00 η ώρα. Ο αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης διέταξε να υπάρχουν ξεκούραστα άλογα στο φυλάκιο διότι στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής αναγνώρισης δεν υπήρχε αμαξιτός δρόμος και δύο Αξιωματικοί ο Λοχαγός Σπυρόπουλος ως σύνδεσμος με το Αρχηγείο και ο Λοχαγός Λαμπρόπουλος για τα τοπογραφικά.
Πρώτη ξεκίνησε από τα Ιωάννινα η Αλβανική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Colone στις 05:30. Η Ελληνική αντιπροσωπεία σύμφωνα με την έκθεση του Συνταγματάρχη Φλωριά ξεκίνησε στις 07:00 με τον Μπότσαρη και τον Λοχαγό Τσίγγανο. Τελευταίο αναχώρησε το ιταλικό όχημα που ήταν και το πιο γρήγορο στο οποίο επέβαιναν ο Tellini, ο υπασπιστής του Υπολοχαγός Mario Bonaccini, o Επίατρος Corti, ο Βορειοηπειρώτης διερμηνέας Γκαζίρης ή Κράβαρης και o οδηγός στρατιώτης Farnetti14.
Το ελληνικό όχημα παρουσίασε βλάβη στο 15ο χλμ. που αποκαταστάθηκε αφού όμως το προσπέρασε το ιταλικό και όταν έφτασε στο φυλάκιο Καλπακίου ο Μπότσαρης τηλεφώνησε στον επικεφαλής ζητώντας του να ενημερώσει τα μέλη των άλλων δύο αντιπροσωπειών για την καθυστέρηση. Όσο για την διαχάραξη θα μπορούσε να ξεκινήσει με αντικαταστάτη του τους Λοχαγό Σπυρόπουλο και Λαμπρόπουλο που βρισκόταν ήδη εκεί.
Στο 49ο χλμ. το ιταλικό όχημα σταμάτησε και σύμφωνα με τον διοικητή του παρακείμενου τάγματος προκαλύψεως, που ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που τους είδε ζωντανούς, αφού τα μέλη της αντιπροσωπείας θαύμασαν το τοπίο συνέχισαν την πορεία τους15.
Στις 09:55 το όχημα με την ελληνική αντιπροσωπεία έφτασε στο 54ο χλμ. στην θέση Ζέπι όπου μετά από μια απότομη στροφή βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Όλα τα μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας ο διερμηνέας και ο οδηγός του οχήματος ήταν νεκροί .
Παρά το αρχικό σοκ ο Μπότσαρης με τον Λοχαγό Τσίγγανο έκανε μία πρώτη πρόχειρη αυτοψία στην περιοχή και κατόπιν μετέβη στο πλησιέστερο φυλάκιο. Από εκεί ενημέρωσε όλα τα συνοριακά φυλάκια να ετοιμασθούν για την καταδίωξη των δραστών, το φυλάκιο της Κακαβιάς να απαγορεύσει την είσοδο της αλβανικής αντιπροσωπείας στο ελληνικό έδαφος, ενέργεια για την οποία επικρίθηκε και στα Ιωάννινα να κρατηθούν όλοι οι οδηγοί και επιβάτες που είχαν έρθει από το Αργυρόκαστρο. Αυτές οι ενέργειες διήρκεσαν μία ώρα αφού στις 10:55 επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος.
Η ιταλική πλευρά τον κατηγόρησε για ολιγωρία διαδίδοντας την φήμη ότι ενημέρωσε τα Ιωάννινα μετά από 5 ώρες. Μόνο αν γίνει αποδεκτό ότι ήταν ο εμπνευστής της δολοφονίας και καθοδηγητής των δραστών μπορεί να σταθεί η κατηγορία της πεντάωρης όχι πια αδράνειας αλλά προσπάθειας εξαφάνισης των ενοχοποιητικών στοιχείων. Πάντως και ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι τηλεγράφησε αφού πρώτα είχε προβεί στην λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων.
Η κυβέρνηση με εντολή του τότε υπουργού Εσωτερικών Γεωργίου Παπανδρέου απέστειλε άμεσα τον διοικητή της Χωροφυλακής Συνταγματάρχη Φλωριά με άλλους αξιωματούχους οι οποίοι επιβιβάσθηκαν σε αντιτορπιλικό του ελληνικού στόλου με προορισμό την Ήπειρο.
Στις 18:30 έφθασαν στο Ζέπι ο διοικητής Χωροφυλακής Ηπείρου Συνταγματάρχης Πλατής με άλλους αξιωματούχους, ανακριτή, γιατρούς και τον γενικό γραμματέα του ιταλικού προξενείου Liverani οι οποίοι ξεκίνησαν μία προκαταρκτική έρευνα ή οποία συνεχίσθηκε τις 28 και 29 Αυγούστου.
Σύμφωνα με το πόρισμα της έκθεσης του Συνταγματάρχη Πλατή τις 22 Σεπτεμβρίου 1923 το έγκλημα ήταν προμελετημένο. Οι δολοφόνοι δεν ήθελαν να σκοτώσουν τα μέλη της αλβανικής αντιπροσωπείας για αυτό τα άφησαν να περάσουν ανενόχλητα. Είχαν τοποθετήσει κορμούς στο δρόμο για να ακινητοποιήσουν το αυτοκίνητο και κρυμμένοι μέσα στην πυκνή βλάστηση πυροβόλησαν και σκότωσαν τα μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας. Όσον αφορά το κίνητρο εξ αρχής αποκλείσθηκε η ληστεία διότι προσωπικά αντικείμενα αξίας καθώς επίσης και χρήματα βρέθηκαν ανέπαφα. Το πιο πιθανό κίνητρο ήταν το πολιτικό ποιος ήταν όμως ό στόχος τα μέλη της ιταλικής ή μήπως της ελληνικής αντιπροσωπείας. Ο λοχαγός De I’ Imperany μέλος της γαλλικής αντιπροσωπείας σε τηλεγράφημα του προς την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη τις 30 Αυγούστου τοποθετήθηκε υπέρ της πρώτης άποψης που σκοπό είχε την διακοπή των εργασιών της Επιτροπής. Βέβαια παραδέχθηκε και ο ίδιος ότι συναναστρεφόταν στα Ιωάννινα τα μέλη της ιταλικής αντιπροσωπείας και προφανώς εξέφραζε την κρατούσα άποψη των Ιταλών.
Ο Συνταγματάρχης Πλατής εστίασε την προσοχή του στα σημεία που ήταν οι δράστες και τους υπολόγισε σε 8 έως 10 άτομα που ήταν διασκορπισμένα και στις δύο πλευρές του δρόμου. Τα ίχνη τους οδηγούσαν σε περιοχή εντός του αλβανικού εδάφους ενώ η φορά τους έδειχνε ότι είχαν επιλέξει το ίδιο μονοπάτι τόσο κατά την άφιξή τους καθώς και όταν έφυγαν. Τα πτώματα μεταφέρθηκαν την νύχτα 27ης προς 28ης Αυγούστου στα Ιωάννινα όπου και ταριχεύθηκαν.
Στις 30 Αυγούστου έφθασαν στα Ιωάννινα ο Συνταγματάρχης Φλωριάς με τον υπαρχηγό της Αστυνομίας πόλεων και άλλους συμμετέχοντες υψηλού επιπέδου κάτι που αποδεικνύει την σοβαρότητα που αντιμετώπιζε η ελληνική κυβέρνηση την υπόθεση. Μετά από ανάκριση δύο βοσκοί που ήταν αυτόπτες μάρτυρες έδωσαν στοιχεία σχετικά με τον αριθμό και τα χαρακτηριστικά των δραστών που δεν οδήγησαν όμως πουθενά
Ερώτημα αποτελεί το τι έπραξε η αλβανική αντιπροσωπεία που προπορευόταν της ιταλικής. Σύμφωνα με το τηλεγράφημα που απέστειλε ο Liverani στον Mussolini η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων πρέπει να ήταν 3 με 4 χλμ. δηλαδή περίπου 10 λεπτά. Είναι περίεργο λοιπόν πώς δεν άκουσαν τους πολλούς πυροβολισμούς και όταν έφθασε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης και μετά την πάροδο αρκετής ώρας δεν ανησύχησαν για την μη άφιξη των άλλων δύο αντιπροσωπειών. Το ίδιο ερώτημα τέθηκε και από τον Έλληνα ανακριτή στο πόρισμά του στις 27 Σεπτεμβρίου του 1923 ο οποίος πρόσθετε ότι η αλβανική αντιπροσωπεία κατέβαλε προσπάθεια απόκρυψης του γεγονότος ότι έμαθε για την τέλεση της δολοφονίας την ίδια μέρα.
Στην Ιταλία δημιουργήθηκε εξαρχής η αίσθηση πως οι δράστες ήταν Έλληνες. Όπως ανέφερε και ο Ιταλός διπλωμάτης Gobbi σε τηλεγράφημά του στο Mussolini της 31 Αυγούστου ήταν επτά Έλληνες που φορούσαν στρατιωτικές στολές χωρίς εθνόσημα στα καπέλα τους.
Η Ιταλική Αντίδραση
Το πρωϊ της 29 Αυγούστου, ο πρέσβης της Ρώμης στην Αθήνα Montagna συνέταξε μια διακοίνωση η οποία ανέφερε ότι το έγκλημα τελέστηκε από ομάδα Ελλήνων ατάκτων ενώ προχώρησε και σε σαφή υπαινιγμό για εμπλοκή του Αντισυνταγματάρχη Μπότσαρη. Επιπλέον ανέφερε ότι το έγκλημα έγινε κοντά στα ελληνικά φυλάκια που όμως απείχαν τουλάχιστον 9 χλμ. που για τα δεδομένα της εποχής δεν ήταν και τόσο κοντινή απόσταση. Το βράδι της ίδιας μέρας επιδόθηκε από τον Montagna μία δεύτερη διακοίνωση που στον πρόλογο της κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ηθική αλλά και η υλική(ουσιαστική) ευθύνη βάρυνε την ελληνική κυβέρνηση16.
Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης ήταν η διακοίνωση που παραδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση με μορφή τελεσίγραφου που περιλάμβανε αξιώσεις που χαρακτηρίζονταν ως επιβολές ποινής και οι οποίες ήταν οι εξής:
α. Η ελληνική κυβέρνηση θα ζητήσει συγγνώμη με την πιο πλατειά και επίσημη μορφή από την ιταλική κυβέρνηση. H συγγνώμη αυτή θα ζητηθεί από τον πρέσβη της Ιταλίας στην Ελλάδα, εκ μέρους της ανώτατης ελληνικής στρατιωτικής αρχής,
β. Η ελληνική κυβέρνηση για να τιμήσει τα θύματα θα κάνει μνημόσυνο στον Καθολικό ναό των Αθηνών, στον οποίο οφείλουν να παρευρεθούν όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου,
γ. Θα αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία την ίδια ημέρα του μνημόσυνου, με τον εξής τρόπο : μετά την 8η πρωινή ώρα μία ιταλική ναυτική μοίρα θα καταπλεύσει στο Φάληρο. Ταυτόχρονα με την αγκυροβόλησή της, πολλά ελληνικά πολεμικά πλοία (με απόλυτη εξαίρεση των ελαφρών τορπιλοβόλων, τα οποία πρέπει να παραμείνουν αγκυροβολημένα στο εσωτερικό του κόλπου της Σαλαμίνας) στο λιμάνι του Πειραιά, αγκυροβολημένα από πριν κοντά στο μέρος που θα σταθμεύσει η μοίρα θα αποδώσουν με είκοσι ένα κανονιοβολισμούς τις τιμές στην ιταλική σημαία, η οποία θα ανυψωθεί στα κατάρτια όλων των ελληνικών πλοίων. Στη διάρκεια της επιμνημόσυνης τελετής τόσο τα ελληνικά όσο και τα ιταλικά πλοία θα φέρουν μεσίστιο σημαία. Το ίδιο βράδυ πριν να δύσει ο ήλιος η ναυτική ιταλική μοίρα θα εγκαταλείψει το Φάληρο και την στιγμή που θα αποπλέει θα αποδοθεί ο χαιρετισμός με τους συνηθισμένους κανονιοβολισμούς,
δ. Οι ελληνικές αρχές οφείλουν να κάνουν αυστηρότατη ανάκριση στον τόπο της σφαγής, με την βοήθεια του στρατιωτικού ακόλουθου της πρεσβείας, του συνταγματάρχη Περόννε ντε Σαν Μαρτίνο. Η ελληνική κυβέρνηση θα είναι υπεύθυνη για την προσωπική ασφάλεια του συνταγματάρχη και θα τον διευκολύνει με κάθε τρόπο στην αποστολή του. Η ανάκριση πρέπει να έχει γίνει σε πέντε μέρες από την αποδοχή των αιτημάτων που περιέχονται στην διακοίνωση,
ε. Όλοι οι ένοχοι θα καταδικαστούν σε θάνατο,
στ. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να πληρώσει στην ιταλική κυβέρνηση, σαν ποινή αποζημίωσης, 50 εκατομμύρια ιταλικές λιρέτες. Αυτό το ποσό πρέπει να έχει καταβληθεί μέσα σε πέντε μέρες από την επιδόση της διακοίνωσης,
ζ. Οι στρατιωτικές τιμές θα αποδοθούν στις σωρούς των θυμάτων την στιγμή που θα μεταφέρονται στο ιταλικό ατμόπλοιο17.
Το περιεχόμενο του τελεσίγραφου σύμφωνα με τη άποψη διαφόρων διπλωματών ήταν πολύ σκληρό με ταπεινωτικούς όρους μάλλον εσκεμμένα ώστε η Ελλάδα να υποχρεωθεί να τους απορρίψει. Οι όροι είχαν σαν προϋπόθεση την ευθύνη της Ελλάδος που δεν είχε ακόμη διαπιστωθεί και έδειχναν ότι η Ιταλία την αντιμετώπιζε σαν να ήταν κράτος υποτελές. Στο κείμενο δεν υπήρχε αναφορά για την επιβολή ποινής στην Ελλάδα σε περίπτωση που δεν θα αποδεχόταν τους όρους κάτι που παρέσυρε την ελληνική κυβέρνηση και δεν το εξέλαβε ως τελεσίγραφο κάτι για το οποίο κατηγορήθηκε έντονα.
Το κείμενο έτυχε της επιδοκιμασίας των περισσοτέρων Ιταλών καθώς και του ιταλικού τύπου ενώ ο ιταλικός στόλος ήταν σε πλήρη ετοιμότητα. Αντίθετα στους ξένους διπλωματικούς κύκλους δημιούργησε προβληματισμό διότι μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση ενώ ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Curzon θεωρούσε ότι τα αιτήματα του Mussolini ήταν υπερβολικά και είχαν απώτερο σκοπό να τερματίσουν οποιεσδήποτε εκκρεμότητες. Άλλες διπλωματικές πηγές θεωρούσαν ότι οι ιταλικές αξιώσεις έθιγαν την ελληνική κυριαρχία και δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές18.
Ο Γάλλος πρέσβης στην Ρώμη Charles – Roux έκανε την προφητική εκτίμηση περί πιθανής κατάληψης της Κέρκυρας. Η Γαλλία αν και διαφωνούσε με το σκληρό περιεχόμενο του τελεσιγράφου θα υποστήριζε τις ιταλικές θέσεις στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη ώστε η Ελλάδα να προβεί στιςεπανορθώσεις που όφειλε.
Η Αντιμετώπιση από την Ελλάδα
Στην Αθήνα έγινε έκτακτη σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου μετά την λήψη της ιταλικής διακοίνωσης και ακολούθησε ένα καθησυχαστικό ανακοινωθέν ενώ και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Γονατά που κινήθηκαν στο ίδιο πλαίσιο προϊδέαζαν για την απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης <<η κυβέρνησις άλλα μεν εξ αυτών απεδέχθη, άλλων ζητεί δια της απαντήσεώς της την τροποποίησιν και άλλα δηλώνει ότι δεν δύναται να αποδεχθεί>>19 .
Δεν γνωρίζουμε αν η ηρεμία που υπήρχε στην ελληνική κυβέρνηση ήταν επιφανειακή πάντως ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής προσποιήθηκε αδιαφορία όταν παρέλαβε την διακοίνωση από τον Montagna και με <<αισιόδοξο και ανέμελο ύφος>>20 ανακοίνωσε το περιεχόμενο της στους δημοσιογράφους. Επειδή κατάλαβε ότι δημιουργήθηκε ανησυχία για να τους καθησυχάσει δήλωσε ότι δεν υπήρχε περίπτωση η Ιταλία να προχωρήσει σε στρατιωτική ενέργεια δεδομένου ότι ήταν φιλική χώρα21.
Το πρωϊ της 30 Αυγούστου ενημερώθηκαν οι πρεσβευτές που βρίσκονταν στην Αθήνα. Στις 18:00 ο Πλαστήρας πήγε στο υπουργείο Εξωτερικών και σε συνεργασία με τον Αλεξανδρή συνέταξαν δύο διακοινώσεις. Η πρώτη απαντούσε στην πρώτη διακοίνωση που επέδωσε ο Montagna. Στην δεύτερη εξέφραζε τα συλλυπητήρια της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού λαού παραθέτοντας τα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα για την ανακάλυψη και σύλληψη των δραστών. Διαμαρτύρονταν για τις δηλώσεις της Ιταλίας που την καθιστούσαν υπεύθυνη υποστηρίζοντας ότι δεν έφερε καμία ευθύνη για το έγκλημα. Ανέφερε επίσης ότι είχε διαθέσει στρατιώτες για την φύλαξη του Στρατηγού Tellini που δεν αποδέχθηκε ο ίδιος. Όσον αφορά τις διαφωνίες του με τον Αντισυνταγματάρχη Μπότσαρη υποστήριζε ότι αφορούσαν θέματα δευτερεύουσας σημασίας. Επίσης άφηνε σαφές να εννοηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση υποψιαζόταν ως ύποπτες για την διάπραξη του εγκλήματος διάφορες αλβανικές συμμορίες που δρούσαν στην μεθόριο.
Η ελληνική κυβέρνηση απαντώντας στους όρους του τελεσίγραφου αποδέχθηκε κάποιους ενώ άλλους όχι και συγκεκριμένα :
α. Να εκφράσει τη λύπη της στην ιταλική κυβέρνηση με τον πιο επίσημο τύπο. Γι’ αυτό ο πρεσβευτής της Ιταλίας θα δεχτεί την επίσκεψη του Φρουράρχου των Αθηνών,
β. Η ελληνική κυβέρνηση θα κάνει μνημόσυνο, για να τιμήσει τα θύματα, στο οποίο θα παρευρεθούν τα μέλη της κυβέρνησης,
γ. Την ίδια μέρα θα αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία με απόσπασμα της φρουράς Αθηνών, το οποίο θα πάει στην ιταλική πρεσβεία και θα χαιρετίσει τη σημαία με τις καθιερωμένες τιμές,
δ. Οι στρατιωτικές αρχές στην Πρέβεζα θα αποδώσουν τιμές με κάθε επισημότητα στα θύματα κατά τη μεταφορά τους στο ιταλικό ατμόπλοιο.
ε. Απορρίπτει τα αιτήματα δ, ε, στ επειδή θίγουν την κυριαρχία του Ελληνικού κράτους. Επιπλέον δηλώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση από πνεύμα δικαιοσύνης προσφέρεται να δώσει αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων και δέχεται να βοηθήσει στην ανάκριση με τις πληροφορίες που κατέχει ο Ιταλός στρατιωτικός ακόλουθος22.
Τελειώνοντας σημείωνε πως στην περίπτωση που Ιταλία δεν θεωρούσε επαρκείς τις επανορθώσεις που προσέφερε η Ελλάδα τότε θα προσέφευγε στην Κ.τ.Ε με την δέσμευση να αποδεχθεί τις αποφάσεις που θα ελάμβανε.Οι διακοινώσεις επιδόθηκαν από έναν υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών στον γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας Costa San Severino.
O Έλληνας υπουργός Εξωτερικών απέστειλε στον Mussolini με τον οποίο συνδέονταν προσωπικά μία επιστολή που ήταν γραμμένη σε συγκινητικό τόνο υπενθυμίζοντας την φράση που του απηύθυνε όταν τον είχε επισκεφθεί στο γραφείο του στην Ρώμη << Σας θεωρώ φίλο μου >>. Διαβεβαίωσε τον Mussolini ότι οι δράστες δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί ληστές και τον παρακαλούσε να μην επιμείνει στην πληρωμή της αποζημίωσης διότι προσβάλει την εθνική τιμή των Ελλήνων και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η Ελλάδα θα μπορούσε να καταβάλει ένα σημαντικό ποσό στην οικογένεια του Tellini. Το περιεχόμενο της απάντησης της ελληνικής κυβέρνησης θεωρήθηκε μη ικανοποιητικό από την Ιταλία ενώ η ανωτέρω επιστολή δεν ελήφθη υπόψη.
Επικριτικός όσον αφορά την ελληνική αντίδραση στο τελεσίγραφο ήταν ο Γάλλος πρέσβης στην Ρώμη Charles-Roux που δεν διέκρινε αποδοχή έστω και κάποιας μορφής υπαιτιότητας από την μεριά της ελληνικής κυβέρνησης. Την άποψη αυτή εξέφρασε στον πρέσβη Ψαρούδα σε συνάντηση που είχαν μετά τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας. Υπάρχει βέβαια και η άλλη άποψη σύμφωνα με την οποία η πολιτική της Ελλάδος ήταν ορθή και σύμφωνη με τα αισθήματα της πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Ο Παγκόσμιος τύπος πλην του Ιταλικού σε πλήθος δημοσιευμένων άρθρων χαρακτήριζε τα αιτήματα των Ιταλών προκλητικά, προσβλητικά και ορισμένα εξ αυτών ότι έθιγαν την ελληνική κυριαρχία24.
Διπλωματικές Ενέργειες στην Ευρώπη
Ο Mussolini o οποίος είχε καταλήξει στο να προβεί σε μονομερή επέμβαση κατά της Ελλάδος καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα αποδέχθηκε μετά από πίεση του Romano Avezzana ότι η υπόθεση αφορούσε και την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Poincare ως πρόεδρος της ήρθε σε επαφή με το Λονδίνο που συμφώνησε στην αποστολή ενός κοινού συλλογικού διαβήματος προς την ελληνική κυβέρνηση. Ζήτησε παράλληλα την απόσυρση του ιταλικού τελεσιγράφου.
Ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα D’ Avricourt έλαβε το κείμενο του διαβήματος το πρωϊ της 31ης Αυγούστου και συναντήθηκε με τους ομολόγους του της Αγγλίας και της Ιταλίας Bentinck και Montagna αντίστοιχα. Τις 18:00 πήγε στο υπουργείο Εξωτερικών να επιδώσει το διάβημα μέσω του οποίου η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη διαμαρτυρόταν για το έγκλημα που διαπράχθηκε στο ελληνικό έδαφος με θύματα μέλη διεθνούς επιτροπής. Η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να προβεί άμεσα σε ανακρίσεις ενώ τα κράτη – μέλη της επιφυλάσσονταν να ζητήσουν τις αναγκαίες επανορθώσεις. Ο Αλεξανδρής που παρέλαβε το διάβημα δήλωσε πως αποδέχεται όλα τα αιτήματα.
Το κείμενο ήταν μετριοπαθές και δεν είχε καμία σχέση με το ιταλικό τελεσίγραφο. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι προσπάθησαν να δώσουν ένα ευρύτερο χαρακτήρα στην υπόθεση προκειμένου αποφευχθεί μονομερή ιταλική ενέργεια δυστυχώς όμως ήταν αργά.
Ο Γονατάς και ο Πλαστήρας προσήλθαν εσπευσμένα στο υπουργείο Εξωτερικών και μετά το πέρας του υπουργικού συμβουλίου που συγκάλεσαν αποφασίσθηκε η προσφυγή της Ελλάδος στην Κ.τ.Ε. Την ίδια μέρα ο Αλεξανδρής με κατεπείγον τηλεγράφημα στον διευθυντή του Ελληνικού Γραφείου στην Κ.τ.Ε Ιωάννη Πολίτη τον καλούσε να ζητήσει την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης.
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Ο Βομβαρδισμός της Κέρκυρας
Την 31η Αυγούστου 1923 και γύρω στις 11:30 το πρωϊ εμφανίσθηκε πάνω από το νησί της Κέρκυρας ένα πηδαλιοχούμενο ιταλικό αερόστατο F-8. Έγινε αντιληπτό από τους κατοίκους και τον λιμενάρχη που ειδοποίησε τον Νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο ο οποίος με την σειρά του τηλεγράφησε στον Πλαστήρα για να αναφέρει το γεγονός. Στο νησί είχε μαθευτεί το συμβάν της δολοφονίας των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας στην Κακαβιά όχι όμως η ανταλλαγή διακοινώσεων μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας. Επίσης έκπληξη προκάλεσε η μεγάλη καθυστέρηση στην άφιξη του πλοίου που εκτελούσε το δρομολόγιο Brintisi-Πειραιάς.
Μία ώρα μετά έκαναν την εμφάνιση τους από τον Νότο 15-20 ιταλικά πλοία τα οποία έπλεαν με χαμηλή ταχύτητα. Η άφιξη μιας τόσο μεγάλης ναυτικής μοίρας αποτελούσε κάτι πρωτόγνωρο για τους κατοίκους της Κέρκυρας που είχαν συγκεντρωθεί στην προκυμαία. Στις 13:50 ένα ιταλικό αντιτορπιλικό εισέπλευσε στο λιμάνι και αγκυροβόλησε μπροστά στο Παλαιό Φρούριο δίχως να χαιρετίσει την ελληνική σημαία ως είθηστε25. Ακολούθησαν και τα υπόλοιπα πλοία συνοδευόμενα από ένα υποβρύχιο και 4 υδροπλάνα.
Γύρω στις 15:00 μία ατμάκατος κατευθύνθηκε προς το λιμάνι με επιβαίνοντες τον πλοίαρχο Foschini και τον υπασπιστή του υποπλοίαρχο Tsordini οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς το κτήριο της Νομαρχίας. ‘Όταν έφτασαν στις 15:00 ακριβώς επέδωσαν στον Νομάρχη τελεσίγραφο σύμφωνα με το οποίο όφειλε να παραδώσει το νησί χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Η κατάληψη θα ξεκινούσε εντός 30 λεπτών και θα είχε ειρηνικό χαρακτήρα.
Ο Ευριπαίος παρακάλεσε τον Foschini να του δώσει κάποιο επιπλέον χρόνο προκειμένου να επικοινωνήσει με την Αθήνα για λήψη οδηγιών έλαβε όμως αρνητική απάντηση και τότε του είπε ότι << Μου είναι αδύνατον να παραδώσω τη νήσον >. Την ίδια απάντηση έδωσε στον Ιταλό πλοίαρχο και ο Φρούραρχος της Κέρκυρας Παναγόπουλος που είχε ειδοποιηθεί και κατέφθασε στην Νομαρχία. Μετά τον παρακάλεσαν εκ νέου να τους δοθεί μια προθεσμία και τελικά ο Foschini υποχρεώθηκε να το κάνει. Μετά από σχετική επικοινωνία ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου επιφυλάχθηκε να δώσει οδηγίες πριν επικοινωνήσει με τον πρωθυπουργό Γονατά.
Ο Ευριπαίος μετά από σύντομη σύσκεψη με τους εκπροσώπους των διοικητικών αρχών του νησιού έθεσε 3 αιτήματα στον Foschini α) παροχή ολιγόωρης προθεσμίας, β) υποβολή των όρων παράδοσης του νησιού και γ) διασαφήνιση του είδους της κατάληψης ενώ σε περίπτωση που η στάση του πλοιάρχου παρέμενε άτεγκτη είχε εξουσιοδοτηθεί να δηλώσει ότι θα αντέτασσε παθητική άμυνα αφού η Κέρκυρα δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάμεις. Πρόσθεσε επίσης ότι και στα δύο Φρούρια διέμεναν πρόσφυγες και δεν διέθεταν οπλισμό κάτι το οποίο γνώριζε και ο επικεφαλής του ιταλικού στόλου ναύαρχος Solari. Επίσης στο Παλαιό Φρούριο στεγάζονταν 350 ορφανά παιδιά ενώ στο νέο βρισκόταν η σχολή της Αστυνομίας Πόλεων που τελούσε υπό αγγλική διοίκηση.
Ο Foschini φανερά εκνευρισμένος καθώς δεν περίμενε μια τέτοια αντίδραση υποχρεώθηκε να αναφέρει τους όρους παράδοσης του νησιού και φεύγοντας στις 16:30 από την Νομαρχία τόνισε πως αν μέχρι τις 17:00 δεν έχει υψωθεί στον ιστό του Παλαιού Φρουρίου η λευκή σημαία θα ρίπτονταν τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί και θα ξεκινούσε η απόβαση των ιταλικών στρατευμάτων χωρίς όμως να κάνει αναφορά για βομβαρδισμό της πόλης.
Μετά την αποχώρηση των Ιταλών Αξιωματικών οι αρχές της νήσου τέθηκαν σε συναγερμό. Ο Δήμαρχος Μανιαρίζης τύπωσε μία προκήρυξη με την οποία ενημέρωνε τους κατοίκους για το προσωρινό της κατάληψης και τους καλούσε να μην δώσουν αφορμή για διατάραξη της τάξης. Παράλληλα, ο Ευριπαίος έστειλε τηλεγράφημα στον Πλαστήρα που ανέφερε τα γεγονότα, την πρωτοβουλία που ανέλαβε να αρνηθεί την παράδοση και του ζητούσε οδηγίες26.
Ένας αγγελιοφόρος του νομάρχη επισκέφτηκε τον Άγγλο πρόξενο Graves ενημερώνοντας τον για τα γεγονότα ενώ κατά την ώρα που βρισκόταν εκεί έφθασε στο προξενείο ένα έγγραφο με υπογραφή του ναυάρχου Solari που ενημέρωνε για την ειρηνική κατάληψη της νήσου εφόσον δεν θα υπήρχε ένοπλη αντίσταση. Επιπλέον ζητούσε από τον Άγγλο πρόξενο να υψώσει την σημαία της χώρας του σε εμφανές σημείο και να ειδοποιήσει τους Άγγλους του νησιού να συγκεντρωθούν στο προξενείο.
Στο λιμάνι ένα ελληνικό τορπιλλοβόλο <<Υ.3>> που προσπάθησε να αποπλεύσει εμποδίστηκε από τους Ιταλούς που αιχμαλώτισαν και το πλήρωμα του πριν την λήψη της απάντησης από την ελληνική πλευρά επί του τελεσιγράφου. Η πράξη αυτή ήταν αντίθετη με τα όσα υποστήριζαν κατά τη διάρκεια της κρίσης ότι δεν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ελλάδα.
Στις 17:00 ρίχτηκαν τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί από την ιταλική ναυαρχίδα <
> σε διάστημα δύο λεπτών. Αμέσως μετά άρχισε να βάλλει κατά του Παλαιού Φρουρίου, ενώ το καταδρομικό Premuda έβαλλε κατά του Νέου Φρουρίου. Στο Παλαιό Φρούριο υπήρχαν γυναίκες και παιδιά και δεν μπορεί να μην τα είδαν οι Ιταλοί δεδομένου ότι η απόσταση του πλοίου από την ακτή δεν ήταν πάνω από 300 μέτρα. Το Premuda έβαλλε από απόσταση 500 μέτρων προκειμένου να εξοντώσει τους μαθητές της αστυνομίας και κάποιους στρατιώτες που βρισκόταν εκεί. Δυστυχώς και στο Νέο Φρούριο υπήρχε πλήθος προσφύγων. Προκλήθηκε πανικός όλοι έτρεχαν να κρυφτούν όπου μπορούσαν ενώ κάποιοι έπεσαν στην θάλασσα. Ο τρόμος μεγάλωσε με το θέμα των πρώτων νεκρών και τις κραυγές των οικείων τους27.
Χιλιάδες προσφύγων είχαν στριμωχτεί στην γέφυρα που ένωνε το Παλαιό Φρούριο με την πόλη είχαν την ελπίδα ότι θα έβρισκαν καταφύγιο στην πόλη δεν γνώριζαν όμως ότι και εκεί η κατάσταση ήταν χαώδης. Οι Ιταλοί πυροβολητές ήταν ιδιαίτερα άστοχοι και ορισμένες οβίδες έπεσαν στην συνοικία του Αγίου Ρόκκου28. Ο βομβαρδισμός δεν ήταν συνεχής αλλά κατά αραιά χρονικά διαστήματα χωρίς να έχει διευκρινιστεί η αιτία για την οποία συνέβαινε αυτό. Πάντως είναι σίγουρο ότι οι οβίδες έπεφταν και εκτός στόχου29.
Ο κανονιοβολισμός της Κέρκυρας διήρκησε 25 λεπτά ενώ κατά τη διάρκειατου ο Ευριπαίος διέταξε τους μαθητές της Αστυνομίας και όσους στρατιώτες βρισκόταν εντός του Φρουρίου να φύγουν εκτός πόλης. Επίσης προσπάθησε να έρθει και πάλι σε επαφή με την Αθήνα στέλνοντας και δεύτερο τηλεγράφημααναφέροντας τον βομβαρδισμό της πόλης. Εν αναμονή της απάντησης δεν έμεινεαδρανής διέταξε την αστυνομία να μεριμνήσει για την διατήρηση της τάξης και την αποφυγή τυχόν πυροβολισμών από τους κατοίκους στην ενδεχόμενη προσπάθειά τους να αντισταθούν στους εισβολείς κάτι που θα οδηγούσε σε αιματοχυσία. Αμέσως μετά συνέταξε μια επίσημη διαμαρτυρία προς τον Solari στα γαλλικά με την βοήθεια του εμπορικού πρόξενου της Γαλλίας Γιωτόπουλου. Τελικά γύρω στις 17:15 άρχισε να φτάνει το τηλεγράφημα από την Αθήνα<<Προς όλας τας αρχάς της Κέρκυρας, στρατιωτικάς και πολιτικάς. Επείγουσα, απόρρητος να εκτελεσθή κατά γράμμα. Λαβών γνώσιν του βομβαρδισμού της νήσου παρά του ιταλικού στόλου, δίδω υμίν διαταγήν όπως…>>30. Σε εκείνο το σημείο το κείμενο διακόπηκε ενώ το υπόλοιπο δεν στάλθηκε διότι εν τω μεταξύ ο Γονατάς και ο Αλεξανδρής κατάφεραν να πείσουν τον Πλαστήρα να διακόψει την αποστολή του που έδινε διαταγή για ένοπλη αντίσταση.
Στην προκυμαία είχε φτάσει ο Άγγλος πρόξενος που δεν είχε προλάβει να ειδοποιήσει τους Άγγλους υπηκόους λόγω έλλειψης χρόνου ενώ ο βομβαρδισμός της σχολής της Αστυνομίας στην οποία δίδασκαν Άγγλοι Αξιωματικοί ενδεχομένως να οδηγούσε σε απώλειες. Όταν σταμάτησε ο κανονιοβολισμός επιβιβάστηκε σε μία βάρκα με άλλους δύο με προορισμό την ιταλική ναυαρχίδα όπου διημείφθη ένας έντονος διάλογος με τον Solari. Ο τελευταίος περιήλθε σε δύσκολη θέση και επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους Έλληνες που δεν είχαν εκκενώσει τα Φρούρια παρότι είχαν στην διάθεση τους δύο ώρες ενώ τους είχε τονίσει ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα τα βομβάρδιζε. Αυτός ο ισχυρισμός θα αποτελούσε και το κύριο υπερασπιστικό μέσο της ενέργειας από την μεριά της Ιταλίας. Μετά τους παρουσίασε και τον νέο διοικητή του νησιού Αντιναύαρχο Belleni.
Στο τηλεγραφείο ο Ευριπαίος συνειδητοποιώντας ότι δεν θα έφτανε τελικά η διαταγή από την Αθήνα πήρε μόνος του την απόφαση. Στις 17:27 διέταξε τηλεφωνικά τον σηματογράφο του Παλαιού Φρουρίου να υψώσει την λευκή σημαία και επειδή δεν μπορούσαν να την βρουν χρησιμοποίησαν ένα σεντόνι από τα κλινοσκεπάσματα των προσφύγων και έτσι σταμάτησε ο κανονιοβολισμός που είχε σαν αποτέλεσμα 16 νεκρούς , 30 τραυματίες και 2 ακρωτηριασμένους31. Οι ιταλικές πηγές έκαναν λόγω για 7 νεκρούς και 10 με 14 τραυματίες.
Η Κατάληψη της Κέρκυρας
Μετά την λήξη του βομβαρδισμού με ατμάκατους οι Ιταλοί αποβιβάσθηκαν στο λιμάνι. Σε λίγα λεπτά ένα Σύνταγμα παρατάχθηκε σε διάταξη μάχης. Κινούμενοι κατά κύματα ξεκίνησαν να καταλάβουν τα δύο Φρούρια, τα δύο τηλεγραφεία και το κτήριο της Νομαρχίας.
Οι Ιταλοί κατά την διάρκεια της απόβασης έδιναν την εντύπωση πως πίστευαν ότι συμμετείχαν σε πραγματική μάχη. Ξεκίνησαν να σκάβουν χαρακώματα, έστησαν πυροβολεία, παρέταξαν τα κανόνια σε πλατείες και έστειλαν περιπόλους να καταλάβουν τα δύο Φρούρια32. Μετά την κατάληψη του Παλαιού Φρουρίου κατέστρεψαν το οίκημα του Στρατολογικού Γραφείου και του Φρουραρχείου ενώ στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο διέταξαν την απομάκρυνση όλων των ασθενών και συνέλαβαν το βοηθητικό προσωπικό μαζί με Αξιωματικούς της Στρατολογίας που τους μετέφεραν στην ναυαρχίδα του ιταλικού στόλου. Τα ίδια έκαναν οι Ιταλοί στρατιώτες που κατέλαβαν το Νέο Φρούριο. Έσπασαν την πόρτα της εκκλησίας λεηλάτησαν τις αποθήκες ιματισμού της Σχολής Αστυνομίας και πέταξαν τα έπιπλα του διευθυντή Άγγλου Λοχαγού Sloman από το παράθυρο33.
Στο λιμάνι συνεχιζόταν η συγκέντρωση των ιταλικών δυνάμεων που κατόπιν προωθούνταν στην ενδοχώρα. Οι Ιταλοί στρατιώτες κατά την κατάληψη των καίριων σημείων του νησιού προέβησαν σε αρκετές προκλήσεις. Όλες αυτές οι πράξεις γινόταν από τα όργανα μιας Μεγάλης Δύναμης εναντίον ενός ανοχύρωτου νησιού που βάσει διεθνών συνθηκών τελούσε σε καθεστώς ουδετερότητας.
Μετά την κατάληψη της Νομαρχίας συνέλαβαν τον Ευριπαίο και τον μετέφεραν μαζί με τον δήμαρχο Μανιαρίζη αρχικά στο καταδρομικό <
> και κατόπιν στην ναυαρχίδα όπου συνάντησαν τον Solari. Ο Ευριπαίος αγανακτισμένος εξαπέλυσε ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του και κατά της ιταλικής ενέργειας το οποίο αποτέλεσε και τον πυρήνα της μετέπειτα επιχειρηματολογίας της ελληνικής κυβέρνησης τον μέφθηκε: α) για το γεγονός της κατάληψης, β) για την παραβίαση του καθεστώτος ουδετερότητας της Κέρκυρας, γ) για τον βομβαρδισμό της ανοχύρωτης πόλης, δ) για τον άδικο φόνο των προσφύγων, η παρουσία των οποίων είχε καταστεί γνωστή στον Solari από τον ίδιο μέσω του Foschini και ε) για την πέρα από κάθε διεθνή κανόνα σύλληψη του. Ο Solari βρέθηκε σε δύσκολη θέση και απάντησε ότι εκτελούσε διαταγές αποφεύγοντας έτσι να δικαιολογήσει τον βομβαρδισμό. Σε υπαινιγμό του ότι πέντε Ιταλοί είχαν δολοφονηθεί στην Ήπειρο μετά από παρέμβαση του δημάρχου αν ήξερε τους δολοφόνους απάντησε ότι το έγκλημα είχε γίνει σε ελληνικό έδαφος και αυτό ήταν αρκετό που σημαίνει ότι ούτε ο ίδιος ήταν πεπεισμένος για την εθνικότητα των δραστών. Ο Μανιαρίζης απελευθερώθηκε ενώ ο Ευριπαίος κρατήθηκε σε άλλο πλοίο και της 2 Σεπτεμβρίου αναχώρησε για την Πάτρα μαζί με τον διοικητή τηςΑστυνομίας που είχε κι αυτός συλληφθεί34. Στρατιώτες και χωροφύλακες που συνελήφθησαν αναχώρησαν μαζί με τον Νομάρχη και τον δήμαρχο με το πλοίο <<Ισμήνη>>.
Αμέσως μετά την κατάληψη των δύο Φρουρίων τοιχοκολλήθηκε προκήρυξη του Ναυάρχου Solari στην οποία αναφέρονταν οι λόγοι που είχαν οδηγήσει την Ιταλία στην κατάληψη η οποία θα ήταν προσωρινή και ειρηνική. Ταυτόχρονα ο Αντιναύαρχος Belleni εγκαταστάθηκε στο κτήριο της Νομαρχίας αναλαμβάνοντας την πολιτική διοίκηση του νησιού. Όρισε Φρούραρχο τον Ταγματάρχη Morfoneο οποίος ανέλαβε να αυξήσει τα μέτρα ασφαλείας.
Η κατάληψη της πόλης της Κέρκυρας έχε ολοκληρωθεί
Η Ιταλική Αντίδραση γύρω στις 19:00 της31 Αυγούστου 1923. Οι Ιταλοί έλαβαν όλα τα απαραίτητα αμυντικά μέτρα τοποθετώντας στρατό και πυροβόλα σε νευραλγικά σημεία της πόλης. Τις αμέσως επόμενες μέρες έσπευσαν να καταλάβουν την Λευκίμμη και να οργανώσουν μια πρόχειρη αμυντική γραμμή.
Η Κατοχή της Κέρκυρας από τους Ιταλούς
Κατά την διάρκεια της παραμονής στην Κέρκυρα οι Ιταλοί κυκλοφορούσαν συνεχώς οπλισμένοι λόγω της ανασφάλειας που τους διακατείχε. Δεκάδες περίπολοι κινούνταν μέσα στην πόλη δημιουργώντας την αίσθηση κατεχόμενηςπόλης και όχι ειρηνικής κατάληψης.
Βασικός στόχος των Ιταλών ήταν η κατάλυση της ελληνικής κυριαρχίας στο νησί. Ο διοικητής της Αστυνομίας καθώς και Αξιωματικοί και αστυφύλακες συνελήφθησαν. Πλην του διοικητού που κρατήθηκε σε πλοίο του ιταλικού στόλου οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν το Παλαιό Φρούριο και αφέθηκαν ελεύθεροι τις 2 Σεπτεμβρίου με την υποχρέωση οι Αξιωματικοί να κυκλοφορούν με πολιτικά.
Στις 6 του μηνός οι Ιταλοί εγκατέστησαν στο κτήριο της Αστυνομίας το γραφείο της αεροπορικής τους εταιρίας ενώ την επόμενη με ανακοίνωση τους πληροφορούσαν τους Κερκυραίους ότι οι ελληνικές πολιτικές αρχές θα αναλάμβαναν και πάλι τα καθήκοντα τους. Οι Έλληνες αστυνομικοί επανήλθαν στα καθήκοντά τους τις 11 Σεπτεμβρίου αλλά μέχρι τότε και παρά το γεγονός ότι τελούσαν σε αναγκαστική άδεια φρόντιζαν για την τήρηση της τάξης.
Άλλος άμεσος στόχος των Ιταλών ήταν η ταφή των νεκρών θυμάτων του βομβαρδισμού το συντομότερο δυνατόν. Ο Αντιναύαρχος Belleni διέταξε τον δήμαρχο Μανιαρίζη να προχωρήσει στην ταφή πριν το ξημέρωμα της 1ης Σεπτεμβρίου. Αυτός προνόησε να βρει γιατρούς που τέλεσαν νεκροψία στα θύματα προκειμένου να εξακριβωθούν τα αίτια θανάτου. Η ιατροδικαστική εξέταση δεν άφηνε καμία αμφιβολία για αίτια ακυρώνοντας τους ιταλικούς ισχυρισμούς για θάνατο από πτώση βράχων. Μετά το τέλος της νεκροψίας όλα τα πτώματα ρίχτηκαν σε ένα λάκκο και από πάνω τοποθετήθηκε ένας ξύλινος σταυρός. Σχετικά πρόσφατα τα οστά των άτυχων θυμάτων μεταφέρθηκαν κοντά στην είσοδο του νεκροταφείου και από πάνω τοποθετήθηκε μια επιτύμβια στήλη.
Καθ’ όλη την διάρκεια της εβδομάδος οι Ιταλοί ξεφόρτωναν στο λιμάνι κάθε είδους στρατιωτικό υλικό ενδεικτικό ότι σκόπευαν να εγκατασταθούν για μεγάλο διάστημα στο νησί ενώ σε όλα τα δημόσια κτήρια είχαν αναρτήσει επιγραφές στα ιταλικά. Η συνολική δύναμη του ιταλικού στρατού ήταν περίπου 10.000 με 15.000 άνδρες. Μετά την σταθεροποίηση της κατάστασης ένα μέρος του στόλου απέπλευσε για τον Τάραντα.
Στις 2 Σεπτεμβρίου η Ρώμη αντικατέστησε τον Belleni με τον ομοιόβαθμο του Diego Simonetti που ήταν πιο ήπιος χαρακτήρας από τον προκάτοχό του.Εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία οι στρατιώτες έπρεπε να ενοχλούν όσο το δυνατόν λιγότερο τους κατοίκους και οδηγίες για επίδειξη σεβασμού προς αποφυγή προκλήσεων. Επίσης επεδίωξε να συναντήσει τις αρχές του νησιού και τους πρόξενους των άλλων χωρών.
Οι Κερκυραίοι καταστηματάρχες που είχαν κλείσει τα μαγαζιά τους μετά την κατάληψη υποχρεώθηκαν να τα ανοίξουν μετά από διαταγή των Ιταλών στους οποίους όμως αρνούνταν την πώληση ενώ όλοι οι κάτοικοι απέφευγαν τις συναναστροφές μαζί τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι όταν οι Ιταλοί έστελναν την στρατιωτική μπάντα να παίξει μουσική στην πλατεία της Σπιανάδας παρότι μουσικόφιλοι οι Κερκυραίοι άδειαζαν αμέσως τον χώρο ενώ ιταλικός θίασος που έδινε παραστάσεις στο νησί αναγκάστηκε να διακόψει ελλείψει θεατών.
Λίγα χιλιόμετρα από την πόλη οι Ιταλοί είχαν ξεκινήσει έργα για κατασκευή αεροδρομίου τα οποία εγκαταλείφτηκαν 10 μέρες πριν την αποχώρηση τους. Εντύπωση προκάλεσε και η κυκλοφορία από τις πρώτες μέρες της κατάληψης ενός γραμματοσήμου με την ένδειξη << Κέρκυρα - Ιταλική κατοχή>>. Τις τελευταίες ημέρες της κατοχής το ηθικό των Ιταλών υπέστη κάθετη πτώση και το μόνο που έδειχνε να τους ενδιαφέρει ήταν η επιστροφή στην πατρίδα τους.
Οι Αντιδράσεις στις Χώρες της Ευρώπης
Στην Αθήνα υπήρχε ανησυχία για τις εξελίξεις ενώ οι πληροφορίες που έφταναν και διοχετεύονταν στον Τύπο ήταν συγκεχυμένες. Το μόνο στρατιωτικό μέτρο που έλαβε η κυβέρνηση ήταν η μετακίνηση δυνάμεων στα Ηπειρωτικά παράλια απέναντι από την Κέρκυρα. Στην Ιταλία η πλειοψηφία της κοινής γνώμης παρασυρόμενη από τα δημοσιεύματα του τύπου τάχθηκε υπέρ του βομβαρδισμού. Πάντως υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι στα σχέδια του Mussolini ήταν μόνο η κατάληψη της νήσου και όχι ο βομβαρδισμός, αν δεν υπήρχε αντίσταση, πράξη που αποτέλεσε απόφαση του ίδιου του Solari.
Η μεγάλη πλειοψηφία των κυβερνήσεων και των λαών της Ευρώπης καταδίκασε την ιταλική ενέργεια. Η Αγγλία η στάση της οποίας λόγω του κύρους της επηρέαζε την πολιτική των άλλων κρατών καταδίκασε την ενέργεια μέσω του τύπου ενώ η κυβέρνηση στάθηκε από την αρχή στο πλευρό της Ελλάδος.
Η Γαλλία δεν ήθελε να δυσαρεστήσει την Ιταλία, που την υποστήριζε στην δική της υπόθεση στην επέμβαση στο Ρουρ, με αποτέλεσμα μέσω του φιλοκυβερνητικού τύπου να υποστηρίζει διακριτικά τους Ιταλούς. Άλλωστε υπήρχαν και οικονομικά συμφέροντα των Γάλλων στον βορρά. Πάντως υπήρχε και μία μερίδα του τύπου που κατέκρινε την ιταλική ενέργεια.
Η Γερμανική κυβέρνηση δεν έδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενώ ο τύπος της Γερμανίας έκανε λόγο για ενέργεια που θα μπορούσε να διαταράξει την παγκόσμια ειρήνη ενώ λόγω της γαλλικής υποστήριξης στην Ιταλία έβλεπε την Ελλάδα με μεγαλύτερη συμπάθεια.
Η Ρωσία που είχε ενοχληθεί για την μη ανταπόκριση της Αθήνας στην πρόταση για διαμεσολάβηση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, κατά την μικρασιατική εκστρατεία, καθώς και από την συμμετοχή της στην <<Ουκρανική εκστρατεία>>35 ήταν η χώρα που δεν κατέκρινε την ιταλική δράση στην Κέρκυρα ενώ ο τύπος ήταν ιδιαίτερα εχθρικός απέναντι στην Ελλάδα.
Τα γεγονότα στην Κέρκυρα προκάλεσαν έκπληξη και προβληματισμό στις χώρες της περιοχής των Βαλκανίων όπου υπήρχαν προβλήματα στις διμερείς σχέσεις λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων. Στην Αλβανία ο πρωθυπουργός διατύπωσε φόβους για πιθανή εμπλοκή της χώρας του σε μία ενδεχόμενη ελληνοϊταλική κρίση
Στην Τουρκία με το επεισόδιο ασχολήθηκε η Εθνοσυνέλευση η οποία εξέφρασε την ανησυχία της για την έκταση των επιδιώξεων της Ιταλίας. Από την άλλη μεριά υπήρχε μια αίσθηση ικανοποίησης για την ταπείνωση της Ελλάδος.
Στην Νοτιοσλαβία που διέβλεπε τον κίνδυνο αποκλεισμού της εντός της Αδριατικής, σε περίπτωση που οι Ιταλοί παρέμειναν μόνιμα στην Κέρκυρα, υπήρξε πλήθος δηλώσεων μεταξύ των οποίων και του υπουργού Εξωτερικών και δημοσιευμάτων εναντίον της Ρώμης τόσο μετά το ιταλικό τελεσίγραφο όσο και μετά την κατάληψη της Κέρκυρας. Η στάση της Νοτιοσλαβίας ενόχλησε τον κύριο σύμμαχο της την Γαλλία που πίεσε το Βελιγράδι να ρίξει τους τόνους γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα απέσυρε την υποστήριξη της.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παγκόσμια κοινή γνώμη που αρχικά ήταν στο πλευρό της Ιταλίας μετά την δολοφονία της ιταλικής αντιπροσωπείας στην Κακαβιά μεταστράφηκε υπέρ της Ελλάδος στο άκουσμα του τον θανάτου άμαχου πληθυσμού στην Κέρκυρα.
Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ
Προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών
Η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε την 1 Σεπτεμβρίου του 1923 στην Κ.τ.Ε ορίζοντας ως αντιπρόσωπο της στην Γενεύη τον Νικόλαο Πολίτη. Στην προσφυγή της επικαλείτο τα άρθρα 12 και 15 της Συνθήκης τα οποία προέβλεπαν παραπομπή σε διαιτησία από την Συνέλευση οποιασδήποτε διαφοράς είναι πιθανό να οδηγήσει σε ρήξη36.
Ο αντιπρόσωπος της Ιαπωνίας που εκτελούσε χρέη πρόεδρου του Συμβουλίου υποκόμης Ishii ανακοίνωσε το θέμα χαρακτηρίζοντας το ως κατεπείγον αναβάλλοντας την συζήτηση για τις 16:00 προκειμένου να υπάρξει χρόνος στις αντιπροσωπείες να μελετήσουν τα έγγραφα της υπόθεσης. Ο Ιταλός αντιπρόσωπος Antonio Salandra που ήθελε να αποφύγει την δημοσιότητα του θέματος ζήτησε και τελικά το Συμβούλιο συμφώνησε να προηγηθεί μία πρώτη ανεπίσημη συνάντηση και κατόπιν θα αποφάσιζε για την δημοσιότητα ή μη της υπόθεσης.
Η συνεδρίαση άρχισε στις 16:00 και ήταν ιδιωτική με την ανάγνωση των άρθρων 12 και 15 που ζήτησε ο Άγγλος αντιπρόσωπος Λόρδος Robert Cecil . Πρώτος πήρε το λόγο ο Πολίτης ο οποίος αμφισβήτησε από την αρχή τον ειρηνικό χαρακτήρα της ενέργειας των Ιταλών. Για να αποδείξει την καλή προαίρεση της ελληνικής κυβέρνησης έκανε χρήση της πρότασης με την οποία κατέληγε η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο σύμφωνα με την οποία δεσμευόταν να αποδεχθεί την όποια απόφαση θα λάμβανε η Κ.τ.Ε .Τελειώνοντας τόνισε πόσο σημαντική ήταν η υπόθεση για την παγκόσμια ασφάλεια.
Κατόπιν πήρε τον λόγο ο Salandra ο οποίος τόνισε ότι η δολοφονία υπηκόων μιας χώρας ήταν κάτι που θα προκαλούσε την αντίδραση της οιασδήποτε κυβέρνησης πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για αξιωματικούς που βρισκόταν σε διεθνή αποστολή. Απέφυγε ωστόσο να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα της Κέρκυρας διότι δεν είχε ενημέρωση από την κυβέρνησή του. Τέλος αμφισβήτησε την αρμοδιότητα της Κ.τ.Ε διότι οι δολοφονηθέντες ήταν όργανα ορισμένα από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη και επομένως θα έπρεπε να προχωρήσει την εξέταση της υπόθεσης μετά από το πόρισμα της ανάκρισης που θα διέταζε η τελευταία.37
Μετά μίλησε ο Λόρδος Cecil o οποίος σχολίασε με δηκτικό τρόπο ότι δεν μπορεί να θεωρείται ειρηνικό μέτρο η κατάληψη ενός νησιού μιας άλλης χώρας στην οποία έχασαν την ζωή τους 16 άνθρωποι και πολλοί τραυματίστηκαν. Τέλος ανέπτυξε τα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η μόνη αρμόδια να επιληφθεί της υπόθεσης ήταν η Κ.τ.Ε.
Στην δευτερολογία του ο Πολίτης αρνήθηκε την αρμοδιότητα της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης ως μη συμβατή νομικά και μη εναρμονισμένη με τις πεποιθήσεις της διεθνούς κοινής γνώμης. Τελικά δόθηκε χρόνος στις αντιπροσωπείες για να επικοινωνήσουν με τις κυβερνήσεις τους . Ο Πολίτης με τηλεγράφημα του στην Αθήνα έθεσε δύο ερωτήματα α) αν θα έπρεπε να προτείνει στο Συμβούλιο την σύσταση μιας ανακριτικής για το έγκλημα στην Κακαβιά υπό την εποπτεία της Κ.τ.Ε και β) αν θα έπρεπε να καταβληθεί σε Ελβετική τράπεζα το ποσό των 50.000.000 λιρεττών ως εγγύηση μέχρι την διευθέτηση του ζητήματος.
Ο Salandra ως έμπειρος πολιτικός είχε καταλάβει ότι η θέση της χώρας του ήταν πολύ δύσκολη και η άποψη μη αρμοδιότητας της Κ.τ.Ε δεν θα γινόταν αποδεκτή. Με τηλεγράφημα του στον Mussolini τον ενημέρωνε ότι το κλίμα θα μπορούσε να αναστραφεί μόνο αν πιέζονταν ο Άγγλος και ο Γάλλος αντιπρόσωπος από τις κυβερνήσεις τους να αλλάξουν στάση. Ο Mussolini μέσω των πρεσβευτών του σε Λονδίνο και Παρίσι άφηνε να εννοηθεί ότι η Ιταλία ήταν έτοιμη να αποχωρήσει από την Κ.τ.Ε.
Το κλίμα έδειχνε να είναι ευνοϊκό για την Ελλάδα και σε αυτό πέρα από την υποστήριξη του Άγγλου και του Σουηδού αντιπροσώπου συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό το τηλεγράφημα που είχε αποστείλει ο γιατρός Kennedy (πρόεδρος για την προστασία των γυναικόπαιδων στην Εγγύς Ανατολή) από την Κέρκυρα που περιέγραφε τον βομβαρδισμό του ιταλικού ναυτικού εναντίον στόχων που υπήρχε άμαχος πληθυσμός προσφύγων με αποτέλεσμα τον θάνατο τους. Το τηλεγράφημα διαβάστηκε στους αντιπροσώπους από τον Γενικό Γραμματέα Sir Eric Drummont.
Στις 2 Σεπτεμβρίου η ελληνική κυβέρνηση προσπαθώντας να δείξει καλή διάθεση απαντώντας στο διάβημα της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης τις 31 Αυγούστου για το έγκλημα στην Κακαβιά ζήτησε να συσταθεί μια διεθνής επιτροπή από μέλη που θα υποδείκνυαν Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία. Επιπλέον αναλάμβανε την δέσμευση να καταβάλει τις επανορθώσεις που θα έκρινε η Πρεσβευτική. Η γραμμή αυτή ήταν αντίθετη με την αρχική τοποθέτηση του πρωθυπουργού Γονατά στον D’ Avricourt, που είχε επιδώσει το διάβημα, ότι η Ελλάδα αποδεχόταν ως μόνη αρμόδια την Κ.τ.Ε να επιληφθεί της υπόθεσης.
Η ελληνική ενέργεια ήταν διπλωματικό σφάλμα που επέτρεψε στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη να παίξει τον ρόλο του δικαστή. Είχε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για τα έγκλημα στην Κακαβιά δεν είχε όμως δικαίωμα να εμπλακεί στην ελληνοϊταλική διαφορά που είχε προκύψει από τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας38.
Στις 5 Σεπτεμβρίου ο Ιταλός αντιπρόσωπος ανέπτυξε και πάλι την επιχειρηματολογία της χώρας του, για αναρμοδιότητα της Κ.τ.Ε και παραπομπή του θέματος στην Πρεσβευτική, με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβασθεί το πόρισμα της και ότι συνεπώς παραδεχόταν την ενοχή της στην υπόθεση δολοφονίας υποδεικνύοντας έμμεσα το μεγάλο διπλωματικό σφάλμα των Ελλήνων. Ο Πολίτης προσπάθησε να εξηγήσει ότι η ελληνική κυβέρνηση μέσω της διακοίνωσης δεν είχε προσφύγει στην Πρεσβευτική αλλά είχε απαντήσει μόνο ότι θα δεχόταν το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής που εκείνη θα κατάρτιζε39.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις περιήλθαν σε αδιέξοδο κατά τις επόμενες μέρες και προσπάθησαν να απεμπλακούν από την δίνη της κρίσης μεταφέροντας την αρμοδιότητα επίλυσης της υπόθεσης από την Κ.τ.Ε στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη. Βέβαια αυτή η κίνηση δεν θα είχε συμβεί εάν δεν είχε προηγηθεί το τεράστιο διπλωματικό σφάλμα της Ελλάδος40. Τελικά παρότι είχαν ακουσθεί αυστηρές κρίσεις μέσα στην Κ.τ.Ε για την ιταλική ενέργεια τελικά ο οργανισμός παρέμεινε αμέτοχος στον διακανονισμό του ζητήματος. Ήταν η πρώτη ένδειξη ότι η Κ.τ.Ε αδυνατούσε να ικανοποιήσει τις προσδοκίες για τις οποίες είχε δημιουργηθεί αφού ο θεσμός της συλλογικής ασφάλειας που εμπνεύστηκαν και επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις έμελλε να θυσιασθεί στον βωμό των γεωπολιτικών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων τους.41
Η Διευθέτηση της Κρίσης από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη
Η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη είχε ορίσει Ανακριτική Επιτροπή που απαρτιζόταν από τον Ιάπωνα Συνταγματάρχη Shibouya, το Γάλλο Συνταγματάρχη Lacombe, τον Ιταλό Συνταγματάρχη Beaud και τον Άγγλο Ταγματάρχη Harenc. Ως αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην επιτροπή ορίσθηκε ο υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών Β. Δενδραμής χωρίς δικαίωμα ψήφου ο οποίος προσκόμισε και όλα τα απαραίτητα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι κανένας Έλληνας στρατιώτης δεν έλειπε από την Μονάδα του την μέρα που διαπράχθηκε το έγκλημα. Κατόπιν εξετάσθηκε ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης και ο Συνταγματάρχης Φλωριάς ο οποίος είχε διεξαγάγει την ανάκριση από ελληνικής πλευράς. Τις 20 Σεπτεμβρίου η Επιτροπή έκανε αυτοψία και αναπαράσταση της δολοφονίας στον τόπο του εγκλήματος . Η σημαντικότερη μαρτυρία δόθηκε την 24η Σεπτεμβρίου από έναν λήσταρχο τον Κώτσο Μέμο που δρούσε και από τις δύο μεριές της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αυτός κατέθεσε ότι ο Αρχηγός της Χωροφυλακής Αργυροκάστρου με τον αδελφό του τον πλησίασαν και του πρόσφεραν χρήματα προκειμένου να δολοφονήσει τον Στρατηγό Tellini. Η Επιτροπή πήγε στο Αργυρόκαστρο όπου οι ανωτέρω αρνήθηκαν την εμπλοκή τους στην υπόθεση.
Στις 30 Σεπτεμβρίου η Επιτροπή συνέταξε το πόρισμά της στο οποίο δεν αποδίδονταν ευθύνες στην ελληνική πλευρά για τον τρόπο διενέργειας των ανακρίσεων αλλά δεν μπόρεσε να υποδείξει τους δράστες ελλείψει στοιχείων. Επίσης ανέφερε ότι προκαλούσε υποψίες η απόκρυψη της δολοφονίας από την αλβανική αντιπροσωπεία και κατηγόρησε τις Αλβανικές Αρχές για απόκρυψη σημαντικών μαρτυριών43.
Η Πρεσβευτική χωρίς να περιμένει το πόρισμα της Επιτροπής στις 27Σεπτεμβρίου καταδίκασε την Ελλάδα να πληρώσει στην Ιταλία πρόστιμο 50.000.000 λιρεττών ως ποινική αποζημίωση επειδή έδειξε ολιγωρία στην διεύθυνση των ανακρίσεων και στην αναζήτηση των ενόχων44. Την ίδια ημέρα ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Κέρκυρας από τα ιταλικά στρατεύματα που είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη 26η Σεπτεμβρίου.
Την 28η Σεπτεμβρίου διεξήχθη Συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης της Κ.τ.Ε στην οποία δόθηκε η ευκαιρία στους αντιπροσώπους να τοποθετηθούν για την απόφαση της Πρεσβευτικής. Η συνεδρίαση διήρκησε τέσσερις ώρες και αποτέλεσε ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της υπόθεσης.
Στις 29 Σεπτεμβρίου με διακοίνωση προς της Πρεσβευτική η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε έντονα για την απόφαση τονίζοντας ότι ήταν άδικο να επιβαρυνθεί με ένα τόσο υψηλό πρόστιμο επειδή το έγκλημα έγινε στο έδαφος της. Τελειώνοντας εξέφραζε την επιθυμία αναθεώρησης της ανωτέρω απόφασης κατόπιν προσφυγής στην Χάγη .
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το επεισόδιο της Κέρκυρας αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που έβαλε σε κίνδυνο την διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή της Ευρώπης. Ο Mussolini παρότι στις δηλώσεις του έκανε λόγο για προσωρινή κατοχή είχε ως στόχο την κατάκτηση της Κέρκυρας αφού οι Ιταλοί είχαν κατασκευάσει μόνιμες οχυρώσεις, ξεκίνησαν την κατασκευή αεροδρομίου ενώ είχε τυπωθεί και γραμματόσημο με ένδειξη <<Κέρκυρα-Ιταλική κατοχή>>.
Η ιταλική ενέργεια ήταν μία επίδειξη δύναμης του φασιστικού καθεστώτος που ήθελε να διεισδύσει στα Βαλκάνια και να παίξει τον ρόλο της μεγάλης Δύναμης στην Μεσόγειο. Ο Mussolini δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από την έκβαση της υπόθεσης καθώς η διεθνής κατακραυγή, με εξαίρεση τη Ρωσία και τη Γαλλία, πήρε διαστάσεις αλλά και στο εσωτερικό της χώρας εκφράστηκαν αποδοκιμασίες για την πολιτική του.
Η Αγγλία προτίμησε έναν διακανονισμό που θα ενοχλούσε λιγότερο την Ιταλία με την οποία δεν επιθυμούσε να οδηγηθεί σε ρήξη ενώ καθοριστικό ρόλο στην στάση της έπαιξε η απόφαση της γαλλικής διπλωματίας να ευνοηθεί η Ιταλία σε βάρος της Ελλάδος. Παράλληλα φοβόταν ότι επιδίωξη της Ιταλίας ήταν η παράταση της κατοχής και μέσω αυτής η de facto επικύρωση της ιταλικής κυριαρχίας, όπως έγινε στα Δωδεκάνησα, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της γεωστρατηγικής της θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι΄ αυτό και επιδίωκε πάση θυσία τον καθορισμό ημερομηνίας αποχώρησης των Ιταλών από την Κέρκυρα.
Η Γαλλία επεδίωξε την μη επίλυση της υπόθεσης από την Κ.τ.Ε διότι αυτό θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο το οποίο ενδεχομένως να εκμεταλλευόταν το Βερολίνο για την υπόθεση της κατάληψης του Ρουρ από τα γαλλικά στρατεύματα τον Ιανουάριο του 1923. Το γεγονός ότι η Γαλλία προχώρησε στην πράξη αυτή έχοντας εξασφαλίσει την συναίνεση του Mussolini δικαιολογεί την έντονη φιλοιταλική πολιτική που επέδειξε στην υπόθεση. Στόχος της πολιτικής της ήταν ο εξευμενισμός του ιταλού ηγέτη και η διατήρηση της Ιταλίας στην Κ.τ.Ε διότι θεωρούσε ότι αυτό αποτελούσε εγγύηση για την δική της ασφάλεια.
Η στάση που επέδειξε η Κ.τ.Ε παρότι τελικά απετράπη η γενίκευση της κρίσης απογοήτευσε και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της διότι στην προσπάθεια να προασπίσει την ειρήνη αδίκησε κατάφωρα ένα μικρό κράτος. Η μόνη έμμεση υπηρεσία που πρόσφερε ήταν οι αρνητικές απόψεις σε βάρος της Ιταλίας που διατυπώθηκαν από διάφορους εκπροσώπους κρατών – μελών.
Από την πλευρά της Ελλάδος η αποδοχή της απόφασης της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης και η εγκατάλειψη της προσφυγής στην Κ.τ.Ε οφείλεται στην δεινή θέση που βρισκόταν η χώρα λόγω επιδείνωσης της οικονομίας και αναζωπύρωσης του διχασμού ως συνέπεια της Μικρασιατικής καταστροφής και της εκτέλεσης των <<έξι>>. Η Ελλάδα ήταν διεθνώς απομονωμένη εξαιτίας του ότι η κυβέρνηση αντιμετώπιζε την δυσαρέσκεια της Αγγλίας και την δυσπιστία της διεθνούς κοινότητας.
Ενενήντα χρόνια μετά το γεγονός είναι ελάχιστα γνωστό παρότι ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο άμαχου πληθυσμού και την διπλωματική ήττα της Ελλάδος στην διευθέτηση της κρίσης. Τέλος παρά τις όποιες υποψίες και εικασίες δεν κατέστη δυνατό να ανακαλυφθεί η ταυτότητα των δολοφόνων που διέπραξαν το έγκλημα της ιταλικής
αντιπροσωπείας στην Κακαβιά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Βλ. Σιούσουρα Π.: Πτυχές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στον Μεσοπόλεμο, εκδ. Ι.Σιδέρη, Αθήνα, 2003, σελ.52
2 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου, H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.40-41
3 Βλ. Γ. Αλεξιάδη, Τα απώτερα αίτια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, τυπ.Τσιρώνη, Αθήνα,1982, σελ.88
4 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.51-52
5 Βλ. Β. Κόντης, Ελληνισμός της Βορ. Ηπείρου και Ελληνοαλβανικές σχέσεις ,εκδ. Εστία,Αθήνα,1995, τ.Α΄, σελ.89
6 Βλ. Σιούσουρα Π.: Πτυχές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στον Μεσοπόλεμο, εκδ. Ι.Σιδέρη, Αθήνα, 2003, σελ.44-45
7 Βλ. Παπαφλωράτου Ι.: H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.59-61
8 Βλ. Σιούσουρα Π.: Πτυχές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στον Μεσοπόλεμο, εκδ. Ι.Σιδέρη, Αθήνα, 2003, σελ.36-39
9 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.63-66
10 Id σελ.66-68
11 Βλ. Περ. Αργυρόπουλος, Αναμνήσεις, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα, σελ.92
12 Βλ. Β. Κόντης, Ελληνισμός της Βορ. Ηπείρου και Ελληνοαλβανικές σχέσεις ,εκδ. Εστία,Αθήνα,1995, τ.Β΄, σελ.208
13 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.87-95
14 Βλ. Γρ. Δαφνής.: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940,εκδ. Ικαρος,Αθήνα,1955,τ.Β’,σελ.69
15 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.72
16 Βλ. Πρ. Παπαστρατής , Ιστορία της Ελλάδος τον 20ο Αιώνα,εκδ. Βιβλιόραμα,Αθήνα,1997,σελ.263
17 Βλ. Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Αλέξανδρος, Θεσ/κη, 1994,σελ.308
18 Βλ. Τούντα- Φεργάδη, Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας(1912-1940),εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, 1996,σελ.21 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
19 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.21
20 Ιd, σελ.22
21 Ιd, σελ.23
22 Βλ. Κ. Παπαρηγόπουλου , Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Αλέξανδρος, Θεσ/κη,1994,σελ.308
23 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.24
24 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.166-169
25 Βλ. Γρ. Δαφνής.: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940,εκδ. Ικαρος,Αθήνα,1955,τ.Β’,σελ.35
26 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.33
27 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.190
28 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.35
29 Ιd, σελ 38
30 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.39
31 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.197
32 Βλ. Σ.Γρηγοριάδη , Υπόθεση Κέρκυρας ,εκδ.Φυτράκη, Αθήνα,1976, σελ.43-44
33 Id ,σελ.45
34 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.199
35 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.232
36Βλ. Όψεις Πολιτικής και Οικονομικής Ιστορίας 1900-1940, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα,2009,σελ.396
37 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.264-265
38 Βλ. Γρ. Δαφνής.: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940,εκδ. Ικαρος,Αθήνα,1955,τ.Β’,σελ.79-80
39Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978,σελ. 289
40 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.278
41 Βλ. Σιούσουρα Π.: Πτυχές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στον Μεσοπόλεμο, εκδ. Ι.Σιδέρη, Αθήνα, 2003, σελ.58
42Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978,σελ. 289-290
43 Βλ. Ι. Παπαφλωράτου : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α.Σάκκουλα, Αθήνα ,2009, σελ.393
44 Βλ. Γρ. Δαφνής.: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940,εκδ. Ικαρος,Αθήνα,1955,τ.Β’,σελ.96
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αργυρόπουλος Περ. : Αναμνήσεις, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα
2. Αλεξιάδης Γ. : Τα απώτερα αίτια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, τυπ.Τσιρώνη, Αθήνα,1982,
3. Γρηγοριάδης Σ. : Υπόθεση Κέρκυρας , εκδ. Φυτράκη, Αθήνα,1976
4. Δαφνής Γρ. : Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα,1955
5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978
6. Κόντης B. : Ελληνισμός της Βορ. Ηπείρου και Ελληνοαλβανικές σχέσεις , εκδ. Εστία, Αθήνα,1995
7. Όψεις Πολιτικής και Οικονομικής Ιστορίας 1900-1940, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα,2009
8. Παπαρρηγόπουλος Κ. : Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Αλέξανδρος, Θεσσαλονίκη,1994
9. Παπαστρατής Πρ. : Ιστορία της Ελλάδος τον 20ο Αιώνα, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα,1997
10. Παπαφλωράτος I. : H Ελληνοϊταλική Κρίση του 1923, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα ,2009
11. Σιούσουρας Π.: Πτυχές της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στον Μεσοπόλεμο, εκδ. Ι.Σιδέρη, Αθήνα, 2003
12. Τούντα - Φεργάδη, Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας(1912-1940), εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, 1996,
Σπάνια video από το British Pathe.
Διαβάστε επίσης