Ο κόσμος θα τελειώσει με έναν ψίθυρο. Σιβυλλική ρήση, συμβολική αναπαράσταση ή απλή διαίσθηση; Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η φράση αυτή του T. S. Elliot παραλίγο να γίνει μια τραγική πραγματικότητα, τον Οκτώβρη του 1962, κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων της Κούβας. Όταν, στο αποκορύφωμα -ίσως- της ψυχροπολεμικής αναμέτρησης, οι δύο (πυρηνικές) υπερδυνάμεις τέθηκαν στην ύψιστη, πριν τον πόλεμο, κατάσταση επιφυλακής και οι στόλοι τους βρέθηκαν αντιμέτωποι, εκκρεμούντος ενός τελεσιγράφου, τότε θα χρειαζόταν, ενδεχόμενα, κάτι πολύ λιγότερο από έναν απλό ψίθυρο για να τελειώσει ο κόσμος.
Η κρίση, που έφερε την Υφήλιο στα πρόθυρα του θερμοπυρηνικού ολέθρου, εκτυλίχθηκε στην Κούβα, το μεγαλύτερο νησί (110.922τ.χλμ.) του συμπλέγματος των Αντιλλών, στην Κεντρική Αμερική, και καθόλου αναίτια. Με 10.822.000 κατοίκους και ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας, η Κούβα είχε, ανέκαθεν, ταραχώδη ιστορία. Λόγω της φυσικής της οχύρωσης αλλά και της, μόλις 90 μιλίων, απόστασής της από τις ακτές της Φλώριδας, αποτελούσε πάντα στόχο αποικιοκρατών και σταθερό σημείο αναφοράς της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. στην Κεντρική και Λατινική Αμερική.
Από την 1η Γενάρη του 1959 η αμερικανόφιλη δικτατορία του Στρατηγού Μπατίστα αποτέλεσε οριστικά παρελθόν, μετά από επτά χρόνια εξουσίας. Η περίφημη κουβανέζικη Επανάσταση, το "Κίνημα της 26ης Ιουλίου" είχε θριαμβεύσει. Αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Κούβας ήταν, πλέον, ο Φιντέλ Κάστρο, πλαισιωμένος από τον "Τσε", τον αδελφό Ραούλ και τους "Μπαρμπούδος" τους.
Αρχικά ο Κάστρο επέδειξε μετριοπαθή συμπεριφορά απέναντι στις Η.Π.Α. του Ν. Αϊζενχάουερ, και αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις Η.Π.Α., μετά από πρόσκληση της Ενώσεως Εκδοτών Τύπου τον Απρίλιο του 1959, διαβεβαίωσε τους δημοσιογράφους ότι η κυβέρνησή του δε θα συμπεριλάμβανε κομμουνιστές.
Όμως, από τα τέλη του 1959 ο «αριστερίζων» Κάστρο, επηρεασμένος τόσο από το μαρξιστή Γκεβάρα, όσο και από την αναπόδραστη ανάγκη της οικονομικής απεξάρτησης της χώρας του από την αμερικάνικη οικονομία, άρχισε προοδευτικά να προσανατολίζεται προς το μαρξισμό-λενινισμό και να χαράζει αντιαμερικανική πολιτική, επιλέγοντας την οδό της ευθείας ιδεολογικής σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. Με διάγγελμά του προς τον κουβανέζικο λαό, την 2α Δεκέμβρη του 1961 ενέταξε επίσημα τη χώρα στο "κομμουνιστικό μπλοκ", αφού η ιδεολογική στροφή είχε συντελεστεί πολύ νωρίτερα.
Επιπλέον, με τον Τσε ως Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας και -έπειτα- Υπουργό Βιομηχανίας, προχώρησε σε εθνικοποίηση αμερικάνικων επενδύσεων και εταιριών πετρελαίου, χωρίς την παραμικρή αποζημίωση.
Όλες οι ενέργειες του Κάστρο, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Texaco, στις 29 Ιουνίου του 1960 και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών Κούβας- Ε.Σ.Σ.Δ. για ανταλλαγή ρωσικού πετρελαίου με κουβανέζικη ζάχαρη, εξόργισαν την αμερικάνικη διπλωματία και οδήγησαν τον Πρόεδρο Αϊζενχάουερ στην απόφαση της κήρυξης της Κούβας σε οικονομικό αποκλεισμό με τη διακοπή του 95% των εισαγωγών κουβανέζικης ζάχαρης, στις 6 Ιουλίου του 1960. Με αφορμή το εμπάργκο, ο Τσε άδραξε την ευκαιρία και απόσπασε από τον Ν. Χρουστσόφ δέσμευση για εξαπόλυση σοβιετικών πυραύλων, σε περίπτωση αμερικάνικης επέμβασης στο νησί του Κάστρο. Τέλος, η διακοπή των διπλωματικών τους σχέσεων, στις 3 Ιανουαρίου 1961, επισφράγισε το χάσμα μεταξύ Η.Π.Α. και Κούβας.
Το κλίμα ήταν ιδανικό για την ενεργοποίηση της «επιχείρησης Mongoose» της CIA, το Νοέμβριο του 1961. Στόχος; η δολοφονία του Κάστρο.
Είναι σαφέστατο, λοιπόν, ότι η κρίση της Κούβας συνδέεται αιτιακά με ορισμένα διεθνή γεγονότα της περιόδου εκείνης. Επομένως πρέπει, στο σημείο αυτό, να ενταχτεί στα πλαίσια ενός γενικότερου ιδεολογικού status quo και να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις τότε διεθνοπολιτικές ισορροπίες μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Υπό αυτό το πρίσμα, εξαιρετικής ιδεολογικοπολιτικής σημασίας γεγονός, αποτέλεσε η επιτυχής εκτόξευση του σοβιετικού δορυφόρου Sputnik, τον Οκτώβριο του 1957. Αυτή η επιτυχία της σοβιετικής τεχνολογίας σε συνδυασμό με την αποτυχία εκτόξευσης αμερικάνικου δορυφόρου, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, επέφεραν σοβαρό πλήγμα καθώς και ιδεολογική σύγχυση στις συνειδήσεις του λαού και των ηγετών των Η.Π.Α. Επιπλέον, ενέτειναν την (μακαρθική) αντικομμουνιστική υστερία, πυροδότησαν νέα κούρσα εξοπλισμών και ανέδειξαν την προοπτική νέων διεθνών διενέξεων και συγκρούσεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50, η Ε.Σ.Σ.Δ. αναπτυσσόταν οικονομικά με ρυθμούς ταχύτερους από ότι οι Η.Π.Α. Με τους ρυθμούς εκείνους, το σοβιετικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν θα υπερέβαινε το αντίστοιχο αμερικάνικο εάν η άνοδός του συνεχιζόταν μέχρι το 1984! Η αποδεδειγμένη αυτή υπεροχή της σοβιετικής οικονομίας ενίσχυσε περαιτέρω το άγχος και τις ανησυχίες των Αμερικάνων.
Το ολοένα εντεινόμενο αίσθημα ανασφάλειας και κατωτερότητας των αμερικάνων ψηφοφόρων έναντι των «κομμουνιστών», ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων, ανέδειξε ιδεολογικά κενά και οδήγησε στην εξουσία τους Δημοκρατικούς υπό την ηγεσία του, αναμφισβήτητα χαρισματικού, Τζ. Φ. Κέννεντυ. Ταυτόχρονα, επήλθε αλλαγή του δόγματος της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, ως -άλλωστε- και ιστορικά επιβεβλημένη. Το δόγμα των «μαζικών αντιποίνων» (massive retaliation) του Ντάλλες, Υπουργού Εξωτερικών του Αϊζενχάουερ, κρίθηκε αναποτελεσματικό. Αντικαταστάθηκε, λοιπόν, από την «ευέλικτη ανταπόδοση» (flexible response)του Μακναμάρα, Υπουργού Αμύνης του Κέννεντυ, με στόχο την απεξάρτηση της Ουάσιγκτον από το δίλημμα «υποχώρηση ή πυρηνικός όλεθρος» και την αποτελεσματική «αποτροπή» της πυρηνικής Ε.Σ.Σ.Δ.
Το έντονο ψυχροπολεμικό κλίμα της συγκεκριμένης περιόδου, επιβάρυνε σημαντικά η κατάρριψη ενός κατασκοπευτικού U-2 των Η.Π.Α. από τους Σοβιετικούς, το Μάιο του 1960.
Το ίδιο πολωτικά επέδρασε η κρίση του Βερολίνου, τον Ιούνιο του 1961. Η αντιπαράθεση Χρουστσόφ-Κέννεντυ για το καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου οδήγησε στ του Τείχους, τον Αύγουστο του 1961 και κλιμάκωσε την ένταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.Εκείνο που έλειπε, πλέον, για να «ξεσπάσει η καταιγίδα», ήταν μια αφορμή.
Αναμφισβήτητα, η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, τον Απρίλιο του 1962, έχει καταγραφεί ιστορικά ως η σημαντικότερη αφορμή της αποστολής των σοβιετικών πυραύλων από τον Χρουστσόφ. Το σχέδιο της CIA, που κληρονόμησε ο Κέννεντυ από τον Αϊζενχάουερ, προέβλεπε την εκπαίδευση 1.400 εξόριστων Κουβανών σε στρατόπεδο της Γουατεμάλα και την αποστολή τους στην Κούβα με στόχο την κατάληψη της εξουσίας και τη δολοφονία του Κάστρο. Απαραίτητη προϋπόθεση μιας επιτυχούς έκβασης ήταν η στήριξη των εισβολέων από τον κουβανέζικο λαό με τη μορφή γενικής λαϊκής σύρραξης, κάτι που δεν επιτεύχθηκε, λόγω και της δημοτικότητας του Κάστρο. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε στον Κόλπο των Χοίρων και, έχοντας διαρρεύσει στους κουβανούς αξιωματούχους, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Παρόλα αυτά, έγινε ξεκάθαρα αντιληπτό σε όλο τον κόσμο ότι οι Η.Π.Α. θα μπορούσαν κάποια στιγμή στο μέλλον να εισβάλλουν «ανοιχτά» στο νησί του Κάστρο. Μια τέτοια προοπτική φαίνεται να τρομοκράτησε, τόσο τον ίδιο τον Κουβανό ηγέτη, ώστε να αναζητεί την υποστήριξη της «σοβιετικής αρκούδας» του Χρουστσόφ, όσο και τον τελευταίο, ώστε να την προσφέρει.
Ήδη από τα μέσα του καλοκαιριού του 1962, η Ε.Σ.Σ.Δ. άρχισε να εφοδιάζει την Κούβα με στρατό, όπλα, μαχητικά αεροσκάφη τύπου MIG, άρματα μάχης και άλλο πολεμικό υλικό. Το Σεπτέμβριο του 1962, με την οριστικοποίηση συμφωνίας μεταξύ Τσε και Χρουστσόφ στη Μόσχα, ο εξοπλισμός της Κούβας άρχισε να διευρύνεται. Στις 4 Σεπτέμβρη, ο Πρόεδρος Κέννεντυ αναγκάστηκε, να απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση προς τον Κάστρο, ο οποίος όχι μόνο την αγνόησε, αλλά έδωσε, στις 22 Σεπτέμβρη, άδεια στους Σοβιετικούς για την κατασκευή ναυτικής βάσης στην Κούβα.Επιπλέον, ως τα μέσα του Οκτώβρη, είχαν αποσταλεί στην Κούβα πύραυλοι εδάφους- αέρος, τύπου SAMs, 48 πύραυλου μέσου- ενδοηπειρωτικού βεληνεκούς, τύπου SS-4 (μπορούσαν να πλήξουν τις περισσότερες πόλεις των Η.Π.Α.), 48 ελαφρά βομβαρδιστικά IL-28, τακτικά πυρηνικά όπλα και πυρηνικές κεφαλές. Εκκρεμούσε μόνο η αποστολή 32 πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς (διηπειρωτικών), τύπου SS-5, βάσει της ρωσο-κουβανέζικης συμφωνίας.
Στις 14 Οκτώβρη του 1962 ένα κατασκοπευτικό U-2 των Η.Π.Α. φωτογράφησε υπό κατασκευή βάσεις ενδοηπειρωτικών πυραύλων στο κουβανέζικο νησί. Οι αμερικάνοι αξιωματούχοι, αφού συγκέντρωσαν έχοντας συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες, ενημέρωσαν τον Πρόεδρο στις 16 του Οκτώβρη. Αυτός έσπευσε να συστήσει μια «εκτελεστική Επιτροπή» του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, απαρτιζόμενη από έμπειρους διπλωμάτες της εποχής του Τρούμαν και νεώτερους «ειδικούς». Μέλη της ομάδας αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, οι Robert Kennedy, McNamara, McGeorge Bundy, Th. Sorensen, D. Acheson, P. Nitze, R. Lovett.Το πρώτο μέλημά της ομάδας ήταν η επιλογή της αμερικάνικης αντίδρασης. Εκφράστηκαν τρεις, κυρίως, απόψεις: α) να μείνουν οι Η.Π.Α. αδρανείς, β) να διεξαγάγουν αεροπορική επιδρομή --ιδέα, μεταξύ άλλων, και του Acheson--, γ) να εφαρμόσουν ναυτικό αποκλεισμό- ιδέα του McNamara. O Κέννεντυ, φοβούμενος την αποτυχία, την επικινδυνότητα αλλά και το πολιτικό κόστος ενός βομβαρδισμού, επέλεξε την τρίτη πρόταση. Με διάγγελμα προς τον αμερικάνικο λαό, στις 22 Οκτώβρη, ανακοίνωσε το ναυτικό αποκλεισμό της Κούβας, αποφεύγοντας, επιδέξια, τη λέξη «καραντίνα» ("quarantine"). Έτσι, το αμερικάνικο ναυτικό θα επιχειρούσε νηοψία σε οποιοδήποτε σοβιετικό καράβι πλησίαζε το νησί, αποτρέποντας τον περαιτέρω εξοπλισμό του. Περισσότερα από 180 πολεμικά πλοία των Η.Π.Α. ξεκίνησαν περιπολίες στην Καραϊβική. Από την πλευρά των Σοβιετικών, πυρηνικά υποβρύχια άρχισαν να πλέουν στην περιοχή. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη.
Στις 24 του μήνα, σοβιετικά πλοία πλησίασαν το ναυτικό κλοιό. Η αγωνία εκατομμυρίων ανθρώπων εκτινάχτηκε στα ύψη. Αν τα πλοία των Σοβιετικών επιχειρούσαν να διαπεράσουν τη γραμμή του αποκλεισμού, οι αμερικάνικες δυνάμεις θα απαντούσαν, πρώτα με προειδοποιητικές βολές, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, θα τα βύθιζαν. Ευτυχώς για όλους, τα σοβιετικά καράβια σταμάτησαν και υποβλήθηκαν σε έλεγχο. Την ίδια στιγμή, αφού ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Ουίλ. Θαντ έστειλε σε Ουάσιγκτον, Μόσχα και Αβάνα πρόταση συμβιβασμού, διαμορφωμένη από 45 ανεξάρτητα κράτη-μέλη του ΟΗΕ, ο Χρουστσόφ απεύθυνε πρόσκληση για έκτακτη σύνοδο Κορυφής, ενώ ο Κέννεντυ απαιτούσε την απομάκρυνση των SS-4, ως προϋπόθεση για κάτι τέτοιο.
Στις 26 Οκτώβρη, οι αμερικάνοι αξιωματούχοι έλαβαν επιστολή του Χρουστσόφ. Σύμφωνα με αυτήν, οι σοβιετικοί πύραυλοι δεν είναι επιθετικοί αλλά αμυντικοί και θα αποσύρονταν, μόνο εάν οι Η.Π.Α. δεσμεύονταν να μην εισβάλουν στην Κούβα.
Την επόμενη μέρα η κρίση επιδεινώθηκε. Ένα αμερικάνικο U-2 καταρρίφθηκε πάνω από την Κούβα. Οι Αμερικάνοι ετοιμάστηκαν να ανταποδώσουν όσο οι Σοβιετικοί «ακόνιζαν τα (πυρηνικά) ξίφη τους». Την ίδια μέρα, ένα αμερικάνικο κατασκοπευτικό αεροσκάφος ενεπλάκη σε αερομαχία με σοβιετικό MIG μέσα σε σοβιετικό εναέριο χώρο. Στο μεταξύ, μια δεύτερη επιστολή του Χρουστσόφ είχε φτάσει στο Λευκό Οίκο. Πρότεινε ως αντάλλαγμα για τη ρωσική υποχώρηση, εκτός της δέσμευσης για μη επέμβαση, την απομάκρυνση των (αντίστοιχων με τους σοβιετικούς) πυραύλων Jupiter από την Τουρκία. Ο τελευταίος ρωσικός όρος ήταν απρόσμενα βολικός για την αμερικάνικη διπλωματία, αφού το νέο διηπειρωτικό πυρηνικό πρόγραμμα των Η.Π.Α. είχε ήδη καταστήσει τους Jupiter περιττούς.
Στις 28 Οκτώβρη 1962, μετά από μυστικές διαβουλεύσεις και σκληρές διαπραγματεύσεις, Κέννεντυ και Χρουστσόφ κατέληξαν στην ακόλουθη συμφωνία: Η Ε.Σ.Σ.Δ. θα απέσυρε τους πυραύλους αλλά και τις σημαντικότερες συμβατικές στρατιωτικές της δυνάμεις, ενώ οι Η.Π.Α. θα αναλάμβαναν τη δέσμευση να μην επιτεθούν στο νησί του Κάστρο. Η απόσυρση των Jupiter συμπεριλήφθηκε στην συμφωνία αλλά ως μυστική ρήτρα. Την ίδια μέρα ξεκίνησε η αποχώρηση των σοβιετικών πλοίων.
Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται. Στις 20 Νοεμβρίου διακόπηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της Κούβας καθώς συνεχιζόταν η εκκένωσή της από τα σοβιετικά επιθετικά όπλα. Πρόβλημα εμφανίστηκε με μερικά βομβαρδιστικά IL-28, που η ρωσο-κουβανέζικη πλευρά θεωρούσε αμυντικά. Μετά από δέκα μέρες σκληρών διαπραγματεύσεων, όμως, απομακρύνθηκαν και αυτά επίσης.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε τόσο την απογοήτευση του λαού της Κούβας όσο και του ηγέτη της, που ένιωσαν κυριολεκτικά προδομένοι από το "Ρώσο Αδερφό".
Σε μια προσπάθεια αποτίμησης της κρίσης που σκόρπισε άγχος και αγωνία σε εκατομμύρια ανθρώπων ανά τον κόσμο, είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα η διακινδύνευση ορισμένων σκέψεων, ακόμη και συμπερασμάτων.
Ένα πρώτο ερώτημα που τίθεται από την αλληλουχία των γεγονότων, σχετίζεται με τα κίνητρα των μεγάλων πρωταγωνιστών της κρίσης: του Χρουστσόφ και του Κέννεντυ.
Από τους δύο, ο πλέον «ιδιόρρυθμος» ήταν σίγουρα ο Χρουστσόφ. Έχοντας επιδείξει, από το 1956, ρεβιζιονιστική διάθεση σε ό,τι αφορά τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική του, απέδειξε ταυτόχρονα πως είναι δεξιοτέχνης στις στρατηγικές απειλές και στις διπλωματικές μπλόφες. Στο πρόσωπο του Κάστρο είδε έναν αληθινό Επαναστάτη καθώς και μια «χρυσή» ευκαιρία της διάδοσης του κομμουνισμού και της καταπολέμησης του ιμπεριαλισμού των Η.Π.Α. και σε άλλες χώρες της αμερικάνικης ηπείρου. Ταυτόχρονα, βρήκε τον τρόπο να επιχειρήσει για να ανατρέψει την πυρηνική ισορροπία υπέρ της Ε.Σ.Σ.Δ. με χαμηλό κόστος,αλλά και να ασκήσει πίεση στον Κέννεντυ για το θέμα του Βερολίνου. Παρ' όλα αυτά, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Χρουστσόφ δε θα προκαλούσε πυρηνικό ολοκαύτωμα χάριν της Κούβας.
Από την άλλη πλευρά, ο Κέννεντυ τήρησε μια αξιοπερίεργη, κυκλοθυμική ίσως, συμπεριφορά, εναλλαγής ρεαλισμού και συναισθηματισμού. Ενώ, δηλαδή, εμφανίστηκε ακραίος και ανυποχώρητος ("brinkmanship"), ταυτόχρονα, είχε πλήρη επίγνωση της επικινδυνότητας της κατάστασης. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται με τη δήλωση: «Ξέρω τους αριθμούς, 100 εκατομμύρια θα πεθάνουν μέσα σε μία μόνο μέρα και 24 εκατομμύρια εδώ». Εξάλλου, ο ρεαλισμός και η ψυχραιμία του Κέννεντυ φάνηκαν, τόσο από το γεγονός της απόρριψης της επιλογής του αεροπορικού βομβαρδισμού ή «ενός αντίστροφου Purl Harbor με αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια κοινή γνώμη», όπως έλεγε, όσο και από το γεγονός ότι δεν ήθελε να πληγεί το κύρος του Χρουστσόφ, από φόβο (κυρίως) μην τον εξωθήσει στα άκρα. Για το λόγο αυτό, αποδέχθηκε να αποσύρει τους πυραύλους Jupiter από την Τουρκία.24
Στο σημείο αυτό, για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και ερμηνεία της συμπεριφοράς των δύο ηγετών, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η θεωρία των Pierre Accoce και Pierre Rentchnick. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, την οποία διατυπώνουν στο βιβλίο τους «Αυτοί οι άρρωστοι που μας κυβερνούν», επιχειρούν να συνδέσουν τις συμπεριφορές και τα κίνητρα σημαντικών πολιτικών της Ιστορίας με ψυχοπαθολογικά τους προβλήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, υποστηρίζεται η πιθανότητα του να επηρεάστηκαν- σε ό,τι αφορά στη στάση που τήρησαν κατά τη διάρκεια της Κρίσης- αφενός ο Κέννεντυ από τη Νόσο του ’ντισον και από ψυχονευρώσεις, από τις οποίες φαίνεται να έπασχε, αφετέρου ο Χρουστσόφ από αρτηριοσκλήρωση, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και σωρεία εγκεφαλικών και καρδιακών επεισοδίων.
Το άλλο σημαντικό ερώτημα που ανακύπτει από τη μελέτη της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας, είναι το ποιος βγήκε νικητής από τη συγκεκριμένη αναμέτρηση.
Κατά μία άποψη, κερδισμένος ήταν ο Κέννεντυ, αφού υποχρέωσε τελικώς τον Χρουστσόφ να αποσύρει τους SS-4 από την Κούβα. Με αυτόν τον τρόπο απέτρεψε την στρατιωτική γιγάντωση ενός γείτονα και ιδεολογικού αντιπάλου των Η.Π.Α. και διατήρησε την πυρηνική ισορροπία υπέρ των τελευταίων.
Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, νικητής της σύγκρουσης αναδείχτηκε ο Σοβιετικός ηγέτης. Η στρατιωτική και διπλωματική του μπλόφα πέτυχε: έκανε επίδειξη ισχύος, απέσπασε δέσμευση μη επέμβασης των Η.Π.Α. στο νησί των «Μπαρμπούδος» και προκάλεσε το «ξήλωμα» των αντίστοιχων αμερικάνικων πυραύλων από την Τουρκία.
Η αλήθεια φαίνεται να βρίσκεται κάπου ανάμεσα, καθώς εκφράστηκαν και αντίθετες απόψεις. Κάποιοι ιστορικοί και πολιτικοί αναλυτές, επιχείρησαν, αρκετά πειστικά, να συνδέσουν την έκβαση του προκείμενου ζητήματος, τόσο με τη δολοφονία του Αμερικάνου Προέδρου, το 1963, όσο και με την απομάκρυνση του Σοβιετικού ηγέτη από την εξουσία, το 1964.
Αναμφίβολα, η κρίση των πυραύλων της Κούβας θα μπορούσε να αποτελέσει το «τέλος της Ιστορίας» (και με πολύ δραματικότερο τρόπο από αυτόν που περιέγραψε ο Φουκουγιάμα στο ομώνυμο βιβλίο του). Ευτυχώς κάποιοι, με πρώτους τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του «θρίλερ», το αντιλήφθηκαν και εργάστηκαν προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού. Ο Κέννεντυ, με την ομιλία του στο American University, την άνοιξη του 1963, έθεσε τα θεμέλια και ο Χρουστσόφ, με την, για πρώτη φορά χωρίς κυνικά σχόλια, μετάφραση της ομιλίας του από την Pravda (το επίσημο όργανο του Κ.Κ.Σ.Ε.), ανταποκρίθηκε. Σηματοδοτήθηκε έτσι μια μίνι-ύφεση στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, που οδήγησε στην εγκατάσταση της «κόκκινης γραμμής» ανάμεσα σε Λευκό Οίκο και Κρεμλίνο (για την άμεση επικοινωνία σε περίπτωση παρόμοιων κρίσεων), και στην υπογραφή των Συμφωνιών για τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών.Ευτυχώς υπάρχουν στιγμές στην ανθρώπινη Ιστορία, που οι άνθρωποι διδάσκονται από τα λάθη τους.
Χάρης Θ. Κουροπαλάτης
e-telescope.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου