23/6/11
20/6/11
Κίνημα Θεοδώρου Μαγκαφά
Συγγραφή : Βουγιουκλάκη Πηνελόπη (16/10/2003)
1. Ιστορικό πλαίσιο
Την περίοδο της δυναστείας των Αγγέλων η εσωτερική διάβρωση και η οικονομική δυσπραγία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (976-1025), έγιναν πλέον φανερές. Οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας, λόγω των σκληρών φορολογικών μέτρων που επέβαλε η κεντρική εξουσία, καθώς και των αυθαίρετων κατασχέσεων περιουσιών και των καταχρήσεων από κρατικούς υπαλλήλους και φοροεισπράκτορες, είχαν οδηγηθεί σε οικονομική εξαθλίωση, γεγονός που τους ώθησε στην απομάκρυνση από την Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια περίοδο, η τοπική εξουσία εμφανιζόταν σαφώς ενισχυμένη έναντι της σχετικά αδύναμης κεντρικής, καθώς το διοικητικό σύστημα των επαρχιών στηριζόταν πλέον όλο και περισσότερο στους ντόπιους γαιοκτήμονες. Έτσι, ο Θεόδωρος Μαγκαφάς, διοικητής Φιλαδελφείας, άρχισε να αποκτά δύναμη και να συγκεντρώνει την υποστήριξη των κατοίκων της περιοχής. Οι τελευταίοι, προσδοκώντας ελάφρυνση από τα φορολογικά βάρη, προέτρεψαν τον Μαγκαφά να καταστήσει την περιοχή τους ανεξάρτητη ηγεμονία.
19/6/11
Ποιος δολοφόνησε τον Τζορτζ Πολκ; (Θεσσαλονίκη Μάϊος 1948)
Του Γιάννη Ράγκου
Οι Βρετανοί και η Intelligence Service
Η πιο διαδεδομένη εκδοχή, μετά την αποκάλυψη της σκευωρίας σε βάρος του Στακτόπουλου, είναι πως οι οργανωτές και οι δράστες της δολοφονίας είναι Βρετανοί. Κύριος υποστηρικτής της ήταν ο δημοσιογράφος Κ. Χατζηαργύρης, ο οποίος στο βιβλίο του «Η υπόθεση Πολκ – Ο ρόλος των ξένων υπηρεσιών στην Ελλάδα» αναφέρει ότι «η παξ μπριτάνικα κατέρρεε τότε στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Άγγλοι είχαν διωχτή από την Ελλάδα και την Τουρκία. Έβλεπαν πως στόχος των Αμερικανών ήταν το πετρέλαιο. Φυσικά, ήταν αντικομμουνιστές και οι δύο. Μα είχαν και τις πολύ έντονες διαφορές τους, (…) που τότε, το 1948, προκάλεσαν δύο μυστηριώδεις φόνους, περίπου ταυτόχρονα, του Ουάσον στην Ιερουσαλήμ, του Πολκ στη Θεσσαλονίκη. Φόνους υπολογισμένους να φέρουν δυσκολίες σ’ όλους, τους αμερικανούς, την επίσημη Ελλάδα, μα και το σοσιαλιστικό κόσμο επίσης, που τότε οι σχέσεις του με την Αγγλία ήταν εξαιρετικά τεταμένες».
Την εκδοχή αυτή ενισχύει το γεγονός πως ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανό τον Πολκ ήταν ο προϊστάμενος του Τμήματος Τύπου του Βρετανικού Γενικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη (και σύμφωνα με ορισμένες πηγές πράκτορας της Intelligence Service) Ράντολ Κόουτ, καθώς και το γεγονός ότι κατά τη νεκροτομή του πτώματος του Πολκ βρέθηκαν στο στομάχι του υπολείμματα γεύματος αποτελούμενο από αστακό και μπιζέλια, κάτι που όπως αναφέρει ο Κ. Χατζηαργύρης αποτελεί κλασική αγγλοσαξονική κουζίνα! Αξίζει να σημειωθεί, εδώ, ότι το στοιχείο βάρυνε σημαντικά στο κατηγορητήριο, αφού σύμφωνα με αυτό το βράδυ του φόνου ο Πολκ συνάντησε τους μετέπειτα δολοφόνους του (Στακτόπουλο κ.α.) στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο» όπου έφαγε το συγκεκριμένο γεύμα. Μόνο που εκείνη τη μέρα το εστιατόριο δεν σέρβιρε τέτοιο φαγητό, γεγονός που απεκρύβη σε όλα τα στάδια της προανακριτικής, ανακριτικής και δικαστικής διαδικασίας.
Επιπλέον, σημαντικά ερωτηματικά αφήνει το γεγονός πως ο Κόουτ έφυγε αιφνιδιαστικά από τη Θεσσαλονίκη στις 13 Μαΐου (δηλαδή, πριν από την αποκάλυψη του πτώματος του Πολκ) και αργότερα μετατέθηκε στο Όσλο της Νορβηγίας, ενώ μετά την αναχώρησή του από την πόλη το γραφείο πληροφοριών του βρετανικού προξενείου έκλεισε και έκτοτε δεν λειτούργησε ποτέ ξανά.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, η δολοφονία σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και εκτελέστηκε στην Θεσσαλονίκη, ο στόχος δεν ήταν ο Πολκ προσωπικά, αλλά κάποιος δημοσιογράφος με τις δικές του… προδιαγραφές (απλώς ο Πολκ έπεσε στην παγίδα), ενώ ο Κόουτ ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον και δυνατότητα να το κάνει.
Οι Αμερικανοί
Το 1992 ο δημοσιογράφος-ερευνητής Φ. Οικονομίδης στο βιβλίο του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», μετά από έρευνα που πραγματοποίησε σε αρχεία των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και σε ελληνικές πηγές, υποστήριξε σθεναρά την άποψη πως πίσω από τη δολοφονία κρύβονται οι Αμερικανοί «σε συνεργασία με τμήματα του ελληνικού και βρετανικού κατεστημένου». Ο συγγραφέας κατονομάζει ως οργανωτή της δολοφονίας του Πολκ τον αμερικανό συνταγματάρχη Χάρβει Σμιθ, στρατιωτικό ακόλουθο της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο οποίος ταξίδευσε με τον δημοσιογράφο από την Αθήνα και τον έπεισε να καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης (και όχι στο «Κοσμοπολίτ», όπως εκείνος είχε αρχικώς σχεδιάσει), το οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε το κύριο κατάλυμα Ελλήνων και Αμερικανών αξιωματικών και φυλάσσονταν νυχθημερόν από άντρες της ΕΣΑ.
Κατά τον Φ. Οικονομίδη, οι κύριοι λόγοι της δολοφονίας είναι τέσσερις: Πρώτον «στις αρχές του 1948 η αμερικανική ηγεσία προσδιόρισε την Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου σαν τον ‘πειραματικό σωλήνα’ (test tube) όπου θα μπορούσε να επωασθεί και ν’ αναπτυχθεί ένα παγκόσμιο αντικομμουνιστικό μοντέλο (…). Το αμερικανικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο αποφάσισε να ρίξει όλο του το βάρος στον ελληνικόν εμφύλιο πόλεμο, με αποκλειστικό στόχο την με κάθε θυσία νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτή η νίκη θ’ αποτελούσε την πρώτη επίδειξη δύναμης των ΗΠΑ στο μεταπολεμικό κόσμο και σαφή προειδοποίηση προς το κομμουνιστικό στρατόπεδο (…) Αντιθέτως, ο Τζορτζ Πολκ επεδίωκε την προώθηση μιας ειρηνικής διευθέτησης του ελληνικού προβλήματος (σ.σ.: μια συνέντευξη του Μ. Βαφειάδη στο CBS -που άκουγαν περίπου 25 εκ. ακροατές- με προτάσεις «ειρήνευσης και συμφιλιώσεως» είναι πιθανό να γινόταν ευνοϊκά δεκτή από την κοινή γνώμη και το Κογκρέσο στις ΗΠΑ, κάτι που θα δυσχέραινε τα σχέδια της αμερικανικής κυβέρνησης). Δεύτερον, «και το αντίπαλο σοβιετικό στρατόπεδο επικέντρωνε, για διαφορετικούς λόγους, την προσοχή του πάνω στις ελληνικές εξελίξεις, έτσι που η Ελλάδα έμπαινε στο στόχαστρο της παγκόσμιας προσοχής». Τρίτον, «η Θεσσαλονίκη ήταν η πρωτεύουσα (…) μιας μεγάλης περιοχής που συνόρευε με τρεις διαφορετικές χώρες του σοβιετικού μπλοκ, τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. (…) Η Β. Ελλάδα ήταν το κρίσιμο σημείο μιας ενδεχόμενης γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης στα Βαλκάνια, αλλά και το μεγάλης στρατηγικής σημασίας γεωγραφικό σημείο για τη διείσδυση και ανάπτυξη της προπαγάνδας ενός αμερικανικού δικτύου με κατεύθυνση τις ‘Λαϊκές Δημοκρατίες’ των Βαλκανίων. Αλλά η περιοχή της Β. Ελλάδας ήταν την ίδια στιγμή και το ασθενές σημείο της δυτικής επιρροής, γιατί είχε μια μεγάλης έκτασης συνοριακή γραμμή, που σε περίπτωση πολέμου δεν θα μπορούσε να κρατηθεί εύκολα». Και τέταρτον, επειδή «εδώ ήταν και το πιο πρόσφορο σημείο (…) να δοθεί ένα υποδειγματικό, παραδειγματικό και προειδοποιητικό χτύπημα προς το δημοσιογραφικό κόσμο, εκείνον τουλάχιστον που αρνείτο να ακολουθήσει τη νέα αμερικανική παγκόσμια πολιτική του ψυχρού πολέμου στη Σοβιετική Ένωση».
Έλληνες παρακρατικοί
Η βραβευμένη Αμερικανίδα δημοσιογράφος Κάτι Μόρτον (Kati Marton), εξέδωσε το 1990 το βιβλίο «The Polk Conspiracy», στο οποίο επικαλούμενη απόρρητα έγγραφα της CIA, του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, υποστηρίζει πως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας ήταν ένας παρακρατικός από τον Πειραιά και ηθικός αυτουργός ο τότε υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Κωνσταντίνος Τσαλδάρης.
Σύμφωνα με αυτό το «σενάριο», λίγο καιρό πριν από τη δολοφονία του, ο Πολκ έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα από υπάλληλο της αμερικανικής τράπεζας Chase National Bank στο οποίο υπήρχαν στοιχεία πως ο Τσαλδάρης υπεξαιρούσε χρήματα της αμερικανικής βοήθειας και τα τοποθετούσε σε προσωπικό του λογαριασμό στην εν λόγω Τράπεζα. Ο Πολκ συνάντησε τον Τσαλδάρη και του ανέφερε το θέμα, λέγοντάς του πως τυχόν αποκάλυψη του θέματος θα του στερούσε την εξουσία, ενώ σχετικές αναφορές (χωρίς να κατονομάζει το πρόσωπο) είχε κάνει και σε συναδέλφους του. Τότε, δόθηκε εντολή στον Πειραιώτη Μιχάλη Κουρτέση να ανέβει στην Θεσσαλονίκη και με τη σύμπραξη κάποιου ντόπιου εκτελεστή να δολοφονήσει τον Αμερικανό δημοσιογράφο.
Για να στηρίξει την άποψή της, η Κ. Μόρτον επικαλείται στοιχεία από την έκθεση που συνέταξε το 1952 ο αμερικανός αντισμήναρχος (ελληνικής καταγωγής) Τζέιμς Κέλις, βοηθός του συμβούλου της «επιτροπής Λίπμαν» Γ. Ντόνοβαν. Ο Τζ. Κέλις είχε εργαστεί στην υπόθεση για περίπου 45 ημέρες (τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1948), διάστημα στο οποίο όπως σημειώνει ο ίδιος «συμπλήρωσα μια λίστα με 10 υπόπτους. Σ΄ αυτή τη λίστα υπήρχαν μερικοί αξιωματούχοι της ελληνικής κυβέρνησης». Η Μόρτον σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις της δήλωσε πως στη λίστα αυτήν βρισκόταν και το όνομα του Τσαλδάρη, ενώ υποστηρίζει -όπως και αρκετοί άλλοι μελετητές- ότι όταν ο Τζ. Κέλις έφτασε κοντά στην αλήθεια, τότε ο προϊστάμενός του Γ. Ντόνοβαν φρόντισε να τον απομακρύνει.
Ακόμα, την εκδοχή που υποστηρίζει η Μόρτον ενισχύει και η μεταγενέστερη μαρτυρία της συζύγου του Πολκ, Ρ. Κοκκώνη, η οποία αναφέρει πως ο άνδρας της είχε ανησυχίες μετά τη συνάντησή του με τον Τσαλδάρη και ότι συχνά δεχόταν απειλές από «δεξιούς».
Στη δράση Ελλήνων, παρακρατικών και μη, καθώς και Αμερικανών αξιωματούχων στην Ελλάδα, που έκαναν λαθρεμπόριο προϊόντων τα οποία προέρχονταν από την αμερικανική βοήθεια, αποδίδουν τη δολοφονία του Πολκ και οι συγγραφείς Ηλ. Βλάντον και Ζ. Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Who killed George Polk?» Χωρίς να αποκλείουν άλλες πιθανές εκδοχές, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Πολκ είχε ανακαλύψει αρκετά στοιχεία για το κύκλωμα αυτό, άλλωστε σε πολλές ανταποκρίσεις του από την Ελλάδα είχε κάνει λόγο για «διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους, που κλέβουν ασύστολα τη βοήθεια που στέλνουν οι Αμερικανοί στον ελληνικό λαό (…)» Έτσι, ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη προκειμένου να αναζητήσει και να συναντήσει κάποιους από τους παρακρατικούς αυτούς (σ.σ.: στην εκδοχή αυτή, η επιθυμία του για μια συνέντευξη με τον Μ. Βαφειάδη, είχε περάσει σε εκείνη τη φάση σε δεύτερη μοίρα) κι όταν τους βρήκε εκείνοι τον πήγαν στην ταβέρνα «Πίνδος» στην περιοχή της Νέας Κρήνης. Ιδιοκτήτης της ταβέρνας ήταν ο Ζήσης Νίκτσας, μικροαπατεώνας και παλαιότερα καταχραστής δημοσίου χρήματος, ο οποίος ήταν ενταγμένος σε μια παρακρατική ομάδα και κυκλοφορούσε σχεδόν πάντα ένοπλος. Σύμφωνα με το «σενάριο» αυτό, οι παρακρατικοί πρόσφεραν στον Πολκ γεύμα από αστακό και μπιζέλια (στην περιοχή υπήρχαν πολλοί αστακοί, που αποδεδειγμένα δεν έλειπαν από το «μενού» της ταβέρνας) και όταν κατάλαβαν πόσα γνώριζε σχετικά τον δολοφόνησαν, μετέφεραν το πτώμα του με μια βάρκα στα ανοικτά του λιμανιού και εκεί το πέταξαν στη θάλασσα. Δεν είναι βέβαιο ότι τον φόνο διέπραξε ο Νίκτσας, ωστόσο ήταν σίγουρα συνεργός. Κατόπιν, οι δολοφόνοι ενημέρωσαν την τοπική ηγεσία της Χωροφυλακής (με την οποία είχαν στενούς δεσμούς), η οποία βρήκε την ευκαιρία να «στήσει» τη θεωρία των κομμουνιστών δραστών. Πριν την αποκάλυψη του πτώματος, το δωμάτιο του Πολκ παραβιάστηκε, κλάπηκαν χαρτιά, έγγραφα και φάκελοι με σημειώσεις του για το θέμα του λαθρεμπορίου, ενώ πλαστογραφήθηκε και η υπογραφή του σε επιστολή που φέρεται να ετοιμαζόταν να στείλει στους προϊσταμένους στο CBS (εμφανίστηκε, αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης), στην οποία υποτίθεται πως δήλωνε την επιθυμία του να πάει «στο βουνό» για να συναντήσει τον Μ. Βαφειάδη.
Μέση Ανατολή και Σοβιετικοί
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο σκηνοθέτης Γρ. Γρηγοράτος πραγματοποίησε (με συνεργάτες) έρευνα 2,5 ετών για τις ανάγκες της ταινίας-ντοκιμαντέρ του «Ο φάκελος Πολκ στον αέρα». Στην ταινία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται το στοιχείο πως ίσως ο Πολκ δολοφονήθηκε από πράκτορες κάποιας άλλης δύναμης (όχι Βρετανούς ή Αμερικανούς, δηλαδή) εξαιτίας ενός βιβλίου (με τίτλο: «Το μωσαϊκό της Μέσης Ανατολής») που ετοίμαζε για την περιοχή (και τα πετρέλαια) της Μέσης Ανατολής -ο Πολκ προτού έρθει στην Ελλάδα, κάλυπτε το θέμα της πετρελαϊκής διαμάχης στο χώρο του Ιράν και αργότερα τον πόλεμο μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων- και στο οποίο (φέρεται ότι) θα έκανε σημαντικές αποκαλύψεις.
Ακόμα, ο Στ. Ξύδης, καθηγητής στο Hunter College του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, σε άρθρο του στο περιοδικό «Southern Europe (L’ Europe du Sud)» (τομ. 2, αριθ. 2 [1975]), διατυπώνει την (εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί) άποψη πως τον Πολκ δολοφόνησε πράγματι ο Κόουτ, ώστε να εκτεθούν οι Αμερικανοί, μόνο που ο Κόουτ ήταν στην πραγματικότητα πράκτορας των Σοβιετικών και στενός συνεργάτης του επίσης διπλού πράκτορα Βρετανού Κιμ Φίλμπι, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον συντάκτη του άρθρου, το σχέδιο εξυφάνθηκε στην Κωνσταντινούπολη (ο Φίλμπι είχε συναντήσει εκεί τον Πολκ σε κάποιο από τα ταξίδια του δεύτερου) και εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη, ώστε οι Σοβιετικοί να εκθέσουν ταυτόχρονα τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς!
Περισσότεροι παράγοντες
Τέλος, μια άποψη που έχει διατυπωθεί από ορισμένους ερευνητές και κυρίως τον Έντμουντ Κήλυ στο βιβλίο του «Φόνος στον Θερμαϊκό» κάνει λόγο για τη συνέργεια περισσότερων του ενός παραγόντων στη διάπραξη του εγκλήματος. Χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά στον ενδεχόμενο δράστη, ο Εντ. Κήλυ γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτό που φαίνεται να συνέβη στην υπόθεση Πολκ είναι ότι άνθρωποι (σ.σ.: κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Ελλάδας, αστυνομικοί, Έλληνες και ξένοι στρατιωτικοί, διπλωμάτες, μυστικές υπηρεσίες, ανεξάρτητοι ερευνητές κ.α.) από διαφορετικές χώρες (σ.σ.: την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία), ταγμένοι αντικομμουνιστές κι επίσης ένθερμοι υποστηρικτές της μυστικής δράσης (…), συνεργάστηκαν την κατάλληλη στιγμή για να προωθήσουν, στο όνομα του συλλογικού εθνικού συμφέροντος, μια λύση που καταστρώθηκε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια κρυφά (…) και η οποία επέβαλε μια καθολική συμφωνία ότι δεν αρκούσε ο πρόθυμος παραμερισμός της καχυποψίας για να σταθεί η λύση, αλλά επιπλέον απαιτούσε και τον πρόθυμο παραγνωρισμό των ατομικών δικαιωμάτων και έναν συνεργάσιμο Τύπο για να επιβληθεί (…) Τι ήταν αυτό που επέτρεψε στις ανομοιογενείς αυτές αρχές να συνεργαστούν τελικά στην προώθηση μιας απεχθούς λύσης σε ένα προβληματικό έγκλημα και μετά να κουκουλώσουν αυτή τη λύση, ώστε να παραμείνει λίγο-πολύ συγκαλυμμένη επί χρόνια; (…) Μέρος της απάντησης πρέπει να είναι το γεγονός ότι οι τρεις χώρες είχαν μια κοινή αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος απέναντι σε έναν κοινό εχθρό. (…) Ένα άλλο μέρος της απάντησης (…) έγκειται στη σύγκλιση των προκατειλημμένων και μεροληπτικών απόψεων που εισήγαγαν στην υπόθεση Πολκ οι διάφορες υπηρεσίες. Από την ελληνική πλευρά, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ταύτιζαν τον πατριωτισμό με τον αντικομμουνισμό (…)˙ από την αμερικανική πλευρά, με ανάλογο τρόπο, οι περισσότεροι αξιωματούχοι ταύτιζαν το εθνικό τους συμφέρον με τον αντικομμουνισμό (…). Και ο ψυχρός πόλεμος είχε αρχίσει, εδώ και λίγο καιρό, να επηρεάζει και τους βρετανούς με συναφή τρόπο, αν και στο εσωτερικό τους μέτωπο υπήρχε ίσως μεγαλύτερος διχασμός (…)».
Επίλογος
Στη μνήμη του Τζ. Πολκ, ήδη από το 1949 το Long Island University στη Νέα Υόρκη καθιέρωσε τα ομώνυμα δημοσιογραφικά βραβεία (George Polk Award), τα οποία θεωρούνται από τα σημαντικότερα του είδους τους στις ΗΠΑ και με τα οποία έχουν βραβευτεί μερικοί από τους σπουδαιότερους αμερικανούς δημοσιογράφους του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου.
Σήμερα, η υπόθεση παραμένει ουσιαστικώς ανοικτή. Παρά τα στοιχεία που έχουν έρθει, εν τω μεταξύ, στο φως, καμιά θεωρία δεν δείχνει ακαταμάχητη, έστω κι αν κάποιες από αυτές μοιάζει να πλησιάζουν περισσότερο στην αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, η «υπόθεση Πολκ» αποτελεί στις μέρες μας ένα από τα μεγαλύτερα (πολιτικά και ποινικά) αινίγματα του μεταπολεμικού κόσμου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Γρηγόρης Στακτόπουλος: ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ – Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑ (δεύτερη έκδοση), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988
2. Κώστας Χατζηαργύρης: Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, εκδ. Ειρήνη, Αθήνα 1988
3. Kati Marton: THE POLK CONSPIRACY (MURDER AND COVER-UP IN THE CASE OF CBS NEWS CORRESPONDENT GEORGE POLK), εκδ. Farrar, Straus & Giroux, ΗΠΑ 1990
4. Έντμουντ Κήλυ: ΦΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΘΕΡΜΑΪΚΟ (ΥΠΑΤΟΙ, ΠΡΑΙΤΩΡΕΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΛΚ), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1991
5. Φοίβος Οικονομίδης: ΠΟΛΕΜΟΣ, ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ, εκδ. Ορφέας, Αθήνα 1992
6. Κώστας Παπαϊωάννου: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ’48) – ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΖΩΡΤΖ ΠΟΛΚ, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1993
7. Elias Vlanton with Zak Mettger: WHO KILLED GEORGE POLK? THE PRESS COVERS UP A DEATH IN THE FAMILY, εκδ. Temple University Press, Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ) 1996
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 66, Οκτώβριος 2007.