Οι Αρχές του Πολέμου έχουν διαχρονική
αξία για την ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Η
εφαρμογή τους δεν εξασφαλίζει τη νίκη, αλλά η παράβλεψη ή η παραβίασή
τους οδηγεί εκ του ασφαλούς στην ήττα. Η οποιασδήποτε έκτασης επιτυχής
εφαρμογή τους προϋποθέτει την ύπαρξη δυνατοτήτων ανάλογων των εκάστοτε
απαιτήσεων του επιχειρησιακού περιβάλλοντος. Οι Ελληνικές Ένοπλες
Δυνάμεις δυστυχώς δεν έχουν δημιουργήσει τέτοιες δυνατότητες, με
συνέπεια να αδυνατούν να εφαρμόσουν πλήρως τις Αρχές του Πολέμου.
Ο πόλεμος είναι μια πολύ πολύπλοκη,
ιδιόμορφη και δύσκολη δραστηριότητα, η επιτυχία της οποίας εξαρτάται
από πολλούς μεταβαλλόμενους,
δύσκολους στον προσδιορισμό και
αστάθμητους παράγοντες όπως είναι το μέγεθος και η σύνθεση της
πολεμικής ισχύος των αντιπάλων, η διεθνής πολιτική κατάσταση, το
φυσικό επιχειρησιακό περιβάλλον και άλλοι. Τη δυσκολία του πολέμου ήλθαν
ως έναν βαθμό να περιορίσουν οι αρχές διεξαγωγής του, οι οποίες
διαμορφώθηκαν μέσα από τις εμπειρίες των συγκρούσεων του παρελθόντος,
Η θεωρία περί της τέχνης του πολέμου
άρχισε να διαμορφώνεται και να δημιουργεί κανόνες διεξαγωγής του από
τους αρχαίους χρόνους, βασικά από τότε που άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ
οργανωμένων στρατών, Πολλοί ήταν εκείνοι που με βάση τις εμπειρίες και
τις παρατηρήσεις τους εξέφρασαν απόψεις για την επιτυχή διεξαγωγή του
πολέμου. Σημαντικά και αντιπροσωπευτικά έργα περί πολέμου θεωρούνται το Ή
Τέχνη του Πολέμου», του Κινέζου στοχαστή Σούν Τζού (5ος-4ος αι. π.Χ.),
τα ιστορικά κείμενα των Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πλούταρχου, Πολύβιου και
άλλων αρχαίων Ελλήνων ιστορικών, το έργο «Περί της Τέχνης του Πολέμου»
του Λατίvou συγγραφέα Βεκέτιου (4ος αι. π.Χ.), τα «Απομνημονεύματα από
τον Γαλατικό και τον Εμφύλιο Πόλεμο» του Ιουλίου Καίσαρα (1ος αι. π.Χ.),
τα «Πολεμικά Στρατηγήματα» του επίσης Ρωμαίου στρατηγού και θεωρητικού
του πολέμου Σέξτου Ιούλιου Φροντίνου (1ος αιώνας), «Το σύνταγμα και η
επιστήμη της νίκης» του Ρώσου στρατηγού Αλεξάντερ Σουβόροφ (1729-1800),
τα κείμενα του Πρώσου βασιλιά Φρειδερίκου Β’ του Μεγάλου (1712- 1786),
του Μεγάλου Ναπολέοντα (1769-1821), του Κλαούζεβιτς (1770-1831) και
άλλων στρατιωτικών και θεωρητικών του 18ου και του 19ου αιώνα.
Μέσα από τις πολλές και διάφορες
παρατηρήσεις και γνώμες που έχουν εκφραστεί και τη συσσωρευμένη
εμπειρία των πολέμων του παρελθόντος έγινε η διαμόρφωση και η διατύπωση
των αρχών του πολέμου ως πάγιων και αδιαμφισβήτητων αληθειών για την
επιτυχή διεξαγωγή του. Η πρώτη προσπάθεια προσδιορισμού και διατύπωσής
τους έγινε κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ από τον Βρετανό υποστράτηγο Τζων
Φούλερ, ο οποίος εξέδωσε τότε οδηγίες για την εκπαίδευση του
Βρετανικού Στρατού. Οι αρχές, όπως διατυπώθηκαν στις οδηγίες του Φούλερ,
με μικρές αναδιατυπώσεις υιοθετήθηκαν από τον Αμερικανικό και άλλους
προηγμένους στρατούς και εφαρμόστηκαν κατά τον Β1 ΠΠ. Οι
εμπειρίες από εκείνο τον μακρόχρονο και τεράστιας έκτασης πόλεμο
επιβεβαίωσαν την ορθότητά τους. Ακόμα και η χρήση των πυρηνικών όπλων
προσαρμόστηκε στις συγκεκριμένες αρχές, που υιοθετήθηκαν από το NATO
και σύγχρονους στρατούς και καθιερώθηκαν σχεδόν παγκοσμίως, όπως
ισχύουν σήμερα. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ), στο πλαίσιο της
συμμετοχής τους στο NATO, υιοθέτησαν τις αρχές του πολέμου και με βάση
αυτές, θεωρητικά τουλάχιστον, εκπαιδεύονται και προετοιμάζονται για
την εκπλήρωση της πολεμικής αποστολής τους.
Επιλογή του σκοπού και εμμονή σε αυτόν
Ο στρατηγικός στρατιωτικός σκοπός του
πολέμου απορρέει από τον πολιτικό σκοπό του και είναι η καταστροφή των
ενόπλων δυνάμεων του εχθρού και η συντριβή της θέλησής του να συνεχίσει
την αντίσταση. Όλοι οι ενδιάμεσοι και οι τακτικοί σκοποί που
καθορίζονται πρέπει να οδηγούν και να συμβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στην
επίτευξη του τελικού σκοπού στον συντομότερο δυνατό χρόνο, με τα
λιγότερα δυνατά μέσα και με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Ο σκοπός
που επιλέγεται πρέπει να επιτρέπει τη χρησιμοποίηση της μέγιστης ισχύος
των διατιθέμενων μέσων, να βρίσκεται εντός των δυνατοτήτων της
διατιθέμενης ισχύος και να είναι σύμφωνος με τους περιορισμούς που
θέτει το περιβάλλον. Η εμμονή στον σκοπό υλοποιείται με την καθοδήγηση
κάθε σκέψης και ενέργειας προς την επίτευξή του. Η αξία της εμμονής
βασικά έγκειται στην πίστη του αντιπάλου στην αποφασιστικότητα της
άλλης πλευράς να τον συντρίψει. Οπωσδήποτε αυτή δεν έχει νόημα αν από
την εξέλιξη των επιχειρήσεων καταστεί προφανές ότι δεν υπάρχει
δυνατότητα και προοπτική συντριβής του αντίπαλου. Εμμονή στον σκοπό σε
μία τέτοια περίπτωση αποτελεί αφροσύνη κάτι που έχει καταδειχθεί πλήρως
σε όλους σχεδόν τους πολέμους, με πρώτους τους δύο παγκοσμίους, σε
ό,τι αφορούσε την εμμονή των τελικώς ηττηθέντων όταν τα αποτελέσματα
είχαν καταστεί ορατά σε κάθε εχέφρονα και αντικειμενικό μελετητή και
αναλυτή. Το πότε μια εμπόλεμη πλευρά πρέπει να αλλάζει ή να διαφοροποιεί
τον αρχικό σκοπό του πολέμου έχει αποτελέσει και συνεχίζει να αποτελεί
σοβαρότατο αντικείμενο των ειδικών.
Επιθετική ενέργεια
Για να επιτευχθεί ο σκοπός του πολέμου,
δηλαδή η καταστροφή του εχθρού, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση η
επιθετική ενέργεια. Μόνο με την τελευταία είναι δυνατό να αναληφθεί και
να διατηρηθεί η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων, να καταφερθεί καίριο
πλήγμα επί του εχθρού και να καταβληθεί η θέλησή του να συνεχίσει τον
πόλεμο. Η εφαρμογή της συγκεκριμένης αρχής δεν αποκλείει την τήρηση και
αμυντικής στάσης, αλλά αυτή πρέπει να είναι προσωρινή, μέχρι να γίνουν
οι αναγκαίες προετοιμασίες για την ανάληψη της επίθεσης, ή να
περιορίζεται σε ένα τμήμα του μετώπου προκειμένου να εξοικονομηθούν
δυνάμεις και μέσα για ισχυρότερη επίθεση στην κύρια προσπάθεια, όταν θα
επιδιώκεται το αποφασιστικό αποτέλεσμα. Ακόμη και κατά την αμυντική
στάση είναι απαραίτητη η διατήρηση του επιθετικού πνεύματος, με την
εκδήλωση αντεπιθέσεων και την ανάληψη άλλων πρωτοβουλιών για την
καταστροφή του εχθρού.
Συγκεντρωση και οικονομια δυναμεων
Πρόκειται για δύο αλληλένδετες αρχές που
αφορούν την ποσοτική κατανομή των δυνάμεων στο θέατρο επιχειρήσεων
και στα πεδία των μαχών. Συνήθως οι δυνάμεις και τα μέσα είναι πάντα
λιγότερα από τα απαιτούμενα σε έναν πόλεμο. Γι’ αυτό επιβάλλεται να
γίνεται συγκέντρωση τους ώστε στον αποφασιστικό τόπο και χρόνο να
υπερτερούν σημαντικά έναντι εκείνων του αντιπάλου. Τόσο κατά τη
συγκέντρωση δυνάμεων στην κύρια προσπάθεια, όσο και κατά τη διάθεση
αυτών στις δευτερεύουσες αποστολές, πρέπει να επικρατεί πνεύμα
οικονομίας ώστε να είναι δυνατή η αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων,
η συνέχιση της προσπάθειας και η αποφυγή της σπατάλης πολεμικού
δυναμικού. Προς εφαρμογή των παραπάνω αναλαμβάνονται οι αμυντικές και
υποχωρητικές ενέργειες.
Ελιγμός
Συνίσταται στην κατανομή των δυνάμεων
και στην εκδήλωση ενεργειών έτσι ώστε να επιτυγχάνονται η ανάληψη της
πρωτοβουλίας και η ελευθερία ενεργειών, η μείωση της τρωτότητας των
δυνάμεων, η συγκέντρωση υπέρτερης έναντι του αντιπάλου ισχύος σε
αποφασιστικό τόπο και χρόνο και η εκμετάλλευση των επιτυχιών. Ο ελιγμός
αποτελεί το βασικότερο στοιχείο της σχεδίασης των επιχειρήσεων.
Απαιτεί ταχυκινησία των δυνάμεων, η οποία τους προσδίδει δυνατότητες
ευελιξίας, ευκαμψίας και κατ’ ακολουθία ταχείας αντίδρασης σε
μεταβαλλόμενες καταστάσεις ώστε να τις φέρει σε πλεονεκτική θέση και
κατάσταση έναντι ταυ αντιπάλου.
Αιφνιδιασμος
Ο επιτυχής ελιγμός αποτελεί βασικό
στοιχείο του αιφνιδιασμού. Ο αιφνιδιασμός, ο οποίος είναι δυνατό να
αποτελέσει κύριο συντελεστή της νίκης, μπορεί να επιτευχ8εί με την
ταχύτητα ενεργείας, τη μυστικότητα, την εξαπάτηση (παρουσίαση
παραπλανητικών καταστάσεων και εκτέλεση παραπλανητικών ενεργειών), τη
χρησιμοποίηση πρωτότυπων ή μη αναμενόμενων μεθόδων-τρόπων ενεργείας,
όπλων και μέσων, βασικό στοιχείο για την επίτευξη του είναι οι ακριβείς
και επίκαιρες πληροφορίες περί του εχθρού. Με τον αιφνιδιασμό κατά
βάση υποβαθμίζεται η ισχύς του αιφνιδιαζόμενου και επέρχεται σύγχυση και
αποδιοργάνωση στις τάξεις του, με συνέπεια την αδυναμία αξιοποίησης των
δυνατοτήτων του και κατά κανόνα την ήττα του, ακόμη και αν αρχικά
διέθετε υπεροχή ισχύος. Ο επιτυχής ελιγμός και ο αιφνιδιασμός
αποτελούν τους βασικούς συντελεστές στην αξιοποίηση της ισχύος και του
επιχειρησιακού περιβάλλοντος για τη νίκη.
Απλοτητα
Η εγγενής πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει
τις πολεμικές ενέργειες τις καθιστά δύσκολες στην εκτέλεσή τους, Η
δυσκολία αυξάνεται από το ότι τα σχέδια βασίζονται σε πολλές
προϋποθέσεις, επηρεάζονται από πολλούς απρόβλεπτους παράγοντες και
εφαρμόζονται με ταχείς ρυθμούς υπό κατά βάση μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Οι δυσκολίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με την απλότητα της σχεδίασης
και των διαταγών ώστε αυτές να κατανοούνται εύκολα από τους εκτελεστές,
να εφαρμόζονται σωστά και να αναπροσαρμόζονται γρήγορα. Η απλότητα της
σχεδίασης πρέπει να συνοδεύεται από απλότητα στις Βασικές Οδηγίες
Επιχειρήσεων (ΒΟΕ), στην οργάνωση και στη συγκρότηση των τμημάτων, όπως
και στη λειτουργία των πολεμικών μέσων.
Ενοτητα διοικησης
Για τη μεγιστοποίηση τις ισχύος των
δυνάμεων και των μέσων και την αποτελεσματικότερη αξιοποίησή της προς
επίτευξη του κοινού σκοπού απαιτείται ο συντονισμός των δραστηριοτήτων,
που καταρχάς επιτυγχάνεται με τη συνεργασία με βάση ένα κοινό πλαίσιο
αρχών και κανόνων. Ο συντονισμός καθίσταται ουσιαστικός και πλήρως
αποτελεσματικός με τη διάθεση των δυνάμεων και των μέσων υπό μία ενιαία
διοίκηση, η οποία έχει την αρμόζουσα εξουσία και την όλη ευθύνη μιας
επιχείρησης.
Ασφαλεια
Η επιτυχής δράση των δυνάμεων και η
εφαρμογή των άλλων αρχών του πολέμου υλοποιούνται όταν η μια πλευρά
αδυνατεί να πληροφορηθεί την ισχύ, τη διάταξη και τους σχεδιασμούς των
δυνάμεων της άλλης και να παρέμβει στις προπαρασκευαστικές
δραστηριότητες αυτών, λόγω της λήψης αποτελεσματικών μέτρων ασφάλειας
πληροφοριών, ενεργειών, μονάδων, μέσων και εγκαταστάσεων.
Αρχές του πολεμου και ελληνικες ενοπλες δυναμεις
Οι αρχές του πολέμου έχουν αξία σε κάθε
πολεμική σύγκρουση και για κάθε εμπόλεμη πλευρά, ανεξάρτητα από τον
συσχετισμό ισχύος. Αν η εφαρμογή τους από την πλευρό που διαθέτει
υπεροχή ισχύος αποσκοπεί στην καλύτερη αξιοποίηση αυτής και στην
επίτευξη της νίκης με το μικρότερο δυνατό κόστος, για την πλευρά η
οποία υστερεί σε ισχύ αποτελεί βασική προϋπόθεση για την υπερίσχυση
και τη νίκη. Η υστερούσα σε ισχύ πλευρά μόνο με την επιτυχή εφαρμογή
των αρχών του πολέμου μπορεί να προσδοκά να αναδειχθεί νικήτρια. Η
παραπάνω διαπίστωση ισχύει για την Ελλάδα και τις Ελληνικές ΕΔ (ΕΕΔ) σε
έναν πόλεμο με αντίπαλο έστω και μόνη την Τουρκία, από την οποία
προέρχεται και η κύρια κατά των ελληνικών δικαίων και συμφερόντων
απειλή (1). Οι ΕΕΔ υστερούν σημαντικά έναντι των Τουρκικών Ενόπλων
Δυνάμεων (ΤΕΔ) σε όγκο και ισχύ. Το 6άσιμο αυτό δεδομένο δεν επιτρέπει
την εκ μέρους τους επιδίωξη όχι της καταστροφής του εχθρού. αλλά ούτε
οποιασδήποτε έκτασης υπερίσχυση και νίκη ετΐ αυτού σε μία μετωπική
αντιπαράθεση. Στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον οι καλά
οργανωμένες και οχυρωμένες αμυντικές γραμμές, τις οποίες η Ελλάδα ούτε
καν διαθέτει, μπορούν από πολύ λίγο ως ελάχιστα να αποτελέσουν
ανυπέρβλητα τείχη μπροστά στα οποία θα συντρίβουν οι επιτιθέμενοι. Οι
οχυρωμένες γραμμές έχουν χάσει τη βασική αξία τους από τον Β’ ΠΠ και θα
ήταν πολύ αφελές να πιστεύει κάποιος ότι θα αποτελέσουν ουσιαστικό
συντελεστή της νίκης σήμερα (2).
Το ανέφικτο της επιδίωξης της νίκης με
την αναχαίτιση, έστω, του αντιπάλου στις συνοριακές αμυντικές γραμμές,
καθιστά για τις ΕΕΔ απόλυτα αναγκαία την πλήρη εφαρμογή όλων των αρχών
του πολέμου και βασικά αυτών της συγκέντρωσης, της οικονομίας των
δυνάμεων, της επιθετικής ενέργειας, του ελιγμού και του αιφνιδιασμού. Η
υπερίσχυση των ΕΕΔ επί του αντιπάλου μπορεί να γίνει μόνο με
επιθετικές επιχειρήσεις, οι οποίες όμως, για να αναληφθούν και νσ
έχουν πιθανότητες επιτυχίας, απαιτούν τη συγκέντρωση συντριπτικά
υπέρτερης μαχητικής ισχύος έναντι του αντιπάλου σε συγκεκριμένους
τομείς Η συγκέντρωση της ισχύος για την επίθεση μπορεί να γίνει με την
οικονομία (τον περιορισμό) των δυνάμεων σε άλλους τομείς και την τήρηση
ισχυρών ταχυκίνητων εφεδρειών σε κεντρικές θέσεις. Έτσι μπορεί να
εφαρμοστεί ελιγμός με συνδυασμό άμυνας και επίθεσης, που θα φέρει τις
ελληνικές δυνάμεις σε πλεονεκτική θέση και κατάσταση έναντι του
αντιπάλου και θα τον αιφνιδιάσει ώστε να ηττηθεί και να συντριβεί.
Η εφαρμογή του παραπάνω ελιγμού ενέχει
την επιδίωξη καταστροφής του αντιπάλου. Η καταστροφή αυτή όμως πρέπει να
αποτελεί και διακηρυγμένο σκοπό του πολέμου και της κάθε επιχείρησης
των ΕΕΔ, όπως επιβάλλει η πρώτη αρχή του πολέμου, για να καθοδηγεί όλες
τις επιμέρους ενέργειες και να δημιουργεί στα τμήματα και κυρίως στις
διοικήσεις το πνεύμα της μέχρις εξόντωσης (καταστροφής ή αιχμαλωσίας)
του αντιπάλου συνέχισης της επιχείρησης (3). Μόνο με την καταστροφή του
πολεμικού δυναμικού του είναι δυνατόν ο αντίπαλος να συνθηκολογήσει και
να δεχθεί τους όρους ειρήνης του νικητή. Αν περιμένουμε ότι οι Τούρκοι
θα αποδεχθούν την ήττα τους όσο θα διαθέτουν δυναμικό για να
συνεχίζουν τον αγώνα, είμαστε εκτός πραγματικότητας. Ακόμη και στην
ευμενή για την Ελλάδα περίπτωση που λόγω άλλων απειλών δεχθούν ανακωχή
με εμάς, δεν θα αποδεχθούν την ήττα τους. Απλώς θα αξιοποιήσουν την
ανακωχή για να αντιμετωπίσουν τις άλλες απειλές και τα προβλήματα και
θα επαναλάβουν τον πόλεμο με την Ελλάδα όταν θα κρίνουν σκόπιμο και
δυνατό (4).
Ο τρόπος με τον οποίο η ελληνική ηγεσία
σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει το πολεμικό δυναμικό της χώρας σε
ενδεχόμενη σύρραξη δεν είναι, ούτε πρέπει να είναι γνωστός. Στις
πολεμικές επιχειρήσεις όμως οι προθέσεις και οι επιδιώξεις αποκτούν
περιεχόμενο όταν βασίζονται σε δυνατότητες για την επίτευξή τους. Η
επιδίωξη οποιουδήποτε σκοπού και της εφαρμογής οποιασδήποτε σχεδίασης
χωρίς τις απαιτούμενες δυνατότητες αποτελεί μάλλον συνταγή για την
αποτυχία. Με δεδομένο ότι η ελληνική στρατιωτική, τουλάχιστον, ηγεσία
δεν μπορεί να σχεδιάζει και να επιχειρήσει ενέργειες αναντίστοιχες με
τις δυνατότητες των ΕΕΔ, δεν μένει παρά να εξεταστεί αν αυτές
διαθέτουν την απαιτούμενη ισχύ και έχουν δημιουργήσει τις κατάλληλες
προϋποθέσεις για την εφαρμογή των αρχών του πολέμου, εφαρμογή που
σημαίνει αξιοποίηση της διατιθέμενης, περιορισμένης έναντι εκείνης του
αντιπάλου, ισχύος για τη μεγιστοποίηση του επιδιωκόμενου
αποτελέσματος, το οποίο είναι η καταστροφή του πολεμικού δυναμικού της
Τουρκίας και η νίκη
Από τα γνωστά στοιχεία περί της ισχύος
των ΕΕΔ, τα οποία είναι σχεδόν αδύνατο να διαφέρουν από τα πραγματικά,
αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως επαρκής για τη σχεδίαση και την
επιδίωξη της καταστροφής του τουρκικού πολεμικού δυναμικού με την
προσβολή στόχων σε βάθος στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αν και τα τελευταία
χρόνια έχει γίνει κάποια προσπάθεια για τον εξοπλισμό των ΕΕΔ με
προηγμένα επιθετικά μέσα, το διατιθέμενο δυναμικό δεν μπορεί να κριθεί
επαρκές για τον σκοπό αυτό. Παράλληλα οι ΕΕΔ έχουν δημιουργήσει λίγες
προϋποθέσεις εφαρμογής αρχών του πολέμου όπως η συγκέντρωση και η
οικονομία των δυνάμεων, η επιθετική ενέργεια, ο ελιγμός και ο
αιφνιδιασμός. Αυτό καταδεικνύεται βασικά από τον συνδυασμό των
διατιθέμενων δυνατοτήτων και τη διάταξη του πολεμικού δυναμικού (5).
Το βασικό στοιχείο από το οποίο
καθίσταται απόλυτα εμφανής και διαπιστώνεται η αδυναμία εφαρμογής των
αρχών του πολέμου, είναι η διάταξη των δυνάμεών μας, η οποία
καταδεικνύει ελιγμό σταθερής άμυνας σε όλο το μήκος της
ελληνοτουρκικής μεθορίου και όλων των ακτών των νήσων. Ο ελιγμός αυτός
σε συνδυασμό με τον μικρό, σχετικά με το μέτωπο, όγκο του ΕΣ οδήγησε
και στην τεράστια διασπορά αυτού, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με
βασικό κανόνα των αμυντικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον οποίο όσο
ευρύτερο είναι το μέτωπο και απρόβλεπτες οι ενέργειες του αντιπάλου,
τόσο λιγότερες δυνάμεις διατίθενται στην πρώτη γραμμή και καθηλώνονται
στο έδαφος και τόσο περισσότερες διατηρούνται σε εφεδρεία.
Η ελληνική ηγεσία έχει πράξει ακριβώς το
αντίθετο στο στρατηγικό και στο τακτικό επίπεδο. Έχει τάξει τον όγκο
των δυνάμεων στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στο λεγόμενο ΠΟΤ (Πρόσθιο
Όριο Τοποθεσίας), σε θέσεις με μικρή ως ανύπαρκτη φυσική προστασία και
πλήρως γνωστές στον εχθρό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια
τους Με την έναρξη του πολέμου ο όγκος του στρατού, το 80% τουλάχιστον
αυτού, θα βρεθεί ταγμένος και καθηλωμένος στις αμυντικές τοποθεσίες
και εκτεθειμένος σε κάθε είδους σκοπευμένα πυρά του εχθρού, Με αυτή την
αρχική διάταξη δυνάμεων και την τεράστια διασπορά του περιορισμένου σε
όγκο Ελληνικού Στρατού επί χιλιάδων χιλιομέτρων χερσαίων και θαλασσίων
συνόρων, κατά τα πρώτα στάδια των επιχειρήσεων δεν μπορεί να γίνει
καμία συγκέντρωση και κανένας επιθετικός ελιγμός αποφασιστικής
σημασίας, πόσο μάλλον να επιτευχθεί αιφνιδιασμός. Οποιαδήποτε σχεδίαση
και εκτίμηση περί της καταστροφής του αντιπάλου έστω και με τη
διατήρηση των αμυντικών τοποθεσιών, θα κατεδείκνυε επικίνδυνη
ασχετοσύνη και αφέλεια.
Κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων η
καταστροφή του αντιπάλου θα μπορούσε να σχεδιαστεί και να επιτευχθεί με
τη διεξαγωγή της αποκαλούμενης «κινητής άμυνας». Η κινητή άμυνα
συνεπάγεται την εκούσια σχεδιασμένη παραχώρηση εδάφους και
αναλαμβάνεται για την εφέλκυση του αντιπάλου σε χώρους όπου, με την
εξαπόλυση ισχυρών επιθέσεων, θα επιτευχθεί η καταστροφή του. Η επιτυχής
εφαρμογή τέτοιου ελιγμού προϋποθέτει τη συγκράτηση των αντιπάλων
δυνάμεων σε προκαθορισμένες γραμμές άμυνας και την ταχεία, με ασφάλεια
και μυστικότητα, συγκέντρωση ισχυρών δυνάμεων ελιγμού και πυρός σε
χώρους κατάλληλους για την εξαπόλυση των επιθέσεων. Μια τέτοια ενέργεια
θα μπορούσε να γίνει στο μέτωπο της Θράκης και στα μεγάλα νησιά του
ανατολικού Αιγαίου, όμως οι ΕΕΔ έχουν ελάχιστες σχετικές δυνατότητες.
Η μορφολογία του ελληνικού χώρου, με την
εναλλαγή κοιλάδων (ποταμών) και οροσειρών και τη μεσολάβηση της
θάλασσας, το σχετικά περιορισμένης ικανότητας σιδηροδρομικό και οδικό
δίκτυο (με μερικές εξαιρέσεις) και η σχετική έλλειψη επαρκών
μεταφορικών μέσων, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη παρεμβολή του
εχθρού, δεν θα επιτρέψουν την ταχεία μετακίνηση όγκου δυνάμεων από το
ένα τμήμα του μετώπου στο άλλο και ιδιαίτερα μεταξύ ηπειρωτικού και
νησιωτικού χώρου, Για παράδειγμα, θεωρείται σχεδόν αδύνατη η μετακίνηση
2-3 μεραρχιών εντός 24-48 ωρών από τον ηπειρωτικό στον νησιωτικό χώρο.
Για αυτό θα ήταν βασιμότερο να εκτιμηθεί ότι δεν θα εφαρμοστεί ο
ελιγμός της κινητής άμυνας και δεν θα επιχειρηθεί η δι’ αυτού
καταστροφή του εχθρού (άλλωστε δεν διεξάγονται και ασκήσεις για τη
δοκιμή τέτοιων μετακινήσεων δυνάμεων) Η αδυναμία αυτή δεν σημαίνει
τίποτα άλλο από το ότι ενώ κάποιες δυνάμεις θα αγωνίζονται σκληρά και
ενδεχομένως θα καταστρέφονται, άλλες θα παραμένουν άπραγες.
Η απόκτηση δυνατοτήτων πληρέστερης
εφαρμογής των αρχών του πολέμου οπωσδήποτε είναι δύσκολη και αρκετά
επώδυνη, αλλά μπορεί να επιτευχθεί. Η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη
να βρίσκεται συνεχώς υπό την ομηρία των τουρκικών βουλήσεων, ούτε να
υποστεί νέα ήττα και ταπείνωση. Για να αποκτήσουν οι ΕΕΔ τις
δυνατότητες που απαιτούνται για την εφαρμογή των αρχών του πολέμου και
την καταστροφή του αντιπάλου τους ή, έστω, την υπερίσχυση έναντι
αυτού, θα πρέπει να γίνει καταρχάς πλήρως κατανοητό ότι στο σύγχρονο
πολεμικό περιβάλλον δεν είναι δυνατή η εξασφάλιση της ακεραιότητας και
των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας με την αναχαίτιση του εχθρού
μπροστά και πάνω στα σύνορα, ούτε με σοφίσματα περί «ισόρροπων
απωλειών» και «ισοδυνάμων πληγμάτων». Αν η Τουρκία αποφασίσει να
επιτύχει τους ανθελληνικούς σκοπούς της με την ισχύ των όπλων, θα
επιδιώξει μία σύντομη, καθαρή και αδιαμφισβήτητη νίκη, που θα
αναγκάσει την Ελλάδα να προβεί οε πολύ επώδυνες και ταπεινωτικές
παραχωρήσεις. Στις ίδιες παραχωρήσεις θα αναγκαστεί να προβεί η Ελλάδα
και στη λιγότερο πιθανή περίπτωση κατά την οποία θα επιτύχει, με τη
μεσολάβηση των ισχυρών του κόσμου, διακοπή των εχθροπραξιών πριν υποστεί
ολοσχερή ήττα.
Η προσπάθεια λύσης του προβλήματος
πρέπει και μπορεί να κινηθεί σε τρεις βασικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας
αφορά την ασφάλεια-επιβίωση των δυνάμεων. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί με
την απόκρυψη-προστασία των δυνάμεων, κυρίως των στατικών, σε
πραγματικά ασφαλείς (σε σχέση με τις δυνατότητες των σύγχρονων
πολεμικών μέσων) υπόγειους χώρους, τη χρησιμοποίηση αυτοματοποιημένων
συστημάτων αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας και την
κινητικότητα των τμημάτων. Η χρησιμοποίηση του ελληνικού θαλάσσιου
χώρου και πλωτών μέσων τήρησης-μετακίνησης των τμημάτων μπορεί να
αποτελέσει μια καλή μεθόδευση για την ασφάλεια- επιβίωση σημαντικού
μέρους των εφεδρικών δυνάμεων. Ο δεύτερος άξονας αφορά την ταχυκινησία
-ευκαμψία των δυνάμεων και της ισχύος πυρός. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί
με την ύπαρξη επαρκών μέσων και εγκαταστάσεων για τη σύντομη
μετακίνηση ισχυρών δυνάμεων από τον ηπειρωτικό στον νησιωτικό χώρο και
αντίστροφα, όπως και στο εσωτερικό των χώρων αυτών. Στο συγκεκριμένο
πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η περαιτέρω ενίσχυση των ΕΕΔ με
εναέρια (αεροσκάφη) και πλωτά οπλικά συστήματα, έστω και σε βάρος των
οπλικών συστημάτων ξηράς. Ο τρίτος και σημαντικότερος άξονας είναι
αυτός των επιτευγμάτων της σύγχρονης τεχνολογίας και ιδιαίτερα της
πληροφορικής, τα οποία αποτελούν βασικό στοιχείο στη διαμόρφωση του
σύγχρονου επιχειρησιακού περιβάλλοντος. Η Ελλάδα έχει χάσει προ πολλού
κάθε δυνατότητα ανταγωνισμού της Τουρκίας στον τομέα του όγκου των ΕΔ.
Το συγκεκριμένο μειονέκτημα μπορεί να το αντισταθμίσει με την απόκτηση
όπλων και μέσων (δορυφορικών, εναέριων, ξηράς και θάλασσας) πολύ
υψηλής τεχνολογίας. Αυτά θα δώσουν στις ΕΕΔ τη δυνατότητα ακριβούς
εντοπισμού και καταστροφής στόχων πίσω από τις γραμμές του μετώπου και
σε όλο το βάθος του τουρκικού χώρου, αλλά και εξάρθρωσης όχι μόνο του
πολεμικού αλλά και ολόκληρου του κρατικού δυναμικού της Τουρκίας (π.χ.
με προσβολές στον κυβερνοχώρο).
Σημειώσεις
(1) Η Ελλάδα τώρα βασικά απειλείται με
ένοπλη βία μόνο οπό την Τουρκία, Οι μέχρι και εδαφικές σε βάρος μας
βλέψεις των βορείων γειτόνων μας και κυρίως της Αλβανίας και των Σκοπίων
ενέχουν και την ένοπλη απειλή, που μπορεί να εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια
ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, ιδιαίτερα αν η Ελλάδα βρεθεί σε δυσχερή
κατάσταση. Το ενδεχόμενο αυτό και μόνο επιβάλλει οι ΕΕΔ να λαμβάνουν
τουλάχιστον μέτρα κάλυψης από τον βορρά και να τηρούν ετοιμότητα
αντιμετώπισης ένοπλων εχθρικών ενεργειών. Τα μέτρα κάλυψης και η
ετοιμότητα εμπίπτουν στην όλη πολεμική σχεδίαση των ΕΕΔ και καθιστούν
ακόμη περισσότερο αναγκαία την εφαρμογή των αρχών του πολέμου.
(2) Το πραγματικά ισχυρότατο ‘Τείχος του
Ατλαντικού» που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί για να παρεμποδίσουν
συμμαχική απόβαση στη Δυτική Ευρώπη, δεν μπόρεσε να τους αναδείξει
νικητές.
(3) Η ιστορία των πολεμικών
επιχειρήσεων έχει καταδείξει ότι τα τμήματα και οι διοικήσεις, λόγω ι ης
σωματικής κόπωσης και της ψυχικής πίεσης, πολλές φορές αρκούνται στην
κάμψη της εχθρικής αντίστασης και περιορίζουν ή αναστέλλουν τη δράση
τους, με συνέπεια ο εχθρός να διακόπτει την επαφή, να ανασυντάσσει τις
δυνάμεις του και να συνεχίζει τον αγώνα.
(4) Την πολιτική αυτή η Τουρκία την
εφάρμοσε πολλές φορές κατά το παρελθόν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα
τέτοιων ανακωχών είναι εκείνες που επιζήτησε και πέτυχε η Οθωμανική
Αυτοκρατορία με τους αντιπάλους της κατά τον Α ‘ Βαλκανικό Πόλεμο , τον
Δεκέμβριο του 1912, όταν οι Βουλγαρικές δυνάμεις απειλούσαν
τηνΚωνσταντινούπολη (η Ελλάδα δεν συμφώνησε τότε-), και κατά τον Α ‘ ΠΠ,
τον Οκτώβριο του 1918, όταν τα συμμαχικά στρατεύματα απειλούσαν πάλι
την Κωνσταντινούπολη. Ως έναν βαθμό το ίδιο μαρτυρεί και η κατάπαυση των
εχθροπραξιών τον Ιούλιο του 1974, μετά την εισβολή των τουρκικών
δυνάμεων στην Κύπρο.
(5) Η διάταξη δεν αφορά το δυναμικό του
Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) και της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) κατά την
εκτέλεση αυτόνομων αποστολών. Οι Κλάδοι αυτοί διαθέτουν ευκινησία,
ευελιξία δράσης και επομένως δυνατότητα ταχείας αναπροσαρμογής της
σχεδίασης των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή και η
εκτίμηση του τρόπου ενεργείας τους. Όσον αφορά όμως τη δράση τους σε
συνδυασμό με τις επιχειρήσεις του ΕΣ, από τις οποίες κατά βάση θα
εξαρτηθεί και το αποτέλεσμα του πολέμου, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι
προσαρμοσμένη στη σχεδίαση και στη διεξαγωγή των χερσαίων επιχειρήσεων.
Θα ήταν ευχής έργο η Ελλάδα να είχε
ναυτική και αεροπορική υπεροχή έναντι της Τουρκίας, ώστε οι χερσαίες
δυνάμεις να διαδραματίσουν ρόλο υποβοηθητικό. Το τελικό αποτέλεσμα του
αγώνα θα κριθεί από την απόδοση όλων των Κλάδων των ΕΔ και τη στενή
μεταξύ τους συνεργασία. Τον βασικό ρόλο όμως θα τον έχει ο ΕΣ, από την
απόδοση του οποίου θα προκύψει και το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου- Ο
ΕΣ κατά βάση θα πρέπει να καταστρέψει το αντίστοιχο τουρκικό δυναμικό
και με την παρουσία του να εξασφαλίσει την ελληνική κυριαρχία σε
χερσαίους και νησιωτικούς χώρους.
του υποστρατήγου ε.α Δημήτρη Καντερέ, ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου