5/10/12

Γενίτσαροι


1. Στρατολόγηση και εκπαίδευση

Οι γενίτσαροι (yeni çeri, που σημαίνει «νέος στρατός») ανήκαν στους «δούλους της πύλης / του σουλτάνου» (kapıkulları). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή βασιλικών σκλάβων στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους) και εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Οι σκλάβοι αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές. Επίσης μπορεί να προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα (devşirme).1

Οι πρώτες αναφορές για το παιδομάζωμα χρονολογούνται στα τέλη του 14ου αιώνα· η ακμή του θεσμού τοποθετείται στο 15ο και 16ο αιώνα, ενώ τελευταίες αναφορές γι' αυτό έχουμε στις αρχές του 18ου. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ειδικοί αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη γύριζαν σε χριστιανικά χωριά των Βαλκανίων, κυρίως της Αλβανίας και της Σερβίας, αλλά και της Μικράς Ασίας, και επέλεγαν αρσενικά παιδιά χριστιανών 8-20 ετών. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν στην πρωτεύουσα και εκεί περνούσαν από μια πρώτη διαδικασία επιλογής: τα εξυπνότερα και ικανότερα ονομάζονταν iç oğlanı και έμεναν στο παλάτι, ενώ τα υπόλοιπα στέλνονταν σε οικογένειες Τούρκων στην ύπαιθρο προκειμένου να μάθουν τη γλώσσα και τους τύπους της θρησκείας, λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν acemî oğlan) και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθαυτό γενίτσαρους (yeniçeri), ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή cebeci, τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών (topçu), τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (kapukulu süvarileri, sipahişer, οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα τιμαριούχων ιππέων).

Τα σώματα αυτά αποτελούσαν τις τρόπον τινά επίλεκτες μονάδες του οθωμανικού στρατού, ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες. Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων όμως στον πόλεμο παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της αυτοκρατορίας.

Δεν ήταν όμως μόνο στρατιωτικός ο σκοπός του παιδομαζώματος. Τα παιδιά που επιλέγονταν για υπηρεσία στο παλάτι, τα iç oğlanı, εκπαιδεύονταν στα γράμματα, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, καθώς και διάφορες τέχνες· ύστερα από δύο ως εφτά χρόνια περνούσαν από μια δεύτερη διαδικασία επιλογής και τέλος έβγαιναν από το παλάτι με διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής και διοικητικής ιεραρχίας. Από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά, όλη η ανώτερη και ανώτατη διοίκηση, του μεγάλου βεζίρη συμπεριλαμβανομένου, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τέτοιους δούλους του σουλτάνου.2

2. Παρακμή του συστήματος στρατολόγησης

Ήταν τέτοιες οι προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας από την ένταξη στο σώμα των δούλων του σουλτάνου ώστε πολύ σύντομα μουσουλμανικές οικογένειες άρχισαν παράτυπα να επιδιώκουν, με διάφορους τρόπους, την ένταξη των παιδιών τους στην κατηγορία αυτή. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας κατέκτησαν από νωρίς το δικαίωμα να συμμετέχουν στο παιδομάζωμα όπως και οι χριστιανοί.


Είναι κοινός τόπος σε όλα τα συμβουλευτικά κείμενα, τα οποία διεκτραγωδούν την κατάσταση της αυτοκρατορίας και προτείνουν μέτρα για την επάνοδο στην παλαιότερη ακμή, η έμφαση στην παρακμή του σώματος των γενιτσάρων. Συχνά αναφέρεται η καταστρατήγηση των κανόνων που από παλιά ρύθμιζαν την οργάνωση και την ιεραρχία τους (απαγόρευση γάμου ή ενασχόλησης με άλλες δραστηριότητες), κυρίως όμως στηλιτεύεται η χωρίς λόγο υπέρμετρη αύξηση του αριθμού τους.3 Ορισμένοι αριθμοί που δίνονται είναι χαρακτηριστικοί. Σύμφωνα με τον σπουδαίο λόγιο Χεζαρφέν Χουσεΐν Εφέντη, το σύνολο των στρατιωτών που μισθοδοτούνταν από το κρατικό ταμείο εκτινάχτηκε από 48.000 περίπου επί Σουλεϊμάν Α΄ σε 100.000 στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Κατά τη βασιλεία του Μουράτ Δ΄ (1623-40) ο αριθμός τους μειώθηκε σχεδόν στο μισό (59.000), για να φτάσει πάλι στις 95.000 το 1670.4

Για να κατανοήσουμε τα αίτια αυτής της αλματώδους αύξησης αρκεί να αναλογιστούμε τη μείωση του αριθμού των νεοσυλλέκτων (acem oğlanı) από 7.745 το 1568 σε 4.372 το 1670, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των γενιτσάρων αυξήθηκε από 12.789 σε 53.849.5 Η αύξηση λοιπόν δεν οφείλεται σε ένταση του παιδομαζώματος, το οποίο άλλωστε φαίνεται να είχε ατονήσει από τις αρχές τουλάχιστον του 17ου αιώνα σε αντίθεση με το ποσοστό των αγορασμένων σκλάβων και των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά –όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω– στην εισχώρηση στις τάξεις των γενιτσάρων διαφόρων ξένων στοιχείων, τα οποία δεν προέρχονταν από το παιδομάζωμα αλλά ούτε και από τις άλλες πηγές σκλάβων.

Στα κείμενα της λεγόμενης συμβουλευτικής γραμματείας είναι κοινός τόπος οι αναφορές σε Τσιγγάνους και σε «παιδιά της πόλης» (şehr oğlanları, δηλαδή νεαρούς μουσουλμάνους από τις κατώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης), που είχαν παράτυπα ενταχθεί στους γενιτσαρικούς καταλόγους· οι καταγγελίες αυτές συμπληρώνονται συνήθως με «Τούρκους» (μουσουλμάνους αγρότες, δηλαδή, από τη μικρασιατική ύπαιθρο), Λαζούς και άλλες μουσουλμανικές εθνότητες.6 Σύμφωνα με τον Κοτσί Μπέη, η αρχή του κακού έγινε όταν διάφορα άτομα τα οποία βοήθησαν στις γιορτές του 1574 συγκρατώντας τα πλήθη με λαδωμένα τουλούμια ζήτησαν και πέτυχαν να εγγραφούν ως γενίτσαροι.7 Το 1610 αναφέρεται ότι οι γενίτσαροι μπορούν να γράψουν τους πρωτότοκους γιους τους στους καταλόγους, όχι όμως τους υπόλοιπους απογόνους τους.8 Στα μέσα πάντως του 17ου αιώνα αναφέρεται ότι οι θαλαμοφύλακες των γενιτσάρων έγραφαν στα κατάστιχα μπακάληδες και χαμάληδες, με συνέπεια τη διαμαρτυρία των νεοσύλλεκτων acemî oğlan.9

Τόσο εύκολο ήταν να γραφτεί κάποιος γενίτσαρος ώστε, σύμφωνα με ένα μαρτυρολόγιο, την ίδια εποχή ο Αρμένιος Γαβριήλ, ο οποίος μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού του εξισλαμίστηκε και γράφτηκε όπως και εκείνος στους γενιτσάρους· στη συνέχεια λιποτάκτησε, επανήλθε στην αρχική θρησκεία του και εκτελέστηκε το 1662.10 Στα τέλη του ίδιου αιώνα πολλοί φέρονται μάλιστα να γράφονται στους καταλόγους των γενιτσάρων χωρίς να πληρώνονται, μόνο και μόνο για να απολαμβάνουν φορολογικές απαλλαγές.11 Το 1765 ο διαβόητος φαναριώτης Σταυράκογλου φέρεται μάλιστα, αν και χριστιανός, να «είναι απ’ τους αλτμής μπες κη αυτός γιανίτζαρης γραμμένος/ και είναι μέσα ‘ς τον ορτάν πολύ εξακουσμένος», τόσο που ο μποσταντζήμπασης φοβάται να τον εκτελέσει «μήπως οι γιολντάσιδες έλθουν καί τόν επάρουν».12 Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης μπορεί πλέον να γράψει απλώς ότι «ο τίτλος των γιαννιτζάρων εστί κληρονομικός· το περισσότερον μέρος των Τούρκων καταγράφεται εις εν τάγμα γιαννιτζάρων με την εκλογή τους διά να απολαμβάνωσι τα προνόμια».13

3. Ο ρόλος των γενιτσάρων στη ζωή της πρωτεύουσας

Ένα φαινόμενο που τονίζεται συχνά από την οθωμανική πολιτική γραμματεία είναι η ενασχόληση πολλών δούλων της πύλης με διάφορες δραστηριότητες ξένες προς την αποστολή τους, κυρίως με κερδοφόρες εμπορικές επιχειρήσεις·14 σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι καν νόμιμες. Αναφέρεται, για παράδειγμα, η συνεργασία γενιτσάρων με απίστους για το λαθρεμπόριο κρασιού,15 ή η παράνομη ενασχόληση γενιτσάρων με το δουλεμπόριο.16 Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ολόκληρο αυτό το ιστοριογραφικό μοτίβο εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο είδος «λόγου της παρακμής» και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Στην πραγματικότητα, η οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν ποτέ ασύμβατη με την ιδιότητα του «στρατιωτικού» (‘askerî) και δούλοι του σουλτάνου –είτε γενίτσαροι είτε αξιωματούχοι– ασκούσαν αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητες ήδη (τουλάχιστον) από τις αρχές του 16ου αιώνα.17 Άλλωστε, κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές είχαν ενίοτε όχι συμπληρωματικό αλλά βιοποριστικό χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τις φρουρές των συνοριακών κάστρων, οι οποίες πληρώνονταν πολύ λιγότερο τακτικά απ’ ό,τι τα τακτικά στρατεύματα και αναγκάζονταν να κάνουν εμπόριο (ή και λαθρεμπόριο) με τους τοπικούς πληθυσμούς μέχρι να πληρωθούν τους μισθούς τους.18

Στο πλαίσιο αυτό της γενιτσαρικής επιχειρηματικότητας, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι στις απογραφές περιουσιών της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα οι κατώτεροι στρατιωτικοί φαίνεται να έχουν κυρίως μετρητά και δευτερευόντως ακίνητη περιουσία, κάτι που μοιάζει να αντιστρέφεται στους στρατιωτικούς αξιωματούχους (kethüda, çavuş), οι οποίοι ενδεχομένως στρέφονταν και σε επενδύσεις.19 Το πώς μια τέτοια περιουσία μπορούσε να αποκτηθεί φαίνεται, για παράδειγμα, όταν το 1651 οι γενίτσαροι που κυριαρχούν τότε στην πρωτεύουσα επιβάλλουν υψηλότερες τιμές στα υλικά που πουλούν στο δημόσιο, ανακατεύονται στον ορισμό των τιμών των προϊόντων και επενδύουν κεφάλαιο σε καταστήματα (π.χ. φούρνους ή παντοπωλεία) τα οποία χαίρουν προνομιακής μεταχείρισης.20 Αργότερα, και αντίθετα με τις εξεγέρσεις των σπαχήδων, οι οποίες εξέφραζαν ίσως περισσότερο τα συμφέροντα της μικρασιατικής αγροτικής οικονομίας, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων μοιάζουν να επιδιώκουν συχνά το συμφέρον των εμποροβιοτεχνικών τάξεων της πρωτεύουσας, σε συμμαχία συνήθως με κάποιες ομάδες της ελίτ.21 Το 18ο αιώνα πια η συμμαχία των γενιτσάρων με τους εμποροβιοτέχνες της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από τους οποίους οπωσδήποτε ανήκαν στο σώμα ή είχαν συγγενικές σχέσεις με γενιτσάρους, ήταν γεγονός.22

4. Γενίτσαροι και παραβατικότητα

Οι σχέσεις των γενιτσάρων με τα αστικά στρώματα ήταν λοιπόν πολύμορφες. Πέρα από τις εμπορικές τους συναλλαγές, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω, ή τους υπηρέτες (γιαμάκια) που αναφέρει ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης,23 οι γενίτσαροι ήταν τακτικοί θαμώνες καφενείων και ταβερνών, όπου μαζεύονταν άτομα από όλα τα αστικά στρώματα, από τους μορφωμένους, «πνευματώδεις και ηδονιστές» μέχρι τα «παιδιά της πόλης». Μέλη των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων (γενίτσαροι, άτακτοι στρατιώτες, ιππείς της Πύλης) αποτελούσαν τη σταθερή πελατεία των καφενείων της Κωνσταντινούπολης,24 των ταβερνών της25 αλλά και των χαμάμ-πορνείων της.26 Γύρω στο 1640 αναφέρεται χαρακτηριστικά πως ό,τι φόρους και πρόστιμα μαζεύουν οι γενίτσαροι τα ξοδεύουν κατευθείαν στις ταβέρνες, σαν να ήταν πληρεξούσιοι εκπρόσωποι των ταβερνιάρηδων.27

Ευνόητο είναι ότι τέτοιες συμπεριφορές ήταν σχεδόν ενδημικές, παρά τις κατά καιρούς κατασταλτικές προσπάθειες. Διαβάζουμε λόγου χάριν για τη δυσαρέσκεια του Μουράτ Γ΄ όταν, περνώντας με πλοίο μπροστά από μια παραθαλάσσια χριστιανική ταβέρνα, είδε μεθυσμένους γενίτσαρους να τον αναγνωρίζουν και να πίνουν στην υγεία του.28 Σύμφωνα μάλιστα με τον ιστορικό και συγγραφέα Κιατίπ Τσελεμπή, μία από τις αιτίες της δυσαρέσκειας των γενιτσάρων κατά του Οσμάν Β΄ (που οδήγησε στην εκθρόνιση και εκτέλεσή του το 1622) ήταν και το ότι ο αρχηγός της ανακτορικής φρουράς, λόγω της έχθρας του με τον αγά των γενιτσάρων, έκανε εφόδους στις ταβέρνες, πετώντας στη θάλασσα όσους γενιτσάρους συνελάμβανε.29

Όσον αφορά τη σχέση των γενιτσάρων με περιθωριακές ή παραβατικές συμπεριφορές, πρέπει να τονίσουμε το καθεστώς ετεροδικίας το οποίο απολάμβαναν. Οι γενίτσαροι δικάζονταν όπως είδαμε και παραπάνω από τις δικές τους αρχές, κάτι που φαίνεται να ωθούσε εκείνους μεν σε μεγαλύτερη εγκληματικότητα και κοινούς εγκληματίες στην επιδίωξη να γράφονται στο σώμα προκειμένου να εξασφαλίσουν ατιμωρησία.30 Στα τέλη του 16ου αιώνα, ένας Βόσνιος συγγραφέας, ο Χασάν Κιαφί, σημειώνει τις πολυάριθμες περιπτώσεις καταπίεσης και αυθαιρεσίας των στρατιωτικών έναντι των ραγιάδων (του φορολογούμενου πληθυσμού), παρατηρώντας ότι οι χειρότεροι ήταν οι δούλοι του σουλτάνου.31 Ένας από τους λόγους μάλιστα για τους οποίους, σε ένα συμβουλευτικό έργο των μέσων του 17ου αιώνα, θεωρείται ότι πρέπει κάθε στρατιωτικός να φορά την προορισμένη για το σώμα του ενδυμασία, είναι για να γίνεται εφικτή η άμεση εύρεση και τιμωρία του σε περίπτωση που εμπλακεί σε κάποια συμπλοκή.32 Συχνά συναντάμε γενίτσαρους ή άλλους στρατιωτικούς μπλεγμένους σε διαφόρων ειδών εγκλήματα· στα ιεροδικαστικά κατάστιχα της Κωνσταντινούπολης παρατηρεί κανείς ότι μεγάλο ποσοστό των περιστατικών σωματικής βλάβης ή φόνου φαίνεται να διαπράχθηκε από μέλη κάποιου στρατιωτικού σώματος και κυρίως από δούλους του σουλτάνου.

5. Οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων και η κατάργηση του σώματος

Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν ενδημικό φαινόμενο. Διεκδικώντας είτε αύξηση του μισθού τους είτε αποπομπή ή και εκτέλεση μη αρεστών σε αυτούς αξιωματούχων, στασίαζαν συχνά και συνήθως πετύχαιναν τους στόχους τους.

Με την εξέγερση του 1622 η ανάμειξη των γενιτσάρων στην πολιτική περνά σε νέο επίπεδο, καθώς στόχος τους πλέον δεν ήταν κάποιος βεζίρης ή άλλος αξιωματούχος αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος (ο Οσμάν Β΄), ο οποίος πλήρωσε μάλιστα με τη ζωή του τις φήμες ότι σκόπευε να καταργήσει το γενιτσαρικό σώμα. Στη συνέχεια και καθ΄ όλη τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα οι γενίτσαροι αποτέλεσαν έναν από τους ισχυρότερους παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι, συμμαχώντας με διάφορες παρατάξεις της διοικητικής ελίτ και του παλατιού και εντέλει, ιδίως από τα τέλη του 17ου αιώνα και μετά, εκφράζοντας συχνά τα συμφέροντα της εμποροβιοτεχνικής τάξης στην πρωτεύουσα. Σουλτάνοι όπως ο Μωάμεθ Δ΄ (1648-1687), ο Μουσταφά Β΄ (1695-1703) ή ο Αχμέτ Γ΄ (1703-1730) έχασαν το θρόνο τους εξαιτίας εξεγέρσεων στις οποίες πρωταγωνίστησαν οι γενίτσαροι. Το ίδιο συνέβη όταν το 1789 ο Σελίμ Γ΄ θέλησε να ιδρύσει ένα νέο τακτικό σώμα στρατού, το Nizam-i cedid (καινούρια τάξη), πάνω σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Εμπόδιο πλέον παρά πλεονέκτημα του οθωμανικού κράτους στην προσπάθειά του να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, οι γενίτσαροι της πρωτεύουσας εξουδετερώθηκαν και κατεσφάγησαν χάρη σε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο του Μαχμούτ Β΄ το 1826. Το σώμα καταργήθηκε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία πέρασε σε νέα φάση.

1. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 6-30 και 66-9· Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 77 κ.ε.

2. Shaw, S., History of the Ottoman Empire and Modern Turkey 1: Empire of the Gazis: The Rise and Decline of the Ottoman Empire, 1280-1808 (Cambridge 1976), σελ. 122-24· Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 6-30 και 66-69· İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Αθήνα 1995), σελ. 137-149 και 152-54· στο ίδιο, σελ. 145, χρήσιμος πίνακας που δείχνει όλες τις δυνατές κατευθύνσεις ανέλιξης ενός δούλου της πύλης (πρβ. και τον πίνακα στον Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 138· Murphey, R., Ottoman Warfare, 1500-1700 (London 1999), σελ. 43-49· Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση Α: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 106 κ.ε. και 389-422.

3. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 5-9 κ.α. Για μια κλασική (και τεκμηριωμένη) έκθεση της άποψης περί παρακμής του σώματος από έναν Τούρκο ιστορικό των μέσων του 20ού αιώνα, βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 477-505. Για τους έγγαμους γενιτσάρους πρβ. πρώιμες περιπτώσεις στον Lowry, H.W., Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους (Αθήνα 2004), σελ. 238 και 252.

4. Özcan, Α., Anonim Osmanlı Tarihi (1099-1116 / 1688-1704) (Ankara 2000), σελ. 183-85. Πρβ. επίσης τους πίνακες του Murphey, R., Ottoman Warfare 1500-1700 (London 1999), σελ. 45.

5. Αναλυτικός πίνακας στον İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Αθήνα 1995), σελ. 146· πρβ. και Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 79-81 και 611-20.

6. Ενδεικτικά βλ. Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî 1, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), σελ. 220, 368, 471 κ.α.· Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), σελ. 57-64· Murphey, R. (ed.-trans.), Kanûn-nâme-i sultânî li ‘Azîz Efendi: Aziz Efendi’s Book of Sultanic Laws and Regulations. An Agenda for Reform by a Seventeenth-Century Ottoman Statesman (Harvard 1985), σελ. 6 κ.α.· Mustafâ Na'îmâ, Tarih-i Na'îmâ 1 (İstanbul 1864-65), σελ. 422, 442-3 κ.α. Κατά τον Selânikî, ό.π., σελ. 18, ήδη στις τελευταίες εκστρατείες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς είχαν εισχωρήσει στο στρατό κακοποιά στοιχεία· πρβ. στον ίδιο, σελ. 230-31. Πρβ. Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 350 κ.ε.

7. Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), σελ. 57-6. Την ίδια περίπου εποχή ο νεομάρτυρας Ιωάννης ο Κάλφας (θάν. 1575), ως λεπτουργός του παλατιού, ασκεί την επιρροή του προκειμένου ο ανιψιός ενός αγά να γίνει ιτζ ογλάνι· βλ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Νέον Μαρτυρολόγιον, ήτοι μαρτυρία των νεοφανών μαρτύρων των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων...2, Πάσχος, Π.Β. (επιμ.) (Αθήνα 1961), σελ. 61.

8. Sandys, G., A Relation of a Iourney begun An. Dom. 1610. Foure Bookes containing a description of the Turkish Empire, of Aegypt, of the Holy Land, of the Remote parts of Italy, and Ilands adioyning (London 1615), σελ. 49. Ωστόσο, παρατηρεί ο ίδιος περιηγητής, πλέον γίνονται δεκτοί στο σώμα και άνθρωποι που δεν είναι ούτε γιοι ούτε εγγονοί χριστιανών.

9. Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 4 (Istanbul 1968), σελ. 418.

10. Riondel, H., Une page tragique de l'histoire religieuse du Levant: Le bienheureux Gomidas de Constantinople (1656-1707), prêtre arménien et martyr, d'après des documents inédits (Paris 1929), σελ. 5-7.

11. Πάνω από 10.000 τους υπολογίζει ο Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), σελ. 359· πρβ. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), σελ. 390.

12. Legrand, E., Recueil de poëmes historiques en grec vulgaire, relatifs à la Turquie et aux principautés danubiennes (Paris 1877), σελ. 218. «Αλτμής μπες» σημαίνει «εξήντα πέντε»· θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το κείμενο αναφέρεται στον 65o λόχο (ορτά), ξέρουμε ωστόσο ότι ο ορτάς αυτός καταργήθηκε επί Μουράτ Δ΄, ενάμιση αιώνα πριν: Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 114 σημ. 170.

13. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789). (εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς μονής του Σινά), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (επιμ.) (Κωνσταντινούπολη 1870), σελ. 763.

14. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), σελ. 389-93. Ήδη το 1584 απαγορεύεται η ανάμειξη γενιτσάρων και άλλων στρατιωτικών σε εμπορικές υποθέσεις (στις οποίες δεν έπαιρναν υπόψη τις καθορισμένες τιμές) και κυρίως στο ιδιαίτερα προσοδοφόρο εμπόριο κρέατος· Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 695-96· Refik, A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), σελ. 98, 130-31 (VΙΙΙ/38, ΙΧ/50). Το 1596 βλέπουμε να υπάρχει έλλειψη αγαθών στην πρωτεύουσα καθώς πολλοί καταστηματάρχες, όντας σπαχήδες, γενίτσαροι ή άλλοι στρατιωτικοί, έλειπαν σε εκστρατεία χωρίς να αφήσουν συνέταιρο στο πόδι τους· Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî 2, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), σελ. 615-16, 732, 784, 812.

15. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 74.

16. Refik, A., Hicrî on birinci asırda İstanbul hayatı (1000-1100)2 (İstanbul 1988), σελ. 25-26 (αρ. 52).

17. Kafadar, C., “On the Purity and Corruption of the Janissaries”, Turkish Studies Association Bulletin 15:2 (1991), σελ. 273-280.

18. Stein, M.L., “Ottoman Garrison Life: Kanije in the Mid-Seventeenth Century”, Turkish Studies Association Bulletin 17:1 (1993), σελ. 130-134.

19. Öztürk, S., Askeri kassama ait onyedinci asır İstanbul tereke defterleri (sosyo-ekonomik tahlil) (İstanbul 1995), σελ. 148.

20. Kâtib Çelebi, Fezleke 2 (İstanbul 1869-70), σελ. 373· Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 5 (Istanbul 1969), σελ. 96, 137, 139, 151.

21. Για μια απαρίθμηση των γενιτσαρικών εξεγέρσεων στην οθωμανική ιστορία βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 506-21.

22. Πρβ. Quataert, D., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922 (Αθήνα 2006), σελ. 79-81· του ίδιου, “Janissaries, Artisans and the Question of Ottoman Decline, 1730-1826”, στο Quataert,  D. (ed.), Workers, Peasants and Economic Change in the Ottoman Empire, 1730-1914 (Istanbul 1993), σελ. 197-203· Olson, R., “The Esnaf and the Patrona Halil Rebellion of 1730: A Realignment in Ottoman Politics”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 17 (1974), σελ. 329-44.

23. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789). (εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς μονής του Σινά), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (επιμ.) (Κωνσταντινούπολη 1870, φωτομηχανική ανατύπωση Αθήνα 1972), σελ. 763 («έχουσι καί γιαμάκια οι γιαννίτζαροι, οι οποίοι ούτε εις τους οδάδες κάθηνται, ούτε λουφέν έχουσιν, ούτε ταΐνια, μόνον εις καιρόν πολέμου πηγαίνουσιν εις τον πόλεμον»).

24. Saraçgil, Α., “Generi voluttuari e ragion di stato: politiche repressive del consumo di vino, caffè e tabacco nell' Impero Ottomano nei secc. XVI e XVII”, Turcica 28 (1996), σελ. 163-193 και ειδικότερα σελ. 168.

25. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi Seyahatnâmesi. Topkapı Sarayı Bağdat 304 Yazmasının Transkripsiyonu-Dizini. 1. Kitap: İstanbul, Gökyay, O.Ş. (ed.) (İstanbul 1996), σελ. 54/37b και 55/38b.

26. Bardakçı, M., Osmanlı'da seks. Sarayda gece dersleri (İstanbul 1993), σελ. 88, 90, 100, 102.

27. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 100-1. Πρβ. ένα ανέκδοτο που παραθέτει ο Kâtib Çelebi, Fezleke 1 (İstanbul 1869), σελ. 326-7, όπου γενίτσαροι και σπαχήδες πηγαίνουν τακτικά σε μια ταβέρνα και όπου ένας γενίτσαρος λέει χαρακτηριστικά ότι δεν έχει βλέψεις για την ιεραρχία και ζητά μόνο χρήματα.

28. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 482.

29. Kâtib Çelebi, Fezleke 2 (İstanbul 1869-70), σελ. 9 και 20, Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 2 (İstanbul 1968), σελ. 209, 213.

30. Heyd, U., Studies in Old Ottoman Criminal Law, Ménage, V.L. (ed.) (Oxford 1973), σελ. 221-22. Βλ. και Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), σελ. 325. Υπήρχαν βεβαίως περιπτώσεις όπου παρανομούντες γενίτσαροι τιμωρούνταν ή τουλάχιστον παύονταν.

31. İpşirli, M., “Hasan Kâfî el-Akhisarî ve devlet düzenine ait eseri Usûlü'l-hikem fî nizâmi'l-âlem”, Tarih Enstitüsü Dergisi 10-11 (1979-1980), σελ. 239-278 και ειδικότερα 275.

32. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 97, 98.

Συγγραφή : Σαρηγιάννης Μαρίνος (29/10/2007)
Για παραπομπή: Σαρηγιάννης Μαρίνος, «Γενίτσαροι», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη


Janissaries
Συγγραφή : Sariyannis Marinos (29/10/2007)
Μετάφραση : Tsokanis Anna (25/6/2008)



1. Recruting and training

Janissaries (yeni çeri, which means “new army”) were “slaves to the sultan” (kapıkulları). This institution, meaning the use of royal slaves in both the army and the administration, is part of an ancient middle-eastern tradition (with roots in ancient Iran, central Asia and the Seljuks) and, at least in theory, consolidated the sultan’s absolute power, since in that way he had in his immediate disposal a body of devoted and disciplined servants, on whom he had power of life and death. These slaves were usually prisoners of war or hostages from newly-conquered areas. They could also come about from slave markets, or, lastly, from the notorious devşirme. 1

The first records on devşirme date to the end of the 14th century; it reaches its peak during the 15th and 16th centuries, while the last reports are recorded in the early 18th century. Periodically, special officers from Istanbul (Constantinople) visited Christian villages in the Balkan Peninsula, mainly Albanian and Serbian ones, but also in Asia Minor, and selected Christian boys between 8 and 20 years old. These children were transported to the capital, where they underwent a preliminary selection process; the brightest and most able boys were named iç oğlanı and remained at the palace, while the rest were sent to rural Turkish families in order for them to learn the language and the religious ways, while a few years later they were trained in military art and discipline (from then on they were called acemî oğlan) and entered the elite musketeers corps, the celebrated Janissaries (yeniçeri), but also other salaried corps, like the armourers (cebeci), the artillerymen and canon makers (topçu), the lanced sipahi cavalry (kapukulu süvarileri, sipahişer; these sipahi should not be confused with the feudatory cavalry corps of the same name).

These corps constituted, in a way, the elite forces of the )ttoman army, especially during the 15th and 16th centuries, a period during which they were the only ones using fire arms (the Ottomans’ most important military advantage), in contrast to the lanced sipahi. Although since the 17th century other corps (especially mercenaries) had started to use muskets as well, the Janissaries’ corps continued to be of high importance during war, since, essentially, they constituted the main body of the empire’s standing army.

However, the point of devşirme was not only a military one. The children that were selected in order to provide services in the palace, the iç oğlanı, were trained in letters as well as other arts, and were taught how to read and write; after a period of time, ranging between two and seven years of training, they had to go through a second selection process, after which they left the palace bearing different ranks of military or administrative hierarchy. From the middle of the 15th century, all of the high-profile officers, the Grand Vizier included, were selected almost exclusively from the ranks of the sultan’s slaves.2

2. Decline of the recruiting system

The opportunities for social mobility for a boy after he had entered the sultan’s slaves corps were so great, that quite soon Muslim families started to pursue the right to enter their child in that specific group. For the same reason, moreover, Bosnian Muslims earned early on the right to be eligible for devşirme, as were Christian children.

The advisory literature of the period often paints the state of the empire in rather gloomy colors and proposes measures for it to reach its earlier glory; most of the writers emphasize on the decline of the Janissaries’ corps. It is frequently mentioned that what is to blame is the violation of the rules that used to regulate their formation and hierarchy (prohibition on marriage or involvement with other activities), but what is mainly decried is the great and unnecessary increase of their numbers.3 The figures given are quite characteristic. According to the great scholar Hezarfen Hüseyın Efendi, the total number of soldiers receiving wages from the Ottoman state treasury rocketed from ca. 48,000 during the reign of Süleyman I to 100,000 in the first decades of the 17th century. During the reign of Murad IV (1623-40), their number was reduced to almost half (59,000), but only to reach 94,000 again in 1670.4

In order to understand the reason of this spectacular rise, it suffices to consider the decrease of the new recruits (acem oğlanı) from 7,745 to 4,372 in 1670, while the respective number of Janissaries rose from 12,789 to 53,849.5 Consequently, the increase is not due to the intensification of the devşirme, which, furthermore, appears to slack at least since the beginning of the 17th century in contrast to the percentage of the slaves bought or captured in war, but – as it has already been stated above – to the infiltration into the Janissaries’ corps of different foreign elements originating neither from devşirme nor from alternate slave sources.

In the texts of the so-called “advisory literature” Gypsies and “city boys” (şehr oğlanları, meaning young Muslims from the lower social strata of Istanbul) are often mentioned to have been illegally registered in the Janissaries’ records; these accusations are also accompanied by reports of “Turks” (Muslim peasants from rural Asia Minor, Laz, and other Muslim ethnic groups).6 According to Koçi Bey, the whole thing started during the 1574 festivities, when some men who had helped restrain the people with oiled sacs, were granted their request to enlist in the Janissaries’ corps.7 In 1610 it is mentioned that the Janissaries are allowed to enroll their first-born sons in the records but not the rest of their offspring.8 However, in the middle of the 17th century, it is reported that the janissaries’ barrack-guards used to enlist grocers and porters, causing the protestation of the newly recruited acemî oğlan.9

It had become so easy to enlist as a Janissary that, according to a martyrology, during the same time, an Armenian named Gabriel who grew up in Istanbul, following the example of his older brother, converted to Islam and, like him, joined the Janissaries; he consequently defected from the army, returned to his former religion and was executed in 1622.10 Moreover, by the end of the century, many appear to be enlisted in the Janissaries’ records without being paid, only for remission from tax payments.11 In 1765 the infamous Phanariot Stavrakoglou appears, despite being a Christian, “to be an ‘altmış beş’ enlisted in the Janissaries’ corps/and to have so great a fame acquired”, that the bostancıbaşi is afraid to execute him “in case the yoldaş do come and get him”.12 By the end of the 18th century, Athanasios Komninos Ypsilantis may well simply note that “the Janissary title is hereditary; most Turks are enlisted in the corps as soon as they are selected (to serve the Sultan), in order to share their privileges”.13

3. The Janissaries’ part in the capital’s everyday life

Something often commented upon by the Ottoman political literature is the fact that many palace slaves occupied themselves with a variety of activities not included in their duties, mainly concerning profitable commercial business;14 in fact, in some occasions, these ventures were not even legal. The collaboration of Janissaries with non-Muslims in wine smuggling15 or the illegal Janissary involvement with slave-trade16, for example, is mentioned. It has to be noted, however, that this historiographical tradition is part of a specific kind of “literature of decline” and has to be studied cautiously. In reality, financial activities were never incompatible to the status of any “military man” (‘askerî); so, slaves to the sultan – either Janissaries or officials– embarked on both agricultural and commercial activities since (at least) the beginnings of the 16th century.17 Besides that, however, some of these enterprises were often not even a secondary way of earning a living, but a primary one, especially regarding the guards in border frontier fortresses, who were being paid less regularly than the standing army and, consequently, were forced to deal (or even smuggle) with the indigenous population until their wages were paid.18

In that context of the Janissaries’ business ventures, it is interesting to note that in the 17th century censuses, lower army officers seem to own mainly cash and secondly mobile assets, a fact which is reversed concerning the higher officers (kethüda, çavuş), who were, probably, also involved in investments.19 As to how it was possible to accumulate such a fortune, it is apparent, for example, when one takes into consideration that in 1651 the Janissaries, the actual rulers of the capital at the time, impose higher prices on the material they sell to the state, have their say in the products’ prices and invest capital in establishments (eg. bakeries, convenience stores) that operate under certain privileges.20 Later on, and contrary to the sipahi revolts, that mainly expressed the interests of the Asia Minor rural economy, the Janissaries’ revolts often appear to serve the interests of the commercial classes of the capital, usually in coalition with some of the elite groups as well.21 In the 18th century, the open alliance between the Janissaries and the artisans of Istanbul, most of whom were either enlisted in the corps or had family relations to Janissaries, was a fact.22

4. Janissaries and transgression

Evidently, the relations between the Janissaries and the urban social groups were of many kinds. Besides the commercial transactions, mentioned in the above chapter, and the servants (yamak) mentioned by Athanasios Komninos Ypsilantis,23 the Janissaries also frequented coffee shops and taverns, where people from all social strata gathered; from the highly cultivated, to the “witty and lustful”, to “city boys”. Members of the various military corps (Janissaries, irregular soldiers, sipahi of the Porte) made up the usual clientele for the coffee shops, 24 the taverns,25 but also the bath-houses and brothels26 of Constantinople. Around 1640 it is characteristically stated that all the taxes and fines gathered by the Janissaries were immediately spent on taverns, as if they were agents of the tavern proprietors.27

It is understandable that such kind of behaviour was almost endemic in the corps, no matter the suppressive efforts made from time to time. We read, for example, about Murad III’s discontent when, while passing by boat a seaside Christian tavern, he saw a group of drunken Janissaries saluting him and drinking to his health.28 Consequently, according to the writer and historian Kâtib Çelebi, one of the reasons of the Janissaries’ disaffection for Osman II (disaffection that led to his dethronement and execution in 1622) was the fact that the chief of the palace guard, because of a grudge between him and the Ağa of the Janissaries, used to charge into taverns and throw the Janissaries he arrested into the sea.29

Regarding the relations between the Janissaries and fringe or delinquent behaviour, we have to stress the privilege of exterritoriality they enjoyed. As we saw earlier, Janissaries were being tried by their own judges, a privilege that appears to have encouraged them to take on criminal action; it also encouraged common criminals to try to enlist in the corps in order to ensure impunity.30 In the end of the 16th century, a Bosnian writer named Hasan Kâfî, records the many cases of oppression and arbitrariness of the soldiers against the reaya (the tax-paying population), noting that the worst were the sultan’s slaves.31 Moreover, in a advisory text from the mid-17th century it is stated that all military men should wear their special uniform in order to make it easier to find and arrest them in case they got involved in a brawl.32 Janissaries and other soldiers are often recorded to be involved in many kinds of crimes; in most of the judicial records of Istanbul is striking the high percentage of cases of injuries or murder committed by members of the army corps and, mainly, by the sultan’s slaves.

5. Janissaries’ revolts and the elimination of the corps

Since as early as the final decades of the 16th century, revolts by the Janissaries of Constantinople were endemic. Either demanding a raise in pay or the discharge and execution of officers they disliked, they often revolted and, usually, got their way.

With the 1622 revolt, their involvement in politics entered a different level, since their target was no more a vizier or other officer, but the sultan himself (Osman II, in this case), who paid with his own life the rumors that he was intending to abolish their corps. After that and during the whole 17th and 18th century, their corps was considered one of the most powerful players in the Ottoman political game, by allying with different groups within the administrative elite and the palace and, finally, from the end of the 17th century onwards by serving the interests of the capital’s artisans and traders. Sultans like Mehmed IV (1648-1687), Mustafa II (1695-1703), Ahmed III (1703-1730) were dethroned because of revolts staged by Janissaries. The same happened when in 1789 Selim III wanted to found a new regular army corps, the Nizam‑i cedid (new order), based on European army standards. By now, being an obstacle instead of an advantage in the Ottoman state’s effort to follow developments in Europe, the Janissaries of the capital were eliminated and slaughtered due to a well organized plan by Mahmud II in 1826. The corps was altogether abolished and the Ottoman Empire entered a new phase.
1. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), pp. 6-30 and 66-9; Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση I: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Athens 2005), p. 77 ff.

2. Shaw, S., History of the Ottoman Empire and Modern Turkey I: Empire of the Gazis: The Rise and Decline of the Ottoman Empire, 1280-1808 (Cambridge 1976), pp. 122-24; Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), pp. 6-30 and 66-69; İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Athens 1995), pp. 137-149 and 152-54; Ibid, p. 145, useful table indicating all the possible ways a court slave could follow in order to reach the highest ranks (compare to the table in Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), p. 138; Murphey, R., Ottoman Warfare, 1500-1700 (London 1999), pp. 43-49; Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση I: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Athens 2005), pp. 106 ff. and 389-422.

3. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, in Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), pp. 5-9 etc. For a legitimate and documented display of this view concerning the decline of the corps by a Turkish historian of the mid-20th century, see Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), pp. 477-505. For the married janissaries see early cases in Lowry, H.W., Η φύση του πρώιμου οθωμανικούκράτους (Athens 2004), pp. 238 and 252.

4. Özcan, Α., Anonim Osmanlı Tarihi (1099-1116 / 1688-1704) (Ankara 2000), pp. 183-85. Also compare the tables in Murphey, R., Ottoman Warfare 1500-1700 (London 1999), p. 45.

5. Detailed table in İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Athens 1995), p. 146; Also compare Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), pp. 79-81 and 611-20.

6. See eg Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî, vol. I, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), pp. 220, 368, 471 ff.; Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), pp. 57-64; Murphey, R. (ed.-transl.), Kanûn-nâme-i sultânî li ‘Azîz Efendi: Aziz Efendi’s Book of Sultanic Laws and Regulations. An Agenda for Reform by a Seventeenth-Century Ottoman Statesman (Harvard 1985), p. 6 ff.; Mustafâ Na'îmâ, Tarih-i Na'îmâ, vol. I (İstanbul 1864-65), pp. 422, 442-3 ff. According to Selânikî, Ibid., p. 18, even since the last campaigns of Süleyman the Magnificent, criminals had infiltrated the army; Also see in Selânikî, pp. 230-31. Also see. Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση I: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Athens 2005), p. 350 ff.

7. Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), pp. 57-6. During approximately the same time, the neo-martyr Ioannis the Apprentice (Ioannis o Kalfas, d. 1575), bearing the rank of leptourgos in the palace, exercises his influence in order to secure the status of iç oğlanı for the son of an Ağa; see Νικόδημος Αγιορείτης, Νέον Μαρτυρολόγιον, ήτοι μαρτυρία των νεοφανών μαρτύρων των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων..., Πάσχος, Π.Β. (ed.) (Athens 1961), p. 61.

8. Sandys, G., A Relation of a Iourney begun An. Dom. 1610. Foure Bookes containing a description of the Turkish Empire, of Aegypt, of the Holy Land, of the Remote parts of Italy, and Ilands adioyning (London 1615), p. 49. However, men who are neither sons nor grandsons of Christians are by then accepted in the corps, observes the same traveller.

9. Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima, vol. IIII (İstanbul 1968), p. 418.

10. Riondel, H., Une page tragique de l'histoire religieuse du Levant: Le bienheureux Gomidas de Constantinople (1656-1707), prêtre arménien et martyr, d'après des documents inédits (Paris 1929), pp. 5-7.

11. Ricaut estimates their number up to more than 10,000 men, Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), p. 359; also see Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), p. 390.

12. Legrand, E., Recueil de poëmes historiques en grec vulgaire, relatifs à la Turquie et aux principautés danubiennes (Paris 1877), p. 218. “Altmış beş” means “sixty five”; one could suppose that the text refers to the 65th company (orta), but that this specific orta is known to have been abolished during the reign of Murad IV’, one and half century before. Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση I: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Athens 2005), p. 114 note 170.

13. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (ed.) (Constantinople 1870), p. 763.

14. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), pp. 389-93. As early as 1584 it is prohibited for Janissaries and members of the other military corps to occupy themselves with commercial affairs (in which they did not respect the issued tariffs), and, especially, in the lucrative meat trade; Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), pp. 695-96; Refik, A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), pp. 98, 130-31 (VΙΙΙ/38, ΙΧ/50). In 1596, there appears to be a shortage of goods in the capital, since many proprietors, being sipahi, Janissaries, or military men in general, were away on campaign without leaving an associate behind to tend to their business; Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî, vol. II, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), pp. 615-16, 732, 784, 812.

15. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, in Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), p. 74.

16. Refik, A., Hicrî on birinci asırda İstanbul hayatı (1000-1100)2 (İstanbul 1988), pp. 25-26 (No. 52).

17. Kafadar, C., “On the Purity and Corruption of the Janissaries”, Turkish Studies Association Bulletin 15:2 (1991), pp. 273-280.

18. Stein, M.L., “Ottoman Garrison Life: Kanije in the Mid-Seventeenth Century”, Turkish Studies Association Bulletin 17:1 (1993), pp. 130-134.

19. Öztürk, S., Askeri kassama ait onyedinci asır İstanbul tereke defterleri (sosyo-ekonomik tahlil) (İstanbul 1995), p. 148.

20. Kâtib Çelebi, Fezleke, vol II (İstanbul 1869-70), p. 373; Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naimai, vol. V (İstanbul 1969), pp. 96, 137, 139, 151.

21. For a list of the Janissaries’ revolts in Ottoman history see Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), pp. 506-21.

22. Also see Quataert, D., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922 (Athens 2006), pp. 79-81; Quataert, D., “Janissaries, Artisans and the Question of Ottoman Decline, 1730-1826”, in Quataert, D. (ed.), Workers, Peasants and Economic Change in the Ottoman Empire, 1730-1914 (İstanbul 1993), pp. 197-203; Olson, R., “The Esnaf and the Patrona Halil Rebellion of 1730: A Realignment in Ottoman Politics”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 17 (1974), pp. 329-44.

23. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (ed.) (Constantinople 1870), p. 763 («έχουσι καί γιαμάκια οι γιαννίτζαροι, οι οποίοι ούτε εις τους οδάδες κάθηνται, ούτε λουφέν έχουσιν, ούτε ταΐνια, μόνον εις καιρόν πολέμου πηγαίνουσιν εις τον πόλεμον»).

24. Saraçgil, Α., “Generi voluttuari e ragion di stato: politiche repressive del consumo di vino, caffè e tabacco nell' Impero Ottomano nei secc. XVI e XVII”, Turcica 28 (1996), pp. 163-193 and especially p. 168.

25. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi Seyahatnamesi. Topkapı Sarayı Bağdat 304 Yazmasının Transkripsiyonu-Dizini. 1. Kitap: İstanbul, Gökyay, O.Ş. (ed.) (İstanbul 1996), pp. 54/37b and 55/38b.

26. Bardakçı, M., Osmanlı'da seks. Sarayda gece dersleri (İstanbul 1993), pp. 88, 90, 100, 102.

27. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, in Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), pp. 100-1. Also see the anecdote recorded by Kâtib Çelebi, Fezleke, vol. I (İstanbul 1869), pp. 326-7, in which Janissaries and sipahi frequent a tavern and where one Janissary characteristically claims that he is not interested in getting promoted in rank and asks only for money.

28. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, vol. II (Ankara 1988), p. 482.

29. Kâtib Çelebi, Fezleke, vol. II (İstanbul 1869-70), pp. 9 & 20, Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima, vol. II (İstanbul 1968), pp. 209, 213.

30. Heyd, U., Studies in Old Ottoman Criminal Law, Ménage, V.L. (ed.) (Oxford 1973), pp. 221-22. Also see Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies,their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), p. 325. There were, of course, cases that janissaries who had broken the law were either punished or at least discharged.

31. İpşirli, M., “Hasan Kâfî el-Akhisarî ve devlet düzenine ait eseri Usûlü'l-hikem fî nizâmi'l-âlem”, Tarih Enstitüsü Dergisi 10-11 (1979-1980), pp. 239-278 and especially 275.

32. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, in Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), pp. 97, 98.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου