24/11/12

Εθνικές διεκδικήσεις, συγκρούσεις και εξελίξεις στη Μακεδονία, 1870-1912


Βασίλης Κ. Γούναρης
Η ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

1. Η διεκδίκηση της οθωμανικής κληρονομιάς στην Ευρώπη

Από την στιγμή που η λέξη «Ελλάς» κρίθηκε ως η καταλληλότερη ονομασία για το σύγχρονο κράτος των Ρωμιών, το ζήτημα της Μακεδονίας -στη θεωρία τουλάχιστον- είχε κριθεί. Η ιστορική γεωγραφία -κατά το γνωστό απόσπασμα του Στράβωνος- έθετε τη γη του Αλεξάνδρου εντός της Ελλάδος αλλά στην πράξη βέβαια το ζήτημα δεν απασχολούσε άμεσα τους Έλληνες. Οι εδαφικές φιλοδοξίες τους δύσκολα ξεπερνούσαν τον Όλυμπο. Εξάλλου, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος, ο προβληματισμός για την ταυτότητα των Μακεδόνων, ελλείψει ανταπαιτητών του χώρου, ήταν άκαιρος· η ιστορική γνώση για την πορεία τους κατά τους Μέσους Χρόνους ήταν νεφελώδης· η αλλοφωνία δεν ξάφνιαζε κανέναν και η ομοδοξία ήταν μεν αναγκαία αλλά πάντως απολύτως επαρκής συνθήκη για να ενταχθεί κανείς στο ελληνικό έθνος.

Αν υπήρχε προβληματισμός για την Μακεδονία και τους κατοίκους της, αυτός εντοπιζόταν σαφώς στον σλαβικό χώρο και μάλιστα στο πλαίσιο της βουλγαρικής εθνικής αναγεννήσεως και των σχέσεών της με τη Ρωσία αφενός και την Σερβία αφετέρου. Πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1822, ο Βουκ Κάραζιτς, ο εξέχων Σέρβος φιλόλογος και εθνογράφος, συμπεριέλαβε σε έκδοσή του, ως βουλγαρικά, σλαβικά δημοτικά τραγούδια από το Ράζλογκ. Το 1829, ο Ουκρανός Γιούρι Βενέλιν στη μελέτη του Οι αρχαίοι και νεότεροι Βούλγαροι και οι πολιτικές, εθνογραφικές, ιστορικές και θρησκευτικές τους σχέσεις με τη Ρωσία ταξινόμησε κι αυτός ως Βουλγάρους τους κατοίκους της Μακεδονίας. Το 1842 ο Τσέχος γεωγράφος Π.Σαφάρικ, που έζησε στο Νόβι Σαντ αλλά δεν ταξίδεψε ποτέ στα Νότια Βαλκάνια, παρουσίασε τον εθνογραφικό του χάρτη, προϊόν εργασίας είκοσι ετών, όπου οι Βούλγαροι κατελάμβαναν τεράστια περιοχή από την Δοβρουτσά μέχρι την Αχρίδα και την Θεσσαλονίκη. Λίγο αργότερα (1844-45), βρέθηκε στη Βόρεια Μακεδονία ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Καζάν Βίκτορ Γριγόροβιτς, πολύ πριν φθάσει στα μέρη αυτά η Μεγάλη Ιδέα που γεννιόταν μόλις την ίδια εποχή στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η επαφή του με τον Δήμηταρ Μιλαντίνωφ στην Αχρίδα ήταν καθοριστική για την στροφή του τελευταίου καθώς και του αδελφού του Konstanin, στη συλλογή σλαβικών δημοτικών τραγουδιών. Εκδόθηκαν το 1861 ως Βουλγαρικά δημοτικά τραγούδια με την επιχορήγηση του διακεκριμένου υποστηρικτού της Νοτιοσλαβικής Ιδέας, Καθολικού Επισκόπου Strossmayer, σε μία εποχή που η ιδέα αυτή δεν απέκλειε τους Βουλγάρους. Εξάλλου, έναν μόλις χρόνο νωρίτερα (1860), είχε εκδοθεί στο Βελιγράδι το παρεμφερές έργο του Στέφαν Βέρκοβιτς, απεσταλμένου του σερβικού κράτους στις Σέρρες, Δημοτικά τραγούδια των Μακεδονο-Βουλγάρων της Μακεδονίας. Ακολούθησε το 1867 η υποβολή από τον ίδιο στην εθνογραφική έκθεση της Μόσχας του διαβοήτου «Άσματος του Ορφέως», το 1868 η μελέτη του Περιγραφή της ζωής των Μακεδονο-Βουλγάρων και το 1874 η έκδοση στα γαλλικά της Veda Slave, του γνωστού πλαστού πομακικού έπους των 250.000 στίχων. Η άνοδος του ρωσικού πανσλαβισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1860, κατέστησε προφανές ότι η φιλοβουλγαρική εργασία του Βέρκοβιτς ελάχιστα εξυπηρετούσε το Βελιγράδι, το οποίο ανέπτυξε νέο κύκλο ερευνών και θεωριών με πρωταγωνιστή τον σλαβολόγο Καθηγητή Μίλος Μιλόγεβιτς. Στον δρόμο που είχε ανοίξει ο Βέρκοβιτς για την κατάκτηση της αρχαίας Θράκης, ο Μιλόγεβιτς προσπάθησε να αποσυνδέσει τους Μακεδόνες από τους Βουλγάρους και να τους συνδέσει με την αρχαία Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο, το ισχυρότερο επιζόν σύμβολο της αρχαιότητος. Ειδικά μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η αποσύνδεση αυτή ήταν επιτακτική ανάγκη. Πάντως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, ήταν εμφανές ότι οι προσπάθειες καταγραφής της μακεδονικής ιστορίας και της σλαβομακεδονικής γλώσσης καθώς και της εντάξεώς τους στο αδιαμόρφωτο πλαίσιο είτε της σερβικής είτε της βουλγαρικής φιλολογίας δημιουργούσαν προστριβές και προβληματισμούς τοπικιστικού χαρακτήρος.

Ο προβληματισμός δεν ήταν μόνον σλαβικό προνόμιο. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, εξίσου προβληματισμένη ήταν και η Δύση για το μέλλον της ευρωπαϊκής κληρονομιάς του μεγάλου ασθενούς, μέγα μέρος της οποίας ήταν η Μακεδονία. Ήταν μία περιοχή πλούσια σε πρώτες ύλες, σιτηρά και βαμβάκι, που αποδείχθηκαν πολύτιμα για τις δυτικές αγορές στις περιόδους των πολεμικών κρίσεων (1853-56, 1861-65 και 1877-78). Ενδεικτική ήταν η διερευνητική αποστολή του Γάλλου εξερευνητή Guillaum Lejean, εντεταλμένου της κυβερνήσεώς του, που οδήγησε στην έκδοση εθνογραφικού χάρτου της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, το 1861. Η Μακεδονία λοιπόν ανακαλύφθηκε ξανά μέσα από τα κείμενα των περιηγητών μίας νέα γενεάς, που περιελάμβανε την Mary Walker και τον αυστριακό διπλωμάτη και εθνογράφο Georg von Hahn, την Georgina Mackenzie και την Adelina Irby, τη Lady Blunt, τη σύζυγο του διπλωμάτη Sir John Blunt, τον αρχαιολόγο Leon Heuzey, μέλος της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών, τον αντισυνταγματάρχη James Baker που διέσχισε την Μακεδονία το 1874, τον Valentine Chirol, ανταποκριτή της εφημερίδος Levant Herald το 1880 αλλά και τον πολυγραφότατο Leon Hugonnet, που το 1886 δημοσίευσε το βιβλίο του για την «άγνωστη Τουρκία», στην οποία συμπεριελάμβανε και την Μακεδονία. Τα κείμενα αυτά απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν επιστημονικές πραγματείες ή έστω αμερόληπτες παρατηρήσεις. Είναι γνωστό π.χ. ότι οι κυρίες Mackenzie και Irby επηρεάσθηκαν σφοδρά από τον επαναστάτη Γκιόργκι Ρακόφσκι και έτσι βρήκαν στη Μακεδονία μία τεράστια Βουλγαρία, που περιελάμβανε όχι μόνον ολόκληρο τον σλαβόφωνο πληθυσμό της αλλά και αυτή την Θεσσαλονίκη. Σε γενικές πάντως γραμμές, η ανάδειξη του σλαβικού χαρακτήρος της Μακεδονίας, με τεκμήριο την ομιλία, ήταν μία χρήσιμη υποθήκη για τα βουλγαρικά δίκαια, λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητος που θα αποκτούσε σύντομα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η βουλγαρική υπόθεση. Ήταν επίσης η βάση, πάνω στην οποία κτίσθηκε σημαντικό μέρος της κατοπινής χαρτογραφικής παραγωγής.

Στην Ελλάδα, η έρευνα και το ενδιαφέρον για την Μακεδονία στην αρχή ήταν σχεδόν προσωπική υπόθεση του Μαργαρίτη Δήμιτσα, βλαχόφωνου από την Αχρίδα που διετέλεσε σχολάρχης στο Μοναστήρι, την Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα. Αφού ξεπέρασε τις πρώιμες απόψεις του περι «ελληνομακεδονισμού», τις φιλοδοξίες του να γράψει την ιστορία του «μακεδονικού έθνους» και απέτυχε στη γλωσσική κάθαρση της Μακεδονίας, αφιερώθηκε τελικά με περισσότερη επιτυχία στην κάθαρση του ελληνικού παρελθόντος από τους Σλάβους. Αρχικά δεν είχε, όμως, και πολλούς συμπαραστάτες. Στους ελαχίστους Έλληνες που ασχολήθηκαν σοβαρά με την Μακεδονία μέχρι την Ανατολική Κρίση και την αναμόρφωση των συνόρων του 1878, συγκαταλέγονται καταρχήν ο Παπαρρηγόπουλος, που το 1865 είχε τελειώσει πλέον τον δεύτερο τόμο της μεγάλης ιστορίας του, όπου και τα κεφάλαια της Αρχαίας Μακεδονίας και ο Ιωάννης Γ. Βασματζίδης, συγγραφέας της εθνογραφικής διατριβής Η Μακεδονία και οι Μακεδόνες προ της των Δωριέων καθόδου, Μόναχο 1867. Όλοι τους αρχαιολογούσαν αθεράπευτα.

Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και την απόσχισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872), το εκδοτικό ενδιαφέρον εντάθηκε. Οι αθηναϊκές εφημερίδες (όπως και οι ελληνικές της Κωνσταντινουπόλεως) πλημμύρισαν από επιστολές αγωνίας τόσο από την Ανατολική Ρωμυλία όσο και από την Μακεδονία, όπου η Εξαρχία είχε αρχίσει να διεισδύει. Όμως, παρά τον θόρυβο, ήταν αργά για να καλυφθεί το επιστημονικό κενό για την εθνογραφική σύνθεση της νεώτερης Μακεδονίας. Στη Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1876, με πρόταση του Κόμη Ιγκνάτιεφ χρησιμοποιήθηκε ο νεόκοπος (1876) εθνογραφικός χάρτης του Γερμανού Heinrich Kiepert πιθανότατα σε συνδυασμό με στοιχεία του Βέρκοβιτς. Όπως φάνηκε, τα ελληνικά επιχειρήματα για την αρχαιότητα δεν ήταν επαρκή, γι' αυτό η Αθήνα επιδόθηκε σε συστηματικές κινήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή τριών φιλελληνικών χαρτών, του Edward Stanford, του A. Synvet και του F. Bianconi. Ο πρώτος, είχε βασισθεί σε στοιχεία που προώθησε στον Άγγλο γεωγράφο ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» μέσω του Ιωάννη Γενναδίου, του Έλληνα επιτετραμμένου στο Λονδίνο. Τα ίδια στοιχεία έθεσε υπόψη του Kiepert ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος, ζητώντας και πετυχαίνοντας να αναθεωρήσει μερικώς την έκδοση του 1876. Ο δεύτερος χάρτης εκπονήθηκε από τον Α. Synvet, καθηγητή της Γεωγραφίας στο Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. O Bianconi, Γάλλος μηχανικός των οθωμανικών σιδηροδρόμων, βάσισε τον δικό του χάρτη στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα. Η συχνή αναφορά των μη Μουσουλμάνων ως Ρωμιών και η ταύτιση των απανταχού Ρωμιών με τους Έλληνες ευνοούσε αφάνταστα την Αθήνα. Ουσιαστικά και στους τρεις χάρτες Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι και Βλαχόφωνοι ταξινομούνταν ως Έλληνες. Γι' αυτό και προσκομίσθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Μαζί προσκομίσθηκε και ο χάρτης του Karl Sax, παλαιού προξένου της Αυστρίας στην Αδριανούπολη. Ο Sax, με βάση τις διπλωματικές πηγές που είχε στη διάθεσή του, περιόρισε την βουλγαρική υπεροχή στη Μακεδονία, διακρίνοντάς τους σε Σερβο-βούλγαρους (στα βόρεια της Νίς) καθώς και σε Εξαρχικούς, Πατριαρχικούς, Ουνίτες και Μουσουλμάνους Βούλγαρους (Πομάκους).



Στο πλαίσιο της ανακινήσεως των μακεδονικών ενδιαφερόντων των Αθηνών, που ακολούθησε την ίδρυση των Ηγεμονιών της Βουλγαρίας και της Ρωμυλίας, δύο από τους πιο ικανούς «εφημεριδογράφους» της εποχής εξέθεσαν τις σκέψεις τους εκτενέστερα: ο τότε βουλευτής Αθανάσιος Παπαλουκάς Ευταξίας, συγγραφέας της μελέτης Το έργον του ελληνισμού εν Μακεδονία (1880) και ο εκδότης της εφημερίδος Σφαίρα Ιωάννης Καλοστύπης, που δημοσίευσε το πόνημα Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομολογική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική (1886). Αμφότεροι είχαν ζήσει και υπηρετήσει στη Μακεδονία κατά την δεκαετία του 1870 και προσέβλεπαν στην ένωση αυτή ως τη λύτρωση της Ελλάδος από την εδαφική, την οικονομική αλλά και την ιδεολογική της ασφυξία. Αμφότεροι όριζαν γεωγραφικά την Μακεδονία με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο και αυτό ήταν ευεξήγητο. Η μελέτη του Καλοστύπη, που την είχε αφιερώσει στο έφηβο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν ουσιαστικά η απάντηση στην έκδοση του Ατανάς Σόπωφ, γραμματέως της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, που με το ψευδώνυμο Οφέικωφ επανέφερε το ζήτημα των ορίων της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας είχε επαληθεύσει τις ανησυχίες όλων με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Ο Νικόλαος Σχινάς, αξιωματικός και μηχανικός με γαλλική παιδεία, ανέλαβε να κάνει μία επιτόπια κατόπτευση και παρήγε την εντυπωσιακή σε λεπτομέρεια τρίτομη έκδοση Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, Αθήνα 1887. Οι πληροφορίες του θα ήταν εξαιρετικής σημασίας δέκα χρόνια πριν. Όμως τέτοιου είδους μελέτες δεν ήταν πλέον οι κατάλληλες για να εξουδετερώσουν όσα έγραφαν «δημοσιολόγοι, πινακογράφοι και δημοσιογράφοι», τους οποίους ο Καλοστύπης έψεγε -δικαιολογημένα- ότι αντλούσαν πληροφορίες από ύποπτες πηγές.

Πραγματικά, μετά την αυτονομία, το βουλγαρικό επιστημολογικό ενδιαφέρον για την Μακεδονία κινήθηκε σε δύο επίπεδα. Εντός της ηγεμονίας το ισχυρό μακεδονικό λόμπυ, οργανωμένο σε συλλόγους, ανέπτυξε ποικίλα έντυπα που εξέθεταν το αίτημά του για αποφασιστικές κινήσεις στη Μακεδονία. Το 1880 η εφημερίδα Μακεδόνετς,, με εκδότη τον Ν.Ζίφκωφ από το Ρούσε, πρότεινε ανοιχτά την αποστολή όπλων. Στην ίδια πόλη κυκλοφόρησε το 1888 η εφημερίδα Μακεντόνια του Κόστα Σάχωφ, του οποίου οι ιδέες θεωρούνται ως οι ιδεολογικές καταβολές της ΕΜΕΟ. Την εφημερίδα Λόζα κυκλοφόρησε στη Σόφια το 1891 μία ομάδα νέων που επιθυμούσαν την αναζωογόνηση της σλαβομακεδονικής διαλέκτου και την «αφύπνιση» των Μακεδόνων. Ακολούθησε το 1893 η Γιουγκοζάπαντνα Μπαλγκάρια [Νοτιοδυτική Βουλγαρία] και την ίδια χρονιά ο Σάχωφ κυκλοφόρησε, στη θέση της απαγορευμένης λόγω οθωμανικών διαμαρτυριών Μακεντόνια, την «Μακεδονική Φωνή» (Μακεντόνσκι Γκλας), που ζητούσε την ίδρυση μιας οργανώσεως για να αναλάβει την υπόθεση της Μακεδονίας. Ήταν λίγες μόνον ημέρες πριν από την ίδρυση της ΕΜΕΟ στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και η Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν έμενε αργή. Την εποχή αυτή ανατέθηκε από το Υπουργείο Στρατιωτικών στον Γιόρτσε Πετρώφ, μελλοντικό ηγετικό στέλεχος της ΕΜΕΟ, να συγκεντρώσει υλικό για την Μακεδονία, το οποίο εκδόθηκε το 1896, ενώ ο Πετρώφ ανταμείφθηκε με μία κρατική υποτροφία για να σπουδάσει -τί άλλο;- χαρτογραφία στην Ευρώπη.

Το δεύτερο επίπεδο του βουλγαρικού ενδιαφέροντος, ήταν η Ευρώπη. Αμέσως μετά την αυτονομία, ο αγγλοσπουδαγμένος οικονομολόγος και μετέπειτα πολιτικός Ιβάν Γκέσωφ, ήδη τακτικός ανταποκριτής των Times και της Daily News, είχε περιοδεύσει και ολοκληρώσει επιτυχώς την προπαγανδιστική εκστρατεία σε Γαλλία και Βρετανία. Για τις επόμενες δεκαετίες, ο ευρωπαϊκός τύπος ήταν τόσο φιλοβουλγαρικός, ώστε να προκαλεί σταθερά την έκπληξη και την οργή των Ελλήνων. Δεν ήταν όμως μόνον θέμα προπαγάνδας. Οι Βούλγαροι καταρχήν και οι Σέρβοι ακολούθως φρόντισαν εγκαίρως να τυπώσουν σε δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες τις απόψεις τους. Εάν τις απόψεις αυτές εξέφραζαν για λογαριασμό τους Ευρωπαίοι επιστήμονες, τόσο το καλύτερο για τη Σόφια. Στην προσπάθειά της αυτή είχε περιστασιακό σύμμαχο και το ενδιαφέρον της Καθολικής Εκκλησίας για τα Βαλκάνια.

Ωστόσο, οι Βούλγαροι δεν ήταν πλέον οι μόνοι σοβαροί διεκδικητές της Μακεδονίας. Η εμφάνιση του βιβλίου και του χάρτου του Γκόπτσεβιτς (1889), διπλωμάτη καριέρας αλλά και εγνωσμένου επιστήμονος, επανέφερε στο προσκήνιο τις ακραίες απόψεις του Μιλόγιεβιτς, ότι δηλαδή πλήθος Σέρβων κατοικούσε στη Μακεδονία νοτιότερα της οροσειράς του Σαρ. Κατά τον Γκόπτσεβιτς, ήταν πληθυσμοί που μόνον εξαιτίας της πλημμελούς γνώσεως των σλαβικών γλωσσών και του φολκλόρ είχαν θεωρηθεί ως Βούλγαροι. Δεν ήταν όμως, βέβαια, σύμπτωση ότι τα εθνογραφικά αυτά κριτήρια, όπως φάνηκε και από άλλους χάρτες στα επόμενα χρόνια, ταυτίζονταν με τα όρια του μεσαιωνικού σερβικού κράτους· ούτε αποτελεί έκπληξη ότι ήδη η βουλγαροσερβική διαμάχη για την ταυτότητα των Μακεδόνων Σλάβων απέβαινε προς όφελος της επιστημολογικής διακρίσεώς τους και από τους μεν και από τους δε.

Αναμφίβολα το γλωσσικό επιχείρημα, το οποίο προέβαλαν οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι, γινόταν ευκολώτερα κατανοητό και αποδεκτό παντού. Η ελληνική πλευρά, μετά την Ανατολική Κρίση, βλέποντας την σαφή υστέρηση στο γλωσσικό επίπεδο, προσπάθησε να συνδυάσει την άρνηση της Εξαρχίας και την μερική χρήση της ελληνικής, ως ένδειξη μιας «ελληνίζουσας» τοποθετήσεως διαφόρων πληθυσμών. Το επιχείρημα αυτό επέτρεπε την διατήρηση των ελληνικών βλέψεων βορειότερα της ελληνόφωνης ζώνης, στη σχεδόν συμπαγή κατά την δεκαετία του 1870 βουλγαρόφωνη μέση ζώνη αλλά η τεκμηρίωση του επιχειρήματος δεν ήταν απλή υπόθεση και η διεθνής προβολή του ακόμη δυσκολώτερη. Πιο εύκολη για την ελληνική πλευρά ήταν η παρουσίαση της σφαίρας της εκπαιδευτικής της επιρροής στον χώρο της Μακεδονίας, την οποία επιχείρησε καταρχήν ο παλαίμαχος διδάσκαλος των ομογενών Γεώργιος Χασιώτης, γραμματέας επί σειρά ετών του «Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως», στη μελέτη του L' instruction publique chez les Grecs, Παρίσι 1881, που συνοδευόταν από σχετικό χάρτη. Τον ακολούθησε με ανάλογα επιχειρήματα ο Κλεάνθης Νικολαΐδης, δημοσιογράφος εγκατεστημένος στο Βερολίνο, εκδότης του περιοδικού Orientalische Korrespondenz. Ο χάρτης του δικού του βιβλίου La Macedoine: La Question Macedonienne dans l' Antiquate, au Moyen-Age et dans la politique actuelle, Βερολίνο 1899, δημοσιευμένου επίσης και στα γερμανικά, απεικόνιζε την έκταση της χρήσεως των διαφόρων γλωσσών ως μέσου συναλλαγής. Φυσικά, η ελληνική κυριαρχούσε. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι ο Νικολαΐδης, ενώ δεν δέχθηκε την άποψη του Γκόπτσεβιτς για γεωγραφική έκταση της παλαιάς Σερβίας νοτίως της οροσειράς του Σαρ, ωστόσο χάραξε την βόρεια γραμμή της γλωσσικής επιρροής των Σέρβων στο ύψος του Κρουσόβου. Την υπεροχή της ελληνικής εκπαιδεύσεως, επίσης, κατεδείκνυαν και οι σύγχρονοι (1899) χάρτες του Richard von Μach, συγγραφέως της μελέτης Die Makedonische Frage, Βιέννη 1895.

Ήταν η σειρά των Βουλγάρων να απαντήσουν και το έργο ανατέθηκε στον Βασίλ Κάντσεφ, επιθεωρητή των βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας. Το 1900 δημοσίευσε στη Σόφια το έργο του Μακεντόνια: Ετνογκράφια ι Στατίστικα [Μακεδονία: Εθνογραφία και Στατιστική], με αναλυτικούς πίνακες δημογραφικών στοιχείων για κάθε χωριό καθώς και εθνογραφικό χάρτη. Σχεδόν ταυτόχρονα (1901) εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Χαρτογραφίας της Σόφιας ο χάρτης της Βουλγαρικής Εξαρχίας με παρεμφερή ευρήματα. Και οι δύο γνώρισαν διάφορες επανεκδόσεις τα επόμενα χρόνια αλλά το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η εμμονή στη γεωγραφική έννοια της Μακεδονίας, για την οποία η Βουλγαρία ενδιαφερόταν στο σύνολό της, σε αντίθεση με τους ελληνικούς και σερβικούς χάρτες που προσπαθούσαν να αποτυπώσουν τις σφαίρες επιρροής τους. Το ίδιο ενδιαφέρον για την Μακεδονία στο γεωγραφικό της σύνολο επεδείκνυαν βεβαίως και οι οργανωμένοι πλέον Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές. Εξάλλου, το 1903 ο Κρούστε Μισίρκωφ, διδάσκαλος σπουδαγμένος στη Σερβία, εξέδωσε στη Σόφια το έργο του Ζα μακεντόνσκιτε ράμποτι [Μακεδονικές Υποθέσεις]. Ήταν ειρωνεία ότι, ενώ το βιβλίο αυτό εξελίχθηκε στη Βίβλο του μακεδονικού σεπαρατισμού και απαγορεύθηκε στη Βουλγαρία, ο ίδιος ο Μισίρκωφ 15 χρόνια αργότερα εργάσθηκε στο Εθνογραφικό Μουσείο της Σόφιας και τάχθηκε υπέρ μίας μεγάλης Βουλγαρίας.

Όμως, η περίοδος του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Μακεδονία βρισκόταν στη λήξη της. Η δραστηριοποίηση των Βουλγαρικών Κομιτάτων (1895-96), ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος και η συναφής ανταρτική δράση (1896-7), η απαγωγή της Ellen Stone, η θερινή Εξέγερση του Ίλιντεν και, βέβαια, η έναρξη των βιαιοπραγιών του Μακεδονικού Αγώνος άνοιξαν νέο κύκλο στη διεθνή βιβλιογραφία. Το βασικό χαρακτηριστικό του κύκλου αυτού ήταν το έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, η πρόχειρη ανάλυση και η συστηματική προσπάθεια της Αθήνας και της Σόφιας να τον εκμεταλλευθούν η κάθε μία προς όφελός της. Το 1897 ο Victor Berard, ελληνιστής και αρχαιολόγος, δημοσίευσε την μελέτη του La Macedoine σε μία προσπάθεια να εξερευνήσει τα όρια του Ελληνισμού, χωρίς αναγκαστικά να υποστηρίζει τις ελληνικές βλέψεις. Ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι η ελληνική ταυτότητα στη Μακεδονία ήταν θέμα ελεύθερης επιλογής και όχι κριτηρίων. Την επόμενη χρονιά ο Alber G. Hulme-Beaman, πρώην ανταποκριτής της Standard, στο δικό του βιβλίο Twenty Years in the Near East απεφάνθη υπέρ της βουλγαρικότητος των Σλάβων της Μακεδονίας, αν και δεν ήταν τόσο «γνήσιοι», έγραψε, όσο αυτοί της Βουλγαρίας και της Ρωμυλίας. Ο Frederick Moore, ο Αμερικανός ανταποκριτής της Daily Express, παρατήρησε το 1903 το περίεργο φαινόμενο τα τρία παιδιά της ιδίας οικογενείας να επιλέγουν διαφορετικό εθνικό κόμμα. Ο Σκοτσέζος John Foster Frazer, ειδικός ανταποκριτής σε πολλά εξωτικά μέρη, έθετε και απαντούσε το ρητορικό ερώτημα:

«But who are the Macedonians? You will find Bulgarians and Turks who call themselves Macedonian, you find Greek Macedonians, there are Servian Macedonians, and it is possible to find Roumanian Macedonians. You will not however find a single Christian Macedonian who is not a Servian, a Bulgarian, a Greek or a Roumanian».

Όμως, ο περίφημος Βρετανός διπλωμάτης Sir Charles Eliot είχε διαφορετική άποψη, μολονότι γνώριζε ότι οι όροι που χρησιμοποιούσε ήταν μάλλον αδόκιμοι:

«Though Bulgarians have become completely Slavised and can difficulty be distinguished as body from the Servians yet the faces of the Macedonian peasantry have a look which is not European, and recalls the Finns of the Volga and the hordes of the Steppes».

Ο Allen Upward, από την άλλη, γνωστός για τη συμπάθειά του προς τους Έλληνες, συμπέρανε πως ο σλαβόφωνος οικοδεσπότης του ήταν Έλληνας, κρίνοντας μόνον από τη θερμή φιλοξενία του. Ο συνοδός του Upward στη Μακεδονία είχε ορισθεί από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών και το ίδιο συνέβη με την επίσκεψη του Michel Paillares στο σώμα του Κωνσταντίνου Μαζαράκη, ενώ ο William Le Quex, που το 1905 εντάχθηκε σε μία βουλγαρική τσέτα, κατέλεξε φυσικά σε αντίθετα συμπεράσματα και με τους δύο. Ο περιπετειώδης Αμερικανός δημοσιογράφος Albert Sonneschen έζησε κι αυτός με τους κομιτατζήδες και δόξασε τον αγώνα τους στην Κεντρική Μακεδονία αλλά ο Βρετανός Martin Wills, υπάλληλος του οθωμανικού μονοπωλίου καπνού, τον οποίο οι κομιτατζήδες απήγαγαν και μάλιστα του έκοψαν το αυτί, δεν ανέπτυξε τον ίδιο ενθουσιασμό για τον σκοπό τους. Παρομοίως αντιφατικές ήταν οι απόψεις που εξέφρασαν ο Abbott, ο Booth, o Knight, o Wyon, o Lynch, η Durham, ο Kanh, ο Berard ή ο Amfiteatrov ανάλογα με τους πληροφοριοδότες ή τους χρηματοδότες τους. Ο τελευταίος, για παράδειγμα, φιλελεύθερος Ρώσος δημοσιογράφος, ανταποκριτής διαφόρων εφημερίδων της πατρίδος του, τάχθηκε υπέρ της διακρίσεως των Σλαβομακεδόνων από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους.

Οι πολιτικές αναλύσεις που εμφανίσθηκαν ως άρθρα σε διεθνή περιοδικά ή ως μονογραφίες, επίσης κατατρύχονταν από μεροληψία αλλά γενικά ορισμένες τάσεις ήταν διακριτές. Ειδικά μετά το Ίλιντεν, οι Ευρωπαίοι δε δίσταζαν να επικρίνουν την τουρκική πολιτική για να δικαιολογήσουν την δική τους διπλωματική παρέμβαση αλλά και την ελληνική ένοπλη ανάμιξη για να δικαιολογήσουν την διαφαινόμενη αποτυχία της παρεμβάσεώς τους. Η περίπτωση της Μακεδονίας έμοιαζε καταφανώς με αυτή της Βουλγαρίας του 1876 και ήταν επόμενο να αναμένεται η ίδια κατάληξη, η αυτονομία των Βουλγάρων της Μακεδονίας, χωρίς όμως να προηγηθεί αναγκαστικά μία πολεμική κρίση ανάλογη με αυτήν του 1876-8. Λόγω των συμμαχιών και των εξοπλισμών, κάτι τέτοιο θα ήταν μοιραίο για τη διεθνή ειρήνη. Προς αυτήν την κατεύθυνση, την αυτονομία, ωθούσε συστηματικά τις αποφάσεις τους και η Σόφια, μεταφέροντας την επιθυμία της με την ευκαιρία κάθε επαφής με ανταποκριτές ή πολιτικούς. Για την αυτονομία έγραφαν και πίεζαν επίσης οι Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές της ΕΜΕΟ, καθιστώντας έτσι το αίτημα γενικό και την διαφοροποίησή τους με την Βουλγαρική Κυβέρνηση ασαφή. Ήδη το 1900, ο A. Brutus, δηλαδή ο Anton Drandar από τα Βελεσά, είχε δημοσιεύσει στις Βρυξέλλες το βιβλίο του A propos d' un mouvement en Macedoine. Η ιδέα αυτή αντηχούσε όλο και συχνότερα στην Ευρώπη, ειδικά μετά το Ίλιντεν, χάρη σε διάφορες εφημερίδες όπως η ελβετική L'Effort και η γαλλική Le movement macedonienne, όπου επιφανείς Βούλγαροι δημοσιογράφοι, όπως ο μετέπειτα διπλωμάτης Συμεών Ράντεφ, έγραφαν άρθρα χρηματοδοτούμενοι από τη Σόφια. Την ίδια περίοδο ο Μπόρις Σαράφωφ, πρώην αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού και ο Μπόζινταρ Τατάρτσεφ, πρόκριτος της Ρέσνας και οι Καθηγητές Λιουμπομίρ Μίλετιτς και Ιβάν Γκεόργκωφ μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών επισκέφθηκαν και τη Βρετανία και έδωσαν διαλέξεις, τις οποίες οργάνωσε το Βαλκανικό Κομιτάτο των αδελφών Buxton. «The Bulgarians are more English in their manners than the Greeks and to this fact I attribute part of their popularity in England» έγραψε ο Upward. Το Βαλκανικό Κομιτάτο επίσης συνετέλεσε στη δημιουργία μιας όχι αμελητέας φιλοβουλγαρικής βιβλιογραφίας, της οποίας τα καλύτερα παραδείγματα ήταν τα γραπτά των φιλελευθέρων αδελφών Noel και Charles Buxton, του Henry Νoel Brailsford, ανταποκριτού της Manchester Guardian και προέδρου της βρετανικής επιτροπής για τα θύματα του Ίλιντεν καθώς και του βουλευτού David Marshall Mason, μέλους της «Εθνικής Φιλελεύθερης Ομοσπονδίας» (National Liberal Federation). Μέρος της παραγωγής αυτής ήταν και φωτογραφίες εγκλημάτων σε βάρος Βουλγάρων. Στην ίδια βουλγαρική διαφωτιστική εκστρατεία εντάσσονται τα βιβλία του Σαράφωφ, του Ατανάς Σόπωφ, που κόστισε στην Βουλγαρική Κυβέρνηση 4.000 φράγκα, του Ντ. Μίσεφ, Γενικού Γραμματέος της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που εξέδωσε στατιστικές και χάρτη με το ψευδώνυμο Μπρανκώφ, του Πέταρ Ντανίλοβιτς Ντραγκάνωφ, Ρώσου σλαβολόγου βουλγαρικής καταγωγής, πρώην διδασκάλου στο βουλγαρικό σχολείο της Θεσσαλονίκης και του I. Βοίνωφ. Ακόμη και το 1912, μία επιτροπή Βουλγάρων προσφύγων από την Μακεδονία περιερχόταν την Ευρώπη, υπό την προεδρία του Καθηγητού Λιούμπομιρ Μίλετιτς, επιχειρώντας να επηρεάσει τον γαλλικό τύπο.

Συγκριτικά, η σερβική ευρωπαϊκή παρουσία ήταν ανύπαρκτη. Περιελάμβανε την μελέτη του Μίλος Μιλόγεβιτς, La Turquie d' Europe et le problem de la Macedoine et la Vielle Serbie, που εκδόθηκε στο Παρίσι το1905, ένα άρθρο του διπλωμάτη Σέντα Μιγιάτοβιτς στο περιοδικό Fortnightly Review, το 1907 και κυρίως την μελέτη του εθνογράφου και γεωγράφου Γιόβαν Τσβίιτς Remarks on the ethnography of the Macedonian Slavs, που δημοσιεύθηκε το 1906 στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ρωσικά, υποστηρίζοντας την διαφορετικότητα των Σλαβομακεδόνων από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους αλλά και τη συγγένειά τους περισσότερο με τους δεύτερους. Το βιβλίο του, που επανεκδόθηκε το 1912, άσκησε μεγάλη επιρροή, ειδικά στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Ο τρόπος της γραφής του έδειχνε πως ο συγγραφέας δεν παρασυρόταν από καμία εθνικιστική ιδεολογία, μολονότι το συμπέρασμά του ήταν πως η αδιαμόρφωτη σλαβική μάζα της Μακεδονίας θα αφομοιωνόταν ευκολώτερα και απόλυτα από τους Σέρβους. Η άποψή του δεν επαληθεύτηκε ποτέ, όμως το επιχείρημα υπέρ μίας διακριτής ή αδιαμόρφωτης τρίτης σλαβικής μακεδονικής ομάδος, που συμπληρώθηκε το 1913 από την σχετική γλωσσολογική παρέμβαση του Αλεξάντερ Μπέλιτς, ταίριαζε απόλυτα -στη θεωρία τουλάχιστον- με σημαντικό κομμάτι των βουλγαρικών θεωριών.

Η ελληνική βιβλιογραφική αντεπίθεση στην Ευρώπη ήταν δυσανάλογα μικρή με τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στην Αθήνα και τις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονταν στα πεδία των μαχών στη Μακεδονία. Ο Νεοκλής Καζάζης, καθηγητής του Δικαίου και της Πολιτικής Οικονομίας, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1902-3), ιδρυτής της Εταιρείας «Ελληνισμός» (1894) και σημαντικός δημόσιος ρήτορας δημοσίευσε τα βιβλία L' Hellenism et la Macedoine το 1903 και Greeks and Bulgarians in the Nineteenth and Twentieth Centuries, το 1907. Πιο χρήσιμα όμως για την ελληνική υπόθεση ήταν το περιοδικό του Bulletin d' Orient, που κυκλοφορούσε υπό την αιγίδα του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών καθώς και οι διαλέξεις του στην Ευρώπη, ειδικά στο Παρίσι, όπου πολλές σημαντικές προσωπικότητες ήταν προσωπικοί του φίλοι, ανάμεσά τους και ο Γερουσιαστής Georges Clemenceau. Ο συνάδελφός του Ανδρέας Ανδρεάδης, καθηγητής των Οικονομικών, μορφωμένος στην Οξφόρδη και το Παρίσι, δημοσίευσε μία διάλεξή του στο περιοδικό Contemporary Review. Ο Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος, δημοσιογράφος με νομικές σπουδές και εκδότης από το 1902 του περιοδικού Κράτος, εξέδωσε το 1904 δύο μελέτες στα γαλλικά: La Macedoine et l' Hellenisme και Lettres sur la question de Macedoine. Η Ιωάννα Σταφανόπολη, η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κόρη του εκδότου της Messager d' Athenes, δημοσίευσε το 1903 τις μελέτες της Macedoine et Macedoniens. La Macedoine inconnue. La nationalite hellenique de la Macedoine d' apres le folklore macedonien. Ούτε πέντε βιβλία δεν ήταν όλα κι όλα· στην πραγματικότητα, τα περισσότερα ήταν κείμενα διαλέξεων.

Αντίθετα, η βιβλιογραφία περί Μακεδονίας στα ελληνικά ήταν κολοσσιαία. Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται στις μέρες μας, η αλήθεια είναι ότι ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν ποτέ κρυφός, τουλάχιστον εκτός της Μακεδονίας. Ακόμη και θέματα που σήμερα θεωρούνται λεπτομέρειες και αδιασταύρωτες πληροφορίες, δημοσιεύθηκαν στον αθηναϊκό τύπο ταυτόχρονα σχεδόν με τα γεγονότα. Επί τέσσερα χρόνια ο Αγώνας βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων του ελληνικού βασιλείου (αλλά και των απανταχού ομογενών), κατά κανόνα εικονογραφημένος με φωτογραφίες αγωνιστών. Όμως το Εμπρός, λόγω της γνωστής σε όλους συνδέσεώς του με το Μακεδονικό Κομιτάτο, διατηρούσε πάντοτε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: Οι επιστρέφοντες αγωνιστές παρέδιδαν, είτε προφορικά είτε εγγράφως, πληροφορίες για τη δράση των σωμάτων, επίσημα ντοκουμέντα, ακόμη και τα ίδια τα ημερολόγιά τους. Όλα αυτά δημοσιεύονταν από τους συντάκτες της εφημερίδος σε συνέχειες με τη μορφή λαϊκών αναγνωσμάτων. Το γνωστότερο προϊόν της αρθρογραφίας της μορφής αυτής είναι το βιβλίο του Σταμάτη Ράπτη, τακτικού συντάκτου του Εμπρός, Ο Μακεδονικός Αγών, που κυκλοφόρησε σε 313 οκτασέλιδα φυλλάδια πιθανότατα στο χρονικό διάστημα του Μαρτίου 1906-Απριλίου 1908.

Παράλληλα με την λαϊκή αρθρογραφία αναπτύχθηκε την ίδια περίοδο και μία κάπως λογιότερη, η οποία χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμη εκτεταμένα από όσους ασχολούνται με τα συναφή του Αγώνος θέματα. Πρόκειται για τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο Μακεδονικό Ημερολόγιο, το οποίο εξέδωσαν διαδοχικά ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος» (1908) και ο «Παμμακεδονικός Σύλλογος» (1909-1912) και στον Ελληνισμό, περιοδικό της ομωνύμου εταιρείας του Νεοκλή Καζάζη. Το πρώτο βρίθει νεκρολογιών επωνύμων Μακεδονομάχων και καθιερωμένων ήδη εθνικών ηρώων, τοπογραφιών των πολύπαθων μακεδονικών κοινοτήτων (κυρίως των βορείων), δημοσιευμένων στατιστικών για τις βουλγαρικές βιαιοπραγίες και αναλύσεων περί των εθνικών δικαίων, με βάση τα εκπαιδευτικά άθλα του Ελληνισμού. Στο δεύτερο, τον Ελληνισμό, τα θέματα εστιάζονταν περισσότερο στις διπλωματικές πλευρές του Μακεδονικού και στην έκδοση εγγράφων. Εάν σκοπός του Μακεδονικού Ημερολογίου ήταν να προκαλέσει την κινητοποίηση μέσω της συγκινήσεως, ο Ελληνισμός ενδιαφερόταν περισσότερο για την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού, «ο επί παντός φλέγοντος εθνικού ζητήματος φωτισμός ως και η εν τω διεξαγωμένω εθνικώ αγώνι ενίσχυσις και ποδηγέτησις», όπως σημειωνόταν, πάντοτε όμως στο πλαίσιο που καθόριζε η Ελληνική Κυβέρνηση. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι άλλες περί Μακεδονίας εκδόσεις της εταιρείας όπως και οι ολιγοσέλιδες πασίγνωστες μονογραφίες του Γνάσιου Μακεδνού, του ΑλΜαζ, του Τίτου Μακεδνού και λιγοστών άλλων επωνύμων και ανωνύμων συγγραφέων, που αφιέρωσαν τις μελέτες τους (κείμενα διαλέξεων πολλές φορές) είτε στους πρόσφατα θανόντες Μακεδονομάχους είτε στα βουλγαρικά εγκλήματα είτε στο διπλωματικό παρασκήνιο του Αγώνος. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι όλες οι μορφές της μακεδονικής ιστοριογραφίας που αναπτύχθηκαν στην Αθήνα, έδειχναν συμφιλιωμένες με την ιδέα της σλαβοφωνίας των Μακεδόνων, των οποίων εξήραν τον πατριωτισμό. Ήταν δηλαδή εναρμονισμένες με το διεθνώς προβαλλόμενο επιχείρημα για την ελεύθερη επιλογή ταυτότητος. Όμως, από την άλλη πλευρά, η εμμονή στη σημασία επιλογής της ελληνικής εκπαιδεύσεως ως ενδείξεως της βούλησης αυτής, δημιουργούσε την εντύπωση ότι η σλαβοφωνία θα ήταν περαστική, εάν τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν τακτικά. Πόσο μάλλον που διάφορες μελέτες επέμεναν ότι η σλαβική διάλεκτος των Μακεδόνων ήταν κατά βάσιν ελληνική.

Σε γενικές γραμμές, μετά το 1903, με τις ένοπλες εξελίξεις και την δημοσιογραφική επέλαση, το κεντρικό σημείο της βιβλιογραφίας μετατοπίσθηκε από τις εθνογραφικές θεωρίες στη βία και τα εγκλήματα. Πολύ σύντομα η εικόνα της συνυπάρξεως αντικαταστάθηκε από μία άλλη, που ήθελε την αντιπαράθεση και την υστέρηση ανοχής ως χαρακτηριστικά της μακεδονικής ιστορίας. Τα στερεότυπα αυτά μακροπρόθεσμα κυριάρχησαν, όχι μόνον γιατί εξυπηρέτησαν καλύτερα τις διπλωματικές καταστάσεις που ακολούθησαν αλλά και για τον λόγο ότι η βιβλιογραφία αυτή είχε γραφεί στα αγγλικά και ανακυκλώθηκε έτσι ευκολώτερα. Αντίθετα, χάθηκαν άλλες περιγραφές μαζί με τα περισσότερα κείμενα, ελληνικών και σερβικών κυρίως συμφερόντων, που είχαν γραφεί στα γαλλικά ή τα ιταλικά· κλασικότερο παράδειγμα η μελέτη και ο χάρτης με βάση το θρήσκευμα του Ιταλού φιλέλληνα διπλωμάτη G. Amadori-Virgilj, όπου κανείς δεν παραπέμπει.

2. Δημογραφικές μεταβολές και βουλγαρικός αναθεωρητισμός

Οι βαλκανικοί στρατοί με τις ξιφολόγχες τους χάραξαν τα σύνορα των Βαλκανίων και ειδικά των ζωνών επιρροής στη Μακεδονία με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από τους χαρτογράφους, τους εθνογράφους και τους διπλωμάτες. Αλλά δεν αποδέχθηκαν όλες οι χώρες τις μεταβολές ως τετελεσμένες. Έτσι οι καθηγητές των Πανεπιστημίων κλήθηκαν ξανά στα όπλα για να υπερασπισθούν με ακαδημαϊκά επιχειρήματα τα όρια που οι στρατηγοί είχαν επιτύχει ή αποτύχει να υπερασπισθούν. Οι Βούλγαροι είχαν βέβαια το σοβαρότερο πρόβλημα, της τεκμηρίωσης της αναθεωρήσεως. To 1913, o Μίλετιτς δημοσίευσε το βιβλίο του Atrocites greques en Macedoine pendant la guerregreco-bulgare. Την ίδια χρονιά ορίσθηκε διεθνής επιτροπή από το Ίδρυμα Carnegie, για να διερευνήσει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1914 στην Ουάσιγκτον με τίτλο Report of the International Commission to Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars και απέδειξαν ότι το παιχνίδι των εντυπώσεων συνεχιζόταν αμείωτο. Μέλη της επιτροπής ήταν ο Henri Brailsford, ο Victor Berard και ο Ρώσος βουλευτής και Καθηγητής της Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πάβελ Νικολάιγεβιτς Μιλιούκωφ, όλοι τους γνωστοί για τα φιλοβουλγαρικά τους αισθήματα. Η Ελλάς αντέδρασε, δημοσιεύοντας την δική της εκδοχή για τα εγκλήματα. Το χειρότερο όμως για τους Έλληνες ήταν ότι η επιτροπή παρουσίασε την δημογραφική εικόνα της Μακεδονίας, όπως την έλαβε από τον Βούλγαρο Καθηγητή Ιορντάν Ιβανώφ, ο οποίος με τη σειρά του είχε αναπαραγάγει τα στοιχεία του Βασίλ Κάντσεφ (1900). Για να αντιστραφεί η εικόνα της κατοχής ενός εθνικά αλλοτρίου εδάφους, ο Βενιζέλος προσκάλεσε τον Ελβετό Καθηγητή του Δικαίου Rudolph Archibald Reiss να περιηγηθεί τις βόρειες επαρχίες της χώρας και να ερευνήσει την κατάσταση του πληθυσμού. Η αναφορά του, που δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 1915, βεβαίωνε ότι ούτε οι Μακεδόνες ήταν Βούλγαροι ούτε η γλώσσα τους βουλγαρική. ήταν απλώς «Μακεδόνες», μία άποψη τότε καθ' όλα ευνοϊκή για την Ελλάδα, αφού εξουδετέρωνε ταυτόχρονα και τις βουλγαρικές και τις σερβικές αξιώσεις.

Όμως η κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε στους Βουλγάρους την δυνατότητα να επανέλθουν και όχι μόνον να εκριζώσουν όση αντίσταση είχαν συναντήσει εκεί δέκα χρόνια νωρίτερα αλλά και να μελετήσουν την περιοχή από κοντά. Το καλοκαίρι του 1916, η Βουλγαρική Κυβέρνηση έστειλε στην περιοχή αποστολή διακεκριμένων επιστημόνων και γνωστών ακτιβιστών, η οποία περιελάμβανε τον Ιορντάν Ιβανώφ, τον Αναστάς Ισίρκωφ, τον Μπογκντάν Φίλωφ και τον Λιούμπομιρ Μίλετιτς. Όμως η ατυχής για τη Σόφια κατάληξη του πολέμου μετέφερε το μέτωπο στη Δυτική Ευρώπη. Ο Ιβανώφ και οι συνεργάτες του Καθηγητές Ισίρκωφ, Γκιόργκι Στρέζωφ, μέλος της Γεωγραφικής Εταιρείας της Γενεύης και ο Ντίμιταρ Μίσεφ, μέλος πλέον της Βουλγαρικής Ακαδημίας, ταξίδευσαν σε διάφορες πόλεις, κυρίως στην Ελβετία, σε μία προσπάθεια να επηρεάσουν την έκβαση της Συνδιασκέψεως της Ειρήνης στο Παρίσι. Τις δραστηριότητές τους ενίσχυσαν οι μακεδονικές ενώσεις της Ελβετίας, που έλαβαν επιχορήγηση 20 χιλιάδων φράγκων από τη Σόφια. Μερικές από τις διαλέξεις εκείνες δημοσιεύθηκαν στα γαλλικά. Φυσικά, η συνολική βουλγαρική παραγωγή ήταν πολύ μεγαλύτερη από μερικές διαλέξεις. Ουσιαστικά, είχε στρατευθεί ολόκληρη η βουλγαρομακεδονική διανόηση: ο Συμεών Ράντεφ από τη Ρέσνα με νομικές σπουδές στη Γενεύη, παλαιό στέλεχος της ΕΜΕΟ, ο Σ.Κιτίντσεφ, ο K. Σολάρωφ, ο Β.Τσάωφ και ο Κοσταντίν Στεφάνωφ, καθηγητής της Λογοτεχνίας και μέλος του «Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου» στην Ελβετία. Ναυαρχίδα των δημοσιεύσεων ήταν βέβαια η μελέτη του Ιβανώφ, La Question Macedonienne au point de vue historique, ethnographique et statistique, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1920 και ανακεφαλαίωνε τις βουλγαρικές απόψεις για το Μακεδονικό και για τα δίκαια της Σόφιας στην ελληνική πλέον Μακεδονία. Φυσικά, εκτός από αναφορές σε όλα τα ευνοϊκά για τις βουλγαρικές θέσεις κείμενα του ΙΘ΄ αιώνος, η έκδοση συνοδευόταν από δύο χάρτες. Ο πρώτος εκμεταλλευόταν την φιλοβουλγαρική διεθνή χαρτογραφική παραγωγή του ΙΘ΄ αιώνος, για να δώσει το μέγιστο του βουλγαρικού εθνικού χώρου και ο δεύτερος παρουσίαζε τις αντιφατικές απόψεις που είχαν αναπτυχθεί μετά το 1878 και περιόριζαν αισθητά -και αδίκως κατά τον Iβανώφ- τον χώρο αυτόν.

Ως γνωστόν, μετά από όσα είχαν προηγηθεί στον πόλεμο, δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν στο Παρίσι οι προτάσεις του Ιβανώφ και της χώρας του, μολονότι συζητήθηκε ιταλική πρόταση για αυτόνομη Μακεδονία. Ενδεικτική της σχετικής βαρύτητος όλων των ακαδημαϊκών δημοσιευμάτων είναι η τελική παραχώρηση εδαφών στη Σερβία, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο χάρτη του Τσβίιτς, παρά το γεγονός ότι η χώρα του είχε να παρουσιάσει υποδεέστερη επιστημονική παραγωγή και κινητοποίηση. Την βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι ο Τσβίιτς, που απολάμβανε εξαιρετικής εκτιμήσεως ως επιστήμων τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, κυριάρχησε στις διεργασίες της συνδιασκέψεως. Οι απόψεις του κατέστησαν δεδομένη την σερβική κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, χωρίς να αναγνωρισθεί καν βουλγαρική μειονότητα αλλά τελικά φόρτωσαν με μεγάλο άγχος τη Σερβία, που όφειλε να επαληθεύσει τους χάρτες του μεγάλου εθνογράφου, αφομοιώνοντας γρήγορα τους «Μακεδονοσλάβους». Οι απόψεις του Τσβίιτς, εξάλλου, δεν άφησαν ανεπηρέαστους ούτε τους Έλληνες. Είναι γνωστό ότι χάρτης που ετοίμασε το 1918 ο Καθηγητής Γεώργιος Σωτηριάδης, Μακεδών στην καταγωγή και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου και υποβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, επίσης ανεγνώριζε την ύπαρξη «Μακεδονοσλάβων» εντός της ελληνικής επικρατείας, εκεί όπου ο Κλεάνθης Νικολαΐδης έβλεπε μόνον Έλληνες. Την άποψή του αυτή δεν υιοθέτησαν άλλοι Έλληνες συγγραφείς της περιόδου και κυρίως ο βασικότερος, ο Βασίλειος Κολοκοτρώνης, διπλωματικός υπάλληλος που ανέλαβε και ανακεφαλαίωσε, όπως είχαν κάνει ο Ιβανώφ και ο Τσβίιτς, όλα τα ελληνικά επιχειρήματα και την ευνοϊκή για την Ελλάδα διεθνή ιστοριογραφία και χαρτογραφία στη μελέτη του La Macedoine et l' Hellenisme: Etude historique et ethnologique, Παρίσι 1919. Οι «Μακεδονοσλάβοι» ήταν για τον Κολοκοτρώνη σλαβόφωνοι Έλληνες.

Φυσικά, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ανακατατάξεις που αυτός επέφερε στα Βαλκάνια, δεν άφησαν αδιάφορη ούτε ανεπηρέαστη την λοιπή ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή κοινότητα. Μερικά από τα σημαντικά έργα του παρήχθησαν ήταν του R. Seton-Watson, The Rise of Nationality in the Balkans, Λονδίνο 1917, η πρώτη μελέτη του Jacques Ancel για το Μακεδονικό L' unite de la politique bulgare 1870-1919, Παρίσι 1919 και η διατριβή του Jacob Ruchti's, Die Reformaktion Osterreich-Ungarns and Russlands in Mazedonien 1903-1908. Die Durchfuhrung der Reformen, Gotha 1918, που υποβλήθηκε αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Πράγματι, η Ελβετία είχε εξελιχθεί σε επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Μακεδονία ήδη από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου και αυτό δεν είχε σχέση μόνο με την ειρήνη που επικρατούσε στη χώρα αλλά και με τις συγκεκαλυμμένες επιχειρήσεις της Σόφιας. Είναι αδύνατον να απαριθμηθούν όλες οι μεσοπολεμικές μελέτες και τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον τύπο ή σε περιοδικά όπως τα International Pressekorrespondenz, L' Europe Nouvelle, the Advocate of Peace και η Voix des Peuples. Πάντως, κάποιες εργασίες έγιναν σημαντικά βοηθήματα· ανάμεσά τους τα βιβλία του Ancel, καθηγητή πλέον της Γεωγραφίας και Ιστορίας, του Andre Wurfbain, του Weigand και άλλων. Επιπλέον, προέκυψε μία νέα γενεά περιηγητικών κειμένων, αναμνήσεων παλαιών και νεωτέρων και, όπως πάντα, ποτέ ουδετέρων. Οι σημαντικότεροι, λόγω των γνώσεών τους, ήταν ο Sir Robert R. Graves, ο Βρετανός Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη μετά το 1903 και ο σύγχρονός του Γάλλος αξιωματικός Leon Lamouche, που έδινε φιλοβουλγαρικές διαλέξεις χρηματοδοτούμενος από τη Σόφια, ο Edmond Bouchie de Belle, ανώτερος υπάλληλος, παλαίμαχος του Μακεδονικού Μετώπου, η Franceska Wilson και άλλοι. Κατά τον Μεσοπόλεμο άρχισε επίσης η παραγωγή σχετικών τίτλων και στις ΗΠΑ, χάρη στις ακμάζουσες βουλγαρομακεδονικές πατριωτικές οργανώσεις και τον κυριώτερο εκπρόσωπό τους, τον Κρις Αναστασώφ, Φλωρινιώτη με σπουδές στην Αμερική.

Αρκετά από αυτά τα βιβλία δικαίωναν εκ των υστέρων την Βουλγαρία, όμως για τη Σόφια, στο διπλωματικό επίπεδο, το Μακεδονικό είχε χαθεί οριστικά. Παρέμενε όμως ζωντανό ολόκληρη την μεσοπολεμική περίοδο τόσο στις προσφυγικές μνήμες όσο και στην πολιτική κονίστρα της χώρας. Για να είμαστε ακριβείς, οι βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες έγιναν ταυτόχρονα οι συγγραφείς και οι βασικοί αναγνώστες μιας εκτενούς πατριωτικής βιβλιογραφίας, που περιελάμβανε από τα απομνημονεύματα των μακεδονικών αγώνων μέχρι τις μικρές ιστορίες των οριστικά χαμένων πατρίδων τους στην ελληνική Μακεδονία. Βασικό ρόλο για την παραγωγή αυτή έπαιξε η ίδρυση του «Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου» το 1923, υπό την ηγεσία του Καθηγητού Ιβάν Γκιόργκωφ και δύο χρόνια αργότερα, η έκδοση του περιοδικού Μακεντόνσκι Πρέγκλεντ. Στο μεταξύ ο Λιούμπομιρ Μίλετιτς, που είχε αναλάβει την προεδρεία του Ινστιτούτου, άρχισε την έκδοση σειράς απομνημονευμάτων των βοεβόδων του Ίλιντεν. Το παράδειγμά του ακολούθησαν διάφοροι βετεράνοι, όπως ο Κρίστο Μάτωφ και ο Κρίστο Σιλιάνωφ.

Οι διεθνείς ανησυχίες των Βουλγάρων είχαν παύσει εντελώς. Ο χρόνος είχε σταματήσει γι' αυτούς στο Βουκουρέστι αλλά σε γενικές γραμμές το ίδιο συνέβη και με τους Έλληνες, αν και για διαφορετικούς λόγους. Το επιστημονικό τους ενδιαφέρον για την Μακεδονία και τους πληθυσμούς της υποχώρησε. Με σημαντική εξαίρεση τις διεθνούς επιπέδου εργασίες του Στέφανου Λαδά, του Χρυσού Ευελπίδη και του Αλεξάνδρου Πάλλη, που θεμελίωναν την ελληνική κυριαρχία με βάση πλέον τις ανταλλαγές των πληθυσμών, ελάχιστες άλλες μελέτες δημοσιεύθηκαν για την περιοχή και ακόμη λιγότερες για τους κατοίκους της, ειδικά τους παλαιούς. Γι' αυτούς πλέον έγραφαν οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, που αγνοούσαν πώς να χειρισθούν τις ιδιαιτερότητές τους και μεγέθυναν έτσι το κενό ανάμεσα στην εικόνα που είχε πλάσει η ιστορία και η διπλωματία και στην πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν. Από όλες τις όψεις του σύνθετου αυτού ζητήματος της αφομοιώσεως, της νέας φάσεως του Μακεδονικού, δημοσίως τουλάχιστον μία φαινόταν να μονοπωλεί το ενδιαφέρον τους, η στάση τους κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.

Η ενασχόληση με το ζήτημα αυτό κινήθηκε σε τρεις άξονες: ο πρώτος συνδεόταν με τις σύντονες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την δημιουργία επετηρίδος και τη συνακόλουθη ηθική και οικονομική αποκατάσταση των Μακεδονομάχων· εκπροσωπείται από σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Μακεδονικός Αγών, που κυκλοφόρησε στο χρονικό διάστημα 1929-1931. Αν και τα περισσότερα άρθρα δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη ιστορική ακρίβεια, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στο περιοδικό αυτό δημοσιεύθηκαν τόσο ημερολογιακές καταχωρήσεις όσο και άλλα ενδιαφέροντα έγγραφα, δυστυχώς μερικές φορές διασκευασμένα. Στο ίδιο πλαίσιο, δηλαδή των αυτοβιογραφικών μαρτυριών, θα μπορούσε ίσως να ενταχθεί και μία σειρά δημοσιεύσεων στις εφημερίδες, ημερολογιακές καταχωρήσεις, αναμνήσεις και άλλες επιστολές, των οποίων δεν διαθέτουμε ακόμη ούτε μία πρώτη καταγραφή. Πολλές από αυτές δυστυχώς συνδέονταν με αλληλοκατηγορίες και διαφορετικές ερμηνείες των γεγονότων, τις οποίες συνεπαγόταν η καταγραφή και η ιεράρχηση των αγωνιστών σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους. Αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό αυτής της ομάδος δημοσιεύσεων ο έντονος αντικομμουνισμός, λόγω της γνωστής τοποθετήσεως της Κομιντέρν για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία το 1924 αλλά και της προσδοκίας ότι συγκεκριμένες πολιτικές συμμαχίες θα ευνοούσαν την τάξη των παλαιών αγωνιστών και του τεραστίου πελατειακού τους δικτύου.

Γύρω από τον δεύτερο άξονα περιστρέφονταν βιογραφίες, αναμνήσεις και μονογραφίες που δημοσιεύθηκαν είτε ως ιστορικά βοηθήματα είτε ως λογοτεχνικά έργα. Οι επιστολές του Παύλου Μελά, οι αναμνήσεις του Νικολάου Γκαρμπολά, της Αγγελικής Μεταλλινού και του Αντώνιου Χαμουδόπουλου όπως και οι πρώτες βιογραφίες του καπετάν Κώτα, του Μελά, του Δραγούμη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σχετικά έγκυρα βοηθήματα, αφού βασίσθηκαν στη γνώση και την εμπειρία της γενιάς του Αγώνος. Στην ίδια κατηγορία θα έπρεπε να ενταχθούν τόσο οι μεσοπολεμικές ιστορίες του Γεωργίου Μόδη όσο και τα Μυστικά του Βάλτου. Οι πρώτες, κατά κανόνα, απηχούσαν πραγματικά γεγονότα που γνώριζε προσωπικά ο Μόδης, ενώ παράλληλα συνέβαλαν στη δημιουργία μίας ιδιόμορφης ηθογραφίας του Αγώνος. Αλλά και αυτή η δημοφιλέστατη εργασία της Πηνελόπης Δέλτα, ως γνωστόν, βασίσθηκε σε συνεντεύξεις και ημερολόγια Μακεδονομάχων, που κατέγραψε η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη στο διάστημα 1932-1936. Έτσι αναπληρώθηκε το αρχειακό υλικό που, πιθανότατα για πολιτικούς λόγους, είχε αρνηθεί αρχικά το Υπουργείο των Εξωτερικών στη Δέλτα. Μόνον μερικά από αυτά τα απομνημονεύματα της συλλογής της είδαν το φως της δημοσιότητος μεταπολεμικά.

Πολύ πιο τυχερός από τη Δέλτα στάθηκε ο Νικόλαος Βλάχος, υφηγητής της Ιστορίας στην Αθήνα, που την ίδια εποχή, το 1932, είχε ήδη εξασφαλίσει την σχετική άδεια και εργαζόταν στο αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών. Ο ίδιος ο Βλάχος είπε ενθαρρυντικά στην Μπέλλου-Θρεψιάδη ότι η εργασία η βασισμένη σε ζωντανές αφηγήσεις Μακεδονομάχων είχε τα δικά της πλεονεκτήματα, ενώ ο ίδιος εργαζόταν αποκλειστικά με «άψυχα έγγραφα και χαρτιά». Η πορεία των γεγονότων, όπως θα φανεί, δικαίωσε την κρίση του ίσως πέρα από τις προσδοκίες του. Η μελέτη του Βλάχου Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935 θεωρείται δικαιολογημένα ως κλασικό και αξεπέραστο έργο διπλωματικής ιστορίας. Για τον Μακεδονικό Αγώνα ο Βλάχος αφιέρωσε περίπου 200 πυκνοτυπωμένες σελίδες, που ουσιαστικά παραμένουν ακόμη αδιάβαστες. Χρησιμοποίησε, προφανώς κατ' εξαίρεση, το αρχειακό υλικό του Υπουργείου των Εξωτερικών και μάλιστα σε βάθος, όπως και όλες τις διαθέσιμες διπλωματικές βίβλους των ενεχομένων στην κρίση χωρών. Επηρεασμένος από τις κατοπινές εξελίξεις και τις διπλωματικές αναγκαιότητες της εποχής, προσέδωσε στον Αγώνα τον χαρακτήρα ελληνοσερβικής προσπάθειας εναντίον των Βουλγάρων. Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς τελικά εάν οι προτεραιότητες αυτές κατεδίκασαν το έργο του σε αφάνεια· μάλλον όχι. Πάντως, οι χρησιμότατες αλλά και τολμηρές -με τα σημερινά δεδομένα- παρατηρήσεις του, οι οποίες μας δίνουν μία γενική περιγραφή του Αγώνος χωρίς όμως να χάνονται εντελώς τα μεμονωμένα περιστατικά, αγνοήθηκαν επιδεικτικά και αυτό δεν ήταν τυχαίο, όπως θα φανεί παρακάτω.

Στην ίδια αυτή τρίτη και ισχνότατη κατηγορία, των ιστορικών βοηθημάτων, θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την προγενέστερη Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος του Γεωργίου Ασπρέα, αφού στον δεύτερο τόμο της, που εκδόθηκε το 1930, περιέχει 20 περίπου σελίδες για τον Μακεδονικό Αγώνα. Ο Ασπρέας, παλαίμαχος δημοσιογράφος του Εμπρός, αναφέρει ότι χρησιμοποίησε υλικό που βρήκε στο αρχείο του Καλαποθάκη και ακόμη «εκθέσεις απευθυνομένας εις το Υπουργείον των Εξωτερικών εκ των κέντρων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, εις σημειώματα και αρχεία συγχρόνων πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων και εις εμπιστευτικάς εκθέσεις αίτινες απεστέλλοντο προς τον Γεώργιον Α'». Ωστόσο, από τις γενικόλογες περιγραφές του δεν προκύπτει ότι το υλικό αυτό ήταν ιδιαίτερα πλούσιο· ουσιαστικά, η πιο σημαντική συνεισφορά του ήταν η δημοσίευση του «Οργανισμού» του Μακεδονικού Κομιτάτου. Τέλος, δεν πρέπει επίσης να αγνοηθεί και o τότε νεαρός δικηγόρος Γεώργιος Μόδης, ο οποίος, σε συνεργασία με τον παλαίμαχο Μακεδονομάχο Νικόστρατο Καλομενόπουλο, συνέγραψε το λήμμα «Μακεδονικός Αγώνας» για την πρώτη έκδοση της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός» (1927).

Τα δύο στοιχεία που η μεσοπολεμική βιβλιογραφία είχε κοινά με την περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν ο έντονος εθνικός χαρακτήρας και η εκτενής χρήση της γαλλικής σε όλες τις διεθνείς δημοσιεύσεις. Έτσι αφενός υπονομεύθηκε οριστικά το κύρος των ελληνικών δημοσιεύσεων ενώ αφετέρου όσα γράφηκαν στη γαλλική, ελάχιστα χρησιμοποιήθηκαν μεταπολεμικά, ειδικά στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Το χειρότερο ήταν ότι και η ιστοριογραφία που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατών, δεν άντλησε επαρκώς ούτε από όσα γράφηκαν διεθνώς ούτε από την αντίπαλη -σλαβική ή ελληνική αντίστοιχα- βιβλιογραφία. Θεώρησε την εξιστόρηση των πολέμων, κηρυγμένων ή ακήρυκτων, νικηφόρων ή όχι, ως την καταλληλότερη μέθοδο για να στερεώσει τα κεκτημένα ή για να συγκρατήσει το φρόνημα. Το Μακεδονικό δεν αποτελούσε θέμα επιστημονικής ενασχολήσεως αλλά πατριωτικής. Αν κάθε χώρα είχε διαβάσει με προσοχή τις μελέτες των γειτόνων της και τους χάρτες τους, θα μπορούσε να βρει πολύ χρήσιμες οδηγίες για την πολιτική που θα έπρεπε να εφαρμόσει στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Αλλά καμία δεν το έκανε και η ιστορία έμελλε να επαναληφθεί ως φάρσα.

Βουλγαρική κατοχή, γιουγκοσλαβική επιθετικότητα και ελληνικές ανησυχίες, 1940-1960
Η συγκεκριμένη τροπή της μεταπολεμικής ιστοριογραφίας, δηλαδή η περαιτέρω απομάκρυνση από την ιστορική επιστήμη, έχει φυσικά την ιστορική της εξήγηση. Η βουλγαρική κατοχή της ελληνικής Ανατολικής Μακεδονίας όπως και της σερβικής κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η γιουγκοσλαβική εμπλοκή στον Ελληνικό Εμφύλιο, πριν ακόμη λήξει ο πόλεμος και κυρίως η ίδρυση της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΛΔΜ) ήταν γεγονότα που επηρέασαν δραματικά την ιστοριογραφία των βαλκανικών κρατών. Η Ελλάς βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα διπλό ιδεολογικό μέτωπο. Τον βουλγαρομακεδονικό πατριωτικό εθνικισμό, που ολοκλήρωσε στην Κατοχή τον τρίτο γύρο των συγκρούσεών του με τους Έλληνες και τους Σέρβους, ακολούθησε ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός, προϊόν της παλαιάς φεντεραλιστικής σοσιαλίζουσας πτέρυγας της ΕΜΕΟ αλλά και των σερβικών εθνολογικών θεωριών. Αμφότερες οι απειλές, η βουλγαρική και η γιουγκοσλαβική, δικαίωναν την αντικομμουνιστική ανησυχία του Μεσοπολέμου και επαύξαναν την τρέχουσα κομμουνιστική απειλή, στο εσωτερικό και το εξωτερικό· και το χειρότερο, και οι δύο δεν ήταν απλώς ιδεολογικές. Στο πιεστικό αυτό πλαίσιο δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για μελέτες σαν κι αυτή που είχε επιχειρήσει ο Νικόλαος Βλάχος, δεν υπήρχε χώρος για Σλαβοφώνους· χρειαζόταν αποφασιστικότητα και φανατισμός. Οι ακαδημαϊκοί και όλοι οι επιφανείς ώφειλαν να ενισχύσουν το φρόνημα, να αναπτύξουν και να διατυπώσουν απλά ιστορικά επιχειρήματα, να χρησιμοποιήσουν όσες μνήμες ήταν βολικές για να κτίσουν ισχυρά ιδεολογικά όρια, πιο ισχυρά από τα απροστάτευτα σύνορα του κράτους.
Το βάρος έπεφτε κυρίως στην «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», που από την ίδρυσή της, το 1939, είχε ως βασικό καταστατικό της σκοπό την έρευνα κάθε ζητήματος που αφορούσε τον «μακεδονικό λαό» και την «μακεδονική χώρα» (sic). Την πλαισίωναν εξάλλου πολλοί επιφανείς Μακεδόνες, αρκετοί από αυτούς με οικογενειακές πολεμικές περγαμηνές στον αντιβουλγαρικό αγώνα. Οι ισχυροί κραδασμοί της δεκαετίας αποτυπώθηκαν σε πολλές μελέτες, που διεκτραγωδούσαν και στιγμάτιζαν την βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά και τις επιπτώσεις της εμπλοκής του ΚΚΕ στο Μακεδονικό. Μερικές από αυτές άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από τα χρόνια της Κατοχής. Ακολούθησαν οι εκδόσεις που ζητούσαν έμμεσα και άμεσα την αναθεώρηση των βορείων συνόρων, υπενθυμίζοντας ότι τα όρια της Μακεδονίας δεν ταυτίζονταν με αυτής της Ελλάδος και έπειτα αυτές που συνέδεαν, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, τον σλαβικό κίνδυνο με την κομμουνιστική απειλή. Μερικές προορίζονταν για εσωτερική κατανάλωση, σπανίως επιστημονικές και κυρίως πολιτικές, γραμμένες σε πνεύμα ρήξεως, χωρίς καθόλου περιθώρια ανοχής· άλλες, σύμφωνα με τα διδάγματα του παρελθόντος, γράφηκαν σε δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες από παλαιούς και νέους επιστήμονες που πίστευαν ότι το ζήτημα της κομμουνιστικής απειλής μπορούσε να γείρει οριστικά τη ζυγαριά των εθνικών ιστορικών δικαίων σε όφελος της Ελλάδος.

Είναι ευνόητο ότι η ιστορία του Μακεδονικού Αγώνος ανέκτησε και πάλι ζωηρό ενδιαφέρον και νέο προορισμό: στην ερημωμένη μακεδονική ύπαιθρο, η αναγνώριση των θυσιών ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αναστήλωση του εθνικού αλλά ταυτόχρονα και του πολιτικού φρονήματος. Τα γεγονότα έπρεπε να γίνουν γνωστά με όλες τις λεπτομέρειές τους. Ήταν ο ελάχιστος φόρος τιμής, ιδιαίτερα για όσες οικογένειες είχαν πληγεί δύο ή τρεις φορές σε λιγότερο από 40 χρόνια. Εξάλλου, η αποχώρηση από την Ελλάδα όσων σλαβοφώνων Ελλήνων πολιτών είχαν καθυστερημένα μεταβάλει την εθνοτική αλλά και την πολιτική τους ταυτότητα, άφηνε πλέον ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη φραστικά οξυτέρων μελετών. Η Αγγελική Μεταλλινού, οι Στρατηγοί Δημήτριος Κάκκαβος, Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ο Αντώνιος Χαμουδόπουλος και ο Γιάννης Καραβίτης δημοσίευσαν τις αναμνήσεις τους οι περισσότεροι κατά τη διάρκεια και υπό το βάρος του Εμφυλίου Πολέμου. Αλλά η ανάγκη επανεξετάσεως της ένδοξης ιστορίας της περιόδου προσέκρουε πλέον σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: οι Μακεδονομάχοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν βρίσκονταν πια εν ζωή. Η αλλαγή γενεάς δημιουργούσε ένα δυσαναπλήρωτο κενό, την στιγμή ακριβώς που το Μακεδονικό Ζήτημα επαναπροσδιορίζονταν. Το κράτος έσπευσε να καλύψει το κενό αυτό, εκκινώντας το 1951 μία προσπάθεια καταγραφής και συλλογής υλικού για την εποχή εκείνη, με σκοπό τη συγγραφή μίας επίσημης ιστορίας. Η απόφαση δεν ήταν διόλου τυχαία.

Θεωρητικώς ο μεταπολεμικός διχασμός της Ευρώπης φαινόταν να εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία. Ο αντικομμουνισμός θα επαρκούσε ίσως ως ασπίδα, κάτω από την οποία οι Έλληνες θα είχαν την πολυτέλεια να ασχολούνται με τις τοπικές ιστορίες των χωριών της Μακεδονίας και τις βιογραφίες των Μακεδονομάχων. Δεν ήταν όμως ακριβώς έτσι. Η Βουλγαρία ήταν μία ηττημένη χώρα, που ώφειλε να διαφοροποιήσει την αναθεωρητική πολιτική της, ώστε να μην απομονωθεί από τους Σλάβους ετέρους της, το Βελιγράδι και τη Μόσχα, μία τριγωνική σχέση που καθιστούσε δυσκολώτερη η ύπαρξη της ΛΔΜ. Επιπλέον, η δεξιά πτέρυγα της ΕΜΕΟ, υπό την ηγεσία του Ιβάν Μιχαήλωφ, εθεωρείτο καταρχήν επίφοβος παράγων στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας, μολονότι τελικά απεδείχθη το αντίθετο. Οι μακεδονικές οργανώσεις έπρεπε να μεταλλαχθούν, να τοποθετηθούν αντίθετα στον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό και υπέρ της μακεδονικής εθνικής χειραφετήσεως, έστω και με πιέσεις. Έτσι κι έγινε. Στη θέση του περιοδικού Μακεντόνσκι Πρέγκλεντ κυκλοφόρησε το νέο περιοδικό Μακεντόνσκα Μίσιλ, προσαρμοσμένο στις νέες ιδεολογικές απαιτήσεις. Επίσης, η εφημερίδα Μακεντόνσκο Ζνάμε έπαιξε εξίσου σημαντικό ρόλο στην προώθηση της νέας πολιτικής. Τα Σκόπια προβαλλόταν ως το Πεδεμόντιο για την ενοποίηση του «μακεδονικού έθνους» όχι βέβαια χωρίς αντιδράσεις, όσο υπήρχε ακόμη αντιπολίτευση. Όμως αυτά δεν ήταν αρκετά. Οι Μακεδόνες δεν είχαν πλέον καμία θέση στη Βουλγαρία. Το 1947 ανεστάλη η λειτουργία του «Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου». Τα αρχεία του, όπως και το λείψανο του Γκότσε Ντέλτσεφ, μεταφέρθηκαν στα Σκόπια. Επίσης ανεστάλη η κυκλοφορία της εφημερίδος Mακεντόνσκα Μίσιλ και του περιοδικού Maκεντόνσκο Ζνάμε. Το χτύπημα ήταν βαρύ και μολονότι από το 1948, ως γνωστόν, η βουλγαρική πολιτική μετεστράφηκε, ωστόσο η ανάκαμψη στον χώρο της ιστοριογραφίας βράδυνε.

Το πρόβλημα, βέβαια, για τους Έλληνες δεν ήταν πλέον η Βουλγαρία. Στη Γιουγκοσλαβία, κατά την μεταπολεμική περίοδο (1945-60), μολονότι η ιστοριογραφική παραγωγή ήταν υποτονική, ωστόσο η ιδεολογική προεργασία και η βελτίωση των υποδομών ήταν σημαντικότατη και δεν περνούσε απαρατήρητη. Το 1948, πριν από το Πανεπιστήμιο του Κυρίλλου και Μεθοδίου, ιδρύθηκε το «Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας» των Σκοπίων, με σκοπό τη συλλογή αρχειακού υλικού και απομνημονευμάτων για την καταγραφή της ιστορίας του «μακεδονικού λαού», των μειονοτήτων και των εθνικών ομάδων που ζούσαν στο εσωτερικό της δημοκρατίας. Το 1951 ακολούθησε η «Μάτιτσα να Ισελενίτσιτε οτ Μακεντόνια» [Κέντρο Αποδήμων Μακεδόνων], με χώρο ευθύνης κυρίως την πολιτιστική κληρονομιά. Από το 1950 έως το 1954 κυκλοφόρησε η εφημερίδα Γκλας να Εγκέιτσιτε [Η Φωνή των Αιγαιατών], επίσημο δημοσιογραφικό όργανο των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα, που αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την εκλαΐκευση της σλαβομακεδονικής ιδεολογίας. Στις στήλες της αφθονούσαν τα άρθρα για τα πολεμικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940, οι συσχετισμοί με το Ίλιντεν και οι βιογραφίες σλαβομακεδόνων ηρώων. Με το υλικό αυτό εκδόθηκε, το 1951 κιόλας, από το τυπογραφείο της «Ενώσεως Προσφύγων» το βιβλίο του Χρίστο Αντώνοφσκι Αιγαιακή Μακεδονία, ενώ το 1952 ξεκίνησε (όπως και στην Ελλάδα) εκστρατεία για τη συγκέντρωση υλικού για την «Μακεδονία του Αιγαίου». Την ίδια χρονιά (1952), εκδόθηκε κυβερνητική έκκληση για την παράδοση νέων απομνημονευμάτων παλαιμάχων του Ίλιντεν. Μέχρι τότε είχαν συγκεντρωθεί απομνημονεύματα από 398 άτομα, σίγουρα πολύ περισσότερα από τα αντίστοιχα των Μακεδονομάχων της Ελλάδος. Στο μεταξύ, βγήκε από το Πανεπιστήμιο η πρώτη γενεά των ιστορικών, όπου οι Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες εκπροσωπούνταν επαξίως. Η παραγωγή τους έγινε γνωστή κυρίως από τα άρθρα τους στο περιοδικό Γκλάσνικ. Μέσα από τις σελίδες του ο Λάζαρ Κολισέφσκι, ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ιστορικοί όπως ο Λ. Λιούμπεν, ο Σ. Ντίμεφσκι, ο Β. Μίτροφσκι, ο M. Πάντεφσκι, ο Ντ. Ζογράφσκι, ο Χρίστο Αντόνωφ-Πολιάνσκι, ο Χρ. Αντώνοφσκι, ο Γ. Τοντόροφσκι, o Η. Μπίτοσκι, ο T. Σίμοφσκι και ο Ρ. Κιριάζοφσκι άρχισαν να παρουσιάζουν μία νέα ιστορία της Μακεδονίας, αποκομμένη από τις ελληνικές και βουλγαρικές καταβολές της, με σημείο αναφοράς το «μακεδονικό έθνος» και με μέθοδο την μαρξιστική. Φυσικά, περίοπτη θέση στην ιστορία αυτή είχε το παλαιό βουλγαρικό διακύβευμα της μακεδονικής γεωγραφικής ενότητος, το οποίο επενδύθηκε με ανάλογα ιστορικά επιχειρήματα από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τυποποιήθηκε σε έναν χάρτη, που παρακολουθεί έκτοτε την πορεία της δημοκρατίας αυτής.

Φαινομενικά, ο διεθνής αντίκτυπος των εξελίξεων αυτών δεν ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικός για τους Έλληνες. Εκ πρώτης όψεως, η φιλοσλαβική βιβλιογραφία στο Μακεδονικό περιοριζόταν σε βιβλία Σέρβων και Βουλγάρων της διασποράς και κυρίως στα βιβλία του Αναστασώφ και του Ιβάν Μιχαήλωφ, του μεσοπολεμικού ηγέτου της ΕΜΕΟ. Μελέτες νηφάλιες όπως του Καθηγητού της Γεωγραφίας Η. Wilkinson και της Elisabeth Barker, φιλελληνικές όπως του Christopher Woodhouse που κυκλοφόρησε το Μήλο της Έριδος το 1948 και βέβαια οι ελληνικές στα αγγλικά και τα γαλλικά εξισορροπούσαν απολύτως την κατάσταση. Όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Το Μακεδονικό έμπαινε αυτόνομα πλέον σε κάθε έκδοση του Βελιγραδίου για την γιουγκοσλαβική ιστορία αλλά και σε κάθε έκδοση τρίτων για την Γιουγκοσλαβία ή και τα Βαλκάνια, σε τελικό πολιτικό όφελος των Σκοπίων. Δεν ήταν πλέον μέρος μόνον της ελληνικής, της βουλγαρικής ή της σερβικής ιστορίας. Επιπλέον και η γλώσσα της χώρας αποτέλεσε διακριτό αντικείμενο των σλαβολόγων σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλη αυτή η επιστημονική παραγωγή ταξινομούνταν πλέον ως «μακεδονική».

Νέες αναταράξεις, 1960-1990: Η σλαβομακεδονική ιστοριογραφική επίθεση
Είναι αξιοπαρατήρητο ότι όπως είχε συμβεί στην Ελλάδα και την Βουλγαρία, έτσι και στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία η ιστορία γράφηκε καταρχήν από ανθρώπους που επεδίωκαν την προσωπική τους ιστορική δικαίωση. Πράγματι, μέχρι το 1960 ελάχιστοι από αυτούς που ασχολήθηκαν με την Μακεδονία -όχι μόνον στις βαλκανικές χώρες αλλά και στη Δυτική Ευρώπη- ήταν ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και ακόμη λιγότεροι ήταν επαγγελματίες ιστορικοί. Δεν πρόκειται για δυσερμήνευτο φαινόμενο, αφού η ιστοριογραφική παραγωγή ακολουθούσε κατά βήμα την διπλωματία, τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Δεν υπήρχαν ακόμη ιστορικές πηγές, απλώς ανάγκη για ιστορικά επιχειρήματα που θα πλαισίωναν τις πολιτικές αποφάσεις. Οι ίδιες αναγκαιότητες βάρυναν τώρα και τα Σκόπια, μόνο που την φορά αυτή η κλίμακα ήταν διαφορετική. Επρόκειτο για την ίδια την ύπαρξη της Σοσιαλιστικής (από το 1963) Δημοκρατίας (ΣΔΜ), μέσα στο σύστημα των ομόσπονδων γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών αλλά και στο ευρύτερο πλέγμα των σχέσεων των σοσιαλιστικών δημοκρατιών με τη Μόσχα αφενός και με τις δυτικές δημοκρατίες αφετέρου.
Η αντιμετώπιση των ιστορικών εκκρεμοτήτων της νεαρής δημοκρατίας ήταν υποδειγματική. Την βοηθούσε εξάλλου η κρατούσα κοινωνική ιδεολογία, που υπαγόρευε την ιστορική μέθοδο και εξασφάλιζε την πλήρη επαγγελματική αφοσίωση στους προκαθορισμένους στόχους, η πρόοδος της ιστορικής επιστήμης και η διαθεσιμότητα των πηγών. Το Πανεπιστήμιο καταρχήν και η Ακαδημία Επιστημών μετά το 1967, σε συνεργασία με κρατικούς και ημικρατικούς εκδοτικούς οίκους, επιδόθηκαν σε μία απίστευτη σε όγκο παραγωγή ιστορίας, που φυσικά δεν μπορεί να παρουσιασθεί εδώ· ούτε μπορούν να παρουσιασθούν οι μεταπτώσεις της σε σχέση με την πορεία του Σοσιαλισμού ή τις σχέσεις των Σκοπίων με το Βελιγράδι, την Αθήνα, τη Σόφια και τη Μόσχα. Το βέβαιο είναι ότι, όσον αφορά την θεματική και τον όγκο των μελετών, σε 30 χρόνια υπερκαλύφθηκε η διαφορά με την ελληνική, τη σερβική και την βουλγαρική βιβλιογραφία, ίσως με εξαίρεση την μελέτη της αρχαίας Μακεδονίας. Στην παραγωγή αυτή και γενικά στη νέα αυτή ιστορία της ΣΔΜ η «αιγαιακή Μακεδονία» κατέλαβε περίοπτη θέση, για την οποία φρόντισε ιδιαίτερα η γενεά των νεαρών πολιτικών προσφύγων που μορφώθηκε στα Σκόπια και επάνδρωσε το «Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας». Είναι επίσης βέβαιο ότι η εκστρατεία αυτή «έπιασε τόπο» παγκοσμίως και οι λόγοι δεν ήταν μόνον πολιτικοί, η επιθυμία δηλαδή της Δύσεως να στηρίξει την πλέον ευάλωτη γωνία της Γιουγκοσλαβίας. Όπως είχε συμβεί παλαιότερα με την περίπτωση των θεωριών του Τσβίιτς, οι απόψεις των Σλαβομακεδόνων έμοιαζαν να αποτελούν έναν συμβιβασμό ή μία λύση στη διηνεκή αντιπαράθεση των υπολοίπων κρατικών ιστοριογραφιών. Άλλωστε, αποτελούσαν την εξέλιξη μίας υπαρκτής ιστοριογραφικής τάσεως που, ασχέτως εάν εξυπηρετούσε αλλοτρίους σκοπούς, είχε την δική της πορεία, όπως φάνηκε στην εργασία αυτή, από τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος. Επιπλέον, η έμφαση σε κοινωνικά και οικονομικά θέματα καθιστούσε την βιβλιογραφία αυτή συμβατότερη με νεώτερες τάσεις της διεθνούς ιστοριογραφίας και τις δημοσιευμένες πηγές της απαραίτητες στους δυτικούς μελετητές. Άλλωστε, σημαντικό μέρος των εκδοτικών προσπαθειών, ήδη από την δεκαετία του 1950, αφιερώθηκε στην έκδοση αρχειακών πηγών. Για την εύκολη γνωριμία των δυτικών επιστημόνων με την ιστοριογραφική παραγωγή ξεκίνησε, από την δεκαετία του 1960, η μετάφραση βασικών εργασιών στα αγγλικά. Από το 1971 το έργο αυτό ανέλαβε κυρίως το περιοδικό Macedonian Review, στο οποίο αναδημοσιεύονταν περιλήψεις όλων των ιστορικών μελετών που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Επιπλέον, τυπώθηκαν στα αγγλικά τρεις συνοπτικές ιστορίες: του Ντράγκαν Τάσκοφσκι, The Macedonian Nation, Σκόπια 1976 από τον εκδοτικό οίκο Νάσα Κνίγκα· το έργο ομάδος επιστημόνων με επικεφαλής τον Ακαδημαϊκό Καθηγητή Μιχαήλο Αποστόλσκι, στρατηγό του αντιστασιακού στρατού με τίτλο AHistoryoftheMacedonianNation, Σκόπια 1979 από το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας· και το γνωστότερο διεθνώς, του Στόγιαν Πριμπίσεβιτς, συνεργάτου του περιοδικού Fortune και ανταποκριτή του Time στο αρχηγείο του Τίτο, με τίτλο Macedonia its People and History, Πενσυλβάνια 1982 που βασίζεται σε μεγάλη έκταση σε επίσημες εκδόσεις της ΣΔΜ, των οποίων υιοθετεί πλήρως και τις ιστορικές ερμηνείες αλλά και την αλυτρωτική γραμμή.

Στην Ελλάδα και την Βουλγαρία, μετά το 1960 η τάση ήταν αντίθετη. Το Μακεδονικό Ζήτημα περνούσε όλο και περισσότερο στα χέρια των επαγγελματιών ιστορικών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως οι εκλαϊκευτικές εργασίες υποχώρησαν. Στη Σόφια, παρά τις συνεχείς μεταπτώσεις στις σχέσεις με το Βελιγράδι και την πλήρη χειραγώγηση των μακεδονικών προσφυγικών ενώσεων, η παραγωγή δεν έπαυσε, κυρίως στα βουλγαρικά, στο περιοδικό Ιστορίτσεσκι Πρέγκλεντ και λιγότερο στα γαλλικά και τα αγγλικά, μέσα από τα νεώτερα περιοδικά EtudesHistoriques και BulgarianHistoricalReview. Γνώρισε όμως ανάπτυξη μετά το 1978, όταν οι δυο κυβερνήσεις απέτυχαν να έρθουν σε έναν ιστοριογραφικό συμβιβασμό. Η πιο σημαντική από τις εκδόσεις που ακολούθησαν, ήταν ο τόμος Macedonia. Documents and Materials on the History of the Bulgarian People, που εξέδωσε την ίδια χρονιά η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, με σκοπό να διατρανώσει τον βουλγαρικό χαρακτήρα των Σλάβων της Μακεδονίας από τον Μεσαίωνα και εξής. Μέγα μέρος των εγγράφων του τόμου, όπως συνέβη και με την αντίστοιχη σλαβομακεδονική δίτομη έκδοση του 1985, προερχόταν από βιβλία του ΙΘ΄ αιώνος αλλά και του Μεσοπολέμου, τα οποία θεωρούνταν πλέον ως ιστορικά ντοκουμέντα. Λίγο αργότερα, στην 80ή επέτειο του Ίλιντεν, οι Παναγιοτώφ και Σόπωφ παρουσίασαν φωτοτυπική ανατύπωση μιας επιλογής μεσοπολεμικών αναμνήσεων ηγητόρων της ΕΜΕΟ που αρχικά είχε εκδώσει ο Mίλετιτς, ως διευθυντής του «Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου». Οι κομιτατζήδες επέστρεφαν στην ενεργό δράση.

Επέστρεψαν όμως και οι Μακεδονομάχοι. Το «Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου» (ΙΜΧΑ), αρχικά παράρτημα της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών», είχε αναλάβει την ελληνική μεταπολεμική ιστοριογραφία για το Μακεδονικό. Η μελέτη του Ζωτιάδη TheMacedonianControversy επανεκδόθηκε το 1961 από το Ίδρυμα, με αφορμή, προφανώς, τη νέα κρίση στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, με την προσθήκη κεφαλαίων και νέων στοιχείων για τη μεταπολεμική περίοδο. Την γραμμή της εισαγωγής νέων πηγών ακολούθησε και ο Ευάγγελος Κωφός, ένας από τους λίγους επιστήμονες που έγραψαν για την Μακεδονία συστηματικά στα αγγλικά, τις περισσότερες φορές στο νέο περιοδικό του ΙΜΧΑ BalkanStudies, που φιλοξένησε επίσης αρκετά άρθρα, κυρίως επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, για την διπλωματική ιστορία της Μακεδονίας. Η αναζήτηση αρχειακού υλικού και η πρόκληση της ΣΔΜ ευνόησε τελικά την επέκταση του ερευνητικού ενδιαφέροντος σε νέες -σχεδόν άγνωστες για τους Έλληνες- πτυχές της μακεδονικής ιστορίας, με βασικότερη συμβολή την επίτομη ιστορία της Μακεδονίας του Απόστολου Βακαλόπουλου. Αλλά ο Μακεδονικός Αγώνας παρέμεινε και πάλι το πλέον δημοφιλές ιστορικό κεφάλαιο, στο οποίο αφιερώθηκε πολύ περισσότερη έρευνα μέχρι το 1990. Τα απομνημονεύματα του Γύπαρη, του Δεμέστιχα, του Κώη, του Φλωριά, του Σταυρόπουλου, του Δαγκλή και άλλων σημαντικών παραγόντων του Αγώνος ήλθαν στο φως της δημοσιότητος, ενώ νέα περιοδικά, όπως η Μακεδονική Ζωή, τα Χρονικά της Χαλκιδικής και άλλα επαρχιακά, πολλαπλασίασαν τους τίτλους για την μικροϊστορία, τα πρόσωπα, τα χωριά και τα περιστατικά. Αποκορύφωμα της τάσεως αυτής μπορούν να θεωρηθούν δύο μελέτες: ο Μακεδονικός Αγών 1903-1908 του Άγγελου Ανεστόπουλου, υπαξιωματικού της Χωροφυλακής, που εξέδωσε σε δύο τόμους (Θεσσαλονίκη 1965-1969) την δράση εκατοντάδων Μακεδονομάχων σε πόλεις και κωμοπόλεις της Μακεδονίας και Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία του Γεωργίου Μόδη, Θεσσαλονίκη 1967, όπου συμπυκνώθηκαν όλες οι προσωπικές εμπειρίες και οι λεπτομερείς γνώσεις του από τον Αγώνα. Το 1979, μετά από 25 χρόνια προσπαθειών, η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού εξέδωσε την μελέτη της με τίτλο Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, όπως είχε αποφασισθεί το 1964. Στο μεταξύ, είχε ήδη κυκλοφορήσει το βιβλίο του Douglas Dakin από το ΙΜΧΑ στα αγγλικά αλλά και αυτό του Παύλου Τσάμη, από την ΕΜΣ. Τέλος, το 1984 το ΙΜΧΑ, με την ευκαιρία του εορτασμού των ογδόντα χρόνων από την έναρξη του αγώνος για την Μακεδονία, εξέδωσε εκ νέου, έναν χρόνο μετά τη Σόφια, απομνημονεύματα κορυφαίων αγωνιστών σε δύο τόμους.

Προκαλεί πάντως έκπληξη το γεγονός ότι ελάχιστες και αόριστες είναι οι αναφορές στα βιβλία αυτά του Μακεδονικού Αγώνος για τις κατοχικές εξελίξεις του Μακεδονικού· απουσιάζουν δε παντελώς οιεσδήποτε νύξεις για τα μεταπολεμικά γεγονότα. Το ίδιο χαρακτηρίζει και τις σημαντικότερες μακεδονικές μελέτες του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου της δεκαετίας του 1980 αλλά και αυτή την μεγαλειώδη έκδοση Μακεδονία 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (Αθήνα 1982), όπου μόνον δύο σελίδες περιγράφουν τις εξελίξεις από το 1940 και εξής. Η απουσία αυτής της συνδέσεως του Μακεδονικού Αγώνος και της μακεδονικής ιστορίας γενικότερα με τις σύγχρονες εξελίξεις του Μακεδονικού Ζητήματος, μιας συνδέσεως που ουσιαστικά είχε πυροδοτήσει την μεταπολεμική μακεδονολογία στην Ελλάδα, ερμηνεύεται, νομίζω, πλήρως. Πρέπει καταρχήν να ληφθεί υπόψη ότι η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα εμπόδιζε την επιστημονική ενασχόληση με ένα θέμα που συνδεόταν στενά με δυσάρεστες όψεις της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Ήταν ένα ευαίσθητο θέμα για μεγάλη μερίδα πολιτών. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η δυσχερής διπλωματική θέση της Ελλάδος στα Βαλκάνια, αμέσως μετά την μεταπολίτευση και την τραγική εξέλιξη του Κυπριακού. Το Μακεδονικό, όσον αφορούσε την Αθήνα, ήταν «στο συρτάρι» και θα αγωνιζόταν σθεναρά να το κρατήσει σφαλισμένο εκεί. Τελικά, πάνω από 30 χρόνια μελετών και δημοσιεύσεων χαρακτηρίζονταν από την εξής αντίφαση: ενώ γράφηκαν στον απόηχο των γεγονότων της δεκαετίας του 1940 και στο πλαίσιο των νέων διπλωματικών και επιστημονικών διαφορών της Ελλάδος και των βορείων γειτόνων της, ωστόσο εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο τις εντόπιες συναισθηματικές ανάγκες: την ενσωμάτωση του Μακεδονικού Αγώνος στην εθνική ιστορία, με τελικό σκοπό την ανύψωση του ηθικού και την τόνωση του εθνικού φρονήματος των Μακεδόνων, σαν να υπήρχε διαπιστωμένη υστέρηση. Ελάχιστες ήταν οι μελέτες στην ελληνική γλώσσα, που αναφέρονταν ρητά στη ΣΔΜ ως πολιτιστική, διπλωματική ή ιδεολογική απειλή. Για πολλά χρόνια, για το ευρύτερο ελληνικό κοινό η απειλή στο Μακεδονικό ήταν η Σόφια και όχι τα Σκόπια.

Το αντίθετο φαινόμενο παρουσιάσθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Όπως πριν, έτσι και μετά το 1960 το Μακεδονικό αντιμετωπίσθηκε κυρίως ως ένα πρόβλημα ασφαλείας Ανατολής και Δύσεως. Ήταν απαραίτητο κεφάλαιο όσων βιβλίων μελετούσαν την μεταπολεμική βαλκανική σκηνή, είτε ως μέρους του κομμουνιστικού κόσμου είτε ως μέρους της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Βασικά ήταν ένα ενδοσλαβικό πρόβλημα, μία άποψη που τελικά επεκτάθηκε και στην ιστορία, αφού οι περισσότεροι βαλκανιολόγοι δεν είχαν κάποιο λόγο να γνωρίζουν ελληνικά ή να προστρέχουν στις ελληνικές πηγές. Μέσα στη δεκαετία του 1970, εκδηλώθηκε επιστημονικό ενδιαφέρον και για την διαμόρφωση του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, τόσο από ιστορικής όσο και από γλωσσολογικής απόψεως. Έκαναν επίσης την εμφάνισή τους οι πρώτες μελέτες δυτικών κοινωνικών ανθρωπολόγων στον χώρο της ελληνικής Μακεδονίας, που ήταν ακόμη η μοναδική προσπελάσιμη γι' αυτούς. Σε γενικές πάντως γραμμές, μολονότι στη δυτική ιστοριογραφία οι παραπομπές σε ελληνικές μελέτες ήταν σπάνιες, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί, από την άλλη, ότι η διεθνής αυτή παραγωγή μέχρι το 1990 είχε αφομοιώσει την τεράστια σλαβομακεδονική ιστοριογραφία. Η ΣΔΜ, ως χώρα και ως σλαβικός λαός, είχε ενσωματωθεί πλήρως μέσω της γιουγκοσλαβικής κυρίως οδού, αλλά ήταν εμφανές ότι από απόψεως ιστορικού προβληματισμού ο βουλγαρικός μεσοπόλεμος και η κομμουνιστική παράμετρος ήταν ίσως πιο δημοφιλή θέματα. Σε κάθε περίπτωση, ασχέτως των διλημμάτων που έθετε η βιβλιογραφία και οι πηγές για την προέλευση των συγχρόνων «Μακεδόνων», οι επιστήμονες ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις διεθνείς σχέσεις και τις επιπλοκές του ζητήματος παρά για τις ταυτότητες και την διαμόρφωσή τους.

Επιλογικά
Η ίδρυση ανεξαρτήτου μακεδονικού κράτους, της ΠΓΔΜ, και η ταυτόχρονη μεταπολίτευση στην Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, προκάλεσε την αναζωπύρωση της μακεδονικής βιβλιογραφίας, αλλά οι ρόλοι τώρα ήταν αντεστραμμένοι. Η Βουλγαρία, όπου το 1991 επαναλειτούργησε το «Μακεδονικό Επιστημονικό Ινστιτούτο» και κυκλοφόρησε εκ νέου το Maκεντόνσκι Πρέγκλεντ, επανέλαβε την μακεδονική της παραγωγή, την φορά όμως αυτή με ελλιπέστατη πρόσβαση στη δυτική επιστημοσύνη. Αποκομμένη για χρόνια από την κυρίαρχη αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία και χωρίς την οικονομική άνεση των μεταφράσεων, παρέμεινε για τουλάχιστον μία δεκαετία αδύναμη να επηρεάσει την διεθνή ιστοριογραφία· αλλά τελικά φαίνεται να επανέρχεται με μία νέα γενεά ιστορικών, που αντιμετωπίζουν κριτικά την εθνική ιστοριογραφία τους. Στην ΠΓΔΜ, δε χρειαζόταν τίποτε παραπάνω από όσα είχαν ήδη γίνει. Το έργο είχε ολοκληρωθεί πολύ πριν κι όσα νέα κεφάλαια προστέθηκαν μετά το 1991, ήταν επαναλήψεις. Είναι πολύ νωρίς ακόμη και σήμερα (2005) να περιμένει κανείς σημαντικές ρήξεις στην ιστοριογραφία της, με δεδομένη την πολιτική και διπλωματική θέση της χώρας. Στην Ελλάδα, οι τάσεις ήταν και είναι ακόμη διχασμένες. Μία πλευρά φαίνεται ότι αποδέχεται πλέον την σλαβική βιβλιογραφική γραμμή -την σλαβομακεδονική κι όχι τη βουλγαρική- ενώ μία άλλη συνεχίζει την παράδοση του ανένδοτου αγώνος των ιστορικών δικαίων. Μία τρίτη αναγνωρίζει τη συνθετότητα ενός ζητήματος που έχει αναμιχθεί αξεδιάλυτα με την βιβλιογραφία του και έχει πολιτικοποιηθεί εν τη γενέσει του αλλά βάλλεται αμφοτέροθεν, γιατί δεν μπορεί να συμφωνήσει μεθοδολογικά με τις άλλες δύο. Θα έλεγε κανείς πως η σκηνή θυμίζει Μεσοπόλεμο. Η διάσπαση οφείλεται εν πολλοίς στην ασυμφωνία για τη χρήση νέων μεθοδολογικών εργαλείων που έχουν εισαχθεί από νέους επιστημονικούς χώρους αλλά και στην επιλογή οπτικής γωνίας. Πράγματι, όπως και σε άλλες χρονολογικές περιόδους, η δυτική οπτική υπαγόρευσε την χαρτογράφηση και την περιχαράκωση των εθνοτήτων ή την προστασία των εθνικών μειονοτήτων. έτσι, μετά το 1990, ενεθάρρυνε την μελέτη και την προστασία των εθνοτικών ομάδων και των πολιτισμικών ταυτοτήτων τους. Ίσως η μόνη διαφορά είναι ότι αυτήν τη φορά η δυτική επιστημονική παραγωγή γύρω από το Μακεδονικό, στην οποία, λόγω της γιουγκοσλαβικής κρίσεως, επενδύθηκε εκτενής ακαδημαϊκή έρευνα, προσέλαβε σχεδόν ρυθμιστικές διαστάσεις, που όμως επηρέασαν περισσότερο την Ελλάδα, λιγότερο τη Βουλγαρία και ελάχιστα -ακόμη- την ΠΓΔΜ.
Δεν πρόκειται όμως για κάτι αξιοπερίεργο. Ανέκαθεν η αποδοχή της μιας ή της άλλης εκδοχής στο Μακεδονικό ήταν συναρτημένη από την διπλωματική συγκυρία κι όχι από την ποιότητα ή την ποσότητά της. Γι' αυτό οι Βούλγαροι πέτυχαν να κινητοποιήσουν τους φιλελεύθερους Βρετανούς στις αρχές του αιώνος αλλά όχι στη δεκαετία του 1920, αν και τα ανθρωπιστικά τους επιχειρήματα δεν ήταν κατώτερα. Γι' αυτό, στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όλοι παραδέχονταν τον «μακεδονισμό» ως ένα μέσο για την επέκταση του Κομμουνιστού Τίτο αλλά, λίγα χρόνια αργότερα, αποδέχονταν ανενόχλητοι την αυτόνομη εθνολογική ύπαρξη της ΣΔΜ. Για τον ίδιο λόγο, τα πολιτισμικά δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων προκαλούν το ενδιαφέρον και των Ελληνομακεδόνων ή των Βουλγαρομακεδόνων την αδιαφορία. Λόγω αδυναμίας μεθοδολογικής συγκλίσεως μεταξύ των χωρών, των επιστημονικών σχολών αλλά και των αντιφάσεων των ιστορικών περιόδων της βιβλιογραφίας, είμαστε αναγκασμένοι να καταλήξουμε σε μία τέτοια αγνωστικιστική προσέγγιση του Μακεδονικού, που όμως είναι πιο λειτουργική και βολική για όλους.

Για να γίνει αυτό κατανοητό, αξίζει να επισημανθούν μερικοί παράγοντες που ευνοούν αντί της εξελίξεως, την ανακύκλωση της βιβλιογραφίας. Η γλώσσα είναι ο πιο σημαντικός παράγων. Ό,τι έχει γραφεί στα ελληνικά ή στις σλαβικές γλώσσες, πηγές ή βοηθήματα, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στην δυτική επιστημοσύνη ίσως με εξαίρεση τους ελληνιστές, τους Γερμανούς βαλκανιολόγους ή τους σλαβολόγους γενικά. Όμως κι αυτοί εκ των σπουδών τους, της εθνικότητος και των πηγών τους, τελικά δεν μπορούν να διαφύγουν από την ιδεολογική τους αφετηρία. Έτσι, στην Ελλάδα δεν έχει γίνει κατανοητό ακόμη και σήμερα το χρονικό βάθος και η έκταση των προβληματισμών για την αυτονομία της Μακεδονίας. Ακόμη και οι μελέτες στα γαλλικά, που αποτελούν ένα τεράστιο κομμάτι της περί του Μακεδονικού βιβλιογραφίας, παραμένουν ανεκμετάλλευτες στη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία και το ίδιο ισχύει δυστυχώς και για την γερμανική βιβλιογραφία. Αντίθετα, ό,τι γράφηκε ή γράφεται ή μεταφράζεται στα αγγλικά, είναι επένδυση που εξαργυρώνεται απεριόριστες φορές ασχέτως ποιότητος. Η αδυναμία, λοιπόν, συγκρίσεως ευνοεί την άκριτη αποδοχή απόψεων. Ο δεύτερος παράγων είναι ο τεράστιος όγκος της συσσωρευμένης βιβλιογραφίας. Η αδυναμία υπερβάσεώς της ευνοεί την επιλογή εκείνων μόνο των βιβλίων, κειμένων, παραπομπών, στατιστικών και χαρτών, που θα επαληθεύσουν μία υπόθεση εργασίας ή ταιριάζουν με τον ιδεολογικό εξοπλισμό των ερευνητών. Αυτοί, οι ερευνητές, αποτελούν τον τρίτο παράγοντα της ανακυκλώσεως. Μέσα από την παρουσίαση της βιβλιογραφίας που προηγήθηκε, φάνηκε καθαρά ο σημαντικός ρόλος που έπαιξαν οι πολιτικοί και κάθε είδους ακτιβιστές για την διαμόρφωση της ιστοριογραφίας του Μακεδονικού. Ξεχωριστή ήταν η θέση της διασποράς και της προσφυγιάς, είτε επρόκειτο για Βούλγαρους σπουδαστές στην Ελβετία, Μοναστηριώτες στη Θεσσαλονίκη, «Αιγαιάτες» στα Σκόπια ή Καστοριανούς στη Σόφια, στις ΗΠΑ ή στο Περθ. Εναλλακτικά χρησιμοποιήθηκαν επίσης ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, ως άλλοθι όμως αντικειμενικότητος για την επικύρωση στατιστικών και χαρτών παρά ως φορείς βαθυτέρας γνώσεως.

Η πρόοδος της τεχνολογίας και ειδικά η χρήση του διαδικτύου είναι η καλύτερη εγγύηση ότι η βιβλιογραφική ανακύκλωση του Μακεδονικού θα συνεχισθεί για όσον καιρό η ιστορία θα αποτελεί σημαντικό διακύβευμα για την βαλκανική πολιτική και για τον αυτοπροσδιορισμό των λαών της περιοχής. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν θα λείψουν κάθε είδους φορείς και πρόσωπα που θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους προς αυτή την κατεύθυνση. Ανέκαθεν πολιτικοί και καθηγητές διαμόρφωναν θεωρίες, τις οποίες παρέδιδαν στους διδασκάλους, τους κληρικούς και άλλους προθύμους αποστόλους για να τις εμπεδώσουν στους πληθυσμούς της Μακεδονίας ενώ οι διπλωμάτες, με τη σειρά τους, αναμετέδιδαν την απήχηση των θεωριών για να χαρτογραφηθούν τα αποτελέσματα. Οι δυνατότητες να προχωρήσει κανείς πέρα από το πλαίσιο αυτό είναι πράγματι περιορισμένες, γιατί ακόμη και η δημιουργία των ιστορικών πηγών, τουλάχιστον μέσα στον ΙΘ΄ αιώνα, είναι συναρτημένη με τα ζητούμενα της πολιτικής. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να δούμε την Μακεδονία με τα μάτια ενός γεωργού ή ενός κτηνοτρόφου του ΙΗ΄ αιώνος και είναι ελάχιστα κι αυτά που γνωρίζουμε για την ιδιωτική ματιά ακόμη και των μορφωμένων ανθρώπων του ΙΘ΄ ή και του Κ΄ αιώνος. Δεν υπάρχουν κείμενα απαλλαγμένα από πολιτική σκοπιμότητα. Ακόμη και για αυτήν τη διαμόρφωση της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής είναι γνωστό μόνο το ανώτερο επίπεδο, παρά η καθ' εαυτή διαδικασία λήψεως αποφάσεων και οι συζητήσεις που προηγούνταν. Μένουμε έτσι με μία εικόνα, η οποία αναδεικνύει τις αντιπαραθέσεις, τις κρίσεις και τα ακραία φαινόμενα παρά τους τρόπους, με τους οποίους η κοινωνία τα ξεπερνούσε. Αυτό όμως τελικά δεν αποτελεί στρέβλωση αλλά την ουσία του Μακεδονικού Ζητήματος. Πολιτική και ιδεολογία παράγονταν πάντοτε εκτός της περιοχής και κατόπιν εισάγονταν με γοργώτερους ρυθμούς από ότι η κοινωνία μπορούσε να αφομοιώσει, για να διαχυθούν από πάνω προς τα κάτω. Πώς μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε μία ιστορική προοπτική αντεστραμμένη από κάτω προς τα πάνω;

Για τα ζητήματα αυτά βλ. Ιωάννης Κολιόπουλος, Η «πέραν» Ελλάς και οι «άλλοι» Έλληνες: Το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι χριστιανοί, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 60-1 και ολόκληρο το κεφ. Γ΄.
H. R. Wilkinson, Maps and Politics. A Review of the Ethnographic Cartography of Macedonia, Λίβερπουλ 1951, σ. 35.
Την εποχή αυτή δημοσιεύεται σειρά χαρτών που τονίζει την σλαβική κυριαρχία στα Βαλκάνια εν γένει σε βάρος Ελλήνων και Τούρκων αλλά αποφεύγει να αποτυπώσει τις διαφορές τους· βλ. Wilkinson, ό.π., σσ. 53-7.
Voin Bozinov & L. Panayotov (επιμ.), Macedonia. Documents and Material, Σόφια 1978, σ. 130, 137-138· V. Colocotronis, La Macedoine et l' Hellenisme: Etude historique et ethnologique, Παρίσι 1919, σσ. 524-5· Σπυρίδων Σφέτας, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 17-45.
Wilkinson, ό.π., σσ. 42-3.
Through Macedonia to the Albanian Lakes,Λονδίνο 1864.
Reise durch die Gebite des Drin und Wardar, Βιέννη 1867 και του ιδίου Reise von Belgrad nach Salonik, Βιέννη 1868.
Travels in the Slavonic Provinces of Turkey in-Europe; the Turks, the Greeks, and the Slavons, Λονδίνο 1867. Η έκδοση συνοδεύτηκε και από εθνογραφικό χάρτη· βλ. Wilkinson, ό.π., σσ. 51-3.
Δημοσιεύτηκαν ανώνυμα από τον εκδότη S.Lane-Poole με τον τίτλο The People of Turkey by a Consul's Daughter and Wifε, Λονδίνο 1878, τόμ.1-2.
Mission de Macedoine, Παρίσι 1876.
Turkey in Europe, 2η έκδ. , χ.τ. 1877.
Twixt Greek and Turk or Jottings during a Journey through Thessaly, Macedonia and Epirus in the Autumn of 1880, Εδιμβούργο 1881.
La Turquie inconnue: Roumanie, Bulgarie, Macedoine, Albanie, Παρίσι 1886.
Βλ. Mackenzie & Irby, ό.π., σσ. 65-68.

K.Sharova και A.Pantev,"Mackenzie and Irby and the New Trends in English Policy towards the South Slavs", Etudes Historiques, 6 (1973), 117-42.
Βλ. την εισαγωγή της μελέτης του Τα περί της αυτοκεφάλου αρχιεπισκοπής της πρώτης Ιουστινιανής, Αθήνα 1859.
Μαργαρίτης Γ. Δήμιτσας, Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας, Αθήνα 1870· Τοπογραφία της Μακεδονία, Αθήνα 1874· Επίτομος Ιστορία της Μακεδονίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της τουρκοκρατίας. Προς χρήσιν των Ελληνικών σχολείων και παρθεναγωγείων της Μακεδονίας, Αθήνα 1879· Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις, Αθήνα 1896, τόμ. 1-2.
Βλ. Κ. Θ. Δημαράς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Προλεγόμενα, Αθήνα 1970, σ. 20.
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το έργο του Konstantin Jirecek, Geschichte der Bulgaren, Πράγα 1876. Ο Jirecek ήταν εγγονός του Shafarik και αργότερα διετέλεσε υπουργός Παιδείας της Βουλγαρίας. Bl. Colocotronis, ό.π., σσ. 137-8.
Ευάγγελος Κωφός, Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα 1875-188, Αθήνα 2001, σ. 77 και 157. Πρβλ. Wilkinson, ό.π., σ. 63 και σημ. 2.
Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε και στα γαλλικά βλ. Ofeikov, La Macedoine au point de vue ethnographique,historique et philologique, Φιλιπούπολη 1887. Πρβλ. Καλοστύπης, ό.π., σσ. 71-8.
Gortse Petrov, Ματεριάλι πο ιζουτσένιετο να Μακεντόνια [Έγγραφα για την εκπαίδευση στη Μακεδονία], Σόφια 1896.
Ivan Ilchev, Ροντίναταμι, πράβαίλινε[Η πατρίδα μου, έχει δίκαιο ή όχι;] Σόφια 1995, σ. 113.
Βλ. π.χ. τη μελέτη του Βέλγου δημοσιολόγου Emil de Laveleye, The Balkan Peninsula, μετάφραση στην αγγλική από την Mary Thorp, Λονδίνο 1887 αλλά και το δίτομο έργο του περίφημου βαλκανιολόγου Gustaf Weigand, Die Aromunen, Λειψία 1894-5, που συνοδευόταν από εθνογραφικό χάρτη ευνοϊκό προς τη Βουλγαρία. Βλ. επίσης τις μελέτες του πρώτου βουλγαρουνίτη επισκόπου Lazar Mladenoff, Rapport sur la situation religieuse des Bulgares catholiques de la Macedoine, Λυόν 1884 και του Διευθυντή του καθολικού σχολείου Θεσσαλονίκης Ε. Cazot, Regeneration d' un peuple. La Macedoine catholique, Παρίσι 1901. Για μια συνολική παρουσίαση της βουλγαρικής βιβλιογραφίας βλ. N. Mikhov (επιμ.), Bibliographie de la Turquie, de la Bulgarie et de la Macedoine, τόμ. 1-2, Σόφια, 1908-1913.
Spyridon Gopcevic, Makedonien und Alt-Serbien, Βιέννη 1889· βλ. Wilkinson, ό.π., σ. 96-109. Στην επόμενη δεκαετία δημοσίευσε στο Βελιγράδι στα σερβικά άλλες δύο μελέτες Η αλήθεια για τη Μακεδονία (1890) και Οι εθνογραφικές σχέσεις Μακεδονίας και Παλαιάς Σερβίας (1899).
Βλ. την εισαγωγή στο Karl Hron, Das Volkthum der Slaven Makedoniens, Βιέννη 1890.
Wilkinson, ό.π., σσ. 120-5.
Wilkinson, ό.π., σσ. 129-32.
Κρίστε Μισίρκωφ, Μακεδονικές υποθέσεις, μετάφρ. Δημήτρης Καραγιάννης, Αθήνα 2003.
The Balkan Trial, Λονδίνο 1906, σσ. 147 και 155. Ο ίδιος είχε δημοσιεύσει το 1905 το άρθρο "The Macedonian Committees and the Insurrection" στον τόμο The Balkan Question, Luigi Villari (επιμ.), Λονδίνο 1905, σσ. 184-227.
Pictures from the Balkans, Λονδίνο 1906, σ. 5.
Charles Eliot, Turkey in Europe, Λονδίνο 1908, σσ. 322 αλλά και 265 σημ. 1.
The East End of Europe: The Report of an Unofficial Mission to the European Provinces of Turkey on the Eve of the Revolution, Λονδίνο 1908, σ. 210.
L'imbroglio macedonien, Παρίσι 1907.
An Observer in the Near East, Λονδίνο 1907, σ. 296.
Confessions of a Macedonian Bandit, Νέα Υόρκη 1909.
A Captive of the Bulgarian Brigands: Englishman's Terrible Experiences in Macedonia,Λονδίνο, 1906.
G. Abbott, The Tale of a Tour in Macedonia, Λονδίνο 1903.
J. L. C. Booth, Troubles in the Balkans, Λονδίνο 1905. O συγγραφέας ήταν ειδικός ανταποκριτής του Τhe Graphic το 1904.
E. F. Knight, The Awakening of Turkey: A History of the Turkish Revolution, Λονδίνο 1908.
Reginald Wyon, The Balkans from Within, Λονδίνο 1904.
H. F. B. Lynch, Europe in Macedonia, being five articles reprinted from the "Morning Post", Λονδίνο 1908.
Edith Durham, The Burden of the Balkans, Λονδίνο 1905.
M. Kanh, Courriers de Macedoine, Παρίσι 1903.
Victor Berard, "A Travers la Macedoine Slave", Revue des deux Mondes, 114 (1892), 551-578· Pro Macedonia, Παρίσι, 1904.
Aleksandr Valentinovic Amfiteatrov, Strana razbora (1903).
Βλ. Hristo Andonov-Poljanski κ.ά. (επιμ.), Documents on the Struggle of the Macedonian People forn Independence and a Nation-State, Σκόπια 1985, τόμ. 1, ασ. 412-5 αλλά και το άρθρο «Οι νέοι Σλαύοι της Μακεδονίας», Σφαίρα, 10 Φεβρ. 1901.
Για παράδειγμα βλ. J. Gambier, "Macedonian Intrigues and their Fruits", Fortnightly Review, 78 (1902), 747-758·H.Vivian, "The Macedonian Conspiracy", Fortnightly Review, 79 (1903), 827-837· K. Blind, "Macedonia and England's Policy", Nineteenth Century, 54 (1903), 741-755· E. J. Dillon, "Macedonia and the Powers", Contemporary Review, 79 (1903), 728-750. W. Miller, "The Macedonian Claimants", Contemporary Review, 83 (1903), 468-484· G. Azambuta, "Le Conflit des Races en Macedoine d' apres une Observation Monographique", Le Science Sociale, 2me periode,19/2 (1904). [Ανώνυμος], "Macedonia and the Powers", Quarterly Review, 198 (1903), 485-514.
F. Stevenson, The Macedonian Question, Λονδίνο 1902.· M. Leroy, La Question Macedonienne. Etude d' histoire diplomatique et de droit international (Παρίσι, 1905)· G. Verdene, La verite sur la Question Macedonienne, Παρίσι 1905· E. Engelhardt, La Question Macedonienne, etat actuel, solution, Παρίσι 1906· G. Amadori-Virgilj, La Questione Rumeliota e la Politica Italiana Macedonia, Vecchia, Serbia, Albania, Epiro, Μπιτόντο 1908, τόμ. 1-3· R. Pinon, L' Europe et l' empire ottoman, Παρίσι 1909· P. Rolley και M. de Visme, La Macedoine et l' Epire, Παρίσι 1912.
Βλ. Le Queux, ό.π., σ. 287-8 ή Upward, ό.π., σσ. 135-6.
Ilchev, ό.π.. σσ. 132 και 215.
Ilchev, ό.π., σσ. 133 και 215.
Upward, ό.π., σ. 135.
Βλ. π.χ. τις εργασίες του Noel Buxton, Europe and the Turks, Λονδίνο 1907· "Freedom and Servitude in the Balkans", The Westminster Review, 159 (1903), 481-490· "Diplomatic Dreams and the Future of Macedonia", The Nineteenth Century and After, 63 (1908), 722-733 και του Charles Buxton, Turkey in Revolution, Λονδίνο 1909.
Βλ. για παράδειγμα τη μελέτη του "The Bulgarians of Macedonia. A Psychological Study", The Fortnightly Review, 75 (104), 1049-1059 αλλά κυρίως το βιβλίο του Macedonia, its Races and their Future, Λονδίνο 1906.
D. M. Mason, Macedonia and Great Britain's Responsibility, Λονδίνο 1903. Τα έσοδα από τις πωλήσεις κατέληξαν στο Balkan Committee Relief Fund.
See for example Macedonian Massacres: Photos from Macedonia· έκδοση του Βαλκανικού Κομιτάτου με κείμενα της Victoria de Bunsen.

B. Sarafoff, The Desperate Outlook in Macedonia, Λονδίνο 1904.
A. Schopoff, Les reformes et la protection des chretiens en Turquie 1673-1904, Παρίσι 1904. Πρβλ. Ilchev, ό.π., σ. 220.
La Macedoine et sa population chretienne, Παρίσι 1905.
Macedoniaand the Reforms, Λονδίνο 1908.
La question Macedonienneet les reformes en Turkie, Παρίσι 1905.
Πρβλ. Ivo Banac, The National Question in Yugoslavia. Origins, History, Politics, Λονδίνο 1988, σσ. 311-3.
Περικλής Αργυρόπουλος, «Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα», Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 6.
Θάνος Αναγνωστόπουλος-Παλαιολόγος, «Ο Νεοκλής Καζάζης και οι Γάλλοι φιλέλληνες στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα», Ο Μακεδονικός Αγώνας. Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 259-271.

A. Andreadis, "Greece and Macedonia", Contemporary Review, 88 (1905), 376-388.
Βλ. Πέτρος Παπαπολυβίου, «Η Κύπρος και ο Μακεδονικός Αγώνας», Ο Μακεδονικός Αγώνας. Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 459-473.
Βλ. π.χ. «Ο αγών μας εν Μακεδονία. Σελίδες από το ημερολόγιον ενός συντρόφου του καπετάν Βέργα. Ο βίος των βουνών και της πυρίτιδος», εφ. Εμπρός, Σεπτέμβριος 1905 passim.
Προήλθε από την ένωση όλων των μακεδονικών συλλόγων των Αθηνών.
Βλ. Δέσποινα Γιαραλή και Μαίρη Ζαγκλή, Το περιοδικό Ελληνισμός (1898-1915, 1928-1932): Παρουσίαση- Βιβλιογραφική καταγραφή, Ιωάννινα 1993.
Γιαραλή-Ζαγκλή, ό.π., σ. 32.
Βλ. π.χ. τη βασική μελέτη του Νεοκλή Καζάζη, Το Μακεδονικόν πρόβλημα, Αθήνα 1907 και την επανέκδοση της μελέτης του Καλοστύπη το 1900.
Γνάσιος Μακεδνός [Στέφανος Δραγούμης], Μακεδονική Κρίσις: Τα Κομιτάτα και οι δυνάμεις 1901-1903, Αθήνα 1903· Μακεδονική κρίσις Β: Μεταρρυθμίσεις, Μακεδονία και Ελλάς, Αθήνα 1903· Μακεδονική Κρίσις Γ,Δ,Ε 1903-1904, Αθήνα 1906· Μακεδονική κρίσις Στ: Η τουρκική διακοίνωσις και η διακοίνωσις των δύο (1904-1907), Αθήνα 1907.
Αλ. Μαζ. [Αλέξανδρος Μαζαράκης], Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, Αθήνα 1912.
Τίτος Μακεδνός, Καπετάν Νάκης Λίτσας, Αθήνα 1906.
Π.χ. βλ. Α. Θωμαΐδης, Ιστορία Παύλου Μελά, Αθήνα 1909.
Βλ. Γ. Κώνστας [πιθανότατα ο Γερμανός Καραβαγγέλης] Ενέργειαι και δολοφονικά όργια του βουλγαρικού κομιτάτου εν Μακεδονία και ιδία εν τη επαρχία Καστοριάς, Αθήνα 1902· Γ. Δήτσιας, Η καταστροφή του Κρουσόβου: Θηριωδεία Βουλγάρων και Οθωμανών εναντίον Ελλήνων, Αθήνα 1905 όπως και την έκδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, Κωνσταντινούπολη 1906.
Βλ. π.χ. Ι. Βλάσσης, Περί των Μακεδονικών λόγος, Αθήνα 1904· Θ. Γερογιάννης, Η Μακεδονία προδιδομένη, Αθήνα 1904· Α. Αργυρός, Η μακεδονική μας πολιτική, Αθήνα 1906· Ι. Χοϊδάς, Ιστορία της μακεδονικής υποθέσεως, Αθήνα 1908.
Γ. Μπουκουβάλας, H γλώσσα των εν Μακεδονία Βουλγαροφώνων, Κάιρο 1905· Κ. Τσιούλκας, Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαβοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την Ελληνικήν, Αθήνα 1907.
O Μιλιούκωφ είχε διατελέσει επισκέπτης καθηγητής στη Σόφια και ήταν συγγραφέας ρωσικού βιβλίου για την ευρωπαϊκή διπλωματία και το Μακεδονικό Ζήτημα (1899).
Les cruautes bulgares en Macedoine Orientale et en Thrace, 1912-1913, Αθήνα 1914.
Η ίδια αναφορά ανατυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1995 από το ίδρυμα "Free and Democratic Bulgaria".
Rapport sur la situation des Boulgarophones et des Musulmans dans les nouvelles provinces Grecques, Λωζάννη 1915.
Οι αναφορές εκδόθηκαν από τον Πέταρ Πετρώφ στον τόμο ΝαούτσναεκσπεντίτσιαβΜακεντόνια ι πομοράβιετο [Επιστημονική αποστολή στη Μακεδονία] 1916, Σόφια 1993.
Ilchev, ό.π., p.217. Βλ. επίσης Η. Andonovski, "Movement in Switzerland for a Macedonian State", Macedonian Review, 4 (1974), 254-5.
J. Ivanoff, La Region de Cavalla, Βέρνη 1918· G.Strezoff, Les luttes politiques des Bulgares Macedoniens, Γενεύη 1918· D. Micheff, La verite sur la Macedoine, Βέρνη 1918· A. Ishirkov, La Macedoine et la constitution de l'Exarchat Bulgare, 1830-1897, Λωζάννη 1918.
La Macedoine et la Renaissance Bulgare au xixe s., Σόφια 1918.
Quelques mots de reponse aux calomniateurs des Macedoniens, Λωζάννη 1919.
La Bulgarie et la Question Macedonienne. Les causes des guerres balkaniques, Σόφια 1919.
Reports and Letters from American Missionaries Referring to the Distribution of Nationalities in the Former Provinces of European Turkey 1858-1918, Σόφια 1919.
We the Macedonians, Βέρνη 1919.
Wilkinson, ό.π., σσ. 229-35.
V. Djeric, Ethnographie des Slaves de Macedoine, Παρίσι 1918· Τ. Djordjevic, Macedonia, Λονδίνο 1918· V. Marcovic, La Macedoine a-t-elle ete consideree comme pays bulgare par les Serbes du Moyen Age, Παρίσι 1919.
La peninsule balkanique; Geographie humaine, Παρίσι 1918.
Wilkinson, ό.π., σσ. 191-5.
Stephanos Phokas-Kosmetatos, La Macedoine. Son passe et son present. Etude historique ethnographique et politique de la Macedoine avec considerations sur les pays limitrophes et l' Helenism, Λωζάννη 1919· Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν, Ηλύσιςτουβαλκανικούζητήματος, Aθήνα 1919.
Βλ. ειδικά τις σσ. 515-7.
E.Kupfer, La Macedoine et les Bulgares, Veve 1917· J. Melchy, Le Martyre d'un petit peuple, Γενεύη 1917· G. Lepide, La Macedoine indivisible devant le future Congress de la Paix, Λωζάννη 1918· V. Sis, Mazedonien, Ζυρίχη 1918 που πρωτοεκδόθηκε στα τσέχικα το 1914· A. Delvigne, Le Probleme Macedonien, Βέρνη 1919· N.Derjavine (ή Derschawin), Les rapports bulgaro-serbes et la Question Macedonienne, Λωζάννη 1918, που προφανώς είναι η μετάφραση της εργασίας του που δημοσιεύτηκε στη Σόφια το 1915. Βλ. επίσης του ιδίου Uber Macedonien, Wissenschaftliche und Kritische Untersuchung, Λειψία 1918. Είναι γνωστό ότι οι σπουδές αυτού του ρώσου ιστορικού χρηματοδοτήθηκαν απευθείας από την Βουλγαρική Κυβέρνηση βλ. Ilchev, ό.π., σσ. 227-8.
La Macedoine, et son evolution contemporaine, Παρίσι 1930· La Macedoine, etude de colonisation contemporaine, Παρίσι 1936. Ο Ancel είχε έρθει στη Μακεδονία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έγραψε μάλιστα τη μελέτη Les travaux et les jours de l' Armee d' Orient 1915-1918, Παρίσι 1921.
L' echange greco-bulgare des minorites ethniques, Παρίσι 1930.
Ethnographie von Mazedonien, Λειψία 1924.
R. A. Reiss, La question des Comitadjis en Serbie du Sud, Βελιγράδι 1924· J. Schultze, Makedonien Landschafts- und Kulturbilder, Ιένα 1927· H. Schacht, Die Entwicklung der Mazedonischen Frage um die Jahrhundertwende zum Murzsteger Program, Halle 1929· W. Jacob, Die Mazedonische Frage, Βερολίνο, 1931· K. Kratchounov, La politique exterieure de la Bulgarie 1880-1920, Σόφια 1932.
Storm Centres of the Near East. Personal Memories 1879-1929, Λονδίνο 1933.
Quinze ans d' histoire balkanique 1904-1919, Παρίσι 1928· πρβλ. Ilchev, ό.π., σσ. 227-8.
La Macedoine et les Macedoniens, Παρίσι 1922.
Yugoslavian Macedonia, Λονδίνο 1930.
A. Goff, A. και H. Fawcett, Macedonia: A Plea for the Primitive, Λονδίνο 1921· D. Footman, Balkan Holiday, Λονδίνο 1935.
The Tragic Peninsula: A History of the Macedonian Movement for Independence since 1878, Σεν Λιούις 1938.
Βαστάνιτσκι ντείστβια, Σόφια 1925 και Όσνοβι να Βατρέσνατα Ρεβολουτσιόνα Οργανιζάτσια [Η ίδρυση της Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης], Σόφια 1925.
Οσβομποντίτελνιτε μπορμπί να Μακεντόνια [Απελευθερωτικοί αγώνες στη Μακεδονία], Σόφια 1933. Για την παραγωγή και γενικότερα για την μακεδονική διανόηση στη βουλγαρική λογοτεχνία βλ. Sania Velkova, «Πρόσφυγες και προσφυγικές μνήμες στη βουλγαρική εθνική ιδεολογία και λογοτεχνία (1878-1944), Β. Γούναρης και Ι. Μιχαηλίδης, Πρόσφυγες στα Βαλκάνια. Μνήμηκαιενσωμάτωση, Αθήνα 2004, σ. 329-81.
The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, Νέα Υόρκη 1932.
Les etats balkaniques, Παρίσι 1930.
Περί ανταλλαγής πληθυσμών και εποικισμού εν τη βαλκανική κατά τα έτη 1912-1920, Κωνσταντινούπολη 1920· Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων *Μακεδονίας Θράκης κατά την περίοδον 1912-1924, Αθήνα, 1925· Συλλογή των κυριοτέρων στατιστικών των αφορωσών την ανταλλαγήν των πληθυσμών και προσφυγικήν αποκατάστασιν μετά αναλύσεως και επεξηγήσεως, Αθήνα 1929.
Κ. Καραβίδας, Αγροτικά: Έρευνα επί της οικονομικής και κοινωνικής μορφολογίας εν Ελλάδι και εν ταις γειτονικαίς σλαβικαίς χώραις, Αθήνα 1931· Μ. Μαυρογορδάτος και Α. Χαμουδόπουλος, Η Μακεδονία: Μελέτη δημογραφική και οικονομική, Θεσσαλονίκη 1931· Σ. Γκοτζαμάνης, Υπομνήματα επί της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, περί μειονοτήτων και αφομοιώσεως πληθυσμών, Αθήνα 1939.
Βλ. Βασίλης Κ. Γούναρης, "Βουλευτές και Καπετάνιοι: Πελατειακές σχέσεις στη μεσοπολεμική Μακεδονία", Ελληνικά, 41 (1990), 313-335.
Βλ. τα ημερολόγια των σωμάτων Στέφανου Μάλλιου και Μήτσου Γκούρα, που δημοσιεύτηκαν από τον Στέφανο Ακριβό, γραμματέα του σώματος, στα τεύχη 5-12 και 8-12 αντίστοιχα. Από απόσπασμα του ημερολογίου Μάλλιου, που βρίσκεται στην πρωτότυπη μορφή του στο Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα, φαίνεται ότι ο Στέφανος Ακριβός τροποποίησε το κείμενο.
Βλ. τη σειρά στο περιοδικό Ταχυδρόμος της Βορείου Ελλάδος το 1926-27 με τίτλο "Η ηρωικοτέρα σελίς της Νεωτέρας Ελλάδος. Η ιστορία του Μακεδονικού Αγώνος", τη δημοσίευση του ημερολογίου του Φιλόλαου Πηχιών στην εφ. Δυτ. Μακεδονία της Καστοριάς το 1930, διάφορα κείμενα του Βάρδα στον Ελεύθερο Άνθρωπο το 1931 και κάποιες αναμνήσεις του Γιάννη Καραβίτη στην εφ. Κρητικός Κόσμος των Χανίων το 1940.
[Ναταλία Μελά], Παύλος Μελάς. Βιογραφία από διηγήσεις, γράμματα δικά του και άλλων, Αλεξάνδρεια 1926.
Ν. Γκαρμπολάς, Πώς η Μακεδονία παρέμεινεν ελληνική: ιστορικαί σελίδες, Θεσσαλονίκη 1933.
Α. Μεταλλινού, "Αναμνήσεις της διδασκαλικής μου ζωής", Μακεδονικό Ημερολόγιο, 1 (1925), 62-66.
Α. Χαμουδόπουλος, Ελληνισμός και Νεότουρκοι: εθνική δράσις του υπόδουλου Ελληνισμού κατά την νεοτουρκικήν περίοδον 1908-1912, Θεσσαλονίκη 1926.
Α. Κοντούλης, Βιογραφία καπετάν Κώττα, Φλώρινα 1931.
Η. Μπακόπουλος, Παύλος Μελάς (Βιογραφία), Αθήνα 1939.
Κ. Παράσχος, Ίων Δραγούμης, Αθήνα 1936.
Γιώργος Π. Αργυριάδης, Γεώργιος Μόδης ο αφηγητής του Μακεδονικού Αγώνα: Μακεδονικές Ιστορίες, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 205-209.
Μπέλλου-Θρεψιάδη, ό.π., σ. 14-15. Βασίλειος Λαούρδας, "Η Πηνελόπη Δέλτα και η Μακεδονία", Μακεδονικά Ανάλεκτα, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 90 και σημ. 33.
Μπέλλου-Θρεψιάδη, ό.π., σ. 15.
Βλ. Βλάχος, ό.π., π.χ. τις σσ. 92-94, 393-395.
Τόμ. 2, σ. 55, σημ. 1.
Τόμ. 2, σσ. 67-74 σε υποσημείωση. Τον ίδιο κανονισμό ο Ασπρέας πρωτοδημοσίευσε το 1929 στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.4, όπου είχε συγγράψει το λήμμα "Μακεδονικός Αγώνα" (σσ. 435-440).
«Καταστατικόν της εν Θεσσαλονίκη Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών», Μακεδονικά, 1 (1940), 638.
P. Argyropoulos, La Question Greco-Bulgare, Κάιρο 1944· Π. Νικουλάκος, Βούλγαροι, οι αιμοβορώτεροι άνθρωποι, οι ασπονδότεροι εχθροί μας, Αλεξάνδρεια 1944· Επιτροπή Καθηγητών, Η μαύρη βίβλος των βουλγαρικών εγκλημάτων εις την Αν. Μακεδονίαν και Δυτ. Θράκην 1941-1944, Αθήνα 1945.
Βλ. π.χ. Ι. Βογιατζίδης, Τα προς βορράν σύνορα του Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1946· Σ. Κυριακίδης, Τα βόρεια εθνολογικά όρια του ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1946· Χ. Νάλτσας, Τα ελληνοσλαυικά σύνορα, Θεσσαλονίκη 1948· Φ. Δραγούμης, Προσοχή στη βόρειαν Ελλάδα 1945-1948, Θεσσαλονίκη 1949.
Βλ. π.χ. τη μελέτη Ι. Βογιατζίδης, «Η δύναμις του Πανσλαβισμού, του Κομμουνισμού και του Ιμπεριαλισμού ως προς την Ελλάδα», Μακεδονικό Ημερολόγιο, 18 (1948), 33-48.
N. Βλάχος, Η εθνολογική σύνθεσις των ανηκόντων εις την Ελλάδα τμημάτων της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, Αθήνα 1945· A. Παπαευγενίου, Βόρειος Ελλάς: Μειονότητες από στατιστικής απόψεως εν σχέσει με τον πληθυσμόν και την εκπαίδευσιν, Θεσσαλονίκη 1946, I. Παπακυριακόπουλος Βούλγαροι και Ιταλοί εγκληματίαι πολέμου εν Μακεδονία, Αθήνα 1946· Ε. Γρηγορίου, Το βουλγαρικόν όργιον αίματος εις την Δυτικήν Μακεδονίαν 1941-44, Αθήνα 1947· Γ. Γεωργιάδης, Το μιξόγλωσσον εν Μακεδονία ιδίωμα και η εθνολογική κατάστασις των ομιλούντων τούτο Μακεδόνων, Έδεσσα 1948· Δ. Πεφάνης, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας και οι Ελληνόβλαχοι, Αθήνα 1949· K. Αντωνίου, Σλαβική και κομμουνιστική επιβουλή και η αντίστασις των Μακεδόνων, Θεσσαλονίκη 1950· Α. Κύρου, Η συνωμοσία εναντίον της Μακεδονίας 1940-1949, Αθήνα 1950· K. Μπράμος, Σλαβοκομμουνιστικαί οργανώσεις εν Μακεδονία προπαγάνδα και επαναστατική δράσις, Θεσσαλονίκη 1953· Π. Παπαδόπουλος, Η εθνική αντίστασις κατά της βουλγαρικής επιδρομής, Αθήνα 1953· Σ. Γκοτζαμάνης, Εθνικά ζητήματα. Μακεδονία και Μακεδόνες. Γλωσσικαί μειονότητες ξενικαί βλέψεις, Αθήνα 1954· Σ. Γυαλίστρας, Οι πληθυσμοί της Μακεδονίας προ του 1912, Αθήνα 1960· Π. Σωτηρόπουλος Αι σλαβικαί οργανώσεις και η ανθελληνική των προπαγάνδα, Αθήνα 1960.
A. Andreadis, The Work of the Greek State in Macedonia and Thrace, Αθήνα 1947· S. Cosmin, [Phocas-Cosmetatos], La Macedoine. Questionsdiplomatiques, Παρίσι 1949· Ch. Christides, The Macedonian Camouflage in the Light of Facts and Figures, Αθήνα 1949· A. Pallis, Macedonia and Macedonians: A Historical Study, Λονδίνο 1949· G. Zotiades, The Macedonian Controversy, Θεσσαλονίκη 1954· D. Konstandopoulos, The Παρίσι Peace Conference of 1946 and the Greek-Bulgarian Relations, Θεσσαλονίκη 1956.
Α. Μεταλλινού, Φύλλα εκ της ιστορίας της πολυπαθούς Μακεδονίας μας, Θεσσαλονίκη 1947· «Αναμνήσεις από τον Μακεδονικό Αγώνα: ο καπετάν-Μήτσος», Μακεδονικό Ημερολόγιο, 19 (1949), 206-208 και Μακεδονικές σελίδες, Θεσσαλονίκη 1949.
Δ. Κάκκαβος, Η Μακεδονία κατά την τελευταίαν τεσσαρακονταετία και τα εθνικά ημών δίκαια, Θεσσαλονίκη 1946.
Α. Μαζαράκης-Αινιάν, Απομνημονεύματα (Αθήνα, 1948). Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, Απομνημονεύματα Πολέμου 1912-13. Δράσις εθελοντών Μακεδονομάχων, Αθήνα 1941.
Α. Χ. Χαμουδόπουλος, Από το ημερολόγιον ενός δημοσιογράφου 1908-1948, Θεσσαλονίκη 1948.
Ελληνικός Βορράς, 22 Μαΐου 1949 έως 25 Μαρτίου 1950.
Για λεπτομερέστερη παρουσίαση, βλ. I. Nedeva και N. Kaytchev, "IMRO groupings in Bulgaria after the Second World War", James Pettifer (επιμ.) The New Macedonian Question, Houndmills και Νέα Υόρκη 1999, σσ. 167-83.
Βλ. αναλυτικά Vemund Aarbakke, «Πρόσφυγες και προσφυγικές οργανώσεις στη Βουλγαρία 1940-1990», Πρόσφυγες στα Βαλκάνια, σσ. 382-447.
Για το θέμα αυτό βλ. την εργασία του Ιάκωβου Μιχαηλίδη, «Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία», Πρόσφυγες στα Βαλκάνια, σσ. 83-163.
Βλ. π.χ. τις πρώτες εκδόσεις του Ινστιτούτου Τούρσκι ντοκουμέντι ζα μακεντόνσκατα ιστόρια [Τουρκικά έγγραφα για την ιστορία της Μακεδονίας], Σκόπια 1951· Ιζβέσται οντ 1903-1904 γκοντίνα να αβστρίσκιτε πρεστάβνιτσι βο Μακεντόνια 1903-1904, Σκόπια 1955· Ντοκουμέντι οντ βιένσκατα αρχίβα ζα Μακεντόνια οντ 1879-1903 [Έγγραφα από τα αυστριακά αρχεία για τη Μακεδονία 1879-1903], Σκόπια 1955.
Βλ. Γκ. Πετρώφ, Σπόμενι να Γ.Πετρώφ [Οι αναμνήσεις του Γ.Πετρώφ], Σκόπια 1950.
Wayne S. Vucinich, Serbia between East and West. The Events of 1903-1908, Στάνφορθ 1954· Djoko Slipcevic, The Macedonian Question. The Struggle for Southern Serbia, Σικάγο 1958· K. Koitseff, Mazedonien geschichtlich, Staatspolitisch und volkerrechtlich in verbundung mit der Entwicklung des bulgarischen Staates bis zum Balkankrieg, Χαϊδελβέργη 1948.
C. Anastasoff, The Case for Autonomous Macedonia, Σεν Λιούις 1945· Μakedonicus [Ivan Mihailov], Stalin and the Macedonian Question, Σεν Λιούις 1948· του ιδίου Macedonia; a Switzerland of the Balkans, Σεν Λιούις 1950 και Macedonia's Rise for Freedom, Ινδιανάπολη 1954.
Macedonia, its Place in Balkan Power Politics, Λονδίνο & Νέα Υόρκη 1950.
Βλ. L. Dellin, The Bulgarian Communist Party and the Macedonian Question, Νέα Υόρκη 1955· J. Tomasevich, Peasants, Politics and Economic Change in Yugoslavia, Στάνφορθ 1955.
Βλ. Dimitrije Djordjevic, "West-European and American Post-war Historiography on Macedonia στον The Foreign and Yugoslav Historiography of Macedonia and the Macedonian People, Σκόπια 1970, σσ. 147-62.
Ρ. Κιριάζοφσκι (επιμ.), Εγκέισκα Μακεντόνια β Ναροντνοοσλομποντίτελνατα μπορμπά, 1944-1949 [Η Μακεδονία του Αιγαίου στον λαϊκό απελευθερωτικό πόλεμο], τόμ. 1-6, Σκόπια 1971-1983.
Τ. Τόμοφσκι (επιμ.), Ντοκουμέντι οντ βιένσκατα αρχίβα ζα Μακεντόνια οντ 1879-1903 [Έγγραφα από τα αυστριακά αρχεία για τη Μακεδονία 1879-1903], Σκόπια 1955· Χρ. Αντόνωφ Πολιάνσκι (επιμ.), Μπριτάνσκι ντοκουμέντι ζα ιστόριατα να μακεντόνσκιοτ ναρόντ [Βρετανικά έγγραφα για την ιστορία του μακεδονικού λαού], Σκόπια 1968· Α. Λάινοβιτς (επιμ.), Φραντσούσκι ντοκουμέντι ζα ιστόριατα να μακεντόνσκιοτ ναρόντ [Γαλλικά έγγραφα για την ιστορία του μακεδονικού λαού], Σκόπια, 1969· Ντ. Ζογράφσκι (επιμ.), Αβστρίσκι ντοκουμέντι ζα ιστόριατα να μακεντόνσκιοτ ναρόντ [Αυστριακά έγγραφα για την ιστορία του μακεδονικού λαού], Σκόπια 1977· Ίνστιτουτ ζα Νατσιονάλνα Ιστόρια [Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας], Ντοκουμέντι ζα μπορμπάτα να μακεντόνσκιοτ νάροντ ζα σαμοστόινοστ ι ζα νατσιονάλνα ντουρζάβα [Ντοκουμέντα για τον αγώνα του μακεδονικού λαού για αυτοδιάθεση και εθνικό κράτος], Σκόπια 1981.
Βλ. π.χ. L. Kolishevski, Macedonian National Question, Βελιγράδι 1962· K. Miliofski, The Macedonian Question in the National Program of *the Communist Party of Yugoslavia: 1919-1937, Σκόπια 1962.
Βλ. Κίρλ Πατριάρχ [Πατριαρχης Κύριλλος], ΜπάλγκαρσκαταΕξάρχιαβΟντρίνσκοι Μακεντόνιασλεντοσβομποτίτελναταβοϊνά1877-1878 [Η βουλγαρική Εξαρχεία στη Θράκη και τη Μακεδονία μετά τον απελευθερωτικό πόλεμο], τόμ. 1-2, Σόφια 1969-1970· Α. Pantev (επιμ.), Collection of Documents on the National- Liberation Movement in Macedonia and the Adrianople Region, Σόφια 1978· V. Bojinov, "L'instruction bulgare en Macedoine et en Thrace d'Andrinople 1878 -1903", Etudes Historiques, 8 (1978), 255-274.
H. Andonov-Poljanski κ.ά. (επιμ.), Documents on the Struggle of the Macedonian People for Independence and a Nation-State, Σκόπια 1985, τόμ. 1-2.
Λ. Παναγιοτώφ και Ι. Σόπωφ, Ματεριάλι ζα ιστόριατα να μακεντόνσκοτο οσβομποντίτελνο ντβιζένιε [Έγγραφα για την ιστορία της μακεδονικής απελευθερωτικής κίνησης], Σόφια 1983.
E. Kofos, "Balkan Minorities under Communist Regimes", Balkan Studies, 2 (1961), 23-46· "The Making of Yugoslavia's People's Republic of Macedonia", Balkan Studies, 3 (1962), 375-396· Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη 1964· Greece and the Eastern Crisis 1875-1878, Θεσσαλονίκη 1975· "Dilemmas and Orientations of Greek Policy in Macedonia: 1878-1886", Balkan Studies, 21 (1980), 45-55· "The Macedonian Question: The Politics of Mutation", Balkan Studies, 27 (1986), 157-172.
S. Nestor, "Greek Macedonia and the Convention of Neuilly 1919", Balkan Studies, 3 (1962), 169-184· A. Angelopoulos, "Population Distribution of Greece Today According to Language, National Consciousness and Religion", Balkan Studies, 20 (1979), 123-132· I.Stefanidis, "United States, Great Britain and the Greek-Yugoslav Rapprochement 1949-1950", Balkan Studies, 27 (1986), 315-343· B. Kondis, "The 'Μacedonian Question' as a Balkan Problem in the 1940s", Balkan Studies, 28 (1987), 151-160; "The Termination of the Greek Civil War: Its International Implications", Balkan Studies, 29/2 (1988), 299-307.
I. Nοτάρης, Αρχείον Στ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1966· Ε. Κωφός, Η επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878. Ανέκδοτα προξενικά έγγραφα μετά συντόμου ιστορικής επισκοπήσεως, Θεσσαλονίκη 1969· Σ. Παπαδόπουλος, Οι επαναστάσεις του 1854 και 1878 στην Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1970.

Ιστορία της Μακεδονίας (1354-1833), Θεσσαλονίκη 1969.
Π. Γύπαρης, Ο καθρέπτης του Μακεδονικού Αγώνος 1903-1909, Αθήνα 1962.
Ι. Δεμέστιχας, Ο Ναύαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας (1882-1960), Αθήνα 1964.
Α. Κώης, Έγγραφα εκ του αρχείου του καπετάν Βάλτσα, Θεσσαλονίκη 1961.
Π. Πέννας, «Αρχείον Μακεδονικού Αγώνος Αλεξάνδρου Δαγκλή: Σημειώσεις Δημοσθένους Φλωριά», Σερραϊκά Χρονικά, 4 (1963), 97-138.
Β. Σταυρόπουλος, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, Θεσσαλονίκη 1961.
Π. Γ. Δαγκλή, Αναμνήσεις-έγγραφα-αλληλογραφία. Το αρχείον του, Ξ. Λευκοπαρίδης (επιμ.), Αθήνα 1965, τόμ. 1-2.
Στη δεκαετία του 1980 κυκλοφόρησε και τρίτος τόμος.
The Greek Struggle in Macedonia, 1897-1913, Θεσσαλονίκη 1966.
Παύλος Λ. Τσάμης, Μακεδονικός Αγών, Θεσσαλονίκη 1975.
Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα 1878-1894, Θεσσαλονίκη 1983· Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα 1894-1904, Θεσσαλονίκη 1986· Ο Μακεδονικός Αγώνας 1904-1908. Η ένοπλη φάση, Θεσσαλονίκη 1987· Νεότουρκοι και Μακεδονία 1908-1912, Θεσσαλονίκη 1988.
Θ. Βαφειάδης, Διατί οι Σλαύοι ίδρυσαν το δήθεν μακεδονικό κράτος των Σκοπίων: Η θέσις του ΚΚΕ έναντι του δήθεν Μακεδονικού Ζητήματος, Θεσσαλονίκη 1965· Δ. Ζαγκλής, Η Μακεδονία του Αιγαίου και οι Γιουγκοσλάβοι, Αθήνα 1975.
P. Shoup, Communism and the Yugoslav National Question, Νέα Υόρκη 1968· R. King, Minorities under Communism. Nationalities as a Source of Tension among Balkan Communist States, Χάρβαρντ 1973· I. Banac, With Stalin against Tito. Cominformist Splits in Yugoslav Communism, Λονδίνο 1988· S. Fischer-Galati, "The Internal Macedonian Revolutionar Organization: its Significance in 'Wars of National Liberation'", East European Quarterly, 6/4 (1973), 454-472 F. Adanir, DieMazedonische Frage Ihre Entstehung und Entwicklung bis 1908, Βισμπάντεν 1979 S. Troebst, Die Innere Mazedonische Revolutionare Organisation 1923/24, Βερολίνο 1979)·L. Sherman Fire on the Mountain: The Macedonian Revolutionary Movement and the Kidnapping of Miss Stone, Boulder 1980· S.J.Aptiev, Das Deutsche Reich und die Mazedonische Frage 1908-1918 Μόναχο, 1985· D. Perry, "Ivan Garvanov: Architect of Ilinden", East European Quarterly, 19/4 (1986), 403-416· S. Troebst, Mussolini, Makedonien und die Muchte 1922-1930. Die IMRO in de Sud-osteuropapolitik des fasistischen Italien, Κολωνία-Βιέννη 1987· D. Perry, The Politics of Terror: The Macedonian Revolutionary Movements 1893-1903, Ντάρκαμ 1988 S. Troebst, «Macedonia Heroica»: zum Makedonien-bild der Weimaren Republik", Sudost-forschungen, 49 (1990), 293-364.
M. Bernath, "Das Mazedonische Problem in der Sicht der Komparativen Nationalismusforschungen", Sudost-Forschungen, 29 (1970), 237-248· Jutta de Jong, Der Nationale Kern des Makedonischen Problems. Ansatze und Grundl Agen einer Makedonischen Nationalbewegung, Φρανκφούρτη 1982· H. Lunt, "On Macedonian Nationality", Slavic Review, 45/4 (1986), 729-734· V. Friedman, "Macedonian Language and Nationalism during the Nineteenth and early Twentieth Centuries", Balkanistica, 2 (1975) 83-98.
Hans Vermeulen, «Αγροτικές συγκρούσεις και κοινωνική διαμαρτυρία στην ιστορία ενός μακεδονικού χωριού 1900-1936», Στάθης Δαμιανάκος (επιμ.), Διαδικασίεςκοινωνικούμετασχηματισμούστην αγροτικήΕλλάδα, Αθήνα 1987, σ. 221-44· R. M. Yearger, "Refugee Settlement and Village Change to the District of Serres, Greece, 1912-1940", αδημοσίευτη διατριβή, Μπέρκλεϊ 1979.

Αναδημοσίευση από το εξαιρετικό Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
Αξίζει να περιηγηθείτε στις ηλεκτρονικές σελίδες του.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου