15/10/12

Η Ελληνική εξωτερική πολιτική πριν το 1936

Το αίτημα της διαβαλκανικής συνεννόησης.
 Συγκέντρωση υπέρ του βασιλιά Γεωργίου Β'
 και του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Αθήνα, Φωτογραφικό Αρχείο Πολεμικού Μουσείου
, αρ. εισ. 0169.© Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.

Η αποδυναμωμένη διεθνώς και εξαρτημένη οικονομικά Ελλάδα στη δεκαετία του '20 αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες προκειμένου να διέλθει με επιτυχία την πολλαπλά βεβαρημένη συγκυρία, που σημαδεύτηκε εκτός των άλλων από την οικονομική κρίση του '29 και την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. Η σύναψη μίας σειράς συμφώνων φιλίας και η συμμετοχή στην πορεία της διαβαλκανικής συνεννόησης αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκε η ελληνική διπλωματία.
Από την άλλη πλευρά, οι επαφές με τις Μεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν να εγγράφονται στο πλαίσιο της τήρησης "ίσων αποστάσεων", με την Αγγλία να διατηρεί ένα μικρό προβάδισμα, έως τουλάχιστον το 1935, που σχετιζόταν και με τους οικονομικούς δεσμούς της χώρας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο 1936-1944 χαρακτηρίστηκε από μια κινητικότητα και ρευστότητα σε όλα τα επίπεδα: πολιτική συμμαχιών, αναζήτηση μορφών συλλογικής ασφάλειας, σχέσεις με τις γείτονες χώρες και τις Μεγάλες Δυνάμεις στο διεθνή χώρο. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου κληρονόμησε δομές και υποχρεώσεις στο επίπεδο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, τις οποίες δήλωσε πως θα διατηρούσε και θα ενίσχυε με νέες πρωτοβουλίες.

Το αίτημα της διαβαλκανικής συνεννόησης

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η ελληνική εξωτερική πολιτική κινήθηκε σε δύο συμπληρωματικά επίπεδα:
α. Στο βαλκανικό χώρο, οι προσπάθειες για την επίτευξη συνεννόησης μεταξύ των κρατών της βαλκανικής χερσονήσου τοποθέτησαν την Ελλάδα στο κέντρο της προσπάθειας για τη διαμόρφωση ενός συστήματος διαβαλκανικής συλλογικής ασφάλειας, το οποίο προβλήθηκε ως βιώσιμη λύση για τη σταδιακή αποσταθεροποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος στη δεκαετία του 1930. Το αίτημα της αναζήτησης ενός ευρύτερου συστήματος διακρατικής συνεργασίας, υιοθετήθηκε από τέσσερις βαλκανικές κυβερνήσεις (Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Τουρκίας, Ρουμανίας), οδήγησε σε μία σειρά επιμέρους συνεννοήσεων και επισφραγίστηκε από το βαλκανικό σύμφωνο του 1934.
β. Ειδικά μετά το 1933, η Ελλάδα προσπάθησε να κρατήσει πολιτική "ίσων αποστάσεων", αποφεύγοντας κάθε ενέργεια που θα διατάραζε την ισορροπία απέναντι στα δύο διαγραφόμενα ευρωπαϊκά στρατόπεδα (Ιταλία-Γερμανία, Βρετανία-Γαλλία). Στο πλαίσιο μιας προσεκτικής εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα διατήρησε σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τα δύο φασιστικά καθεστώτα (της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας), αλλά παράλληλα καλλιέργησε κλίμα συνεννόησης με τη Βρετανία, αναγνωρίζοντας τα συμφέροντα της τελευταίας στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου.

Η διαβαλκανική προσέγγιση

Τα βαλκανικά κράτη επέδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την εξεύρεση μορφών συλλογικής αντιμετώπισης διεθνών προβλημάτων. Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 1929 και απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 οδήγησε σε μείωση της αγοραστικής δύναμης των βαλκανικών χωρών και σε προστατευτισμό, επηρεάζοντας αρνητικά τις οικονομίες των κρατών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Στο πλαίσιο αναζήτησης λύσεων, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία συμμετείχαν σε μία διεθνή συνδιάσκεψη με σκοπό τη δημιουργία ενός συστήματος οικονομικής συνεργασίας ανάμεσα σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης και της Βαλκανικής.
Παράλληλα, η δυνατότητα μιας Βαλκανικής Συνομοσπονδίας με τη συμμετοχή όλων των κρατών της χερσονήσου εξετάστηκε σοβαρά σε μία σειρά συνδιασκέψεων στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Η ελληνική κυβέρνηση διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη σύγκληση της πρώτης συνδιάσκεψης (Αθήνα, Οκτώβριος 1930). Ως το 1933 τα βαλκανικά κράτη θεσμοποίησαν ετήσιες συνδιασκέψεις (Κωνσταντινούπολη, Οκτώβριος 1932, Βουκουρέστι, Οκτώβριος 1933, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1933), με απώτερο στόχο την ενίσχυση της διαβαλκανικής συνεργασίας, την επίλυση ενδοβαλκανικών διαφορών και τη διαμόρφωση ενός συνασπισμού κρατών ως πόλο σταθερότητας στο ευρωπαϊκό σύστημα.

Το Βαλκανικό Σύμφωνο

H ατμόσφαιρα ενδοβαλκανικής σύμπνοιας που επικράτησε στις συνεννοήσεις της περιόδου 1932-34 δεν απέτρεψε την κατάδειξη της περιορισμένης εμβέλειας του βαλκανικού συμφώνου στην ευρωπαϊκή κλίμακα. Η ανάδυση μίας σειράς κεντρόφυγων δυνάμεων στους επιμέρους συμβαλλόμενους διέβρωσε από πολύ νωρίς τις μικρές κατ' ουσία δυνατότητες αποδοχής και παγίωσης αυτών που είχαν συμφωνηθεί. Η Γιουγκοσλαβία, φανερά δυσαρεστημένη προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τη Βουλγαρία, ενώ η 'Αγκυρα έτεινε να αυξήσει τους δεσμούς της με το Βελιγράδι.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, κατέστησε σαφές ότι δε θα δεσμευόταν από το σύμφωνο σε περίπτωση που κάποιο άλλο κράτος-μέλος δεχόταν επίθεση από τρίτη Δύναμη. Δεσμευμένη από το ελληνοϊταλικό σύμφωνο του 1928, ήθελε να αποφύγει την εμπλοκή της σε ενδεχόμενη σύγκρουση με την Ιταλία, σε περίπτωση που η τελευταία ερχόταν σε ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία ως αποτέλεσμα των ήδη τεταμένων σχέσεων των δύο χωρών από τα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Κατά συνέπεια, το σύμφωνο παρείχε εγγυήσεις συλλογικής ασφάλειας ενόσω το παρόν κλίμα διεθνών συσχετισμών, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, δε μεταβαλλόταν σημαντικά. Σε περίπτωση ανατροπών, ωστόσο, η ισχύς του φάνηκε από την αρχή πως θα ήταν περιορισμένη. Με την επιδείνωση του κλίματος από το 1936 και μετά, η βαλκανική Entente άρχισε να καταρρέει, αποκαλύπτοντας τα σαθρά πολιτικά θεμέλια της ενδοβαλκανικής συνεργασίας και ενότητας.

Η εμβέλεια της διαβαλκανικής συνεργασίας

Η βαλκανική χερσόνησος αποτελούσε μικρογραφία μιας ευρύτερης διχοτόμησης μεταξύ συστημικών και αναθεωρητικών καθεστώτων που χαρακτήριζε όλο το ευρωπαϊκό σύστημα κρατών. Κατά συνέπεια, από την αρχή της απόπειρας της διαβαλκανικής συνεννόησης, διαφάνηκαν σημαντικά προβλήματα συνοχής. Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία και η Ρουμανία ενδιαφέρονταν για την παγίωση του βασικού εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή, πέρα από επιμέρους τροποποιήσεις προς όφελός τους. Από την άλλη πλευρά, η Βουλγαρία επίμονα αρνήθηκε να δεσμευθεί σε μια συμφωνία παγίωσης του εδαφικού χάρτη πάνω στη βάση της συνθήκης του Neuilly.
Κατά συνέπεια, το σύμφωνο για τη σύμπηξη της βαλκανικής Entente υπογράφτηκε από τις τέσσερις προαναφερθείσες χώρες -χωρίς τη συγκατάθεση της Βουλγαρίας- στο Βελιγράδι, το Φεβρουάριο του 1934. Κατά το πρότυπο της μικρής Entente στην κεντρική Ευρώπη, τα βαλκανικά κράτη δεσμεύονταν να προασπίσουν το υπάρχον εδαφικό καθεστώς και να συμβουλεύονται το ένα το άλλο σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Η διάρκεια του συμφώνου προβλεπόταν αρχικά διετής με δυνατότητα ανανέωσης. Τα κράτη που την υπέγραψαν κατέστησαν σαφές ότι το σύμφωνο δε στρεφόταν σε καμιά περίπτωση εναντίον της Βουλγαρίας, η οποία προσκλήθηκε να προσχωρήσει στην Entente σε εύθετο χρόνο.
Όπως έχει συχνά επισημανθεί, η πρωτοβουλία σύμπηξης της σχετικής συμμαχίας ανταποκρινόταν κυρίως στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της γαλλικής πολιτικής και υπό την έννοια αυτή υπονομεύτηκε στην πράξη από τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, στο βαθμό που ανέτρεπε το ήδη υπάρχον σύστημα ισορροπιών.


Οι διεθνείς σχέσεις της χώρας

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, και τουλάχιστον έως τα μισά της δεκαετίας του 1930, η ελληνική εξωτερική πολιτική αναπροσαρμόστηκε, μετασχηματίζοντας τα αιτούμενα και τις πρακτικές της ανάλογα με τα ευμετάβλητα δεδομένα που χαρακτήριζαν την περίοδο αυτή. Η διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, η οποία -παρά τις πυκνές πολιτικές εναλλαγές- κινούνταν με γοργούς ρυθμούς προς την εσωτερική ανασυγκρότηση και τη βιομηχανική ανάπτυξη, απαιτούσε την υιοθέτηση ευέλικτων αλλά και άμεσων διπλωματικών μεθοδεύσεων. Αναμφίβολα η επιτυχία τέτοιων κινήσεων δεν εξαρτιόταν μόνο από εύστοχες επιλογές στη χάραξη της σχετικής πολιτικής, αλλά και από το ειδικό βάρος και τα διεθνή ερείσματα που διέθετε η χώρα στο διπλωματικό πεδίο.


Οι σχέσεις με Τουρκία και Ιταλία

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις απασχόλησαν σοβαρά την ελληνική εξωτερική πολιτική μετά το έτος-ορόσημο 1922. Οι προσπάθειες εύρεσης ενός ειρηνικού modus vivendi επιστέφθηκαν με το σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας (Οκτώβριος 1930). Η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και συνεχίστηκε κατά την επόμενη δεκαετία όχι μόνο σε απευθείας διμερές επίπεδο αλλά και μέσα στο πλαίσιο της βαλκανικής Entente.
Μεγάλη βελτίωση σημειώθηκε στο επίπεδο των σχέσεων της Ελλάδας με την Ιταλία. Η σύναψη εμπορικών συμφωνιών από το 1926 και μετά, και κυρίως η υπογραφή του συμφώνου συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού το 1928, έθεσαν τέρμα σε μία περίοδο έντασης και κρίσης από την εποχή του επεισοδίου της Κέρκυρας (1923). Η Ιταλία είχε προσπαθήσει έντονα να επιτύχει τη σύναψη ενός τριμερούς συμφώνου με την Ελλάδα και την Τουρκία, κάτι που ωστόσο δεν ευοδώθηκε, καταλήγοντας έτσι σε δύο ξεχωριστές διμερείς συμφωνίες της με τις δύο βαλκανικές χώρες.
Η σημασία των συμφώνων αυτών ήταν διαφορετική για καθεμία από τις τρεις χώρες. Η Ελλάδα πέτυχε την εξομάλυνση των σχέσεων της με τους δύο ισχυρότερους γείτονες της ως μέτρο αποκατάστασης της ισορροπίας στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ιταλία, από την άλλη πλευρά, επεδίωξε τη διεύρυνση των συμμαχιών της στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αλλά παράλληλα διατήρησε τις στενές επαφές της με το βουλγαρικό καθεστώς, ενισχύοντας τις αναθεωρητικές του τάσεις. Αυτή η διπλή ιταλική τακτική εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη χλιαρή αντίδραση του φασιστικού καθεστώτος στο βαλκανικό σύμφωνο, το οποίο έδειχνε να αποκλείει την Ιταλία από έναν ενεργό διπλωματικό ρόλο στην περιοχή και ερμηνεύτηκε ως κίνηση απομόνωσης της αναθεωρητικής Βουλγαρίας.


Οι Ελληνο- γιουγκοσλαβικές σχέσεις

Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις διήλθαν μια έντονη περίοδο κρίσης στη δεκαετία του 1930. Αφορμή στάθηκε η Ελεύθερη Ζώνη της Θεσσαλονίκης και η πρόσβαση της Γιουγκοσλαβίας στο Αιγαίο. Το αίτημα της τελευταίας για φθηνότερες χρεώσεις κατά τη χρήση της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελής-Θεσσαλονίκης ικανοποιήθηκε ως ένα βαθμό από την Ελλάδα το 1925.
Ωστόσο, οι γιουγκοσλαβικές απαιτήσεις για τον αποκλειστικό έλεγχο όλης της Ζώνης απορρίφθηκαν και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών διακόπηκαν μέσα σε κλίμα έντασης. Οι προσπάθειες για εξεύρεση λύσης συνεχίστηκαν το 1926 αλλά η τελική διευθέτηση ήρθε το 1929. Η ελληνοϊταλική προσέγγιση το 1928 υπογράμμισε στη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση τον κίνδυνο απομόνωσης και περικύκλωσης της χώρας, οδηγώντας την σε διάθεση συνεργασίας και έμπρακτες υποχωρήσεις που κατέστησαν μια ελληνογιουγκοσλαβική συνεργασία δυνατή. Με το πρωτόκολλο του 1929 η Ελλάδα εξασφάλισε τον οριστικό έλεγχο της Ζώνης και της σιδηροδρομικής γραμμής, παραχωρώντας κάποιες ευνοϊκές ρυθμίσεις για τη γιουγκοσλαβική πρόσβαση στη Θεσσαλονίκη και στο Αιγαίο.


Οι επαφές με την Αγγλία

Απέναντι στην Αγγλία, η ελληνική εξωτερική πολιτική κινήθηκε στο πλαίσιο της φιλικής συνεργασίας κατά τη δεκαετία του 1930, αναγνωρίζοντας το έντονο ενδιαφέρον της τελευταίας για τη διατήρηση των ισορροπιών στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα καταδίκασε την εξέγερση στην Κύπρο το 1931, παρά την έκδηλη συμπάθεια της ελληνικής κοινής γνώμης προς τον κυπριακό λαό και το αίτημα της Ένωσης. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα μαζί με τις άλλες χώρες της βαλκανικής Entente υποστήριξαν την αγγλογαλλική πρωτοβουλία για επιβολή διεθνών κυρώσεων στην Ιταλία μέσω της Κοινωνίας των Εθνών, αντιδρώντας έτσι στην εισβολή της στην Αιθιοπία.


Η πολιτική των 'ίσων αποστάσεων'

Oι ελληνικές κυβερνήσεις συνειδητοποίησαν την ανάγκη για τη διατήρηση μιας πολιτικής "ίσων αποστάσεων" απέναντι στα δύο ευρωπαϊκά στρατόπεδα (Αγγλία-Γαλλία και Γερμανία-Ιταλία) που άρχισαν να αποκτούν σταθερή υπόσταση μετά το 1935. Ωστόσο, η ελληνογερμανική συμφωνία που συνάφθηκε ανάμεσα στις δύο χώρες το 1936 προέβλεπε την επέκταση των εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών και εξασφάλιζε την παροχή στρατιωτικού υλικού για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, οι διεθνείς συνθήκες επέτρεπαν μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δεδομένου ότι η δομή των συμμαχιών στο ευρωπαϊκό σύστημα δεν είχε ακόμα αποκρυσταλλωθεί και η ελευθερία επιλογών εξακολουθούσε να είναι σημαντική. Προβλήματα άρχισαν να διαφαίνονται από το 1935 και μετά, αλλά η θέση της Ελλάδας στην περιφέρεια της Ευρώπης δεν επέβαλλε άμεσες κινήσεις, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων εξακολουθούσε να επικεντρώνεται στον κίνδυνο του γερμανικού επεκτατισμού στην κεντρική Ευρώπη.

{Το παραπάνω αποτελεί εξιστόρηση και όχι κριτική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου...Για περισσότερη κατανόηση των γεγονότων απαιτείται η μελέτη περισσότερων συγγραφών για την περίοδο αυτή}
Πηγή

Συνέχεια στο εξωτερική πολιτική 1936-1944
Η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Μεταξά

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου