Έφεσος (Αρχαιότητα)
1. Θέση
Η Έφεσος βρίσκεται κοντά στο Selçuk (Σελτζούκ) και το Kuşadası (Κουσάντασι), σε απόσταση 70 χλμ. νότια της Σμύρνης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Καΰστρου (Kuçuk Menderes). Κατοικήθηκε αδιάλειπτα έως τις ημέρες μας, αν και παρήκμασε μετά την αραβική κατάκτηση του 654/655. Οι ανασκαφές στην πόλη και το παρακείμενο Αρτεμίσιο ξεκίνησαν από το Βρετανό Wood το 1862 και συνεχίστηκαν από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, από το 1895 έως σήμερα.1 Ο αρχαιολογικός χώρος είναι ο πλέον πολυσύχναστος της Μικράς Ασίας, με περισσότερους από 2.500.000 επισκέπτες το χρόνο. Μεγάλο μέρος των μνημείων της πόλης έχει αναστηλωθεί αποτυπώνοντας κυρίως την όψη της ρωμαϊκής πόλης.
2. Ιστορία της Εφέσου
2.1. Προϊστορική περίοδος
Στην περιοχή της χώρας της Εφέσου έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική περίοδο, και κυρίως τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού (2000-1200 π.Χ.). Η Έφεσος ταυτίζεται με την πόλη Apasha, που συναντάται στα αρχεία των Χετταίων βασιλέων ως πρωτεύουσα του μικρασιατικού βασιλείου Arzawa, στα τέλη του 14ου αι. π.Χ.2 Η ακριβής θέση της δεν έχει εντοπιστεί: μια μυκηναϊκή ταφή του 14ου αι. π.Χ. ανασκάφηκε το 1962 στους πρόποδες του λόφου του Ayasuluk, ενώ πιο πρόσφατες έρευνες του Μουσείου του Selçuk στην ίδια θέση απέδωσαν κάποια χάλκινα ευρήματα της ίδιας περιόδου.3
2.2. Ίδρυση της πόλης και πρώιμη ιστορία της
Σύμφωνα με το μύθο, η Έφεσος ιδρύθηκε από τον Άνδροκλο, γιο του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου, επικεφαλής μεικτού πληθυσμού Αθηναίων, Σαμίων και Αιτωλών.4 Εκεί υπήρχε ήδη εγκατάσταση Λελέγων και Καρών ή Λυδών, οι οποίοι λάτρευαν τη Μητέρα των Θεών. Οι άποικοι εκδίωξαν τους αυτόχθονες από την άνω πόλη, αλλά δεν πείραξαν όσους ζούσαν γύρω από το ιερό. Ταύτισαν τη θεά των αυτοχθόνων με την Άρτεμη και ίδρυσαν την πρώτη οχυρή θέση, περίπου 1200 μ. (7 στάδια) από τη θέση του Αρτεμισίου.5 H παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της πόλης στο β΄ μισό του 11ου αι. π.Χ., όμως μια τόσο υψηλή χρονολογία δεν υποστηρίζεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.6
Ο Άνδροκλος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της πόλης. Ηγήθηκε των Ιώνων σε πόλεμο εναντίον των Καρών και των συμμάχων τους Σαμίων. Όταν οι Κάρες εκστράτευσαν εναντίον της Πριήνης, ο Άνδροκλος έσπευσε σε βοήθεια, αλλά, παρά τη νίκη, φονεύθηκε μαζί με πολλούς Εφεσίους.7 Οι επιζώντες Εφέσιοι επαναστάτησαν ενάντια στους γιους του Ανδρόκλου, με τη βοήθεια των Τηίων και των Καρηναίων, οι οποίοι έγιναν δεκτοί ως πολίτες, και έδωσαν το όνομά τους σε δύο φυλές.8
Η Έφεσος υπήρξε μέλος της Ιωνικής Δωδεκάπολης, που προέκυψε από την ένωση ιωνικών κρατών, τα οποία κατέστρεψαν την πόλη Μελίη και δημιούργησαν το Πανιώνιον. Παλιότερες απόψεις που θέλουν την Έφεσο έδρα μιας πρώιμης συνομοσπονδίας Ιώνων και το βασιλιά της Εφέσου βασιλιά όλων των Ιώνων στερούνται ιστορικής βάσης.9
2.3. Αρχαϊκή περίοδος
Γύρω στο 640 π.Χ., η Έφεσος και το ιερό της Άρτεμης υπέστησαν την επιδρομή των Κιμμερίων. Ο Πυθαγόρας έγινε τύραννος στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και ακολούθησε πολιτική κατά των αριστοκρατών. Τον διαδέχτηκε στην εξουσία μια οικογένεια που αποτελούσε κλάδο των Βασιλιδών και είχε δεσμούς με τους βασιλείς της Λυδίας (ο Μέλας ο Πρεσβύτερος ήταν γαμπρός του Γύγη (680-652 π.Χ.), ενώ ο εγγονός του Μίλητος είχε παντρευτεί την κόρη του Αρδύη (τέλη 7ου αι. π.Χ.). Ο Μέλας ο νεότερος πρέπει να διαδέχθηκε στην εξουσία τον Πυθαγόρα, ενώ ο γιος του, ο Πίνδαρος, ήταν τύραννος, όταν ο θείος του Κροίσος ανήλθε στο λυδικό θρόνο το 561/560 π.Χ. Στη διαμάχη για το λυδικό θρόνο, ο Πίνδαρος πήρε το μέρος του ετεροθαλούς αδελφού του Κροίσου, του Πανταλέοντος. Ο Κροίσος πολιόρκησε την πόλη, αλλά οι Εφέσιοι τη συνέδεσαν με ένα σχοινί με τον άβατο χώρο του Αρτεμισίου και γλίτωσαν. Τελικά ο Πίνδαρος εξορίστηκε και η Έφεσος συνήψε συνθήκη με τη Λυδία, ενώ η πόλη μετατοπίστηκε προς το Αρτεμίσιο. Την εξουσία ανέλαβε ως αισυμνήτης ο Πασικλής, τον οποίο όμως δολοφόνησε ο Μέλας Γ΄, γιος του Πινδάρου. Οι Εφέσιοι κάλεσαν τον Αθηναίο Αρίσταρχο, ο οποίος εγκαθίδρυσε δημοκρατικό πολίτευμα και διοίκησε την πόλη επί πέντε χρόνια. Μετά την περσική κατάκτηση (546 π.Χ.), επιβλήθηκαν τύραννοι προσκείμενοι στους Πέρσες, όπως ο Αθηναγόρας και ο Κώμας.10 Η πόλη συμμετείχε στις αρχικές επιχειρήσεις της Ιωνικής Επανάστασης (499-494 π.Χ.), αλλά σύντομα υποτάχθηκε.11 Το 492 π.Χ. υιοθέτησε αυστηρά δημοκρατικό καθεστώς.12
2.4. Κλασική περίοδος
Το 465 π.Χ. η Έφεσος προσχώρησε στη Συμμαχία της Δήλου.13 Αποστάτησε το 412 π.Χ.14 Το 409 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύλλος επιχείρησε να την καταλάβει, χωρίς επιτυχία,15 ενώ το 407 π.Χ. έφθασε στην πόλη ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος, ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.16 Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος ακολούθησε μια πολιτική προσεταιρισμού των αριστοκρατών της Μικράς Ασίας, δημιουργώντας εταιρείες (πολιτικές ενώσεις) που ήταν πλήρως αφοσιωμένες στο πρόσωπό του. Συντέλεσε επίσης στην αύξηση των εσόδων του λιμανιού της Εφέσου και στη γενικότερη ευημερία της πόλης.17 Επανήλθε το 405 π.Χ. και αναθέρμανε τον πόλεμο, του οποίου η έκβαση ήταν ως τότε ευνοϊκή για την Αθήνα.18 Η Έφεσος διατήρησε τη φιλοσπαρτιατική της στάση και κατά τη διάρκεια των πολέμων μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών (399-394 π.Χ.).19 Αποτέλεσε τη βάση των επιχειρήσεων των Σπαρτιατών στη Μικρά Ασία την περίοδο 392-388 π.Χ.20 Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (387 π.Χ.) επανήλθε στην περσική κυριαρχία. Περίπου το 370 π.Χ., η Έφεσος ελευθερώθηκε από έναν ηγέτη των δημοκρατικών, τον Ερόφυτο, αλλά καταλήφθηκε από το σατράπη της Λυδίας Αυτοφραδάτη.21
Το 336 π.Χ., όταν ο Παρμενίων εκστράτευσε στη Μικρά Ασία, η Έφεσος συνταράχθηκε από μια φιλομακεδονική δημοκρατική επανάσταση που ανέτρεψε τη φιλοπερσική ολιγαρχία. Όμως η επανάσταση απέτυχε και λίγο αργότερα οι ολιγαρχικοί υπό το Σύρφακα επανήλθαν στην εξουσία. Το καλοκαίρι του 334 π.Χ., μετά τη μάχη του Γρανικού, ο Αλέξανδρος εισήλθε στην Έφεσο. Η φρουρά των μισθοφόρων είχε προηγουμένως διαφύγει με δύο τριήρεις. Οι δημοκρατικοί οπαδοί των Μακεδόνων ξεκίνησαν σφαγές των ολιγαρχικών οπαδών του Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή των Περσών, του Μέμνονος. Ο Αλέξανδρος σταμάτησε την αιματοχυσία, επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα, χάρισε στην Άρτεμη το φόρο που πλήρωνε η πόλη στους Πέρσες, διακήρυξε το σεβασμό του στη μακραίωνη ιστορία των πόλεων και διέταξε την ανάκληση των εξορίστων. Αφού θυσίασε στην Άρτεμη, παρέλασε με το στρατό του σε παράταξη μάχης μέσα στην πόλη και αποχώρησε.22 Το 324 π.Χ. τον έλεγχο της Εφέσου είχε ο τύραννος Ηγησίας, όργανο της μακεδονικής πολιτικής, ο οποίος δολοφονήθηκε από τρία αδέλφια.23
2.5. Ελληνιστική περίοδος
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Έφεσος βρέθηκε για σύντομο διάστημα υπό τον έλεγχο του Περδίκκα, προτού την καταλάβει, μαζί με το σύνολο της Ιωνίας και της Λυδίας, ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος (321/320 π.Χ.). Με τη συνθήκη του Τριπαραδείσου (319 π.Χ.), η περιοχή βρέθηκε στα χέρια του σατράπη της Λυδίας Κλείτου (υπό τις διαταγές του Αντιπάτρου), ο οποίος εκδιώχθηκε τον επόμενο χρόνο από τον Αντίγονο, που κατέλαβε την Έφεσο μαζί με τα 600 τάλαντα του θησαυροφυλακίου της. Η πόλη έμεινε στα χέρια των Αντιγονιδών βασιλέων έως το 302 π.Χ., όταν ο υπασπιστής του Κασσάνδρου, ο Πρεπέλαος, την κατέλαβε πρόσκαιρα. Ο Δημήτριος όμως αντεπιτέθηκε το 302 π.Χ. και η πόλη παραδόθηκε αμέσως.24
Μετά τη μάχη της Ιψού (καλοκαίρι του 301 π.Χ.), ο Δημήτριος αναδιπλώθηκε στην Έφεσο.25 Η πόλη διεξήγαγε έναν τριετή αιματηρό πόλεμο με τον τύραννο της Πριήνης Ιέρωνα, έμπιστο του Λυσιμάχου, αλλά οδηγήθηκε σε χρεωκοπία.26 Το 294 π.Χ., η Έφεσος περιήλθε στην εξουσία του Λυσιμάχου.27 Αυτός αποφάσισε να δημιουργήσει μια μεγάλη πόλη κοντά στην παλιότερη, η οποία ονομάστηκε Αρσινόη, προς τιμήν της συζύγου του. Για το σκοπό αυτό συνενώθηκαν και οι κάτοικοι της Κολοφώνος, των Φυγέλων και της Λεβέδου. Παρά τον κατά διαταγήν χαρακτήρα της και την αντίδραση των κατοίκων των συνοικιζόμενων πόλεων, η μεταφορά είχε ευεργετική επίδραση για την ανάπτυξη της πόλης.28 Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου (281 π.Χ.), η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη. Σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα, μαζί με άλλες παράλιες μικρασιατικές θέσεις, πέρασε υπό τον έλεγχο των Λαγιδών.29 Το 261-260 π.Χ., εγκαταστάθηκε στην Έφεσο και τη Μίλητο ο ομώνυμος γιος και διάδοχος του Πτολεμαίου Β΄, αντιβασιλέας του στη Μικρά Ασία και συμβασιλέας από το 267 π.Χ. Με τη βοήθεια ενός Τιμάρχου, τυράννου της Μιλήτου, ο Πτολεμαίος επαναστάτησε ενάντια στον πατέρα του. Στην ίδια συγκυρία εντάσσεται μάλλον και η νίκη του ροδιακού στόλου επί των Πτολεμαίων στην Έφεσο. Η πόλη πέρασε υπό το σελευκιδικό έλεγχο και ήταν έδρα του Αντιόχου Β΄ στη Μικρά Ασία.30
Μετά το γάμο του Αντιόχου Β΄ με τη Βερενίκη, την κόρη του Πτολεμαίου Β΄ (252 π.Χ.), η προηγούμενη σύζυγος, η Λαοδίκη εγκαταστάθηκε στην Έφεσο. Λίγο αργότερα, το 246 π.Χ., πέθανε στην πόλη ο βασιλιάς (Αντίοχος Β΄), πιθανότατα δολοφονημένος.31 Ο θάνατός του οδήγησε σε δυναστική κρίση και στην εισβολή του Πτολεμαίου Γ΄ στη Μικρά Ασία. Η Έφεσος πέρασε εκ νέου στη λαγιδική εξουσία, όπου και παρέμεινε έως το 197 π.Χ.32
Το 197 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από τον Αντίοχο Γ΄ και αποτέλεσε τη σημαντικότερη βάση του στο Αιγαίο. Εκεί κατέφθασε ο Αννίβας (195 π.Χ.) πριν από τον επικείμενο αποτυχημένο πόλεμο του Αντιόχου με τους Ρωμαίους. Το 189 π.Χ., μετά την ήττα του στη μάχη της Μαγνησίας του Σιπύλου, ο Αντίοχος εκκένωσε τη Μικρά Ασία. Η Έφεσος και οι Τράλλεις δόθηκαν στον Ευμένη Β΄, πιστό σύμμαχο της Ρώμης.33 Η Έφεσος αναγορεύθηκε σε δεύτερη πόλη του βασιλείου, μετά την Πέργαμο.34
Ο Άτταλος Γ΄ κληροδότησε με τη διαθήκη του το βασίλειό του στο λαό των Ρωμαίων, ενώ η Έφεσος αφέθηκε ελεύθερη. Η επανάσταση του Αριστονίκου (133-129 π.Χ.) που ακολούθησε αποτέλεσε για την Έφεσο την ευκαιρία να δείξει τη σημασία της ως νέας συμμάχου της Ρώμης: παρά τις αρχικές ήττες των Ρωμαίων, ο στόλος της Εφέσου πέτυχε αποφασιστική νίκη σε βάρος του Αριστονίκου (131 π.Χ.) και τον ανάγκασε να εκκενώσει τα παράλια. Με το τέλος της εξέγερσης και τη δημιουργία της επαρχίας της Ασίας η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη, μαζί με τις περισσότερες σημαντικές ελληνικές πόλεις.35
2.6. Η Έφεσος υπό ρωμαϊκή διοίκηση
Η Έφεσος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην επαρχία κατά τη διάρκεια του Α΄ Μιθριδατικού πολέμου (90-86 π.Χ.). Η εισβολή του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ στην επαρχία της Ασίας ξεσήκωσε έναν άνευ προηγουμένου ενθουσιασμό, εκπηγάζοντα από το μίσος ενάντια στους Ρωμαίους. Οι Εφέσιοι πρωτοστάτησαν στις αντιρωμαϊκές εκδηλώσεις: πρώτοι αυτοί γκρέμισαν τα ρωμαϊκά αγάλματα στην πόλη τους και ασμένως συμμετείχαν στη σφαγή των 80.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών από την Ιταλία (88 π.Χ.), σύμφωνα με τη διαταγή που εξέδωσε ο ίδιος ο βασιλιάς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη.36 Ο Μιθριδάτης ανταπέδωσε αυξάνοντας την έκταση της επικράτειας της ασυλίας του Αρτεμισίου της Εφέσου. Η σκληρή όμως συμπεριφορά του βασιλιά του Πόντου απέναντι στους Χίους, τους οποίους εξόρισε στη Μαύρη Θάλασσα, και ο διορισμός ενός βίαιου στρατιωτικού διοικητή στην Έφεσο, του Φιλοποίμενος από τη Στρατονίκεια, πατέρα της τελευταίας συζύγου του, της Μονίμης, οδήγησαν την πόλη σε εξέγερση. Οι Εφέσιοι πολιόρκησαν την ποντιακή φρουρά, φυλάκισαν και εκτέλεσαν το διοικητή της Ζηνόβιο και κάλεσαν και τους υπόλοιπους Έλληνες να τους ακολουθήσουν στον «πόλεμο υπέρ της Ρώμης και της κοινής ελευθερίας».37 Η αλλαγή αυτή πάντως δεν έσωσε την πόλη από τις τρομερές επιπτώσεις του διακανονισμού του Σύλλα: ο Ρωμαίος στρατηγός συγκάλεσε συνέδριο στην Έφεσο όπου επέβαλε νέα διοργάνωση της επαρχίας. Η Έφεσος στερήθηκε την ελευθερία της (84 π.Χ.) και κλήθηκε, μαζί με όσες πόλεις δεν αντιστάθηκαν στο Μιθριδάτη, να πληρώσει υψηλές πολεμικές επανορθώσεις.38 Την ίδια περίπου περίοδο η Έφεσος έπεσε θύμα πειρατικών επιδρομών.39
Τουλάχιστον από το 75 π.Χ., η Έφεσος αποτέλεσε έδρα δικαστικής διοίκησης (conventus).40 Το 57 π.Χ. βρήκε άσυλο στην πόλη ο Πτολεμαίος ΙΒ΄, περιμένοντας βοήθεια από κάποιο Ρωμαίο στρατηγό που θα του έδινε πίσω το θρόνο τον οποίο του είχε στερήσει η εξέγερση του λαού της Αλεξάνδρειας.41
Η πόλη βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Το 49 π.Χ., ο πεθερός του Πομπήιου, ο Μέτελλος Σκιπίων, προσπάθησε να αρπάξει το θησαυρό του ιερού της Αρτέμιδος, αλλά απέτυχε. Κατάσχεσε πάντως τα χρήματα που διαχειρίζονταν οι δημοσιώνες της Εφέσου.42 Την επόμενη χρονιά (48 π.Χ.) αποβιβάστηκε εκεί ο Καίσαρας, δέχτηκε τους αντιπροσώπους των Ιώνων, των Αιολέων και των πόλεων της Ασίας και επιχείρησε την αναδιοργάνωση της επαρχίας, προτείνοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα, ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις πόλεις.43 Το 43 π.Χ., οι δολοφόνοι του Καίσαρα, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, εξανάγκασαν τις πόλεις της Ασίας να τους παραδώσουν φόρο 10 ετών.44 Το 41 π.Χ., ήταν η σειρά του Αντωνίου να εισέλθει στην πόλη ως Νέος Διόνυσος, κατά τη διάρκεια μιας βακχικής τελετής. Συγκέντρωσε τους Έλληνες στην πόλη και απαίτησε να του δώσουν φόρο 2 ετών. Ο Αντώνιος επέστρεψε, με την Κλεοπάτρα αυτή τη φορά, το 33 π.Χ.45
2.7. Η Έφεσος κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο
Υπό την ιουλιοκλαυδιανή και τη φλαβιανή δυναστεία, η Έφεσος αναδείχθηκε τρίτη σε σημασία πόλη στην αυτοκρατορία (μετά τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια).46 Αποτέλεσε από το 29 π.Χ. την έδρα του ανθυπάτου, διοικητή της επαρχίας της Ασίας, αντικαθιστώντας την Πέργαμο.47
Ο Αύγουστος, αν και ελάττωσε την επικράτεια της ασυλίας του ιερού της Αρτέμιδος και επέτρεψε και τη μεταφορά της ένωσης των Κουρητών από το Αρτεμίσιο στο Πρυτανείο στην άνω πόλη, αύξησε τις προσόδους του προσαρτώντας σε αυτό διάφορες γαίες στα ΒΑ της πόλης, στην κοιλάδα του Καΰστρου.48 Εγκαινιάστηκε έτσι μια μακρά περίοδος ειρήνης και ευημερίας, που διακόπηκε μόνο από τις καταστροφές που προήλθαν από σεισμούς, του 17 μ.Χ., κυρίως όμως του 23 και του 29.49
Σποραδικές είναι οι αναφορές στην πόλη κατά τη μακρά αυτή περίοδο ειρήνης των πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας: στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 ο Απολλώνιος ο Τυανεύς προέβλεψε, όντας στην Έφεσο, τη συνωμοσία που έθεσε τέλος στην αρχή του Δομιτιανού (81-96).50 Στο απόγειο της ακμής της, στις αρχές του 2ου αιώνα, η πόλη είχε 200.000 κατοίκους.51 Την εποχή αυτή αποκαλείται συχνά σε επιγραφές «πρώτη και μεγίστη μητρόπολις της Ασίας». Το 113/114 ο Τραϊανός και τα έτη 124 και 129/130 ο Αδριανός επισκέφθηκαν την πόλη. Ο αυτοκράτορας Λούκιος Βήρος (161-169) φιλοξενήθηκε από το Γάιο Βήδιο από το 162 έως το 164, καθοδόν προς τη χώρα των Πάρθων. Κατά την επιστροφή του (166-167) έγινε δεκτός από το σοφιστή Tίτο Φλάβιο Δαμιανό. Τα στρατεύματα όμως μετέδωσαν στους κατοίκους της πόλης θανατηφόρα επιδημία.52
Ο 3ος αιώνας αποτελεί περίοδο παρακμής: το τελικό πλήγμα στον πλούτο της πόλης ήταν ο καταστροφικός σεισμός του 262, τον οποίο ακολούθησε η επιδρομή των Γότθων, που λεηλάτησαν το Αρτεμίσιο.53 Παρά τις μεμονωμένες προσπάθειες αυτοκρατόρων όπως ο Διοκλητιανός (284-305), ο Κωνστάντιος Β΄ και ο Κώνστας, η πόλη ανέκαμψε μόλις στα τέλη του 4ου αιώνα, όταν ο Θεοδόσιος ο Μέγας ανέλαβε ευρύ πρόγραμμα ανοικοδόμησης.54
3. Θεσμοί
Το πρώιμο πολίτευμα της πόλης ήταν η βασιλεία.55 Μάλιστα αναφέρεται ότι η Έφεσος ήταν η έδρα του βασιλιά της Ιωνίας.56 Αργότερα, το γένος των Βασιλιδών, απογόνων του Ανδρόκλου, αναφέρεται ότι ασκούσε συνολικά την αρχή.57 Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, τα μέλη του διατηρούσαν μια σειρά τιμητικά προνόμια. Ύστερες πηγές όμως κάνουν λόγο για ένα «βασιλιά», τίτλο που κληρονόμησε και ο φιλόσοφος Ηράκλειτος, αλλά τον απαρνήθηκε προς όφελος του αδελφού του.58 Η «αρχή των Βασιλιδών» ήταν μια κληρονομική ολιγαρχία, ένα από τα μέλη της οποίας ασκούσε τα ετήσια καθήκοντα του βασιλιά.59 Ο βασιλιάς της Εφέσου αναφέρεται και σε επιγραφές της περιόδου του Αυγούστου, αλλά σίγουρα πρόκειται για κάποιον αξιωματούχο.60 Οι λεξικογραφικές πηγές διασώζουν δύο ακόμη τίτλους συνώνυμους του βασιλικού εσσήν και πάλμυς.61
Έπειτα από μακρά περίοδο αστάθειας η κατάσταση στην Έφεσο σταθεροποιήθηκε, χάρη στο δημοκρατικό πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε το 492 π.Χ. Ο επώνυμος άρχων ονομάστηκε πρύτανης. Η συνέλευση του λαού, μαρτυρείται κυρίως σε ψηφίσματα του 4ου αι. π.Χ. Η βουλή είχε προβουλευτικές εξουσίες. Άλλοι αξιωματούχοι ήταν οι πρόεδροι, επιφορτισμένοι με το καθήκον να κατανέμουν τους νέους πολίτες σε φυλές και χιλιαστύες, οι εσσήνες, οι αγωνοθέτες, οι νεωποίαι.62
Βάση του πολιτεύματος ήταν ο χωρισμός των κατοίκων της Εφέσου σε πέντε φυλές (Εφεσέων, Τηίων, Καρηναίων, Ευωνύμων, Βεμβιναίων), με υποδιαιρέσεις των πολιτών σε χιλιαστύες (χιλιάδες). Μαρτυρούνται περίπου 50 χιλιαστύες, που αναλογούν στις πέντε αρχικές φυλές και στις τρεις που δημιουργήθηκαν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (Σεβαστή, Αδριανή και Αντωνεινιανή).63
Στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, η Έφεσος έχει κυρίως αριστοκρατικό πολίτευμα. Στα σώματα της βουλής και της εκκλησίας του δήμου προστέθηκε η γερουσία, με θρησκευτικές κυρίως αρμοδιότητες, σχετιζόμενες ως επί το πλείστον με τα οικονομικά του Αρτεμισίου. Το σώμα είχε πάνω από 300 μέλη στις αρχές του 2ου αιώνα, στην πλειονότητά τους εύπορους πολίτες, που διακρίνονταν για τις ευεργεσίες τους προς την πόλη, ενώ την ίδια περίοδο ο αριθμός των βουλευτών έφθασε τους 450. Η βουλή και η εκκλησία του δήμου, παρότι κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στερούνταν ουσιαστικών αρμοδιοτήτων για τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, εντούτοις λαμβάνουν υπεύθυνες αποφάσεις σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα, όπως η διαχείριση των δημόσιων γαιών, η επιλογή των οικοδομήσιμων χώρων και η διατήρηση του συστήματος οδοποιίας και της προμήθειας σε νερό και σιτηρά.64 Ο θεσμός του πρύτανη έχασε τη σημασία του μετά το 17/18, όταν αποδόθηκε διά βίου σε έναν απελεύθερο του Αυγούστου.65
4. Οικονομία και νομισματική κυκλοφορία
Λόγω της ακτινοβολίας του Αρτεμισίου και των σχέσεων με το λυδικό βασίλειο και αργότερα με την αχαιμενιδική διοίκηση, η πόλη γνώρισε μεγάλη ευημερία. Είναι η πρώτη ελληνική πόλη που έκοψε νόμισμα, στατήρες από ήλεκτρο, στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Κατά τη διάρκεια του πρώιμου 6ου αι. π.Χ., ακολουθώντας πάντα το φοινικικό κανόνα, εκδόθηκε νόμισμα με την εικόνα της προτομής ενός ελαφιού στον εμπροσθότυπο και έκτυπο οπισθότυπο. Επί Κροίσου (561-546 π.Χ.) εγκαινιάστηκε η σειρά των αργυρών νομισμάτων (δραχμών και διδράχμων) στο φοινικικό κανόνα, με τη μέλισσα στον εμπροσθότυπο και το έκτυπο τετράγωνο στον οπισθότυπο, η κυκλοφορία της οποίας διήρκεσε έως την Ιωνική Επανάσταση (500-494 π.Χ.).
Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η ένταξή της στην Αθηναϊκή Συμμαχία την οδήγησε σε οικονομική παρακμή. Η πόλη μάλλον δεν έκοψε καθόλου νόμισμα. Κατά τη διάρκεια του Ιωνικού πολέμου, υιοθέτησε το ροδιακό σταθμητικό κανόνα (τετράδραχμο 11,7 γραμμ.) και έκοψε νόμισμα με τους παλιότερους τύπους, αλλά και την προσθήκη του ονόματος του υπευθύνου για τις κοπές αξιωματούχου.
Για τον 4ο αι. π.Χ. υπάρχουν λίγα στοιχεία που αφορούν την οικονομική ζωή της πόλης. Η άρνηση των Εφεσίων να δεχθούν από τον Αλέξανδρο να ανοικοδομήσει το Αρτεμίσιο μαρτυρά πίστη στην ευρωστία των οικονομικών της πόλης. Η Έφεσος είναι από τις λίγες πόλεις της Ασίας που διατηρεί αδιάλειπτη την ισχύ της νομισματοκοπίας της, με τη σειρά των αργυρών τετραδράχμων ροδιακού κανόνα, όπου παρουσιάζεται στον εμπροσθότυπο η μέλισσα με τα γράμματα ΕΦ και στον οπισθότυπο η προτομή ελαφιού που ξεπηδά από φοινικόδενδρο.
Στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, η πόλη υιοθέτησε και τους τύπους των ελληνιστικών βασιλέων, κόβοντας «Αλεξάνδρους» και νομίσματα στους τύπους του Δημητρίου του Πολιορκητή και αργότερα του Λυσιμάχου, υιοθετώντας πλέον τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Παρά τα διάφορα ευεργετήματα που δέχθηκε από τον Αντίγονο66 και το Δημήτριο, καταστράφηκε οικονομικά κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Πριήνη (300-297 π.Χ.).67 Η ανάκαμψη ήρθε με την επανίδρυσή της από το Λυσίμαχο. Παρά την πολιτική αστάθεια τον 3ο αι. π.Χ. και τη συνεχή εναλλαγή κατακτητών, αποτέλεσε σταθερά σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο αγαθών που διεκπεραιώνονταν από τη Συρία προς τη Δύση με καραβάνια. Για την προμήθεια σιτηρών εξαρτιόταν από τη Ρόδο, συμμετέχοντας έτσι σε ένα διεθνές δίκτυο ανταλλαγών.68 Αρχίζει να κόβει χάλκινα νομίσματα, με τους παραδοσιακούς τύπους και την προσθήκη της προτομής της Αρτέμιδος, κατά τα ελληνικά πρότυπα. Εξίσου σημαντική φαίνεται πως ήταν η δραστηριότητα των τραπεζιτών του ιερατείου του Αρτεμισίου της Εφέσου.69
Στο 2ο αι. π.Χ., όταν η Έφεσος ανήκε κατά κύριο λόγο στο περγαμηνό βασίλειο μετατράπηκε σε κύριο λιμάνι των Ατταλιδών, αντικαθιστώντας την Ελαία. Από το 188 π.Χ. περίπου, η Έφεσος αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα νομισματικά εργαστήρια για την παραγωγή κιστοφορικών νομισμάτων. Το γεγονός αυτό όμως δεν οδήγησε στην εγκατάλειψη του παλιότερου αργυρού νομίσματος, των δραχμών στον αττικό σταθμητικό κανόνα, που έκοβε η πόλη από το 202 π.Χ. περίπου (4 γραμμ.). Στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται η μέλισσα της Άρτεμης, πλαισιωμένη από μια σειρά στιγμές, και με την επιγραφή ΕΦ, ενώ στον οπισθότυπο απεικονίζεται το ελάφι μπροστά σε ένα φοινικόδενδρο. Το νόμισμα αυτό φαίνεται πώς έπαψε να εκδίδεται γύρω στο 170 π.Χ.70
Το 134/133 π.Χ. η Έφεσος, ως ελεύθερη πόλη, εγκαινίασε ένα κιστοφορικό νόμισμα όπου παρουσιάζεται μια νέα εποχή, που σημαδεύεται από την απόκτηση της ελευθερίας της πόλης. Το νόμισμα αυτό διήρκεσε έως το 49/48 π.Χ., όταν υιοθετήθηκε μια νέα εποχή, αυτή της νίκης του Καίσαρα επί του Πομπήιου.71 Από το 58 π.Χ. στα κιστοφορικά αυτά νομίσματα της πόλης εμφανίστηκαν τα ονόματα των ανθυπάτων της Ασίας.
Με την ίδρυση της επαρχίας της Ασίας, οι πρόσοδοι του ιερού της Αρτέμιδος προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Ρωμαίων φοροεισπρακτόρων (publicani), οι οποίοι διεκδίκησαν τα έσοδα από τις ιερές λίμνες που περιέβαλλαν τον Κάυστρο ποταμό. Η πόλη της Εφέσου έστειλε στη σύγκλητο, η οποία διαιτήτευσε της διαφοράς, τον περίφημο γεωγράφο Αρτεμίδωρο (104 π.Χ.), ο οποίος κατόρθωσε να διαφυλάξει την περιοχή για λογαριασμό του ιερού και των ιερέων της.72 Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκαν στην πόλη και οι πρώτοι Ρωμαίοι έμποροι, προερχόμενοι από τη Δήλο.73 Η Έφεσος τους χρόνους αυτούς ήταν το κυριότερο λιμάνι της Ασίας και ένας από τους σημαντικότερους τελωνειακούς σταθμούς. Εκεί συγκεντρώνονταν εμπορεύματα από και προς τη Μικρά Ασία και εκεί εγκαταστάθηκαν σημαντικοί εμπορικοί οίκοι.74 Η Έφεσος συνιστούσε σημαντική αγορά δούλων, ενώ στην επικράτειά της τοποθετείται και η ύπαρξη εργαστηρίων της Ανατολικής Sigillata B, ήδη από το 100 π.Χ., καθώς και λυχναριών.75 Ορισμένα από τα προϊόντα αυτά εξάγονται και στην Αλεξάνδρεια.76
Η περίοδος των Μιθριδατικών πολέμων σημαδεύτηκε από την έκδοση χρυσού νομίσματος με την προτομή της Αρτέμιδος στον εμπροσθότυπο και το λατρευτικό άγαλμα της θεάς στον οπισθότυπο, συνοδευόμενο από τα σύμβολα της πόλης (ελάφι και μέλισσα). Ο 1ος αι. π.Χ. ήταν ένα διάστημα ιδιαίτερων δυσκολιών για την πόλη, όχι μόνο λόγω των βαρύτατων αποζημιώσεων που κατέβαλλε στους Ρωμαίους, αλλά και λόγω της επαχθούς φορολογίας που επέβαλλαν οι λογής λογής Ρωμαίοι στρατηλάτες. Η επικράτηση του Αυγούστου και η ανάδειξη της Εφέσου σε πρωτεύουσα της Ασίας, το 29 π.Χ., υπήρξαν πολύ επωφελείς για την εξέλιξή της. Ο Αύγουστος επέτρεψε στην Έφεσο και στην Πέργαμο να προχωρήσουν στην κοπή χρυσών νομισμάτων, σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας της επαρχίας, που είχε καταστραφεί έπειτα από έναν αιώνα πολέμων και ταραχών. Η Έφεσος έκοψε επίσης κιστοφορικά νομίσματα, αλλά και χάλκινους σηστερτίους.77 Τα πρωιμότερα νομίσματα της σειράς φέρουν τα ονόματα των αξιωματούχων που επέβλεπαν το νομισματοκοπείο της πόλης (Γραμματεύς, Αρχιερεύς, Αρχιερεύς Γραμματεύς, Επίσκοπος).
Η πόλη είχε προχωρήσει στην αγοραπωλησία των θέσεων των ιερέων, από την οποία αντλούσε σημαντικά οικονομικά οφέλη, έως το 44, όταν η διαδικασία αυτή καταργήθηκε με διάταγμα του ανθυπάτου Paullus Fabius Persicus.78
Στο β΄ μισό του 1ου αιώνα, και κυρίως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δομιτιανού και του Τραϊανού, η Έφεσος έφθασε στη μέγιστη ανάπτυξή της. Οι εύποροι πολίτες συναγωνίζονταν σε ευεργεσίες, ενώ οι πιο ταλαντούχοι από αυτούς ανήλθαν στη συγκλητική τάξη.79 Πλούσιοι συγκλητικοί και Ρωμαίοι απόμαχοι αξιωματούχοι την επιλέγουν για κατοικία τους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα χάλκινα νομίσματα της πόλης δεν εμφανίζονται πλέον ονόματα αξιωματούχων, πλην των σποραδικών περιπτώσεων όπου αναγράφεται το όνομα του ανθυπάτου. Η πόλη έκοβε συστηματικά νομίσματα καθόλη τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας, μέχρι και την αρχή του Γαλλιηνού (262-269). Ακόμη, εμφανίστηκαν και τα κιστοφορικά νομίσματα των Φλαβίων αυτοκρατόρων (69-96), και ιδιαίτερα του Αδριανού, όπου πλέον δεσπόζει η μορφή του αγάλματος της Αρτέμιδος Εφεσίας και οι ναοί των δύο νεωκοριών. Μετά το 262, η πόλη σταμάτησε να κόβει νόμισμα.
Ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα, αρχίζει να γίνεται ορατή η ύπαρξη δυσκολιών στο οικονομικό επίπεδο: οι αγορανόμοι αποκτούν πλέον σημαντική εξουσία και κύρος στην πόλη, παινευόμενοι ότι ασκούν τίμια τα καθήκοντά τους.80 Η τιμή των σιτηρών αυξανόταν διαρκώς και σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ της βασιλείας του Τραϊανού (98-117) και του Καρακάλλα (211-217) χωρίς εμφανή λόγο.81 Αρκετοί πλούσιοι πολίτες υπερηφανεύονταν ότι πρόσφεραν στην πόλη σιτηρά που οι ίδιοι προμηθεύθηκαν από την Αίγυπτο.82 Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138), κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην πόλη, επέτρεψε στους Εφεσίους να προμηθεύονται αιγυπτιακά σιτηρά, τα οποία εκμεταλλευόταν μονοπωλιακά η ρωμαϊκή διοίκηση.83
5. Θρησκεία και λατρείες
Η θρησκευτική ζωή της Εφέσου κυριαρχείται από την παρουσία της Αρτέμιδος Εφεσίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι θεοί των Ιώνων λείπουν. Από τα πρωιμότερα ιερά που αναφέρονται είναι του Απόλλωνος Πυθίου, ενώ πιστοποιούνται επιγραφικά οι λατρείες του Δία και του Απόλλωνος Πατρώου, της Μητέρας των Θεών Κυβέλης Ορείης και του Διονύσου. Από τις γραπτές και τις επιγραφικές πηγές μαθαίνουμε επίσης για τη λατρεία της Δήμητρας (η οποία στη Ρωμαϊκή περίοδο έχει ελευσινιακό χαρακτήρα), της Αφροδίτης, του Ασκληπιού, του Ηφαίστου, της Εστίας και των θεοτήτων του πρυτανείου, της Λητώς, της Νέμεσης, του Ποσειδώνα, των Αιγύπτιων θεών (Σάραπις, Ίσις), καθώς και των θεοτήτων με έντονο τον ελληνιστικό χαρακτήρα (Τύχη). Σε αυτούς προστίθεται και η λατρεία των κατώτερων θεοτήτων και των ηρώων (Θεοί Πάντες, Κάβειροι, Ενέδρα, Γη Καρποφόρος, Εκάτη, Ηρακλής, Θεός Ύψιστος, Πάνας, Πλούτος, Ομόνοια, όρος Πίον και ποταμοί Κάυστρος, Μνασέας και Κλασέας).84 Σημαντική παράμετρο στη θρησκευτική ζωή της πόλης αποτελεί και η συμμετοχή στις θρησκευτικές εκδηλώσεις της Δωδεκάπολης των Ιώνων, οι οποίες μάλιστα κατά τον 5ο αι. π.Χ. τελούνταν στην περιφέρεια της πόλης.85
Κεφαλαιώδης για τη θρησκευτική ζωή της πόλης υπήρξε η αυτοκρατορική λατρεία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.86 Στην προϊστορία του θεσμού αναφέρεται η πιθανή εγκαθίδρυση του Φιλίππου Β΄ ως συννάου της Άρτεμης (336 π.Χ.), οι τιμές στους ελληνιστικούς ηγεμόνες, η λατρεία προς τον Publius Servilius Isauricus, ανθύπατο της επαρχίας κατά το 46-44 π.Χ., ο οποίος εκτιμήθηκε πολύ για την επιείκιά του (clementia),87 καθώς και οι τιμές προς τον Ιούλιο Καίσαρα. Η πόλη απόκτησε ναό της Ρώμης και του Ιουλίου Καίσαρα το 6/5 π.Χ., κατόπιν αδείας από τον Αύγουστο. Αργότερα, σε ανταπόδοση της βοήθειας που πρόσφερε ο Τιβέριος στις πόλεις της Ασίας μετά το σεισμό του 17 μ.Χ., η Έφεσος ζήτησε την άδεια να ιδρύσει ναό του αυτοκράτορα στην πόλη, πρόταση που απορρίφθηκε, επειδή η κύρια θεότητα της Εφέσου ήταν η Άρτεμη.88 Ήδη από την εποχή του Νέρωνα η πόλη αποκαλείται νεωκόρος της Άρτεμης. Η πολυπόθητη νεωκορία, με τα προνόμια που επέφερε, ήρθε τελικά επί Δομιτιανού. Η δεύτερη νεωκορία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Αδριανού (129). Οι επιγραφές ΝΕΩΚΟΡΩΝ και ΔΙΣ ΝΕΩΚΟΡΩΝ ΑΣΙΑΣ εμφανίζονται σε νομίσματα των αρχών του 2ου αιώνα. Αργότερα υπάρχουν μαρτυρίες για μια τρίτη νεωκορία, επί Καρακάλλα (211-218), η οποία, όμως, αποδόθηκε ως τιμή από τον αυτοκράτορα στην Άρτεμη, και για μια τέταρτη νεωκορία (σε νομίσματα της εποχής του Ηλιογαβάλου), που ενδεχομένως αναφέρεται στη νεωκορία της Άρτεμης.
Διαπιστώνεται από πολύ νωρίς η παρουσία χριστιανών στην πόλη. Ο Απόστολος Παύλος διέμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (53-55). Η διδασκαλία του οδήγησε σε εξέγερση των χρυσοχόων, με επικεφαλής κάποιο Δημήτριο, επειδή ο Παύλος ισχυρίστηκε ότι οι θεοί που φτιάχτηκαν από ανθρώπινα χέρια, δηλαδή τα είδωλα, ήταν ψεύτικοι θεοί, μια ευθεία απειλή κατά της Αρτέμιδος της Εφέσου. Οι εξεγερθέντες συγκεντρώθηκαν στο θέατρο, όπου μάταια ο εκπρόσωπος των Εβραίων της πόλης, ο Αλέξανδρος, προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από τη διδασκαλία του Παύλου. Μπροστά στον κίνδυνο σφαγής των Εβραίων της πόλης, αλλά και των συντρόφων του Παύλου, οι Αρχές ηρέμησαν τα πλήθη και εκτόνωσαν την κατάσταση.89 Υπήρχαν διάφορες ομάδες χριστιανών, που δεν είχαν ιδιαίτερα αγαστές σχέσεις μεταξύ τους.
Στην απόκρυφη χριστιανική λογοτεχνία αναφέρεται ότι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής έμεινε στην Έφεσο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μαζί του λέγεται ότι ήρθε και η Παναγία. Ένας δεύτερος Ιωάννης, ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, έδρασε στην πόλη στα τέλη του 1ου αιώνα και λέγεται ότι εκεί συνέγραψε την Αποκάλυψη.90 Την ίδια περίοδο, ο Ιγνάτιος της Αντιοχείας αναφέρεται σε επιστολή του επί μακρόν στην Εκκλησία της Εφέσου και τον επίσκοπό της Ονήσιμο. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη, παρά τους διωγμούς και τα μαρτύρια των χριστιανών στο ειδικά διαμορφωμένο στάδιο. Ο σεισμός του 262 και η καταστροφή του Αρτεμισίου υπήρξε σημάδι για την αδυναμία της θεάς. Στον 4ο αιώνα, ο Δημέας υπερηφανεύεται ότι έδιωξε την εικόνα της δαιμονικής Αρτέμιδος από τη θέση που κατείχε στην πύλη του Αδριανού και την αντικατέστησε με το χριστιανικό σταυρό.91
6. Τοπογραφία
6.1. Η Έφεσος της Γεωμετρικής και της Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου
Η Έφεσος ιδρύθηκε στις εκβολές του Δέλτα του Καΰστρου.92 Στις αρχές της 1ης χιλιετίας, η επιφάνεια της θάλασσας ήταν περίπου 2 μ. κάτω από τη σημερινή, ενώ η εκβολή του Καΰστρου βρισκόταν σε απόσταση περίπου 10 χλμ. από τη σημερινή ακτή και 3,5 χλμ. Β-ΒΑ του λόφου Ayasoluk.93 Η αρχαιότερη εγκατάσταση ονομαζόταν Κόρησσος.94 Η θέση έχει ταυτιστεί από παλιά με τον όρμο που σχηματίζεται ανατολικά του ακρωτηρίου Τραχεία.95 Εκεί έχουν βρεθεί διάσπαρτα όστρακα αρχαϊκών αγγείων,96 ενώ σώζεται και ένα τμήμα της οχύρωσης, που ενδέχεται να ανάγεται στα Αρχαϊκά χρόνια.97 Διατηρούνται ακόμη οι θεμελιώσεις οικιών. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο τμήμα της αρχαϊκής και κλασικής πόλης βρισκόταν πάνω σε λόφο: οι περισσότεροι μελετητές ταυτίζουν το λόφο αυτό με το όρος Πίον (Panayır Dağ), όπου εντοπίζεται η λεγόμενη ιωνική ακρόπολη.98
Το ακρωτήριο Τραχεία ταυτίζεται με τη στενή χερσόνησο που ορίζει προς βορρά τον κόλπο στον οποίο δεσπόζει το όρος Πίον, μπροστά από το ρωμαϊκό θέατρο. Τη συνοικία της Σμύρνης ο Στράβων την τοποθετεί μεταξύ του ακρωτηρίου της Τραχείας και της λεγόμενης Λεπρής Ακτής, στους πρόποδες του όρους Πρέον (Bülbül Dağ). Στο σημείο εκείνο, κάτω από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Αγορά, ανασκάφηκε ένας οικισμός, του οποίου η πρώιμη φάση ανάγεται στον 8ο αι. π.Χ. Το όνομα του προαστίου έδωσε λαβή για αστήρικτες υποθέσεις κατά την Αρχαιότητα, αλλά πιθανότερη είναι η άποψη του Langmann, σύμφωνα με την οποία εκεί κατοικούσαν έμποροι και μέτοικοι από τη Σμύρνη.99 Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, αν και παρέμειναν εκεί κάποιες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Μια τρίτη πρώιμη θέση εντοπίστηκε στους πρόποδες του όρου Πρέον, στα νότια της Ρωμαϊκής Αγοράς, ενώ ταφές της Ύστερης Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου ανακαλύφθηκαν στη συνοικία της Εμβόλου.100
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κροίσος επιχείρησε να μετατοπίσει την πόλη προς το Αρτεμίσιο της Εφέσου και προς τον αρχαίο καρικό-λυδικό οικισμό. Φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα απλώς επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό ο οικιστικός ιστός προς το Αρτεμίσιο.101 Ένα τμήμα του νέου οικισμού έχει εντοπιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1920 από τον J. Keil, όπου βρέθηκαν ερείπια και ίχνη οικιών του 5ου αι. π.Χ.102 Το νεκροταφείο της πόλης του Κροίσου ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη ΝΑ κλιτύ του Ayasoluk: οι σαρκοφάγοι και οι ταφές του 5ου αι. π.Χ. βρίσκονται ακριβώς επάνω στις καρικού τύπου ταφές του 8ου αι. π.Χ., χωρίς όμως ίχνη ενδιάμεσης χρήσης.103
Τίποτε δεν είναι γνωστό για τα γυμνάσια, τους ναούς και το θέατρο της Κλασικής περιόδου, πέρα από διάσπαρτες αναφορές σε ιστορικές πηγές και από επιγραφικές μαρτυρίες. Σημαντικό στοιχείο πάντως για τις πρώιμες λατρείες στην πόλη είναι το ιερό με τις επιγραφές στο βράχο, στην ανατολική κλιτύ του όρους Πίον, αφιερωμένο στο Δία Πατρώο και τον Απόλλωνα Πατρώο, καθώς και τη Μητέρα Ορείη.104
6.2. Η πόλη του Λυσιμάχου
Οι αποθέσεις λάσπης που κατέβαζε ο Κάυστρος και οι μικρότεροι ποταμοί της περιοχής (ο Σελινούς και ο Μάρνας) οδήγησαν στην αχρήστευση του λιμανιού της αρχαϊκής και κλασικής πόλης, ενώ η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απειλούσε την πόλη με πλημμύρα. Ο Λυσίμαχος έχτισε τη νέα πόλη κοντά στην ακτή που περιβάλλει τις πλαγιές των ορέων Πρέον και Πίον.105 Την περιέβαλε με επιβλητικά τείχη, μήκους 9 χλμ., περίφημα ήδη κατά την Αρχαιότητα, τα οποία σώζονται σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση στο όρος Πρέον και αποτελούν το πλέον αξιόλογο δείγμα αμυντικής αρχιτεκτονικής στην ελληνιστική Μικρά Ασία.106 Από τις πύλες της πόλης σπουδαιότερες ήταν δύο, γνωστές από άφθονες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες. Η κυριότερη, η λεγόμενη Πύλη της Μαγνησίας, έχει ταυτιστεί ήδη από το 1863. Η ελληνιστική πύλη είχε έναν τετράπλευρο πύργο σε κάθε πλευρά και μία αυλή, πίσω από την οποία ανοιγόταν η είσοδος στην πόλη. Η κατασκευή πάντως της υπάρχουσας δομής ανάγεται στην εποχή του Αυγούστου.107
Η πορεία του τείχους στο όρος Πίον δεν έχει ακόμη καθοριστεί με ακρίβεια. Φαίνεται πως ταυτιζόταν εν μέρει με την πορεία του βυζαντινού τείχους, περνώντας στα νότια του ρωμαϊκού θεάτρου ή κάτω από το κοίλο. Στο σημείο εκείνο θα πρέπει να βρισκόταν και η Πύλη της Κορησσού.108 Στο βόρειο σημείο του όρους Πίον, πάνω από το λιμάνι της Κορησσού, έχουν βρεθεί τα ίχνη της ισχυρής οχύρωσης της Ελληνιστικής περιόδου. Σώζονται μόνο οι λαξεύσεις της θεμελίωσης στο βράχο, καθώς οι λίθοι του τείχους αυτού χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση του υστερορωμαϊκού τείχους. Υπήρχε ένα ισχυρό οχυρό στην κορυφή του όρους, ενώ στην ανατολική κλιτύ η οχύρωση ενωνόταν με την οχύρωση της κυρίως πόλης.109
Το λιμάνι της ελληνιστικής πόλης δεν έχει ακόμη εντοπιστεί με ακρίβεια. Θεωρείται πιθανότερη η εκδοχή να βρισκόταν μπροστά ακριβώς στον κύριο αστικό ιστό της πόλης, κατά μήκος της κλιτύος του όρους Πρέον. Ενδεχομένως να υπήρχε και ένα δεύτερο, πολεμικό, λιμάνι στα νότια του ακρωτηρίου Τραχεία.110 Στην ίδια περιοχή, στα δυτικά του λόφου σώζονται τα ίχνη μιας οχύρωσης των Eλληνιστικών χρόνων, καθώς και ένας μικρός περίπτερος ναός (διαστάσεων 22,05 x 14,7 μ.) στο στυλοβάτη και σηκό μήκους 10,3 μ.), δίπλα σε ένα πηγάδι που ταυτίζεται με τη θέση Υπέλαιον, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ο Άνδροκλος σκότωσε έναν αγριόχοιρο.111
Η πόλη οικοδομήθηκε με βάση το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Λίγα μνημεία είναι σήμερα ορατά και σε γενικές γραμμές η εικόνα που έχουμε δεν είναι πλήρης. Σώζονται τα ερείπια μιας μικρού σχετικά μεγέθους Αγοράς στην περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε η Κάτω Αγορά, η ονομαζόμενη Τετράγωνος Αγορά, και συγκεκριμένα το δυτικό της τμήμα. Κάλυπτε το μισό περίπου της ρωμαϊκής Κάτω Αγοράς, ήταν περίπου τετράγωνη στην κάτοψη και είχε διαστάσεις 100-110μ. Για την κατασκευή της ελληνιστικής Αγοράς ισοπεδώθηκε αρχικά η συνοικία της Σμύρνης. Τα κτήρια περιλάμβαναν μια ελλιπώς διατηρημένη αποθήκη με δύο σειρές από 7 ή 9 τετράγωνα δωμάτια, με τα ανατολικά να βλέπουν την Αγορά και τα δυτικά μια οδό. Οι διαστάσεις του κτηρίου ήταν 43,4 μήκος x 11,5 μ. πλάτος.112 Αργότερα, το κτήριο άλλαξε όψη, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στην ανατολική πλευρά (με βάθος ίσο με το βάθος ενός δωματίου, δηλαδή 4,6 μ. περίπου), ενώ ο βόρειος και ο νότιος τοίχος επεκτάθηκαν. Τέλος, περαιτέρω τροποποιήσεις επήλθαν στο κτήριο, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στη βόρεια πλευρά, ενώ περίπου το 100 π.Χ. όλη η πλατεία της Αγοράς πλαισιώθηκε από στοές, αποκτώντας την τυπική όψη των ελληνιστικών αγορών της Μικράς Ασίας. Στο σημείο όπου βρίσκεται η δυτική πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, ανασκάφηκαν τα ίχνη πύλης που ίσως να ταυτίζεται με την αρχική, πρώιμη ελληνιστική πύλη της Κορησσού.113 Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν δύο κρηναία οικοδομήματα της Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και οικίες του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ.114
Υπήρχε και δεύτερη αγορά, η οποία μάλλον εξυπηρετούσε διοικητικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Αν και δεν έχει εντοπιστεί με ακρίβεια, μαρτυράται σε μια επιγραφή της περιόδου του Λυσιμάχου και θα πρέπει να αναζητηθεί δυτικά της Τετραγώνου Αγοράς.115
Μπροστά από τις οικίες της Εμβόλου και λίγο πιο χαμηλά από τη λεγόμενη στοά του Αλυτάρχου (5ος αι. μ.Χ.) διακρίνονται τα ερείπια ενός οκταγωνικού ταφικού μνημείου, ενδεχομένως της Αρσινόης, της δολοφονημένης αδελφής της Κλεοπάτρας (41 π.Χ.), το οποίο ήταν απομίμηση του φάρου της Αλεξάνδρειας. Πολυγωνικό στην κάτοψη με κορινθιακούς κίονες και πλούσια διακοσμημένο επιστύλιο, το κτήριο στήριζε οκταγωνική πυραμίδα, που επιστεφόταν από σφαίρα.116 Ακριβώς δίπλα βρέθηκε το Ηρώο του Ανδρόκλου. Τέλος, ένα μνημείο του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ., στην άκρη της Ιεράς Οδού, ήταν αφιερωμένο σε έναν εγγονό του Σύλλα, το Γ. Μέμμιο.
Στο σημείο όπου χτίστηκε η Βασιλική Στοά της περιόδου του Αυγούστου, ανακαλύφθηκε μικρότερη ελληνιστική στοά και πιθανότατα τα ίχνη ενός ελληνιστικού σταδίου.117 Στα μνημεία της Ελληνιστικής περιόδου συγκαταλέγεται και η αρχική μορφή του θεάτρου στους πρόποδες του όρους Πίον, το οποίο θα πρέπει να χρονολογηθεί μάλλον στον 1ο αι. π.Χ., παράλληλα με την παρακείμενη μνημειακή κρήνη.118
6.3. Η πόλη του Αυγούστου
Ο πολεοδομικός ιστός της ρωμαϊκής πόλης και ο αρχαιολογικός χώρος διακρίνονται σε δύο τμήματα: στην άνω πόλη, κατά μήκος του Panayir Dağ, όπου βρίσκονταν τα κυριότερα δημόσια μνημεία, και η οποία ονομαζόταν Κορησσός κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο,119 και στην κάτω πόλη μπροστά στο λιμάνι. Η ανοικοδόμηση της πόλης ως ενός ιδιαίτερου εμπορικού, θρησκευτικού, διοικητικού και πολιτισμικού κέντρου επικεντρώθηκε στο μικρό υψίπεδο μεταξύ και των ορέων Πίον και Πρέον, όπου χτίστηκε η λεγόμενη Δημόσια Αγορά, ένα μεγάλο πλακοστρωμένο ορθογώνιο διαστάσεων 160 x 58 μ. Η πλατεία ενδεχομένως να προϋπήρχε. Στο δυτικό τμήμα της είχε αναγερθεί ένας πρόστυλος ναός του 1ου αι. π.Χ., που εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής του δεν έχει ταυτιστεί με ασφάλεια.120
Στον άξονα με το ναό αυτό χτίστηκε το πολυτελέστατο Πρυτανείο, προφανώς υπό την επίβλεψη του απελεύθερου του αυτοκράτορα Ιουλίου Νικηφόρου, ο οποίος εξελέγη διά βίου πρύτανης της Εφέσου, το 18 π.Χ.121 Δίπλα στο Πρυτανείο βρίσκεται το Βουλευτήριο ή Ωδείο, το οποίο στη μορφή που έχει αποκατασταθεί σήμερα ανήκει κυρίως στην περίοδο της βασιλείας του Λεύκιου Βήρου (160-169). Είναι ένας ευρύχωρος αμφιθεατρικός χώρος, στηριγμένος στο πρανές του λόφου Panayir Dağ. Η χωρητικότητά του έχει υπολογιστεί σε 1.500 άτομα. Χρονολογείται γύρω στο 150 μ.Χ. και αποδίδεται στον Παύλο Βήδιο Αντώνιο και στη σύζυγό του Φλαβία Παπιανή.122
Δυτικά του Βουλευτηρίου ή Ωδείου υπήρχε ένα τέμενος του Αυγούστου και της Αρτέμιδος, που περιβαλόταν από κιονοστοιχία ιωνικού ρυθμού στις τρεις πλευρές του και περιέκλειε ένα υψηλό βάθρο πλάτους 15 μ., στο οποίο εδραζόταν βωμός ή μικρός ναός ρωμαϊκού τύπου. Το κτήριο υπήρχε ήδη το 25 π.Χ., όταν ο Απολλώνιος Πασσάλας αφιέρωσε ένα άγαλμα του Αυγούστου.123 Στην ίδια περιοχή ενδέχεται να τοποθετείται και το ελληνιστικό ή πρώιμο ρωμαϊκό γυμνάσιο στο οποίο ο πατέρας του Απολλωνίου, ο Ηρακλείδης, με την ιδιότητα του νεάρχου, μαζί με τους νέους έκανε μια αφιέρωση στον Αύγουστο, τον κτίστη της πόλης.124 Στην ανατολική πλευρά της Αγοράς, στηριγμένο στο λόφο του Panayir Dağ, βρίσκεται ένα μεγάλο συγκρότημα ρωμαϊκών λουτρών, που παλιότερα πιστευόταν ότι είναι τα λουτρά του Βαρίου και χρονολογείται στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.125
Στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, μπροστά από το ναό και το τέμενος, βρίσκεται η Βασιλική Στοά, μια μεγάλη τρίκλιτη διώροφη στοά με ιωνικές κιονοστοιχίες, δύο εσωτερικές και μία εξωτερική. Πρόκειται για ένα από τα εντυπωσιακότερα κτήρια της Εφέσου, το οποίο αφιέρωσε ο C. Sextilius Pollio και η οικογένειά του το 11 μ.Χ.126
Ο κύριος άξονας της πόλης, που προφανώς ήταν σε ισχύ ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, η λεγόμενη Πλατεία, ξεκινούσε στην Πύλη της Μαγνησίας, περνούσε νότια και δυτικά από τη δημόσια Αγορά και κατόπιν κατέβαινε στην κοιλάδα μεταξύ των ορέων Πίον και Πρέον, για να καταλήξει στην Τετράγωνο Αγορά.
Η Τετράγωνος Αγορά της Εφέσου χρονολογείται επίσης στην περίοδο της επανίδρυσης της πόλης από τον Αύγουστο και διαδέχεται την αντίστοιχη Διοικητική Αγορά της ελληνιστικής Εφέσου. Βρισκόταν κοντά στο λιμάνι και αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της πόλης. Είναι ένα τετράγωνο με πλευρά 111 μ., που περιβάλλεται από στοές, πίσω από τις οποίες βρίσκονταν καταστήματα και εργαστήρια. Το συνολικό μήκος κάθε πλευράς είναι 149,5 μ. Η Αγορά προσεγγίζεται μέσω της πύλης που αφιέρωσαν δύο πλούσιοι απελεύθεροι του Αυγούστου, ο Μαζαίος και ο Μιθριδάτης, το 4 ή 3 π.Χ., η οποία κατά την Αρχαιότητα ονομαζόταν Τρίοδος. Πρόκειται για μια αψίδα με τρεις εισόδους, στηριζόμενη σε ισχυρούς πεσσούς και πλούσια αρχιτεκτονική διακόσμηση στην αψίδα και το επιστύλιο. Ήταν αφιερωμένη στον αυτοκράτορα, τη γυναίκα του Λιβία, την κόρη του Ιουλία και το γαμπρό του Αγρίππα.127 Εκτός από την πύλη αυτή, στην Αγορά υπήρχαν δύο ακόμη είσοδοι, μία μνημειακή πύλη με πρόπυλο στη δυτική πλευρά, όπου κατέληγε η Δυτική Οδός (διαστάσεις 160 x 24 μ.), η οποία πλαισιωνόταν από δωρική κιονοστοιχία και μια αρκετά απλούστερη στη βόρεια πλευρά.128
Ο κύριος οδικός άξονας στο σημείο της Τριόδου διχαζόταν: ο ένας δρόμος οδηγούσε στο λιμάνι και στην Πυγέλα, ενώ ο άλλος κατέληγε, ακολουθώντας παραθαλάσσια διαδρομή, στην Κορησσό. Το Στάδιο, το οποίο ήταν χτισμένο εν μέρει στους πρόποδες του όρους Πίον, θεωρείται συνήθως ότι αντικαθιστά κτίσμα της εποχής του Λυσιμάχου, αν και οι πρόσφατες έρευνες δεν απέδωσαν στοιχεία της Ελληνιστικής περιόδου. Στη μορφή που σώζεται ανάγεται στην περίοδο του Νέρωνα (54-68). Έχει διαστάσεις 230 x 30 μ. Στα ανατολικά ο στίβος είναι στενότερος, ένδειξη που θεωρείται ότι πιστοποιεί την ύπαρξη αρένας για βίαια θεάματα, κυρίως αγώνες μονομάχων και άγριων θηρίων. Σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση: από τις κερκίδες διατηρούνται μόνο οι απολήξεις των υπόγειων περασμάτων στις άκρες του πετάλου.129
Η πόλη του Αυγούστου, και ιδιαίτερα τα μνημεία στις δύο Αγορές, για τα οποία έχουμε στοιχεία, καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια των σεισμών του 23 μ.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας έως τη βασιλεία του Δομιτιανού εξαντλήθηκε σε εργασίες ανακατασκευής. Την εποχή του Νέρωνα αφιερώθηκε το Στάδιο, ενώ επιγραφές της περιόδου βρίσκονται στην Τετράγωνο Αγορά. Το σημαντικότερο πάντως μνημείο της περιόδου είναι η μεγάλη δίκλιτη βασιλική που πλαισίωνε την ανατολική πλευρά της Τετραγώνου Αγοράς. Σύμφωνα με τις επιγραφές, ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα Εφεσία, το Νέρωνα, τη μητέρα του Αγριππίνα και τους πολίτες της Εφέσου.130 Μεταξύ 54 και 59 χτίστηκε στην περιοχή του λιμανιού ένα μεγάλο κτήριο για την εξυπηρέτηση των αλιέων της πόλης.131 Την ίδια περίοδο έγιναν εργασίες στο λιμάνι της πόλης από τον ανθύπατο Barea Soranus επί Νέρωνα, για τις οποίες αργότερα κατηγορήθηκε ότι αποσκοπούσαν στην αύξηση της δημοτικότητάς τους στην Ασία, με σκοπό να επαναστατήσει.132 Τέλος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βεσπασιανού (69-79), η Πύλη της Μαγνησίας ξαναχτίστηκε και απόκτησε τρεις μνημειακές εισόδους που επιστέφονται με αψίδες.
6.4. Η περίοδος της μέγιστης ακμής και της παρακμής: Από το Δομιτιανό στις γοτθικές επιδρομές
Η Έφεσος εξήλθε από την περίοδο της στασιμότητας, που ακολούθησε τις καταστροφές του 23 μ.Χ., όταν επιλέχθηκε ως νεωκόρος πόλη, προκειμένου να στεγάσει το ναό του αυτοκράτορα Δομιτιανού, το 88-89. Ο ναός των Αυτοκρατόρων οικοδομήθηκε στα δυτικά της Αγοράς, στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας διαστάσεων 50 x 100 μ. περίπου, η οποία στηριζόταν σε ένα σύστημα θόλων. Πρόκειται για ένα μικρό πρόστυλο ναό με 4 κίονες και πτερό 8 κιόνων στις στενές και 13 κίονες στις μακριές πλευρές. Ο στυλοβάτης πατά πάνω σε υψηλό κρηπίδωμα 8 βαθμίδων, διαστάσεων 24 x 37 μ., ενώ οι διαστάσεις του σηκού ήταν μόλις 9 x 17 μ. Το λατρευτικό άγαλμα του αυτοκράτορα, που απεικονίζεται καθιστός, είναι κολοσσιαίων διαστάσεων: είχε ύψος 5 μ. Σώζονται σήμερα μόνο η κεφαλή και το ένα χέρι. Μπροστά στο λατρευτικό άγαλμα υπήρχε ένας βωμός διακοσμημένος με ανάγλυφα. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, οι Εφέσιοι αφιέρωσαν το ναό στη μνήμη του πατέρα του Δομιτιανού, του Βεσπασιανού. Μπροστά του υπάρχει ένα υψηλό παραπέτο αποτελούμενο από δύο ημικίονες και κόγχες όπου βρίσκονται δύο αγάλματα.133 Απέναντι από την πλατεία του ναού, χτίστηκε από το C. Laecanius Bassus ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό μνημείο, το Υδρεκδοχείο.
Προκειμένου να στεγαστούν οι Αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα, ισοπεδώθηκε η περιοχή των ελών δυτικά του Γυμνασίου του Σταδίου και δημιουργήθηκε μια μεγάλη πλατεία διαστάσεων 220 x 200 μ., οι Ξυστοί, όπου διεξάγονταν τα αθλήματα. Την πλατεία περιέβαλλαν στοές. Δυτικά από αυτή την περιοχή κατασκευάστηκε το Γυμνάσιο των Σεβαστών και τα Λουτρά του Λιμανιού, ένα συγκρότημα που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της λεγόμενης Αρκαδιανής Οδού. Η κατασκευή των λουτρών του λιμανιού οδήγησε σε εργασίες τροποποιήσεων στο λιμάνι, οι οποίες διεξήχθησαν στη διάρκεια της βασιλείας του Τραϊανού.134
Τα δύο κεντρικά σημεία της πόλης, ο ναός των Αυτοκρατόρων και η περιοχή του λιμανιού, συνδέονταν μέσω της κυρίας οδού, της Πλατείας, η οποία περιστοιχιζόταν από κιονοστοιχίες (διέτρεχε τη συνοικία Έμβολος και στο κεντρικό της σημείο αποκαλείται με το σύγχρονο όνομα Οδός των Κουρητών), η οποία συνεχιζόταν στη Μαρμάρινη Οδό, την πρώτη παράλληλή της στα ανατολικά. Η Οδός των Κουρητών (ιερέων της Αρτέμιδος Εφέσου) ξεκινά από το βόρειο άκρο της πλατείας του Δομιτιανού και οδηγεί από την άνω πόλη στο λιμάνι.
Η Μαρμάρινη Οδός είναι η ιερά οδός που περιβάλλει το λόφο του Panayir Dağ και οδηγεί από τη Βιβλιοθήκη του Κέλσου στο Στάδιο. Ονομάζεται έτσι επειδή καλύπτεται από μεγάλες μαρμάρινες πλάκες, που όμως χρονολογούνται στον 5ο αι. μ.Χ. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς, υπάρχει μια στοά με κιονοστοιχία. Στο σημείο συνάντησης της Μαρμάρινης Οδού με την Αρκαδιανή Οδό, προερχόμενη από το λιμάνι, βρίσκεται η είσοδος του Θεάτρου. Η τελευταία πήρε το όνομά της από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο, γιο του Θεοδοσίου (395-408), στον οποίο οφείλεται η τελική μορφή της. Είχε 528 μ. μήκος και πλευρικές στοές με κιονοστοιχίες, πλάτους 11 περίπου μ., ενώ το δάπεδό τους ήταν καλυμμένο με μωσαϊκά. Κατέληγε στο λιμάνι, μέσω μέσω μιας εντυπωσιακής πύλης, από την οποία σώζονται ελάχιστα ερείπια.135
Στην ανατολική πλευρά της πλατείας του Δομιτιανού και ακριβώς δίπλα στη δυτική άκρη της Αγοράς, υπάρχει ένα ακόμη σημαντικό μνημείο, το Νυμφαίο του Πολλίωνος (97).
Ο Αριστίων δώρισε δύο ακόμη νυμφαία, στη διάρκεια της βασιλείας του Τραϊανού. Το πρώτο βρισκόταν στο δρόμο που διασχίζει τη Δημόσια Αγορά στο νότιο τμήμα της. Στην πρόσοψη της κρήνης υπήρχαν αγάλματα αυτοκρατόρων και διακεκριμένων πολιτών της Εφέσου, ορισμένα από τα οποία εκτίθενται στο μουσείο της πόλης.Το άλλο κρηναίο οικοδόμημα που δώρισε ο Αριστίων είναι το Νυμφαίο του Τραϊανού, στο βόρειο άκρο της Εμβόλου (μεταξύ 102 και 114). Στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγοράς υπήρχε μία ακόμη διώροφη κρήνη με μεγάλη δεξαμενή, το Υδρεκδοχείο, όπου ήταν τοποθετημένα αγάλματα τα οποία και σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο της Εφέσου.
Την ίδια περίοδο (104-105) ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στο Θέατρο, τις οποίες είχε χρηματοδοτήσει και επιβλέψει ο C. Vibius Salutaris. Αποτελεί το μεγαλύτερο θέατρο στο μικρασιατικό χώρο και ένα από τα ωραιότερα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Είχε συνολική χωρητικότητα 25.000 κατοίκων και χρησιμοποιήθηκε και για τις συναθροίσεις του δήμου. O Salutaris δώρισε χρυσά αγάλματα του αυτοκράτορα Τραϊανού, της συζύγου του Πλωτίνας, της ρωμαϊκής συγκλήτου, της ρωμαϊκής Τάξης των Ιππέων, του ρωμαϊκού λαού, του Αυγούστου, της Αρτέμιδος, της Εφέσου, του δήμου της Εφέσου, των Έξι Φυλών, της βουλής, της γερουσίας και της εφηβείας, ενώ μοίρασε και διάφορα χρηματικά ποσά στους βουλευτές, σε μέλη της γερουσίας και των Έξι Φυλών. Τα αγάλματα έπρεπε να φέρονται σε πομπή κατά τη διάρκεια μιας σειράς σημαντικών τοπικών και αυτοκρατορικών εορτασμών.136
Επί Τραϊανού ολοκληρώθηκε ένα ακόμη μεγαλεπήβολο σχέδιο, η δημιουργία ενός μουσείου, ένα είδος ιατρικής σχολής, του οποίου μάλλον ήταν επικεφαλής ο προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα, ο Titus Statilius Crito. Ο Scherrer εικάζει ότι αντικατέστησε το ελληνιστικό Ασκληπιείο, το οποίο αναφέρεται σε επιγραφές, και ότι θα πρέπει να ταυτιστεί με το λεγόμενο Σεραπείο, έναν μεγαλόπρεπο πρόστυλο ναό μεγάλων διαστάσεων, αποτελούμενο από πρόναο και σηκό. Ο ναός βρίσκεται δίπλα στην Αγορά, επί της Δυτικής Οδού, μήκους 160 και πλάτους 24 μ., σε μια πλατεία διαστάσεων 100 x 75 μ., η οποία προέκυψε από την κατεδάφιση των ύστερων ελληνιστικών οικιών της περιοχής. Η πλατεία περιβάλλεται από δίτονες κορινθιακές στοές, οι οποίες αποδίδονται στο ίδιο εργαστήριο από την Αφροδισιάδα, το οποίο έχτισε και τα Λουτρά του Λιμανιού, και ήταν στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες.137 Ο ναός είναι πρόστυλος σε βάθρο, με διαστάσεις 29,2 x 36,7 μ. Οι οκτώ μονολιθικοί κίονες της πρόσοψης είναι κορινθιακού ρυθμού, ύψους 14-15 μ. και συνολικού βάρους 57 τόνων ο καθένας, και έφεραν πλούσια διακοσμημένο επιστύλιο και αέτωμα, στο οποίο ανοίγονταν τρεις θύρες.138
Η δημιουργία του ναού έκλεισε την παλιότερη είσοδο στην Τετράγωνο Αγορά. Έτσι, η Οδός των Κουρητών έπρεπε να μετατοπιστεί στο τέλος της κατά 30 μ. περίπου προς νότο. Στο τέρμα της, στο σημείο που συναντά τη Μαρμάρινη Οδό, υπάρχει μια μνημειακή αψιδωτή πύλη αφιερωμένη στον αυτοκράτορα Αδριανό ή, σύμφωνα με νεότερες απόψεις, στον Τραϊανό. Έχει τρεις ορόφους με κίονες και πεσσούς κορινθιακού ρυθμού, ενώ τις κόγχες του τόξου κοσμούσαν αγάλματα θεών και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας.139
Κατά μήκος της Οδού των Κουρητών συναντάται ο μικρός ναός του Αδριανού (το αργότερο χτισμένος το 138), που αφιερώθηκε από τον επιφανή Εφέσιο Πόπλιο Κυιντίλλο, μαζί με τα παρακείμενα λουτρά και τη δεξαμενή. Και τα δύο μνημεία σήμερα έχουν ενταχθεί στα λεγόμενα Λουτρά της Σχολαστικίας, του 4ου αιώνα. Ο ναός του Αδριανού έχει αναστηλωθεί. Είναι κορινθιακού ρυθμού, αποτελούμενος από ένα μικρό σηκό και έναν πρόναο.140 Το διπλανό διώροφο κτήριο, του 1ου αιώνα, είχε πολλά δωμάτια διακοσμημένα με ψηφιδωτά και πίνακες και εφοδιασμένα με λουτήρες. Ο καλοδιατηρημένος χώρος σε επαφή με το δρόμο ήταν συγκρότημα δημόσιων αποχωρητηρίων, όπου διακρίνεται ο πάγκος με τις τρύπες και το ρείθρο όπου κυλούσε το νερό, ενώ στο κέντρο του υπήρχε μικρό συντριβάνι. Έχει αναστηλωθεί και παρουσιάζεται σε άριστη κατάσταση.141
Οι στοές της Οδού Κουρητών επικοινωνούσαν στο πίσω τμήμα τους, μέσω κλιμάκων, με οικίες που βρίσκονταν σε υψηλότερο επίπεδο, χτισμένες στους πρόποδες λόφου. Επτά οικοδομήματα από αυτό το πολυτελές συγκρότημα οικιών έχουν ανασκαφεί πλήρως και είναι επισκέψιμες σήμερα, αν και συχνά ο χώρος δεν είναι ανοικτός για το κοινό. Οι οικίες αυτές καταλάμβαναν δύο ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Κάθε σπίτι χρησίμευε επίσης ως πλάτωμα ενός άλλου σπιτιού τοποθετημένου ψηλότερα, σε τρία συνολικά επίπεδα. Χρονολογούνται κυρίως στον 1ο αιώνα, αλλά χρησιμοποιούνταν έως τον 7ο αιώνα. Διαθέτουν μια κεντρική αυλή μεγέθους 25-50 μ., στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες, η οποία περιβάλλεται από στοές και μικρά σχετικά αλλά πολυτελή δωμάτια, διακοσμημένα συχνά με τοιχογραφίες, ενώ τα δάπεδα καλύπτονταν με μωσαϊκά που έφεραν φυτικά ή μυθολογικά θέματα. Στο περιστύλιο ή στην αυλή υπήρχε κρήνη με πόσιμο τρεχούμενο νερό. Τα περισσότερα σπίτια ήταν τριώροφα και θερμαίνονταν με υπόκαυστα, κατά το πρότυπο των θερμών.
Την περίοδο αυτή επανήλθε ένα παλιότερο έθιμο, το οποίο όριζε ότι οι επιφανέστεροι κάτοικοι της πόλης θάβονταν κατά μήκος της Εμβόλου. Στο μνημείο του Ανδρόκλου και τον τάφο της Αρσινόης της Ελληνιστικής περιόδου και στα μνημεία του Μεμμίου και των απελευθέρων Μαζαίου και Μιθριδάτη, καθώς και στον τάφο του ευεργέτη C. Sextilius Pollio (που την περιόδο του Τραϊανού μετατράπηκε σε κρήνη), ήρθε να προστεθεί ένα μεγαλόπρεπο μνημείο στα θεμέλια του οποίου ενταφιάστηκε ο πρώην ανθύπατος T. Iulius Celsus Polemaenus. Ο ανθύπατος είχε ορίσει στη διαθήκη του τη δωρεά στην πόλη της Εφέσου μιας βιβλιοθήκης, με την προϋπόθεση να τον αφήσουν να ταφεί εκεί.
Ο Αδριανός επέτρεψε το 129 στην πόλη της Εφέσου να ανοικοδομήσει ένα δεύτερο ναό για την αυτοκρατορική λατρεία, όπου ο ίδιος λατρευόταν ως Ολύμπιος. Ο ναός αυτός, τον οποίο ο Παυσανίας ονομάζει Ολυμπιείο, χτίστηκε στα βόρεια του Γυμνασίου του Λιμανιού, σε περιοχή όπου παλιότερα βρισκόταν η θάλασσα και συνδέθηκε με την τέλεση αγώνων.
Μετά την έντονη αυτή περίοδο οικοδομικής δραστηριότητας, που συνόδευσε τις δύο νεωκορίες της πόλης, κατά το β΄ μισό του 2ου αιώνα παρουσιάστηκε ύφεση. Στα βόρεια του σταδίου, κοντά στα τείχη, χτίστηκε περίπου το 150 το Γυμνάσιο του Βηδίου, ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κτήρια της Εφέσου.
Βόρεια του Θεάτρου διακρίνονται τα ερείπια ενός μεγάλου Γυμνασίου, του μεγαλύτερου της πόλης, όπου όμως οι ανασκαφικές εργασίες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Η θέση του Μνημείου των Πάρθων (μετά το 169) προς τιμή του αυτοκράτορα Λεύκιου Βήρου δεν έχει ακόμη ταυτιστεί, καθώς η ζωφόρος που το κοσμούσε βρέθηκε κατακερματισμένη σε διάφορα σημεία της πόλης σε δεύτερη χρήση (4ος αιώνας).
Η οδός που έβγαινε από την πύλη οδηγούσε είτε στην πόλη της Μαγνησίας του Μαιάνδρου είτε στο χώρο του Αρτεμισίου. Η οδός αυτή ανακατασκευάστηκε το 2ο αιώνα από το σοφιστή Φλάβιο Δαμιανό, ο οποίος έχτισε και το Ανατολικό Γυμνάσιο, του οποίου τα κατάλοιπα διακρίνονται βόρεια της Πύλης της Μαγνησίας. Πρόκειται για ένα μνημειακό συγκρότημα αποτελούμενο από παλαίστρα, λουτρά και μεγάλη αυλή με περιστύλιο, περιβαλλόμενο από διώροφες δωρικές στοές και δωμάτια για μελέτη και για την αυτοκρατορική λατρεία. Το πρόπυλο βρισκόταν στην ανατολική πλευρά. Είχε τέσσερις κίονες. Στο εσωτερικό ενός δωματίου βρέθηκαν τα αγάλματα του σοφιστή Δαμιανού και της συζύγου του Βεδίας Φαιδρίνας, που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο της Εφέσου. Η κυριότερη όμως συνεισφορά του Δαμιανού στην πόλη του ήταν η κατασκευή μιας στοάς που συνέδεε το Αρτεμίσιο με την πόλη, προκειμένου να επισκέπτονται απρόσκοπτα οι πιστοί το ιερό. Το εκπληκτικό αυτό μνημείο είχε μήκος 2,5 χλμ. και πλάτος 3,70 μ. Είχε θολωτή στέγη και, κατά περίεργο τρόπο, δεν είχε πλακοστρωθεί.142
Η δραστηριότητα των τελευταίων Εφέσιων ευεργετών είναι γνωστή μόνο από επιγραφικές πηγές.143 Ο 3ος αιώνας είναι περίοδος οικονομικής κρίσης, που συνοδεύεται από περιορισμένη οικοδομική δραστηριότητα. Μοναδικό άξιο λόγου μνημείο της περιόδου είναι το δωδεκάπλευρο κτήριο, που περιβάλλεται από ευρύχωρη πλατεία, το οποίο θεωρείται ότι συνδέεται με την τρίτη νεωκορία της Εφέσου, την περίοδο του Καρακάλλα (211-217).144 Ο σεισμός του 262 και οι επιδρομές των Γότθων οδήγησαν σε εκτεταμένες καταστροφές των περισσότερων μνημείων (Τετράγωνος Αγορά, Στοές του Σεραπείου, Θέατρο, οικίες στη συνοικία της Εμβόλου).
Συγγραφή : Παλαιοθόδωρος Δημήτρης (6/2/2006)
Για παραπομπή: Παλαιοθόδωρος Δημήτρης, «Έφεσος (Αρχαιότητα)», 2006,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
1. Ιστορικό των ανασκαφών: Wiplinger, G. – Wlach, G. (επιμ.), Ephesos. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996).
2. Heinhold-Krämer, S., Arzawa: Untersuchungen zu seiner Geschichte nach den hethitischen Quellen (Texte der Hethiter 8, Heidelberg 1977), σελ. 93 κ.ε.
3. Gültekin, H. – Baran, H., “The Mycenean Grave found at the hill of Ayasuluk”, TürkArkDerg 13.2 (1964), σελ. 125-133· Büyükkolanci, M., “Excavations on Ayasuluk Hill in Selçuk / Turkey. A Contribution to the Early History of Ephesus”, στο Krinzinger, F. (επιμ.), Akten des Symposions “Die Ägäis und das Westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v. Chr.”, Wien 24. bis 27. März 1999 (DenkschrWien 288, Archäologische Forschungen 4, Wien 2000), σελ. 39-44.
4. Φερεκ., FGrHist 3 F 155· Έφορος, FGrHist 70 F 126· Κρεώφυλος, Εφέσου Ώραι, όπως παρατηρείται από τον Αθήναιο 8.62.7. Σύσταση του πληθυσμού: Νίκανδρος, FGrHist 271-272 F 5· Μάλακος, FGrHist 552 F 1· Αίλιος Αριστείδης ΧΧΙΙ.26· Φιλόστρ., Απολλ. VIII.7 και Σούδ., βλ. λ. «Αρίσταρχος». Μια σειρά όμως από τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια μαρτυρούν ότι τουλάχιστον ένα τμήμα του πληθυσμού είχε δεσμούς με τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα την Αρκαδία: Sakellariou, M.B. (επιμ.), La migration grecque en Ionie (Athènes 1958), σελ. 123-128.
5. Παυσ. 7.2.8-9· Στράβ. 14.1.21.
6. Σύμφωνα με το Χρονικό του Ευσεβίου στη λατινική μετάφραση του Ιερώνυμου (σελ. 55-72), η πόλη ιδρύθηκε το 1045 π.Χ. Βλ. και Ερατοσθένη, FGrHist 24 F 1, ο οποίος χρονολογούσε τον ιωνικό αποικισμό 140 έτη μετά την πτώση της Τροίας (1044/1043 και 1184/1183 π.Χ. αντίστοιχα). Σύμφωνα με το Sakellariou, M.B., La migration grecque en Ionie (Athènes 1958), σελ. 344-345 και 357, η παρουσία της λατρείας του Αγαμέμνονα στην Έφεσο οδηγεί σε μια χρονολόγηση της ίδρυσης της πόλης γύρω στο 1000 π.Χ. Τα πρωιμότερα ευρήματα ανάγονται στον 8ο αι. π.Χ. Αντίθετα, στο Αρτεμίσιο τα ευρήματα είναι πρωιμότερα και χρονολογούνται στον 11ο/10ο αι. π.Χ.: Kerschner, M., “Zum Kult im früheisenzeitlichen Ephesos. Interpretation eines protogeometrischen Fundkomplexes aus dem Artemisheiligtum”, στο Schmalz, Β. – Söldner, Μ. (επιμ.), Griechische Keramik im kulturellen Kontext. Akten des Internationalen Vasen-Symposions in Kiel vom 24 bis 28.9 2001 veranstaltet durch das Archäologische Institut der Christian-Albrechts-Universität zu Kiel (München 2003), σελ. 246-250.
7. Παυσ. 7.2.9.
8. Έφορος, FGrHist 70 F 126.
9. Hommel, P., Panionion und Melie (JDAI Suppl. XXIII, Berlin 1967). Πρώιμη συνομοσπονδία: Roebuck, C., “The Early Ionian League”, CR 50 (1955), σελ. 26-40.
10. Κιμμέριοι: Καλλίνος, απόσπασμα 1. Κατάλυση πολιτεύματος των Βασιλιδών: Berve, H., Die Tyrannis bei den Griechen (München 1966), σελ. 98 κ.ε. Συγγένεια με Λυδούς βασιλείς: Νικόλαος Δαμασκού, FGrHist 90 F 3. Κροίσος και Πίνδαρος: Aelian, Varia Historia III, 26· Πολύαινος 6.50· Radet, G., La Lydie et le monde grec au temps des Mermnades (Paris 1898), σελ. 206 κ.ε. Αρίσταρχος: Σούδ., βλ. λ. «Αρίσταρχος». Αθηναγόρας και Κώμας: Σούδ., βλ. λ. «Ιππώναξ»· Frère, J., “Politique et religion à Ephèse entre 550 et 450”, Kernos 9 (1996), σελ. 87-96.
11. Η Έφεσος δε δείχνει να συμμετείχε ιδιαίτερα στις εχθροπραξίες: υπήρξε βάση του ιωνικού στόλου και πρόσφερε οδηγούς στους Αθηναίους και τους Ίωνες που έκαψαν τις Σάρδεις (Ηρ. 5.100). Το 498 π.Χ. οι επαναστάτες ηττήθηκαν από τους Πέρσες κοντά στην πόλη (Ηρ. 5.102). Μετά τη ναυμαχία της Λάδης, οι Εφέσιοι κατέσφαξαν όσους από το χιακό στόλο είχαν επιβιώσει, καθώς νόμισαν ότι επρόκειτο για ληστές (Ηρ. 6.16.2).
12. Στη δημοκρατία αντιτάχθηκε ο φίλος του Ηρακλείτου Ερμόδωρος, ο οποίος εξορίστηκε: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985), σελ. 57-58.
13. Βλ. γενικά Alzinger, W., “Athen und Ephesos in fünften Jahrhundert von Christus”, στο Akurgal, E. (επιμ.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara - Izmir 23. - 30.IX.1973 (Ankara 1978), σελ. 507-516 και Piérart, M., “Chios entre Athènes et Sparte. La contribution de Chios à l’effort de guerre lacédémonien pendant la guerre du Peloponnèse”, ΒCH 119 (1995), σελ. 276. Στους καταλόγους εισφορών της Αθηναϊκής Συμμαχίας αναφέρεται δεκαέξι φορές από το 454/453 π.Χ. (ΙG I³, 259 Ι, στίχος 22) έως το 415/414 π.Χ. (ΙG I³, 260 VI, στίχος 13). Η εισφορά που της αναλογεί είναι 7 ½ τάλαντα έως το 445/444 π.Χ. (ΙG I³, 267 V, στίχος 17), όταν μειώνεται σε έξι τάλαντα, για να αυξηθεί και πάλι την παραμονή του Πελοποννησιακού πολέμου (433/432 π.Χ.) σε 7 ½ τάλαντα (ΙG I³, 279 I, στίχος 65). Το 414 π.Χ. παρουσιάζεται στην Έφεσο ένας Αθηναίος στρατηγός, ο οποίος λαμβάνει σημαντικό χρηματικό ποσό (ΙG I³, 270 I, στίχος 79).
14. Το 412 π.Χ. βρήκε καταφύγιο στην Έφεσο μια χιακή τριήρης, την οποία καταδίωκαν οι Αθηναίοι: Θουκ. 8.18.3. Στα τέλη του 411 π.Χ. θυσίασε στην Άρτεμη ο σατράπης της Λυδίας Τισσαφέρνης: Θουκ. 8.109.1.
15. Ξεν., Ελλ. 1.2.7-10· Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1. Βλ. Lehmann, C.A., “Ein neues Fragment der Hell. Oxy”, ZPE 26 (1977), σελ. 181-191. Την ίδια εποχή η Έφεσος πρόσφερε στους Λακεδαιμονίους το ποσό των 1.000 δαρικών: IG V1.1 = SEG 39 (1989), αρ. 370.
16. Την περίοδο εκείνη η πόλη είχε εκβαρβαριστεί σε μεγάλο βαθμό. Οι Εφέσιοι είχαν υιοθετήσει περσικά έθιμα, ενώ φορούσαν και περσικά ενδύματα: Πλούτ., Λύσ. 3.3.4· Αθήναιος 12.525c-e. Υποδοχή Λυσάνδρου στην Έφεσο: Ξεν., Ελλ. 1.8.6 και Διόδ. Σ. 13.70.4.
17. Πλούτ., Λύσ. 5.6 και Διόδ. Σ. 13.70.4. Βλ. Bommelaer, J.-F., Lysandre de Sparte. Histoire et Traditions (Paris 1981), σελ. 80, 85 και 89.
18. Επιστροφή Λυσάνδρου: Ξεν., Ελλ. 2.1.6-7· Διόδ. Σ. 13.100.7-8· Πλούτ., Λύσ. 7.4. Η Έφεσος αναφέρεται μεταξύ των νικητών της ναυμαχίας στους Αιγός Ποταμούς: Bourguet, E., Fouilles de Delphes III, 1: Épigraphie (Paris 1911), σελ. 50-68· Παυσανίας 9.9. Το 403/402 π.Χ. είχε ανακτήσει την αυτονομία της, καθώς φιλοξενούσε εξόριστους δημοκρατικούς Σαμίους: IG II², 1.
19. Το 399 π.Χ. βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Σπαρτιάτη Θίβρωνος: Ξεν., Ελλ. 3.1.8. Την άνοιξη του 396 π.Χ. αποβιβάστηκε εκεί με 8.000 άντρες ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος και την έκανε επιχειρησιακό του κέντρο: Ξεν., Αγησ. 7· Ξεν., Ελλ. 3.4.2, 3.4.20, 4.1.5-6, 11.13· Πλούτ., Αγ. 6.4-5· Διόδ. Σ. 14.79.1. Η παρουσία του επιβεβαιώνεται επιγραφικά: Börker, C., “König Agesilaos von Sparta und der Artemis-Tempel in Ephesos”, ZPE 37 (1980), σελ. 69· Wesenberg, B., “Agesilaos im Artemision”, ZPE 41 (1981), σελ. 175-180.
20. Αρχικά συντάχθηκαν με τον Κόνωνα (392 π.Χ.): Διόδ. Σ. 14.84.3. Το 391 π.Χ. η πόλη αποτέλεσε βάση εξόρμησης της εκστρατείας του Θίβρωνος στην Καρία: Ξεν., Ελλ. 4.8.17-19. Το 388 π.Χ. ο Ανταλκίδας είχε βάση του στόλου του την Έφεσο: Ξεν., Ελλ. 5.1.5-6.
21. Αλλαγή πολιτεύματος: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985), σελ. 39. Διαμάχη με τον Αυτοφραδάτη: Πολύαιν. 7.27.2. Μία από τις επιπτώσεις της σύγκρουσης ήταν η παρέμβαση του Μαυσώλου στις υποθέσεις της Ιωνίας και η επαναφορά της έδρας της Ιωνικής Δωδεκάπολης στη Μυκάλη από την επικράτεια της Εφέσου όπου είχε μεταφερθεί τον 5ο αι. π.Χ.: Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 388.
22. Αρρ. Ι.17.10-12 και 1.18.2. Ανάκληση των εξορίστων: Dareste, J. – Haussoulier, B. – Reinach, S., Recueil des inscriptions juridiques grecques, II (Paris 1914), σελ. 344-354, αρ. XXXV (=OGIS, 2)· Heisserer, A.J., Alexander the Great and the Greeks of Asia Minor (Norman – Oklahoma 1980), σελ. 58-59 και Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 421-426.
23. Πολύαιν. 6.49.
24. Περδίκκας: Αρρ., Τα Μετά Αλεξάνδρου 25.1-4· Keil, J., “Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr.”, ÖJh 16 (1913), σελ. 231 κ.ε., αρ. ΙΙΝ. Σχέσεις με τον Πτολεμαίο: Διόδ. Σ. 20, 21. Συνθήκη της Τριπαραδείσου: Αρρ., Τα Μετά Αλεξάνδρου 1.34-37· Διόδ. Σ. 18, 39.5-6. Κατάληψη της Εφέσου και αποχώρηση του Κλείτου: Διόδ. Σ. 18, 52.5-8. Ο Αντίγονος και ο γιος του Δημήτριος τιμήθηκαν συχνά με ψηφίσματα και χρυσούς στεφάνους από το λαό της Εφέσου: Keil, J., “Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr.”, ÖJh 16 (1913), σελ. 231-244, αρ. Ig, IIIb και ΙΙΙe· I.Ephesos V, αρ. 1448, 1450, 1451 και VI, αρ. 2003. Πρεπέλαος: Διόδ. Σ. 20.106, 107.4 και 111.3. Φρουρά Πρεπελάου στην Έφεσο: I.Ephesos V, αρ. 1449· Robert, L., “Sur un décret d’Ephèse”, στο Robert, L., Hellenica 3 (Paris 1946), σελ. 79-95. Ανακατάληψη από το Δημήτριο: Διόδ. Σ. 20, 111.3 και Πολύαιν. 4, 12.1.
25. Πλούτ., Δημήτρ. 30.1-2.
26. I.Ephesos V, αρ. 1461 και VI, αρ. 2001.
27. Ενώ ο Δημήτριος λεηλατούσε τα παράλια της Μικράς Ασίας με το στόλο του, αλλά και με τη βοήθεια των πειρατών, ο Λύκος, στρατηγός του Λυσιμάχου, προσέγγισε το σημαντικότερο από τους αρχηγούς των πειρατών, τον Άνδρωνα και τον εξαγόρασε. Μια μέρα ο Άνδρων εισήλθε στην Έφεσο μ’ ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους ισχυρίστηκε ότι ήθελε να πουλήσει, αλλά στην πραγματικότητα ήταν στρατιώτες του Λυσιμάχου και κατέλαβαν την πόλη: Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.3, 7· Πολύαιν. 5.19.
28. Ο Λυσίμαχος απείλησε ότι θα πλημμυρίσει την παλιά πόλη, αν δε συναινέσουν στη μεταφορά οι κάτοικοί της: Στράβ. 14.1.21 και Παυσ. 1.9.7 και 7.3.5. Η νέα θέση ήταν λιγότερο εκτεθειμένη σε πλημμύρες. Βλ. Rogers, G.M., “The Foundation of Arsinoeia”, Med.Ant. 4 (2001), σελ. 587-630. Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου, το 281 π.Χ., η πόλη ξαναπήρε το παλιό της όνομα. Η άποψη ότι μετά το θάνατό του η νέα πόλη ερημώθηκε είναι αστήρικτη: Karwiese, S., “Gedanken zur Entstehung des römischen Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 393-398.
29. OGIS, 222· Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000), σελ. 166. Η πόλη πέρασε υπό τον πτολεμαϊκό έλεγχο πιθανόν το 264 π.Χ.
30. Πτολεμαίος: Pompeius Trogus 26· Αθήν. 13.593β· Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.2.11· Welles, C.B., Royal Correspondence of the Hellenistic Period (New Haven 1934), αρ. 14, στίχος 9· Huss, W., “Ptolemaios der Sohn”, ZPE 121 (1998), σελ. 229-250. Κατάληψη και ναυμαχία της Εφέσου: Χρονικό της Λίνδου, 37· Πολύαιν. 5.18· Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.9.10· Will, E., Histoire politique du monde hellénistique², τόμ. 1 (Nancy 1979), σελ. 234-237. Ο Αντιόχος B´ στην Έφεσο: SEG 1, 366, l.10. Το 246 π.Χ. η Έφεσος ήταν έδρα ενός Σελευκίδη αξιωματούχου με τον τίτλο «επί της Εφέσου»: Φύλαρχος FGrHist 81 F 24.
31. Αππ., Συρ. 65· Φύλαρχος, FGrHist 81 F 24· Ιερώνυμος, Δανιήλ 11.6. Αντίθετα, ο Πολύαιν. 8.50 και ο Justin. XXVII.1.1 δεν κάνουν λόγο για δολοφονία.
32. Ο Ευσέβιος [Schoene, A., Eusebi Chronicorum Libri Duo 1 (Berlin 1875), σελ. 251 κ.ε.] αναφέρει ότι ο Σέλευκος Β΄, κατά τη διάρκεια του πολέμου ενάντια στον αδελφό του Αντίοχο Ιέρακα (241-239 π.Χ.), επιχείρησε να καταλάβει τις Σάρδεις και την Έφεσο, αλλά απέτυχε.
33. Ο Αντίοχος Γ΄ κατέλαβε την Έφεσο το 197 π.Χ.: Titus Livius ΧΧΧΙII.19.8-20. Σημαντική βάση επιχειρήσεων: Πολύβ. 18.40α. Υπάρχει πάντως το ενδεχόμενο ο Αντίοχος Γ´ να επιχείρησε ενάντια στην πόλη ήδη από το 203 π.Χ., κάτι που προκάλεσε την πρεσβεία του αξιωματούχου των Πτολεμαίων Αγαθοκλή, ο οποίος τον κάλεσε να σεβαστεί τις υπάρχουσες συνθήκες (Πολύβ. 15.25.13). Βλ. Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000), σελ. 72. Στην ακρόπολη της Εφέσου τοποθετήθηκε σελευκιδική φρουρά: Titus Livius ΧΧΧVIΙ 37.13.9· Αννίβας: Titus Livius ΧΧΧΙII.45-49· Αππ., Συρ. 4.15-16· Justin. ΧΧΧΙ 1.7-2.3· Ρωμαίοι και Αντίοχος: Πόλεμοι Αντιόχου και Ρωμαίων: Grainger, D., The Roman War of Antiochos the Great (Leyden 2002). Ειρήνη της Απάμειας: Πολύβ. 21.45. Titus Livius ΧΧΧVIΙ 39-41.
34. Ήταν έδρα στρατηγού: I.Ephesos, ΙΙ, αρ. 201. Ο Άτταλος Β΄ φρόντισε ιδιαίτερα την καλή κατάσταση του λιμένα της πόλης, εκτελώντας πολυδάπανα έργα: Στράβ. 14.1, 24.
35. Ελευθερία της Εφέσου: Rigsby, K., “The era of the province of Asia”, Phoenix 33 (1979), σελ. 39-47. Η πράξη του Αττάλου Γ΄ αποδίδεται στο γεγονός ότι ο παιδαγωγός του, με τον οποίο ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος, ήταν Εφέσιος, όπως αναφέρει σε επιστολή προς τις Αρχές της πόλης ο πατέρας του: Knibbe, D., “Epigraphische Nachlese im Bereiche der ephesischen Agora”, ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 1-6, αρ. 1· Robert, J. – Robert, L., Bulletin épigraphique (1968), αρ. 464· Engelmann, H., “Zu einem Brief von Attalos II”, ZPE 19 (1975), σελ. 224 και Herrmann, P., “Nochmals zu dem Brief Attalos’ II. an die Ephesier”, ZPE 22 (1976), σελ. 233-234. Η πρόσφατη απόκτηση της ελευθερίας της πόλης εξηγεί και την πεισματική αντίσταση στον Αριστόνικο στη ναυμαχία της Κύμης παρότι η μητέρα του ήταν Εφεσία (Στράβ. 14.1, 38). Επαρχία της Ασίας και ελευθερία των ελληνικών πόλεων: Sherwin-White Α.Ν., Roman Foreign Policy to the East 168 B.C. to 1 AD (London 1984), σελ. 80-88, 235-249 και Mitchell, S., “The Administration of Roman Asia from 133 B.C. to ca. A.D. 250”, στο Eck, W. (επιμ.), Lokale Autonomie und römische Ordnungsmacht in den kaiserzeitlichen Provinzen vom 1. bis 3. Jahrhundert (München 1999), σελ. 17-46.
36. Αππ., Μιθριδ. 12, 21-23: οι Εφέσιοι έφθασαν στο σημείο να τραβούν τους φυγάδες που είχαν γαντζωθεί πάνω στα αγάλματα της Άρτεμης και να τους σφάζουν επιτόπου.
37. Παραχωρήσεις στο Αρτεμίσιο: Στράβ. 14.1, 23. Βίαιη μετακίνηση των Χίων στη Μαύρη Θάλασσα: Αππ., Μιθριδ. 12.46-47. Εξέγερση της Εφέσου δολοφονία του Ζηνοβίου: Αππ., Μιθριδ. 12, 48. Κάλεσμα στις υπόλοιπες πόλεις της Ασίας: I.Ephesos Ia, αρ. 8. Oliver, J.H., “On the Ephesian debtor law of 85 B.C.”, AJPh 60 (1939), σελ. 468-470. Στο κείμενο προβλέπεται και η διαγραφή των χρεών, η ακύρωση των δικών για ατιμία ή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η επιβεβαίωση των προηγούμενων πολιτογραφήσεων και η εγγραφή δούλων, μετοίκων, περιοίκων και απελευθέρων στο σώμα των πολιτών, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους στην πολεμική προσπάθεια. Το μέτρο απέβλεπε προφανώς στην υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων που στρέφονταν προς το Μιθριδάτη, λόγω της ριζοσπαστικής πολιτικής που επιδίωξε να εφαρμόσει μετά τις πρώτες δυσκολίες που συνάντησε στην επαρχία της Ασίας.
38. Αππ., Μιθριδ. 12.61-62 (ο Σύλλας φέρθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα στους Εφεσίους, επειδή δε σεβάστηκαν τις ρωμαϊκές προσφορές στα ιερά). Πλούτ., Σύλλ. 25.
39. I.Ephesos Ιa, αρ. 5: ψήφισμα προς τιμήν της Αστυπάλαιας για την καταδίωξη πειρατών που είχαν πλήξει την Έφεσο και το ιερό της Αρτέμιδος Μουνυχίας και είχαν απαγάγει παιδιά (105 ή 85 π.Χ.).
40. Habicht, C., “New Evidence on the Province of Asia”, JRS 65 (1975), σελ. 64-91.
41. Dio Cassius XXXIX.12-16. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε το 44 π.Χ. και η κόρη του Αρσινόη, την οποία όμως έδιωξε ο Αντώνιος και αργότερα (34 π.Χ.) δολοφόνησε η Κλεοπάτρα: Στράβ. 14.6.6.
42. Caesar, Bellum Civile III.32· Cicero, Ad fam. V.20.9, Ad Att. XI.1.2, 2.3 και 13.4· Hatzfeld, J., Les trafiquants romaines dans l’Orient hellénique (Paris 1919), σελ. 200 κ.ε.
43. Caesar, Bellum Civile III.105. Αππ., Εμφ. Πόλ. 2.89. Οι Έλληνες τον αντάμειψαν αναγείροντας το άγαλμά του στην Έφεσο. Τον χαιρέτησαν ως απόγονο του Άρη και της Αφροδίτης και ως θεό: I.Ephesos II, αρ. 251.
44. Αππ., Εμφ. Πόλ. 4.74 και 5.4-5· Dio Cassius XLVII.32.4.
45. Νέος Διόνυσος: Πλούτ., Αντ. 24· Pelling, C., Plutarch: Life of Antony (Cambridge 1988), σελ. 176-181. Φορολογία: Αππ., Εμφ. Πόλ. 5.6. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στην Έφεσο: Πλούτ., Αντ. 56: εκεί τους συνάντησαν 300 περίπου μέλη της συγκλήτου.
46. Σύμφωνα με το Seneca, Ep. 17.2.21, η Έφεσος ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, μετά την Αλεξάνδρεια.
47. Ο Rigsby, K., “The era of the province of Asia”, Phoenix 33 (1979), σελ. 47, θεωρεί ότι η Έφεσος είναι πρωτεύουσα της επαρχίας ήδη από το 129 π.Χ.
48. Άσυλο: Στράβ. 14.1.23. Προσάρτηση γαιών (20 π.Χ.): I.Ephesos Ia, αρ. 19Β β4 και VII.2, αρ. 3501-3502.
49. Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 7.
50. Dio Cassius LXVII.18.
51. Broughton, T.R.S., “Asia”, στο Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome 4 (Baltimore 1938), σελ. 813. Αντίθετα, ο Russel, J.C., Late Antique and Medieval Population (TAPA 48.3, Philadelphia 1958), σελ. 80-81, εκτιμά ότι η πόλη είχε, στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., πληθυσμό 51.000 κατοίκων. Σύγχρονες έρευνες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την έκταση της επικράτειας της πόλης, αλλά και την πυκνότητα κατοίκησης στον αστικό ιστό και στην ύπαιθρο, τείνουν να επιβεβαιώσουν τους παραδοσιακούς υπολογισμούς, καθώς ανεβάζουν το συνολικό πληθυσμό των Εφεσίων σε 180.000 και πλέον κατοίκους, εκ των οποίων το 28,6% (40.000 περίπου) ήταν πολίτες, ενώ σημαντικό τμήμα ήταν ξένοι: White, L.M., “Urban Development and Social Chadge in Imperial Ephesos”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 40 κ.ε.
52. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), αρ. 172, σελ. 155 κ.ε. και αρ. 180, σελ. 161 κ.ε.
53. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), σελ. 122-124.
54. Foss, C., Ephesos after Antiquity: A Late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge MΑ 1979)· Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 15-25.
55. Drews, R., Basileus. The Evidence for Kingship in Geometric Greece (New Haven – London 1983), σελ. 14-15· Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984), σελ. 440-443· Lenz, J.R., Kings and the Ideology of Kingship in Earlier Greece (c. 1200-700 B.C.): Epic, Archaeology and History, διδακτορική διατριβή, University of Columbia 1993 (University Microfilms, Ann Arbor 1995), σελ. 288-293.
56. Φερεκ., FGrHist 3 F 155.
57. Βάτων της Σινώπης, «Περί των εν Εφέσωι Τυράννων», FGrHist 268 F 3.
58. Αντισθένης (5ος αι. π.Χ.), στο Διογ. Λ. 9.6.
59. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984), σελ. 443.
60. Βλ. Hicks, E.R., Ancient Greek Inscriptions in the British Museum, III 2 (London 1890), αρ. 528.
61. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό, βλ. λ. «ἐσσήν». Σχετίζεται με το ιερατείο της Αρτέμιδος Εφεσίας: Picard, C., Ephèse et Claros. Recherches sur les sanctuaires et les cultes se l’Ionie du Nord (Paris 1922), σελ. 190-197. O τίτλος πάλμυς είναι λυδικός, κάτι που οδήγησε στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η Έφεσος ήταν λυδικό βασίλειο, πριν εξελληνιστεί κατά την Αρχαϊκή εποχή: Hegyi, D., "ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ", Acta Antiqua 25 (1977), σελ. 321-324.
62. Οικονόμου, Γ., «Ναοποιοί και εσσήνες», AρχΔελτ 7 (1921-1922), σελ. 258-346· Keil, J., "Zur ephesischen essenia", ÖJh 36 (1946), στήλ. 13-14.
63. Keil, J., "Die ephesischen Chiliastyen", JÖAI 16 (1913), σελ. 245-248· Knibbe, D., "Neue ephesischen Chiliastyen", JÖAI 46 (1961-1963), σελ. 19-32 και Forschungen in Ephesos IX.1.1: Der Staatsmarkt, Die Inschriften des Prytaneions (Bad Vöslau – Baden 1981), σελ. 107-109 και 177. Η ίδρυση των φυλών των Τηίων και των Καρηνέων, που ο Στέφ. Βυζ., βλ.λ. «Βέννα», ανάγει στην εποχή του Ανδρόκλου, μάλλον αφορούν την επέκταση του σώματος των πολιτών κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η δεύτερη επέκταση του σώματος των πολιτών χρονολογείται πιθανόν στον 5ο αι. π.Χ. και αφορά την ίδρυση της φυλής των Βεμβινέων (η Βέννα του Στεφάνου), η οποία περιλάμβανε κυρίως μετοίκους. Στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., εντάχθηκαν στο πολιτικό σώμα και οι κάτοικοι του Σελινούντα, λόγω της βοήθειας που πρόσφεραν ενάντια στους Αθηναίους (Ξεν., Ελλ. 1.2.10). Άλλες επεκτάσεις του πολιτικού σώματος έγιναν στον 4ο αι. π.Χ., προφανώς για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ολιγανθρωπίας. Βλ. Σακελλαρίου, Μ.Β., «Συμβολή στην Ιστορία του Φυλετικού Συστήματος της Εφέσου», Ελληνικά 15 (1957), σελ. 220-231 και Jones N.F., Public Organization in Ancient Greece: A Documentary Study (Memoirs of the Philosophical Society 176, Philadelphia 1987), σελ. 311-315.
64. Γερουσία: Oliver, J.H., The Sacred Gerusia (Hesperia Supplement VI, Princeton 1940), σελ. 9-27 και 52-125. Βουλή και εκκλησία του δήμου: Rogers, G.M., "The Assembly of Imperial Ephesos", ZPE 94 (1992), σελ. 224-228.
65. I.Ephesos III, αρ. 859 και 859Α. Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), σελ. 92-94, αρ. 2.
66. Knibbe, D. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos VIII", JÖAI 53 (1981-1982), σελ. 130-131, αρ. 6 (ψήφισμα με το οποίο η πόλη τιμά τον Αριστόδημο της Μιλήτου για τη μεσολάβησή του στο βασιλιά Αντίγονο, προκειμένου η πόλη να έχει ατέλεια φόρων στις εισαγωγές αγαθών από τις βασιλικές γαίες).
67. Κύρια θύματα της κρίσης ήταν οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι γεωργοί, που είχαν χρεωθεί και βρίσκονταν σε αδυναμία να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Σε επιγραφές της περιόδου ανακηρύσσεται πάγωμα των δανείων, καθορισμός ανώτατου ορίου τόκων στο 8,33% και θέσπιση της πώλησης του δικαιώματος εγγραφής στον κατάλογο των πολιτών: I.Ephesos V, αρ. 1461 και VI, αρ. 2001. Asheri, D., "Leggi greche sul problema dei debiti", SCO 18 (1969), σελ. 42-47 και 108-114.
68. Βλ. Rostovtseff, Μ.Ι., Histoire économique et sociale du monde hellénistique (Paris 1989), σελ. 117-118 και 996, σημ. 43. Γύρω στο 300 π.Χ. η πόλη απέδωσε στο Ρόδιο Αγαθοκλή τον τίτλο του πολίτη, επειδή εισήγαγε 14.000 εκτείς σίτου και τους πούλησε σε τιμή κατώτερη από την τότε ισχύουσα: I.Ephesos V, αρ. 1455.
69. Dion Cassius 31, 54 κ.ε. Syll.³ 742· Caesar, Bellum Civile III.32.
70. Le Ridder, G., "Ephèse et Arados au IΙe siècle avant notre ère", QTic 20 (1991), σελ. 193-210· Kosmetatou, E., "The Mint of Ephesos under the Attalids of Pergamon (202-133 B.C.)", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 185-193.
71. Rigsby, K., "The era of the province of Asia", Phoenix 33 (1979), σελ. 39-47.
72. Στράβ. 14.1, 26. Οι συγκεκριμένες γαίες είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης από τους Ατταλίδες βασιλείς, χωρίς επιτυχία. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991), σελ. 4. Αργότερα, το 94/93 π.Χ., η έχθρα και η διαφορά μεταξύ Σάρδεων και Εφέσου, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε πραγματικό πόλεμο, διευθετήθηκαν χάρη στη μεσολάβηση του ανθυπάτου Quintus Mucius Scaevola: I.Ephesos Ia, αρ. 7.
73. Broughton, T.R.S., "Asia", στο Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome 4 (Baltimore 1938), σελ. 550 (Veturii και Gerillani).
74. Η τελωνειακή οργάνωση αναφέρεται σε επιγραφή που χρονολογείται στα χρόνια του Νέρωνα, αλλά το πρώτο τμήμα της αναφέρεται στην περίοδο μετά το 75 π.Χ. Καθορίζει τους κανόνες της συλλογής των λιμενικών τελών, το ύψος των οποίων ανέρχεται στο 2,5% της αξίας των αγαθών. Engelmann, H. – Knibbe, D., "Das Zolgesetz der Provinz Asia", EA 14 (1989)· Nicolet, C., "À propos du règlement douanier d’Asie", CRAI (1990), σελ. 675-698, "Le Monumentum Ephesenum et les dîmes d’Asie", BCH 115 (1991), σελ. 465-480, "Le Monumentum Ephesenum et la délimitation du portorium d’Asie", MEFRA 105 (1993), σελ. 929-959 και "Le Monumentum Ephesenum, la loi Terentia-Cassia et les dîmes d’Asie", MEFRA 111 (1999), σελ. 191-215.
75. Malfitana, D., "Eastern Terra Sigillata Wares in the Eastern Mediterranean", στο Blondé, F. – Ballet, P. – Salles, J.-F. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002), σελ. 133-157· Bruneau, Ph., "Les lampes et l’histoire économique et sociale de la Grèce", στο Lévêque, P. – Morel, J.-P. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines I (Paris 1980), σελ. 34.
76. Elaigne, S., "L’introduction des céramiques fines hellénistiques du bassin oriental de la Méditerranée à Alexandrie", στο Blondé, F. – Ballet, P. – Salles, J.-F. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002), σελ. 159-173.
77. Sutherland , C.H.V., The Cistophori of Augustus (London 1970).
78. I.Ephesos Ia, αρ. 17-19.
79. Habicht, C., "Zwei römische Senatoren aus Kleinasien. II. Ti. Claudius Severus, der erste Konsul aus Ephesos", ZPE 13 (1974), σελ. 1-6 και "Die Senatoren aus den kleinasiatischen Provinzen des römisches Reiches von 1. bis zum 3. Jahrhundert", στο Epigrafia e ordine senatorio II (Roma 1982), σελ. 603-649.
80. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 101 κε., αρ. 10-13, 15, 17-18 (3ος αι. μ.Χ.).
81. Rostovtseff, M.I., Histoire économique et Sociale de l’Empire Romaine (Paris 1988), σελ. 466-467, σημ. 9.
82. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 101 κ.ε., αρ. 16 και σελ. 117, αρ. 29· Syll.³ 389 (3ος αι. μ.Χ.).
83. I.Ephesos II, αρ. 211 και 274· Wörrle, M., "Ägyptisches Getreide für Ephesos", Chiron 1 (1971), σελ. 325-340.
84. Knibbe, D., "Ephesos-nicht nur die Stadt der Artemis. Die ‘anderen’ ephesischen Götter", στο Studien zur Religion und Kultur Kleinasiens. Festschrift für Friedrich Karl Dörner zum 65. Geburtstag am 28. Februar 1976 (Leiden 1978), σελ. 489-503. Για την Αυτοκρατορική περίοδο βλ. Oster, R., "Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine", ANRW 2.18.3 (Berlin 1995), σελ. 1661-1728.
85. Θουκ. 3.104· Διόδ. Σ. 15.49.
86. Βλ. Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984)· Friesen, S.J., Twice Neokoros: Ephesus, Asia and the Cult of the Flavian Imperial Family (Leiden 1993), "The cult of the Roman emperors in Ephesos. Temple wardens, city titles, and the interpretation of the Revelation of John", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 229-250· Harland, P.H., "Honours and Worship: Emperors, Imperial Cults and Associations at Ephesos (third to first centuries C.E.)", Studies in Religion / Sciences Religieuses 25 (1996), σελ. 319-334 και Burrell, B., Neokoroi: Greek Cities and Roman Emperors (Cincinnati Classical Studies New Series IX, Leiden 2004), σελ. 59-85.
87. Oster, R., "Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine", ANRW 2.18.3 (Berlin 1995), σελ. 1686-1687.
88. Tacitus, Annales 4.55.
89. Πράξεις των Αποστόλων 19.23-24· Thiessen, W., Christen in Ephesus. Die historische und theologische Situation in vorpaulinischer und paulinischer Zeit und zur Zeit der Apostelgeschichte und der Pastoralbriefe (Tübingen 1995), σελ. 90-110· Strelan, R., Paul, Artemis and the Jews in Ephesos (New York 1996)· Fieger, M., Im Schatten der Artemis: Glaube und Ungehorsam in Ephesus (Berne 1998) και Klauck, H.-J., Magic and Paganism in Early Christianity. The World of the Acts of the Apostles (Edinbrough 2000), σελ. 97-110. Για την εξέγερση βλ. Rogers, G.M., "Demetrios of Ephesos. Silversmith and neopoios?", Belleten 50 (1987), σελ. 877-883. Ο ίδιος ο Παύλος αναφέρεται στους κινδύνους που πέρασε στην Έφεσο στις επιστολές του [1 Προς Κορινθίους 15.32 ,2 Προς Κορινθίους 1.8-10, Προς Ρωμαίους 16.4 (όπου αναφέρεται η σωτηρία του από τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα)].
90. Koester, H., "Ephesos in Early Christian Literature", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 119-140.
91. I.Ephesos IV, αρ. 1351.
92. Knibbe, D., "Ephesos: Geschichte" και Alzinger, W., "Ephesos : Archäologie", στo RE Suppl. 12 (1970), στήλ. 249-297 και 1588-1704· Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 1-25, "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 379-387 και "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 57-87· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
93. Kraft J.C. – Kayan, İ. – Brückner, H., "The Interpretation of Ancient Coastal Environments and their Resultant Paleogeographies in Environs of the Feigengarten and Artemision Excavations at Ephesus", στο Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), σελ. 91-100.
94. Κορησσός: Ηρ. 5.100· Ξεν, Ελλ. 1.2.7-10. Στα Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1 η Κορησσός αναφέρεται ως λιμήν. Robert, L., "Sur un décret des Korésiens au musée de Smyrne", στο Robert, L., Hellenica 11-12 (Paris 1960), σελ. 132-176· Alzinger, W., «Koressos», στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 1-9· Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), σελ. 214-225· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), σελ. 286-292 και "Das Koressos ein ephesisches Stadtviertel", ZPE 115 (1997), σελ. 131-135.
95. Keil, J., "ΧΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 23 (1926), στήλ. 247-300 (ιδίως 250-256) και "ΧΙΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 24 (1929), στήλ. 1-68 και Vetters, H., "Ephesos. Vorläufiger Grabungsbericht 1979", AnzWien 117 (1980), σελ. 249-266.
96. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112 (ιδίως 104 κ.ε.). Η ύπαρξη λιμενοβραχίονα επιβεβαιώθηκε από τη γεωφυσική έρευνα που διεξήγαγε εκεί το 1996 ο S. Seren. Βλ. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 60, σημ. 15.
97. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 60, εικ. 3.4. Ο Miltner, F., Ephesos: Stadt der Artemis und des Johannes (Wien 1958), σελ. 3, εικ. 1, χρονολογούσε τα τείχη στον 5ο αι. π.Χ.
98. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
99. Σμύρνη: Ιππώναξ, απόσπ. 50.1 (όπου αναφέρεται ότι η θέση του ήταν «όπισθεν της πόλεως»). Keil J., "Die Lage des ephesischen 'Smyrna'", ÖJh 31 (1938-1939), σελ. 33-35. Για τη θέση του προαστίου κάτω από την Αγορά της πόλης του Λυσιμάχου και τα ευρήματα από τον 8ο έως τον 5ο αι. π.Χ. βλ. Scherrer, P., "Grabungen 1995", ÖJh 65 (1996), σελ. 12 και "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997) σελ. 5 κ.ε.
100. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 59. Νεκροταφείο της ύστερης Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου: Mitsopoulou-Leon, V., "Ein Grabfund des vierten vorchristlichen Jahrhunderts aus Ephesos", ÖJh 50 (1972-1975), σελ. 252-265· Langmann, G., "Eine spätarchaische Nekropole unter dem Staatsmarkt zu Ephesos", στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 103-123· Jobst, W., "Embolosforschungen I: Archaologische Untersuchungen östlich der Celsusbibliothek in Ephesos", ÖJh 54 (1983), σελ. 171-178· Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 83-96· Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993), σελ. 51 κ.ε. και Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), σελ. 307 κ.ε.
101. Ηρ. 1.26.2. Βλ. Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 94-96.
102. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112 (ιδίως 97 κ.ε.).
103. İcten, C. – Evren, A., "Seluçuk-Efes 3447 parsel kurtarma kazısı", στο VIII. Müze Kutarma Kazıları Semineri (Ankara 1997), σελ. 85-110· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 61.
104. Γυμνάσια: Ξεν., Ελλ. 3.4.18 και Πλούτ., Αγησ. 1.25 (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Θέατρο: I.Ephesos IV, αρ. 1440 (4ος αι. π.Χ.). Ιερό του Διός Πατρώου και Απόλλωνος Πατρώου: I.Ephesos II, αρ. 101-104· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 60.
105. Alzinger, W., "Das Zentrum der lysimachichen Stadt", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 389-392.
106. Στράβ. 14.1.21· Πολύαιν. 8.57· I.Ephesos IV, αρ. 1441· Bammer, A., "Die gebrannten Mauerziegel von Ephesos und ihre Datierung", ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 289-300· Seiterle, G., "Ephesos. Lysimachische Stadtmauer", ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 8-11, Die hellenistische Stadtmauer von Ephesos (διατριβή, University of Zürich 1970) και Mc Nicoll, R., "Developments in techniques of siegecraft and fortification in the Greek World ca. 400-100 B.C.", στο Leriche, P. – Tréziny (επιμ.), La fortification dans l’histoire du monde grec: Actes du Colloque International de Vabonne, 1982 (Paris 1986), σελ. 306-310. Ο Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 95, και "On the dating of the city walls of Ephesos", στο Erol Atalay memorial (Izmir 1991), σελ. 137-144, χρονολογεί το τείχος στον 5ο αι. π.Χ.
107. Παυσ. 7.2.6 και I.Ephesos Ia, αρ. 27· Seiterle, G., "Das Hauptstadttor von Ephesos", AntK 25 (1982), σελ. 145-149.
108. Η πύλη είναι γνωστή από επιγραφές: I.Ephesos Ia, αρ. 27 και II, αρ. 425 και 566. Θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του Θεάτρου και της Εμπορικής Αγοράς: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63. Έξω από την πύλη βρέθηκε μια κρήνη της Ελληνιστικής περιόδου: Wilberg, W., "Das Brunnenhaus am Theater", στο Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 266-273.
109. Keil, J., "Χ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beibl., σελ. 184 κ.ε. και Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στo Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63.
110. Λιμάνι: Atalay, E., "Efes’de Bulunan Hellenistik porte (Önrapor)", TürkArkDerg 19.1 (1970), σελ. 213-215· Zabehlicky, H., "Preliminary views of the Ephesian harbor", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 201-215. Πολεμικό λιμάνι: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63.
111. Υπέλαιος κρήνη: Κρεώφυλος, Εφεσίων Ώραι, όπως αναφέρεται από τον Αθήναιο (8.63) και το Στράβωνα (14.1.4). Ο ναός όμως δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί με το ιερό του Απόλλωνος Πυθίου, το οποίο έχτισαν εκεί οι πρώτοι άποικοι, σύμφωνα με την αφήγηση του Κρεωφύλου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), σελ. 215-219, πίν. ΙΧ-Χ. Πειστικότερη είναι η ταύτιση με τον Αθήναιο, που τον αναφέρει ο Στράβων, 14.1.4 και 21, ως ευρισκόμενο έξω από τη σύγχρονη πόλη: Scherrer, P., "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 379-387.
112. Langmann, G., "Smyrna gefunden", στο Dobesch, G. – Rehrenböck, G., (επιμ.), Die epigraphische und altertumskundliche Erforschung Kleinasiens. Hundert Jahre Kleinasiatische Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. Akten des Symposiums, Wien 23.-25. Oktober 1990 (Wien 1993), σελ. 283-287 (όπου όμως το κτήριο συνδέεται με τη συνοικία της Σμύρνης, καθώς χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ.)· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 66-67 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 144 και 145, εικ. 2. Το παρακείμενο πηγάδι, το οποίο ήταν ενεργό κατά τη διάρκεια της κατασκευής της αποθήκης και σφραγίστηκε αμέσως μετά, περιείχε ένα τελετουργικό δείπνο προς τιμήν της Κυβέλης, καθώς και ένα άθικτο ειδώλιο της θεάς: Scherrer, P., "Grabungen 1992", ÖJh 62 (1993), σελ. 14· Soykal, F., "Eine spätklassische Terrakottastatuette der Kybele aus Ephesos", BerMatÖAI 5 (1993), σελ. 53-56.
113. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 67.
114. Knibbe, D. – Thür, H. κ.ά., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995), σελ. 91 κ.ε.
115. I.Ephesos IV, αρ. 1381.
116. Thür, H., "Arsinoe IV, eine Schwester Kleopatras VII, Grabinhaberin des Oktogons von Ephesos? Ein Vorschlag", ÖJh 60 (1990), σελ. 43-56 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 124-125.
117. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 72-73.
118. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 158 (θέατρο) και 162 (κρήνη).
119. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), σελ. 286-292· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos και Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 73.
120. Fossel, E., "Zum Tempel auf dem Staatsmarkt in Ephesos", ÖJh 50 (1972-1973), σελ. 212-219· Knibbe, D., Der Staatsmarkt. Die Inschriften des Prytaneions. Die Kureteninschriften und sonstige religiöse Texte (Forschungen in Ephesos 9.1.1, Wien 1981). Σύμφωνα με τον Alzinger, W., "Das Regierungsviertel", ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, σελ. 283-294, πρόκειται για ναό της Ίσιδος. Ο Andreae, B., Odysseus: Archaölogie des europäischen Menschenbildes (Frankfurt 1982), σελ. 69-90, τον αποδίδει στο Διόνυσο / Μάρκο Αντώνιο. O Jobst, W.,"Zur Lokalisierung des Sebasteion-Augusteum in Ephesos", IstMitt 30 (1980), σελ. 248-259, θεωρεί ότι πρόκειται για ένα Σεβαστείον, ενώ τέλος ο Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 4 υποστηρίζει ότι πρόκειται για το ναό που αφιέρωσε ο Αύγουστος στο conventus civium Romanorum για τον Ιούλιο και τη θεά Ρώμη το 29 π.Χ. (Dion Cassius 51.20.6). Στο ναό αποδίδεται μια σειρά από κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία βρέθηκαν στο δρόμο νότια της Δημόσιας Αγοράς. O Andreae απέδωσε στο αέτωμα του ναού το περίφημο σύμπλεγμα με τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο, που χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση στο Νυμφαίο του Πολλίωνος. Η άποψη αυτή έχει καταρριφθεί: Lenz, D., "Ein Gallier unter den Gefährten des Odysseus. Zur Polyphemgruppe aus dem Pollio-Nymphaeum in Ephesos", IstMitt 48 (1998), σελ. 237-248.
121. I.Ephesos III, αρ. 859 και 859Α· Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), σελ. 92-94, αρ. 2.
122. Fossel, E., "Zum sogenannten Odeion in Ephesos", στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 72-81· Meinel, R., Das Odeion, Untersuchungen an überdachten antiken Theatergebaüden (Frankfurt 1980), σελ. 117-133· Bier, L., "The Bouleuterion of Ephesos. Some observations for a new survey", στο Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), σελ. 7-18 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 81-84. H άποψη του Alzinger, W., "Die Lokalisierung des hellenistischen Rathauses von Ephesos", στο Bathron. Beiträge zur Architektur und verwandten Künsten für H. Drerup zu seinem 80. Geburtstag (Saarbrücken 1988), σελ. 21-29, ότι στη θέση προϋπήρχε το ελληνιστικό βουλευτήριο δεν είναι πειστική.
123. I.Ephesos III, αρ. 902. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 55 κ.ε.
124. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I 2001), σελ. 71.
125. Το κτήριο δεν έχει ανασκαφεί. Βλ. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 74. Εκτεταμένες αλλαγές επήλθαν στο συγκρότημα κατά τον 5ο αι. μ.Χ., όπως, για παράδειγμα, η προσθήκη ενός δωματίου διακοσμημένου με μωσαϊκά στο νότιο τμήμα.
126. Sextilius Pollio: Knibbe, D. – Engelmann, H. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos XIΙ", ÖJh 62 (1993), σελ. 148 κ.ε., αρ. 80. Βασιλική: Fossel-Peschl, E.A., Die Basilika am Staatsmarkt in Ephesos (Graz 1982) και Alzinger, W., "Frühformen der römischen Marktbasilika", Römische Historiche Mitteilungen 26 (1984), σελ. 31-41· Knibbe, D. – Büyükkolancı, M., "Zur Bauinschrift der Basilica auf dem sog. Staatsmarkt von Ephesos", ÖJh 59 (1989), σελ. 43-45 και Die Basilica am Staatsmarkt in Ephesos. Kleinfunde. Forschungen in Ephesos 9/2/2 (Wien 1991).
127. Weigand, E., "Propylon und Bogentor in der östlichen Reichskunst, ausgehend vom Mithridatestor in Ephesos", Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte 5 (1928), σελ. 71-114 και Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), σελ. 253-318. Η πύλη αναστηλώθηκε μεταξύ 1979 και 1988.
128. Hörmann, H., "Das Westtor der Agora in Ephesos", ÖJh 25 (1929), σελ. 22-53.
129. Στάδιο: Heberdey, R., "Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beiblαtt, σελ. 157-182· Karwiese, S., "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997), σελ. 19-21 και "Grabungen 1997", ÖJh 67 (1998), σελ. 21 κ.ε. Οι εργασίες της εποχής του Νέρωνα οφείλονται στον απελεύθερο C. Stertinius Orpex: I.Ephesos II, αρ. 411, VI, αρ. 2113 και VII.2, αρ. 4123. Στο χώρο αυτό μαρτύρησαν χιλιάδες χριστιανοί τον 3ο και 4ο αι. π.Χ. Mετά την επικράτηση του χριστιανισμού, τα μάρμαρα της αρένας αφαιρέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή εκκλησιών και του βυζαντινού τείχους του Ayasoluk.
130. Lang, G.J., "Zur oberen Osthalle der Agora, der 'Neronischen Halle' in Ephesos", στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von H. Vetters (Wien 1985), σελ. 176-180.
131. I.Ephesos Ia, αρ. 20.
132. Τacitus, Annales 16.23.
133. Ναός: Vetters, H., “Grabungen in Ephesos von 1960-1969 bzw. 1979. Domitianterrasse und Domitiangasse. Grabungen 1960-1961”, ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, σελ. 311-330 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 92-93. Άγαλμα: Meriç, R., “Rekonstruktionsversuch der Kolossalstatue des Domitian in Ephesos”, στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner II (Wien 1985), σελ. 239-241. Για την ταύτιση του αγάλματος με το Δομιτιανό και όχι τον Τίτο βλ. Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), σελ. 254. Ο υπόγειος χώρος κάτω από το πλάτωμα του ναού του Δομιτιανού (Cryptoporticus) λειτουργεί σήμερα ως επιγραφικό μουσείο: Tek, F., “1969-1970 Yilli Domitianus Tapinağı Krıptoportık Kazısında Bulunan Kandıller”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972) σελ. 36-42· Türkoğlu, S. – Meriç, R., “Domitian Kriptoportiği Kazısı Ön Raporu”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), σελ. 5-11· Türkoğlu, S., “Domitianus Kriptoportik’i Kazisinda Bulunan Portreler (Les Fouilles du Crypto-Portique de Domitien)”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), σελ. 12-31.
134. Heberdey, R. – Niemann, G. – Wilberg, W., Das Theater in Ephesos. Forschungen in Ephesos 2 (Wien 1912), σελ. 174 κ.ε., αρ. 61· Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 149, αρ. 66 και 71.
135. Schneider, D., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, στο Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz 1999), σελ. 120-122 και “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 467-478.
136. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991).
137. Sherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 75 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 150.
138. Ασκληπιείο: I.Ephesos IΙ, αρ. 105. Επικεφαλής του Μουσείου: I.Ephesos IΙΙ, αρ. 719. Ιατρικοί διαγωνισμοί στο Μουσείο: I.Ephesos IV, αρ. 1162, VI, αρ. 2065 και 2304, VII.1, αρ. 3068 και 3239, και VII.2, αρ. 4101. Σεραπείο: Keil, J., “Das Serapeion von Ephesos”, στο Halil Edhem Hatira Kitabi I (Ankara 1947), σελ. 181-192· Walters, J.C., “Egyptian Religions in Ephesos”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 281-309· Koester, H., “The cult of the Egyptian deities in Asia Minor”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon. Citadel of the Gods, Symposium held at the Harvard University, 1997 (Harvard Theological Studies 46, Harrisburg 1998), σελ. 111-135 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 148-150. Ταύτιση του Σεραπείου με το Μουσείο: Scherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth RI 2001), σελ. 75. Αργότερα ο ναός μετατράπηκε σε εκκλησία.
139. Thur, H., Das Hadrianstor in Ephesos (Forschungen in Ephesos, 11.1, Wien 1989): καταστράφηκε από σεισμό τον 4ο αιώνα.
140. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrae?”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Fuhrer. 100 Jahre osterreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 443-448. Miltner, F., “Eine Reliefplatte vom Tempel Hadrians in Ephesos”, στο Festschrift zu Ehren Richard Heubergers (Innsbruck 1960), σελ. 93-98· Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 269-278· Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift fur Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 23-71· Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), σελ. 238-258.
141. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 120.
142. Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993)· Knibbe, D. – Thur, H. κ.ά., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995)· Knibbe, D., “Via Sacra Ephesiaca: New Aspects of the Cult of Artemis Ephesia”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 141-156· Thur, H., Via sacra ephesiaca 3 (Wien 2000). Εκτός από το Ανατολικό Γυμνάσιο και τη Στοά, ο Δαμιανός έχτισε έναν οίκο στα Λουτρά του Βαρίου: I.Ephesos III, αρ. 672.
143. Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 15.
144. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), σελ. 104 και 113. Παλαιότερες υποθέσεις το ταυτίζουν με μνημείο του Ανδρόκλου ή με το λεγόμενο Μacellum.
Ephesus (Antiquity)
Συγγραφή : Paleothodoros Dimitris (6/2/2006)
Μετάφραση : Velentzas Georgios
Για παραπομπή: Paleothodoros Dimitris, "Ephesus (Antiquity)",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
1. Position
Ephesus lies beside Selçuk and Kuşadası, 70 km to the south of Smyrna, near the mouth of River Cayster (Kuçuk Menderes). It has been uninterruptedly inhabited, although it declined after the Arabian conquest of 654/655. Excavations in the city and the neighbouring Artemisium began under the British architect J.T. Wood in 1862 and have been resumed by the Austrian Archaeological Institute since 1895.1 It is the busiest archaeological site of Asia Minor, with more than 2,500,000 visitors every year. A large part of the city’s remains has been restored mainly focusing on the Roman part of the city.
2. History of Ephesus
2.1. Prehistoric Period
Traces of habitation in the area of Ephesus date from the Neolithic period and, mainly, from the Middle and Late Copper Age (2000-1200 BC). Ephesus is identified with the city Apaša, found in the records of Hittite kings as the capital of the Asia Minor kingdom of Arzawa, towards the late 14th century BC.2 The exact position has not been traced: a Mycenaean inscription of the 14th century BC was excavated in 1962 at the foot of the hill Ayasuluk, while more recent research carried out by the Museum of Selçuk in the same position revealed some bronze findings of the same period.3
2.2. Foundation of the City and Early History
According to myth, Ephesus was founded by Androclos, the son of the Athenian King Codrus, and a mixed population from Athens, Samos and Aetolia.4 When they went there they found a pre-existent settlement built by Lelegians and Carians or Lydians, who worshipped the Great Mother of Gods. The colonists drove the natives out of the upper city but did not harm those living around the sanctuary. They identified the goddess of the natives with Artemis and founded the first fortified position about 1200 m (7 stadia) from Artemisium.5 According to tradition, the city was founded in the second half of the 11th century BC, although archaeological finds do not support such an early date.6
Androclos was the first king of the city. He led the Ionians during the war against the Carians and their Samian allies. When the Carians campaigned against Priene, Androclos came to help but, despite the victory, he was killed along with lots of Ephesians.7With the help of the phylai of Teians and Careneans the Ephesians who survived revolted against the sons of Androclos, who were recognised as citizens, while two phylai were named after them.8
Ephesus was a member of the Ionian Dodecapolis, which was formed after unification of the Ionian states which had destroyed the city Melie and formed the Panionium. Earlier views supporting that a former Ionian confederation was based in Ephesus and that the king of Ephesus was the king of all Ionians lack a historical basis.9
2.3. Archaic Period
Around 640 BC Ephesus and the sanctuary of Artemis were raided by the Cimmerians. Pythagoras became a tyrant towards the late 7th century BC and adopted an anti-aristocratic policy. He was succeeded by a family branch of the Basilides connected with the kings of Lydia [Melas the Elder was the brother-in-law of Gyges (680-652 BC), while his grandson Miletus had married the daughter of Ardys (late 7th c. BC)]. Melas the Younger must have succeeded Pythagoras in power, while his son Pindar was a tyrant when his uncle Croesus ascended to the Lydian throne in 561/560 BC. In the conflict over the Lydian throne Pindar took the side of Croesus’ half-brother Pantaleon. Croesus besieged the city, but the Ephesians connected it through a rope with the sacred Artemisium and were saved. Finally, Pindar was exiled and Ephesus signed a peace treaty with Lydia, while the city was transferred towards Artemisium. Pasicles assumed power as an aesymnetes but was assassinated by Melas III, the son of Pindar. The Ephesians summoned the Athenian Aristarchus, who established democracy and governed the city for five years. After the Persian occupation (546 BC) pro-Persian tyrants, such as Athenagoras and Comas, were imposed.10 The city participated in the early operations of the Ionian Revolt (499-494 BC) but was soon subjugated.11 In 492 BC a fully democratic regime was established.12
2.4. Clasical Period
In 465 BC Ephesus joined the Delian League,13 though it defected in 412 BC.14 In 409 BC the Athenian general Thrasyllus attempted to capture it, without success,15 while in 407 BC the Spartan general Lysander arrived and was welcomed warmly.16 The Spartan admiral tried to approach the aristocrats of Asia Minor by forming Hetaereiae (political associations) absolutely devoted to him. He also helped to increase the income from the harbour of Ephesus as well as the general welfare of the city.17 He returned in 405 BC and escalated the war, whose outcome had been favourable to Athens so far.18 Ephesus remained pro-Spartan even during the wars between the Spartans and the Persians (399-394 BC).19 It was the Spartan military base in Asia Minor during the operations between 392 and 388 BC.20 Under the Peace of Antalcidas (387 BC) the city returned to the Persians. Around 370 BC Ephesus was liberated by a democratic leader, Herophytus, before it was captured again by the satrap of Lydia Autophradates.21
In 336 BC, when Parmenion campaigned to Asia Minor, Ephesus was convulsed by a pro-Macedonian democratic revolt that overthrew the pro-Persian oligarchy. However, the revolt failed and a little later the oligarchs under Syrphax, returned to power. In the summer of 334 BC, after the battle of Granicus, Αlexander entered Ephesus. The mercenary guards had previously escaped on two triremes. The democratic followers of the Macedonians started to slaughter the oligarchic supporters of Memnon, the Rhodian military commander of the Persians. Alexander stopped the bloodshed, restored democracy, gave away to Artemis the tax the city paid to the Persians, expressed his respect for the agelong history of the two cities and ordered the return of the exiles. After he sacrificed to Artemis, he marched with his army arrayed for battle through the city and left.22 In 324 BC Ephesus was under the control of the tyrant Hegesias, an organ of the Macedonian policy, who was killed by three brothers.23
2.5. Hellenistic Period
After Alexander died Ephesus came briefly under Perdiccas, before it was occupied, along with the entire Ionia and Lydia, by Antigonus I Monophthalmos (the One-Eyed) (321/320 BC). Under the Conference of Triparadisus (319 BC), the region came under the satrap of Lydia Cletus and the command of Antipater, who was driven off by Antigonus the following year; the latter captured Ephesus and snaffled the 600 talents of its treasury. The city remained in the hands of the Antigonids until 302 BC, when Cassander’s aide Prepelaus occupied it for a while. However, Demetrius counterattacked in 302 BC and the city surrendered immediately.24
After the Battle of Ipsus (summer of 301 BC), Demetrius withdrew to Ephesus.25 The city was engaged in a three-year bloody war against the tyrant of Priene Hieron, a confidant of Lysimachus, but went bankrupt.26 In 294 BC Ephesus came under the control of Lycimachus.27 He decided to create a large city near the old one, which was named Arsinoea after his wife. For this reason the inhabitants of Colophon, Fygela and Lebedus also joined the new city. Despite its tyrannical character and the reaction from the inhabitants of the above cities, the transfer benefited the development of the city.28 After Lycimachus died (281 BC), Ephesus remained free. However, not before long the city, along with other coastal Asia Minor positions, came under the control of the Lagids.29 In 261-260 BC the son and successor of Ptolemy II, viceroy in Asia Minor and joint ruler from 267 BC, settled in Ephesus and Miletus. With the help of some Timarchus, tyrant of Miletus, Ptolemy revolted against his father, but was killed by his mercenaries. In the same period the Rhodian fleet defeated the Ptolemies in Ephesus. The city came under the Seleucid rule and became the base of Αntioch II in Asia Minor.30
After Antioch II got married to Berenice, the daughter of Ptolemy II (252 BC), his previous wife Laodice settled in Ephesus. Shortly later, in 246 BC, King Antioch II died in the city – he was probably assassinated.31 His death resulted in an oppressing crisis and the invasion of Ptolemy III into Asia Minor. Ephesus came again under Lagidian control until 197 BC.32
In 197 BC the city was captured by Αntioch III and became his most important base in the Aegean. Hannibal landed there (195 BC) before the subsequent unsuccessful war between Antioch and the Romans. In 189 BC, after he was defeated in the Battle in Magnesia ad Sipylum, Antioch evacuated Asia Minor. Ephesus and Tralleis were ceded to Εumenes II, the loyal ally of Rome.33 Ephesus was proclaimed the second city of the kingdom, second only to Pergamon.34
In his will Attalus III bequeathed his kingdom to the people of Rome, while Ephesus became free. The subsequent Aristonicus' revolt (133-129 BC) offered Ephesus the opportunity to prove its importance as a new ally of Rome: despite the initial defeats of the Romans, the Ephesian fleet won a decisive victory against Aristonicus (131 BC) and made him evacuate the coast. When the revolt ended and the province of Asia was formed, Ephesus remained free along with most important Greek cities.35
2.6. Ephesus under Roman Administration
Ephesus played an important role in the events in the province during Mithradatic War I (90-86 BC). The invasion of the king of Pontus Mithradates VI to the province of Asia fired unprecedented enthusiasm accompanied by the hatred against the Romans. The Ephesians played the leading part in anti-Roman demonstrations: they were the first to smash the Roman statues in the city and readily participated in the slaughter of 80,000 men, women and children from Italy (88 BC) by virtue of an order issued by the king during his stay in the city.36 Mithradates answered by expanding the territory of the asylum in Artemisium of Ephesus. However, the cruel behaviour of the king of Pontus towards the Chians, whom he exiled to the Black Sea, and the appointment of Philopoemen from Stratonicea, a violent military commander and father of his latter wife Monime, in Ephesus led the city to a revolt. The Ephesians besieged the Pontic guard, imprisoned and killed its commander Zenobius and summoned the rest of the Greeks to join them in the war on the side of Rome and their common freedom.37 However, this change did not save the city from the terrible consequences of Sulla’s arrangements: the Roman general convened a congress in Ephesus and reorganised the province. Ephesus was deprived of its freedom (84 BC) and was asked, along with the cities that did not resist Mithradates, to pay high war indemnities.38 About the same period Ephesus was raided by pirates.39
At least from 75 BC Ephesus became a centre of judicial administration (conventus).40 In 57 BC Ptolemy XII sought asylum in the city while waiting for some Roman general that would restore him to the throne he had lost when the people of Alexandria had revolted.41
The city came again at the forefront during the Civil Wars. In 49 BC Metellus Pius Scipio, Pompey’s father-in-law, unsuccessfully tried to snaffle the treasure from the sanctuary of Artemis. However, he confiscated the money managed by the tax collectors (publicani) of Ephesus.42 The next year (48 BC) Caesar landed there, accepted the representatives of the Ionians, Aeolians and the cities of Asia and tried to reorganise the province by proposing a new tax system particularly favourable for the cities.43 In 43 BC the assassins of Caesar Brutus and Cassius compelled the Asian cities to pay them taxes for 10 years.44 In 41 BC Marcus Antonius entered the city as a New Dionysus during a Bacchic ritual. He gathered the Greeks in the city and demanded that they pay him taxes for 2 years. Antonius returned with Cleopatra in 33 BC.45
2.7. Ephesus in the Roman Imperial Period
In the years of the Julio-Claudian and the Flavian dynasty Ephesus became the third most important city in the empire (following Rome and Alexandria).46 From 29 BC on it replaced Pergamon as the base of the proconsul-commander of the province of Asia.47
Although Augustus reduced the territory of the sanctuary of Artemis and allowed the transfer of the union of the Couretes from Artemisium to Prytaneion, in the upper city, he increased his income by annexing various regions to the NE of the city, in the valley of Cayster.48 In this way a long period of peace and prosperity started, interrupted only by the destructions caused by earthquakes in 17 AD and, mainly, in 23 and 29 AD.49
There is sparse evidence about the city concerning this long period of peace in the first centuries of the empire: while in Ephesus, Apollonius of Tyana predicted on 18 September 96 the conspiracy that put an end to the reign of Domitian (81-96).50 In its heyday, in the early 2nd century, the city had a population of 200,000 people.51 At the time, the city is often described on inscriptions as the ‘first and greatest metropolis of Asia’. Trajan in 113/114 and Hadrian in 124 and 129/130 visited the city. Emperor Lucius Verus (161-169 AD) was a guest of Vedius Gaius between 162 and 164, on his way to the land of the Parthians. When he returned (166-167), he was accepted by the sophist Titus Flavius Damianus. But the troops spread a fatal epidemic to the citizens.52
The 3rd century was a period of decline: the final blow to the city’s wealth was the devastating earthquake of 262, followed by the raiding Goths, who sacked Artemisium.53 Despite the individual attempts of some emperors, such as Diocletian (284-305), Konstantios II and Konstas, the city recovered only towards the late 4th century, when Theodosius the Great undertook a large-scale rebuilding project.54
3. Institutions
The early political system of the city was monarchy.55 Ephesus is reported as the seat of the king of Ιonia.56 Later on, the Basilides, descendants of Androclos, probably exercised full power.57 In the Roman period their members enjoyed several honorary privileges. However, later sources talk about a ‘king’ – a title the philosopher Heraclitus also inherited but rejected to his brother’s account.58 The ‘rule of the Basilides’ was a hereditary oligarchy and one of its members performed the annual duties of the king.59 The king of Ephesus is reported on inscriptions from Augustus’ years, but he must have been some kind of an official.60 Lexicographical sources have preserved two more titles synonymous with the king, Ἐσσήν andπάλμυς.61
After a long period of insecurity things were stabilized in Ephesus thanks to the democracy established in 492 BC. The eponymous archon was renamed prytanis. The assembly of the people is evidenced mainly by resolutions of the 4th century. The Boule had pre-sessional powers. Among the rest of the officials were the proedroi, assigned with the duty of dividing new citizens into phylai as well as the chiliastyes (thousands, a division of the people of Ephesus), theεσσήνες (priests of Artemis), the agonothetes (judge of the contests, president or exhibitor of games) and the νεωποίαι (officials in charge of the temple-fabric).62
The system divided the inhabitants of Ephesus into five tribes (Ephesians, Teians, Careneans, Euonymoi, Bembinaioi), with the citizens being subdivided into chiliastyes, which incorporated the Attic-Ionian tribes. There is evidence about 50 chiliastyes corresponding to the five original tribes and the three tribes formed in the Roman period (Sebaste, Hadriane and Antoniane).63
In the Hellenistic and Roman period Ephesus was mainly ruled by aristocracy. Apart from the bodies of the Boule and the Ekklesia, the new body of the senate was formed, mainly with religious duties and chiefly related with the finances of Artemisium. The body consisted of over 300 members in the early 2nd century, most of whom were wealthy citizens who benefited the city, while in the same period the Boule included 450 members. The Boule and the Ekklesia, although in the Roman period they did not have any fundamental duties to formulate external policies, took important decisions on critical matters, such as the management of public land, the selection of building plots as well as the maintenance of the road system and the supplies of water and grain.64 The institution of the prytanis lost its importance after 17/18, when it was bestowed for life to a freedman of Augustus.65
4. Economy and Coinage
The fame Artemisium enjoyed as well as its relations with the Lydian kingdom and, later, the Achaemenid administration, helped the city prosper greatly. It is the first Greek city to mint coins, staters from electron, towards the late 7th century BC. In the early 6th century BC, always according to the Phoenician weight standard, a coin is minted, with the head of a deer on the obverse and an incuse square on the reverse. In the years of Croesus (561-546 BC) a new series of silver coins was issued (drachmae and two-drachma coins) according to the Phoenician weight standard, representing a bee on the obverse and an incuse square on the reverse; it survived until the Ionian Revolt.
When the city entered the Athenian League in the 5th century BC it was driven to economic decline. It is unlikely that any coins were minted then. In the Ionian War it adopted the Rhodian weight standard (four-drachma coin of 11.7 gr) and minted coins according to former types, adding the name of the official responsible for minting.
There is little information about the economic life of the city in the 4th century BC. The refusal of the Ephesians to accept Alexander to rebuild Artemisium proves that they believed in the vigorous economy of the city. Ephesus is one of the few Asian cities whose silver four-drachma coins of the Rhodian weight standard representing the bee and the letters ΕΦ on the obverse and the head of the deer popping out of a palm tree on the reverse remain robust.
In the Early Hellenistic period the city also adopted the types of the Hellenistic kings and issued Alexander type coins and also coins of Demetrius Poliorcetes and, later, Lycimachus, adopting finally the Attic weight standard. Despite the various benefits offered by Antigonus and Demetrius, 66 the city’s economy collapsed during the war against Priene (300-297 π.Χ.).67 Resurgence came when the city was refounded by Lycimachus. Despite political instability in the 3rd century BC and the successive conquerors, the city was uninterruptedly an important intermediary centre of commercial transactions carried out with caravans from Syria to the West. Grains were provided by Rhodes and, in this way, the city participated in an international network of exchange.68 It started minting bronze coins according to the traditional types with the addition of the bust of Artemis, according to Greek models. Of equal importance must have been the activity of the bankers of the priesthood in Artemisium of Ephesus.69
In the 2nd century BC, when the city belonged to the kingdom of Pergamon, Ephesus became the main harbour of the Attalids, thus replacing Elaea. From about 188 BC Ephesus was one of the most important numismatic workshops producing Cistophoric coins. However, the former silver coins, that is, the drachma of the Attic weight standard the city minted from about 202 BC (4 gr), were not abandoned. On the obverse is depicted the bee of Artemis with a border of dots and the inscription ΕΦ, while on the reverse is depicted a deer in front of a palm tree. This type of coin must have been suspended from issuing around 170 BC.70
In 134/133 BC Ephesus, as a free city, introduced both a Cistophoric coin and a new era, marked by the liberation of the city. The coin lasted until 49/48 BC, when a new period, the prevalence of Caesar over Pompey, started.71 From 58 BC onward the Cistophoric coins of the city carried the names of some proconsuls of Asia.
As soon as the province of Asia was established, Roman tax collectors (publicani) were interested in the income of the sanctuary of Artemis. They claimed the income from the sacred lakes surrounding River Cayster. The city of Ephesus sent to the Senate, which arbitrated the dispute, the famous geographer Artemidorus (104 BC), who managed to preserve the area for the account of the sanctuary and its priests.72 The first Roman merchants from Delos settled in the area about the same period.73 Those years Ephesus was the main harbour of Asia and one of the most important customs stations. Goods from and to Asia Minor were concentrated and chief business establishments were based there.74 Ephesus at the time was a major slave market, while there were workshops of Eastern Terra Sigillata B, already from 100 BC, and oil lamps.75 Some of these goods were exported to Alexandria as well.76
The period of the Mithradatic Wars was marked by the issuance of a gold coin representing the head of Artemis on the obverse and the cult statue of the goddess on the reverse , along with the city’s symbols (deer and bee). The 1st century BC was a particularly difficult period for the city, both because of the heavy indemnities it paid to Rome and because of the heavy taxation imposed by various Roman generals. The predominance of Augustus and the emergence of Ephesus as the capital of Asia in 29 BC benefited the development of the city. Augustus permitted Ephesus and Pergamon to issue gold coins in an effort to revive the economy of the province, which had been ruined after a century full of wars and riots. Ephesus also minted Cistophoric coins as well as bronze sesterces.77 The earliest coins of the series bear the names of the officials who supervised the mint of the city (grammateus - secretary, archiereus -chief-priest, archiereus grammateus, episkopos- overseer).
The city had bought and sold the posts of the priests and had significant income until 44, when the process was repealed through a decree issued by Proconsul Paullus Fabius Persicus.78
In the second half of the 1st century, mainly during the reigns of Domitian and Trajan, Ephesus reached its heyday. Wealthy citizens competed in benefactions, while the most talented of them became members of the Senate.79 Rich senators and retired Roman officials choose the city as the place to live. It is worth mentioning that the city’s bronze coins do not bear names of officials except for rare cases, when the name of the proconsul appears. The city minted coins systematically throughout the first three centuries of the empire until the reign of Gallienus (262-269). Furthermore, the Cistophoric coins of the Flavian emperors (69-96) appeared, particularly of Hadrian, where the figure of the statue of Artemis of Ephesus and the temples of the neokoria dominate. The city stopped minting coins in 262.
Already from the beginning of the 2nd century financial distress started to emerge: the agoranomoi (market officials) assumed increased power and prestige in the city, boasting of the honest way they exercised their duties.80 The price of grains was always on the increase and was almost doubled between the reigns of Trajan (98-117) and Caracalla (211-217), without apparent reason.81 Several wealthy citizens boasted that they provided the city with grains they had brought from Egypt.82 Emperor Hadrian himself (117-138), during his visit to the city, permitted the Ephesians to be supplied with Egyptian grains, which the Roman administration monopolised.83
5. Religion and Cults
The religious life of Ephesus was dominated by the presence of Αrtemis of Ephesus, although the rest of the Ionian gods were worshipped as well. Among the earliest sanctuaries is that of Apollo Pythios, while epigraphic evidence the cults of Zeus, Apollo Patroos, the Great Mother of the Gods Cybele and Dionysus. Written and epigraphic sources provide information about the cult of Demeter (of an Eleusinian character in the Roman period), Aphrodite, Asclepius, Hephaestus, Hestia and the deities of the prytaneion Leto, Nemesis, Poseidon, the Egyptian gods (Sarapis and Isis), as well as the deities of a strongly Hellenistic character (Tyche). The above are completed by the cult of lesser deities and heroes (“all the Gods”, the Cabiri, the enigmatic Ενέδρα, Fruit Bearing Earth, Hecate, Heracles, Most High God, Pan, Pluton, Concord, Pion, the mountain god and several river deities such as Cayster, Mnaseas and Klaseas).84 A key parameter in the religious life of the city is the participation in the religious events of the Ionian Dodecapolis, which in the 5th century BC were held on the outskirts of the city.85
The Imperial Cult was of cardinal importance in the religious life of the city in the Roman period.86 In the early days of the institution Philip II was established as the ‘synnaos’ (worshipped in the same temple) of Artemis (336 BC), honours were conferred to Hellenistic rulers, Publius Servilius Isauricus, proconsul of the province in 46-44 BC, who was very much appreciated for his clemency (clementia), was worshipped87 and Julius Caesar was honoured. A temple of Rome and Julius Caesar was built in the city in 6/5 BC, upon permission of Augustus. Later on, in return for the helped offered by Tiberius to the cities of Asia after the earthquake of 17 AD, Ephesus asked permission to found a temple for the emperor in the city, which was rejected because the main deity of Ephesus was Artemis.88 Already from the years of Nero the city was called neokoros of Artemis. The covetable title of neokoria with its privileges was finally bestowed in Domitian’s years. The title of the second neokoria was awarded when Hadrian visited the city (129). The inscriptions ‘ΝΕΩΚΟΡΩΝ’ and ‘ΔΙΣ ΝΕΩΚΟΡΩΝ ΑΣΙΑΣ’ appear on coins of the early 2nd century. There is later evidence about a third title in the years of Caracalla (211-218), which was finally not awarded, as well as a fourth one (on coins of the years of Elagabalus), which may be attributed to the neokoria of Artemis.
Christians appeared early on in the city. Apostle Paul stayed there for a long time (53-55). His preaching caused the revolt of the goldsmiths under some Demetrius because Paul claimed that the idols of gods made by human hands, were false gods. His view was a direct threat to Artemis of Ephesus. The goldsmiths gathered in the theatre, where Alexander, the representative of the Jews of the city, tried in vain to keep a distance from Paul’s preaching. Because the Jews of the city as well as Paul’s companions ran the risk of being slaughtered, the Authorities assuaged the crowds and relieved the tenseness of the situation.89 It should be pointed out that there were some groups of Christians that did not get on well together.
According to the occult Christian literature, Saint John the Evangelist stayed in Ephesus for a long time. The Virgin Mary is said to have been with him. He is assumed to have written the Book of Revelation (Apocalypse of John) there.90 About the same period Ignatius of Antioch in a letter makes an extensive reference to the Church of Ephesus and its bishop Onisimus. Christianity spread quickly in the city, despite persecutions and martyrdom in the special arena. The earthquake of 262 and the destruction of Artemisium marked the decline of the goddess. In the 4th century Demeas boasted that he had expelled the icon of evil Artemis from the position it had held on Hadrian’s Gate and replaced it with the Christian cross.91
6. Topography
6.1. Ephesus in the Geometric and the Early Archaic Period
Ephesus was founded at the mouth of Kaystros’ estuary.92 At the beginning of the 1st millennium the sea level was about 2m below the current level, while Cayster’s mouth was about 10 km from the current coast and 3.5 km N-NE of the hill Ayasoluk.93 The earliest settlement was called Coressus.94 The position had been long identified with the cove to the east of Cape Tracheia.95 Sparse fragments of archaic vases have been found there,96 while a part of the fortification, possibly dating from the Archaic period, has survived.97 Foundations of residential buildings have also been preserved. However, the largest and most important part of the archaic and classic city lay on a hill: most researchers identify this hill with Mount Pion (Panayır Dağ), where the so-called Ionian acropolis has been traced.98
Cape Tracheia is identified with the narrow peninsula defining the gulf and the towering Mount Pion to the north, in front of the Roman theatre. According to Strabo, the quarter of Smyrna was between Cape Tracheia and the so-called “Lepre Akte”, at the foot of the Mount Preon (Bülbül Dağ). At that point, below the Hellenistic and Roman Agora, a settlement, whose early phase was in the 8th century BC, was excavated. The name of the suburb caused groundless assumptions about Antiquity, though most possible must be that of Langmann, according to which merchants and immigrants from Smyrna lived there.99 The position was abandoned in the early 6th century because the sea level rose, although some craftsmen remained. A third early settlement was traced at the slope of the Mount Preon, to the south of the Roman Agora, while tombs of the Late Archaic and Classic period were discovered in the quarter of Embolos.100
According to Herodotus, Croesus attempted to transfer the city towards Artemisium of Ephesus and the ancient Carian-Lydian settlement. However, it seems that the grid pattern actually expanded significantly towards Artemisium.101 A part of the new settlement was traced in the 1920s by J. Keil, where remains of 5th century BC houses were found.102 The cemetery of Croesus’ city was recently discovered on the SE slope of Ayasoluk: the sarcophagi and the tomb buildings of the 5th century BC were found to found to overlie directly Carian-like tombs of the 8th century BC, without signs of intermediate use, though.103
Nothing is known about the gymnasia, the temples and the theatre of the Classical period, apart from occasional references in historical sources and epigraphic evidence. However, important evidence about early cults in the city can be found in the sanctuary with the rock-carved inscriptions, on the eastern slope of Mount Pion; the sanctuary was dedicated to Zeus Patroos and Apollo Patroos as well as to Meter Oreia (Mountain Mother).104
6.2. The City of Lycimachus
The harbour of the archaic and the classic city fell into disuse when silt from River Kaystros and minor rivers of the region (like Selinous and Marnas) was deposited, while the rising sea level threatened the city with flooding. Lycimachus built the new city near the coast surrounding the slopes of Mounts Preon and Pion.105 He fortified the city with imposing walls 9 km long, famous in antiquity, which have been preserved in good condition on Mount Preon and are the most remarkable example of defensive architecture in the Hellenistic Asia Minor.106 The two most important gates of the city, evidenced in numerous literary and epigraphic sources, were the so-called Magnetic Gate, the main gate, identified already from 1863, and the Hellenistic gate, which had a square tower on each side and a yard, with the entrance to the city at the back. However, the construction of the existing structure dates from the years of Augustus.107
The course of the wall on Mount Pion has not been accurately identified yet. It seems that it was partly identified with the course of the Byzantine wall, passing past the south of the Roman theatre or under the cavea. The Coressian Gate must have been there.108 Traces of the powerful fortification of the Hellenistic period have been found to the north of Mount Pion, above the harbour of Coressus. Only the positions dug for laying the foundations on the rock have survived because the stones of this wall were used in the reconstruction of the Late Roman wall. There was a formidable stronghold at the top of the mountain, while on the eastern slope the fortification was connected with the fortification of the main city.109
The harbour of the Hellenistic city has not been accurately traced yet. It must have been immediately in front of the main grid of the city, along the slope of Mount Preon. Perhaps there was a second, military harbour, to the south of Cape Tracheia.110 In the same area, to the west of the hill, there are traces of a Hellenistic fortification as well as a small peripteral temple (measuring 22.05x14.7 m. in the stylobate and a cella 10.3 m long), beside a well, identified with the position Hypelaion, where, according to myth, Androclos had killed a wild boar.111
The city was built according to the Hippodamian model for town-planning. Few monuments can be seen today and, in general, the picture is not fully formed. In the western part of the Lower Agora, the so-called Tetragonos Agora, which was built later, there are remains of a relatively small Agora. The former covered almost half of the Roman Lower Agora, had an almost square ground plan and measured 100-110m. The construction of the Hellenistic Agora originally required levelling off the quarter of Smyrna. The buildings included a poorly preserved warehouse with two rows of 7 or 9 square chambers, with the east ones looking to the Agora and the west ones to a street. The building was 43.4 m long and 11.5 m wide.112 Later on, the building was changed when a portico (as deep as a room, that is to say, about 4.6 m) was added on the eastern side, while the north and the south wall were extended. Finally, there were further modifications to the building, when a new portico was added on the northern side, while around 100 BC the entire square of the Agora was framed by porticoes, thus acquiring the typical appearance of Hellenistic Agoras of Asia Minor. At the place, where the western gate of the Roman Agora lies, building remains of a gate were excavated, probably identified with the original, early Hellenistic Coressian Gate.113 Two fountain-buildings of the Hellenistic period and houses of the second half of the 1st century were found in the same area.114
There was also a second Agora, which must have served administrative and religious purposes. Although not accurately traced, it is evidenced on an inscription of the period of Lycimachus and it should be searched to the west of the Tetragonos Agora.115
In front of the houses of Embolos and a little lower than the so-called Alytarchs’stoa (5th c. AD) there are the remains of an octagonal burial monument, probably of Arsinoe, the murdered sister of Cleopatra (41 BC), which imitated the Pharos (Lighthouse) of Alexandria. The building had a polygonal ground plan with Corinthian columns and a richly decorated epistyle. It supported an octagonal pyramid crowned by a sphere.116 The Heroon of Androclos was found fast beside. Finally, a monument of the second half of the 1st century BC, at the end of Sacred Way, was dedicated to G. Memmius, a grandson of Sulla.
At the place where the stoa-basilica of the period of Augustus was built a smaller Hellenistic stoa and traces of a Hellenistic stadium were discovered.117 Among the monuments of the Hellenistic period is the original theatre at the foot of Mount Pion, which probably dates from the 1st century, along with the neighbouring monumental fountain.118
6.3. The City of Augustus
The grid plan of the Roman city and the archaeological site are divided into two sections: the upper city called Coressus in the Roman period, along Mt. Panayir Dağ, where the main public monuments were,119 and the lower city in front of the harbour. The rebuilding of the city, as a special commercial, religious, administrative and cultural centre was carried out mainly on the small plateau between Mt. Pion and Mt. Preon, where the so-called Public Agora, a large and paved rectangular measuring 160 x 58 m, was constructed. The square probably pre-existed. In the western part of the square a prostyle temple of the 1st century BC had been erected. Because it was completely destroyed, it has not been accurately identified.120
The lavish Prytaneion was built along the same axis with the temple, probably under the supervision of the emperor’s freedman Julius Nikephoros, who was elected prytanis of Ephesus for life, in 18 BC.121 Beside the Prytaneion is the Βouleuterion or Odeum, whose preserved form belongs to the reign of Lucius Verus (160-169). It is a comfortable amphitheatric place standing against the slope of the Mount Panayir Dağ. It had a seating capacity of about 1,500 people. It dates from about 150 AD and is attributed to Publius Vedius Antoninus and his wife Flavia Papiane.122
To the west of the Bouleuterion or Odeum there was a shrine of Augustus and Artemis, which was surrounded by a colonnade in the Ionian order on its three sides and enclosed a high podium 15 m wide, where an altar or a small temple in Roman style stood. The building existed already from 25 BC, when Apollonios Passalas dedicated a statue of Augustus.123 The same area may have accommodated the Hellenistic or early Roman gymnasium, where Apollonius’ father, Herakleides, in his capacity as nearchos (leader of the youths), made a dedication along with the young to Augustus, the builder of the city.124 On the eastern side of the Agora, against the Mount Panayir Dağ, there is a large complex of Roman baths, formerly believed to have been the baths of Varius, dating from the mid-2nd century AD.125
On the northern side of the Agora, in front of the temple and the shrine, lies the Basilica Stoa, a large three-aisled, two-storied stoa with Ionian colonnades, two of which were internal and one external. It is one of the most impressive buildings of Ephesus, dedicated by C. Sextilius Pollio and his family in 11 AD.126
The main axis of the city, which was probably in effect already from the Archaic period, the so-called Plateia, started from the Magnetic Gate, passed to the south and west of the public Agora and then ran down the valley between the mountains Pion and Preon before ending in the Tetragonos Agora.
The Tetragonos Agora of Ephesus also dates from the period the city was refounded by Augustus; it replaced the respective Administrative Agora of Hellenistic Ephesus. It lay near the harbour and was the commercial centre of Ephesus. It is a square with a side of 111 m, surrounded by porticoes, while shops and workshops were at the back. The overall length of each side is 149.5 m. Access to the Agora is through the gate dedicated by two wealthy freedmen of Augustus, Mazaeus and Mithradates in 3 or 2 BC, which was called Triodos in Antiquity. It is an arch with three entrances, resting on strong pillars. There was rich architectural decoration on the arch and the epistyle. It was dedicated to the emperor, his wife Livia, his daughter Julia and his brother-in-law Agrippa.127 Apart from this gate, there were two more gates in the Agora, one monumental gate with propylon on the western side, where West Street (measuring 160 x 24 m) ended, which was framed by a Dorian colonnade, and another quite plainer gate on the northern side.128
The main road axis branched at Triodos: the first road led to the harbour and Pygela, while the second one led to Coressus via the coast.
The Stadium, built partly at the foot of Mount Pion, must have replaced a building of the years of Lycimachus, although recent research did not provide any evidence from the Hellenistic period. The preserved building dates from the period of Nero (54-68). It measures 230 x 30 m. The race track is narrower to the east, which probably certifies the existence of an arena for violent spectacles – mainly fights between gladiators and wild animals. It has been preserved in very poor condition: only the ends of the underground passages have been preserved at the ends of the U-bend.129
The city of Augustus and particularly the monuments in the two Agoras, about which there is some evidence, were extensively destroyed during the earthquakes of 23 AD. The main activities until the reign of Domitian were restoration works. The Stadium was dedicated in the years of Nero, while there are epigraphs of that period in the Tetragonos Agora. However, the most important monument of the period is the large two-aisled basilica on the eastern side of the Tetragonos Agora. According to epigraphs, it was dedicated to Artemis of Ephesus, Nero, his mother Agrippina and the citizens of Ephesus.130 Between 54 and 59 a large building serving the needs of the city’s fishermen was constructed in the area of the harbour.131 About the same period works at the harbour of the city were carried out by Proconsul Barea Soranus in Nero’s years. The official was later accused of intending to increase his publicity in Asia and revolt.132 Finally, during the reign of Vespasian (69-79) the Magnetic Gate was rebuilt and three monumental entrances crowned by arches were also created.
6.4. Heyday and Decline: From Domitian to Gothic Raids
Ephesus exited the standstill that followed the destructions of 23 AD when it was selected as the neokoros city in order to accommodate the temple of Emperor Domitian, in 88-89. The temple of the emperors was built to the west of the Agora, at the centre of a large square measuring about 50 x 100 m, which was supported by a system of barrel vaults. It was a small prostyle temple with 4 columns and a pteron with 8 columns on the short and 13 columns on the long sides. The stylobate stands on a high crepidoma of eight levels measuring 24 x 37 m, while the dimensions of the cella were just 9 x 17 m. The cult statue of the emperor, who is represented sitting, is of colossal dimensions: it was 5 m high. Only the head and the one hand have been preserved. In front of the cult statue there was an altar decorated with reliefs. After the emperor died the Ephesians dedicated the temple to the memory of Domitian’s father Vespasian. In front of the temple there is a high parapet consisting of two half-columns and niches with two statues.133 Opposite the square of the temple C. Laecanius Bassus built a particularly impressive monument, the Hydrecdocheion.
The contests in honour of the emperor were held in the swamps to the west of the Gymnasium of the Stadium – an area that was levelled so that a large square measuring 220 x 220 m, the Xystoi, could be created and the sports events could take place. The square was surrounded by porticoes. The Sebaston Gymnasium and the Harbour Baths, a complex on the northern side of the so-called Arcadian Street, were constructed to the west of this area. The construction of harbour baths led to modification works at the harbour, which were carried out during the reign of Trajan. 134
The two central points of the city, the temple of the emperors and the area of the harbour, were connected through the main street, the Plateia, which was surrounded by colonnades (running through the quarter of Embolos and at its central point acquiring the current name Couretes Street), and was continued in Marble Street, its first parallel to the east. Couretes Street (priests of Artemis of Ephesus) starts at the north end of the square of Domitian leading from the upper city to the harbour.
Marble Street is the sacred street surrounding the Mount of Panayir Dağ and leading from the Library of Celsus to the Stadium. It was given the particular name because it is covered with large marble slates, which date from the 5th century AD, though. Along the eastern side there is a stoa. At the junction of Marble Street with Arcadian Street, which comes from the harbour, is the entrance to the Theatre. The latter was named after Emperor Arcadius, the son of Theodosius (395-408), who is responsible for its final shape. It was 528 m long and had porticoes on the sides. The porticoes were about 11 m wide and had mosaic floors. Arcadian Street ran to the harbour through an impressive gate, which has left only a few remains.135
On the eastern side of the square of Domitian and fast beside the western end of the Agora there is another important monument, the Nymphaeum of Pollio.
Aristion donated two more nymphaea during the reign of Trajan. The first one was on the street crossing the southern part of the Public Agora. On the fountain’s facade there were statues of emperors and noble citizens of Ephesus, some of which are exhibited in the city’s museum. In the southwestern corner of the Agora there was another two-storied fountain with a large cistern, the Hydrecdocheion, with statues today exhibited in the Museum of Ephesus. The second fountain-building donated by Aristion is the Nymphaeum Traiani, at the northern end of Embolos (between 102 and 114).
About the same period (104-105) the works funded and supervised by a certain C. Vibius Salutaris and performed at the Theatre were completed. It is the largest theatre in Asia Minor and one of the most beautiful ones in the ancient world. It had a seating capacity of 25,000 spectators and was also used for the assemblies of the Demos. Salutaris donated gold statues representing Emperor Trajan, his wife Plotina, the Roman Senate, the Roman Cavalry Class, the Roman people, Augustus, Artemis, Ephesus, the Demos of Ephesus, the Six Phylai (Tribes), the Boule, the Gerousia (Council of Elders) and the Ephebes (Youths), while he gave away various amounts of money to members of the Boule, members of the Gerousia and the Six Phylai. The statues should follow the processions during a series of important local and imperial celebrations.136
In Trajan’s years another ambitious plan was completed. It was the foundation of a Mouseion, a sort of a medical school, probably headed by Titus Statilius Crito, the personal physician to the emperor. P. Scherrer assumes that it replaced the Hellenistic Asklepieion, which appears on inscriptions, and that it should be identified with the so-called Serapeion, an imposing and large prostyle temple consisting of a pronaos and a cella. The temple is beside the Agora, on West Street, and is 160 m long and 24 m wide, on a square measuring 100 x 75 m, which was created after the Late Hellenistic houses of the area were demolished. The temenos is surrounded by two-story halls of Corinthian order, allegedly made by the same workshop of Aphrodisias that had built the Harbour Baths, and was laid with marble slabs.137 The prostyle temple (measuring 29.2 x 36.7 m) at the south end of the temenos stood on a high podium. The eight monolithic Corinthian columns of the facade are 14-15 m high and weigh a total of 57 tons each. They had a richly decorated arhitrave and a pediment with three doors.138
However, the construction of the temple closed the earlier entrance to the Tetragonos Agora. As a result, the end of Couretes Street should be transferred by about 30 m to the south. At the end, at the junction with Marble Street, there is a monumental gate dedicated to Emperor Hadrian or, according to later opinions, to Emperor Trajan. It has three floors with columns and pillars in the Corinthian order, while the niches of the arch were decorated with statues of gods and members of the imperial family.139
Along Couretes Street is the small Temple of Hadrian (built in 138 at the latest), dedicated along with the neighbouring baths and the cistern by the noble Ephesian Vedius Antoninus Sabinus. Both monuments have been incorporated into the so-called Baths of Scholasticaof the 4th century. The Temple of Hadrian has been restored. It is in the Corinthian order and consists of a small cella and a pronaos.140 The adjacent two-story building of the 1st century had lots of rooms decorated with mosaics and paintings and was equipped with bath tubs. In the well-preserved complex of public latrines by the street one can see the bar with the holes and the gutter, where water flowed, while at the centre there was a small fountain. It has been restored and is in perfect condition.141
The porticoes of Couretes Street communicated at their back through staircases with houses existing at higher levels and built at the foot of the hill. Seven buildings of this luxurious complex of houses have been fully excavated and can be visited today, although the place is not often open to the public. These houses occupy two entire building blocks. Each house was used as the flat area of another house built higher, at three levels. They date mainly from the 1st century, although they were in use until the 7th century. They have a central courtyard, measuring 25-50 m, covered with marble slates and surrounded by porticoes and relatively small, though luxurious, rooms, often decorated with frescoes, while the floors were covered with mosaics representing floral or mythological motifs. A fountain existed in the peristyle or in the courtyard. Most houses had three floors and were heated by hypocausts, as it happened in the thermae.142
The earlier custom of burying the most eminent citizens of the city along Embolos was revived in this period. Apart from the monument of Androclos and the tomb of Arsinoe of the Hellenistic period as well as the monuments of Memmius and the freedmen Mazaeus and Mithradates and the tomb of the benefactor C. Sextilius Pollio (transformed into a fountain in Trajan’s years), a magnificent monument was also built, on whose foundations the former Proconsul T. Iulius Celsus Polemaenus was buried. In his will the proconsul had bequeathed a library to the city of Ephesus, on condition that he would be buried there.
In 129 Hadrian permitted the city of Ephesus to build a second temple for imperial worship, where he was worshipped as an Olympian. The temple, called Olympieion by Pausanias, was constructed to the north of the Gymnasium of the Harbour, at a place previously covered by the sea, and was connected with the organisation of contests.
After that period of increased building activity, which was followed by the two titles of neokoria awarded to the city, recession came in the second half of the 2nd century. The Vedius Gymnasium, one of the best preserved buildings of Ephesus, was built around 150 to the north of the stadium and near the city-walls.
The remains of a large Gymnasium, the largest in the city, lie to the north of the Theatre, although archaeological works have not been completed yet.
The position of the Parthian Monument (after 169) in honour of Emperor Lucius Verus has not been identified yet, for only fragments of the frieze adorning the monument have been found in various parts of the city and after they had been previously used (4th century).
The street leading out of the gate reached either the city of Magnesia ad Maeandrum or the area of Artemisium. The street was reconstructed in the 2nd century by the sophist Flavius Damian, who also built the Eastern Gymnasium, whose remains are still visible to the north of the Gate of Magnesia. It is a monumental complex that included a palaestra, baths, a large courtyard with a peristyle surrounded by two-story Dorian porticoes and rooms used for studying and the imperial cult. The propylon was on the eastern side. It had four columns. The statues of the sophist Damianus and his wife Vedia Phaidrina, which are kept in the Mouseion of Ephesus, were found inside a room. However, the main contribution of Damianus to his city was the construction of a stoa connecting Artemision with the city so that the worshippers could visit the sanctuary. This stunning monument was 2.5 km long and 3.70 m wide. It had an vaulted roof and, strangely enough, was not paved.143
The activities of the last Ephesian benefactors are known only through epigraphic sources.144 The 3rd century was a period of economic crisis, accompanied by limited building activity. The only remarkable monument of the period is a twelve-sided building surrounded by a large square and considered to be connected with the third neokoria of Ephesus in the years of Caracalla (211-217).145 The earthquake of 262 and the Gothic raids caused extensive damages to most monuments (Tetragonos Agora, Porticoes of Serapeion, Theatre and houses in the quarter of Embolos).
1. On the history of the excavations: Wiplinger, G., Wlach, G., (ed.), Ephesos. 100 Years of Austrian Research (Vienna-Cologne-Weimar 1996).
2. Heinhold-Krämer, S., Arzawa: Untersuchungen zu seiner Geschichte nach den hethitischen Quellen (Texte der Hethiter, 8, Heidelberg 1977) p. 93 ff.
3. Gültekin, H., Baran, H., «The Mycenean Grave found at the hill of Ayasuluk», TürkArkDerg 13.2 (1964) p. 125-133. Büyükkolanci, M., «Excavations on Ayasuluk Hill in Selçuk / Turkey. A Contribution to the Early History of Ephesus», in Krinzinger, F., ed., Akten des Symposions “Die Ägäis und das Westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v. Chr.”, Wien 24. bis 27. März 1999 (DenkschrWien 288, Archäologische Forschungen 4, Wien 2000) p. 39-44.
4. Pherecydes FGrHist 3 F 155. Ephorus FGrHist 70 F 126. Creophylos, Εφέσου Ώραι, in Athenaeus, 8, 62.7. Population’s composition: Nicander FGrHist 271-2 F 5, Malakos, FGrHist 552 F 1, Ailius Aristides ΧΧΙΙ, 26 Keil, Philostratus, Apollonius of Tyana, VIII, 7 and Suda see word Aristarchus. A range of place-names and persons’ names testifies that at least a part of the population had ties with Boetia and Peloponnese, particularly with Arcadia.: Sakellariou, M.B., La migration grecque en Ionie (Αθήνα 1958) p. 123-128.
5. Paus. 7.2.8-9. Strabo, 14.1.21.
6. According to Eusebius’ Chronicle, in the latin translation of Hieronymus (p. 55-72 Helm²), the city was founded in 1045 B.C. See also Eratosthenes FGrHist 24 F 1, who dated the Ionic migration 140 years after the Troy’s fall. (1044/1043 and 1184/1183 π.Χ. respectively). According to Sakellariou, M.B., La migration grecque en Ionie (Athens 1958) p. 344-345, 357 Agamemnon’s cult leads to a chronology of the city’s foundation around 1000 BC. The ealier finds are dated in the 8th century BC. On the contrary the finds in Artemision are earlier and are dated in 11th and 10th century BC. Kerschner, M., «Zum Kult im früheisenzeitlichen Ephesos. Interpretation eines protogeometrischen Fundkomplexes aus dem Artemisheiligtum », in Schmalz, Β., Söldner, Μ. (ed.), Griechische Keramik im kulturellen Kontext. Akten des Internationalen Vasen-Symposions in Kiel vom 24 bis 28.9 2001 veranstaltet durch das Archäologische Institut der Christian-Albrechts-Universität zu Kiel (München 2003) p. 246-250.
7. Paus 7.2.9.
8. Ephorus FGrHist 70 F 126.
9. Hommel, P., Panionion und Melie (JDAI Suppl. XXIII, Berlin 1967). Earlier League See Roebuck, C., «The Early Ionian League », CR 50 (1955) p. 26-40.
10. Cimmerians, Callinus, fragment 1 (Diehl). Abolition of the Basilides’constitution. Berve, H., Die Tyrannis bei den Griechen (München 1966) p.. 98 ff. Kinship with Lydian kings. Nicolaus of Damascus FGrHist 90 F 3. Croesus and Pindar: Aelian., Varia Historia III, 26. Polyaenus, 6.50. Radet,G., La Lydie et le monde grec au temps des Mermnades (Paris 1898) p. 206 ff. Souda see word Aristarchus. Souda see word Athenagoras and Comas, Hipponax, Frère, J., « Politique et religion à Ephèse entre 550 et 450 », Kernos 9 (1996) p. 87-96.
11. Ephesus seemed that it did not participated in the hostilities, however it was the base of the Ionic navy and offered leaders to the Athenians and the Ionians, who burnt Sardes (Herodotus 5, 100). In 498 BC , the rebels were defeated by the Persians near the city (Herodotus 5, 100). After the naval battle in Lades, the Ephesians slew the Chians, since they thought that they were pirates. (Herodotus 6,16,2).
12. The expulsion of Hermodorus, Heraclitus’ friend, was due to his opposition against democracy.: Gehrke,H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985) p. 57-58.
13. See Alzinger, W., “Athen und Ephesos in fünften Jahrhundert von Christus”, Akurgal, E. (ed.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara - Izmir 23. - 30.IX.1973 (Ankara 1978) p. 507-516 and Piérart, M., «Chios entre Athènes et Sparte. LA contribution de Chios à l’effort de guerre lacédémonien pendant la guerre du Peloponnèse », ΒCH 119 (1995) p. 276. In the Athenian tribute lists and it is recorded sixteen times from 454/453 (ΙG I³ 259, Ι, line 22) to 415/414 (ΙG I³ 260, VI, line 13), paying a phoeros of 7 ½ talents until 445/444 BC. (ΙG I³ 267, V, στ. 17), when it is reduced to six talens. Before the Peloponnesian War (433/432 BC) it is however again increased to 7 ½ talents (ΙG I³ 279, I, στ. 65). In 414 BC an Athenian general visited Ephesus, who received a considerable financial amout ΙG I³ 270, I, line 79.
14. In 412 BC a Chian trireme, pursued by the Athenians, found refuge in Ephesos Thuc. 8.18.3. At the end of 411 BC Tissaphernes the satrap of Lydia went to Ephesus and offered sacrifice to Artemis. Thuc. 8.109.1.
15. Xen. Hell, 1.2.7-10. See. Lehmann, C.A., «Ein neues Fragment der Hell. Oxy», ZPE 26 (1977) p. 181-191. At the same time, Ephesus offered the Lacedaemonians the amount of 1000 darics IG V1, 1=SEG 39 (1989) no. 370.
16. During this period the city became “barbarized” by adopting the manners of the Persians. The Ephesians wore Persian clothes.: Athenaeus 12.525c-e. Plut., Vit. Lys., 3, 3.4. Athenaeus 12.525c-e. The reception of Lysander in Ephesus , Xen. Hell. 1.8.6 and Diod. Sic. 13.70.4.
17. Plut. Vit. Lys., 5.6 and Diod. Sic. 13.70.4. See Bommelaer, J.-F., Lysandre de Sparte. Histoire et Traditions (Paris 1981) p. 80, 85, 89.
18. Lysander’s return , Xen. Hell. 2.1.6-7. Diod. Sic. 13.100.7-8. Plut. Lys. 7.4. Ephesus is cited among the victors of the naval battle at Aigos Potamoi. Bourguet, E., Fouilles de Delphes III, 1 : Épigraphie (Paris 1911) p. 50-68. Paus. 9.9. In 403/402 the city of Ephesos regained its autonomy, since it was honoured by Athens for having given asylum to Samian refugees IG II², 1.48.
19. In 399 came under the control of the Spartan general Thibron Xen. Hell. 3.1.8. In spring of 396 BC the Spartan king Agesilaos landed there with 8.000 men and render it to a military base.: Xen., Ages. 7. Xen. Hell. 3.4.2, 3.4.20, 4.1.5-6, 11.13. Plut.. Vit. Ages. 6.4-5. Diod Sic. 14.79.1. His presence is tesitfied by epigraphic evidence: Börker, Chr., «König Agesilaos von Sparta und der Artemis-Tempel in Ephesos», ZPE 37 (1980) p. 69. Wesenberg, B., «Agesilaos im Artemision», ZPE 41 (1981) p 175-180.
20. Initially they supported Conon (392 BC): Diod Sic. 14.84.3. In 391 BC the city was the military base of Thibron’s campaign against Caria.: Xen., Hell. 4.8.17-19. In 388 BC Ephesus became the base of Antalcidas’ naval.: Xen. Hell, 5.1.5-6.
21. On the change of constitution: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985) p. 39. Conflict with Autophradates : Polyaenus. 7.27.2. One of the consequences of this conflict was the involment of Mausolus in the Ionia’s affairs and the restoration of the Ionic Dodecapolis’ seat in Mycale, which was removed during the 5th century BC to the Ephesian territory . : Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) Bordeaux 1999) p. 388.
22. Arr. Ι.17.10-12 and 1.18.2. Recall of the exiles: Dareste, J., Haussoulier, B., Reinach, S., Recueil des inscriptions juridiques grecques, II (Paris 1914) p. 344-354, no.. XXXV (=OGIS, 2). Heisserer, A.J., Alexander the Great and the Greeks of Asia Minor (Norman, Oklahoma 1980) p. 58-59, and Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) Bordeaux 1999) p. 421-426.
23. Polyaenus 6.49.
24. Perdiccas: Arr, Τα Μετά Αλεξάνδρου, 25.1-4. Keil, J., «Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr. », ÖJh 16 (1913) p. 231 ff., no. 1, ΙΙΝ. Relations with Ptolemy: Diod. Sic. 20, 21. Conference of Triparadisus: Arr. , Τα Μετά Αλεξάνδρου, 1, 34-37. Diod. Sic. 18, 39.5-6. Ephesus’ conquest and Cleitus’ withdrawal.: Diod. Sic., 18, 52, 5-8. Antigonus and his son Demetrius were often honored with decrees and golden wearths by the demos of Ephesus : Keil, J., «Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr. », ÖJh 16 (1913) p. 231-244, no. Ig, IIIb and ΙΙΙe. I.Ephesos V, no. 1448, 1450, 1451 and V, no. 2003. Prepelaus: Diod. Sic., 20, 106, 107.4 and 111.3. Prepelaus’ guard in Ephesos: I.Ephesos V, no. 1449. Robert, L., « Sur un décret d’Ephèse », in Robert, L., Hellenica 3 (Paris 1946), p. 79-95. City’s recapture by Demetrius : Diod Sic. 20, 111,3 and Polyaenus 4, 12.1.
25. Plut., Vit. Demetr. 30.1-2.
26. I.Ephesos V, no. 1461 and VI, no, 2001.
27. While Demetrius’ navy helped by pirates was pillaging the coast of Asia Minor, Lycos, the general in the service of Lycimachus, approached Andron, the most important pirates’ leader and bribed him). One day Adron entered the city accompanied by many of his captives and claimed, that he intented to sell them. However they were in fact Lycimachus’ soldiers’ who captured the city. Frontin., Str., 3.3, 7. Polyaenus, 5, 19.
28. Lycimachus threatened that he would have flooded the old city, unless its inhabitants agree to be transferred. Strabo 14.1.21 and Paus. 1.9.7 and 7.3.5. The new site was less exposed to floods. See Rogers, G.M., «The Foundation of Arsinoeia», Med.Ant. 4 (2001) p. 587-630. In 281 BC after Lycimachus’ death, the city received again its old name. The view, that after Lycimachus’ death the new city was devastated seems groundless: Karwiese, S., « Gedanken zur Entstehung des römischen Ephesos», in Friesinger, H., Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895 – 1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) p. 393-398.
29. OGIS, 222. Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000) p. 166. In 264 the city was probable under the Ptolemaic control.
30. Ptolemy: Pomp. Trog. 26. Ath. 13, 593β. Frontin, ΙΙΙ, 2, 11. Welles, C.B., Royal Correspondance of the Hellenistic Period (New Haven 1934), no. 14, line 9. W. Huss, «Ptolemaios der Sohn», ZPE 121, 1998, p. 229-250. The conquest and naval battle in Ephesus: Χρονικό της Λίνδου, 37. Polyaenus 5, 18. Frontin ΙΙΙ, 9, 10. Will, E., Histoire politique du monde hellénistique² a2(Nancy 1979), 1, p. 234-235 and 236-237. Antiochus II in Ephesus: SEG 1, 366, l. 10. In 246 BC Ephesus was the seat of a Seleucid official bearing the title «επί της Εφέσου»: Phylarchus FGrHist 81 F 24.
31. App, Syr., 65. Phylarchus FGrHist 81 F 24. Hieronymus, Δανιήλ, 11, 6. On the contrary Polyaenus 8, 50 and Just. XXVII, 1, 1, do not mention the assassination.
32. Euseb. (Schoene, A., Eusebi Chronicorum Libri Duo [Berlin 1875] 1, p. 251 ff.) states that Seleucus II failed in his attempt to seize Sardes and Ephesus during the war against his brother Antiochus Hierax (241-239 BC).
33. In 197 BC Antiochus seized Ephesus: Titus Livius 33, 19, 8-20. Centre of operations. Polybius 18, 40α. There is a possibility that Antiochus III campaigned against the city already in 203 BC and his action provoked the deputation of the Ptolemaic official Agathocles, who requested respect to the existing circumstances. (Polybius 15.25.13). See Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000) p. 72. The Seleucid guard was placed on Ephesus’ acropolis. Titus Libius 37.13.9. Annibas: Titus Libius, 33, 45-49, App., Syr.. 4, 15-16, Just., ΧΧΧΙ, 1, 7-2.3. Romans and Antiochus : Wars between Antiochus and Romans: Grainger, D., The Roman War of Antiochos the Great (Leyden 2002). Peace of Apamea: Polybius, 21, 45. Titus Libius, XXXVIII, 39-41.
34. It functioned as a general’s seat.: I.Ephesos, ΙΙ, αρ. 201. Attalos II took care of the harbour facilities, financing costly building progammes. Strabo 14.1, 24.
35. Ephesus as free city see Rigsby, K., « The era of the province of Asia », Phoenix 33 (1979) p. 39-47. Attalus’ act is attributed to the fact that his teacher, with whom he was very close, came from Ephesus, as his father stated in a letter to the city’s authorities.: Knibbe, D., «Epigraphische Nachlese im Bereiche der ephesischen Agora», ÖJh 47 (1964-65) p. 1-6, no. 1, Robert, J. and Robert, L., Bulletin épigraphique (1968), no. 464, Engelmann, H., «Zu einem Brief von Attalos II», ZPE 19 (1975) p. 224 and Herrmann, P., «Nochmals zu dem Brief Attalos’ II. an die Ephesier», ZPE 22 (1976) p. 233-234. The recent city’s freedom explains the tenacious resistance to Aristonicus in the naval battle of Kyme, despite the fact that his mother came from Ephesus. (Strabo 14.1.38) Asia Province and the freedom of the greek city: Sherwin-White Α.Ν., Roman Foreign Policy to the East 168 B.C. to 1 AD (London 1984) p. 80-88, 235-249 and St. Mitchell, « The Administration of Roman Asia from 133 B.C. to ca. A.D. 250», in W. Eck (ed.), Lokale Autonomie und römische Ordnungsmacht in den kaiserzeitlichen Provinzen vom 1. bis 3. Jahrhundert (München 1999) p. 17-46.
36. App, Mith., 12, 21-23: the Ephesians pulled the suppliants from the statues of Artemis and killed them.
37. Assignments to Artemision.: Strabo, 14.1, 23. The Chians were forceed to move to Black Sea: App., Mith. 12, 46-47. Ephesus’ revolt , Zenobius’ assassination: App., Mith, 12, 48. Call to the rest of the Asia Minor’s cities. Κάλεσμα στις υπόλοιπες πόλεις της Ασίας: I.Ephesos Ia, αρ. 8. Oliver, J.H., «On the Ephesian debtor law of 85 B.C.», AJPh 60 (1939) p. 468-70. The documents make provision for the debts’ deletion, the invalidation of the trials’ for dishonesty or deprivation of civil rights, the confirmation of former naturalizations and the registration of slaves, metics, neighbours and freedmen in the body of citizens in return for the participation in the war-effort. This action aimed probably at the support of the lower social classes, who favoured Mithradates’ innovative policy , which he tried to apply after the first difficulties faced in Asia Minor.
38. App., Mith., 12, 61-62. Sulla treated Ephesians with peculiar cruelty, because they did not respect the roman offers in the sanctuaries. Plut., Vit. Syll. 25.
39. I.Ephesos Ιa, αρ. 5: decree in honor of Astypalea regarding the pirate’s pursuit, who had attacked the city and the Artemision and they had kidnapped children (105 or 85 BC).
40. Chr. Habicht, « New Evidence from Asia », JRS 65 (1975) p. 64-91.
41. Dion Cass. ΧΧΧΙΧ, 12-16. The same route was followed by his daughter, Arsinoe in 44 BC, who was exiled by Antonius and later (41 BC) was assassinated by Cleopatra: Strabo 14.6, 6.
42. Caes., Bellum Civile, III, 32. Cic, Fam. V, 20, 9. Att. XI, 1.2, 2.3 and 13.4. Hatzfeld, J., Les trafiquants romaines dans l’Orient hellénique (Paris, 1919) p. 200 ff.
43. Caes., Bellum Civile, III, 105. App., B Civ., 2.89. The Greeks rewarded him by erecting his statue in Ephesus. They greeted him as a descendant of Ares and Aphrodite and as a God: I.Ephesos II, no. 251.
44. App. B Civ., 4, 74 and 5, 4-5. Dio Cass XLVII, 32, 4.
45. New Dionysus, Plut., Vit. Ant., 24. Pelling, C., Plutarch: Life of Antony (Cambridge 1988) p. 176-181. Taxation: App, B Civ., 5, 6. Marcus Antonius and Cleopatra in Ephesus: Plut. V. Ant. 57, there they met approximately 300 members of the Senate.
46. According to Seneca,, Ep. 17.2.21, Ephesus was the second bigger city of the empire’s east part, after Alexandria.
47. Rigsby, K., « The era of the province of Asia », Phoenix 33 (1979) p. 47, claims that Ephesus was already the capital of the province since 129 BC .
48. Asylum: Strabo, 14.1.23. Land’s annexation (20 BC.): I.Ephesos Ia, no. 19Β β4 and VII.2, no. 3501, 3502.
49. Scherrer, P., «The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 7.
50. Dio Cass. 67, 18.
51. Broughton, T.R.S., «Asia», in Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome, vol. 4 (Baltimore 1938) p. 813. On the contrary Russel, J.C., Late Antique and Medieval Population (TAPA 48: 3, Philadelphia 1958) p. 80-81, estimates that the city had in the beginning of the 2nd century BC population of 51.000 inhabitants. Recent investigations, which take into account the extent of the urban territory, the habitation’s density in the urban net and in countryside, tend to confirm the traditional accounts, since they increase the total population of Ephesus to 180.000 and more inhabitants, from whom 28,6 % (approximately 40.000) were citizens, while a considerable part were foreigners. : White, L.M., «Urban Development and Social Chabge in Imperial Ephesos», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p 40 ff
52. Forchheimer, P., Heberdey, R., Keil, J., Niemann, G., Wilberg, W. Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923) p. 155 ff., no. 172 and p. 161 ff., no. 180, respectively.
53. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995) p. 122-124.
54. Foss, C., Ephesos after Antiquity: A Late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge Mass. 1979). Scherrer, P., «The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 15-25.
55. Drews, R., Basileus. The Evidence for Kingship in Geometric Greece (New Haven & London 1983) p. 14-15. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984) p. 440-443. Lenz, J.R., Kings and the Ideology of Kingship in Earlier Greece (c. 1200-700 B.C.): Epic, Archaeology and History, PhD, University of Columbia, 1993 (University Microfilms, Ann Arbor 1995) p. 288-293.
56. Pherecydes FGrHist 3 F 155.
57. Baton of Sinope , «Περί των εν Εφέσωι Τυράννων», FGrHist 268 F 3.
58. Antisthenes, (5th century B.C.), in Diog. Laert. 9.6.
59. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984) p. 443.
60. See, Hicks, E.R., Ancient Greek Inscriptions in the British Museum, III 2 (London 1890) no. 528.
61. Εσσήν: Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό (See word.) It concerns the priesthood of Artemis Ephesia.: Picard, Ch., Ephèse et Claros. Recherches sur les sanctuaires et les cultes se l’Ionie du Nord (Paris 1922) p. 190-197. The title πάλμυς is Lydian, it is actually an epithet of the king of the gods, and this led to the wrong assumption, that Ephesus was a Lydian kingdom, before its hellenisation during the archaic period. See Hegyi, D., «ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ», Acta Antiqua 25 (1977) p. 321-324.
62. Οικονόμου. Γ., «Ναοποιοί και εσσήνες», AρχΔελτ 7 (1921-22) p. 258-346. Keil, J., «Zur ephesischen essenia», ÖJh 36 (1946) Beibl., column 13-14.
63. Keil, J., « Die ephesischen Chiliastyen », JÖAI 16 (1913) p. 245-248. Knibbe, D., «Neue ephesischen Chiliastyen», JÖAI 46 (1961-1963) p. 19-32 and Forschungen in Ephesos IX.1.1: Der Staatsmarkt, Die Inschriften des Prytaneions (Bad Vöslau-Baden 1981) p. 107-109 and 177. The foundation of the tribes of Teians and Careneans, which Stephanus of Byzantium (see word Βέννα) dates to the era of Androclus, concerns probably the extension of citizenship during the 6th cent. BC. The second expansion of the citizens’ body dates probably in the 5th century BC, and concerns the foundation of the tribe of Βεμβινέων ( Βέννα according to Stephanus), which mainly embodied the metics. At the end of the 5th or at the beginning of the 4th century BC, the people of Selinous were honored with citizenship, because of the help they offered against the Athenians. (Xen., Hell., 1.2.10). Other extensions of the body politic took place in the 4th century BC, in order to provide solution of the problem of population’s reduction. See Σακελλαρίου, Μ.Β., «Συμβολή στην Ιστορία του Φυλετικού Συστήματος της Εφέσου », Ελληνικά 15 (1957) p. 220-231 and N.F. Jones, Public Organization in Ancient Greece: A Documentary Study (Memoirs of the Philosophical Society, Volume 176, Philadelphia 1987) p. 311-315.
64. Gerousia: Oliver, J.H., The Sacred Gerusia (Hesperia Supplement VI, Princeton 1940) p. 9-27 and 52-125. Boule and Ekklesia: Rogers, G.M., « The Assembly of Imperial Ephesos », ZPE 94 (1992) p. 224-228.
65. I.Ephesos III, no. 859 + 859Α. Engelmann, H., «Ephesische Inschriften», ZPE 84 (1990) p. 92-94, no. 2.
66. Knibbe, D., İplıkçıoğlu, B., «Neue Inschriften aus Ephesos VIII», JÖAI 53 (1981-82) p. 130-131, no. 6, decree in honor of Aristodemos of Miletus because of his mediation to king Antigonus on behalf of the city’s tax exemption for the goods’ import from the royal estates.
67. The rural population was the main victims of this crisis, the farmers were bankrupted and couldn’t pay off their debts. In epigraphic documents of this era is testified the freeze of loans, the determination of the interest’s limits and the institutionalization of the selling of the right to register in the citizens’ list. I.Ephesos V, no. 1461 and VI, no, 2001. D. Asheri, «Leggi greche sul problema dei debiti», SCO 18 (1969) p. 42-47 and 108-114.
68. Dio Cass 31, 54 κε. Syll.³ 742. Caes, Bellum Civile, III, 32.
69. See Rostovtseff, Μ.Ι., Histoire économique et sociale du monde hellénistique (Paris 1989) p. 117-118 and 996, p. 43. Around 300 BC, the city attributed citizenship to the Rhodian Agathocles because he imported 14.000 hectes of wheat and he sold them at a lower price, than the current market price : I.Ephesos V, no. 1455.
70. Le Ridder, G., «Ephèse et Arados au Iie siècle avant notre ère», QTic 20 (1991) p. 193-210. Kosmetatou, E., « The Mint of Ephesos under the Attalids of Pergamon (202-133 B.C.)», in Friesinger, H., Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895 – 1995 (Wien 1999) p. 185-193.
71. Rigsby, K., « The era of the province of Asia », Phoenix 33 (1979) p. 39-47.
72. Strabo 14.1, 26. These states had been unsuccessfully revendicated by the Attalids. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London & New York 1991) p. 4. Later, in 94/93 BC, the hostility and dispute between Sardes and Ephesus, which led to real war, ceased through the mediation of the proconsul Quintus Mucius Scaevola.: I.Ephesos Ia, no. 7.
73. Broughton, T.R.S., « Asia », in Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome, vol. 4 (Baltimore 1938) p. 550 (Veturii and Gerillani).
74. The customs’ organization is recorded on an inscription dated in the era of Nero, but its first part refers to the era after 75 BC. It defined the rules of the port taxes collection, the height of which ran to amounted to 2,5% of the goods’ value. Engelmann, H., Knibbe, D., «Das Zolgesetz der Provinz Asia», EA 14 (1989), Nicolet, Cl., « À propos du règlement douanier d’Asie », CRAI (1990) σελ. 675-698, « Le Monumentum Ephesenum et les dîmes d’Asie », BCH 115 (1991) σελ. 465-480, « Le Monumentum Ephesenum et la délimitation du portorium d’Asie », MEFRA 105 (1993) p. 929-959 and «Le Monumentum Ephesenum, la loi Terentia-Cassia et les dîmes d’Asie», MEFRA 111 (1999) p. 191-215.
75. Malfitana, D., « Eastern Terra Sigillata Wares in the Eastern Mediterranean », in Blondé, F., Ballet, P., Salles, J.-F. (ed.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002) p. 133-157. Ph. Bruneau, «Les lampes et l’histoire économique et sociale de la Grèce », in P. Lévêque, J.-P. Morel, ed., Céramiques hellénistiques et romaines, I (Paris 1980) p. 34.
76. Elaigne, S., « L’introduction des céramiques fines hellénistiques du bassin oriental de la Méditerranée à Alexandrie », in Blondé, F., Ballet, P., Salles, J.-F. (ed), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon, 2002) p. 159-173.
77. Sutherland , C.H.V., The Cistophori of Augustus (London 1970).
78. I.Ephesos Ia, no. 17-19.
79. Habicht, Chr., «Zwei römische Senatoren aus Kleinasien. II. Ti. Claudius Severus, der erste Konsul aus Ephesos», ZPE 13 (1974) p. 1-6 and «Die Senatoren aus den kleinasiatischen Provinzen des römisches Reiches von 1. bis zum 3. Jahrhundert», in Epigrafia e ordine senatorio, II (Roma 1982) p. 603-649.
80. Forchheimer, P., Heberdey, R., Keil, J., Niemann, G., Wilberg, W. Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923) p. 101 ff., no. 10, 11, 12, 13, 15, 17, 18 (3rd cent. AD).
81. Rostovtseff, M.I., Histoire économique et Sociale de l’Empire Romaine (Paris 1988) p. 466-467, footnote 9.
82. Forchheimer, P., Heberdey, R., Keil, J., Niemann, G., Wilberg, W. Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923) p. 101 ff., no. 16 and p. 117, no. 29. Syll.³ 389 (3rd cent. AD).
83. I.Ephesos II, no. 274. See also I.Ephesos II, αρ. 211. Wörrle, M., «Ägyptisches Getreide für Ephesos», Chiron 1 (1971) no. 325-340.
84. Knibbe, D., « Ephesos-nicht nur die Stadt der Artemis. Die ‘anderen’ ephesischen Götter», σε Studien zur Religion und Kultur Kleinasiens. Festschrift für Friedrich Karl Dörner zum 65. Geburtstag am 28. Februar 1976 (Leiden 1978) p. 489-503. On the imperial period see Oster, R., «Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine», ANRW 2.18.3 (Berlin 1995) p. 1661-1728.
85. Thyc. 3.104. Diod. Sic. 15.49.
86. See Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), Friesen, S.J., Twice Neokoros: Ephesus, Asia and the Cult of the Flavian Imperial Family (Leiden 1993). Friesen, S.J., «The cult of the Roman emperors in Ephesos. Temple wardens, city titles, and the interpretation of the Revelation of John» in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 229-250, Harland, P.H., «Honours and Worship: Emperors, Imperial Cults and Associations at Ephesos (third to first centuries c.E.)», Studies in Religion / Sciences Religieuses 25 (1996) p. 319-334 and Burrell, B., Neokoroi: Greek Cities and Roman Emperors (Cincinnati Classical Studies New Series Volume IX, Leiden 2004) p. 59-85.
87. Oster, R., «Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine», ANRW 2.18.3 (Berlin 1995) p. 1686-1687.
88. Tacitus, Annales 4, 55.
89. Acts of the Apostles 19.23-41. Thiessen, W., Christen in Ephesus. Die historische und theologische Situation in vorpaulinischer und paulinischer Zeit und zur Zeit der Apostelgeschichte und der Pastoralbriefe (Tübingen 1995) p. 90-110, Strelan, R., Paul, Artemis and the Jews in Ephesos (New York 1996), Fieger, M., Im Schatten der Artemis: Glaube und Ungehorsam in Ephesus (Bern 1998) and Klauck, H.-J., Magic and Paganism in Early Christianity. The World of the Acts of the Apostles (Edinbrough 2000) p. 97-110. On the revolt see Rogers, G.M., «Demetrios of Ephesos. Silversmith and neopoios?», Belleten 50 (1987) p. 877-883. Paul referred in his epistles to the dangers, that Ephesus faced. (1 Προς Κορινθίους 15.32, 2 Προς Κορινθίους, 1.8-10. Προς Ρωμαίους, 16.4 where he refers to his salvation by Aquilas and Priska.
90. Koester, H., « Ephesos in Early Christian Literature», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p 119-140.
91. I.Ephesos IV, no. 1351.
92. Knibbe, D., « Ephesos: Geschichte» and Alzinger, W., « Ephesos : Archäologie», in RE Suppl. 12 (1970) columns 249-297 and 1588-1704, Scherrer, P., «The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 1-25, «Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos», in Friesinger, H., Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895 – 1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) p. 379-387 and « The historical topography of Ephesos », in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos, JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001) p. 57-87. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
93. Kraft J.C., Kayan, İ, Brückner, H., «The Interpretation of Ancient Coastal Environments and their Resultant Paleogeographies in Environs of the Feigengarten and Artemision Excavations at Ephesus», in Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999) p. 91-100.
94. Koressos: Herodotus, 5, 100, Xenn., Hell. 1.2.7-10. In Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1. the Koressos is referred as a port. Robert, L., «Sur un décret des Korésiens au musée de Smyrne», in Robert, L., Hellenica 11-12 (Paris 1960) p. 132-176, Alzinger, W., «Koressos», σε Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967) p. 1-9, Karwiese, S., «Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos», in Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner, 2 (Wien 1985) p. 214-225, Engelmann, H., «Beiträge zur ephesischen Topographie», ZPE 89 (1991) p. 286-292 and «Das Koressos ein ephesisches Stadtviertel», ZPE 115 (1997) p. 131-135.
95. Keil, J., «ΧΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos», ÖJh 23 (1926) Beiblatt, column 247-300 (particularly 250-256) and «ΧΙΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos, ÖJh 24 (1929), Beiblatt, column 1-68 and Vetters, H., «Ephesos. Vorläufiger Grabungsbericht 1979», AnzWien 117 (1980) p. 249-266.
96. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 96-112 ( mainly 104 ff.). The existence of a breakwater was confirmed by the geological research which was carried out there in 1966 by S. Seren. See Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 60, footnote 15.
97. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 60, fig. 3.4. According to Miltner, F., (Ephesos: Stadt der Artemis und des Johannes (Wien 1958), p. 3, fig. 1) the walls are dated in the 5th century BC.
98. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
99. Smyrna: Hipponax, fragment 50.1 where it is stated that its location was at the rear of the city. Keil J., "Die Lage des ephesischen 'Smyrna'", ÖJh 31 (1938-1939), p. 33-35. Concerning the suburn’s site under the Agora of Lysimachus’ city and the finds dated from 8th to 5th cent. BC see Scherrer, P., "Grabungen 1995", ÖJh 65 (1996), p. 12 and "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997) p. 5 ff.
100. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 59. On the cemetery of the late archaic and classical period see: Mitsopoulou-Leon, V., "Ein Grabfund des vierten vorchristlichen Jahrhunderts aus Ephesos", ÖJh 50 (1972-1975), p. 252-265· Langmann, G., "Eine spätarchaische Nekropole unter dem Staatsmarkt zu Ephesos", in Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), p. 103-123· Jobst, W., "Embolosforschungen I: Archaologische Untersuchungen östlich der Celsusbibliothek in Ephesos", ÖJh 54 (1983), p. 171-178· Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), p. 83-96· Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993), p. 51 ff. and Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), p. 307 ff.
101. Hdt. 1.26.2. See, Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), p. 94-96.
102. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 96-112 (mainly 97 ff.).
103. İcten, C. – Evren, A., "Seluçuk-Efes 3447 parsel kurtarma kazısı", in VIII. Müze Kutarma Kazıları Semineri (Ankara 1997), p. 85-110· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 61.
104. Gymnasia: Xen., Hell.. 3.4.18 and Plut., Vit. Ages. 1.25 (beginning of the 4th century BC ). theatre: I.Ephesos IV, no. 1440 (4th century BC ). Sanctuary of Zeus Patroos and Apollo Patroos: I.Ephesos II, no. 101-104· Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 60.
105. Alzinger, W., "Das Zentrum der lysimachichen Stadt", in Friesinger, H. – Krinzinger, F. (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 389-392.
106. Strabo 14.1.21· Polyaenus 8.57· I.Ephesos IV, no. 1441· Bammer, A., "Die gebrannten Mauerziegel von Ephesos und ihre Datierung", ÖJh 47 (1964-1965), p. 289-300· Seiterle, G., "Ephesos. Lysimachische Stadtmauer", ÖJh 47 (1964-1965), p. 8-11, Die hellenistische Stadtmauer von Ephesos (PhD, University of Zürich 1970) and Mc Nicoll, R., "Developments in techniques of siegecraft and fortification in the Greek World ca. 400-100 B.C.", in Leriche, P. – Tréziny (ed.), La fortification dans l’histoire du monde grec: Actes du Colloque International de Vabonne, 1982 (Paris 1986), p. 306-310. Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), p. 95, and "On the dating of the city walls of Ephesos", in Erol Atalay memorial (Izmir 1991), p. 137-144, who dates the city-walls in the 5th century BC.
107. Paus 7.2.6 and I.Ephesos Ia, no. 27· Seiterle, G., "Das Hauptstadttor von Ephesos", AntK 25 (1982), p. 145-149.
108. The Gate is attested by inscriptions: I.Ephesos Ia, no. 27 and II, no. 425 and 566. It would have been placed between the theatre and the Commercial Agora: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 63. A fountain dated in the Hellenistic period was found outside the gate: Wilberg, W., "Das Brunnenhaus am Theater", in Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), p. 266-273.
109. Keil, J., "Χ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beibl. p. 184 ff. and Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p 63.
110. Harbour: Atalay, E., "Efes’de Bulunan Hellenistik porte (Önrapor)", TürkArkDerg 19.1 (1970), p. 213-215· Zabehlicky, H., "Preliminary views of the Ephesian harbor", in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 201-215. Military harbour: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 63.
111. Hypailaos fountain: Creophylos, Εφεσίων Ώραι, as cited by Athenaeus (8.63) and Strabo (14.1.4). However the temple cannot be identified as the sanctuary of Apollo Pythius, which according to Creophylus’ narration was built by the first settlers. This view is opposed to what is stated by Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", in Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), p. 215-219, pl. ΙΧ-Χ. α (14.1.4). More convincing seems to be the identification with Athenaion recorded (cited) by Strabo 14.1.4 and 21, which was placed outside the modern city. Scherrer, P., "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", in Friesinger, H. – Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 379-387.
112. Langmann, G., "Smyrna gefunden", in Dobesch, G. – Rehrenböck, G., (ed.), Die epigraphische und altertumskundliche Erforschung Kleinasiens. Hundert Jahre Kleinasiatische Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. Akten des Symposiums, Wien 23.-25. Oktober 1990 (Wien 1993), p. 283-287 (where the building is related to the Smyrna’s quarter, since it is date in the 4th century BC). Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 66-67 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 144 and 145, fig. 2. The adjoining well, which was still in use at the period of the warehouse’s construction and was then filled, contained a ceremonial dinner, in honor of Kybele, and a statuette of the goddess. Scherrer, P., "Grabungen 1992", ÖJh 62 (1993), p. 14· Soykal, F., "Eine spätklassische Terrakottastatuette der Kybele aus Ephesos", BerMatÖAI 5 (1993), p. 53-56.
113. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 67.
114. Knibbe, D. – Thür, H. et al., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995), p. 91 ff.
115. I.Ephesos IV, no. 1381.
116. Thür, H., "Arsinoe IV, eine Schwester Kleopatras VII, Grabinhaberin des Oktogons von Ephesos? Ein Vorschlag", ÖJh 60 (1990), p. 43-56 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 124-125.
117. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 72-73.
118. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 158 (theatre) and 162 (fountain).
119. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 96-112· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), p. 286-292· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos and Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 73.
120. Fossel, E., "Zum Tempel auf dem Staatsmarkt in Ephesos", ÖJh 50 (1972-1973), p. 212-219· Knibbe, D., Der Staatsmarkt. Die Inschriften des Prytaneions. Die Kureteninschriften und sonstige religiöse Texte (Forschungen in Ephesos 9.1.1, Wien 1981). According to Alzinger, W., "Das Regierungsviertel", ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, p. 283-294, it can be identified as the temple of Isis. Andreae, B., Odysseus: Archaölogie des europäischen Menschenbildes (Frankfurt 1982), p. 69-90, believes that it was dedicated to New Dionysus – Marcus Antonius. Jobst, W.,"Zur Lokalisierung des Sebasteion-Augusteum in Ephesos", IstMitt 30 (1980), p. 248-259, states that it was the Sebasteion, while Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 4 claims that it consisted of a temple, dedicated by Augustus to the conventus civium Romanorum for Julius and Dea Roma in 29 BC. (Dion Cassius 51.20.6). Corinthian capitals found in the street north of the State Agora probably belonged to the temple. Andreae stated that the statue group of Odysseus and Polyphemus was originally placed on this temple, and was later reused in the Pollio Fountain. However this view has been rejected. Lenz, D., "Ein Gallier unter den Gefährten des Odysseus. Zur Polyphemgruppe aus dem Pollio-Nymphaeum in Ephesos", IstMitt 48 (1998), p. 237-248.
121. I.Ephesos III, no. 859 and 859Α· Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), p. 92-94, no. 2.
122. Fossel, E., "Zum sogenannten Odeion in Ephesos", in Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), p. 72-81· Meinel, R., Das Odeion, Untersuchungen an überdachten antiken Theatergebaüden (Frankfurt 1980), p. 117-133· Bier, L., "The Bouleuterion of Ephesos. Some observations for a new survey", in Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), p. 7-18 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 81-84. Alzinger’s view that there was a bouleuterion in this site seems not very convincing. See Alzinger, W., "Die Lokalisierung des hellenistischen Rathauses von Ephesos", in Bathron. Beiträge zur Architektur und verwandten Künsten für H. Drerup zu seinem 80. Geburtstag (Saarbrücken 1988), p. 21-29.
123. I.Ephesos III, no. 902. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), p. 55 ff.
124. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I 2001), p. 71.
125. This building has not been excavated. See Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 74. The complex has been renovated during the 5th cent. BC, with the addition of a room in its north part decorated with mosaics.
126. Sextilius Pollio: Knibbe, D. – Engelmann, H. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos XIΙ", ÖJh 62 (1993), p. 148 ff., no. 80. Basilica: Fossel-Peschl, E.A., Die Basilika am Staatsmarkt in Ephesos (Graz 1982) and Alzinger, W., "Frühformen der römischen Marktbasilika", Römische Historiche Mitteilungen 26 (1984), p. 31-41· Knibbe, D. – Büyükkolancı, M., "Zur Bauinschrift der Basilica auf dem sog. Staatsmarkt von Ephesos", ÖJh 59 (1989), p. 43-45 and Die Basilica am Staatsmarkt in Ephesos. Kleinfunde. Forschungen in Ephesos 9/2/2 (Wien 1991).
127. Weigand, E., "Propylon und Bogentor in der östlichen Reichskunst, ausgehend vom Mithridatestor in Ephesos", Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte 5 (1928), p. 71-114 and Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), p. 253-318. The Gate was restored between 1979 and 1988.
128. Hörmann, H., "Das Westtor der Agora in Ephesos", ÖJh 25 (1929), p. 22-53.
129. Stadium: Heberdey, R., "Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beiblαtt, p. 157-182· Karwiese, S., "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997), p. 19-21 and "Grabungen 1997", ÖJh 67 (1998), p. 21 ff. The building progamme of the Nero’s era were made by the freeman C. Stertinius Orpex: I.Ephesos II, no. 411, VI, no. 2113 and VII.2, no. 4123. At the site thousands Christians suffered martyrdom during the 3rd and 4th cen. BC. After Christianity’s domination, the arena’s marble architectural members were removed in order to be used in the construction of the churches and the Byzantine wall of Ayasoluk.
130. Lang, G.J., "Zur oberen Osthalle der Agora, der 'Neronischen Halle' in Ephesos", στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von H. Vetters (Wien 1985), p. 176-180.
131. I.Ephesos Ia, no. 20.
132. Τacitus, Annales 16.23.
133. Temple: Vetters, H., “Grabungen in Ephesos von 1960-1969 bzw. 1979. Domitianterrasse und Domitiangasse. Grabungen 1960-1961”, ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, p. 311-330 and Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 92-93. Statue: Meriç, R., “Rekonstruktionsversuch der Kolossalstatue des Domitian in Ephesos”, στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner II (Wien 1985), p. 239-241. On the identification of the statue with Domitian and not with Titus, see Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), p. 254. The room beneath the terrace of the Domitian temple (Cryptoporticus) is today used as epigraphic museum: Tek, F., “1969-1970 Yilli Domitianus Tapinağı Krıptoportık Kazısında Bulunan Kandıller”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972) p. 36-42· Türkoğlu, S. – Meriç, R., “Domitian Kriptoportiği Kazısı Ön Raporu”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), p. 5-11· Türkoğlu, S., “Domitianus Kriptoportik’i Kazisinda Bulunan Portreler (Les Fouilles du Crypto-Portique de Domitien)”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), p. 12-31.
134. Heberdey, R. – Niemann, G. – Wilberg, W., Das Theater in Ephesos. Forschungen in Ephesos 2 (Wien 1912), p. 174 ff., no. 61· Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), p. 149, no. 66 and 71.
135. Schneider, D., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, in Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz 1999), p. 120-122 and “Bauphasen der Arkadiane”, in Friesinger, H. – Krinzinger, F. (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 467-478.
136. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991).
137. Sherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 75 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 150.
138. Asklepieion: I.Ephesos IΙ, no. 105. at the head of the Mouseion: I.Ephesos IΙΙ, no. 719. Medical competitions in the Mouseion: I.Ephesos IV, no. 1162, VI, no. 2065 and 2304, VII.1, no. 3068 and 3239, and VII.2, no. 4101. Serapeion: Keil, J., “Das Serapeion von Ephesos”, in Halil Edhem Hatira Kitabi I (Ankara 1947), p. 181-192· Walters, J.C., “Egyptian Religions in Ephesos”, in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 281-309· Koester, H., “The cult of the Egyptian deities in Asia Minor”, in Koester, H. (ed.), Pergamon. Citadel of the Gods, Symposium held at the Harvard University, 1997 (Harvard Theological Studies 46, Harrisburg 1998), p. 111-135 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 148-150. Identification of Serapeion with the Mouseion: Scherrer, P., “The historical topography of Ephesos” in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth RI 2001), p. 75. Later the temple was turned into a church.
139. Thür, H., Das Hadrianstor in Ephesos (Forschungen in Ephesos, 11.1, Wien 1989): it was destroyed by an earthquake in the 4th century.
140. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrae?”, in Friesinger, H. – Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Fuhrer. 100 Jahre osterreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 443-448. Miltner, F., “Eine Reliefplatte vom Tempel Hadrians in Ephesos”, στο Festschrift zu Ehren Richard Heubergers (Innsbruck 1960), p. 93-98· Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, in Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), p. 269-278· Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, in Festschrift fur Fritz Eichler (Wien 1967), p. 23-71· Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), p. 238-258.
141. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 120.
142. Lang-Auinger, C. – Forstenpointner, G. – Lang, G. Et al. ., Hanghaus 1 in Ephesos. Der Baubefund (Forschungen in Ephesos 7.3, Wien 1996)· Krinzinger, F. – Schirmer, W. – Achleitner, F. et all., Ein Dach fur Ephesos. Der Schutzhaus fur das Hanghaus 2 (Wien 2000)· Lang, G., “Die Reconstruktion der domus im Hanghaus1”, Lang-Auinger, C., “Das spathellenistische Peristylhaus im Hanghaus 1 von Ephesos”, Parrish, D., “House (or Wohneinheit) 2 in Hanghaus 2 at Ephesos: A Few Issues of Interpretation”, Strocka, V.M., “Taberna H 2/45 und die Chronologie der Fresken von Hanhaus 2”, Wiplinger, G., “Neue Untersuchungen in Wohneinheit 1 und 2 des Hanghauses 2 in Ephesos”, in Friesinger, H. – Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Fuhrer. 100 Jahre osterreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 495-500, 501-505, 507-513, 515-519, 521-526. It has been assumed, that the House 1 and House 2 were used for mystic cults: Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Period to Late Antiquity”, in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 7.
143. Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993)· Knibbe, D. – Thur, H. et al., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995)· Knibbe, D., “Via Sacra Ephesiaca: New Aspects of the Cult of Artemis Ephesia”, in Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 141-156· Thur, H., Via sacra ephesiaca 3 (Wien 2000). Besides the East gymnasium and the Stoa, Damian built an Oikos (chamber) in Baths: I.Ephesos III, no. 672.
144. Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 15.
145. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), p. 104 and 113. It was earlier identified with Androclus’ Monument or the so –called Macellum.
Βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο |
1. Θέση
Η Έφεσος βρίσκεται κοντά στο Selçuk (Σελτζούκ) και το Kuşadası (Κουσάντασι), σε απόσταση 70 χλμ. νότια της Σμύρνης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Καΰστρου (Kuçuk Menderes). Κατοικήθηκε αδιάλειπτα έως τις ημέρες μας, αν και παρήκμασε μετά την αραβική κατάκτηση του 654/655. Οι ανασκαφές στην πόλη και το παρακείμενο Αρτεμίσιο ξεκίνησαν από το Βρετανό Wood το 1862 και συνεχίστηκαν από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, από το 1895 έως σήμερα.1 Ο αρχαιολογικός χώρος είναι ο πλέον πολυσύχναστος της Μικράς Ασίας, με περισσότερους από 2.500.000 επισκέπτες το χρόνο. Μεγάλο μέρος των μνημείων της πόλης έχει αναστηλωθεί αποτυπώνοντας κυρίως την όψη της ρωμαϊκής πόλης.
2. Ιστορία της Εφέσου
2.1. Προϊστορική περίοδος
Στην περιοχή της χώρας της Εφέσου έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική περίοδο, και κυρίως τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού (2000-1200 π.Χ.). Η Έφεσος ταυτίζεται με την πόλη Apasha, που συναντάται στα αρχεία των Χετταίων βασιλέων ως πρωτεύουσα του μικρασιατικού βασιλείου Arzawa, στα τέλη του 14ου αι. π.Χ.2 Η ακριβής θέση της δεν έχει εντοπιστεί: μια μυκηναϊκή ταφή του 14ου αι. π.Χ. ανασκάφηκε το 1962 στους πρόποδες του λόφου του Ayasuluk, ενώ πιο πρόσφατες έρευνες του Μουσείου του Selçuk στην ίδια θέση απέδωσαν κάποια χάλκινα ευρήματα της ίδιας περιόδου.3
2.2. Ίδρυση της πόλης και πρώιμη ιστορία της
Σύμφωνα με το μύθο, η Έφεσος ιδρύθηκε από τον Άνδροκλο, γιο του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου, επικεφαλής μεικτού πληθυσμού Αθηναίων, Σαμίων και Αιτωλών.4 Εκεί υπήρχε ήδη εγκατάσταση Λελέγων και Καρών ή Λυδών, οι οποίοι λάτρευαν τη Μητέρα των Θεών. Οι άποικοι εκδίωξαν τους αυτόχθονες από την άνω πόλη, αλλά δεν πείραξαν όσους ζούσαν γύρω από το ιερό. Ταύτισαν τη θεά των αυτοχθόνων με την Άρτεμη και ίδρυσαν την πρώτη οχυρή θέση, περίπου 1200 μ. (7 στάδια) από τη θέση του Αρτεμισίου.5 H παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της πόλης στο β΄ μισό του 11ου αι. π.Χ., όμως μια τόσο υψηλή χρονολογία δεν υποστηρίζεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.6
Ο Άνδροκλος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της πόλης. Ηγήθηκε των Ιώνων σε πόλεμο εναντίον των Καρών και των συμμάχων τους Σαμίων. Όταν οι Κάρες εκστράτευσαν εναντίον της Πριήνης, ο Άνδροκλος έσπευσε σε βοήθεια, αλλά, παρά τη νίκη, φονεύθηκε μαζί με πολλούς Εφεσίους.7 Οι επιζώντες Εφέσιοι επαναστάτησαν ενάντια στους γιους του Ανδρόκλου, με τη βοήθεια των Τηίων και των Καρηναίων, οι οποίοι έγιναν δεκτοί ως πολίτες, και έδωσαν το όνομά τους σε δύο φυλές.8
Η Έφεσος υπήρξε μέλος της Ιωνικής Δωδεκάπολης, που προέκυψε από την ένωση ιωνικών κρατών, τα οποία κατέστρεψαν την πόλη Μελίη και δημιούργησαν το Πανιώνιον. Παλιότερες απόψεις που θέλουν την Έφεσο έδρα μιας πρώιμης συνομοσπονδίας Ιώνων και το βασιλιά της Εφέσου βασιλιά όλων των Ιώνων στερούνται ιστορικής βάσης.9
2.3. Αρχαϊκή περίοδος
Γύρω στο 640 π.Χ., η Έφεσος και το ιερό της Άρτεμης υπέστησαν την επιδρομή των Κιμμερίων. Ο Πυθαγόρας έγινε τύραννος στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και ακολούθησε πολιτική κατά των αριστοκρατών. Τον διαδέχτηκε στην εξουσία μια οικογένεια που αποτελούσε κλάδο των Βασιλιδών και είχε δεσμούς με τους βασιλείς της Λυδίας (ο Μέλας ο Πρεσβύτερος ήταν γαμπρός του Γύγη (680-652 π.Χ.), ενώ ο εγγονός του Μίλητος είχε παντρευτεί την κόρη του Αρδύη (τέλη 7ου αι. π.Χ.). Ο Μέλας ο νεότερος πρέπει να διαδέχθηκε στην εξουσία τον Πυθαγόρα, ενώ ο γιος του, ο Πίνδαρος, ήταν τύραννος, όταν ο θείος του Κροίσος ανήλθε στο λυδικό θρόνο το 561/560 π.Χ. Στη διαμάχη για το λυδικό θρόνο, ο Πίνδαρος πήρε το μέρος του ετεροθαλούς αδελφού του Κροίσου, του Πανταλέοντος. Ο Κροίσος πολιόρκησε την πόλη, αλλά οι Εφέσιοι τη συνέδεσαν με ένα σχοινί με τον άβατο χώρο του Αρτεμισίου και γλίτωσαν. Τελικά ο Πίνδαρος εξορίστηκε και η Έφεσος συνήψε συνθήκη με τη Λυδία, ενώ η πόλη μετατοπίστηκε προς το Αρτεμίσιο. Την εξουσία ανέλαβε ως αισυμνήτης ο Πασικλής, τον οποίο όμως δολοφόνησε ο Μέλας Γ΄, γιος του Πινδάρου. Οι Εφέσιοι κάλεσαν τον Αθηναίο Αρίσταρχο, ο οποίος εγκαθίδρυσε δημοκρατικό πολίτευμα και διοίκησε την πόλη επί πέντε χρόνια. Μετά την περσική κατάκτηση (546 π.Χ.), επιβλήθηκαν τύραννοι προσκείμενοι στους Πέρσες, όπως ο Αθηναγόρας και ο Κώμας.10 Η πόλη συμμετείχε στις αρχικές επιχειρήσεις της Ιωνικής Επανάστασης (499-494 π.Χ.), αλλά σύντομα υποτάχθηκε.11 Το 492 π.Χ. υιοθέτησε αυστηρά δημοκρατικό καθεστώς.12
2.4. Κλασική περίοδος
Το 465 π.Χ. η Έφεσος προσχώρησε στη Συμμαχία της Δήλου.13 Αποστάτησε το 412 π.Χ.14 Το 409 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύλλος επιχείρησε να την καταλάβει, χωρίς επιτυχία,15 ενώ το 407 π.Χ. έφθασε στην πόλη ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος, ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.16 Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος ακολούθησε μια πολιτική προσεταιρισμού των αριστοκρατών της Μικράς Ασίας, δημιουργώντας εταιρείες (πολιτικές ενώσεις) που ήταν πλήρως αφοσιωμένες στο πρόσωπό του. Συντέλεσε επίσης στην αύξηση των εσόδων του λιμανιού της Εφέσου και στη γενικότερη ευημερία της πόλης.17 Επανήλθε το 405 π.Χ. και αναθέρμανε τον πόλεμο, του οποίου η έκβαση ήταν ως τότε ευνοϊκή για την Αθήνα.18 Η Έφεσος διατήρησε τη φιλοσπαρτιατική της στάση και κατά τη διάρκεια των πολέμων μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών (399-394 π.Χ.).19 Αποτέλεσε τη βάση των επιχειρήσεων των Σπαρτιατών στη Μικρά Ασία την περίοδο 392-388 π.Χ.20 Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (387 π.Χ.) επανήλθε στην περσική κυριαρχία. Περίπου το 370 π.Χ., η Έφεσος ελευθερώθηκε από έναν ηγέτη των δημοκρατικών, τον Ερόφυτο, αλλά καταλήφθηκε από το σατράπη της Λυδίας Αυτοφραδάτη.21
Το 336 π.Χ., όταν ο Παρμενίων εκστράτευσε στη Μικρά Ασία, η Έφεσος συνταράχθηκε από μια φιλομακεδονική δημοκρατική επανάσταση που ανέτρεψε τη φιλοπερσική ολιγαρχία. Όμως η επανάσταση απέτυχε και λίγο αργότερα οι ολιγαρχικοί υπό το Σύρφακα επανήλθαν στην εξουσία. Το καλοκαίρι του 334 π.Χ., μετά τη μάχη του Γρανικού, ο Αλέξανδρος εισήλθε στην Έφεσο. Η φρουρά των μισθοφόρων είχε προηγουμένως διαφύγει με δύο τριήρεις. Οι δημοκρατικοί οπαδοί των Μακεδόνων ξεκίνησαν σφαγές των ολιγαρχικών οπαδών του Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή των Περσών, του Μέμνονος. Ο Αλέξανδρος σταμάτησε την αιματοχυσία, επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα, χάρισε στην Άρτεμη το φόρο που πλήρωνε η πόλη στους Πέρσες, διακήρυξε το σεβασμό του στη μακραίωνη ιστορία των πόλεων και διέταξε την ανάκληση των εξορίστων. Αφού θυσίασε στην Άρτεμη, παρέλασε με το στρατό του σε παράταξη μάχης μέσα στην πόλη και αποχώρησε.22 Το 324 π.Χ. τον έλεγχο της Εφέσου είχε ο τύραννος Ηγησίας, όργανο της μακεδονικής πολιτικής, ο οποίος δολοφονήθηκε από τρία αδέλφια.23
2.5. Ελληνιστική περίοδος
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Έφεσος βρέθηκε για σύντομο διάστημα υπό τον έλεγχο του Περδίκκα, προτού την καταλάβει, μαζί με το σύνολο της Ιωνίας και της Λυδίας, ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος (321/320 π.Χ.). Με τη συνθήκη του Τριπαραδείσου (319 π.Χ.), η περιοχή βρέθηκε στα χέρια του σατράπη της Λυδίας Κλείτου (υπό τις διαταγές του Αντιπάτρου), ο οποίος εκδιώχθηκε τον επόμενο χρόνο από τον Αντίγονο, που κατέλαβε την Έφεσο μαζί με τα 600 τάλαντα του θησαυροφυλακίου της. Η πόλη έμεινε στα χέρια των Αντιγονιδών βασιλέων έως το 302 π.Χ., όταν ο υπασπιστής του Κασσάνδρου, ο Πρεπέλαος, την κατέλαβε πρόσκαιρα. Ο Δημήτριος όμως αντεπιτέθηκε το 302 π.Χ. και η πόλη παραδόθηκε αμέσως.24
Μετά τη μάχη της Ιψού (καλοκαίρι του 301 π.Χ.), ο Δημήτριος αναδιπλώθηκε στην Έφεσο.25 Η πόλη διεξήγαγε έναν τριετή αιματηρό πόλεμο με τον τύραννο της Πριήνης Ιέρωνα, έμπιστο του Λυσιμάχου, αλλά οδηγήθηκε σε χρεωκοπία.26 Το 294 π.Χ., η Έφεσος περιήλθε στην εξουσία του Λυσιμάχου.27 Αυτός αποφάσισε να δημιουργήσει μια μεγάλη πόλη κοντά στην παλιότερη, η οποία ονομάστηκε Αρσινόη, προς τιμήν της συζύγου του. Για το σκοπό αυτό συνενώθηκαν και οι κάτοικοι της Κολοφώνος, των Φυγέλων και της Λεβέδου. Παρά τον κατά διαταγήν χαρακτήρα της και την αντίδραση των κατοίκων των συνοικιζόμενων πόλεων, η μεταφορά είχε ευεργετική επίδραση για την ανάπτυξη της πόλης.28 Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου (281 π.Χ.), η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη. Σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα, μαζί με άλλες παράλιες μικρασιατικές θέσεις, πέρασε υπό τον έλεγχο των Λαγιδών.29 Το 261-260 π.Χ., εγκαταστάθηκε στην Έφεσο και τη Μίλητο ο ομώνυμος γιος και διάδοχος του Πτολεμαίου Β΄, αντιβασιλέας του στη Μικρά Ασία και συμβασιλέας από το 267 π.Χ. Με τη βοήθεια ενός Τιμάρχου, τυράννου της Μιλήτου, ο Πτολεμαίος επαναστάτησε ενάντια στον πατέρα του. Στην ίδια συγκυρία εντάσσεται μάλλον και η νίκη του ροδιακού στόλου επί των Πτολεμαίων στην Έφεσο. Η πόλη πέρασε υπό το σελευκιδικό έλεγχο και ήταν έδρα του Αντιόχου Β΄ στη Μικρά Ασία.30
Μετά το γάμο του Αντιόχου Β΄ με τη Βερενίκη, την κόρη του Πτολεμαίου Β΄ (252 π.Χ.), η προηγούμενη σύζυγος, η Λαοδίκη εγκαταστάθηκε στην Έφεσο. Λίγο αργότερα, το 246 π.Χ., πέθανε στην πόλη ο βασιλιάς (Αντίοχος Β΄), πιθανότατα δολοφονημένος.31 Ο θάνατός του οδήγησε σε δυναστική κρίση και στην εισβολή του Πτολεμαίου Γ΄ στη Μικρά Ασία. Η Έφεσος πέρασε εκ νέου στη λαγιδική εξουσία, όπου και παρέμεινε έως το 197 π.Χ.32
Το 197 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από τον Αντίοχο Γ΄ και αποτέλεσε τη σημαντικότερη βάση του στο Αιγαίο. Εκεί κατέφθασε ο Αννίβας (195 π.Χ.) πριν από τον επικείμενο αποτυχημένο πόλεμο του Αντιόχου με τους Ρωμαίους. Το 189 π.Χ., μετά την ήττα του στη μάχη της Μαγνησίας του Σιπύλου, ο Αντίοχος εκκένωσε τη Μικρά Ασία. Η Έφεσος και οι Τράλλεις δόθηκαν στον Ευμένη Β΄, πιστό σύμμαχο της Ρώμης.33 Η Έφεσος αναγορεύθηκε σε δεύτερη πόλη του βασιλείου, μετά την Πέργαμο.34
Ο Άτταλος Γ΄ κληροδότησε με τη διαθήκη του το βασίλειό του στο λαό των Ρωμαίων, ενώ η Έφεσος αφέθηκε ελεύθερη. Η επανάσταση του Αριστονίκου (133-129 π.Χ.) που ακολούθησε αποτέλεσε για την Έφεσο την ευκαιρία να δείξει τη σημασία της ως νέας συμμάχου της Ρώμης: παρά τις αρχικές ήττες των Ρωμαίων, ο στόλος της Εφέσου πέτυχε αποφασιστική νίκη σε βάρος του Αριστονίκου (131 π.Χ.) και τον ανάγκασε να εκκενώσει τα παράλια. Με το τέλος της εξέγερσης και τη δημιουργία της επαρχίας της Ασίας η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη, μαζί με τις περισσότερες σημαντικές ελληνικές πόλεις.35
2.6. Η Έφεσος υπό ρωμαϊκή διοίκηση
Η Έφεσος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην επαρχία κατά τη διάρκεια του Α΄ Μιθριδατικού πολέμου (90-86 π.Χ.). Η εισβολή του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ στην επαρχία της Ασίας ξεσήκωσε έναν άνευ προηγουμένου ενθουσιασμό, εκπηγάζοντα από το μίσος ενάντια στους Ρωμαίους. Οι Εφέσιοι πρωτοστάτησαν στις αντιρωμαϊκές εκδηλώσεις: πρώτοι αυτοί γκρέμισαν τα ρωμαϊκά αγάλματα στην πόλη τους και ασμένως συμμετείχαν στη σφαγή των 80.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών από την Ιταλία (88 π.Χ.), σύμφωνα με τη διαταγή που εξέδωσε ο ίδιος ο βασιλιάς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη.36 Ο Μιθριδάτης ανταπέδωσε αυξάνοντας την έκταση της επικράτειας της ασυλίας του Αρτεμισίου της Εφέσου. Η σκληρή όμως συμπεριφορά του βασιλιά του Πόντου απέναντι στους Χίους, τους οποίους εξόρισε στη Μαύρη Θάλασσα, και ο διορισμός ενός βίαιου στρατιωτικού διοικητή στην Έφεσο, του Φιλοποίμενος από τη Στρατονίκεια, πατέρα της τελευταίας συζύγου του, της Μονίμης, οδήγησαν την πόλη σε εξέγερση. Οι Εφέσιοι πολιόρκησαν την ποντιακή φρουρά, φυλάκισαν και εκτέλεσαν το διοικητή της Ζηνόβιο και κάλεσαν και τους υπόλοιπους Έλληνες να τους ακολουθήσουν στον «πόλεμο υπέρ της Ρώμης και της κοινής ελευθερίας».37 Η αλλαγή αυτή πάντως δεν έσωσε την πόλη από τις τρομερές επιπτώσεις του διακανονισμού του Σύλλα: ο Ρωμαίος στρατηγός συγκάλεσε συνέδριο στην Έφεσο όπου επέβαλε νέα διοργάνωση της επαρχίας. Η Έφεσος στερήθηκε την ελευθερία της (84 π.Χ.) και κλήθηκε, μαζί με όσες πόλεις δεν αντιστάθηκαν στο Μιθριδάτη, να πληρώσει υψηλές πολεμικές επανορθώσεις.38 Την ίδια περίπου περίοδο η Έφεσος έπεσε θύμα πειρατικών επιδρομών.39
Τουλάχιστον από το 75 π.Χ., η Έφεσος αποτέλεσε έδρα δικαστικής διοίκησης (conventus).40 Το 57 π.Χ. βρήκε άσυλο στην πόλη ο Πτολεμαίος ΙΒ΄, περιμένοντας βοήθεια από κάποιο Ρωμαίο στρατηγό που θα του έδινε πίσω το θρόνο τον οποίο του είχε στερήσει η εξέγερση του λαού της Αλεξάνδρειας.41
Η πόλη βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Το 49 π.Χ., ο πεθερός του Πομπήιου, ο Μέτελλος Σκιπίων, προσπάθησε να αρπάξει το θησαυρό του ιερού της Αρτέμιδος, αλλά απέτυχε. Κατάσχεσε πάντως τα χρήματα που διαχειρίζονταν οι δημοσιώνες της Εφέσου.42 Την επόμενη χρονιά (48 π.Χ.) αποβιβάστηκε εκεί ο Καίσαρας, δέχτηκε τους αντιπροσώπους των Ιώνων, των Αιολέων και των πόλεων της Ασίας και επιχείρησε την αναδιοργάνωση της επαρχίας, προτείνοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα, ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις πόλεις.43 Το 43 π.Χ., οι δολοφόνοι του Καίσαρα, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, εξανάγκασαν τις πόλεις της Ασίας να τους παραδώσουν φόρο 10 ετών.44 Το 41 π.Χ., ήταν η σειρά του Αντωνίου να εισέλθει στην πόλη ως Νέος Διόνυσος, κατά τη διάρκεια μιας βακχικής τελετής. Συγκέντρωσε τους Έλληνες στην πόλη και απαίτησε να του δώσουν φόρο 2 ετών. Ο Αντώνιος επέστρεψε, με την Κλεοπάτρα αυτή τη φορά, το 33 π.Χ.45
2.7. Η Έφεσος κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο
Υπό την ιουλιοκλαυδιανή και τη φλαβιανή δυναστεία, η Έφεσος αναδείχθηκε τρίτη σε σημασία πόλη στην αυτοκρατορία (μετά τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια).46 Αποτέλεσε από το 29 π.Χ. την έδρα του ανθυπάτου, διοικητή της επαρχίας της Ασίας, αντικαθιστώντας την Πέργαμο.47
Ο Αύγουστος, αν και ελάττωσε την επικράτεια της ασυλίας του ιερού της Αρτέμιδος και επέτρεψε και τη μεταφορά της ένωσης των Κουρητών από το Αρτεμίσιο στο Πρυτανείο στην άνω πόλη, αύξησε τις προσόδους του προσαρτώντας σε αυτό διάφορες γαίες στα ΒΑ της πόλης, στην κοιλάδα του Καΰστρου.48 Εγκαινιάστηκε έτσι μια μακρά περίοδος ειρήνης και ευημερίας, που διακόπηκε μόνο από τις καταστροφές που προήλθαν από σεισμούς, του 17 μ.Χ., κυρίως όμως του 23 και του 29.49
Σποραδικές είναι οι αναφορές στην πόλη κατά τη μακρά αυτή περίοδο ειρήνης των πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας: στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 ο Απολλώνιος ο Τυανεύς προέβλεψε, όντας στην Έφεσο, τη συνωμοσία που έθεσε τέλος στην αρχή του Δομιτιανού (81-96).50 Στο απόγειο της ακμής της, στις αρχές του 2ου αιώνα, η πόλη είχε 200.000 κατοίκους.51 Την εποχή αυτή αποκαλείται συχνά σε επιγραφές «πρώτη και μεγίστη μητρόπολις της Ασίας». Το 113/114 ο Τραϊανός και τα έτη 124 και 129/130 ο Αδριανός επισκέφθηκαν την πόλη. Ο αυτοκράτορας Λούκιος Βήρος (161-169) φιλοξενήθηκε από το Γάιο Βήδιο από το 162 έως το 164, καθοδόν προς τη χώρα των Πάρθων. Κατά την επιστροφή του (166-167) έγινε δεκτός από το σοφιστή Tίτο Φλάβιο Δαμιανό. Τα στρατεύματα όμως μετέδωσαν στους κατοίκους της πόλης θανατηφόρα επιδημία.52
Ο 3ος αιώνας αποτελεί περίοδο παρακμής: το τελικό πλήγμα στον πλούτο της πόλης ήταν ο καταστροφικός σεισμός του 262, τον οποίο ακολούθησε η επιδρομή των Γότθων, που λεηλάτησαν το Αρτεμίσιο.53 Παρά τις μεμονωμένες προσπάθειες αυτοκρατόρων όπως ο Διοκλητιανός (284-305), ο Κωνστάντιος Β΄ και ο Κώνστας, η πόλη ανέκαμψε μόλις στα τέλη του 4ου αιώνα, όταν ο Θεοδόσιος ο Μέγας ανέλαβε ευρύ πρόγραμμα ανοικοδόμησης.54
3. Θεσμοί
Το πρώιμο πολίτευμα της πόλης ήταν η βασιλεία.55 Μάλιστα αναφέρεται ότι η Έφεσος ήταν η έδρα του βασιλιά της Ιωνίας.56 Αργότερα, το γένος των Βασιλιδών, απογόνων του Ανδρόκλου, αναφέρεται ότι ασκούσε συνολικά την αρχή.57 Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, τα μέλη του διατηρούσαν μια σειρά τιμητικά προνόμια. Ύστερες πηγές όμως κάνουν λόγο για ένα «βασιλιά», τίτλο που κληρονόμησε και ο φιλόσοφος Ηράκλειτος, αλλά τον απαρνήθηκε προς όφελος του αδελφού του.58 Η «αρχή των Βασιλιδών» ήταν μια κληρονομική ολιγαρχία, ένα από τα μέλη της οποίας ασκούσε τα ετήσια καθήκοντα του βασιλιά.59 Ο βασιλιάς της Εφέσου αναφέρεται και σε επιγραφές της περιόδου του Αυγούστου, αλλά σίγουρα πρόκειται για κάποιον αξιωματούχο.60 Οι λεξικογραφικές πηγές διασώζουν δύο ακόμη τίτλους συνώνυμους του βασιλικού εσσήν και πάλμυς.61
Έπειτα από μακρά περίοδο αστάθειας η κατάσταση στην Έφεσο σταθεροποιήθηκε, χάρη στο δημοκρατικό πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε το 492 π.Χ. Ο επώνυμος άρχων ονομάστηκε πρύτανης. Η συνέλευση του λαού, μαρτυρείται κυρίως σε ψηφίσματα του 4ου αι. π.Χ. Η βουλή είχε προβουλευτικές εξουσίες. Άλλοι αξιωματούχοι ήταν οι πρόεδροι, επιφορτισμένοι με το καθήκον να κατανέμουν τους νέους πολίτες σε φυλές και χιλιαστύες, οι εσσήνες, οι αγωνοθέτες, οι νεωποίαι.62
Βάση του πολιτεύματος ήταν ο χωρισμός των κατοίκων της Εφέσου σε πέντε φυλές (Εφεσέων, Τηίων, Καρηναίων, Ευωνύμων, Βεμβιναίων), με υποδιαιρέσεις των πολιτών σε χιλιαστύες (χιλιάδες). Μαρτυρούνται περίπου 50 χιλιαστύες, που αναλογούν στις πέντε αρχικές φυλές και στις τρεις που δημιουργήθηκαν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (Σεβαστή, Αδριανή και Αντωνεινιανή).63
Στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, η Έφεσος έχει κυρίως αριστοκρατικό πολίτευμα. Στα σώματα της βουλής και της εκκλησίας του δήμου προστέθηκε η γερουσία, με θρησκευτικές κυρίως αρμοδιότητες, σχετιζόμενες ως επί το πλείστον με τα οικονομικά του Αρτεμισίου. Το σώμα είχε πάνω από 300 μέλη στις αρχές του 2ου αιώνα, στην πλειονότητά τους εύπορους πολίτες, που διακρίνονταν για τις ευεργεσίες τους προς την πόλη, ενώ την ίδια περίοδο ο αριθμός των βουλευτών έφθασε τους 450. Η βουλή και η εκκλησία του δήμου, παρότι κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στερούνταν ουσιαστικών αρμοδιοτήτων για τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, εντούτοις λαμβάνουν υπεύθυνες αποφάσεις σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα, όπως η διαχείριση των δημόσιων γαιών, η επιλογή των οικοδομήσιμων χώρων και η διατήρηση του συστήματος οδοποιίας και της προμήθειας σε νερό και σιτηρά.64 Ο θεσμός του πρύτανη έχασε τη σημασία του μετά το 17/18, όταν αποδόθηκε διά βίου σε έναν απελεύθερο του Αυγούστου.65
4. Οικονομία και νομισματική κυκλοφορία
Λόγω της ακτινοβολίας του Αρτεμισίου και των σχέσεων με το λυδικό βασίλειο και αργότερα με την αχαιμενιδική διοίκηση, η πόλη γνώρισε μεγάλη ευημερία. Είναι η πρώτη ελληνική πόλη που έκοψε νόμισμα, στατήρες από ήλεκτρο, στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Κατά τη διάρκεια του πρώιμου 6ου αι. π.Χ., ακολουθώντας πάντα το φοινικικό κανόνα, εκδόθηκε νόμισμα με την εικόνα της προτομής ενός ελαφιού στον εμπροσθότυπο και έκτυπο οπισθότυπο. Επί Κροίσου (561-546 π.Χ.) εγκαινιάστηκε η σειρά των αργυρών νομισμάτων (δραχμών και διδράχμων) στο φοινικικό κανόνα, με τη μέλισσα στον εμπροσθότυπο και το έκτυπο τετράγωνο στον οπισθότυπο, η κυκλοφορία της οποίας διήρκεσε έως την Ιωνική Επανάσταση (500-494 π.Χ.).
Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η ένταξή της στην Αθηναϊκή Συμμαχία την οδήγησε σε οικονομική παρακμή. Η πόλη μάλλον δεν έκοψε καθόλου νόμισμα. Κατά τη διάρκεια του Ιωνικού πολέμου, υιοθέτησε το ροδιακό σταθμητικό κανόνα (τετράδραχμο 11,7 γραμμ.) και έκοψε νόμισμα με τους παλιότερους τύπους, αλλά και την προσθήκη του ονόματος του υπευθύνου για τις κοπές αξιωματούχου.
Για τον 4ο αι. π.Χ. υπάρχουν λίγα στοιχεία που αφορούν την οικονομική ζωή της πόλης. Η άρνηση των Εφεσίων να δεχθούν από τον Αλέξανδρο να ανοικοδομήσει το Αρτεμίσιο μαρτυρά πίστη στην ευρωστία των οικονομικών της πόλης. Η Έφεσος είναι από τις λίγες πόλεις της Ασίας που διατηρεί αδιάλειπτη την ισχύ της νομισματοκοπίας της, με τη σειρά των αργυρών τετραδράχμων ροδιακού κανόνα, όπου παρουσιάζεται στον εμπροσθότυπο η μέλισσα με τα γράμματα ΕΦ και στον οπισθότυπο η προτομή ελαφιού που ξεπηδά από φοινικόδενδρο.
Στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, η πόλη υιοθέτησε και τους τύπους των ελληνιστικών βασιλέων, κόβοντας «Αλεξάνδρους» και νομίσματα στους τύπους του Δημητρίου του Πολιορκητή και αργότερα του Λυσιμάχου, υιοθετώντας πλέον τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Παρά τα διάφορα ευεργετήματα που δέχθηκε από τον Αντίγονο66 και το Δημήτριο, καταστράφηκε οικονομικά κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Πριήνη (300-297 π.Χ.).67 Η ανάκαμψη ήρθε με την επανίδρυσή της από το Λυσίμαχο. Παρά την πολιτική αστάθεια τον 3ο αι. π.Χ. και τη συνεχή εναλλαγή κατακτητών, αποτέλεσε σταθερά σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο αγαθών που διεκπεραιώνονταν από τη Συρία προς τη Δύση με καραβάνια. Για την προμήθεια σιτηρών εξαρτιόταν από τη Ρόδο, συμμετέχοντας έτσι σε ένα διεθνές δίκτυο ανταλλαγών.68 Αρχίζει να κόβει χάλκινα νομίσματα, με τους παραδοσιακούς τύπους και την προσθήκη της προτομής της Αρτέμιδος, κατά τα ελληνικά πρότυπα. Εξίσου σημαντική φαίνεται πως ήταν η δραστηριότητα των τραπεζιτών του ιερατείου του Αρτεμισίου της Εφέσου.69
Στο 2ο αι. π.Χ., όταν η Έφεσος ανήκε κατά κύριο λόγο στο περγαμηνό βασίλειο μετατράπηκε σε κύριο λιμάνι των Ατταλιδών, αντικαθιστώντας την Ελαία. Από το 188 π.Χ. περίπου, η Έφεσος αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα νομισματικά εργαστήρια για την παραγωγή κιστοφορικών νομισμάτων. Το γεγονός αυτό όμως δεν οδήγησε στην εγκατάλειψη του παλιότερου αργυρού νομίσματος, των δραχμών στον αττικό σταθμητικό κανόνα, που έκοβε η πόλη από το 202 π.Χ. περίπου (4 γραμμ.). Στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται η μέλισσα της Άρτεμης, πλαισιωμένη από μια σειρά στιγμές, και με την επιγραφή ΕΦ, ενώ στον οπισθότυπο απεικονίζεται το ελάφι μπροστά σε ένα φοινικόδενδρο. Το νόμισμα αυτό φαίνεται πώς έπαψε να εκδίδεται γύρω στο 170 π.Χ.70
Το 134/133 π.Χ. η Έφεσος, ως ελεύθερη πόλη, εγκαινίασε ένα κιστοφορικό νόμισμα όπου παρουσιάζεται μια νέα εποχή, που σημαδεύεται από την απόκτηση της ελευθερίας της πόλης. Το νόμισμα αυτό διήρκεσε έως το 49/48 π.Χ., όταν υιοθετήθηκε μια νέα εποχή, αυτή της νίκης του Καίσαρα επί του Πομπήιου.71 Από το 58 π.Χ. στα κιστοφορικά αυτά νομίσματα της πόλης εμφανίστηκαν τα ονόματα των ανθυπάτων της Ασίας.
Με την ίδρυση της επαρχίας της Ασίας, οι πρόσοδοι του ιερού της Αρτέμιδος προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Ρωμαίων φοροεισπρακτόρων (publicani), οι οποίοι διεκδίκησαν τα έσοδα από τις ιερές λίμνες που περιέβαλλαν τον Κάυστρο ποταμό. Η πόλη της Εφέσου έστειλε στη σύγκλητο, η οποία διαιτήτευσε της διαφοράς, τον περίφημο γεωγράφο Αρτεμίδωρο (104 π.Χ.), ο οποίος κατόρθωσε να διαφυλάξει την περιοχή για λογαριασμό του ιερού και των ιερέων της.72 Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκαν στην πόλη και οι πρώτοι Ρωμαίοι έμποροι, προερχόμενοι από τη Δήλο.73 Η Έφεσος τους χρόνους αυτούς ήταν το κυριότερο λιμάνι της Ασίας και ένας από τους σημαντικότερους τελωνειακούς σταθμούς. Εκεί συγκεντρώνονταν εμπορεύματα από και προς τη Μικρά Ασία και εκεί εγκαταστάθηκαν σημαντικοί εμπορικοί οίκοι.74 Η Έφεσος συνιστούσε σημαντική αγορά δούλων, ενώ στην επικράτειά της τοποθετείται και η ύπαρξη εργαστηρίων της Ανατολικής Sigillata B, ήδη από το 100 π.Χ., καθώς και λυχναριών.75 Ορισμένα από τα προϊόντα αυτά εξάγονται και στην Αλεξάνδρεια.76
Η περίοδος των Μιθριδατικών πολέμων σημαδεύτηκε από την έκδοση χρυσού νομίσματος με την προτομή της Αρτέμιδος στον εμπροσθότυπο και το λατρευτικό άγαλμα της θεάς στον οπισθότυπο, συνοδευόμενο από τα σύμβολα της πόλης (ελάφι και μέλισσα). Ο 1ος αι. π.Χ. ήταν ένα διάστημα ιδιαίτερων δυσκολιών για την πόλη, όχι μόνο λόγω των βαρύτατων αποζημιώσεων που κατέβαλλε στους Ρωμαίους, αλλά και λόγω της επαχθούς φορολογίας που επέβαλλαν οι λογής λογής Ρωμαίοι στρατηλάτες. Η επικράτηση του Αυγούστου και η ανάδειξη της Εφέσου σε πρωτεύουσα της Ασίας, το 29 π.Χ., υπήρξαν πολύ επωφελείς για την εξέλιξή της. Ο Αύγουστος επέτρεψε στην Έφεσο και στην Πέργαμο να προχωρήσουν στην κοπή χρυσών νομισμάτων, σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας της επαρχίας, που είχε καταστραφεί έπειτα από έναν αιώνα πολέμων και ταραχών. Η Έφεσος έκοψε επίσης κιστοφορικά νομίσματα, αλλά και χάλκινους σηστερτίους.77 Τα πρωιμότερα νομίσματα της σειράς φέρουν τα ονόματα των αξιωματούχων που επέβλεπαν το νομισματοκοπείο της πόλης (Γραμματεύς, Αρχιερεύς, Αρχιερεύς Γραμματεύς, Επίσκοπος).
Η πόλη είχε προχωρήσει στην αγοραπωλησία των θέσεων των ιερέων, από την οποία αντλούσε σημαντικά οικονομικά οφέλη, έως το 44, όταν η διαδικασία αυτή καταργήθηκε με διάταγμα του ανθυπάτου Paullus Fabius Persicus.78
Στο β΄ μισό του 1ου αιώνα, και κυρίως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δομιτιανού και του Τραϊανού, η Έφεσος έφθασε στη μέγιστη ανάπτυξή της. Οι εύποροι πολίτες συναγωνίζονταν σε ευεργεσίες, ενώ οι πιο ταλαντούχοι από αυτούς ανήλθαν στη συγκλητική τάξη.79 Πλούσιοι συγκλητικοί και Ρωμαίοι απόμαχοι αξιωματούχοι την επιλέγουν για κατοικία τους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα χάλκινα νομίσματα της πόλης δεν εμφανίζονται πλέον ονόματα αξιωματούχων, πλην των σποραδικών περιπτώσεων όπου αναγράφεται το όνομα του ανθυπάτου. Η πόλη έκοβε συστηματικά νομίσματα καθόλη τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας, μέχρι και την αρχή του Γαλλιηνού (262-269). Ακόμη, εμφανίστηκαν και τα κιστοφορικά νομίσματα των Φλαβίων αυτοκρατόρων (69-96), και ιδιαίτερα του Αδριανού, όπου πλέον δεσπόζει η μορφή του αγάλματος της Αρτέμιδος Εφεσίας και οι ναοί των δύο νεωκοριών. Μετά το 262, η πόλη σταμάτησε να κόβει νόμισμα.
Ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα, αρχίζει να γίνεται ορατή η ύπαρξη δυσκολιών στο οικονομικό επίπεδο: οι αγορανόμοι αποκτούν πλέον σημαντική εξουσία και κύρος στην πόλη, παινευόμενοι ότι ασκούν τίμια τα καθήκοντά τους.80 Η τιμή των σιτηρών αυξανόταν διαρκώς και σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ της βασιλείας του Τραϊανού (98-117) και του Καρακάλλα (211-217) χωρίς εμφανή λόγο.81 Αρκετοί πλούσιοι πολίτες υπερηφανεύονταν ότι πρόσφεραν στην πόλη σιτηρά που οι ίδιοι προμηθεύθηκαν από την Αίγυπτο.82 Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138), κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην πόλη, επέτρεψε στους Εφεσίους να προμηθεύονται αιγυπτιακά σιτηρά, τα οποία εκμεταλλευόταν μονοπωλιακά η ρωμαϊκή διοίκηση.83
5. Θρησκεία και λατρείες
Η θρησκευτική ζωή της Εφέσου κυριαρχείται από την παρουσία της Αρτέμιδος Εφεσίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι θεοί των Ιώνων λείπουν. Από τα πρωιμότερα ιερά που αναφέρονται είναι του Απόλλωνος Πυθίου, ενώ πιστοποιούνται επιγραφικά οι λατρείες του Δία και του Απόλλωνος Πατρώου, της Μητέρας των Θεών Κυβέλης Ορείης και του Διονύσου. Από τις γραπτές και τις επιγραφικές πηγές μαθαίνουμε επίσης για τη λατρεία της Δήμητρας (η οποία στη Ρωμαϊκή περίοδο έχει ελευσινιακό χαρακτήρα), της Αφροδίτης, του Ασκληπιού, του Ηφαίστου, της Εστίας και των θεοτήτων του πρυτανείου, της Λητώς, της Νέμεσης, του Ποσειδώνα, των Αιγύπτιων θεών (Σάραπις, Ίσις), καθώς και των θεοτήτων με έντονο τον ελληνιστικό χαρακτήρα (Τύχη). Σε αυτούς προστίθεται και η λατρεία των κατώτερων θεοτήτων και των ηρώων (Θεοί Πάντες, Κάβειροι, Ενέδρα, Γη Καρποφόρος, Εκάτη, Ηρακλής, Θεός Ύψιστος, Πάνας, Πλούτος, Ομόνοια, όρος Πίον και ποταμοί Κάυστρος, Μνασέας και Κλασέας).84 Σημαντική παράμετρο στη θρησκευτική ζωή της πόλης αποτελεί και η συμμετοχή στις θρησκευτικές εκδηλώσεις της Δωδεκάπολης των Ιώνων, οι οποίες μάλιστα κατά τον 5ο αι. π.Χ. τελούνταν στην περιφέρεια της πόλης.85
Κεφαλαιώδης για τη θρησκευτική ζωή της πόλης υπήρξε η αυτοκρατορική λατρεία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.86 Στην προϊστορία του θεσμού αναφέρεται η πιθανή εγκαθίδρυση του Φιλίππου Β΄ ως συννάου της Άρτεμης (336 π.Χ.), οι τιμές στους ελληνιστικούς ηγεμόνες, η λατρεία προς τον Publius Servilius Isauricus, ανθύπατο της επαρχίας κατά το 46-44 π.Χ., ο οποίος εκτιμήθηκε πολύ για την επιείκιά του (clementia),87 καθώς και οι τιμές προς τον Ιούλιο Καίσαρα. Η πόλη απόκτησε ναό της Ρώμης και του Ιουλίου Καίσαρα το 6/5 π.Χ., κατόπιν αδείας από τον Αύγουστο. Αργότερα, σε ανταπόδοση της βοήθειας που πρόσφερε ο Τιβέριος στις πόλεις της Ασίας μετά το σεισμό του 17 μ.Χ., η Έφεσος ζήτησε την άδεια να ιδρύσει ναό του αυτοκράτορα στην πόλη, πρόταση που απορρίφθηκε, επειδή η κύρια θεότητα της Εφέσου ήταν η Άρτεμη.88 Ήδη από την εποχή του Νέρωνα η πόλη αποκαλείται νεωκόρος της Άρτεμης. Η πολυπόθητη νεωκορία, με τα προνόμια που επέφερε, ήρθε τελικά επί Δομιτιανού. Η δεύτερη νεωκορία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Αδριανού (129). Οι επιγραφές ΝΕΩΚΟΡΩΝ και ΔΙΣ ΝΕΩΚΟΡΩΝ ΑΣΙΑΣ εμφανίζονται σε νομίσματα των αρχών του 2ου αιώνα. Αργότερα υπάρχουν μαρτυρίες για μια τρίτη νεωκορία, επί Καρακάλλα (211-218), η οποία, όμως, αποδόθηκε ως τιμή από τον αυτοκράτορα στην Άρτεμη, και για μια τέταρτη νεωκορία (σε νομίσματα της εποχής του Ηλιογαβάλου), που ενδεχομένως αναφέρεται στη νεωκορία της Άρτεμης.
Διαπιστώνεται από πολύ νωρίς η παρουσία χριστιανών στην πόλη. Ο Απόστολος Παύλος διέμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (53-55). Η διδασκαλία του οδήγησε σε εξέγερση των χρυσοχόων, με επικεφαλής κάποιο Δημήτριο, επειδή ο Παύλος ισχυρίστηκε ότι οι θεοί που φτιάχτηκαν από ανθρώπινα χέρια, δηλαδή τα είδωλα, ήταν ψεύτικοι θεοί, μια ευθεία απειλή κατά της Αρτέμιδος της Εφέσου. Οι εξεγερθέντες συγκεντρώθηκαν στο θέατρο, όπου μάταια ο εκπρόσωπος των Εβραίων της πόλης, ο Αλέξανδρος, προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από τη διδασκαλία του Παύλου. Μπροστά στον κίνδυνο σφαγής των Εβραίων της πόλης, αλλά και των συντρόφων του Παύλου, οι Αρχές ηρέμησαν τα πλήθη και εκτόνωσαν την κατάσταση.89 Υπήρχαν διάφορες ομάδες χριστιανών, που δεν είχαν ιδιαίτερα αγαστές σχέσεις μεταξύ τους.
Στην απόκρυφη χριστιανική λογοτεχνία αναφέρεται ότι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής έμεινε στην Έφεσο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μαζί του λέγεται ότι ήρθε και η Παναγία. Ένας δεύτερος Ιωάννης, ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, έδρασε στην πόλη στα τέλη του 1ου αιώνα και λέγεται ότι εκεί συνέγραψε την Αποκάλυψη.90 Την ίδια περίοδο, ο Ιγνάτιος της Αντιοχείας αναφέρεται σε επιστολή του επί μακρόν στην Εκκλησία της Εφέσου και τον επίσκοπό της Ονήσιμο. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη, παρά τους διωγμούς και τα μαρτύρια των χριστιανών στο ειδικά διαμορφωμένο στάδιο. Ο σεισμός του 262 και η καταστροφή του Αρτεμισίου υπήρξε σημάδι για την αδυναμία της θεάς. Στον 4ο αιώνα, ο Δημέας υπερηφανεύεται ότι έδιωξε την εικόνα της δαιμονικής Αρτέμιδος από τη θέση που κατείχε στην πύλη του Αδριανού και την αντικατέστησε με το χριστιανικό σταυρό.91
6. Τοπογραφία
6.1. Η Έφεσος της Γεωμετρικής και της Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου
Η Έφεσος ιδρύθηκε στις εκβολές του Δέλτα του Καΰστρου.92 Στις αρχές της 1ης χιλιετίας, η επιφάνεια της θάλασσας ήταν περίπου 2 μ. κάτω από τη σημερινή, ενώ η εκβολή του Καΰστρου βρισκόταν σε απόσταση περίπου 10 χλμ. από τη σημερινή ακτή και 3,5 χλμ. Β-ΒΑ του λόφου Ayasoluk.93 Η αρχαιότερη εγκατάσταση ονομαζόταν Κόρησσος.94 Η θέση έχει ταυτιστεί από παλιά με τον όρμο που σχηματίζεται ανατολικά του ακρωτηρίου Τραχεία.95 Εκεί έχουν βρεθεί διάσπαρτα όστρακα αρχαϊκών αγγείων,96 ενώ σώζεται και ένα τμήμα της οχύρωσης, που ενδέχεται να ανάγεται στα Αρχαϊκά χρόνια.97 Διατηρούνται ακόμη οι θεμελιώσεις οικιών. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο τμήμα της αρχαϊκής και κλασικής πόλης βρισκόταν πάνω σε λόφο: οι περισσότεροι μελετητές ταυτίζουν το λόφο αυτό με το όρος Πίον (Panayır Dağ), όπου εντοπίζεται η λεγόμενη ιωνική ακρόπολη.98
Το ακρωτήριο Τραχεία ταυτίζεται με τη στενή χερσόνησο που ορίζει προς βορρά τον κόλπο στον οποίο δεσπόζει το όρος Πίον, μπροστά από το ρωμαϊκό θέατρο. Τη συνοικία της Σμύρνης ο Στράβων την τοποθετεί μεταξύ του ακρωτηρίου της Τραχείας και της λεγόμενης Λεπρής Ακτής, στους πρόποδες του όρους Πρέον (Bülbül Dağ). Στο σημείο εκείνο, κάτω από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Αγορά, ανασκάφηκε ένας οικισμός, του οποίου η πρώιμη φάση ανάγεται στον 8ο αι. π.Χ. Το όνομα του προαστίου έδωσε λαβή για αστήρικτες υποθέσεις κατά την Αρχαιότητα, αλλά πιθανότερη είναι η άποψη του Langmann, σύμφωνα με την οποία εκεί κατοικούσαν έμποροι και μέτοικοι από τη Σμύρνη.99 Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, αν και παρέμειναν εκεί κάποιες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Μια τρίτη πρώιμη θέση εντοπίστηκε στους πρόποδες του όρου Πρέον, στα νότια της Ρωμαϊκής Αγοράς, ενώ ταφές της Ύστερης Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου ανακαλύφθηκαν στη συνοικία της Εμβόλου.100
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κροίσος επιχείρησε να μετατοπίσει την πόλη προς το Αρτεμίσιο της Εφέσου και προς τον αρχαίο καρικό-λυδικό οικισμό. Φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα απλώς επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό ο οικιστικός ιστός προς το Αρτεμίσιο.101 Ένα τμήμα του νέου οικισμού έχει εντοπιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1920 από τον J. Keil, όπου βρέθηκαν ερείπια και ίχνη οικιών του 5ου αι. π.Χ.102 Το νεκροταφείο της πόλης του Κροίσου ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη ΝΑ κλιτύ του Ayasoluk: οι σαρκοφάγοι και οι ταφές του 5ου αι. π.Χ. βρίσκονται ακριβώς επάνω στις καρικού τύπου ταφές του 8ου αι. π.Χ., χωρίς όμως ίχνη ενδιάμεσης χρήσης.103
Τίποτε δεν είναι γνωστό για τα γυμνάσια, τους ναούς και το θέατρο της Κλασικής περιόδου, πέρα από διάσπαρτες αναφορές σε ιστορικές πηγές και από επιγραφικές μαρτυρίες. Σημαντικό στοιχείο πάντως για τις πρώιμες λατρείες στην πόλη είναι το ιερό με τις επιγραφές στο βράχο, στην ανατολική κλιτύ του όρους Πίον, αφιερωμένο στο Δία Πατρώο και τον Απόλλωνα Πατρώο, καθώς και τη Μητέρα Ορείη.104
6.2. Η πόλη του Λυσιμάχου
Οι αποθέσεις λάσπης που κατέβαζε ο Κάυστρος και οι μικρότεροι ποταμοί της περιοχής (ο Σελινούς και ο Μάρνας) οδήγησαν στην αχρήστευση του λιμανιού της αρχαϊκής και κλασικής πόλης, ενώ η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απειλούσε την πόλη με πλημμύρα. Ο Λυσίμαχος έχτισε τη νέα πόλη κοντά στην ακτή που περιβάλλει τις πλαγιές των ορέων Πρέον και Πίον.105 Την περιέβαλε με επιβλητικά τείχη, μήκους 9 χλμ., περίφημα ήδη κατά την Αρχαιότητα, τα οποία σώζονται σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση στο όρος Πρέον και αποτελούν το πλέον αξιόλογο δείγμα αμυντικής αρχιτεκτονικής στην ελληνιστική Μικρά Ασία.106 Από τις πύλες της πόλης σπουδαιότερες ήταν δύο, γνωστές από άφθονες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες. Η κυριότερη, η λεγόμενη Πύλη της Μαγνησίας, έχει ταυτιστεί ήδη από το 1863. Η ελληνιστική πύλη είχε έναν τετράπλευρο πύργο σε κάθε πλευρά και μία αυλή, πίσω από την οποία ανοιγόταν η είσοδος στην πόλη. Η κατασκευή πάντως της υπάρχουσας δομής ανάγεται στην εποχή του Αυγούστου.107
Η πορεία του τείχους στο όρος Πίον δεν έχει ακόμη καθοριστεί με ακρίβεια. Φαίνεται πως ταυτιζόταν εν μέρει με την πορεία του βυζαντινού τείχους, περνώντας στα νότια του ρωμαϊκού θεάτρου ή κάτω από το κοίλο. Στο σημείο εκείνο θα πρέπει να βρισκόταν και η Πύλη της Κορησσού.108 Στο βόρειο σημείο του όρους Πίον, πάνω από το λιμάνι της Κορησσού, έχουν βρεθεί τα ίχνη της ισχυρής οχύρωσης της Ελληνιστικής περιόδου. Σώζονται μόνο οι λαξεύσεις της θεμελίωσης στο βράχο, καθώς οι λίθοι του τείχους αυτού χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση του υστερορωμαϊκού τείχους. Υπήρχε ένα ισχυρό οχυρό στην κορυφή του όρους, ενώ στην ανατολική κλιτύ η οχύρωση ενωνόταν με την οχύρωση της κυρίως πόλης.109
Το λιμάνι της ελληνιστικής πόλης δεν έχει ακόμη εντοπιστεί με ακρίβεια. Θεωρείται πιθανότερη η εκδοχή να βρισκόταν μπροστά ακριβώς στον κύριο αστικό ιστό της πόλης, κατά μήκος της κλιτύος του όρους Πρέον. Ενδεχομένως να υπήρχε και ένα δεύτερο, πολεμικό, λιμάνι στα νότια του ακρωτηρίου Τραχεία.110 Στην ίδια περιοχή, στα δυτικά του λόφου σώζονται τα ίχνη μιας οχύρωσης των Eλληνιστικών χρόνων, καθώς και ένας μικρός περίπτερος ναός (διαστάσεων 22,05 x 14,7 μ.) στο στυλοβάτη και σηκό μήκους 10,3 μ.), δίπλα σε ένα πηγάδι που ταυτίζεται με τη θέση Υπέλαιον, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ο Άνδροκλος σκότωσε έναν αγριόχοιρο.111
Η πόλη οικοδομήθηκε με βάση το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Λίγα μνημεία είναι σήμερα ορατά και σε γενικές γραμμές η εικόνα που έχουμε δεν είναι πλήρης. Σώζονται τα ερείπια μιας μικρού σχετικά μεγέθους Αγοράς στην περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε η Κάτω Αγορά, η ονομαζόμενη Τετράγωνος Αγορά, και συγκεκριμένα το δυτικό της τμήμα. Κάλυπτε το μισό περίπου της ρωμαϊκής Κάτω Αγοράς, ήταν περίπου τετράγωνη στην κάτοψη και είχε διαστάσεις 100-110μ. Για την κατασκευή της ελληνιστικής Αγοράς ισοπεδώθηκε αρχικά η συνοικία της Σμύρνης. Τα κτήρια περιλάμβαναν μια ελλιπώς διατηρημένη αποθήκη με δύο σειρές από 7 ή 9 τετράγωνα δωμάτια, με τα ανατολικά να βλέπουν την Αγορά και τα δυτικά μια οδό. Οι διαστάσεις του κτηρίου ήταν 43,4 μήκος x 11,5 μ. πλάτος.112 Αργότερα, το κτήριο άλλαξε όψη, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στην ανατολική πλευρά (με βάθος ίσο με το βάθος ενός δωματίου, δηλαδή 4,6 μ. περίπου), ενώ ο βόρειος και ο νότιος τοίχος επεκτάθηκαν. Τέλος, περαιτέρω τροποποιήσεις επήλθαν στο κτήριο, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στη βόρεια πλευρά, ενώ περίπου το 100 π.Χ. όλη η πλατεία της Αγοράς πλαισιώθηκε από στοές, αποκτώντας την τυπική όψη των ελληνιστικών αγορών της Μικράς Ασίας. Στο σημείο όπου βρίσκεται η δυτική πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, ανασκάφηκαν τα ίχνη πύλης που ίσως να ταυτίζεται με την αρχική, πρώιμη ελληνιστική πύλη της Κορησσού.113 Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν δύο κρηναία οικοδομήματα της Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και οικίες του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ.114
Υπήρχε και δεύτερη αγορά, η οποία μάλλον εξυπηρετούσε διοικητικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Αν και δεν έχει εντοπιστεί με ακρίβεια, μαρτυράται σε μια επιγραφή της περιόδου του Λυσιμάχου και θα πρέπει να αναζητηθεί δυτικά της Τετραγώνου Αγοράς.115
Μπροστά από τις οικίες της Εμβόλου και λίγο πιο χαμηλά από τη λεγόμενη στοά του Αλυτάρχου (5ος αι. μ.Χ.) διακρίνονται τα ερείπια ενός οκταγωνικού ταφικού μνημείου, ενδεχομένως της Αρσινόης, της δολοφονημένης αδελφής της Κλεοπάτρας (41 π.Χ.), το οποίο ήταν απομίμηση του φάρου της Αλεξάνδρειας. Πολυγωνικό στην κάτοψη με κορινθιακούς κίονες και πλούσια διακοσμημένο επιστύλιο, το κτήριο στήριζε οκταγωνική πυραμίδα, που επιστεφόταν από σφαίρα.116 Ακριβώς δίπλα βρέθηκε το Ηρώο του Ανδρόκλου. Τέλος, ένα μνημείο του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ., στην άκρη της Ιεράς Οδού, ήταν αφιερωμένο σε έναν εγγονό του Σύλλα, το Γ. Μέμμιο.
Στο σημείο όπου χτίστηκε η Βασιλική Στοά της περιόδου του Αυγούστου, ανακαλύφθηκε μικρότερη ελληνιστική στοά και πιθανότατα τα ίχνη ενός ελληνιστικού σταδίου.117 Στα μνημεία της Ελληνιστικής περιόδου συγκαταλέγεται και η αρχική μορφή του θεάτρου στους πρόποδες του όρους Πίον, το οποίο θα πρέπει να χρονολογηθεί μάλλον στον 1ο αι. π.Χ., παράλληλα με την παρακείμενη μνημειακή κρήνη.118
6.3. Η πόλη του Αυγούστου
Ο πολεοδομικός ιστός της ρωμαϊκής πόλης και ο αρχαιολογικός χώρος διακρίνονται σε δύο τμήματα: στην άνω πόλη, κατά μήκος του Panayir Dağ, όπου βρίσκονταν τα κυριότερα δημόσια μνημεία, και η οποία ονομαζόταν Κορησσός κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο,119 και στην κάτω πόλη μπροστά στο λιμάνι. Η ανοικοδόμηση της πόλης ως ενός ιδιαίτερου εμπορικού, θρησκευτικού, διοικητικού και πολιτισμικού κέντρου επικεντρώθηκε στο μικρό υψίπεδο μεταξύ και των ορέων Πίον και Πρέον, όπου χτίστηκε η λεγόμενη Δημόσια Αγορά, ένα μεγάλο πλακοστρωμένο ορθογώνιο διαστάσεων 160 x 58 μ. Η πλατεία ενδεχομένως να προϋπήρχε. Στο δυτικό τμήμα της είχε αναγερθεί ένας πρόστυλος ναός του 1ου αι. π.Χ., που εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής του δεν έχει ταυτιστεί με ασφάλεια.120
Στον άξονα με το ναό αυτό χτίστηκε το πολυτελέστατο Πρυτανείο, προφανώς υπό την επίβλεψη του απελεύθερου του αυτοκράτορα Ιουλίου Νικηφόρου, ο οποίος εξελέγη διά βίου πρύτανης της Εφέσου, το 18 π.Χ.121 Δίπλα στο Πρυτανείο βρίσκεται το Βουλευτήριο ή Ωδείο, το οποίο στη μορφή που έχει αποκατασταθεί σήμερα ανήκει κυρίως στην περίοδο της βασιλείας του Λεύκιου Βήρου (160-169). Είναι ένας ευρύχωρος αμφιθεατρικός χώρος, στηριγμένος στο πρανές του λόφου Panayir Dağ. Η χωρητικότητά του έχει υπολογιστεί σε 1.500 άτομα. Χρονολογείται γύρω στο 150 μ.Χ. και αποδίδεται στον Παύλο Βήδιο Αντώνιο και στη σύζυγό του Φλαβία Παπιανή.122
Δυτικά του Βουλευτηρίου ή Ωδείου υπήρχε ένα τέμενος του Αυγούστου και της Αρτέμιδος, που περιβαλόταν από κιονοστοιχία ιωνικού ρυθμού στις τρεις πλευρές του και περιέκλειε ένα υψηλό βάθρο πλάτους 15 μ., στο οποίο εδραζόταν βωμός ή μικρός ναός ρωμαϊκού τύπου. Το κτήριο υπήρχε ήδη το 25 π.Χ., όταν ο Απολλώνιος Πασσάλας αφιέρωσε ένα άγαλμα του Αυγούστου.123 Στην ίδια περιοχή ενδέχεται να τοποθετείται και το ελληνιστικό ή πρώιμο ρωμαϊκό γυμνάσιο στο οποίο ο πατέρας του Απολλωνίου, ο Ηρακλείδης, με την ιδιότητα του νεάρχου, μαζί με τους νέους έκανε μια αφιέρωση στον Αύγουστο, τον κτίστη της πόλης.124 Στην ανατολική πλευρά της Αγοράς, στηριγμένο στο λόφο του Panayir Dağ, βρίσκεται ένα μεγάλο συγκρότημα ρωμαϊκών λουτρών, που παλιότερα πιστευόταν ότι είναι τα λουτρά του Βαρίου και χρονολογείται στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.125
Στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, μπροστά από το ναό και το τέμενος, βρίσκεται η Βασιλική Στοά, μια μεγάλη τρίκλιτη διώροφη στοά με ιωνικές κιονοστοιχίες, δύο εσωτερικές και μία εξωτερική. Πρόκειται για ένα από τα εντυπωσιακότερα κτήρια της Εφέσου, το οποίο αφιέρωσε ο C. Sextilius Pollio και η οικογένειά του το 11 μ.Χ.126
Ο κύριος άξονας της πόλης, που προφανώς ήταν σε ισχύ ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, η λεγόμενη Πλατεία, ξεκινούσε στην Πύλη της Μαγνησίας, περνούσε νότια και δυτικά από τη δημόσια Αγορά και κατόπιν κατέβαινε στην κοιλάδα μεταξύ των ορέων Πίον και Πρέον, για να καταλήξει στην Τετράγωνο Αγορά.
Η Τετράγωνος Αγορά της Εφέσου χρονολογείται επίσης στην περίοδο της επανίδρυσης της πόλης από τον Αύγουστο και διαδέχεται την αντίστοιχη Διοικητική Αγορά της ελληνιστικής Εφέσου. Βρισκόταν κοντά στο λιμάνι και αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της πόλης. Είναι ένα τετράγωνο με πλευρά 111 μ., που περιβάλλεται από στοές, πίσω από τις οποίες βρίσκονταν καταστήματα και εργαστήρια. Το συνολικό μήκος κάθε πλευράς είναι 149,5 μ. Η Αγορά προσεγγίζεται μέσω της πύλης που αφιέρωσαν δύο πλούσιοι απελεύθεροι του Αυγούστου, ο Μαζαίος και ο Μιθριδάτης, το 4 ή 3 π.Χ., η οποία κατά την Αρχαιότητα ονομαζόταν Τρίοδος. Πρόκειται για μια αψίδα με τρεις εισόδους, στηριζόμενη σε ισχυρούς πεσσούς και πλούσια αρχιτεκτονική διακόσμηση στην αψίδα και το επιστύλιο. Ήταν αφιερωμένη στον αυτοκράτορα, τη γυναίκα του Λιβία, την κόρη του Ιουλία και το γαμπρό του Αγρίππα.127 Εκτός από την πύλη αυτή, στην Αγορά υπήρχαν δύο ακόμη είσοδοι, μία μνημειακή πύλη με πρόπυλο στη δυτική πλευρά, όπου κατέληγε η Δυτική Οδός (διαστάσεις 160 x 24 μ.), η οποία πλαισιωνόταν από δωρική κιονοστοιχία και μια αρκετά απλούστερη στη βόρεια πλευρά.128
Ο κύριος οδικός άξονας στο σημείο της Τριόδου διχαζόταν: ο ένας δρόμος οδηγούσε στο λιμάνι και στην Πυγέλα, ενώ ο άλλος κατέληγε, ακολουθώντας παραθαλάσσια διαδρομή, στην Κορησσό. Το Στάδιο, το οποίο ήταν χτισμένο εν μέρει στους πρόποδες του όρους Πίον, θεωρείται συνήθως ότι αντικαθιστά κτίσμα της εποχής του Λυσιμάχου, αν και οι πρόσφατες έρευνες δεν απέδωσαν στοιχεία της Ελληνιστικής περιόδου. Στη μορφή που σώζεται ανάγεται στην περίοδο του Νέρωνα (54-68). Έχει διαστάσεις 230 x 30 μ. Στα ανατολικά ο στίβος είναι στενότερος, ένδειξη που θεωρείται ότι πιστοποιεί την ύπαρξη αρένας για βίαια θεάματα, κυρίως αγώνες μονομάχων και άγριων θηρίων. Σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση: από τις κερκίδες διατηρούνται μόνο οι απολήξεις των υπόγειων περασμάτων στις άκρες του πετάλου.129
Η πόλη του Αυγούστου, και ιδιαίτερα τα μνημεία στις δύο Αγορές, για τα οποία έχουμε στοιχεία, καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια των σεισμών του 23 μ.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας έως τη βασιλεία του Δομιτιανού εξαντλήθηκε σε εργασίες ανακατασκευής. Την εποχή του Νέρωνα αφιερώθηκε το Στάδιο, ενώ επιγραφές της περιόδου βρίσκονται στην Τετράγωνο Αγορά. Το σημαντικότερο πάντως μνημείο της περιόδου είναι η μεγάλη δίκλιτη βασιλική που πλαισίωνε την ανατολική πλευρά της Τετραγώνου Αγοράς. Σύμφωνα με τις επιγραφές, ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα Εφεσία, το Νέρωνα, τη μητέρα του Αγριππίνα και τους πολίτες της Εφέσου.130 Μεταξύ 54 και 59 χτίστηκε στην περιοχή του λιμανιού ένα μεγάλο κτήριο για την εξυπηρέτηση των αλιέων της πόλης.131 Την ίδια περίοδο έγιναν εργασίες στο λιμάνι της πόλης από τον ανθύπατο Barea Soranus επί Νέρωνα, για τις οποίες αργότερα κατηγορήθηκε ότι αποσκοπούσαν στην αύξηση της δημοτικότητάς τους στην Ασία, με σκοπό να επαναστατήσει.132 Τέλος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βεσπασιανού (69-79), η Πύλη της Μαγνησίας ξαναχτίστηκε και απόκτησε τρεις μνημειακές εισόδους που επιστέφονται με αψίδες.
6.4. Η περίοδος της μέγιστης ακμής και της παρακμής: Από το Δομιτιανό στις γοτθικές επιδρομές
Η Έφεσος εξήλθε από την περίοδο της στασιμότητας, που ακολούθησε τις καταστροφές του 23 μ.Χ., όταν επιλέχθηκε ως νεωκόρος πόλη, προκειμένου να στεγάσει το ναό του αυτοκράτορα Δομιτιανού, το 88-89. Ο ναός των Αυτοκρατόρων οικοδομήθηκε στα δυτικά της Αγοράς, στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας διαστάσεων 50 x 100 μ. περίπου, η οποία στηριζόταν σε ένα σύστημα θόλων. Πρόκειται για ένα μικρό πρόστυλο ναό με 4 κίονες και πτερό 8 κιόνων στις στενές και 13 κίονες στις μακριές πλευρές. Ο στυλοβάτης πατά πάνω σε υψηλό κρηπίδωμα 8 βαθμίδων, διαστάσεων 24 x 37 μ., ενώ οι διαστάσεις του σηκού ήταν μόλις 9 x 17 μ. Το λατρευτικό άγαλμα του αυτοκράτορα, που απεικονίζεται καθιστός, είναι κολοσσιαίων διαστάσεων: είχε ύψος 5 μ. Σώζονται σήμερα μόνο η κεφαλή και το ένα χέρι. Μπροστά στο λατρευτικό άγαλμα υπήρχε ένας βωμός διακοσμημένος με ανάγλυφα. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, οι Εφέσιοι αφιέρωσαν το ναό στη μνήμη του πατέρα του Δομιτιανού, του Βεσπασιανού. Μπροστά του υπάρχει ένα υψηλό παραπέτο αποτελούμενο από δύο ημικίονες και κόγχες όπου βρίσκονται δύο αγάλματα.133 Απέναντι από την πλατεία του ναού, χτίστηκε από το C. Laecanius Bassus ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό μνημείο, το Υδρεκδοχείο.
Προκειμένου να στεγαστούν οι Αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα, ισοπεδώθηκε η περιοχή των ελών δυτικά του Γυμνασίου του Σταδίου και δημιουργήθηκε μια μεγάλη πλατεία διαστάσεων 220 x 200 μ., οι Ξυστοί, όπου διεξάγονταν τα αθλήματα. Την πλατεία περιέβαλλαν στοές. Δυτικά από αυτή την περιοχή κατασκευάστηκε το Γυμνάσιο των Σεβαστών και τα Λουτρά του Λιμανιού, ένα συγκρότημα που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της λεγόμενης Αρκαδιανής Οδού. Η κατασκευή των λουτρών του λιμανιού οδήγησε σε εργασίες τροποποιήσεων στο λιμάνι, οι οποίες διεξήχθησαν στη διάρκεια της βασιλείας του Τραϊανού.134
Τα δύο κεντρικά σημεία της πόλης, ο ναός των Αυτοκρατόρων και η περιοχή του λιμανιού, συνδέονταν μέσω της κυρίας οδού, της Πλατείας, η οποία περιστοιχιζόταν από κιονοστοιχίες (διέτρεχε τη συνοικία Έμβολος και στο κεντρικό της σημείο αποκαλείται με το σύγχρονο όνομα Οδός των Κουρητών), η οποία συνεχιζόταν στη Μαρμάρινη Οδό, την πρώτη παράλληλή της στα ανατολικά. Η Οδός των Κουρητών (ιερέων της Αρτέμιδος Εφέσου) ξεκινά από το βόρειο άκρο της πλατείας του Δομιτιανού και οδηγεί από την άνω πόλη στο λιμάνι.
Η Μαρμάρινη Οδός είναι η ιερά οδός που περιβάλλει το λόφο του Panayir Dağ και οδηγεί από τη Βιβλιοθήκη του Κέλσου στο Στάδιο. Ονομάζεται έτσι επειδή καλύπτεται από μεγάλες μαρμάρινες πλάκες, που όμως χρονολογούνται στον 5ο αι. μ.Χ. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς, υπάρχει μια στοά με κιονοστοιχία. Στο σημείο συνάντησης της Μαρμάρινης Οδού με την Αρκαδιανή Οδό, προερχόμενη από το λιμάνι, βρίσκεται η είσοδος του Θεάτρου. Η τελευταία πήρε το όνομά της από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο, γιο του Θεοδοσίου (395-408), στον οποίο οφείλεται η τελική μορφή της. Είχε 528 μ. μήκος και πλευρικές στοές με κιονοστοιχίες, πλάτους 11 περίπου μ., ενώ το δάπεδό τους ήταν καλυμμένο με μωσαϊκά. Κατέληγε στο λιμάνι, μέσω μέσω μιας εντυπωσιακής πύλης, από την οποία σώζονται ελάχιστα ερείπια.135
Στην ανατολική πλευρά της πλατείας του Δομιτιανού και ακριβώς δίπλα στη δυτική άκρη της Αγοράς, υπάρχει ένα ακόμη σημαντικό μνημείο, το Νυμφαίο του Πολλίωνος (97).
Ο Αριστίων δώρισε δύο ακόμη νυμφαία, στη διάρκεια της βασιλείας του Τραϊανού. Το πρώτο βρισκόταν στο δρόμο που διασχίζει τη Δημόσια Αγορά στο νότιο τμήμα της. Στην πρόσοψη της κρήνης υπήρχαν αγάλματα αυτοκρατόρων και διακεκριμένων πολιτών της Εφέσου, ορισμένα από τα οποία εκτίθενται στο μουσείο της πόλης.Το άλλο κρηναίο οικοδόμημα που δώρισε ο Αριστίων είναι το Νυμφαίο του Τραϊανού, στο βόρειο άκρο της Εμβόλου (μεταξύ 102 και 114). Στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγοράς υπήρχε μία ακόμη διώροφη κρήνη με μεγάλη δεξαμενή, το Υδρεκδοχείο, όπου ήταν τοποθετημένα αγάλματα τα οποία και σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο της Εφέσου.
Την ίδια περίοδο (104-105) ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στο Θέατρο, τις οποίες είχε χρηματοδοτήσει και επιβλέψει ο C. Vibius Salutaris. Αποτελεί το μεγαλύτερο θέατρο στο μικρασιατικό χώρο και ένα από τα ωραιότερα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Είχε συνολική χωρητικότητα 25.000 κατοίκων και χρησιμοποιήθηκε και για τις συναθροίσεις του δήμου. O Salutaris δώρισε χρυσά αγάλματα του αυτοκράτορα Τραϊανού, της συζύγου του Πλωτίνας, της ρωμαϊκής συγκλήτου, της ρωμαϊκής Τάξης των Ιππέων, του ρωμαϊκού λαού, του Αυγούστου, της Αρτέμιδος, της Εφέσου, του δήμου της Εφέσου, των Έξι Φυλών, της βουλής, της γερουσίας και της εφηβείας, ενώ μοίρασε και διάφορα χρηματικά ποσά στους βουλευτές, σε μέλη της γερουσίας και των Έξι Φυλών. Τα αγάλματα έπρεπε να φέρονται σε πομπή κατά τη διάρκεια μιας σειράς σημαντικών τοπικών και αυτοκρατορικών εορτασμών.136
Επί Τραϊανού ολοκληρώθηκε ένα ακόμη μεγαλεπήβολο σχέδιο, η δημιουργία ενός μουσείου, ένα είδος ιατρικής σχολής, του οποίου μάλλον ήταν επικεφαλής ο προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα, ο Titus Statilius Crito. Ο Scherrer εικάζει ότι αντικατέστησε το ελληνιστικό Ασκληπιείο, το οποίο αναφέρεται σε επιγραφές, και ότι θα πρέπει να ταυτιστεί με το λεγόμενο Σεραπείο, έναν μεγαλόπρεπο πρόστυλο ναό μεγάλων διαστάσεων, αποτελούμενο από πρόναο και σηκό. Ο ναός βρίσκεται δίπλα στην Αγορά, επί της Δυτικής Οδού, μήκους 160 και πλάτους 24 μ., σε μια πλατεία διαστάσεων 100 x 75 μ., η οποία προέκυψε από την κατεδάφιση των ύστερων ελληνιστικών οικιών της περιοχής. Η πλατεία περιβάλλεται από δίτονες κορινθιακές στοές, οι οποίες αποδίδονται στο ίδιο εργαστήριο από την Αφροδισιάδα, το οποίο έχτισε και τα Λουτρά του Λιμανιού, και ήταν στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες.137 Ο ναός είναι πρόστυλος σε βάθρο, με διαστάσεις 29,2 x 36,7 μ. Οι οκτώ μονολιθικοί κίονες της πρόσοψης είναι κορινθιακού ρυθμού, ύψους 14-15 μ. και συνολικού βάρους 57 τόνων ο καθένας, και έφεραν πλούσια διακοσμημένο επιστύλιο και αέτωμα, στο οποίο ανοίγονταν τρεις θύρες.138
Η δημιουργία του ναού έκλεισε την παλιότερη είσοδο στην Τετράγωνο Αγορά. Έτσι, η Οδός των Κουρητών έπρεπε να μετατοπιστεί στο τέλος της κατά 30 μ. περίπου προς νότο. Στο τέρμα της, στο σημείο που συναντά τη Μαρμάρινη Οδό, υπάρχει μια μνημειακή αψιδωτή πύλη αφιερωμένη στον αυτοκράτορα Αδριανό ή, σύμφωνα με νεότερες απόψεις, στον Τραϊανό. Έχει τρεις ορόφους με κίονες και πεσσούς κορινθιακού ρυθμού, ενώ τις κόγχες του τόξου κοσμούσαν αγάλματα θεών και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας.139
Κατά μήκος της Οδού των Κουρητών συναντάται ο μικρός ναός του Αδριανού (το αργότερο χτισμένος το 138), που αφιερώθηκε από τον επιφανή Εφέσιο Πόπλιο Κυιντίλλο, μαζί με τα παρακείμενα λουτρά και τη δεξαμενή. Και τα δύο μνημεία σήμερα έχουν ενταχθεί στα λεγόμενα Λουτρά της Σχολαστικίας, του 4ου αιώνα. Ο ναός του Αδριανού έχει αναστηλωθεί. Είναι κορινθιακού ρυθμού, αποτελούμενος από ένα μικρό σηκό και έναν πρόναο.140 Το διπλανό διώροφο κτήριο, του 1ου αιώνα, είχε πολλά δωμάτια διακοσμημένα με ψηφιδωτά και πίνακες και εφοδιασμένα με λουτήρες. Ο καλοδιατηρημένος χώρος σε επαφή με το δρόμο ήταν συγκρότημα δημόσιων αποχωρητηρίων, όπου διακρίνεται ο πάγκος με τις τρύπες και το ρείθρο όπου κυλούσε το νερό, ενώ στο κέντρο του υπήρχε μικρό συντριβάνι. Έχει αναστηλωθεί και παρουσιάζεται σε άριστη κατάσταση.141
Οι στοές της Οδού Κουρητών επικοινωνούσαν στο πίσω τμήμα τους, μέσω κλιμάκων, με οικίες που βρίσκονταν σε υψηλότερο επίπεδο, χτισμένες στους πρόποδες λόφου. Επτά οικοδομήματα από αυτό το πολυτελές συγκρότημα οικιών έχουν ανασκαφεί πλήρως και είναι επισκέψιμες σήμερα, αν και συχνά ο χώρος δεν είναι ανοικτός για το κοινό. Οι οικίες αυτές καταλάμβαναν δύο ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Κάθε σπίτι χρησίμευε επίσης ως πλάτωμα ενός άλλου σπιτιού τοποθετημένου ψηλότερα, σε τρία συνολικά επίπεδα. Χρονολογούνται κυρίως στον 1ο αιώνα, αλλά χρησιμοποιούνταν έως τον 7ο αιώνα. Διαθέτουν μια κεντρική αυλή μεγέθους 25-50 μ., στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες, η οποία περιβάλλεται από στοές και μικρά σχετικά αλλά πολυτελή δωμάτια, διακοσμημένα συχνά με τοιχογραφίες, ενώ τα δάπεδα καλύπτονταν με μωσαϊκά που έφεραν φυτικά ή μυθολογικά θέματα. Στο περιστύλιο ή στην αυλή υπήρχε κρήνη με πόσιμο τρεχούμενο νερό. Τα περισσότερα σπίτια ήταν τριώροφα και θερμαίνονταν με υπόκαυστα, κατά το πρότυπο των θερμών.
Την περίοδο αυτή επανήλθε ένα παλιότερο έθιμο, το οποίο όριζε ότι οι επιφανέστεροι κάτοικοι της πόλης θάβονταν κατά μήκος της Εμβόλου. Στο μνημείο του Ανδρόκλου και τον τάφο της Αρσινόης της Ελληνιστικής περιόδου και στα μνημεία του Μεμμίου και των απελευθέρων Μαζαίου και Μιθριδάτη, καθώς και στον τάφο του ευεργέτη C. Sextilius Pollio (που την περιόδο του Τραϊανού μετατράπηκε σε κρήνη), ήρθε να προστεθεί ένα μεγαλόπρεπο μνημείο στα θεμέλια του οποίου ενταφιάστηκε ο πρώην ανθύπατος T. Iulius Celsus Polemaenus. Ο ανθύπατος είχε ορίσει στη διαθήκη του τη δωρεά στην πόλη της Εφέσου μιας βιβλιοθήκης, με την προϋπόθεση να τον αφήσουν να ταφεί εκεί.
Ο Αδριανός επέτρεψε το 129 στην πόλη της Εφέσου να ανοικοδομήσει ένα δεύτερο ναό για την αυτοκρατορική λατρεία, όπου ο ίδιος λατρευόταν ως Ολύμπιος. Ο ναός αυτός, τον οποίο ο Παυσανίας ονομάζει Ολυμπιείο, χτίστηκε στα βόρεια του Γυμνασίου του Λιμανιού, σε περιοχή όπου παλιότερα βρισκόταν η θάλασσα και συνδέθηκε με την τέλεση αγώνων.
Μετά την έντονη αυτή περίοδο οικοδομικής δραστηριότητας, που συνόδευσε τις δύο νεωκορίες της πόλης, κατά το β΄ μισό του 2ου αιώνα παρουσιάστηκε ύφεση. Στα βόρεια του σταδίου, κοντά στα τείχη, χτίστηκε περίπου το 150 το Γυμνάσιο του Βηδίου, ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κτήρια της Εφέσου.
Βόρεια του Θεάτρου διακρίνονται τα ερείπια ενός μεγάλου Γυμνασίου, του μεγαλύτερου της πόλης, όπου όμως οι ανασκαφικές εργασίες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Η θέση του Μνημείου των Πάρθων (μετά το 169) προς τιμή του αυτοκράτορα Λεύκιου Βήρου δεν έχει ακόμη ταυτιστεί, καθώς η ζωφόρος που το κοσμούσε βρέθηκε κατακερματισμένη σε διάφορα σημεία της πόλης σε δεύτερη χρήση (4ος αιώνας).
Η οδός που έβγαινε από την πύλη οδηγούσε είτε στην πόλη της Μαγνησίας του Μαιάνδρου είτε στο χώρο του Αρτεμισίου. Η οδός αυτή ανακατασκευάστηκε το 2ο αιώνα από το σοφιστή Φλάβιο Δαμιανό, ο οποίος έχτισε και το Ανατολικό Γυμνάσιο, του οποίου τα κατάλοιπα διακρίνονται βόρεια της Πύλης της Μαγνησίας. Πρόκειται για ένα μνημειακό συγκρότημα αποτελούμενο από παλαίστρα, λουτρά και μεγάλη αυλή με περιστύλιο, περιβαλλόμενο από διώροφες δωρικές στοές και δωμάτια για μελέτη και για την αυτοκρατορική λατρεία. Το πρόπυλο βρισκόταν στην ανατολική πλευρά. Είχε τέσσερις κίονες. Στο εσωτερικό ενός δωματίου βρέθηκαν τα αγάλματα του σοφιστή Δαμιανού και της συζύγου του Βεδίας Φαιδρίνας, που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο της Εφέσου. Η κυριότερη όμως συνεισφορά του Δαμιανού στην πόλη του ήταν η κατασκευή μιας στοάς που συνέδεε το Αρτεμίσιο με την πόλη, προκειμένου να επισκέπτονται απρόσκοπτα οι πιστοί το ιερό. Το εκπληκτικό αυτό μνημείο είχε μήκος 2,5 χλμ. και πλάτος 3,70 μ. Είχε θολωτή στέγη και, κατά περίεργο τρόπο, δεν είχε πλακοστρωθεί.142
Η δραστηριότητα των τελευταίων Εφέσιων ευεργετών είναι γνωστή μόνο από επιγραφικές πηγές.143 Ο 3ος αιώνας είναι περίοδος οικονομικής κρίσης, που συνοδεύεται από περιορισμένη οικοδομική δραστηριότητα. Μοναδικό άξιο λόγου μνημείο της περιόδου είναι το δωδεκάπλευρο κτήριο, που περιβάλλεται από ευρύχωρη πλατεία, το οποίο θεωρείται ότι συνδέεται με την τρίτη νεωκορία της Εφέσου, την περίοδο του Καρακάλλα (211-217).144 Ο σεισμός του 262 και οι επιδρομές των Γότθων οδήγησαν σε εκτεταμένες καταστροφές των περισσότερων μνημείων (Τετράγωνος Αγορά, Στοές του Σεραπείου, Θέατρο, οικίες στη συνοικία της Εμβόλου).
Συγγραφή : Παλαιοθόδωρος Δημήτρης (6/2/2006)
Για παραπομπή: Παλαιοθόδωρος Δημήτρης, «Έφεσος (Αρχαιότητα)», 2006,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
1. Ιστορικό των ανασκαφών: Wiplinger, G. – Wlach, G. (επιμ.), Ephesos. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996).
2. Heinhold-Krämer, S., Arzawa: Untersuchungen zu seiner Geschichte nach den hethitischen Quellen (Texte der Hethiter 8, Heidelberg 1977), σελ. 93 κ.ε.
3. Gültekin, H. – Baran, H., “The Mycenean Grave found at the hill of Ayasuluk”, TürkArkDerg 13.2 (1964), σελ. 125-133· Büyükkolanci, M., “Excavations on Ayasuluk Hill in Selçuk / Turkey. A Contribution to the Early History of Ephesus”, στο Krinzinger, F. (επιμ.), Akten des Symposions “Die Ägäis und das Westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v. Chr.”, Wien 24. bis 27. März 1999 (DenkschrWien 288, Archäologische Forschungen 4, Wien 2000), σελ. 39-44.
4. Φερεκ., FGrHist 3 F 155· Έφορος, FGrHist 70 F 126· Κρεώφυλος, Εφέσου Ώραι, όπως παρατηρείται από τον Αθήναιο 8.62.7. Σύσταση του πληθυσμού: Νίκανδρος, FGrHist 271-272 F 5· Μάλακος, FGrHist 552 F 1· Αίλιος Αριστείδης ΧΧΙΙ.26· Φιλόστρ., Απολλ. VIII.7 και Σούδ., βλ. λ. «Αρίσταρχος». Μια σειρά όμως από τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια μαρτυρούν ότι τουλάχιστον ένα τμήμα του πληθυσμού είχε δεσμούς με τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα την Αρκαδία: Sakellariou, M.B. (επιμ.), La migration grecque en Ionie (Athènes 1958), σελ. 123-128.
5. Παυσ. 7.2.8-9· Στράβ. 14.1.21.
6. Σύμφωνα με το Χρονικό του Ευσεβίου στη λατινική μετάφραση του Ιερώνυμου (σελ. 55-72), η πόλη ιδρύθηκε το 1045 π.Χ. Βλ. και Ερατοσθένη, FGrHist 24 F 1, ο οποίος χρονολογούσε τον ιωνικό αποικισμό 140 έτη μετά την πτώση της Τροίας (1044/1043 και 1184/1183 π.Χ. αντίστοιχα). Σύμφωνα με το Sakellariou, M.B., La migration grecque en Ionie (Athènes 1958), σελ. 344-345 και 357, η παρουσία της λατρείας του Αγαμέμνονα στην Έφεσο οδηγεί σε μια χρονολόγηση της ίδρυσης της πόλης γύρω στο 1000 π.Χ. Τα πρωιμότερα ευρήματα ανάγονται στον 8ο αι. π.Χ. Αντίθετα, στο Αρτεμίσιο τα ευρήματα είναι πρωιμότερα και χρονολογούνται στον 11ο/10ο αι. π.Χ.: Kerschner, M., “Zum Kult im früheisenzeitlichen Ephesos. Interpretation eines protogeometrischen Fundkomplexes aus dem Artemisheiligtum”, στο Schmalz, Β. – Söldner, Μ. (επιμ.), Griechische Keramik im kulturellen Kontext. Akten des Internationalen Vasen-Symposions in Kiel vom 24 bis 28.9 2001 veranstaltet durch das Archäologische Institut der Christian-Albrechts-Universität zu Kiel (München 2003), σελ. 246-250.
7. Παυσ. 7.2.9.
8. Έφορος, FGrHist 70 F 126.
9. Hommel, P., Panionion und Melie (JDAI Suppl. XXIII, Berlin 1967). Πρώιμη συνομοσπονδία: Roebuck, C., “The Early Ionian League”, CR 50 (1955), σελ. 26-40.
10. Κιμμέριοι: Καλλίνος, απόσπασμα 1. Κατάλυση πολιτεύματος των Βασιλιδών: Berve, H., Die Tyrannis bei den Griechen (München 1966), σελ. 98 κ.ε. Συγγένεια με Λυδούς βασιλείς: Νικόλαος Δαμασκού, FGrHist 90 F 3. Κροίσος και Πίνδαρος: Aelian, Varia Historia III, 26· Πολύαινος 6.50· Radet, G., La Lydie et le monde grec au temps des Mermnades (Paris 1898), σελ. 206 κ.ε. Αρίσταρχος: Σούδ., βλ. λ. «Αρίσταρχος». Αθηναγόρας και Κώμας: Σούδ., βλ. λ. «Ιππώναξ»· Frère, J., “Politique et religion à Ephèse entre 550 et 450”, Kernos 9 (1996), σελ. 87-96.
11. Η Έφεσος δε δείχνει να συμμετείχε ιδιαίτερα στις εχθροπραξίες: υπήρξε βάση του ιωνικού στόλου και πρόσφερε οδηγούς στους Αθηναίους και τους Ίωνες που έκαψαν τις Σάρδεις (Ηρ. 5.100). Το 498 π.Χ. οι επαναστάτες ηττήθηκαν από τους Πέρσες κοντά στην πόλη (Ηρ. 5.102). Μετά τη ναυμαχία της Λάδης, οι Εφέσιοι κατέσφαξαν όσους από το χιακό στόλο είχαν επιβιώσει, καθώς νόμισαν ότι επρόκειτο για ληστές (Ηρ. 6.16.2).
12. Στη δημοκρατία αντιτάχθηκε ο φίλος του Ηρακλείτου Ερμόδωρος, ο οποίος εξορίστηκε: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985), σελ. 57-58.
13. Βλ. γενικά Alzinger, W., “Athen und Ephesos in fünften Jahrhundert von Christus”, στο Akurgal, E. (επιμ.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara - Izmir 23. - 30.IX.1973 (Ankara 1978), σελ. 507-516 και Piérart, M., “Chios entre Athènes et Sparte. La contribution de Chios à l’effort de guerre lacédémonien pendant la guerre du Peloponnèse”, ΒCH 119 (1995), σελ. 276. Στους καταλόγους εισφορών της Αθηναϊκής Συμμαχίας αναφέρεται δεκαέξι φορές από το 454/453 π.Χ. (ΙG I³, 259 Ι, στίχος 22) έως το 415/414 π.Χ. (ΙG I³, 260 VI, στίχος 13). Η εισφορά που της αναλογεί είναι 7 ½ τάλαντα έως το 445/444 π.Χ. (ΙG I³, 267 V, στίχος 17), όταν μειώνεται σε έξι τάλαντα, για να αυξηθεί και πάλι την παραμονή του Πελοποννησιακού πολέμου (433/432 π.Χ.) σε 7 ½ τάλαντα (ΙG I³, 279 I, στίχος 65). Το 414 π.Χ. παρουσιάζεται στην Έφεσο ένας Αθηναίος στρατηγός, ο οποίος λαμβάνει σημαντικό χρηματικό ποσό (ΙG I³, 270 I, στίχος 79).
14. Το 412 π.Χ. βρήκε καταφύγιο στην Έφεσο μια χιακή τριήρης, την οποία καταδίωκαν οι Αθηναίοι: Θουκ. 8.18.3. Στα τέλη του 411 π.Χ. θυσίασε στην Άρτεμη ο σατράπης της Λυδίας Τισσαφέρνης: Θουκ. 8.109.1.
15. Ξεν., Ελλ. 1.2.7-10· Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1. Βλ. Lehmann, C.A., “Ein neues Fragment der Hell. Oxy”, ZPE 26 (1977), σελ. 181-191. Την ίδια εποχή η Έφεσος πρόσφερε στους Λακεδαιμονίους το ποσό των 1.000 δαρικών: IG V1.1 = SEG 39 (1989), αρ. 370.
16. Την περίοδο εκείνη η πόλη είχε εκβαρβαριστεί σε μεγάλο βαθμό. Οι Εφέσιοι είχαν υιοθετήσει περσικά έθιμα, ενώ φορούσαν και περσικά ενδύματα: Πλούτ., Λύσ. 3.3.4· Αθήναιος 12.525c-e. Υποδοχή Λυσάνδρου στην Έφεσο: Ξεν., Ελλ. 1.8.6 και Διόδ. Σ. 13.70.4.
17. Πλούτ., Λύσ. 5.6 και Διόδ. Σ. 13.70.4. Βλ. Bommelaer, J.-F., Lysandre de Sparte. Histoire et Traditions (Paris 1981), σελ. 80, 85 και 89.
18. Επιστροφή Λυσάνδρου: Ξεν., Ελλ. 2.1.6-7· Διόδ. Σ. 13.100.7-8· Πλούτ., Λύσ. 7.4. Η Έφεσος αναφέρεται μεταξύ των νικητών της ναυμαχίας στους Αιγός Ποταμούς: Bourguet, E., Fouilles de Delphes III, 1: Épigraphie (Paris 1911), σελ. 50-68· Παυσανίας 9.9. Το 403/402 π.Χ. είχε ανακτήσει την αυτονομία της, καθώς φιλοξενούσε εξόριστους δημοκρατικούς Σαμίους: IG II², 1.
19. Το 399 π.Χ. βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Σπαρτιάτη Θίβρωνος: Ξεν., Ελλ. 3.1.8. Την άνοιξη του 396 π.Χ. αποβιβάστηκε εκεί με 8.000 άντρες ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος και την έκανε επιχειρησιακό του κέντρο: Ξεν., Αγησ. 7· Ξεν., Ελλ. 3.4.2, 3.4.20, 4.1.5-6, 11.13· Πλούτ., Αγ. 6.4-5· Διόδ. Σ. 14.79.1. Η παρουσία του επιβεβαιώνεται επιγραφικά: Börker, C., “König Agesilaos von Sparta und der Artemis-Tempel in Ephesos”, ZPE 37 (1980), σελ. 69· Wesenberg, B., “Agesilaos im Artemision”, ZPE 41 (1981), σελ. 175-180.
20. Αρχικά συντάχθηκαν με τον Κόνωνα (392 π.Χ.): Διόδ. Σ. 14.84.3. Το 391 π.Χ. η πόλη αποτέλεσε βάση εξόρμησης της εκστρατείας του Θίβρωνος στην Καρία: Ξεν., Ελλ. 4.8.17-19. Το 388 π.Χ. ο Ανταλκίδας είχε βάση του στόλου του την Έφεσο: Ξεν., Ελλ. 5.1.5-6.
21. Αλλαγή πολιτεύματος: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985), σελ. 39. Διαμάχη με τον Αυτοφραδάτη: Πολύαιν. 7.27.2. Μία από τις επιπτώσεις της σύγκρουσης ήταν η παρέμβαση του Μαυσώλου στις υποθέσεις της Ιωνίας και η επαναφορά της έδρας της Ιωνικής Δωδεκάπολης στη Μυκάλη από την επικράτεια της Εφέσου όπου είχε μεταφερθεί τον 5ο αι. π.Χ.: Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 388.
22. Αρρ. Ι.17.10-12 και 1.18.2. Ανάκληση των εξορίστων: Dareste, J. – Haussoulier, B. – Reinach, S., Recueil des inscriptions juridiques grecques, II (Paris 1914), σελ. 344-354, αρ. XXXV (=OGIS, 2)· Heisserer, A.J., Alexander the Great and the Greeks of Asia Minor (Norman – Oklahoma 1980), σελ. 58-59 και Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 421-426.
23. Πολύαιν. 6.49.
24. Περδίκκας: Αρρ., Τα Μετά Αλεξάνδρου 25.1-4· Keil, J., “Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr.”, ÖJh 16 (1913), σελ. 231 κ.ε., αρ. ΙΙΝ. Σχέσεις με τον Πτολεμαίο: Διόδ. Σ. 20, 21. Συνθήκη της Τριπαραδείσου: Αρρ., Τα Μετά Αλεξάνδρου 1.34-37· Διόδ. Σ. 18, 39.5-6. Κατάληψη της Εφέσου και αποχώρηση του Κλείτου: Διόδ. Σ. 18, 52.5-8. Ο Αντίγονος και ο γιος του Δημήτριος τιμήθηκαν συχνά με ψηφίσματα και χρυσούς στεφάνους από το λαό της Εφέσου: Keil, J., “Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr.”, ÖJh 16 (1913), σελ. 231-244, αρ. Ig, IIIb και ΙΙΙe· I.Ephesos V, αρ. 1448, 1450, 1451 και VI, αρ. 2003. Πρεπέλαος: Διόδ. Σ. 20.106, 107.4 και 111.3. Φρουρά Πρεπελάου στην Έφεσο: I.Ephesos V, αρ. 1449· Robert, L., “Sur un décret d’Ephèse”, στο Robert, L., Hellenica 3 (Paris 1946), σελ. 79-95. Ανακατάληψη από το Δημήτριο: Διόδ. Σ. 20, 111.3 και Πολύαιν. 4, 12.1.
25. Πλούτ., Δημήτρ. 30.1-2.
26. I.Ephesos V, αρ. 1461 και VI, αρ. 2001.
27. Ενώ ο Δημήτριος λεηλατούσε τα παράλια της Μικράς Ασίας με το στόλο του, αλλά και με τη βοήθεια των πειρατών, ο Λύκος, στρατηγός του Λυσιμάχου, προσέγγισε το σημαντικότερο από τους αρχηγούς των πειρατών, τον Άνδρωνα και τον εξαγόρασε. Μια μέρα ο Άνδρων εισήλθε στην Έφεσο μ’ ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους ισχυρίστηκε ότι ήθελε να πουλήσει, αλλά στην πραγματικότητα ήταν στρατιώτες του Λυσιμάχου και κατέλαβαν την πόλη: Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.3, 7· Πολύαιν. 5.19.
28. Ο Λυσίμαχος απείλησε ότι θα πλημμυρίσει την παλιά πόλη, αν δε συναινέσουν στη μεταφορά οι κάτοικοί της: Στράβ. 14.1.21 και Παυσ. 1.9.7 και 7.3.5. Η νέα θέση ήταν λιγότερο εκτεθειμένη σε πλημμύρες. Βλ. Rogers, G.M., “The Foundation of Arsinoeia”, Med.Ant. 4 (2001), σελ. 587-630. Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου, το 281 π.Χ., η πόλη ξαναπήρε το παλιό της όνομα. Η άποψη ότι μετά το θάνατό του η νέα πόλη ερημώθηκε είναι αστήρικτη: Karwiese, S., “Gedanken zur Entstehung des römischen Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 393-398.
29. OGIS, 222· Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000), σελ. 166. Η πόλη πέρασε υπό τον πτολεμαϊκό έλεγχο πιθανόν το 264 π.Χ.
30. Πτολεμαίος: Pompeius Trogus 26· Αθήν. 13.593β· Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.2.11· Welles, C.B., Royal Correspondence of the Hellenistic Period (New Haven 1934), αρ. 14, στίχος 9· Huss, W., “Ptolemaios der Sohn”, ZPE 121 (1998), σελ. 229-250. Κατάληψη και ναυμαχία της Εφέσου: Χρονικό της Λίνδου, 37· Πολύαιν. 5.18· Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.9.10· Will, E., Histoire politique du monde hellénistique², τόμ. 1 (Nancy 1979), σελ. 234-237. Ο Αντιόχος B´ στην Έφεσο: SEG 1, 366, l.10. Το 246 π.Χ. η Έφεσος ήταν έδρα ενός Σελευκίδη αξιωματούχου με τον τίτλο «επί της Εφέσου»: Φύλαρχος FGrHist 81 F 24.
31. Αππ., Συρ. 65· Φύλαρχος, FGrHist 81 F 24· Ιερώνυμος, Δανιήλ 11.6. Αντίθετα, ο Πολύαιν. 8.50 και ο Justin. XXVII.1.1 δεν κάνουν λόγο για δολοφονία.
32. Ο Ευσέβιος [Schoene, A., Eusebi Chronicorum Libri Duo 1 (Berlin 1875), σελ. 251 κ.ε.] αναφέρει ότι ο Σέλευκος Β΄, κατά τη διάρκεια του πολέμου ενάντια στον αδελφό του Αντίοχο Ιέρακα (241-239 π.Χ.), επιχείρησε να καταλάβει τις Σάρδεις και την Έφεσο, αλλά απέτυχε.
33. Ο Αντίοχος Γ΄ κατέλαβε την Έφεσο το 197 π.Χ.: Titus Livius ΧΧΧΙII.19.8-20. Σημαντική βάση επιχειρήσεων: Πολύβ. 18.40α. Υπάρχει πάντως το ενδεχόμενο ο Αντίοχος Γ´ να επιχείρησε ενάντια στην πόλη ήδη από το 203 π.Χ., κάτι που προκάλεσε την πρεσβεία του αξιωματούχου των Πτολεμαίων Αγαθοκλή, ο οποίος τον κάλεσε να σεβαστεί τις υπάρχουσες συνθήκες (Πολύβ. 15.25.13). Βλ. Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000), σελ. 72. Στην ακρόπολη της Εφέσου τοποθετήθηκε σελευκιδική φρουρά: Titus Livius ΧΧΧVIΙ 37.13.9· Αννίβας: Titus Livius ΧΧΧΙII.45-49· Αππ., Συρ. 4.15-16· Justin. ΧΧΧΙ 1.7-2.3· Ρωμαίοι και Αντίοχος: Πόλεμοι Αντιόχου και Ρωμαίων: Grainger, D., The Roman War of Antiochos the Great (Leyden 2002). Ειρήνη της Απάμειας: Πολύβ. 21.45. Titus Livius ΧΧΧVIΙ 39-41.
34. Ήταν έδρα στρατηγού: I.Ephesos, ΙΙ, αρ. 201. Ο Άτταλος Β΄ φρόντισε ιδιαίτερα την καλή κατάσταση του λιμένα της πόλης, εκτελώντας πολυδάπανα έργα: Στράβ. 14.1, 24.
35. Ελευθερία της Εφέσου: Rigsby, K., “The era of the province of Asia”, Phoenix 33 (1979), σελ. 39-47. Η πράξη του Αττάλου Γ΄ αποδίδεται στο γεγονός ότι ο παιδαγωγός του, με τον οποίο ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος, ήταν Εφέσιος, όπως αναφέρει σε επιστολή προς τις Αρχές της πόλης ο πατέρας του: Knibbe, D., “Epigraphische Nachlese im Bereiche der ephesischen Agora”, ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 1-6, αρ. 1· Robert, J. – Robert, L., Bulletin épigraphique (1968), αρ. 464· Engelmann, H., “Zu einem Brief von Attalos II”, ZPE 19 (1975), σελ. 224 και Herrmann, P., “Nochmals zu dem Brief Attalos’ II. an die Ephesier”, ZPE 22 (1976), σελ. 233-234. Η πρόσφατη απόκτηση της ελευθερίας της πόλης εξηγεί και την πεισματική αντίσταση στον Αριστόνικο στη ναυμαχία της Κύμης παρότι η μητέρα του ήταν Εφεσία (Στράβ. 14.1, 38). Επαρχία της Ασίας και ελευθερία των ελληνικών πόλεων: Sherwin-White Α.Ν., Roman Foreign Policy to the East 168 B.C. to 1 AD (London 1984), σελ. 80-88, 235-249 και Mitchell, S., “The Administration of Roman Asia from 133 B.C. to ca. A.D. 250”, στο Eck, W. (επιμ.), Lokale Autonomie und römische Ordnungsmacht in den kaiserzeitlichen Provinzen vom 1. bis 3. Jahrhundert (München 1999), σελ. 17-46.
36. Αππ., Μιθριδ. 12, 21-23: οι Εφέσιοι έφθασαν στο σημείο να τραβούν τους φυγάδες που είχαν γαντζωθεί πάνω στα αγάλματα της Άρτεμης και να τους σφάζουν επιτόπου.
37. Παραχωρήσεις στο Αρτεμίσιο: Στράβ. 14.1, 23. Βίαιη μετακίνηση των Χίων στη Μαύρη Θάλασσα: Αππ., Μιθριδ. 12.46-47. Εξέγερση της Εφέσου δολοφονία του Ζηνοβίου: Αππ., Μιθριδ. 12, 48. Κάλεσμα στις υπόλοιπες πόλεις της Ασίας: I.Ephesos Ia, αρ. 8. Oliver, J.H., “On the Ephesian debtor law of 85 B.C.”, AJPh 60 (1939), σελ. 468-470. Στο κείμενο προβλέπεται και η διαγραφή των χρεών, η ακύρωση των δικών για ατιμία ή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η επιβεβαίωση των προηγούμενων πολιτογραφήσεων και η εγγραφή δούλων, μετοίκων, περιοίκων και απελευθέρων στο σώμα των πολιτών, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους στην πολεμική προσπάθεια. Το μέτρο απέβλεπε προφανώς στην υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων που στρέφονταν προς το Μιθριδάτη, λόγω της ριζοσπαστικής πολιτικής που επιδίωξε να εφαρμόσει μετά τις πρώτες δυσκολίες που συνάντησε στην επαρχία της Ασίας.
38. Αππ., Μιθριδ. 12.61-62 (ο Σύλλας φέρθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα στους Εφεσίους, επειδή δε σεβάστηκαν τις ρωμαϊκές προσφορές στα ιερά). Πλούτ., Σύλλ. 25.
39. I.Ephesos Ιa, αρ. 5: ψήφισμα προς τιμήν της Αστυπάλαιας για την καταδίωξη πειρατών που είχαν πλήξει την Έφεσο και το ιερό της Αρτέμιδος Μουνυχίας και είχαν απαγάγει παιδιά (105 ή 85 π.Χ.).
40. Habicht, C., “New Evidence on the Province of Asia”, JRS 65 (1975), σελ. 64-91.
41. Dio Cassius XXXIX.12-16. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε το 44 π.Χ. και η κόρη του Αρσινόη, την οποία όμως έδιωξε ο Αντώνιος και αργότερα (34 π.Χ.) δολοφόνησε η Κλεοπάτρα: Στράβ. 14.6.6.
42. Caesar, Bellum Civile III.32· Cicero, Ad fam. V.20.9, Ad Att. XI.1.2, 2.3 και 13.4· Hatzfeld, J., Les trafiquants romaines dans l’Orient hellénique (Paris 1919), σελ. 200 κ.ε.
43. Caesar, Bellum Civile III.105. Αππ., Εμφ. Πόλ. 2.89. Οι Έλληνες τον αντάμειψαν αναγείροντας το άγαλμά του στην Έφεσο. Τον χαιρέτησαν ως απόγονο του Άρη και της Αφροδίτης και ως θεό: I.Ephesos II, αρ. 251.
44. Αππ., Εμφ. Πόλ. 4.74 και 5.4-5· Dio Cassius XLVII.32.4.
45. Νέος Διόνυσος: Πλούτ., Αντ. 24· Pelling, C., Plutarch: Life of Antony (Cambridge 1988), σελ. 176-181. Φορολογία: Αππ., Εμφ. Πόλ. 5.6. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στην Έφεσο: Πλούτ., Αντ. 56: εκεί τους συνάντησαν 300 περίπου μέλη της συγκλήτου.
46. Σύμφωνα με το Seneca, Ep. 17.2.21, η Έφεσος ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, μετά την Αλεξάνδρεια.
47. Ο Rigsby, K., “The era of the province of Asia”, Phoenix 33 (1979), σελ. 47, θεωρεί ότι η Έφεσος είναι πρωτεύουσα της επαρχίας ήδη από το 129 π.Χ.
48. Άσυλο: Στράβ. 14.1.23. Προσάρτηση γαιών (20 π.Χ.): I.Ephesos Ia, αρ. 19Β β4 και VII.2, αρ. 3501-3502.
49. Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 7.
50. Dio Cassius LXVII.18.
51. Broughton, T.R.S., “Asia”, στο Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome 4 (Baltimore 1938), σελ. 813. Αντίθετα, ο Russel, J.C., Late Antique and Medieval Population (TAPA 48.3, Philadelphia 1958), σελ. 80-81, εκτιμά ότι η πόλη είχε, στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., πληθυσμό 51.000 κατοίκων. Σύγχρονες έρευνες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την έκταση της επικράτειας της πόλης, αλλά και την πυκνότητα κατοίκησης στον αστικό ιστό και στην ύπαιθρο, τείνουν να επιβεβαιώσουν τους παραδοσιακούς υπολογισμούς, καθώς ανεβάζουν το συνολικό πληθυσμό των Εφεσίων σε 180.000 και πλέον κατοίκους, εκ των οποίων το 28,6% (40.000 περίπου) ήταν πολίτες, ενώ σημαντικό τμήμα ήταν ξένοι: White, L.M., “Urban Development and Social Chadge in Imperial Ephesos”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 40 κ.ε.
52. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), αρ. 172, σελ. 155 κ.ε. και αρ. 180, σελ. 161 κ.ε.
53. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), σελ. 122-124.
54. Foss, C., Ephesos after Antiquity: A Late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge MΑ 1979)· Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 15-25.
55. Drews, R., Basileus. The Evidence for Kingship in Geometric Greece (New Haven – London 1983), σελ. 14-15· Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984), σελ. 440-443· Lenz, J.R., Kings and the Ideology of Kingship in Earlier Greece (c. 1200-700 B.C.): Epic, Archaeology and History, διδακτορική διατριβή, University of Columbia 1993 (University Microfilms, Ann Arbor 1995), σελ. 288-293.
56. Φερεκ., FGrHist 3 F 155.
57. Βάτων της Σινώπης, «Περί των εν Εφέσωι Τυράννων», FGrHist 268 F 3.
58. Αντισθένης (5ος αι. π.Χ.), στο Διογ. Λ. 9.6.
59. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984), σελ. 443.
60. Βλ. Hicks, E.R., Ancient Greek Inscriptions in the British Museum, III 2 (London 1890), αρ. 528.
61. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό, βλ. λ. «ἐσσήν». Σχετίζεται με το ιερατείο της Αρτέμιδος Εφεσίας: Picard, C., Ephèse et Claros. Recherches sur les sanctuaires et les cultes se l’Ionie du Nord (Paris 1922), σελ. 190-197. O τίτλος πάλμυς είναι λυδικός, κάτι που οδήγησε στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η Έφεσος ήταν λυδικό βασίλειο, πριν εξελληνιστεί κατά την Αρχαϊκή εποχή: Hegyi, D., "ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ", Acta Antiqua 25 (1977), σελ. 321-324.
62. Οικονόμου, Γ., «Ναοποιοί και εσσήνες», AρχΔελτ 7 (1921-1922), σελ. 258-346· Keil, J., "Zur ephesischen essenia", ÖJh 36 (1946), στήλ. 13-14.
63. Keil, J., "Die ephesischen Chiliastyen", JÖAI 16 (1913), σελ. 245-248· Knibbe, D., "Neue ephesischen Chiliastyen", JÖAI 46 (1961-1963), σελ. 19-32 και Forschungen in Ephesos IX.1.1: Der Staatsmarkt, Die Inschriften des Prytaneions (Bad Vöslau – Baden 1981), σελ. 107-109 και 177. Η ίδρυση των φυλών των Τηίων και των Καρηνέων, που ο Στέφ. Βυζ., βλ.λ. «Βέννα», ανάγει στην εποχή του Ανδρόκλου, μάλλον αφορούν την επέκταση του σώματος των πολιτών κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η δεύτερη επέκταση του σώματος των πολιτών χρονολογείται πιθανόν στον 5ο αι. π.Χ. και αφορά την ίδρυση της φυλής των Βεμβινέων (η Βέννα του Στεφάνου), η οποία περιλάμβανε κυρίως μετοίκους. Στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., εντάχθηκαν στο πολιτικό σώμα και οι κάτοικοι του Σελινούντα, λόγω της βοήθειας που πρόσφεραν ενάντια στους Αθηναίους (Ξεν., Ελλ. 1.2.10). Άλλες επεκτάσεις του πολιτικού σώματος έγιναν στον 4ο αι. π.Χ., προφανώς για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ολιγανθρωπίας. Βλ. Σακελλαρίου, Μ.Β., «Συμβολή στην Ιστορία του Φυλετικού Συστήματος της Εφέσου», Ελληνικά 15 (1957), σελ. 220-231 και Jones N.F., Public Organization in Ancient Greece: A Documentary Study (Memoirs of the Philosophical Society 176, Philadelphia 1987), σελ. 311-315.
64. Γερουσία: Oliver, J.H., The Sacred Gerusia (Hesperia Supplement VI, Princeton 1940), σελ. 9-27 και 52-125. Βουλή και εκκλησία του δήμου: Rogers, G.M., "The Assembly of Imperial Ephesos", ZPE 94 (1992), σελ. 224-228.
65. I.Ephesos III, αρ. 859 και 859Α. Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), σελ. 92-94, αρ. 2.
66. Knibbe, D. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos VIII", JÖAI 53 (1981-1982), σελ. 130-131, αρ. 6 (ψήφισμα με το οποίο η πόλη τιμά τον Αριστόδημο της Μιλήτου για τη μεσολάβησή του στο βασιλιά Αντίγονο, προκειμένου η πόλη να έχει ατέλεια φόρων στις εισαγωγές αγαθών από τις βασιλικές γαίες).
67. Κύρια θύματα της κρίσης ήταν οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι γεωργοί, που είχαν χρεωθεί και βρίσκονταν σε αδυναμία να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Σε επιγραφές της περιόδου ανακηρύσσεται πάγωμα των δανείων, καθορισμός ανώτατου ορίου τόκων στο 8,33% και θέσπιση της πώλησης του δικαιώματος εγγραφής στον κατάλογο των πολιτών: I.Ephesos V, αρ. 1461 και VI, αρ. 2001. Asheri, D., "Leggi greche sul problema dei debiti", SCO 18 (1969), σελ. 42-47 και 108-114.
68. Βλ. Rostovtseff, Μ.Ι., Histoire économique et sociale du monde hellénistique (Paris 1989), σελ. 117-118 και 996, σημ. 43. Γύρω στο 300 π.Χ. η πόλη απέδωσε στο Ρόδιο Αγαθοκλή τον τίτλο του πολίτη, επειδή εισήγαγε 14.000 εκτείς σίτου και τους πούλησε σε τιμή κατώτερη από την τότε ισχύουσα: I.Ephesos V, αρ. 1455.
69. Dion Cassius 31, 54 κ.ε. Syll.³ 742· Caesar, Bellum Civile III.32.
70. Le Ridder, G., "Ephèse et Arados au IΙe siècle avant notre ère", QTic 20 (1991), σελ. 193-210· Kosmetatou, E., "The Mint of Ephesos under the Attalids of Pergamon (202-133 B.C.)", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 185-193.
71. Rigsby, K., "The era of the province of Asia", Phoenix 33 (1979), σελ. 39-47.
72. Στράβ. 14.1, 26. Οι συγκεκριμένες γαίες είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης από τους Ατταλίδες βασιλείς, χωρίς επιτυχία. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991), σελ. 4. Αργότερα, το 94/93 π.Χ., η έχθρα και η διαφορά μεταξύ Σάρδεων και Εφέσου, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε πραγματικό πόλεμο, διευθετήθηκαν χάρη στη μεσολάβηση του ανθυπάτου Quintus Mucius Scaevola: I.Ephesos Ia, αρ. 7.
73. Broughton, T.R.S., "Asia", στο Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome 4 (Baltimore 1938), σελ. 550 (Veturii και Gerillani).
74. Η τελωνειακή οργάνωση αναφέρεται σε επιγραφή που χρονολογείται στα χρόνια του Νέρωνα, αλλά το πρώτο τμήμα της αναφέρεται στην περίοδο μετά το 75 π.Χ. Καθορίζει τους κανόνες της συλλογής των λιμενικών τελών, το ύψος των οποίων ανέρχεται στο 2,5% της αξίας των αγαθών. Engelmann, H. – Knibbe, D., "Das Zolgesetz der Provinz Asia", EA 14 (1989)· Nicolet, C., "À propos du règlement douanier d’Asie", CRAI (1990), σελ. 675-698, "Le Monumentum Ephesenum et les dîmes d’Asie", BCH 115 (1991), σελ. 465-480, "Le Monumentum Ephesenum et la délimitation du portorium d’Asie", MEFRA 105 (1993), σελ. 929-959 και "Le Monumentum Ephesenum, la loi Terentia-Cassia et les dîmes d’Asie", MEFRA 111 (1999), σελ. 191-215.
75. Malfitana, D., "Eastern Terra Sigillata Wares in the Eastern Mediterranean", στο Blondé, F. – Ballet, P. – Salles, J.-F. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002), σελ. 133-157· Bruneau, Ph., "Les lampes et l’histoire économique et sociale de la Grèce", στο Lévêque, P. – Morel, J.-P. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines I (Paris 1980), σελ. 34.
76. Elaigne, S., "L’introduction des céramiques fines hellénistiques du bassin oriental de la Méditerranée à Alexandrie", στο Blondé, F. – Ballet, P. – Salles, J.-F. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002), σελ. 159-173.
77. Sutherland , C.H.V., The Cistophori of Augustus (London 1970).
78. I.Ephesos Ia, αρ. 17-19.
79. Habicht, C., "Zwei römische Senatoren aus Kleinasien. II. Ti. Claudius Severus, der erste Konsul aus Ephesos", ZPE 13 (1974), σελ. 1-6 και "Die Senatoren aus den kleinasiatischen Provinzen des römisches Reiches von 1. bis zum 3. Jahrhundert", στο Epigrafia e ordine senatorio II (Roma 1982), σελ. 603-649.
80. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 101 κε., αρ. 10-13, 15, 17-18 (3ος αι. μ.Χ.).
81. Rostovtseff, M.I., Histoire économique et Sociale de l’Empire Romaine (Paris 1988), σελ. 466-467, σημ. 9.
82. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 101 κ.ε., αρ. 16 και σελ. 117, αρ. 29· Syll.³ 389 (3ος αι. μ.Χ.).
83. I.Ephesos II, αρ. 211 και 274· Wörrle, M., "Ägyptisches Getreide für Ephesos", Chiron 1 (1971), σελ. 325-340.
84. Knibbe, D., "Ephesos-nicht nur die Stadt der Artemis. Die ‘anderen’ ephesischen Götter", στο Studien zur Religion und Kultur Kleinasiens. Festschrift für Friedrich Karl Dörner zum 65. Geburtstag am 28. Februar 1976 (Leiden 1978), σελ. 489-503. Για την Αυτοκρατορική περίοδο βλ. Oster, R., "Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine", ANRW 2.18.3 (Berlin 1995), σελ. 1661-1728.
85. Θουκ. 3.104· Διόδ. Σ. 15.49.
86. Βλ. Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984)· Friesen, S.J., Twice Neokoros: Ephesus, Asia and the Cult of the Flavian Imperial Family (Leiden 1993), "The cult of the Roman emperors in Ephesos. Temple wardens, city titles, and the interpretation of the Revelation of John", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 229-250· Harland, P.H., "Honours and Worship: Emperors, Imperial Cults and Associations at Ephesos (third to first centuries C.E.)", Studies in Religion / Sciences Religieuses 25 (1996), σελ. 319-334 και Burrell, B., Neokoroi: Greek Cities and Roman Emperors (Cincinnati Classical Studies New Series IX, Leiden 2004), σελ. 59-85.
87. Oster, R., "Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine", ANRW 2.18.3 (Berlin 1995), σελ. 1686-1687.
88. Tacitus, Annales 4.55.
89. Πράξεις των Αποστόλων 19.23-24· Thiessen, W., Christen in Ephesus. Die historische und theologische Situation in vorpaulinischer und paulinischer Zeit und zur Zeit der Apostelgeschichte und der Pastoralbriefe (Tübingen 1995), σελ. 90-110· Strelan, R., Paul, Artemis and the Jews in Ephesos (New York 1996)· Fieger, M., Im Schatten der Artemis: Glaube und Ungehorsam in Ephesus (Berne 1998) και Klauck, H.-J., Magic and Paganism in Early Christianity. The World of the Acts of the Apostles (Edinbrough 2000), σελ. 97-110. Για την εξέγερση βλ. Rogers, G.M., "Demetrios of Ephesos. Silversmith and neopoios?", Belleten 50 (1987), σελ. 877-883. Ο ίδιος ο Παύλος αναφέρεται στους κινδύνους που πέρασε στην Έφεσο στις επιστολές του [1 Προς Κορινθίους 15.32 ,2 Προς Κορινθίους 1.8-10, Προς Ρωμαίους 16.4 (όπου αναφέρεται η σωτηρία του από τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα)].
90. Koester, H., "Ephesos in Early Christian Literature", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 119-140.
91. I.Ephesos IV, αρ. 1351.
92. Knibbe, D., "Ephesos: Geschichte" και Alzinger, W., "Ephesos : Archäologie", στo RE Suppl. 12 (1970), στήλ. 249-297 και 1588-1704· Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 1-25, "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 379-387 και "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 57-87· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
93. Kraft J.C. – Kayan, İ. – Brückner, H., "The Interpretation of Ancient Coastal Environments and their Resultant Paleogeographies in Environs of the Feigengarten and Artemision Excavations at Ephesus", στο Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), σελ. 91-100.
94. Κορησσός: Ηρ. 5.100· Ξεν, Ελλ. 1.2.7-10. Στα Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1 η Κορησσός αναφέρεται ως λιμήν. Robert, L., "Sur un décret des Korésiens au musée de Smyrne", στο Robert, L., Hellenica 11-12 (Paris 1960), σελ. 132-176· Alzinger, W., «Koressos», στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 1-9· Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), σελ. 214-225· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), σελ. 286-292 και "Das Koressos ein ephesisches Stadtviertel", ZPE 115 (1997), σελ. 131-135.
95. Keil, J., "ΧΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 23 (1926), στήλ. 247-300 (ιδίως 250-256) και "ΧΙΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 24 (1929), στήλ. 1-68 και Vetters, H., "Ephesos. Vorläufiger Grabungsbericht 1979", AnzWien 117 (1980), σελ. 249-266.
96. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112 (ιδίως 104 κ.ε.). Η ύπαρξη λιμενοβραχίονα επιβεβαιώθηκε από τη γεωφυσική έρευνα που διεξήγαγε εκεί το 1996 ο S. Seren. Βλ. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 60, σημ. 15.
97. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 60, εικ. 3.4. Ο Miltner, F., Ephesos: Stadt der Artemis und des Johannes (Wien 1958), σελ. 3, εικ. 1, χρονολογούσε τα τείχη στον 5ο αι. π.Χ.
98. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
99. Σμύρνη: Ιππώναξ, απόσπ. 50.1 (όπου αναφέρεται ότι η θέση του ήταν «όπισθεν της πόλεως»). Keil J., "Die Lage des ephesischen 'Smyrna'", ÖJh 31 (1938-1939), σελ. 33-35. Για τη θέση του προαστίου κάτω από την Αγορά της πόλης του Λυσιμάχου και τα ευρήματα από τον 8ο έως τον 5ο αι. π.Χ. βλ. Scherrer, P., "Grabungen 1995", ÖJh 65 (1996), σελ. 12 και "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997) σελ. 5 κ.ε.
100. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 59. Νεκροταφείο της ύστερης Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου: Mitsopoulou-Leon, V., "Ein Grabfund des vierten vorchristlichen Jahrhunderts aus Ephesos", ÖJh 50 (1972-1975), σελ. 252-265· Langmann, G., "Eine spätarchaische Nekropole unter dem Staatsmarkt zu Ephesos", στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 103-123· Jobst, W., "Embolosforschungen I: Archaologische Untersuchungen östlich der Celsusbibliothek in Ephesos", ÖJh 54 (1983), σελ. 171-178· Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 83-96· Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993), σελ. 51 κ.ε. και Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), σελ. 307 κ.ε.
101. Ηρ. 1.26.2. Βλ. Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 94-96.
102. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112 (ιδίως 97 κ.ε.).
103. İcten, C. – Evren, A., "Seluçuk-Efes 3447 parsel kurtarma kazısı", στο VIII. Müze Kutarma Kazıları Semineri (Ankara 1997), σελ. 85-110· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 61.
104. Γυμνάσια: Ξεν., Ελλ. 3.4.18 και Πλούτ., Αγησ. 1.25 (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Θέατρο: I.Ephesos IV, αρ. 1440 (4ος αι. π.Χ.). Ιερό του Διός Πατρώου και Απόλλωνος Πατρώου: I.Ephesos II, αρ. 101-104· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 60.
105. Alzinger, W., "Das Zentrum der lysimachichen Stadt", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 389-392.
106. Στράβ. 14.1.21· Πολύαιν. 8.57· I.Ephesos IV, αρ. 1441· Bammer, A., "Die gebrannten Mauerziegel von Ephesos und ihre Datierung", ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 289-300· Seiterle, G., "Ephesos. Lysimachische Stadtmauer", ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 8-11, Die hellenistische Stadtmauer von Ephesos (διατριβή, University of Zürich 1970) και Mc Nicoll, R., "Developments in techniques of siegecraft and fortification in the Greek World ca. 400-100 B.C.", στο Leriche, P. – Tréziny (επιμ.), La fortification dans l’histoire du monde grec: Actes du Colloque International de Vabonne, 1982 (Paris 1986), σελ. 306-310. Ο Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 95, και "On the dating of the city walls of Ephesos", στο Erol Atalay memorial (Izmir 1991), σελ. 137-144, χρονολογεί το τείχος στον 5ο αι. π.Χ.
107. Παυσ. 7.2.6 και I.Ephesos Ia, αρ. 27· Seiterle, G., "Das Hauptstadttor von Ephesos", AntK 25 (1982), σελ. 145-149.
108. Η πύλη είναι γνωστή από επιγραφές: I.Ephesos Ia, αρ. 27 και II, αρ. 425 και 566. Θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του Θεάτρου και της Εμπορικής Αγοράς: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63. Έξω από την πύλη βρέθηκε μια κρήνη της Ελληνιστικής περιόδου: Wilberg, W., "Das Brunnenhaus am Theater", στο Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 266-273.
109. Keil, J., "Χ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beibl., σελ. 184 κ.ε. και Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στo Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63.
110. Λιμάνι: Atalay, E., "Efes’de Bulunan Hellenistik porte (Önrapor)", TürkArkDerg 19.1 (1970), σελ. 213-215· Zabehlicky, H., "Preliminary views of the Ephesian harbor", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 201-215. Πολεμικό λιμάνι: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63.
111. Υπέλαιος κρήνη: Κρεώφυλος, Εφεσίων Ώραι, όπως αναφέρεται από τον Αθήναιο (8.63) και το Στράβωνα (14.1.4). Ο ναός όμως δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί με το ιερό του Απόλλωνος Πυθίου, το οποίο έχτισαν εκεί οι πρώτοι άποικοι, σύμφωνα με την αφήγηση του Κρεωφύλου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), σελ. 215-219, πίν. ΙΧ-Χ. Πειστικότερη είναι η ταύτιση με τον Αθήναιο, που τον αναφέρει ο Στράβων, 14.1.4 και 21, ως ευρισκόμενο έξω από τη σύγχρονη πόλη: Scherrer, P., "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 379-387.
112. Langmann, G., "Smyrna gefunden", στο Dobesch, G. – Rehrenböck, G., (επιμ.), Die epigraphische und altertumskundliche Erforschung Kleinasiens. Hundert Jahre Kleinasiatische Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. Akten des Symposiums, Wien 23.-25. Oktober 1990 (Wien 1993), σελ. 283-287 (όπου όμως το κτήριο συνδέεται με τη συνοικία της Σμύρνης, καθώς χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ.)· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 66-67 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 144 και 145, εικ. 2. Το παρακείμενο πηγάδι, το οποίο ήταν ενεργό κατά τη διάρκεια της κατασκευής της αποθήκης και σφραγίστηκε αμέσως μετά, περιείχε ένα τελετουργικό δείπνο προς τιμήν της Κυβέλης, καθώς και ένα άθικτο ειδώλιο της θεάς: Scherrer, P., "Grabungen 1992", ÖJh 62 (1993), σελ. 14· Soykal, F., "Eine spätklassische Terrakottastatuette der Kybele aus Ephesos", BerMatÖAI 5 (1993), σελ. 53-56.
113. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 67.
114. Knibbe, D. – Thür, H. κ.ά., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995), σελ. 91 κ.ε.
115. I.Ephesos IV, αρ. 1381.
116. Thür, H., "Arsinoe IV, eine Schwester Kleopatras VII, Grabinhaberin des Oktogons von Ephesos? Ein Vorschlag", ÖJh 60 (1990), σελ. 43-56 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 124-125.
117. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 72-73.
118. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 158 (θέατρο) και 162 (κρήνη).
119. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), σελ. 286-292· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos και Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 73.
120. Fossel, E., "Zum Tempel auf dem Staatsmarkt in Ephesos", ÖJh 50 (1972-1973), σελ. 212-219· Knibbe, D., Der Staatsmarkt. Die Inschriften des Prytaneions. Die Kureteninschriften und sonstige religiöse Texte (Forschungen in Ephesos 9.1.1, Wien 1981). Σύμφωνα με τον Alzinger, W., "Das Regierungsviertel", ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, σελ. 283-294, πρόκειται για ναό της Ίσιδος. Ο Andreae, B., Odysseus: Archaölogie des europäischen Menschenbildes (Frankfurt 1982), σελ. 69-90, τον αποδίδει στο Διόνυσο / Μάρκο Αντώνιο. O Jobst, W.,"Zur Lokalisierung des Sebasteion-Augusteum in Ephesos", IstMitt 30 (1980), σελ. 248-259, θεωρεί ότι πρόκειται για ένα Σεβαστείον, ενώ τέλος ο Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 4 υποστηρίζει ότι πρόκειται για το ναό που αφιέρωσε ο Αύγουστος στο conventus civium Romanorum για τον Ιούλιο και τη θεά Ρώμη το 29 π.Χ. (Dion Cassius 51.20.6). Στο ναό αποδίδεται μια σειρά από κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία βρέθηκαν στο δρόμο νότια της Δημόσιας Αγοράς. O Andreae απέδωσε στο αέτωμα του ναού το περίφημο σύμπλεγμα με τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο, που χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση στο Νυμφαίο του Πολλίωνος. Η άποψη αυτή έχει καταρριφθεί: Lenz, D., "Ein Gallier unter den Gefährten des Odysseus. Zur Polyphemgruppe aus dem Pollio-Nymphaeum in Ephesos", IstMitt 48 (1998), σελ. 237-248.
121. I.Ephesos III, αρ. 859 και 859Α· Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), σελ. 92-94, αρ. 2.
122. Fossel, E., "Zum sogenannten Odeion in Ephesos", στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 72-81· Meinel, R., Das Odeion, Untersuchungen an überdachten antiken Theatergebaüden (Frankfurt 1980), σελ. 117-133· Bier, L., "The Bouleuterion of Ephesos. Some observations for a new survey", στο Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), σελ. 7-18 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 81-84. H άποψη του Alzinger, W., "Die Lokalisierung des hellenistischen Rathauses von Ephesos", στο Bathron. Beiträge zur Architektur und verwandten Künsten für H. Drerup zu seinem 80. Geburtstag (Saarbrücken 1988), σελ. 21-29, ότι στη θέση προϋπήρχε το ελληνιστικό βουλευτήριο δεν είναι πειστική.
123. I.Ephesos III, αρ. 902. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 55 κ.ε.
124. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I 2001), σελ. 71.
125. Το κτήριο δεν έχει ανασκαφεί. Βλ. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 74. Εκτεταμένες αλλαγές επήλθαν στο συγκρότημα κατά τον 5ο αι. μ.Χ., όπως, για παράδειγμα, η προσθήκη ενός δωματίου διακοσμημένου με μωσαϊκά στο νότιο τμήμα.
126. Sextilius Pollio: Knibbe, D. – Engelmann, H. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos XIΙ", ÖJh 62 (1993), σελ. 148 κ.ε., αρ. 80. Βασιλική: Fossel-Peschl, E.A., Die Basilika am Staatsmarkt in Ephesos (Graz 1982) και Alzinger, W., "Frühformen der römischen Marktbasilika", Römische Historiche Mitteilungen 26 (1984), σελ. 31-41· Knibbe, D. – Büyükkolancı, M., "Zur Bauinschrift der Basilica auf dem sog. Staatsmarkt von Ephesos", ÖJh 59 (1989), σελ. 43-45 και Die Basilica am Staatsmarkt in Ephesos. Kleinfunde. Forschungen in Ephesos 9/2/2 (Wien 1991).
127. Weigand, E., "Propylon und Bogentor in der östlichen Reichskunst, ausgehend vom Mithridatestor in Ephesos", Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte 5 (1928), σελ. 71-114 και Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), σελ. 253-318. Η πύλη αναστηλώθηκε μεταξύ 1979 και 1988.
128. Hörmann, H., "Das Westtor der Agora in Ephesos", ÖJh 25 (1929), σελ. 22-53.
129. Στάδιο: Heberdey, R., "Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beiblαtt, σελ. 157-182· Karwiese, S., "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997), σελ. 19-21 και "Grabungen 1997", ÖJh 67 (1998), σελ. 21 κ.ε. Οι εργασίες της εποχής του Νέρωνα οφείλονται στον απελεύθερο C. Stertinius Orpex: I.Ephesos II, αρ. 411, VI, αρ. 2113 και VII.2, αρ. 4123. Στο χώρο αυτό μαρτύρησαν χιλιάδες χριστιανοί τον 3ο και 4ο αι. π.Χ. Mετά την επικράτηση του χριστιανισμού, τα μάρμαρα της αρένας αφαιρέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή εκκλησιών και του βυζαντινού τείχους του Ayasoluk.
130. Lang, G.J., "Zur oberen Osthalle der Agora, der 'Neronischen Halle' in Ephesos", στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von H. Vetters (Wien 1985), σελ. 176-180.
131. I.Ephesos Ia, αρ. 20.
132. Τacitus, Annales 16.23.
133. Ναός: Vetters, H., “Grabungen in Ephesos von 1960-1969 bzw. 1979. Domitianterrasse und Domitiangasse. Grabungen 1960-1961”, ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, σελ. 311-330 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 92-93. Άγαλμα: Meriç, R., “Rekonstruktionsversuch der Kolossalstatue des Domitian in Ephesos”, στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner II (Wien 1985), σελ. 239-241. Για την ταύτιση του αγάλματος με το Δομιτιανό και όχι τον Τίτο βλ. Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), σελ. 254. Ο υπόγειος χώρος κάτω από το πλάτωμα του ναού του Δομιτιανού (Cryptoporticus) λειτουργεί σήμερα ως επιγραφικό μουσείο: Tek, F., “1969-1970 Yilli Domitianus Tapinağı Krıptoportık Kazısında Bulunan Kandıller”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972) σελ. 36-42· Türkoğlu, S. – Meriç, R., “Domitian Kriptoportiği Kazısı Ön Raporu”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), σελ. 5-11· Türkoğlu, S., “Domitianus Kriptoportik’i Kazisinda Bulunan Portreler (Les Fouilles du Crypto-Portique de Domitien)”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), σελ. 12-31.
134. Heberdey, R. – Niemann, G. – Wilberg, W., Das Theater in Ephesos. Forschungen in Ephesos 2 (Wien 1912), σελ. 174 κ.ε., αρ. 61· Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 149, αρ. 66 και 71.
135. Schneider, D., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, στο Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz 1999), σελ. 120-122 και “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 467-478.
136. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991).
137. Sherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 75 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 150.
138. Ασκληπιείο: I.Ephesos IΙ, αρ. 105. Επικεφαλής του Μουσείου: I.Ephesos IΙΙ, αρ. 719. Ιατρικοί διαγωνισμοί στο Μουσείο: I.Ephesos IV, αρ. 1162, VI, αρ. 2065 και 2304, VII.1, αρ. 3068 και 3239, και VII.2, αρ. 4101. Σεραπείο: Keil, J., “Das Serapeion von Ephesos”, στο Halil Edhem Hatira Kitabi I (Ankara 1947), σελ. 181-192· Walters, J.C., “Egyptian Religions in Ephesos”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 281-309· Koester, H., “The cult of the Egyptian deities in Asia Minor”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon. Citadel of the Gods, Symposium held at the Harvard University, 1997 (Harvard Theological Studies 46, Harrisburg 1998), σελ. 111-135 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 148-150. Ταύτιση του Σεραπείου με το Μουσείο: Scherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth RI 2001), σελ. 75. Αργότερα ο ναός μετατράπηκε σε εκκλησία.
139. Thur, H., Das Hadrianstor in Ephesos (Forschungen in Ephesos, 11.1, Wien 1989): καταστράφηκε από σεισμό τον 4ο αιώνα.
140. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrae?”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Fuhrer. 100 Jahre osterreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 443-448. Miltner, F., “Eine Reliefplatte vom Tempel Hadrians in Ephesos”, στο Festschrift zu Ehren Richard Heubergers (Innsbruck 1960), σελ. 93-98· Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 269-278· Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift fur Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 23-71· Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), σελ. 238-258.
141. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 120.
142. Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993)· Knibbe, D. – Thur, H. κ.ά., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995)· Knibbe, D., “Via Sacra Ephesiaca: New Aspects of the Cult of Artemis Ephesia”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 141-156· Thur, H., Via sacra ephesiaca 3 (Wien 2000). Εκτός από το Ανατολικό Γυμνάσιο και τη Στοά, ο Δαμιανός έχτισε έναν οίκο στα Λουτρά του Βαρίου: I.Ephesos III, αρ. 672.
143. Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 15.
144. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), σελ. 104 και 113. Παλαιότερες υποθέσεις το ταυτίζουν με μνημείο του Ανδρόκλου ή με το λεγόμενο Μacellum.
Ephesus (Antiquity)
Συγγραφή : Paleothodoros Dimitris (6/2/2006)
Μετάφραση : Velentzas Georgios
Για παραπομπή: Paleothodoros Dimitris, "Ephesus (Antiquity)",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
1. Position
Ephesus lies beside Selçuk and Kuşadası, 70 km to the south of Smyrna, near the mouth of River Cayster (Kuçuk Menderes). It has been uninterruptedly inhabited, although it declined after the Arabian conquest of 654/655. Excavations in the city and the neighbouring Artemisium began under the British architect J.T. Wood in 1862 and have been resumed by the Austrian Archaeological Institute since 1895.1 It is the busiest archaeological site of Asia Minor, with more than 2,500,000 visitors every year. A large part of the city’s remains has been restored mainly focusing on the Roman part of the city.
2. History of Ephesus
2.1. Prehistoric Period
Traces of habitation in the area of Ephesus date from the Neolithic period and, mainly, from the Middle and Late Copper Age (2000-1200 BC). Ephesus is identified with the city Apaša, found in the records of Hittite kings as the capital of the Asia Minor kingdom of Arzawa, towards the late 14th century BC.2 The exact position has not been traced: a Mycenaean inscription of the 14th century BC was excavated in 1962 at the foot of the hill Ayasuluk, while more recent research carried out by the Museum of Selçuk in the same position revealed some bronze findings of the same period.3
2.2. Foundation of the City and Early History
According to myth, Ephesus was founded by Androclos, the son of the Athenian King Codrus, and a mixed population from Athens, Samos and Aetolia.4 When they went there they found a pre-existent settlement built by Lelegians and Carians or Lydians, who worshipped the Great Mother of Gods. The colonists drove the natives out of the upper city but did not harm those living around the sanctuary. They identified the goddess of the natives with Artemis and founded the first fortified position about 1200 m (7 stadia) from Artemisium.5 According to tradition, the city was founded in the second half of the 11th century BC, although archaeological finds do not support such an early date.6
Androclos was the first king of the city. He led the Ionians during the war against the Carians and their Samian allies. When the Carians campaigned against Priene, Androclos came to help but, despite the victory, he was killed along with lots of Ephesians.7With the help of the phylai of Teians and Careneans the Ephesians who survived revolted against the sons of Androclos, who were recognised as citizens, while two phylai were named after them.8
Ephesus was a member of the Ionian Dodecapolis, which was formed after unification of the Ionian states which had destroyed the city Melie and formed the Panionium. Earlier views supporting that a former Ionian confederation was based in Ephesus and that the king of Ephesus was the king of all Ionians lack a historical basis.9
2.3. Archaic Period
Around 640 BC Ephesus and the sanctuary of Artemis were raided by the Cimmerians. Pythagoras became a tyrant towards the late 7th century BC and adopted an anti-aristocratic policy. He was succeeded by a family branch of the Basilides connected with the kings of Lydia [Melas the Elder was the brother-in-law of Gyges (680-652 BC), while his grandson Miletus had married the daughter of Ardys (late 7th c. BC)]. Melas the Younger must have succeeded Pythagoras in power, while his son Pindar was a tyrant when his uncle Croesus ascended to the Lydian throne in 561/560 BC. In the conflict over the Lydian throne Pindar took the side of Croesus’ half-brother Pantaleon. Croesus besieged the city, but the Ephesians connected it through a rope with the sacred Artemisium and were saved. Finally, Pindar was exiled and Ephesus signed a peace treaty with Lydia, while the city was transferred towards Artemisium. Pasicles assumed power as an aesymnetes but was assassinated by Melas III, the son of Pindar. The Ephesians summoned the Athenian Aristarchus, who established democracy and governed the city for five years. After the Persian occupation (546 BC) pro-Persian tyrants, such as Athenagoras and Comas, were imposed.10 The city participated in the early operations of the Ionian Revolt (499-494 BC) but was soon subjugated.11 In 492 BC a fully democratic regime was established.12
2.4. Clasical Period
In 465 BC Ephesus joined the Delian League,13 though it defected in 412 BC.14 In 409 BC the Athenian general Thrasyllus attempted to capture it, without success,15 while in 407 BC the Spartan general Lysander arrived and was welcomed warmly.16 The Spartan admiral tried to approach the aristocrats of Asia Minor by forming Hetaereiae (political associations) absolutely devoted to him. He also helped to increase the income from the harbour of Ephesus as well as the general welfare of the city.17 He returned in 405 BC and escalated the war, whose outcome had been favourable to Athens so far.18 Ephesus remained pro-Spartan even during the wars between the Spartans and the Persians (399-394 BC).19 It was the Spartan military base in Asia Minor during the operations between 392 and 388 BC.20 Under the Peace of Antalcidas (387 BC) the city returned to the Persians. Around 370 BC Ephesus was liberated by a democratic leader, Herophytus, before it was captured again by the satrap of Lydia Autophradates.21
In 336 BC, when Parmenion campaigned to Asia Minor, Ephesus was convulsed by a pro-Macedonian democratic revolt that overthrew the pro-Persian oligarchy. However, the revolt failed and a little later the oligarchs under Syrphax, returned to power. In the summer of 334 BC, after the battle of Granicus, Αlexander entered Ephesus. The mercenary guards had previously escaped on two triremes. The democratic followers of the Macedonians started to slaughter the oligarchic supporters of Memnon, the Rhodian military commander of the Persians. Alexander stopped the bloodshed, restored democracy, gave away to Artemis the tax the city paid to the Persians, expressed his respect for the agelong history of the two cities and ordered the return of the exiles. After he sacrificed to Artemis, he marched with his army arrayed for battle through the city and left.22 In 324 BC Ephesus was under the control of the tyrant Hegesias, an organ of the Macedonian policy, who was killed by three brothers.23
2.5. Hellenistic Period
After Alexander died Ephesus came briefly under Perdiccas, before it was occupied, along with the entire Ionia and Lydia, by Antigonus I Monophthalmos (the One-Eyed) (321/320 BC). Under the Conference of Triparadisus (319 BC), the region came under the satrap of Lydia Cletus and the command of Antipater, who was driven off by Antigonus the following year; the latter captured Ephesus and snaffled the 600 talents of its treasury. The city remained in the hands of the Antigonids until 302 BC, when Cassander’s aide Prepelaus occupied it for a while. However, Demetrius counterattacked in 302 BC and the city surrendered immediately.24
After the Battle of Ipsus (summer of 301 BC), Demetrius withdrew to Ephesus.25 The city was engaged in a three-year bloody war against the tyrant of Priene Hieron, a confidant of Lysimachus, but went bankrupt.26 In 294 BC Ephesus came under the control of Lycimachus.27 He decided to create a large city near the old one, which was named Arsinoea after his wife. For this reason the inhabitants of Colophon, Fygela and Lebedus also joined the new city. Despite its tyrannical character and the reaction from the inhabitants of the above cities, the transfer benefited the development of the city.28 After Lycimachus died (281 BC), Ephesus remained free. However, not before long the city, along with other coastal Asia Minor positions, came under the control of the Lagids.29 In 261-260 BC the son and successor of Ptolemy II, viceroy in Asia Minor and joint ruler from 267 BC, settled in Ephesus and Miletus. With the help of some Timarchus, tyrant of Miletus, Ptolemy revolted against his father, but was killed by his mercenaries. In the same period the Rhodian fleet defeated the Ptolemies in Ephesus. The city came under the Seleucid rule and became the base of Αntioch II in Asia Minor.30
After Antioch II got married to Berenice, the daughter of Ptolemy II (252 BC), his previous wife Laodice settled in Ephesus. Shortly later, in 246 BC, King Antioch II died in the city – he was probably assassinated.31 His death resulted in an oppressing crisis and the invasion of Ptolemy III into Asia Minor. Ephesus came again under Lagidian control until 197 BC.32
In 197 BC the city was captured by Αntioch III and became his most important base in the Aegean. Hannibal landed there (195 BC) before the subsequent unsuccessful war between Antioch and the Romans. In 189 BC, after he was defeated in the Battle in Magnesia ad Sipylum, Antioch evacuated Asia Minor. Ephesus and Tralleis were ceded to Εumenes II, the loyal ally of Rome.33 Ephesus was proclaimed the second city of the kingdom, second only to Pergamon.34
In his will Attalus III bequeathed his kingdom to the people of Rome, while Ephesus became free. The subsequent Aristonicus' revolt (133-129 BC) offered Ephesus the opportunity to prove its importance as a new ally of Rome: despite the initial defeats of the Romans, the Ephesian fleet won a decisive victory against Aristonicus (131 BC) and made him evacuate the coast. When the revolt ended and the province of Asia was formed, Ephesus remained free along with most important Greek cities.35
2.6. Ephesus under Roman Administration
Ephesus played an important role in the events in the province during Mithradatic War I (90-86 BC). The invasion of the king of Pontus Mithradates VI to the province of Asia fired unprecedented enthusiasm accompanied by the hatred against the Romans. The Ephesians played the leading part in anti-Roman demonstrations: they were the first to smash the Roman statues in the city and readily participated in the slaughter of 80,000 men, women and children from Italy (88 BC) by virtue of an order issued by the king during his stay in the city.36 Mithradates answered by expanding the territory of the asylum in Artemisium of Ephesus. However, the cruel behaviour of the king of Pontus towards the Chians, whom he exiled to the Black Sea, and the appointment of Philopoemen from Stratonicea, a violent military commander and father of his latter wife Monime, in Ephesus led the city to a revolt. The Ephesians besieged the Pontic guard, imprisoned and killed its commander Zenobius and summoned the rest of the Greeks to join them in the war on the side of Rome and their common freedom.37 However, this change did not save the city from the terrible consequences of Sulla’s arrangements: the Roman general convened a congress in Ephesus and reorganised the province. Ephesus was deprived of its freedom (84 BC) and was asked, along with the cities that did not resist Mithradates, to pay high war indemnities.38 About the same period Ephesus was raided by pirates.39
At least from 75 BC Ephesus became a centre of judicial administration (conventus).40 In 57 BC Ptolemy XII sought asylum in the city while waiting for some Roman general that would restore him to the throne he had lost when the people of Alexandria had revolted.41
The city came again at the forefront during the Civil Wars. In 49 BC Metellus Pius Scipio, Pompey’s father-in-law, unsuccessfully tried to snaffle the treasure from the sanctuary of Artemis. However, he confiscated the money managed by the tax collectors (publicani) of Ephesus.42 The next year (48 BC) Caesar landed there, accepted the representatives of the Ionians, Aeolians and the cities of Asia and tried to reorganise the province by proposing a new tax system particularly favourable for the cities.43 In 43 BC the assassins of Caesar Brutus and Cassius compelled the Asian cities to pay them taxes for 10 years.44 In 41 BC Marcus Antonius entered the city as a New Dionysus during a Bacchic ritual. He gathered the Greeks in the city and demanded that they pay him taxes for 2 years. Antonius returned with Cleopatra in 33 BC.45
2.7. Ephesus in the Roman Imperial Period
In the years of the Julio-Claudian and the Flavian dynasty Ephesus became the third most important city in the empire (following Rome and Alexandria).46 From 29 BC on it replaced Pergamon as the base of the proconsul-commander of the province of Asia.47
Although Augustus reduced the territory of the sanctuary of Artemis and allowed the transfer of the union of the Couretes from Artemisium to Prytaneion, in the upper city, he increased his income by annexing various regions to the NE of the city, in the valley of Cayster.48 In this way a long period of peace and prosperity started, interrupted only by the destructions caused by earthquakes in 17 AD and, mainly, in 23 and 29 AD.49
There is sparse evidence about the city concerning this long period of peace in the first centuries of the empire: while in Ephesus, Apollonius of Tyana predicted on 18 September 96 the conspiracy that put an end to the reign of Domitian (81-96).50 In its heyday, in the early 2nd century, the city had a population of 200,000 people.51 At the time, the city is often described on inscriptions as the ‘first and greatest metropolis of Asia’. Trajan in 113/114 and Hadrian in 124 and 129/130 visited the city. Emperor Lucius Verus (161-169 AD) was a guest of Vedius Gaius between 162 and 164, on his way to the land of the Parthians. When he returned (166-167), he was accepted by the sophist Titus Flavius Damianus. But the troops spread a fatal epidemic to the citizens.52
The 3rd century was a period of decline: the final blow to the city’s wealth was the devastating earthquake of 262, followed by the raiding Goths, who sacked Artemisium.53 Despite the individual attempts of some emperors, such as Diocletian (284-305), Konstantios II and Konstas, the city recovered only towards the late 4th century, when Theodosius the Great undertook a large-scale rebuilding project.54
3. Institutions
The early political system of the city was monarchy.55 Ephesus is reported as the seat of the king of Ιonia.56 Later on, the Basilides, descendants of Androclos, probably exercised full power.57 In the Roman period their members enjoyed several honorary privileges. However, later sources talk about a ‘king’ – a title the philosopher Heraclitus also inherited but rejected to his brother’s account.58 The ‘rule of the Basilides’ was a hereditary oligarchy and one of its members performed the annual duties of the king.59 The king of Ephesus is reported on inscriptions from Augustus’ years, but he must have been some kind of an official.60 Lexicographical sources have preserved two more titles synonymous with the king, Ἐσσήν andπάλμυς.61
After a long period of insecurity things were stabilized in Ephesus thanks to the democracy established in 492 BC. The eponymous archon was renamed prytanis. The assembly of the people is evidenced mainly by resolutions of the 4th century. The Boule had pre-sessional powers. Among the rest of the officials were the proedroi, assigned with the duty of dividing new citizens into phylai as well as the chiliastyes (thousands, a division of the people of Ephesus), theεσσήνες (priests of Artemis), the agonothetes (judge of the contests, president or exhibitor of games) and the νεωποίαι (officials in charge of the temple-fabric).62
The system divided the inhabitants of Ephesus into five tribes (Ephesians, Teians, Careneans, Euonymoi, Bembinaioi), with the citizens being subdivided into chiliastyes, which incorporated the Attic-Ionian tribes. There is evidence about 50 chiliastyes corresponding to the five original tribes and the three tribes formed in the Roman period (Sebaste, Hadriane and Antoniane).63
In the Hellenistic and Roman period Ephesus was mainly ruled by aristocracy. Apart from the bodies of the Boule and the Ekklesia, the new body of the senate was formed, mainly with religious duties and chiefly related with the finances of Artemisium. The body consisted of over 300 members in the early 2nd century, most of whom were wealthy citizens who benefited the city, while in the same period the Boule included 450 members. The Boule and the Ekklesia, although in the Roman period they did not have any fundamental duties to formulate external policies, took important decisions on critical matters, such as the management of public land, the selection of building plots as well as the maintenance of the road system and the supplies of water and grain.64 The institution of the prytanis lost its importance after 17/18, when it was bestowed for life to a freedman of Augustus.65
4. Economy and Coinage
The fame Artemisium enjoyed as well as its relations with the Lydian kingdom and, later, the Achaemenid administration, helped the city prosper greatly. It is the first Greek city to mint coins, staters from electron, towards the late 7th century BC. In the early 6th century BC, always according to the Phoenician weight standard, a coin is minted, with the head of a deer on the obverse and an incuse square on the reverse. In the years of Croesus (561-546 BC) a new series of silver coins was issued (drachmae and two-drachma coins) according to the Phoenician weight standard, representing a bee on the obverse and an incuse square on the reverse; it survived until the Ionian Revolt.
When the city entered the Athenian League in the 5th century BC it was driven to economic decline. It is unlikely that any coins were minted then. In the Ionian War it adopted the Rhodian weight standard (four-drachma coin of 11.7 gr) and minted coins according to former types, adding the name of the official responsible for minting.
There is little information about the economic life of the city in the 4th century BC. The refusal of the Ephesians to accept Alexander to rebuild Artemisium proves that they believed in the vigorous economy of the city. Ephesus is one of the few Asian cities whose silver four-drachma coins of the Rhodian weight standard representing the bee and the letters ΕΦ on the obverse and the head of the deer popping out of a palm tree on the reverse remain robust.
In the Early Hellenistic period the city also adopted the types of the Hellenistic kings and issued Alexander type coins and also coins of Demetrius Poliorcetes and, later, Lycimachus, adopting finally the Attic weight standard. Despite the various benefits offered by Antigonus and Demetrius, 66 the city’s economy collapsed during the war against Priene (300-297 π.Χ.).67 Resurgence came when the city was refounded by Lycimachus. Despite political instability in the 3rd century BC and the successive conquerors, the city was uninterruptedly an important intermediary centre of commercial transactions carried out with caravans from Syria to the West. Grains were provided by Rhodes and, in this way, the city participated in an international network of exchange.68 It started minting bronze coins according to the traditional types with the addition of the bust of Artemis, according to Greek models. Of equal importance must have been the activity of the bankers of the priesthood in Artemisium of Ephesus.69
In the 2nd century BC, when the city belonged to the kingdom of Pergamon, Ephesus became the main harbour of the Attalids, thus replacing Elaea. From about 188 BC Ephesus was one of the most important numismatic workshops producing Cistophoric coins. However, the former silver coins, that is, the drachma of the Attic weight standard the city minted from about 202 BC (4 gr), were not abandoned. On the obverse is depicted the bee of Artemis with a border of dots and the inscription ΕΦ, while on the reverse is depicted a deer in front of a palm tree. This type of coin must have been suspended from issuing around 170 BC.70
In 134/133 BC Ephesus, as a free city, introduced both a Cistophoric coin and a new era, marked by the liberation of the city. The coin lasted until 49/48 BC, when a new period, the prevalence of Caesar over Pompey, started.71 From 58 BC onward the Cistophoric coins of the city carried the names of some proconsuls of Asia.
As soon as the province of Asia was established, Roman tax collectors (publicani) were interested in the income of the sanctuary of Artemis. They claimed the income from the sacred lakes surrounding River Cayster. The city of Ephesus sent to the Senate, which arbitrated the dispute, the famous geographer Artemidorus (104 BC), who managed to preserve the area for the account of the sanctuary and its priests.72 The first Roman merchants from Delos settled in the area about the same period.73 Those years Ephesus was the main harbour of Asia and one of the most important customs stations. Goods from and to Asia Minor were concentrated and chief business establishments were based there.74 Ephesus at the time was a major slave market, while there were workshops of Eastern Terra Sigillata B, already from 100 BC, and oil lamps.75 Some of these goods were exported to Alexandria as well.76
The period of the Mithradatic Wars was marked by the issuance of a gold coin representing the head of Artemis on the obverse and the cult statue of the goddess on the reverse , along with the city’s symbols (deer and bee). The 1st century BC was a particularly difficult period for the city, both because of the heavy indemnities it paid to Rome and because of the heavy taxation imposed by various Roman generals. The predominance of Augustus and the emergence of Ephesus as the capital of Asia in 29 BC benefited the development of the city. Augustus permitted Ephesus and Pergamon to issue gold coins in an effort to revive the economy of the province, which had been ruined after a century full of wars and riots. Ephesus also minted Cistophoric coins as well as bronze sesterces.77 The earliest coins of the series bear the names of the officials who supervised the mint of the city (grammateus - secretary, archiereus -chief-priest, archiereus grammateus, episkopos- overseer).
The city had bought and sold the posts of the priests and had significant income until 44, when the process was repealed through a decree issued by Proconsul Paullus Fabius Persicus.78
In the second half of the 1st century, mainly during the reigns of Domitian and Trajan, Ephesus reached its heyday. Wealthy citizens competed in benefactions, while the most talented of them became members of the Senate.79 Rich senators and retired Roman officials choose the city as the place to live. It is worth mentioning that the city’s bronze coins do not bear names of officials except for rare cases, when the name of the proconsul appears. The city minted coins systematically throughout the first three centuries of the empire until the reign of Gallienus (262-269). Furthermore, the Cistophoric coins of the Flavian emperors (69-96) appeared, particularly of Hadrian, where the figure of the statue of Artemis of Ephesus and the temples of the neokoria dominate. The city stopped minting coins in 262.
Already from the beginning of the 2nd century financial distress started to emerge: the agoranomoi (market officials) assumed increased power and prestige in the city, boasting of the honest way they exercised their duties.80 The price of grains was always on the increase and was almost doubled between the reigns of Trajan (98-117) and Caracalla (211-217), without apparent reason.81 Several wealthy citizens boasted that they provided the city with grains they had brought from Egypt.82 Emperor Hadrian himself (117-138), during his visit to the city, permitted the Ephesians to be supplied with Egyptian grains, which the Roman administration monopolised.83
5. Religion and Cults
The religious life of Ephesus was dominated by the presence of Αrtemis of Ephesus, although the rest of the Ionian gods were worshipped as well. Among the earliest sanctuaries is that of Apollo Pythios, while epigraphic evidence the cults of Zeus, Apollo Patroos, the Great Mother of the Gods Cybele and Dionysus. Written and epigraphic sources provide information about the cult of Demeter (of an Eleusinian character in the Roman period), Aphrodite, Asclepius, Hephaestus, Hestia and the deities of the prytaneion Leto, Nemesis, Poseidon, the Egyptian gods (Sarapis and Isis), as well as the deities of a strongly Hellenistic character (Tyche). The above are completed by the cult of lesser deities and heroes (“all the Gods”, the Cabiri, the enigmatic Ενέδρα, Fruit Bearing Earth, Hecate, Heracles, Most High God, Pan, Pluton, Concord, Pion, the mountain god and several river deities such as Cayster, Mnaseas and Klaseas).84 A key parameter in the religious life of the city is the participation in the religious events of the Ionian Dodecapolis, which in the 5th century BC were held on the outskirts of the city.85
The Imperial Cult was of cardinal importance in the religious life of the city in the Roman period.86 In the early days of the institution Philip II was established as the ‘synnaos’ (worshipped in the same temple) of Artemis (336 BC), honours were conferred to Hellenistic rulers, Publius Servilius Isauricus, proconsul of the province in 46-44 BC, who was very much appreciated for his clemency (clementia), was worshipped87 and Julius Caesar was honoured. A temple of Rome and Julius Caesar was built in the city in 6/5 BC, upon permission of Augustus. Later on, in return for the helped offered by Tiberius to the cities of Asia after the earthquake of 17 AD, Ephesus asked permission to found a temple for the emperor in the city, which was rejected because the main deity of Ephesus was Artemis.88 Already from the years of Nero the city was called neokoros of Artemis. The covetable title of neokoria with its privileges was finally bestowed in Domitian’s years. The title of the second neokoria was awarded when Hadrian visited the city (129). The inscriptions ‘ΝΕΩΚΟΡΩΝ’ and ‘ΔΙΣ ΝΕΩΚΟΡΩΝ ΑΣΙΑΣ’ appear on coins of the early 2nd century. There is later evidence about a third title in the years of Caracalla (211-218), which was finally not awarded, as well as a fourth one (on coins of the years of Elagabalus), which may be attributed to the neokoria of Artemis.
Christians appeared early on in the city. Apostle Paul stayed there for a long time (53-55). His preaching caused the revolt of the goldsmiths under some Demetrius because Paul claimed that the idols of gods made by human hands, were false gods. His view was a direct threat to Artemis of Ephesus. The goldsmiths gathered in the theatre, where Alexander, the representative of the Jews of the city, tried in vain to keep a distance from Paul’s preaching. Because the Jews of the city as well as Paul’s companions ran the risk of being slaughtered, the Authorities assuaged the crowds and relieved the tenseness of the situation.89 It should be pointed out that there were some groups of Christians that did not get on well together.
According to the occult Christian literature, Saint John the Evangelist stayed in Ephesus for a long time. The Virgin Mary is said to have been with him. He is assumed to have written the Book of Revelation (Apocalypse of John) there.90 About the same period Ignatius of Antioch in a letter makes an extensive reference to the Church of Ephesus and its bishop Onisimus. Christianity spread quickly in the city, despite persecutions and martyrdom in the special arena. The earthquake of 262 and the destruction of Artemisium marked the decline of the goddess. In the 4th century Demeas boasted that he had expelled the icon of evil Artemis from the position it had held on Hadrian’s Gate and replaced it with the Christian cross.91
6. Topography
6.1. Ephesus in the Geometric and the Early Archaic Period
Ephesus was founded at the mouth of Kaystros’ estuary.92 At the beginning of the 1st millennium the sea level was about 2m below the current level, while Cayster’s mouth was about 10 km from the current coast and 3.5 km N-NE of the hill Ayasoluk.93 The earliest settlement was called Coressus.94 The position had been long identified with the cove to the east of Cape Tracheia.95 Sparse fragments of archaic vases have been found there,96 while a part of the fortification, possibly dating from the Archaic period, has survived.97 Foundations of residential buildings have also been preserved. However, the largest and most important part of the archaic and classic city lay on a hill: most researchers identify this hill with Mount Pion (Panayır Dağ), where the so-called Ionian acropolis has been traced.98
Cape Tracheia is identified with the narrow peninsula defining the gulf and the towering Mount Pion to the north, in front of the Roman theatre. According to Strabo, the quarter of Smyrna was between Cape Tracheia and the so-called “Lepre Akte”, at the foot of the Mount Preon (Bülbül Dağ). At that point, below the Hellenistic and Roman Agora, a settlement, whose early phase was in the 8th century BC, was excavated. The name of the suburb caused groundless assumptions about Antiquity, though most possible must be that of Langmann, according to which merchants and immigrants from Smyrna lived there.99 The position was abandoned in the early 6th century because the sea level rose, although some craftsmen remained. A third early settlement was traced at the slope of the Mount Preon, to the south of the Roman Agora, while tombs of the Late Archaic and Classic period were discovered in the quarter of Embolos.100
According to Herodotus, Croesus attempted to transfer the city towards Artemisium of Ephesus and the ancient Carian-Lydian settlement. However, it seems that the grid pattern actually expanded significantly towards Artemisium.101 A part of the new settlement was traced in the 1920s by J. Keil, where remains of 5th century BC houses were found.102 The cemetery of Croesus’ city was recently discovered on the SE slope of Ayasoluk: the sarcophagi and the tomb buildings of the 5th century BC were found to found to overlie directly Carian-like tombs of the 8th century BC, without signs of intermediate use, though.103
Nothing is known about the gymnasia, the temples and the theatre of the Classical period, apart from occasional references in historical sources and epigraphic evidence. However, important evidence about early cults in the city can be found in the sanctuary with the rock-carved inscriptions, on the eastern slope of Mount Pion; the sanctuary was dedicated to Zeus Patroos and Apollo Patroos as well as to Meter Oreia (Mountain Mother).104
6.2. The City of Lycimachus
The harbour of the archaic and the classic city fell into disuse when silt from River Kaystros and minor rivers of the region (like Selinous and Marnas) was deposited, while the rising sea level threatened the city with flooding. Lycimachus built the new city near the coast surrounding the slopes of Mounts Preon and Pion.105 He fortified the city with imposing walls 9 km long, famous in antiquity, which have been preserved in good condition on Mount Preon and are the most remarkable example of defensive architecture in the Hellenistic Asia Minor.106 The two most important gates of the city, evidenced in numerous literary and epigraphic sources, were the so-called Magnetic Gate, the main gate, identified already from 1863, and the Hellenistic gate, which had a square tower on each side and a yard, with the entrance to the city at the back. However, the construction of the existing structure dates from the years of Augustus.107
The course of the wall on Mount Pion has not been accurately identified yet. It seems that it was partly identified with the course of the Byzantine wall, passing past the south of the Roman theatre or under the cavea. The Coressian Gate must have been there.108 Traces of the powerful fortification of the Hellenistic period have been found to the north of Mount Pion, above the harbour of Coressus. Only the positions dug for laying the foundations on the rock have survived because the stones of this wall were used in the reconstruction of the Late Roman wall. There was a formidable stronghold at the top of the mountain, while on the eastern slope the fortification was connected with the fortification of the main city.109
The harbour of the Hellenistic city has not been accurately traced yet. It must have been immediately in front of the main grid of the city, along the slope of Mount Preon. Perhaps there was a second, military harbour, to the south of Cape Tracheia.110 In the same area, to the west of the hill, there are traces of a Hellenistic fortification as well as a small peripteral temple (measuring 22.05x14.7 m. in the stylobate and a cella 10.3 m long), beside a well, identified with the position Hypelaion, where, according to myth, Androclos had killed a wild boar.111
The city was built according to the Hippodamian model for town-planning. Few monuments can be seen today and, in general, the picture is not fully formed. In the western part of the Lower Agora, the so-called Tetragonos Agora, which was built later, there are remains of a relatively small Agora. The former covered almost half of the Roman Lower Agora, had an almost square ground plan and measured 100-110m. The construction of the Hellenistic Agora originally required levelling off the quarter of Smyrna. The buildings included a poorly preserved warehouse with two rows of 7 or 9 square chambers, with the east ones looking to the Agora and the west ones to a street. The building was 43.4 m long and 11.5 m wide.112 Later on, the building was changed when a portico (as deep as a room, that is to say, about 4.6 m) was added on the eastern side, while the north and the south wall were extended. Finally, there were further modifications to the building, when a new portico was added on the northern side, while around 100 BC the entire square of the Agora was framed by porticoes, thus acquiring the typical appearance of Hellenistic Agoras of Asia Minor. At the place, where the western gate of the Roman Agora lies, building remains of a gate were excavated, probably identified with the original, early Hellenistic Coressian Gate.113 Two fountain-buildings of the Hellenistic period and houses of the second half of the 1st century were found in the same area.114
There was also a second Agora, which must have served administrative and religious purposes. Although not accurately traced, it is evidenced on an inscription of the period of Lycimachus and it should be searched to the west of the Tetragonos Agora.115
In front of the houses of Embolos and a little lower than the so-called Alytarchs’stoa (5th c. AD) there are the remains of an octagonal burial monument, probably of Arsinoe, the murdered sister of Cleopatra (41 BC), which imitated the Pharos (Lighthouse) of Alexandria. The building had a polygonal ground plan with Corinthian columns and a richly decorated epistyle. It supported an octagonal pyramid crowned by a sphere.116 The Heroon of Androclos was found fast beside. Finally, a monument of the second half of the 1st century BC, at the end of Sacred Way, was dedicated to G. Memmius, a grandson of Sulla.
At the place where the stoa-basilica of the period of Augustus was built a smaller Hellenistic stoa and traces of a Hellenistic stadium were discovered.117 Among the monuments of the Hellenistic period is the original theatre at the foot of Mount Pion, which probably dates from the 1st century, along with the neighbouring monumental fountain.118
6.3. The City of Augustus
The grid plan of the Roman city and the archaeological site are divided into two sections: the upper city called Coressus in the Roman period, along Mt. Panayir Dağ, where the main public monuments were,119 and the lower city in front of the harbour. The rebuilding of the city, as a special commercial, religious, administrative and cultural centre was carried out mainly on the small plateau between Mt. Pion and Mt. Preon, where the so-called Public Agora, a large and paved rectangular measuring 160 x 58 m, was constructed. The square probably pre-existed. In the western part of the square a prostyle temple of the 1st century BC had been erected. Because it was completely destroyed, it has not been accurately identified.120
The lavish Prytaneion was built along the same axis with the temple, probably under the supervision of the emperor’s freedman Julius Nikephoros, who was elected prytanis of Ephesus for life, in 18 BC.121 Beside the Prytaneion is the Βouleuterion or Odeum, whose preserved form belongs to the reign of Lucius Verus (160-169). It is a comfortable amphitheatric place standing against the slope of the Mount Panayir Dağ. It had a seating capacity of about 1,500 people. It dates from about 150 AD and is attributed to Publius Vedius Antoninus and his wife Flavia Papiane.122
To the west of the Bouleuterion or Odeum there was a shrine of Augustus and Artemis, which was surrounded by a colonnade in the Ionian order on its three sides and enclosed a high podium 15 m wide, where an altar or a small temple in Roman style stood. The building existed already from 25 BC, when Apollonios Passalas dedicated a statue of Augustus.123 The same area may have accommodated the Hellenistic or early Roman gymnasium, where Apollonius’ father, Herakleides, in his capacity as nearchos (leader of the youths), made a dedication along with the young to Augustus, the builder of the city.124 On the eastern side of the Agora, against the Mount Panayir Dağ, there is a large complex of Roman baths, formerly believed to have been the baths of Varius, dating from the mid-2nd century AD.125
On the northern side of the Agora, in front of the temple and the shrine, lies the Basilica Stoa, a large three-aisled, two-storied stoa with Ionian colonnades, two of which were internal and one external. It is one of the most impressive buildings of Ephesus, dedicated by C. Sextilius Pollio and his family in 11 AD.126
The main axis of the city, which was probably in effect already from the Archaic period, the so-called Plateia, started from the Magnetic Gate, passed to the south and west of the public Agora and then ran down the valley between the mountains Pion and Preon before ending in the Tetragonos Agora.
The Tetragonos Agora of Ephesus also dates from the period the city was refounded by Augustus; it replaced the respective Administrative Agora of Hellenistic Ephesus. It lay near the harbour and was the commercial centre of Ephesus. It is a square with a side of 111 m, surrounded by porticoes, while shops and workshops were at the back. The overall length of each side is 149.5 m. Access to the Agora is through the gate dedicated by two wealthy freedmen of Augustus, Mazaeus and Mithradates in 3 or 2 BC, which was called Triodos in Antiquity. It is an arch with three entrances, resting on strong pillars. There was rich architectural decoration on the arch and the epistyle. It was dedicated to the emperor, his wife Livia, his daughter Julia and his brother-in-law Agrippa.127 Apart from this gate, there were two more gates in the Agora, one monumental gate with propylon on the western side, where West Street (measuring 160 x 24 m) ended, which was framed by a Dorian colonnade, and another quite plainer gate on the northern side.128
The main road axis branched at Triodos: the first road led to the harbour and Pygela, while the second one led to Coressus via the coast.
The Stadium, built partly at the foot of Mount Pion, must have replaced a building of the years of Lycimachus, although recent research did not provide any evidence from the Hellenistic period. The preserved building dates from the period of Nero (54-68). It measures 230 x 30 m. The race track is narrower to the east, which probably certifies the existence of an arena for violent spectacles – mainly fights between gladiators and wild animals. It has been preserved in very poor condition: only the ends of the underground passages have been preserved at the ends of the U-bend.129
The city of Augustus and particularly the monuments in the two Agoras, about which there is some evidence, were extensively destroyed during the earthquakes of 23 AD. The main activities until the reign of Domitian were restoration works. The Stadium was dedicated in the years of Nero, while there are epigraphs of that period in the Tetragonos Agora. However, the most important monument of the period is the large two-aisled basilica on the eastern side of the Tetragonos Agora. According to epigraphs, it was dedicated to Artemis of Ephesus, Nero, his mother Agrippina and the citizens of Ephesus.130 Between 54 and 59 a large building serving the needs of the city’s fishermen was constructed in the area of the harbour.131 About the same period works at the harbour of the city were carried out by Proconsul Barea Soranus in Nero’s years. The official was later accused of intending to increase his publicity in Asia and revolt.132 Finally, during the reign of Vespasian (69-79) the Magnetic Gate was rebuilt and three monumental entrances crowned by arches were also created.
6.4. Heyday and Decline: From Domitian to Gothic Raids
Ephesus exited the standstill that followed the destructions of 23 AD when it was selected as the neokoros city in order to accommodate the temple of Emperor Domitian, in 88-89. The temple of the emperors was built to the west of the Agora, at the centre of a large square measuring about 50 x 100 m, which was supported by a system of barrel vaults. It was a small prostyle temple with 4 columns and a pteron with 8 columns on the short and 13 columns on the long sides. The stylobate stands on a high crepidoma of eight levels measuring 24 x 37 m, while the dimensions of the cella were just 9 x 17 m. The cult statue of the emperor, who is represented sitting, is of colossal dimensions: it was 5 m high. Only the head and the one hand have been preserved. In front of the cult statue there was an altar decorated with reliefs. After the emperor died the Ephesians dedicated the temple to the memory of Domitian’s father Vespasian. In front of the temple there is a high parapet consisting of two half-columns and niches with two statues.133 Opposite the square of the temple C. Laecanius Bassus built a particularly impressive monument, the Hydrecdocheion.
The contests in honour of the emperor were held in the swamps to the west of the Gymnasium of the Stadium – an area that was levelled so that a large square measuring 220 x 220 m, the Xystoi, could be created and the sports events could take place. The square was surrounded by porticoes. The Sebaston Gymnasium and the Harbour Baths, a complex on the northern side of the so-called Arcadian Street, were constructed to the west of this area. The construction of harbour baths led to modification works at the harbour, which were carried out during the reign of Trajan. 134
The two central points of the city, the temple of the emperors and the area of the harbour, were connected through the main street, the Plateia, which was surrounded by colonnades (running through the quarter of Embolos and at its central point acquiring the current name Couretes Street), and was continued in Marble Street, its first parallel to the east. Couretes Street (priests of Artemis of Ephesus) starts at the north end of the square of Domitian leading from the upper city to the harbour.
Marble Street is the sacred street surrounding the Mount of Panayir Dağ and leading from the Library of Celsus to the Stadium. It was given the particular name because it is covered with large marble slates, which date from the 5th century AD, though. Along the eastern side there is a stoa. At the junction of Marble Street with Arcadian Street, which comes from the harbour, is the entrance to the Theatre. The latter was named after Emperor Arcadius, the son of Theodosius (395-408), who is responsible for its final shape. It was 528 m long and had porticoes on the sides. The porticoes were about 11 m wide and had mosaic floors. Arcadian Street ran to the harbour through an impressive gate, which has left only a few remains.135
On the eastern side of the square of Domitian and fast beside the western end of the Agora there is another important monument, the Nymphaeum of Pollio.
Aristion donated two more nymphaea during the reign of Trajan. The first one was on the street crossing the southern part of the Public Agora. On the fountain’s facade there were statues of emperors and noble citizens of Ephesus, some of which are exhibited in the city’s museum. In the southwestern corner of the Agora there was another two-storied fountain with a large cistern, the Hydrecdocheion, with statues today exhibited in the Museum of Ephesus. The second fountain-building donated by Aristion is the Nymphaeum Traiani, at the northern end of Embolos (between 102 and 114).
About the same period (104-105) the works funded and supervised by a certain C. Vibius Salutaris and performed at the Theatre were completed. It is the largest theatre in Asia Minor and one of the most beautiful ones in the ancient world. It had a seating capacity of 25,000 spectators and was also used for the assemblies of the Demos. Salutaris donated gold statues representing Emperor Trajan, his wife Plotina, the Roman Senate, the Roman Cavalry Class, the Roman people, Augustus, Artemis, Ephesus, the Demos of Ephesus, the Six Phylai (Tribes), the Boule, the Gerousia (Council of Elders) and the Ephebes (Youths), while he gave away various amounts of money to members of the Boule, members of the Gerousia and the Six Phylai. The statues should follow the processions during a series of important local and imperial celebrations.136
In Trajan’s years another ambitious plan was completed. It was the foundation of a Mouseion, a sort of a medical school, probably headed by Titus Statilius Crito, the personal physician to the emperor. P. Scherrer assumes that it replaced the Hellenistic Asklepieion, which appears on inscriptions, and that it should be identified with the so-called Serapeion, an imposing and large prostyle temple consisting of a pronaos and a cella. The temple is beside the Agora, on West Street, and is 160 m long and 24 m wide, on a square measuring 100 x 75 m, which was created after the Late Hellenistic houses of the area were demolished. The temenos is surrounded by two-story halls of Corinthian order, allegedly made by the same workshop of Aphrodisias that had built the Harbour Baths, and was laid with marble slabs.137 The prostyle temple (measuring 29.2 x 36.7 m) at the south end of the temenos stood on a high podium. The eight monolithic Corinthian columns of the facade are 14-15 m high and weigh a total of 57 tons each. They had a richly decorated arhitrave and a pediment with three doors.138
However, the construction of the temple closed the earlier entrance to the Tetragonos Agora. As a result, the end of Couretes Street should be transferred by about 30 m to the south. At the end, at the junction with Marble Street, there is a monumental gate dedicated to Emperor Hadrian or, according to later opinions, to Emperor Trajan. It has three floors with columns and pillars in the Corinthian order, while the niches of the arch were decorated with statues of gods and members of the imperial family.139
Along Couretes Street is the small Temple of Hadrian (built in 138 at the latest), dedicated along with the neighbouring baths and the cistern by the noble Ephesian Vedius Antoninus Sabinus. Both monuments have been incorporated into the so-called Baths of Scholasticaof the 4th century. The Temple of Hadrian has been restored. It is in the Corinthian order and consists of a small cella and a pronaos.140 The adjacent two-story building of the 1st century had lots of rooms decorated with mosaics and paintings and was equipped with bath tubs. In the well-preserved complex of public latrines by the street one can see the bar with the holes and the gutter, where water flowed, while at the centre there was a small fountain. It has been restored and is in perfect condition.141
The porticoes of Couretes Street communicated at their back through staircases with houses existing at higher levels and built at the foot of the hill. Seven buildings of this luxurious complex of houses have been fully excavated and can be visited today, although the place is not often open to the public. These houses occupy two entire building blocks. Each house was used as the flat area of another house built higher, at three levels. They date mainly from the 1st century, although they were in use until the 7th century. They have a central courtyard, measuring 25-50 m, covered with marble slates and surrounded by porticoes and relatively small, though luxurious, rooms, often decorated with frescoes, while the floors were covered with mosaics representing floral or mythological motifs. A fountain existed in the peristyle or in the courtyard. Most houses had three floors and were heated by hypocausts, as it happened in the thermae.142
The earlier custom of burying the most eminent citizens of the city along Embolos was revived in this period. Apart from the monument of Androclos and the tomb of Arsinoe of the Hellenistic period as well as the monuments of Memmius and the freedmen Mazaeus and Mithradates and the tomb of the benefactor C. Sextilius Pollio (transformed into a fountain in Trajan’s years), a magnificent monument was also built, on whose foundations the former Proconsul T. Iulius Celsus Polemaenus was buried. In his will the proconsul had bequeathed a library to the city of Ephesus, on condition that he would be buried there.
In 129 Hadrian permitted the city of Ephesus to build a second temple for imperial worship, where he was worshipped as an Olympian. The temple, called Olympieion by Pausanias, was constructed to the north of the Gymnasium of the Harbour, at a place previously covered by the sea, and was connected with the organisation of contests.
After that period of increased building activity, which was followed by the two titles of neokoria awarded to the city, recession came in the second half of the 2nd century. The Vedius Gymnasium, one of the best preserved buildings of Ephesus, was built around 150 to the north of the stadium and near the city-walls.
The remains of a large Gymnasium, the largest in the city, lie to the north of the Theatre, although archaeological works have not been completed yet.
The position of the Parthian Monument (after 169) in honour of Emperor Lucius Verus has not been identified yet, for only fragments of the frieze adorning the monument have been found in various parts of the city and after they had been previously used (4th century).
The street leading out of the gate reached either the city of Magnesia ad Maeandrum or the area of Artemisium. The street was reconstructed in the 2nd century by the sophist Flavius Damian, who also built the Eastern Gymnasium, whose remains are still visible to the north of the Gate of Magnesia. It is a monumental complex that included a palaestra, baths, a large courtyard with a peristyle surrounded by two-story Dorian porticoes and rooms used for studying and the imperial cult. The propylon was on the eastern side. It had four columns. The statues of the sophist Damianus and his wife Vedia Phaidrina, which are kept in the Mouseion of Ephesus, were found inside a room. However, the main contribution of Damianus to his city was the construction of a stoa connecting Artemision with the city so that the worshippers could visit the sanctuary. This stunning monument was 2.5 km long and 3.70 m wide. It had an vaulted roof and, strangely enough, was not paved.143
The activities of the last Ephesian benefactors are known only through epigraphic sources.144 The 3rd century was a period of economic crisis, accompanied by limited building activity. The only remarkable monument of the period is a twelve-sided building surrounded by a large square and considered to be connected with the third neokoria of Ephesus in the years of Caracalla (211-217).145 The earthquake of 262 and the Gothic raids caused extensive damages to most monuments (Tetragonos Agora, Porticoes of Serapeion, Theatre and houses in the quarter of Embolos).
1. On the history of the excavations: Wiplinger, G., Wlach, G., (ed.), Ephesos. 100 Years of Austrian Research (Vienna-Cologne-Weimar 1996).
2. Heinhold-Krämer, S., Arzawa: Untersuchungen zu seiner Geschichte nach den hethitischen Quellen (Texte der Hethiter, 8, Heidelberg 1977) p. 93 ff.
3. Gültekin, H., Baran, H., «The Mycenean Grave found at the hill of Ayasuluk», TürkArkDerg 13.2 (1964) p. 125-133. Büyükkolanci, M., «Excavations on Ayasuluk Hill in Selçuk / Turkey. A Contribution to the Early History of Ephesus», in Krinzinger, F., ed., Akten des Symposions “Die Ägäis und das Westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v. Chr.”, Wien 24. bis 27. März 1999 (DenkschrWien 288, Archäologische Forschungen 4, Wien 2000) p. 39-44.
4. Pherecydes FGrHist 3 F 155. Ephorus FGrHist 70 F 126. Creophylos, Εφέσου Ώραι, in Athenaeus, 8, 62.7. Population’s composition: Nicander FGrHist 271-2 F 5, Malakos, FGrHist 552 F 1, Ailius Aristides ΧΧΙΙ, 26 Keil, Philostratus, Apollonius of Tyana, VIII, 7 and Suda see word Aristarchus. A range of place-names and persons’ names testifies that at least a part of the population had ties with Boetia and Peloponnese, particularly with Arcadia.: Sakellariou, M.B., La migration grecque en Ionie (Αθήνα 1958) p. 123-128.
5. Paus. 7.2.8-9. Strabo, 14.1.21.
6. According to Eusebius’ Chronicle, in the latin translation of Hieronymus (p. 55-72 Helm²), the city was founded in 1045 B.C. See also Eratosthenes FGrHist 24 F 1, who dated the Ionic migration 140 years after the Troy’s fall. (1044/1043 and 1184/1183 π.Χ. respectively). According to Sakellariou, M.B., La migration grecque en Ionie (Athens 1958) p. 344-345, 357 Agamemnon’s cult leads to a chronology of the city’s foundation around 1000 BC. The ealier finds are dated in the 8th century BC. On the contrary the finds in Artemision are earlier and are dated in 11th and 10th century BC. Kerschner, M., «Zum Kult im früheisenzeitlichen Ephesos. Interpretation eines protogeometrischen Fundkomplexes aus dem Artemisheiligtum », in Schmalz, Β., Söldner, Μ. (ed.), Griechische Keramik im kulturellen Kontext. Akten des Internationalen Vasen-Symposions in Kiel vom 24 bis 28.9 2001 veranstaltet durch das Archäologische Institut der Christian-Albrechts-Universität zu Kiel (München 2003) p. 246-250.
7. Paus 7.2.9.
8. Ephorus FGrHist 70 F 126.
9. Hommel, P., Panionion und Melie (JDAI Suppl. XXIII, Berlin 1967). Earlier League See Roebuck, C., «The Early Ionian League », CR 50 (1955) p. 26-40.
10. Cimmerians, Callinus, fragment 1 (Diehl). Abolition of the Basilides’constitution. Berve, H., Die Tyrannis bei den Griechen (München 1966) p.. 98 ff. Kinship with Lydian kings. Nicolaus of Damascus FGrHist 90 F 3. Croesus and Pindar: Aelian., Varia Historia III, 26. Polyaenus, 6.50. Radet,G., La Lydie et le monde grec au temps des Mermnades (Paris 1898) p. 206 ff. Souda see word Aristarchus. Souda see word Athenagoras and Comas, Hipponax, Frère, J., « Politique et religion à Ephèse entre 550 et 450 », Kernos 9 (1996) p. 87-96.
11. Ephesus seemed that it did not participated in the hostilities, however it was the base of the Ionic navy and offered leaders to the Athenians and the Ionians, who burnt Sardes (Herodotus 5, 100). In 498 BC , the rebels were defeated by the Persians near the city (Herodotus 5, 100). After the naval battle in Lades, the Ephesians slew the Chians, since they thought that they were pirates. (Herodotus 6,16,2).
12. The expulsion of Hermodorus, Heraclitus’ friend, was due to his opposition against democracy.: Gehrke,H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985) p. 57-58.
13. See Alzinger, W., “Athen und Ephesos in fünften Jahrhundert von Christus”, Akurgal, E. (ed.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara - Izmir 23. - 30.IX.1973 (Ankara 1978) p. 507-516 and Piérart, M., «Chios entre Athènes et Sparte. LA contribution de Chios à l’effort de guerre lacédémonien pendant la guerre du Peloponnèse », ΒCH 119 (1995) p. 276. In the Athenian tribute lists and it is recorded sixteen times from 454/453 (ΙG I³ 259, Ι, line 22) to 415/414 (ΙG I³ 260, VI, line 13), paying a phoeros of 7 ½ talents until 445/444 BC. (ΙG I³ 267, V, στ. 17), when it is reduced to six talens. Before the Peloponnesian War (433/432 BC) it is however again increased to 7 ½ talents (ΙG I³ 279, I, στ. 65). In 414 BC an Athenian general visited Ephesus, who received a considerable financial amout ΙG I³ 270, I, line 79.
14. In 412 BC a Chian trireme, pursued by the Athenians, found refuge in Ephesos Thuc. 8.18.3. At the end of 411 BC Tissaphernes the satrap of Lydia went to Ephesus and offered sacrifice to Artemis. Thuc. 8.109.1.
15. Xen. Hell, 1.2.7-10. See. Lehmann, C.A., «Ein neues Fragment der Hell. Oxy», ZPE 26 (1977) p. 181-191. At the same time, Ephesus offered the Lacedaemonians the amount of 1000 darics IG V1, 1=SEG 39 (1989) no. 370.
16. During this period the city became “barbarized” by adopting the manners of the Persians. The Ephesians wore Persian clothes.: Athenaeus 12.525c-e. Plut., Vit. Lys., 3, 3.4. Athenaeus 12.525c-e. The reception of Lysander in Ephesus , Xen. Hell. 1.8.6 and Diod. Sic. 13.70.4.
17. Plut. Vit. Lys., 5.6 and Diod. Sic. 13.70.4. See Bommelaer, J.-F., Lysandre de Sparte. Histoire et Traditions (Paris 1981) p. 80, 85, 89.
18. Lysander’s return , Xen. Hell. 2.1.6-7. Diod. Sic. 13.100.7-8. Plut. Lys. 7.4. Ephesus is cited among the victors of the naval battle at Aigos Potamoi. Bourguet, E., Fouilles de Delphes III, 1 : Épigraphie (Paris 1911) p. 50-68. Paus. 9.9. In 403/402 the city of Ephesos regained its autonomy, since it was honoured by Athens for having given asylum to Samian refugees IG II², 1.48.
19. In 399 came under the control of the Spartan general Thibron Xen. Hell. 3.1.8. In spring of 396 BC the Spartan king Agesilaos landed there with 8.000 men and render it to a military base.: Xen., Ages. 7. Xen. Hell. 3.4.2, 3.4.20, 4.1.5-6, 11.13. Plut.. Vit. Ages. 6.4-5. Diod Sic. 14.79.1. His presence is tesitfied by epigraphic evidence: Börker, Chr., «König Agesilaos von Sparta und der Artemis-Tempel in Ephesos», ZPE 37 (1980) p. 69. Wesenberg, B., «Agesilaos im Artemision», ZPE 41 (1981) p 175-180.
20. Initially they supported Conon (392 BC): Diod Sic. 14.84.3. In 391 BC the city was the military base of Thibron’s campaign against Caria.: Xen., Hell. 4.8.17-19. In 388 BC Ephesus became the base of Antalcidas’ naval.: Xen. Hell, 5.1.5-6.
21. On the change of constitution: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985) p. 39. Conflict with Autophradates : Polyaenus. 7.27.2. One of the consequences of this conflict was the involment of Mausolus in the Ionia’s affairs and the restoration of the Ionic Dodecapolis’ seat in Mycale, which was removed during the 5th century BC to the Ephesian territory . : Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) Bordeaux 1999) p. 388.
22. Arr. Ι.17.10-12 and 1.18.2. Recall of the exiles: Dareste, J., Haussoulier, B., Reinach, S., Recueil des inscriptions juridiques grecques, II (Paris 1914) p. 344-354, no.. XXXV (=OGIS, 2). Heisserer, A.J., Alexander the Great and the Greeks of Asia Minor (Norman, Oklahoma 1980) p. 58-59, and Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) Bordeaux 1999) p. 421-426.
23. Polyaenus 6.49.
24. Perdiccas: Arr, Τα Μετά Αλεξάνδρου, 25.1-4. Keil, J., «Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr. », ÖJh 16 (1913) p. 231 ff., no. 1, ΙΙΝ. Relations with Ptolemy: Diod. Sic. 20, 21. Conference of Triparadisus: Arr. , Τα Μετά Αλεξάνδρου, 1, 34-37. Diod. Sic. 18, 39.5-6. Ephesus’ conquest and Cleitus’ withdrawal.: Diod. Sic., 18, 52, 5-8. Antigonus and his son Demetrius were often honored with decrees and golden wearths by the demos of Ephesus : Keil, J., «Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr. », ÖJh 16 (1913) p. 231-244, no. Ig, IIIb and ΙΙΙe. I.Ephesos V, no. 1448, 1450, 1451 and V, no. 2003. Prepelaus: Diod. Sic., 20, 106, 107.4 and 111.3. Prepelaus’ guard in Ephesos: I.Ephesos V, no. 1449. Robert, L., « Sur un décret d’Ephèse », in Robert, L., Hellenica 3 (Paris 1946), p. 79-95. City’s recapture by Demetrius : Diod Sic. 20, 111,3 and Polyaenus 4, 12.1.
25. Plut., Vit. Demetr. 30.1-2.
26. I.Ephesos V, no. 1461 and VI, no, 2001.
27. While Demetrius’ navy helped by pirates was pillaging the coast of Asia Minor, Lycos, the general in the service of Lycimachus, approached Andron, the most important pirates’ leader and bribed him). One day Adron entered the city accompanied by many of his captives and claimed, that he intented to sell them. However they were in fact Lycimachus’ soldiers’ who captured the city. Frontin., Str., 3.3, 7. Polyaenus, 5, 19.
28. Lycimachus threatened that he would have flooded the old city, unless its inhabitants agree to be transferred. Strabo 14.1.21 and Paus. 1.9.7 and 7.3.5. The new site was less exposed to floods. See Rogers, G.M., «The Foundation of Arsinoeia», Med.Ant. 4 (2001) p. 587-630. In 281 BC after Lycimachus’ death, the city received again its old name. The view, that after Lycimachus’ death the new city was devastated seems groundless: Karwiese, S., « Gedanken zur Entstehung des römischen Ephesos», in Friesinger, H., Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895 – 1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) p. 393-398.
29. OGIS, 222. Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000) p. 166. In 264 the city was probable under the Ptolemaic control.
30. Ptolemy: Pomp. Trog. 26. Ath. 13, 593β. Frontin, ΙΙΙ, 2, 11. Welles, C.B., Royal Correspondance of the Hellenistic Period (New Haven 1934), no. 14, line 9. W. Huss, «Ptolemaios der Sohn», ZPE 121, 1998, p. 229-250. The conquest and naval battle in Ephesus: Χρονικό της Λίνδου, 37. Polyaenus 5, 18. Frontin ΙΙΙ, 9, 10. Will, E., Histoire politique du monde hellénistique² a2(Nancy 1979), 1, p. 234-235 and 236-237. Antiochus II in Ephesus: SEG 1, 366, l. 10. In 246 BC Ephesus was the seat of a Seleucid official bearing the title «επί της Εφέσου»: Phylarchus FGrHist 81 F 24.
31. App, Syr., 65. Phylarchus FGrHist 81 F 24. Hieronymus, Δανιήλ, 11, 6. On the contrary Polyaenus 8, 50 and Just. XXVII, 1, 1, do not mention the assassination.
32. Euseb. (Schoene, A., Eusebi Chronicorum Libri Duo [Berlin 1875] 1, p. 251 ff.) states that Seleucus II failed in his attempt to seize Sardes and Ephesus during the war against his brother Antiochus Hierax (241-239 BC).
33. In 197 BC Antiochus seized Ephesus: Titus Livius 33, 19, 8-20. Centre of operations. Polybius 18, 40α. There is a possibility that Antiochus III campaigned against the city already in 203 BC and his action provoked the deputation of the Ptolemaic official Agathocles, who requested respect to the existing circumstances. (Polybius 15.25.13). See Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000) p. 72. The Seleucid guard was placed on Ephesus’ acropolis. Titus Libius 37.13.9. Annibas: Titus Libius, 33, 45-49, App., Syr.. 4, 15-16, Just., ΧΧΧΙ, 1, 7-2.3. Romans and Antiochus : Wars between Antiochus and Romans: Grainger, D., The Roman War of Antiochos the Great (Leyden 2002). Peace of Apamea: Polybius, 21, 45. Titus Libius, XXXVIII, 39-41.
34. It functioned as a general’s seat.: I.Ephesos, ΙΙ, αρ. 201. Attalos II took care of the harbour facilities, financing costly building progammes. Strabo 14.1, 24.
35. Ephesus as free city see Rigsby, K., « The era of the province of Asia », Phoenix 33 (1979) p. 39-47. Attalus’ act is attributed to the fact that his teacher, with whom he was very close, came from Ephesus, as his father stated in a letter to the city’s authorities.: Knibbe, D., «Epigraphische Nachlese im Bereiche der ephesischen Agora», ÖJh 47 (1964-65) p. 1-6, no. 1, Robert, J. and Robert, L., Bulletin épigraphique (1968), no. 464, Engelmann, H., «Zu einem Brief von Attalos II», ZPE 19 (1975) p. 224 and Herrmann, P., «Nochmals zu dem Brief Attalos’ II. an die Ephesier», ZPE 22 (1976) p. 233-234. The recent city’s freedom explains the tenacious resistance to Aristonicus in the naval battle of Kyme, despite the fact that his mother came from Ephesus. (Strabo 14.1.38) Asia Province and the freedom of the greek city: Sherwin-White Α.Ν., Roman Foreign Policy to the East 168 B.C. to 1 AD (London 1984) p. 80-88, 235-249 and St. Mitchell, « The Administration of Roman Asia from 133 B.C. to ca. A.D. 250», in W. Eck (ed.), Lokale Autonomie und römische Ordnungsmacht in den kaiserzeitlichen Provinzen vom 1. bis 3. Jahrhundert (München 1999) p. 17-46.
36. App, Mith., 12, 21-23: the Ephesians pulled the suppliants from the statues of Artemis and killed them.
37. Assignments to Artemision.: Strabo, 14.1, 23. The Chians were forceed to move to Black Sea: App., Mith. 12, 46-47. Ephesus’ revolt , Zenobius’ assassination: App., Mith, 12, 48. Call to the rest of the Asia Minor’s cities. Κάλεσμα στις υπόλοιπες πόλεις της Ασίας: I.Ephesos Ia, αρ. 8. Oliver, J.H., «On the Ephesian debtor law of 85 B.C.», AJPh 60 (1939) p. 468-70. The documents make provision for the debts’ deletion, the invalidation of the trials’ for dishonesty or deprivation of civil rights, the confirmation of former naturalizations and the registration of slaves, metics, neighbours and freedmen in the body of citizens in return for the participation in the war-effort. This action aimed probably at the support of the lower social classes, who favoured Mithradates’ innovative policy , which he tried to apply after the first difficulties faced in Asia Minor.
38. App., Mith., 12, 61-62. Sulla treated Ephesians with peculiar cruelty, because they did not respect the roman offers in the sanctuaries. Plut., Vit. Syll. 25.
39. I.Ephesos Ιa, αρ. 5: decree in honor of Astypalea regarding the pirate’s pursuit, who had attacked the city and the Artemision and they had kidnapped children (105 or 85 BC).
40. Chr. Habicht, « New Evidence from Asia », JRS 65 (1975) p. 64-91.
41. Dion Cass. ΧΧΧΙΧ, 12-16. The same route was followed by his daughter, Arsinoe in 44 BC, who was exiled by Antonius and later (41 BC) was assassinated by Cleopatra: Strabo 14.6, 6.
42. Caes., Bellum Civile, III, 32. Cic, Fam. V, 20, 9. Att. XI, 1.2, 2.3 and 13.4. Hatzfeld, J., Les trafiquants romaines dans l’Orient hellénique (Paris, 1919) p. 200 ff.
43. Caes., Bellum Civile, III, 105. App., B Civ., 2.89. The Greeks rewarded him by erecting his statue in Ephesus. They greeted him as a descendant of Ares and Aphrodite and as a God: I.Ephesos II, no. 251.
44. App. B Civ., 4, 74 and 5, 4-5. Dio Cass XLVII, 32, 4.
45. New Dionysus, Plut., Vit. Ant., 24. Pelling, C., Plutarch: Life of Antony (Cambridge 1988) p. 176-181. Taxation: App, B Civ., 5, 6. Marcus Antonius and Cleopatra in Ephesus: Plut. V. Ant. 57, there they met approximately 300 members of the Senate.
46. According to Seneca,, Ep. 17.2.21, Ephesus was the second bigger city of the empire’s east part, after Alexandria.
47. Rigsby, K., « The era of the province of Asia », Phoenix 33 (1979) p. 47, claims that Ephesus was already the capital of the province since 129 BC .
48. Asylum: Strabo, 14.1.23. Land’s annexation (20 BC.): I.Ephesos Ia, no. 19Β β4 and VII.2, no. 3501, 3502.
49. Scherrer, P., «The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 7.
50. Dio Cass. 67, 18.
51. Broughton, T.R.S., «Asia», in Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome, vol. 4 (Baltimore 1938) p. 813. On the contrary Russel, J.C., Late Antique and Medieval Population (TAPA 48: 3, Philadelphia 1958) p. 80-81, estimates that the city had in the beginning of the 2nd century BC population of 51.000 inhabitants. Recent investigations, which take into account the extent of the urban territory, the habitation’s density in the urban net and in countryside, tend to confirm the traditional accounts, since they increase the total population of Ephesus to 180.000 and more inhabitants, from whom 28,6 % (approximately 40.000) were citizens, while a considerable part were foreigners. : White, L.M., «Urban Development and Social Chabge in Imperial Ephesos», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p 40 ff
52. Forchheimer, P., Heberdey, R., Keil, J., Niemann, G., Wilberg, W. Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923) p. 155 ff., no. 172 and p. 161 ff., no. 180, respectively.
53. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995) p. 122-124.
54. Foss, C., Ephesos after Antiquity: A Late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge Mass. 1979). Scherrer, P., «The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 15-25.
55. Drews, R., Basileus. The Evidence for Kingship in Geometric Greece (New Haven & London 1983) p. 14-15. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984) p. 440-443. Lenz, J.R., Kings and the Ideology of Kingship in Earlier Greece (c. 1200-700 B.C.): Epic, Archaeology and History, PhD, University of Columbia, 1993 (University Microfilms, Ann Arbor 1995) p. 288-293.
56. Pherecydes FGrHist 3 F 155.
57. Baton of Sinope , «Περί των εν Εφέσωι Τυράννων», FGrHist 268 F 3.
58. Antisthenes, (5th century B.C.), in Diog. Laert. 9.6.
59. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984) p. 443.
60. See, Hicks, E.R., Ancient Greek Inscriptions in the British Museum, III 2 (London 1890) no. 528.
61. Εσσήν: Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό (See word.) It concerns the priesthood of Artemis Ephesia.: Picard, Ch., Ephèse et Claros. Recherches sur les sanctuaires et les cultes se l’Ionie du Nord (Paris 1922) p. 190-197. The title πάλμυς is Lydian, it is actually an epithet of the king of the gods, and this led to the wrong assumption, that Ephesus was a Lydian kingdom, before its hellenisation during the archaic period. See Hegyi, D., «ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ», Acta Antiqua 25 (1977) p. 321-324.
62. Οικονόμου. Γ., «Ναοποιοί και εσσήνες», AρχΔελτ 7 (1921-22) p. 258-346. Keil, J., «Zur ephesischen essenia», ÖJh 36 (1946) Beibl., column 13-14.
63. Keil, J., « Die ephesischen Chiliastyen », JÖAI 16 (1913) p. 245-248. Knibbe, D., «Neue ephesischen Chiliastyen», JÖAI 46 (1961-1963) p. 19-32 and Forschungen in Ephesos IX.1.1: Der Staatsmarkt, Die Inschriften des Prytaneions (Bad Vöslau-Baden 1981) p. 107-109 and 177. The foundation of the tribes of Teians and Careneans, which Stephanus of Byzantium (see word Βέννα) dates to the era of Androclus, concerns probably the extension of citizenship during the 6th cent. BC. The second expansion of the citizens’ body dates probably in the 5th century BC, and concerns the foundation of the tribe of Βεμβινέων ( Βέννα according to Stephanus), which mainly embodied the metics. At the end of the 5th or at the beginning of the 4th century BC, the people of Selinous were honored with citizenship, because of the help they offered against the Athenians. (Xen., Hell., 1.2.10). Other extensions of the body politic took place in the 4th century BC, in order to provide solution of the problem of population’s reduction. See Σακελλαρίου, Μ.Β., «Συμβολή στην Ιστορία του Φυλετικού Συστήματος της Εφέσου », Ελληνικά 15 (1957) p. 220-231 and N.F. Jones, Public Organization in Ancient Greece: A Documentary Study (Memoirs of the Philosophical Society, Volume 176, Philadelphia 1987) p. 311-315.
64. Gerousia: Oliver, J.H., The Sacred Gerusia (Hesperia Supplement VI, Princeton 1940) p. 9-27 and 52-125. Boule and Ekklesia: Rogers, G.M., « The Assembly of Imperial Ephesos », ZPE 94 (1992) p. 224-228.
65. I.Ephesos III, no. 859 + 859Α. Engelmann, H., «Ephesische Inschriften», ZPE 84 (1990) p. 92-94, no. 2.
66. Knibbe, D., İplıkçıoğlu, B., «Neue Inschriften aus Ephesos VIII», JÖAI 53 (1981-82) p. 130-131, no. 6, decree in honor of Aristodemos of Miletus because of his mediation to king Antigonus on behalf of the city’s tax exemption for the goods’ import from the royal estates.
67. The rural population was the main victims of this crisis, the farmers were bankrupted and couldn’t pay off their debts. In epigraphic documents of this era is testified the freeze of loans, the determination of the interest’s limits and the institutionalization of the selling of the right to register in the citizens’ list. I.Ephesos V, no. 1461 and VI, no, 2001. D. Asheri, «Leggi greche sul problema dei debiti», SCO 18 (1969) p. 42-47 and 108-114.
68. Dio Cass 31, 54 κε. Syll.³ 742. Caes, Bellum Civile, III, 32.
69. See Rostovtseff, Μ.Ι., Histoire économique et sociale du monde hellénistique (Paris 1989) p. 117-118 and 996, p. 43. Around 300 BC, the city attributed citizenship to the Rhodian Agathocles because he imported 14.000 hectes of wheat and he sold them at a lower price, than the current market price : I.Ephesos V, no. 1455.
70. Le Ridder, G., «Ephèse et Arados au Iie siècle avant notre ère», QTic 20 (1991) p. 193-210. Kosmetatou, E., « The Mint of Ephesos under the Attalids of Pergamon (202-133 B.C.)», in Friesinger, H., Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895 – 1995 (Wien 1999) p. 185-193.
71. Rigsby, K., « The era of the province of Asia », Phoenix 33 (1979) p. 39-47.
72. Strabo 14.1, 26. These states had been unsuccessfully revendicated by the Attalids. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London & New York 1991) p. 4. Later, in 94/93 BC, the hostility and dispute between Sardes and Ephesus, which led to real war, ceased through the mediation of the proconsul Quintus Mucius Scaevola.: I.Ephesos Ia, no. 7.
73. Broughton, T.R.S., « Asia », in Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome, vol. 4 (Baltimore 1938) p. 550 (Veturii and Gerillani).
74. The customs’ organization is recorded on an inscription dated in the era of Nero, but its first part refers to the era after 75 BC. It defined the rules of the port taxes collection, the height of which ran to amounted to 2,5% of the goods’ value. Engelmann, H., Knibbe, D., «Das Zolgesetz der Provinz Asia», EA 14 (1989), Nicolet, Cl., « À propos du règlement douanier d’Asie », CRAI (1990) σελ. 675-698, « Le Monumentum Ephesenum et les dîmes d’Asie », BCH 115 (1991) σελ. 465-480, « Le Monumentum Ephesenum et la délimitation du portorium d’Asie », MEFRA 105 (1993) p. 929-959 and «Le Monumentum Ephesenum, la loi Terentia-Cassia et les dîmes d’Asie», MEFRA 111 (1999) p. 191-215.
75. Malfitana, D., « Eastern Terra Sigillata Wares in the Eastern Mediterranean », in Blondé, F., Ballet, P., Salles, J.-F. (ed.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002) p. 133-157. Ph. Bruneau, «Les lampes et l’histoire économique et sociale de la Grèce », in P. Lévêque, J.-P. Morel, ed., Céramiques hellénistiques et romaines, I (Paris 1980) p. 34.
76. Elaigne, S., « L’introduction des céramiques fines hellénistiques du bassin oriental de la Méditerranée à Alexandrie », in Blondé, F., Ballet, P., Salles, J.-F. (ed), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon, 2002) p. 159-173.
77. Sutherland , C.H.V., The Cistophori of Augustus (London 1970).
78. I.Ephesos Ia, no. 17-19.
79. Habicht, Chr., «Zwei römische Senatoren aus Kleinasien. II. Ti. Claudius Severus, der erste Konsul aus Ephesos», ZPE 13 (1974) p. 1-6 and «Die Senatoren aus den kleinasiatischen Provinzen des römisches Reiches von 1. bis zum 3. Jahrhundert», in Epigrafia e ordine senatorio, II (Roma 1982) p. 603-649.
80. Forchheimer, P., Heberdey, R., Keil, J., Niemann, G., Wilberg, W. Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923) p. 101 ff., no. 10, 11, 12, 13, 15, 17, 18 (3rd cent. AD).
81. Rostovtseff, M.I., Histoire économique et Sociale de l’Empire Romaine (Paris 1988) p. 466-467, footnote 9.
82. Forchheimer, P., Heberdey, R., Keil, J., Niemann, G., Wilberg, W. Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923) p. 101 ff., no. 16 and p. 117, no. 29. Syll.³ 389 (3rd cent. AD).
83. I.Ephesos II, no. 274. See also I.Ephesos II, αρ. 211. Wörrle, M., «Ägyptisches Getreide für Ephesos», Chiron 1 (1971) no. 325-340.
84. Knibbe, D., « Ephesos-nicht nur die Stadt der Artemis. Die ‘anderen’ ephesischen Götter», σε Studien zur Religion und Kultur Kleinasiens. Festschrift für Friedrich Karl Dörner zum 65. Geburtstag am 28. Februar 1976 (Leiden 1978) p. 489-503. On the imperial period see Oster, R., «Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine», ANRW 2.18.3 (Berlin 1995) p. 1661-1728.
85. Thyc. 3.104. Diod. Sic. 15.49.
86. See Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), Friesen, S.J., Twice Neokoros: Ephesus, Asia and the Cult of the Flavian Imperial Family (Leiden 1993). Friesen, S.J., «The cult of the Roman emperors in Ephesos. Temple wardens, city titles, and the interpretation of the Revelation of John» in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 229-250, Harland, P.H., «Honours and Worship: Emperors, Imperial Cults and Associations at Ephesos (third to first centuries c.E.)», Studies in Religion / Sciences Religieuses 25 (1996) p. 319-334 and Burrell, B., Neokoroi: Greek Cities and Roman Emperors (Cincinnati Classical Studies New Series Volume IX, Leiden 2004) p. 59-85.
87. Oster, R., «Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine», ANRW 2.18.3 (Berlin 1995) p. 1686-1687.
88. Tacitus, Annales 4, 55.
89. Acts of the Apostles 19.23-41. Thiessen, W., Christen in Ephesus. Die historische und theologische Situation in vorpaulinischer und paulinischer Zeit und zur Zeit der Apostelgeschichte und der Pastoralbriefe (Tübingen 1995) p. 90-110, Strelan, R., Paul, Artemis and the Jews in Ephesos (New York 1996), Fieger, M., Im Schatten der Artemis: Glaube und Ungehorsam in Ephesus (Bern 1998) and Klauck, H.-J., Magic and Paganism in Early Christianity. The World of the Acts of the Apostles (Edinbrough 2000) p. 97-110. On the revolt see Rogers, G.M., «Demetrios of Ephesos. Silversmith and neopoios?», Belleten 50 (1987) p. 877-883. Paul referred in his epistles to the dangers, that Ephesus faced. (1 Προς Κορινθίους 15.32, 2 Προς Κορινθίους, 1.8-10. Προς Ρωμαίους, 16.4 where he refers to his salvation by Aquilas and Priska.
90. Koester, H., « Ephesos in Early Christian Literature», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p 119-140.
91. I.Ephesos IV, no. 1351.
92. Knibbe, D., « Ephesos: Geschichte» and Alzinger, W., « Ephesos : Archäologie», in RE Suppl. 12 (1970) columns 249-297 and 1588-1704, Scherrer, P., «The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity», in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA. 1995) p. 1-25, «Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos», in Friesinger, H., Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895 – 1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) p. 379-387 and « The historical topography of Ephesos », in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos, JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001) p. 57-87. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
93. Kraft J.C., Kayan, İ, Brückner, H., «The Interpretation of Ancient Coastal Environments and their Resultant Paleogeographies in Environs of the Feigengarten and Artemision Excavations at Ephesus», in Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999) p. 91-100.
94. Koressos: Herodotus, 5, 100, Xenn., Hell. 1.2.7-10. In Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1. the Koressos is referred as a port. Robert, L., «Sur un décret des Korésiens au musée de Smyrne», in Robert, L., Hellenica 11-12 (Paris 1960) p. 132-176, Alzinger, W., «Koressos», σε Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967) p. 1-9, Karwiese, S., «Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos», in Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner, 2 (Wien 1985) p. 214-225, Engelmann, H., «Beiträge zur ephesischen Topographie», ZPE 89 (1991) p. 286-292 and «Das Koressos ein ephesisches Stadtviertel», ZPE 115 (1997) p. 131-135.
95. Keil, J., «ΧΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos», ÖJh 23 (1926) Beiblatt, column 247-300 (particularly 250-256) and «ΧΙΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos, ÖJh 24 (1929), Beiblatt, column 1-68 and Vetters, H., «Ephesos. Vorläufiger Grabungsbericht 1979», AnzWien 117 (1980) p. 249-266.
96. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 96-112 ( mainly 104 ff.). The existence of a breakwater was confirmed by the geological research which was carried out there in 1966 by S. Seren. See Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 60, footnote 15.
97. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 60, fig. 3.4. According to Miltner, F., (Ephesos: Stadt der Artemis und des Johannes (Wien 1958), p. 3, fig. 1) the walls are dated in the 5th century BC.
98. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000).
99. Smyrna: Hipponax, fragment 50.1 where it is stated that its location was at the rear of the city. Keil J., "Die Lage des ephesischen 'Smyrna'", ÖJh 31 (1938-1939), p. 33-35. Concerning the suburn’s site under the Agora of Lysimachus’ city and the finds dated from 8th to 5th cent. BC see Scherrer, P., "Grabungen 1995", ÖJh 65 (1996), p. 12 and "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997) p. 5 ff.
100. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 59. On the cemetery of the late archaic and classical period see: Mitsopoulou-Leon, V., "Ein Grabfund des vierten vorchristlichen Jahrhunderts aus Ephesos", ÖJh 50 (1972-1975), p. 252-265· Langmann, G., "Eine spätarchaische Nekropole unter dem Staatsmarkt zu Ephesos", in Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), p. 103-123· Jobst, W., "Embolosforschungen I: Archaologische Untersuchungen östlich der Celsusbibliothek in Ephesos", ÖJh 54 (1983), p. 171-178· Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), p. 83-96· Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993), p. 51 ff. and Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), p. 307 ff.
101. Hdt. 1.26.2. See, Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), p. 94-96.
102. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 96-112 (mainly 97 ff.).
103. İcten, C. – Evren, A., "Seluçuk-Efes 3447 parsel kurtarma kazısı", in VIII. Müze Kutarma Kazıları Semineri (Ankara 1997), p. 85-110· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 61.
104. Gymnasia: Xen., Hell.. 3.4.18 and Plut., Vit. Ages. 1.25 (beginning of the 4th century BC ). theatre: I.Ephesos IV, no. 1440 (4th century BC ). Sanctuary of Zeus Patroos and Apollo Patroos: I.Ephesos II, no. 101-104· Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 60.
105. Alzinger, W., "Das Zentrum der lysimachichen Stadt", in Friesinger, H. – Krinzinger, F. (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 389-392.
106. Strabo 14.1.21· Polyaenus 8.57· I.Ephesos IV, no. 1441· Bammer, A., "Die gebrannten Mauerziegel von Ephesos und ihre Datierung", ÖJh 47 (1964-1965), p. 289-300· Seiterle, G., "Ephesos. Lysimachische Stadtmauer", ÖJh 47 (1964-1965), p. 8-11, Die hellenistische Stadtmauer von Ephesos (PhD, University of Zürich 1970) and Mc Nicoll, R., "Developments in techniques of siegecraft and fortification in the Greek World ca. 400-100 B.C.", in Leriche, P. – Tréziny (ed.), La fortification dans l’histoire du monde grec: Actes du Colloque International de Vabonne, 1982 (Paris 1986), p. 306-310. Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), p. 95, and "On the dating of the city walls of Ephesos", in Erol Atalay memorial (Izmir 1991), p. 137-144, who dates the city-walls in the 5th century BC.
107. Paus 7.2.6 and I.Ephesos Ia, no. 27· Seiterle, G., "Das Hauptstadttor von Ephesos", AntK 25 (1982), p. 145-149.
108. The Gate is attested by inscriptions: I.Ephesos Ia, no. 27 and II, no. 425 and 566. It would have been placed between the theatre and the Commercial Agora: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 63. A fountain dated in the Hellenistic period was found outside the gate: Wilberg, W., "Das Brunnenhaus am Theater", in Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), p. 266-273.
109. Keil, J., "Χ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beibl. p. 184 ff. and Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p 63.
110. Harbour: Atalay, E., "Efes’de Bulunan Hellenistik porte (Önrapor)", TürkArkDerg 19.1 (1970), p. 213-215· Zabehlicky, H., "Preliminary views of the Ephesian harbor", in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 201-215. Military harbour: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 63.
111. Hypailaos fountain: Creophylos, Εφεσίων Ώραι, as cited by Athenaeus (8.63) and Strabo (14.1.4). However the temple cannot be identified as the sanctuary of Apollo Pythius, which according to Creophylus’ narration was built by the first settlers. This view is opposed to what is stated by Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", in Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), p. 215-219, pl. ΙΧ-Χ. α (14.1.4). More convincing seems to be the identification with Athenaion recorded (cited) by Strabo 14.1.4 and 21, which was placed outside the modern city. Scherrer, P., "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", in Friesinger, H. – Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 379-387.
112. Langmann, G., "Smyrna gefunden", in Dobesch, G. – Rehrenböck, G., (ed.), Die epigraphische und altertumskundliche Erforschung Kleinasiens. Hundert Jahre Kleinasiatische Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. Akten des Symposiums, Wien 23.-25. Oktober 1990 (Wien 1993), p. 283-287 (where the building is related to the Smyrna’s quarter, since it is date in the 4th century BC). Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 66-67 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 144 and 145, fig. 2. The adjoining well, which was still in use at the period of the warehouse’s construction and was then filled, contained a ceremonial dinner, in honor of Kybele, and a statuette of the goddess. Scherrer, P., "Grabungen 1992", ÖJh 62 (1993), p. 14· Soykal, F., "Eine spätklassische Terrakottastatuette der Kybele aus Ephesos", BerMatÖAI 5 (1993), p. 53-56.
113. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 67.
114. Knibbe, D. – Thür, H. et al., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995), p. 91 ff.
115. I.Ephesos IV, no. 1381.
116. Thür, H., "Arsinoe IV, eine Schwester Kleopatras VII, Grabinhaberin des Oktogons von Ephesos? Ein Vorschlag", ÖJh 60 (1990), p. 43-56 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 124-125.
117. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 72-73.
118. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 158 (theatre) and 162 (fountain).
119. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 96-112· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), p. 286-292· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos and Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), p. 73.
120. Fossel, E., "Zum Tempel auf dem Staatsmarkt in Ephesos", ÖJh 50 (1972-1973), p. 212-219· Knibbe, D., Der Staatsmarkt. Die Inschriften des Prytaneions. Die Kureteninschriften und sonstige religiöse Texte (Forschungen in Ephesos 9.1.1, Wien 1981). According to Alzinger, W., "Das Regierungsviertel", ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, p. 283-294, it can be identified as the temple of Isis. Andreae, B., Odysseus: Archaölogie des europäischen Menschenbildes (Frankfurt 1982), p. 69-90, believes that it was dedicated to New Dionysus – Marcus Antonius. Jobst, W.,"Zur Lokalisierung des Sebasteion-Augusteum in Ephesos", IstMitt 30 (1980), p. 248-259, states that it was the Sebasteion, while Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 4 claims that it consisted of a temple, dedicated by Augustus to the conventus civium Romanorum for Julius and Dea Roma in 29 BC. (Dion Cassius 51.20.6). Corinthian capitals found in the street north of the State Agora probably belonged to the temple. Andreae stated that the statue group of Odysseus and Polyphemus was originally placed on this temple, and was later reused in the Pollio Fountain. However this view has been rejected. Lenz, D., "Ein Gallier unter den Gefährten des Odysseus. Zur Polyphemgruppe aus dem Pollio-Nymphaeum in Ephesos", IstMitt 48 (1998), p. 237-248.
121. I.Ephesos III, no. 859 and 859Α· Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), p. 92-94, no. 2.
122. Fossel, E., "Zum sogenannten Odeion in Ephesos", in Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), p. 72-81· Meinel, R., Das Odeion, Untersuchungen an überdachten antiken Theatergebaüden (Frankfurt 1980), p. 117-133· Bier, L., "The Bouleuterion of Ephesos. Some observations for a new survey", in Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), p. 7-18 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 81-84. Alzinger’s view that there was a bouleuterion in this site seems not very convincing. See Alzinger, W., "Die Lokalisierung des hellenistischen Rathauses von Ephesos", in Bathron. Beiträge zur Architektur und verwandten Künsten für H. Drerup zu seinem 80. Geburtstag (Saarbrücken 1988), p. 21-29.
123. I.Ephesos III, no. 902. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), p. 55 ff.
124. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I 2001), p. 71.
125. This building has not been excavated. See Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 74. The complex has been renovated during the 5th cent. BC, with the addition of a room in its north part decorated with mosaics.
126. Sextilius Pollio: Knibbe, D. – Engelmann, H. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos XIΙ", ÖJh 62 (1993), p. 148 ff., no. 80. Basilica: Fossel-Peschl, E.A., Die Basilika am Staatsmarkt in Ephesos (Graz 1982) and Alzinger, W., "Frühformen der römischen Marktbasilika", Römische Historiche Mitteilungen 26 (1984), p. 31-41· Knibbe, D. – Büyükkolancı, M., "Zur Bauinschrift der Basilica auf dem sog. Staatsmarkt von Ephesos", ÖJh 59 (1989), p. 43-45 and Die Basilica am Staatsmarkt in Ephesos. Kleinfunde. Forschungen in Ephesos 9/2/2 (Wien 1991).
127. Weigand, E., "Propylon und Bogentor in der östlichen Reichskunst, ausgehend vom Mithridatestor in Ephesos", Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte 5 (1928), p. 71-114 and Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), p. 253-318. The Gate was restored between 1979 and 1988.
128. Hörmann, H., "Das Westtor der Agora in Ephesos", ÖJh 25 (1929), p. 22-53.
129. Stadium: Heberdey, R., "Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beiblαtt, p. 157-182· Karwiese, S., "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997), p. 19-21 and "Grabungen 1997", ÖJh 67 (1998), p. 21 ff. The building progamme of the Nero’s era were made by the freeman C. Stertinius Orpex: I.Ephesos II, no. 411, VI, no. 2113 and VII.2, no. 4123. At the site thousands Christians suffered martyrdom during the 3rd and 4th cen. BC. After Christianity’s domination, the arena’s marble architectural members were removed in order to be used in the construction of the churches and the Byzantine wall of Ayasoluk.
130. Lang, G.J., "Zur oberen Osthalle der Agora, der 'Neronischen Halle' in Ephesos", στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von H. Vetters (Wien 1985), p. 176-180.
131. I.Ephesos Ia, no. 20.
132. Τacitus, Annales 16.23.
133. Temple: Vetters, H., “Grabungen in Ephesos von 1960-1969 bzw. 1979. Domitianterrasse und Domitiangasse. Grabungen 1960-1961”, ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, p. 311-330 and Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 92-93. Statue: Meriç, R., “Rekonstruktionsversuch der Kolossalstatue des Domitian in Ephesos”, στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner II (Wien 1985), p. 239-241. On the identification of the statue with Domitian and not with Titus, see Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), p. 254. The room beneath the terrace of the Domitian temple (Cryptoporticus) is today used as epigraphic museum: Tek, F., “1969-1970 Yilli Domitianus Tapinağı Krıptoportık Kazısında Bulunan Kandıller”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972) p. 36-42· Türkoğlu, S. – Meriç, R., “Domitian Kriptoportiği Kazısı Ön Raporu”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), p. 5-11· Türkoğlu, S., “Domitianus Kriptoportik’i Kazisinda Bulunan Portreler (Les Fouilles du Crypto-Portique de Domitien)”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), p. 12-31.
134. Heberdey, R. – Niemann, G. – Wilberg, W., Das Theater in Ephesos. Forschungen in Ephesos 2 (Wien 1912), p. 174 ff., no. 61· Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), p. 149, no. 66 and 71.
135. Schneider, D., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, in Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz 1999), p. 120-122 and “Bauphasen der Arkadiane”, in Friesinger, H. – Krinzinger, F. (ed.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 467-478.
136. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991).
137. Sherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), p. 75 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 150.
138. Asklepieion: I.Ephesos IΙ, no. 105. at the head of the Mouseion: I.Ephesos IΙΙ, no. 719. Medical competitions in the Mouseion: I.Ephesos IV, no. 1162, VI, no. 2065 and 2304, VII.1, no. 3068 and 3239, and VII.2, no. 4101. Serapeion: Keil, J., “Das Serapeion von Ephesos”, in Halil Edhem Hatira Kitabi I (Ankara 1947), p. 181-192· Walters, J.C., “Egyptian Religions in Ephesos”, in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 281-309· Koester, H., “The cult of the Egyptian deities in Asia Minor”, in Koester, H. (ed.), Pergamon. Citadel of the Gods, Symposium held at the Harvard University, 1997 (Harvard Theological Studies 46, Harrisburg 1998), p. 111-135 and Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 148-150. Identification of Serapeion with the Mouseion: Scherrer, P., “The historical topography of Ephesos” in Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth RI 2001), p. 75. Later the temple was turned into a church.
139. Thür, H., Das Hadrianstor in Ephesos (Forschungen in Ephesos, 11.1, Wien 1989): it was destroyed by an earthquake in the 4th century.
140. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrae?”, in Friesinger, H. – Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Fuhrer. 100 Jahre osterreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 443-448. Miltner, F., “Eine Reliefplatte vom Tempel Hadrians in Ephesos”, στο Festschrift zu Ehren Richard Heubergers (Innsbruck 1960), p. 93-98· Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, in Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), p. 269-278· Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, in Festschrift fur Fritz Eichler (Wien 1967), p. 23-71· Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), p. 238-258.
141. Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), p. 120.
142. Lang-Auinger, C. – Forstenpointner, G. – Lang, G. Et al. ., Hanghaus 1 in Ephesos. Der Baubefund (Forschungen in Ephesos 7.3, Wien 1996)· Krinzinger, F. – Schirmer, W. – Achleitner, F. et all., Ein Dach fur Ephesos. Der Schutzhaus fur das Hanghaus 2 (Wien 2000)· Lang, G., “Die Reconstruktion der domus im Hanghaus1”, Lang-Auinger, C., “Das spathellenistische Peristylhaus im Hanghaus 1 von Ephesos”, Parrish, D., “House (or Wohneinheit) 2 in Hanghaus 2 at Ephesos: A Few Issues of Interpretation”, Strocka, V.M., “Taberna H 2/45 und die Chronologie der Fresken von Hanhaus 2”, Wiplinger, G., “Neue Untersuchungen in Wohneinheit 1 und 2 des Hanghauses 2 in Ephesos”, in Friesinger, H. – Krinzinger, F., (ed.), Ephesos. Der neue Fuhrer. 100 Jahre osterreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), p. 495-500, 501-505, 507-513, 515-519, 521-526. It has been assumed, that the House 1 and House 2 were used for mystic cults: Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Period to Late Antiquity”, in Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 7.
143. Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993)· Knibbe, D. – Thur, H. et al., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995)· Knibbe, D., “Via Sacra Ephesiaca: New Aspects of the Cult of Artemis Ephesia”, in Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 141-156· Thur, H., Via sacra ephesiaca 3 (Wien 2000). Besides the East gymnasium and the Stoa, Damian built an Oikos (chamber) in Baths: I.Ephesos III, no. 672.
144. Koester, H. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), p. 15.
145. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), p. 104 and 113. It was earlier identified with Androclus’ Monument or the so –called Macellum.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου