24/10/12

Πειρατεία στο Αιγαίο



 Η φύση και τα ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά της πειρατείας στη θάλασσα του Αιγαίου

Η πειρατεία στο Αιγαίο αποτέλεσε συνεχές ιστορικό φαινόμενο μέσα στους αιώνες που εξετάζουμε, με μεταβαλλόμενη ένταση και διαφορετική φύση κατά περιόδους. Η αναφορά, κατά συνέπεια, στο ιστορικό φαινόμενο της πειρατείας από το 13ο αιώνα ως περίπου και τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, αλλά πρέπει να υπολογίζονται όλες οι εκφάνσεις του φαινομένου.

Πιο συγκεκριμένα, η επαρκής ανάλυση προϋποθέτει τη διάκριση της πειρατείας από το κούρσος, δηλαδή τη με συγκεκριμένους στόχους, ελεγχόμενη από μία κρατική εξουσία, κατευθυνόμενη πειρατεία. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία με καθαρά κερδοσκοπικά κίνητρα από εκείνη που γινόταν μέσα στο πλαίσιο ναυτικού διακρατικού ή ιερού πολέμου. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεταπήδηση από τη μία μορφή πειρατείας στην άλλη ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την έρευνα του φαινομένου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που απλοί πειρατές μετατρέπονταν σε κουρσάρους μέσα στο πλαίσιο του ιερού πολέμου και στην υπηρεσία μιας κρατικής εξουσίας, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Από την άλλη πλευρά, μορφές πειρατείας που γίνονταν στο όνομα της θρησκείας και του ιερού πολέμου εκτρέπονταν πολύ συχνά σε ληστρικές επιδρομές, ανεξάρτητα από τη θρησκεία των θυμάτων, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των Ιωαννιτών ιπποτών.

Πρέπει ακόμη να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία που προερχόταν από δυνάμεις που βρίσκονταν εκτός Αιγαίου (κυρίως από ευρωπαϊκά και βορειοαφρικανικά μουσουλμανικά κράτη), και από αυτή, μικρότερης κλίμακας, που προερχόταν από τους ντόπιους νησιωτικούς πληθυσμούς. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι δύο αυτές μορφές πειρατείας δεν αλληλοδιαπλέκονταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, ιδιαίτερα από το 17ο αιώνα και μετά, που ντόπιοι ναυτικοί υπηρετούσαν σε ευρωπαϊκούς πειρατικούς στόλους ή ακόμη λειτουργούσαν ως κουρσάροι ξένων ναυτικών δυνάμεων.

Επιπλέον διάκριση πρέπει να γίνεται και στις μορφές της πειρατείας, όσον αφορά τους στόχους της. Αν δηλαδή οι πειρατές ή κουρσάροι κούρσευαν μόνο πλοία ή λεηλατούσαν και παραθαλάσσιες περιοχές. Αν είχαν στόχο κυρίως την πώληση αιχμαλώτων ως δούλων ή αποκλειστικά εμπορεύσιμα αγαθά.

Δεν μπορούμε, τέλος, να παραβλέψουμε τις διαφορετικές οπτικές των ανθρώπων της εποχής. Σίγουρα οι απόψεις των πειρατών για τις ενέργειές τους ήταν διαφορετικές από αυτές των θυμάτων τους ή του κράτους το οποίο ζημίωναν. Αν ο Μοροζίνι για τους Βενετούς ήταν ήρωας, για τους Οθωμανούς δεν ήταν παρά ένας πειρατής, ενώ το αντίστροφο ίσχυε για τον Μπαρμπαρόσα. Ακόμη, διαφορετικές θα ήταν οι αντιλήψεις για την πειρατική δράση των κοινοτήτων που έπεφταν θύματα των πειρατών από τις αντιλήψεις των κοινοτήτων που είτε ασκούσαν πειρατεία είτε ωφελούνταν οικονομικά από αυτή.

Οι παραπάνω παράμετροι, καθώς και αρκετές άλλες, με την πολυπλοκότητα και την αλληλοεπικάλυψή τους, διαμορφώνουν το διαχρονικό φαινόμενο της πειρατείας στο Αρχιπέλαγος, με τις διάφορες εκφάνσεις του κατά περιόδους.


Το γεωγραφικό, πολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο της πειρατείας στο Αιγαίο

Πέρα από τις διάφορες μορφές του φαινομένου της πειρατείας, πρέπει να αναφερθούμε και σε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες οι οποίοι αποτέλεσαν είτε το υπόβαθρο που ευνόησε την εκδήλωση της πειρατικής δράσης είτε τα ίδια τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή.

Ένας πρώτος παράγοντας είναι η γεωγραφική θέση του Αιγαίου μέσα στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, όπως επίσης και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του Αρχιπελάγους.



Πιο συγκεκριμένα, το Αιγαίο σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο βρισκόταν πάνω στους τρεις βασικούς εμπορικούς άξονες που ένωναν τη Δύση με την Ανατολή και, κατ’ επέκταση, με τους δρόμους του μεταξιού και των μπαχαρικών. Έτσι, το Αιγαίο αποτελούσε μέρος του άξονα από τα λιμάνια της Δύσης προς την Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη διαδρομή του μεταξιού προς την Κίνα. Επιπλέον, το νότιο Αιγαίο ήταν πάνω στον άξονα από την Ευρώπη προς τη Συρία και τους Αγίους Τόπους, όπου βρισκόταν η εναλλακτική αφετηρία του δρόμου του μεταξιού. Τέλος, το νοτιοανατολικό Αιγαίο, και συγκεκριμένα τα Δωδεκάνησα, αποτελούσαν τον κόμβο που συνέδεε την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, σταθμό του εμπορίου των μπαχαρικών, ίσως του πιο επικερδούς εμπορίου για μεγάλες χρονικές περιόδους.

Αυτοί οι εμπορικοί άξονες, καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε, δεν έχασαν ουσιαστικά την αξία τους παρά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και των εναλλακτικών διαδρομών προς τις Ινδίες, στα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν λοιπόν επόμενο το Αιγαίο να αποτελεί, ως μέρος της Ανατολικής Μεσογείου, πεδίο σύγκρουσης των μεγάλων ναυτικών και εμπορικών δυνάμεων. Ακριβώς αυτή η πολεμική σύγκρουση, κυρίως της οθωμανικής εξουσίας με τα δυτικά κράτη για τον έλεγχο των εμπορικών αξόνων, η οποία ήταν σχεδόν ακατάπαυστη, ευνόησε την εκδήλωση της πειρατείας με διάφορες μορφές. Αυτή η σύγκρουση όμως δε σημαίνει ότι αποκλειόταν το εμπόριο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εμπορικές συμφωνίες, γνωστές ως διομολογήσεις, που ξεκίνησαν από το 16ο αιώνα, με πρώτη αυτή με τη Γαλλία, φανέρωναν τη διάθεση των Οθωμανών για την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι Οθωμανοί φρόντιζαν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες ακόμη και με τη μεγαλύτερη αντίπαλό τους, τη Βενετία, έπειτα από κάθε πολεμική σύγκρουση μαζί της.

Και η ιδιαίτερη μορφολογία του Αιγαίου όμως, σε συνδυασμό με τους τρόπους ναυσιπλοΐας της εποχής, ευνόησε τη δράση πειρατών και κουρσάρων, ντόπιων και ξένων. Χάρη στην πληθώρα μικρών φυσικών λιμανιών και ορμίσκων, οι πειρατές είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρησφύγετα, εναλλακτικά αραξοβόλια και παζάρια, μακριά από οποιαδήποτε κρατική εποπτεία. Παράλληλα, η ναυτική τεχνολογία της εποχής, σε συνδυασμό με τα πολλά νησιά, τις βραχονησίδες και τα ρεύματα στη θάλασσα του Αιγαίου, δημιουργούσε αναπόφευκτες ναυτικές διαδρομές μέσα από τα νησιά, καθιστώντας τα εμπορικά πλοία ευάλωτα σε πειρατικές επιδρομές, ακόμη και από τη στεριά, όπως συνέβαινε με την περίπτωση της Μάνης.

Παράλληλα με το γεωγραφικό υπόβαθρο, το πλαίσιο λειτουργίας της πειρατείας διαμορφώθηκε και από τις οικονομικές συνθήκες της εποχής. Ήδη από το 16ο αιώνα η άνοδος του εμπορικού καπιταλισμού στην Ευρώπη δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Η συνεχής ανάπτυξη του ναυτικού εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις όποιες διακυμάνσεις λόγω των ιστορικών συγκυριών, διαμόρφωσε μια ακατάπαυστη ναυτική εμπορική κίνηση στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Η λειτουργία του εμπορίου όμως ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πειρατεία και το κούρσος ως προέκταση της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον F. Braudel, η πειρατεία, κατά τη νοοτροπία της εποχής, λειτουργούσε ως μια καταναγκαστική μορφή ανταλλαγής.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι η ναυτιλία –και ιδίως η πειρατεία– αποτελούσε κυρίως για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια οικονομική δραστηριότητα που δε συναντούσε σημαντικούς οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, όπως συνέβαινε με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, μέσα στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο η πειρατεία και το κούρσος, ή έστω η έμμεση εμπλοκή με την πειρατεία, αποτελούσαν τη μοναδική –πιθανόν– διέξοδο για τα φτωχά σε υλικούς πόρους αιγαιοπελαγίτικα νησιά.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η πολιτική παράμετρος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που διαμόρφωσε και προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την εκδήλωση των διάφορων πειρατικών δραστηριοτήτων. Και αυτή η παράμετρος είναι κυρίως η έλλειψη ικανής κρατικής εποπτείας της θάλασσας του Αιγαίου. Μία βασική αιτία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το πολεμικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε για μεγάλο διάστημα στο Αιγαίο. Οι ναυτικοί πόλεμοι, και κυρίως οι επαναλαμβανόμενοι για δύο περίπου αιώνες Βενετο-οθωμανικοί, οδήγησαν τις αντιμαχόμενες πλευρές στη χρήση πειρατών και κουρσάρων ως μια εναλλακτική και ανεπίσημη μορφή πολέμου.

Η οθωμανική κυριαρχία επεκτάθηκε και σταθεροποιήθηκε στο Αιγαίο ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο κρατικός έλεγχος ωστόσο ήταν ελλιπής, είτε εξαιτίας της ανεπάρκειας της Πύλης είτε λόγω της έλλειψης κρατικής βούλησης για έναν τέτοιο έλεγχο. Η οθωμανική εξουσία λειτουργώντας αποκεντρωτικά –πολιτική που αποτελούσε και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της– προτιμούσε να οχυρώνει μόνο τις πιο σημαντικές θέσεις στο Αιγαίο και να δίνει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας στις ντόπιες κοινότητες. Αρκούνταν στην ετήσια συλλογή φόρων και στην περιστασιακή καταδίωξη πειρατικών στολίσκων. Αυτή η τακτική είχε αποτέλεσμα, ακόμη και ύστερα από την κατάληψη των περισσότερων προγεφυρωμάτων των Δυτικών στο Αρχιπέλαγος, να παρέχεται η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο Αιγαίο στους πειρατές και τους κουρσάρους από τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα ευνοήθηκε η ντόπια πειρατεία. Με αυτό τον τρόπο, παράλληλα με το δίκτυο της οθωμανικής εξουσίας και το επίσημο εμπόριο, λειτουργούσε και το πειρατικό δίκτυο, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιες τοπικές κοινότητες, οι οποίες ουσιαστικά στήριζαν την επιβίωσή τους στην άμεση ή έμμεση εμπλοκή τους με την πειρατεία.

Το φαινόμενο της πειρατείας μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο

Από τις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η κατάληψη νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών του Αιγαίου πελάγους από τους Δυτικούς και κυρίως τους Βενετούς. Το 15ο αιώνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων ανήκει στη Βενετία, αποτελώντας το επονομαζόμενο Δουκάτο της Νάξου. Τα νησιά Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία ζουν κάτω από το ιδιόμορφο καθεστώς των γενοβέζικων εμπορικών εταιρειών. Το μεγαλύτερο μέρος των Δωδεκανήσων ανήκει στους Ιωαννίτες ιππότες με έδρα τη Ρόδο. Από εκεί εξαπολύουν πειρατικές επιδρομές εναντίον των μουσουλμάνων, ως συνέχεια των Σταυροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, την εποχή αυτή η πειρατεία ασκείται κυρίως από μουσουλμάνους πειρατές, που συνδέονται με τους πασάδες της Μικράς Ασίας.

Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, οι Λατίνοι προσανατολίζουν τη ζωή των νησιών προς τη θάλασσα. Οι οικισμοί εγκαταλείπουν τις παλιές ορεινές τους θέσεις και συνδέονται με το θαλάσσιο δίκτυο. Οι νέοι κυρίαρχοι οχυρώνουν και προστατεύουν τα λιμάνια και τις σκάλες, κυρίως αυτές που βρίσκονται πάνω στους βασικούς άξονες των εμπορικών διαδρομών.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Οθωμανοί περνούν στην επίθεση στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 16ου αιώνα και ως το 1537, το Αιγαίο υποφέρει από τις λεηλασίες του Μπαρμπαρόσα, Βορειοαφρικανού μουσουλμάνου πειρατή ελληνικής καταγωγής, που είχε μπει στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Λεηλατεί περίπου 80 παραθαλάσσιες πόλεις και μεταφέρει στα σκλαβοπάζαρα γύρω στους 30.000 ανθρώπους. Νησιά όπως η Αίγινα, τα Ψαρά, η Κύθνος, η Ικαρία και η Σάμος δέχονται τεράστια δημογραφικά πλήγματα. Μετά το 1537, όταν δηλαδή καταλαμβάνεται και το Δουκάτο της Νάξου, αρχίζουν οι προσπάθειες επανεποικισμού από την Πύλη. Με αυτή τη νίκη το Αιγαίο γίνεται τουρκική λίμνη και, ως τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, η πειρατεία είναι σαφώς ηπιότερη και πιο ελεγχόμενη.

Με την ήττα του τουρκικού στόλου από τους συνασπισμένους χριστιανικούς πληθυσμούς το 1571 αλλάζει πάλι το σκηνικό στο Αιγαίο. Ο οθωμανικός στόλος για προληπτικούς λόγους αποσύρεται στα Δαρδανέλια, ενώ χριστιανοί πειρατές κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βορειοαφρικανούς και Οθωμανούς πειρατές. Οι χριστιανοί πειρατές βρίσκονται συνήθως στην υπηρεσία του Πάπα, των Ισπανών και των Μεδίκων. Παρά την έντονη πειρατική δράση στα 30 χρόνια που ακολουθούν ως τις αρχές του 17ου, ξεκινούν πιο συστηματικά ο επανεποικισμός, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, από χριστιανικούς πληθυσμούς, ελληνικούς και αλβανικούς, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο.

Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη βενετοοθωμανική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον το νησί της Κρήτης. Στο πλαίσιο των Βενετοοθωμανικών πολέμων, πολλοί πειρατές, ανάμεσά τους και ντόπιοι νησιώτες, χρησιμοποιούνται εκατέρωθεν ως ένας διαφορετικός τρόπος ναυτικού πολέμου. Στον αιώνα αυτό τρεις κυριαρχίες λειτουργούν παράλληλα και ανταγωνιστικά στο Αιγαίο: των Οθωμανών, των Βενετών και των πειρατών. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμορφώνει ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου. Αναπτύσσεται ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυφαίνεται με την πειρατεία.

Με την οριστική λήξη των Βενετοοθωμανικών πολέμων το 1699 με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, αρχίζει και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθεί να υφίσταται, φαίνεται όμως να έχει ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονται με πειρατές, λειτουργούν ως πειρατικά καταφύγια ή ως διαμετακομιστικά κέντρα για τους πειρατές και τους κουρσάρους.

Το 18ο αιώνα αντικείμενο πειρατείας των χριστιανικών δυνάμεων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν είναι πλέον οι μουσουλμάνοι, αλλά τα γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία κυριαρχούν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται και ντόπιοι νησιώτες ως κουρσάροι. Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας αλλάζει στις αρχές του 18ου αιώνα. Στόχος πλέον είναι κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Βασικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες.

Από τις αρχές του 18ου αιώνα αναπτύσσεται στις νέες αυτές συνθήκες μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη στις αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες, η οποία αναλαμβάνει και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Η εμπορική αυτή τάξη λειτουργεί στα όρια μεταξύ του εμπορίου και της πειρατείας. Εκμεταλλεύεται τις ρωσοοθωμανικές και αγγλογαλλικές συγκρούσεις στα τέλη του 18ου αιώνα και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα μονοπωλεί σχεδόν την εμπορική κίνηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815.

Συνέπειες της πειρατικής δραστηριότητας στη διαμόρφωση της ζωής των κοινοτήτων του Αιγαίου

Η δράση των πειρατών και των κουρσάρων στο Αρχιπέλαγος δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν σε όλη τη διάρκεια που εξετάζουμε, αλλά και ως μια σημαντική δυναμική που διαμόρφωσε την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.

Μια συνηθισμένη οπτική για την πειρατεία είναι αυτή της λεηλασίας, του εξανδραποδισμού και της ερήμωσης των οικισμών του Αιγαίου, ακόμη και ολόκληρων νησιών. Αυτή η αντίληψη μπορεί ως ένα βαθμό να θεωρηθεί σωστή, είναι όμως σίγουρα ανεπαρκής και μπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά. Πράγματι κατά καιρούς, όπως στην περίπτωση του Βορειοαφρικανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ολόκληρες πόλεις και νησιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν. Από την άλλη όμως θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση επικρατούσε σε ολόκληρο το Αιγαίο με την ίδια ένταση σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Μια τέτοια καταστροφική τακτική θα ήταν αδύνατο να εφαρμόζεται συνεχώς λόγω των περιορισμένων πόρων και των μικρών σχετικά πληθυσμών των περισσότερων νησιωτικών περιοχών. Επίσης, είναι αμφισβητήσιμο το κατά πόσο νησιά με μεγάλη ενδοχώρα θα μπορούσαν να ερημωθούν ολοκληρωτικά, όπως υποστηρίζουν διάφορες πηγές.

Η πραγματικότητα είναι πολυδιάστατη. Οι κοινότητες του Αιγαίου, μετά τον επαναπροσανατολισμό τους κατά το 14ο αιώνα προς τη θάλασσα, δε φαίνεται, παρά τις πειρατικές επιδρομές, να απομακρύνονται από αυτή. Σε μακροϊστορικό επίπεδο, παρά τις όποιες ερημώσεις, τουλάχιστον οι σημαντικές οχυρές θέσεις στο Αιγαίο που έλεγχαν τα περάσματα παρέμεναν στραμμένες προς τη ναυτική δραστηριότητα. Αυτή φαίνεται να είναι και η γενικότερη τάση όσων οικισμών επανεποικίζονταν, σύμφωνα με την πολιτική της Πύλης.

Σε οικονομικό επίπεδο, πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές φαίνεται ότι στήριξαν την επιβίωσή τους στην πειρατεία ή στην ειδική σχέση που είχαν με αυτή. Νησιά όπως η Μήλος, η Κίμωλος και η Μύκονος λειτουργούσαν ως αραξοβόλια πειρατών και ως εμπορικοί σταθμοί της λείας τους. Μακροπρόθεσμα η πειρατεία και το κούρσος εντάχθηκαν ως εξωοικονομικός παράγοντας στη ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών. Λειτούργησαν ως ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου, το οποίο επενδυόταν στις παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εξέλιξης ήταν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Έτσι παρατηρούμε, ήδη από το 17ο αιώνα, τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου διανησιωτικού εμπορικού δικτύου, το οποίο από τις αρχές του 18ου αιώνα επεκτεινόταν και εκτός Αιγαίου. Το αποτέλεσμα ήταν η εμπορική αστική τάξη των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων να ελέγχει τα ¾ της εμπορικής κίνησης στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τις ρωσοοθωμανικές συνθήκες του β΄ μισού του 18ου αιώνα και ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.

Αυτή η οικονομική ελίτ θα αναλάβει και την πολιτική διοίκηση των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της εκτεταμένης αυτοδιοίκησης και της χαλαρής κρατικής εποπτείας. Το πειρατικό δίκτυο, ιδιαίτερα από το 18οαιώνα, αναπτύσσεται παράλληλα με τα εμπορικά δίκτυα των ευρωπαϊκών στόλων και το διοικητικό δίκτυο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η πραγματικότητα όμως ενισχύει την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ενότητα του χώρου του Αιγαίου, η οποία λειτουργεί σε παραλληλία ή σε αντίθεση με τις κρατικές κυριαρχίες. Η ενότητα αυτή γίνεται αντιληπτή και από τις ίδιες τις κοινότητες και ιδιαίτερα από τις ιθύνουσες εμπορικές τάξεις.

Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, παρά τις καταστροφές που υπέφεραν οι κοινότητες του Αιγαίου εξαιτίας της πειρατείας, μακροπρόθεσμα το φαινόμενο αυτό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας αυτόνομης και ισχυρής ταυτότητας, εξασφάλισε ένα πραγματικό επίπεδο ευημερίας. Επηρέασε όλες τις πτυχές της ιστορικής πορείας των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων, από την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική διοίκηση ως την αρχιτεκτονική και τα πολιτισμικά πρότυπα. Οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ που θα αναδυθούν μέσα από τις κοινότητες αυτές θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, χάρη στη συσσώρευση πλούτου και στην απόκτηση πολεμικής εμπειρίας.

Συγγραφή : Αμπούτης Αντώνιος

Piracy in the Aegean

1. The nature and distinct features of piracy in the Aegean Sea

Piracy in the Aegean constituted a continuous historical phenomenon through the centuries under examination, with variable intensity and different nature in the various periods. Therefore, any account of the historical phenomenon of piracy from the 13th century until the eve of the Greek War of Independence cannot be unequivocal, but all of its manifestations should be taken under consideration.

More specifically, an adequate analysis presupposes the distinction between piracy and privateering, namely a state controlled and directed piracy with specific targets. Furthermore, the distinction between merely profit-driven piracy and the one being practiced during maritime interstate war or holy wars should also be drawn. Even in these cases, the transfer from one form of piracy to the other was fairly common, a fact which makes the investigation of this phenomenon even more difficult. In quite a few cases, during a holy war, common pirates were transformed into privateers, in the service of the government, like, for instance, in the case of Hayreddin Barbarossa. On the other hand, forms of piracy practiced in the name of religion and holy wars often deviated into predatory raids, regardless of the victims’ religion, as in the case of the Hospitallers of the Order of St John.

A distinction should also be made between the piracy originating from powers outside the Aegean region (mainly European and North African Muslim states) and that, in a smaller scale, from local insular populations. This certainly does not entail that these two forms of piracy did not interweave with one another. In quite a few occasions, especially from the 17th century onwards, local mariners served on European pirate fleets or even operated as privateers of foreign maritime powers.

Moreover, it is important to distinguish the forms of piracy on the basis of their goals; wether pirates or privateers only raided ships or if they pillaged coastal areas as well; wether they aimed mainly at selling hostages as slaves or were merely interested in tradable goods.

Finally, one should not overlook the different viewpoints of the people of that time. There is no doubt that the pirates’ perception of their actions was different than that of their victims or of the state they were harming. If Morosini was a hero for the Venetians, for the Ottomans he was a pirate; the reverse held for Barbarossa. The communities that became victims of pirate attacks would look upon pirate action differently than the ones that either practiced piracy or had financial benefits from it.

The aforementioned factors, with their perplexity and overlaps, determine, along with many others, the recurring phenomenon of piracy in the Archipelago, with its diverse manifestations in the various periods.

2. The geographical, political and economical background of piracy in the Aegean

Apart from the various forms of piracy, we should also refer to certain specific factors, which constituted the background that favored the outbreak of piracy or the very reasons that led to it.

A first factor is the geographical location of the Aegean, within the wider Mediterranean region, as well as the distinctive geomorphology of the Archipelago.

More specifically, the Aegean, throughout all that period, lay on the three main commercial axes, which connected the West with the East and, therefore, with the Silk and Spice Routes. Hence, the Aegean was part of the axis, which ran from the ports of the West to Constantinople (Istanbul) and from there to the silk route leading to China. Moreover, the southern Aegean lay on the axis connecting Europe with Syria and the Holy Places, where the alternative starting point to the silk route was located. Finally, the southeastern Aegean, and in particular the Dodecanese, constituted the hub which connected the capital of the Ottoman Empire with the port of Alexandria, a terminus of the spice trade, probably the most lucrative trade for long periods of time.

These commercial axes did not essentially lose their value during the entire period under examination, despite the discovery of the New World and the alternative routes to the Indies towards the end of the 15th century. Therefore, it was natural for the Aegean to become, as part of the Eastern Mediterranean, a site of clashes between the major maritime and mercantile powers. And it is this almost ceaseless conflict, especially between the Ottomans and the western states over the control of commercial axes that favored the manifestation of piracy in various forms. However, this conflict does not entail the disruption of trade between the West and the Ottoman Empire. The trade agreements, known as capitulations, started in the 16th century, the first being with France, and revealed the Ottomans’ eagerness to develop trade. The Ottomans ensured that they would reach trade agreements even with their major opponent, Venice, after every military conflict.

However, the distinctive topography of the Aegean, combined with the ways of navigating of the time, favoured the activities of pirates and privateers, locals and foreigners. Thanks to the numerous natural harbours and bays, the pirates had the possibility to access dens, alternative coves and markets, free from any kind of state supervision. Meanwhile, the marine technology of the time, coupled with the numerous islands, skerries and sea currents of the Aegean, created maritime routes through the islands that were impossible to avoid, rendering trade ships vulnerable to pirate raids, even from the shore, like in the case of Mani.

Along with the geographical background, the economic conditions of the time also contributed to the development of the piracy operation framework. Already by the 16th century, the Ottoman Empire, and therefore also the Aegean Archipelago, were affected by the rise of commercial capitalism in Europe. The continuing development of maritime trade in the Eastern Mediterranean, despite certain fluctuations due to historical circumstances, ensured an uninterrupted maritime trade activity in the Eastern Mediterranean and the Aegean. Nonetheless, the trade operation was closely linked to piracy and privateering as an extension to economic activity. According to the historian F. Braudel, piracy, following the mentality of the time, functioned as a compulsory form of economic exchange.

On the other hand, it should be mentioned that shipping, and especially piracy, constituted, mainly for the Christian populations of the Ottoman Empire, an economic activity free from any major economic and social restraint, unlike other economic activities within the Ottoman State. That way, piracy and privateering, or at least the indirect involvement in piracy, constituted probably the sole outlet for the Αegean islands, which were poor in material resources.

Finally, we should also stress the political - in the broad sense of the word - factor, which largely determined and gave rise to the manifestation of the various pirate activities. And that factor is mainly the lack of efficient state supervision over the Aegean Sea. As mentioned above, a main reason was the warlike climate that prevailed for a long period in the Aegean. Maritime wars, especially between the Venetians and the Ottomans, extending over two centuries approximately, led the parties in conflict to use pirates and privateers in an alternative and "unofficial" form of war.

The Ottoman domination was extended and established in the Aegean already by the middle of the 16th century. However, state control was insufficient either due to the inadequacy of the Porte or due to unwillingness of the state to perform it. The Ottoman rule, favoring decentralization -a policy, which was its distinctive characteristic-, chose to fortify only the most important sites in the Aegean and allow a significant degree of autonomy to the local communities. The Ottomans' role was often limited to the annual tax collection and the occasional chase of small pirate fleets. This practice resulted, even after most of the footholds of the western Europeans in the Archipelago were gained, in granting the pirates and privateers from the West a relatively easy access to the Aegean, while at the same time favoring local piracy. This way, along with the network of Ottoman authority and the official trade, a pirate network operated as well, developing special relations with certain local communities, whose survival practically depended on their direct or indirect involvement in piracy.

3. Piracy in its historical perspective

By the beginning of the 13th century, the western Europeans and especially the Venetians had started conquering the islands and coastal areas of the Aegean. In the 15th century, almost the entire Cyclades region belonged to Venice, constituting the so-called Duchy of Naxos. The islands of Thasos, Samothraki, Imvros, Limnos, Chios, Samos, Ikaria, were under the peculiar status imposed by the Genoese commercial enterprises. The largest part of the Dodecanese belonged to the Hospitallers, whose seat was in Rhodes. This was the base for their pirate raids against the Muslims, which were considered as a continuation of the Crusades. Nonetheless, during that time, piracy was practiced mainly by Muslim pirates, associated with the pashas of Asia Minor.

Contrary to the Byzantines, the Latins re-orientated the life of the islands towards the sea. The settlements abandoned their previous sites on the mountains and were linked with the sea routes. The new rulers fortified and protected the ports and the stairways, especially the ones located on the main axes of trade routes.

After the Fall of Constantinople in 1453, the Ottomans went on the offensive in the Aegean. Since the beginning of the 16th century and until 1537, the Aegean suffered from the depredations of Barbarossa, a North African Muslim pirate of Greek origin, who was in the service of the Sultan. He ravaged approximately 80 coastal cities and carried off to slave markets many people. Islands like Aegina, Psara, Kythnos, Ikaria and Samos faced a big demographic crunch. After 1537, when the Duchy of Naxos was also occupied, the Porte began the repopulation effort. With that victory, the Aegean became an Ottoman lake and, until the naval battle of Nafpaktos (Lepanto) in 1571, piracy clearly took a milder and more controlled form.

With the defeat of the Ottoman fleet by the allied Christian forces in 1571 the scenery changed again in the Aegean. On precautionary grounds, the Ottoman fleet retreated to Dardanellia, while Christian pirates appeared in the region, practicing piracy along with Muslim, North Africans and Ottoman pirates. These Christian pirates were usually in the service of the Pope, the Spaniards and the Medici. In the face of the intense pirate action over the following thirty years, until the beginning of the 17th century, repopulation by Greek and Albanian Christian populations began more systematically in the Aegean at the initiative of the Porte.

The 17th century is characterized by the brutal conflict between the Venetians and the Ottomans, centered on the island of Crete. Within the framework of the Venetian-Turkish wars, both sides used many pirates along with several local islanders, in a different form of maritime war. During this century, there were three competing authorities in the Aegean: the Ottomans, the Venetians and the pirates. This volatile situation created an framework of autonomy for the Aegean islands. An inter-island network of communication and piracy-related trade activity was developed.

With the final end of the Venetian-Turkish wars in 1699 and the Treaty of Karlowitz began the economic development in the Aegean. Piracy continued to exist, but it now seemed integrated, to a great extent, in the economic and social practice and mentality of the Aegean communities. The insular and coastal area communities, although not practicing piracy, collaborated with pirates and operated as pirate coves or transit centres for pirates and privateers.

In the 18th century, the Christian forces, primarily the British, practiced piracy not against the Muslims, but against the French commercial vessels, which dominated the trade with the Ottoman Empire. To this end, local islanders also operated as privateers. At the same time, the very nature of piracy changed in the beginning of the 18th century. The main target was now the underway vessels and their merchandises and not people intended for the slave market. The widespread use of sailing vessels, which stemmed the demand for galley rowers, must have contributed towards that direction.

Since the beginning of the 18th century, in these new circumstances, a new social group of merchants and shipowners emerged in the Aegean communities, which took over the political control of the communities within the framework of local administration. This mercantile social group operated on the borderline between trade and piracy. It took advantage of the Russian-Turkish and British-French conflicts towards the end of the 18th century, and with its dual identity as trader and pirate it almost monopolized trade in the Aegean and the Eastern Mediterranean until the end of the Napoleonic Wars in 1815.

4. The aftermath of pirate activity on the Aegean communities

Pirate and privateering activity in the Archipelago cannot be seen merely as a result of the singular conditions prevailing during the entire period under examination, but as an important dynamic process that determined the economic, social and cultural identity of the Aegean communities.

The common perspective on piracy has been informed by depredation, subjugation and desolation of the Aegean settlements, even of entire islands. This perception may be correct to a certain extent; however, it is definitely insufficient and potentially misleading. It is true that, as in the case of North African pirate Hayreddin Barbarossa, entire cities and islands were almost depredated and desolated. On the other hand, it would be out of proportion to consider that this situation had equal intensity in the entire Aegean during the whole period under examination. It would be impossible for such a disastrous course to be constantly implemented, due to the limited resources and the relatively small population of most insular regions. Furthermore, it is doubtful whether the islands with large inland communities could be completely desolated, which is what certain sources are claiming.

The reality is manifold. The Aegean communities, in spite of pirate attacks, after their reorientation towards the sea during the 14th century, do not seem to recede from the coast. At a macro-historical level, notwithstanding the depopulation in various areas, the most important fortified sites in the Aegean, which controlled the passages, remained engaged in maritime activities. This seems to be the general trend of the repopulated settlements, following the policy of the Porte.

At an economic level, many islands and coastal areas must have survived by piracy or by their special relation with it. Islands like Milos, Kimolos and Mykonos operated as pirates' coves and trading posts for their plunder. In the long term, piracy and privateering were encompassed in the islands’ maritime activity. They operated as one of the most effective ways of capital accumulation, which was invested in parallel trade activities. Cases in point of this development are Ydra, Spetses and Psara. Hence, already by the 17th century, we notice an extended inter-insular trade network being developed, which, from the beginning of the 18th century, expanded outside the Aegean region as well. As a result, the mercantile bourgeois elite of the Aegean communities controlled ¾ of commercial traffic in the Eastern Mediterranean after the Russian-Turkish treaties in the second half of the 18th century and until the end of the Napoleonic wars.

This economic elite will also take over the communities’ political administration in the framework of extended local administration and loose state supervision. The piracy network, especially after the 18th century, develops parallel to the commercial networks of the European fleets and the administrative network of the Ottoman Empire. This reality, however, intensifies the economical, political and cultural unity of the Aegean region, which operates parallel to or in conflict with state structures. This unity is perceived by the communities themselves and especially by the ruling mercantile social groups.

In summary, it can be concluded that, notwithstanding the disasters that suffered the Aegean communities due to piracy, in the long term this phenomenon contributed decisively in the development of an autonomous and strong identity, ensuring a level of real prosperity. It has influenced all aspects of the Aegean communities’ historical course, from economic development and political administration to architecture and cultural patterns. The economic and social elites that emerged from these communities played a decisive role in the Greek War of Independence of 1821, due to the accumulation of wealth and their military experience.

 Aboutis Antonios