21/4/12

Ιππόδρομος Κωνσταντινούπολης

Συγγραφή : Barker John (8/1/2008) Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη
1. Τοπογραφία

Ο ιππόδρομος ήταν ένας από τους πέντε τύπους χώρων δημόσιας ψυχαγωγίας στις πόλεις της Αρχαιότητας. Το ωδείο (αίθουσα μουσικών εκδηλώσεων) ήταν συγκριτικά μικρό σε μέγεθος και χωρητικότητα και το μοναδικό που ήταν στεγασμένο. Οι άλλοι χώροι, υπαίθριοι, είχαν διαφορετικές χρήσεις: το θέατρο, ημικυκλικού σχήματος, προοριζόταν για διάφορες σκηνικές παραστάσεις· το αμφιθέατρο, σχήματος ελλειπτικού, είχε αναπτυχθεί από τους Ρωμαίους για τα θεάματα με μονομαχίες και θηριομαχίες· το στάδιο ήταν επίμηκες, ορθογώνιο, με αψιδωτή τη μία στενή πλευρά του και προοριζόταν για αγώνες στίβου, ενώ ο ιππόδρομος (το ρωμαϊκό circus), με την ίδια ουσιαστικά μορφή, αλλά μεγαλύτερος, χρησιμοποιούνταν για ιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Όλοι οι τύποι είχαν επάλληλες σειρές λίθινων κερκίδων χτισμένων πάνω σε εσωτερική θολωτή κατασκευή. Οι λειτουργίες τους αλληλοεπικαλύπτονταν ορισμένες φορές.

Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης, που είχε πρότυπο τον Circus Maximus της Ρώμης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους. Η βυζαντινή εκδοχή του είχε μήκος μεταξύ 450 και 480 μέτρων, εξωτερικό πλάτος 117 μέτρα και εσωτερικό πλάτος περίπου 80 μέτρα. Υπολογίζεται ότι χωρούσε περίπου 100.000 άτομα.1 Το νοτιοδυτικό ημικυκλικό άκρο (η σφενδόνη) επιστεφόταν με μια κιονοστοιχία.
Στο ευθύ (βορειοανατολικό) άκρο υπήρχαν δώδεκα πύλες (carceres, κάγκελλα ή θύραι) που είχαν τη δυνατότητα να ανοίγουν συγχρόνως με αυτόματο μηχανισμό. Σε έναν πύργο πάνω από αυτές τις πύλες είχαν στηθεί τα περίφημα τέσσερα χάλκινα άλογα, τα οποία μετά το 1204 τα πήραν οι Ενετοί και τα τοποθέτησαν πάνω από την πύλη της βασιλικής του Αγίου Μάρκου.2 Στο μέσο περίπου της ανατολικής πλευράς, πάνω από τα καθίσματα, ήταν τοποθετημένο το αυτοκρατορικό θεωρείο (κάθισμα), το οποίο συνδεόταν με το Μέγα Παλάτιο, που βρισκόταν πίσω από τον Ιππόδρομο. Στο κέντρο του στίβου εκτεινόταν ένα χαμηλό φράγμα (εύριπος ή spina),3 γύρω από το οποίο πραγματοποιούνταν οι αρματοδρομίες, με φορά αντίθετη προς εκείνη των δεικτών του ρολογιού. Σε κάθε άκρο του ευρίπου υπήρχε ένας πάσσαλος (καμπτήρ) που όριζε το σημείο στροφής, ενώ κατά μήκος του φράγματος ήταν τοποθετημένα διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, καθώς επίσης και πλαίσια, καθένα από τα οποία συγκρατούσε μεταλλικά ομοιώματα επτά δελφινιών· αυτά περιστρέφονταν με τη σειρά, για να ενημερώνουν τους θεατές για τη ροή των επτά γύρων που αντιστοιχούσαν σε κάθε αγώνα. Σε αυτούς τους αγώνες, που πραγματοποιούνταν σε σταθερές ημερομηνίες κάθε έτος, έπαιρναν μέρος ηνίοχοι, καθένας με ένα τέθριππο (μία δίτροχη άμαξα που συρόταν από μία τετράδα άλογα). Στα διαλείμματα, ακροβάτες, χορευτές και μουσικοί πρόσφεραν ψυχαγωγία.4

2. Πρώιμη ιστορία

Ως προς την κατασκευή του, χρονικά ο Ιππόδρομος προηγείται της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Η αρχαία ελληνική πόλη του Βυζαντίου, που καταστράφηκε από το Σεπτίμιο Σεβήρο (193-211) για την προδοσία της, ανοικοδομήθηκε από τον ίδιο το 203. Η ογκωδέστατη θεμελίωσή του είναι ακόμη ορατή κάτω από τη σφενδόνη του Ιπποδρόμου στο κατωφερές νότιο ανάχωμά της. Ο Ιππόδρομος του Σεβήρου έμεινε ημιτελής· επεκτάθηκε και ολοκληρώθηκε στο πλαίσιο των έργων του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337), ο οποίος μετέτρεψε το αρχαίο Βυζάντιο στη νέα του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη· η κατασκευή του τελείωσε το 330.5

Οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου συνέχισαν την πρακτική του και μετέφεραν πολύτιμα γλυπτά για τη διακόσμηση της σπίνας του Ιπποδρόμου, κατά μίμηση του Circus Maximus.6 Ανάμεσα σε περίφημα χάλκινα αγάλματα, βρισκόταν εκεί, τοποθετημένη σε κεντρικό σημείο, η μεγάλη χάλκινη στήλη των Όφεων, η οποία προερχόταν από τους Δελφούς και ήταν αφιέρωμα σε ανάμνηση της ελληνικής νίκης επί των Περσών το 479 π.Χ.7 Η μνήμη της αρχικής σημασίας αυτών των μνημείων δε διατηρούνταν πάντοτε: η ίδια η στήλη των Όφεων χρησιμοποιήθηκε κάποιο χρονικό διάστημα ως κρήνη.

Στα βόρεια της στήλης ήταν τοποθετημένος ένας αιγυπτιακός οβελίσκος. Ήταν ο δεύτερος από ένα ζευγάρι οβελίσκων που είχε στήσει κοντά στις Θήβες ο φαραώ Τούθμωσης Γ΄, στο 15ο αι. π.Χ. Ο πρώτος οβελίσκος είχε τοποθετηθεί στο Circus Maximus στη Ρώμη, ενώ ο δεύτερος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη μεταφορά έσπασε, αλλά το 390 το σωζόμενο ένα τρίτο του ανώτερου τμήματός του στήθηκε, προς τιμήν του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ (379-395), πάνω σε μια βάση όπου λαξεύτηκαν θριαμβικές σκηνές με τον αυτοκράτορα και τους γιους του, καθώς και σκηνές από την ανέγερση του οβελίσκου.8

Από την άλλη πλευρά της στήλης των Όφεων κατασκευάστηκε, πιθανότατα επίσης τον 4ο αιώνα, ένας οβελίσκος από συναρμοσμένους λίθους. Το 16ο αιώνα ένας Γάλλος περιηγητής τού έδωσε την ονομασία «Κολοσσός» λόγω μιας επιγραφής –η οποία τον συνέκρινε με τον αρχαίο Κολοσσό της Ρόδου– που είχε τοποθετηθεί στον οβελίσκο από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο (913-959), στον οποίο και αποδίδεται λανθασμένα.

3. Λειτουργίες και θεσμοί

3.1. Ο Ιππόδρομος στην αυτοκρατορική ιδεολογία της Κωνσταντινούπολης

Κατά τη μετατροπή της πόλης του Βυζαντίου σε νέα πρωτεύουσα, ο Κωνσταντίνος έδωσε έμφαση στη διαμόρφωση του μνημειακού πυρήνα της, κατ’ αρχάς ολοκληρώνοντας τα οικοδομήματα του Σεβήρου. Η μνημειακή διαμόρφωση του σημείου εκείνου με εμβόλους, το Τετράστωο, τη Βασιλική κινστέρνα, τα λουτρά του Ζευξίππου και τον Ιππόδρομο υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος του σχεδιασμού της κωνσταντίνειας πόλης. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε τα υπάρχοντα οικοδομήματα του Σεβήρου δημιούργησε ένα μνημειακό σύνολο ανεξάρτητων αλλά αλληλοσυνδεόμενων δημόσιων χώρων που ανταποκρίνονταν αλλά και όριζαν το δημόσιο αστικό βίο. Συγκεντρώνοντας πέντε μείζονα αυτοκρατορικά καθιδρύματα (το Αυγουσταίον, τη Βασιλική κινστέρνα, τον Ιππόδρομο, το Μέγα Παλάτιο και τα λουτρά του Ζευξίππου) σε μια σχετικά μικρή έκταση, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να δώσει μνημειακή έκφραση στα στοιχεία που έδιναν ρωμαϊκό χαρακτήρα στην πόλη: στη μεγαλοπρέπεια, την αυτοκρατορία και τους θεσμούς της Ρώμης. Ο Ιππόδρομος, προσαρτημένος στο ανάκτορο, αποτελούσε έκφραση μιας μοναδικά ρωμαϊκής νοοτροπίας· πρόκειται για συνδυασμό που απαντάται στις ρωμαϊκές πρωτεύουσες της Τετραρχίας και απορρέει από τη σχέση μεταξύ του Circus Maximus και της αυτοκρατορικής κατοικίας στη Ρώμη. Το ρωμαϊκό στοιχείο που ανακαλούσαν οι θεσμοί και τα μνημεία της πόλης ήταν ταυτόχρονα γενικό και εντοπισμένο. Από τη μία πλευρά, χώροι όπως τα λουτρά του Ζευξίππου και ο Ιππόδρομος δημιουργούσαν το αίσθημα του συνανήκειν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εμπειρία. Από την άλλη, η συναρμογή του Ιπποδρόμου με το Παλάτιο σφυρηλατούσε έναν πιο συγκεκριμένο δεσμό, που ένωνε απευθείας και με τρόπο μύχιο την Κωνσταντινούπολη με την πόλη της Ρώμης, μεταμορφώνοντάς τη σε Νέα Ρώμη.9

3.2. Ο Ιππόδρομος ως πολιτικός θεσμός

Στις αρχαίες πόλεις, τα θέατρα ήταν χώροι δημόσιων συγκεντρώσεων, όπως επίσης και ψυχαγωγίας. Καθώς η πρωτοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη έπαιρνε σχήμα, δεν ανέπτυξε κανένα από τα παλαιά υπαίθρια θέατρα, κι έτσι ο Ιππόδρομος παρέμεινε ο μεγαλύτερος χώρος τακτικών δημόσιων συγκεντρώσεων της πόλης, ως μέρος ενός ενιαίου συγκροτήματος. Στα βορειοανατολικά του βρισκόταν η μεγάλη πλατεία του Αυγουσταίου, γύρω από το οποίο υπήρχαν σημαντικά δημόσια και διοικητικά κτήρια. Πιο πέρα ήταν χτισμένο το Πατριαρχείο και η Αγία Σοφία, τόπος όπου εκτυλισσόταν το αυτοκρατορικό τελετουργικό στην πνευματική του διάσταση. Ενώ το παρακείμενο Μεγάλο Παλάτι στέγαζε το τυπικό της Αυλής, ο Ιππόδρομος ήταν ο χώρος για το πολιτικό τελετουργικό. Εδώ και μόνο εδώ, ο αυτοκράτορας ερχόταν σε επαφή με τη μάζα του λαού της πόλης κατά τη διάρκεια των περιοδικών εορταστικών εκδηλώσεων. Εδώ παρουσιάζονταν οι νέοι αυτοκράτορες, εδώ πραγματοποιούνταν εκτελέσεις σημαντικών προσώπων (π.χ. του στρατηγού Ναρσή από τον αυτοκράτορα Φωκά το 603) και εορτασμοί (π.χ. ο θρίαμβος του στρατηγού Βελισάριου επί βασιλείας Ιουστινιανού, το 534). Ο Ιππόδρομος ήταν σημαντικός για τη θριαμβική αυτοκρατορική ιδεολογία, καθώς εδραίωνε τον παραλληλισμό ανάμεσα στα αγωνίσματα του ιπποδρόμου και τον αυτοκρατορικό θρίαμβο· το θέμα αυτό προκύπτει συχνά στην αυτοκρατορική εικονογραφία και παρουσιάζεται και στον οβελίσκο του Θεοδοσίου, στη βάση του οποίου σκηνές με τον αυτοκράτορα να προΐσταται των αγωνισμάτων παραβάλλονται με σκηνές αυτοκρατορικού θριάμβου επί των βαρβάρων. Οι επευφημίες του λαού στον Ιππόδρομο αναδείκνυαν την αυτοκρατορική παντοδυναμία με τη μορφή ενός τελετουργικού στο οποίο το βασικό ρόλο είχε ο λαός, και το επιβίωσε και σε μεταγενέστερες περιόδους, όπως δείχνει το Περί βασιλείου τάξεως.10

Επιπλέον, η δραστηριότητα που σχετιζόταν με τους αγώνες γέννησε τους μοναδικούς θεσμούς που επέτρεπαν ενεργό λαϊκή συμμετοχή. Επρόκειτο για τους περίφημους δήμους, τις φατρίες του Ιπποδρόμου. Τέσσερις φατρίες, οι οποίες προσδιορίζονταν με χρώματα και υποστήριζαν τους επαγγελματίες ηνιόχους, που ήταν συχνά δημοφιλέστατες προσωπικότητες, μεταφυτεύτηκαν από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη (και το ίδιο συνέβη και σε άλλες πόλεις). Οι δύο δευτερεύουσες φατρίες, οι Λευκοί και οι Ρούσιοι (Κόκκινοι), επισκιάζονταν συστηματικά και τελικά ενσωματώθηκαν ουσιαστικά στις δύο πιο σημαντικές, τους Βένετους (Γαλάζιους) και τους Πράσινους. Κάθε δήμος είχε τη δική του κερκίδα στη δυτική πλευρά του Ιπποδρόμου, απέναντι από το κάθισμα και στη γραμμή τερματισμού, καθώς και λέσχες και χώρους στη γύρω περιοχή. Καθώς οι δήμοι (και κυρίως οι Πράσινοι και οι Βένετοι) αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη επιρροή και ανέπτυσσαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εν είδει πολιτικών κομμάτων, ο Ιππόδρομος εξελισσόταν σε τόπο όπου ο λαός εξέφραζε δημόσια τη γνώμη του και εκτόξευε πολιτικά φορτισμένα συνθήματα, παίρνοντας θέση ως προς τα ζητήματα που ανέκυπταν στην Αυλή, τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις εκρηκτικές θρησκευτικές διαμάχες της εποχής. Προκειμένου να εξασφαλίζουν τη λαϊκή υποστήριξη, οι αυτοκράτορες συχνά έδειχναν εύνοια στον ένα ή στον άλλο δήμο, των οποίων η ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα αποδείχτηκε κρίσιμη πάνω από μια φορά.11

Η αποχαλίνωση των δήμων κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 532, όταν ένωσαν προσωρινά τις δυνάμεις τους στη λεγόμενη Στάση του Νίκα. Επί 19 ημέρες προκαλούσαν ανοιχτά τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (527-565), έκαναν καταστροφές μέσα στην πόλη και δοκίμασαν να τον εκθρονίσουν. Οι ταραχές καταπνίγηκαν μόνο όταν περίπου 30.000 στασιαστές συνελήφθησαν στον Ιππόδρομο και σφαγιάστηκαν. Έπειτα από μια σύντομη περίοδο περιορισμού, ταραχές από τις φατρίες ξέσπασαν εκ νέου τον 7ο αιώνα, αλλά μέχρι τον 8ο αιώνα οι δήμοι και οι ηγέτες τους είχαν πλέον περιοριστεί σε εθιμοτυπικό ρόλο. Στην πραγματικότητα έχει δοθεί υπερβολική έμφαση στον υποτιθέμενο ρόλο των δήμων ως υποκαταστάτων «πολιτικών κομμάτων» την εποχή που βρίσκονταν στο απόγειό τους: τα ενεργά μέλη τους ήταν απλώς ένα μέρος του λαού και, παρά τις κάποιες συγγενείς λειτουργίες, στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι παραπάνω από θορυβώδεις αθλητικές λέσχες.

4. Μεταγενέστερη ιστορία

Αν και ο ρόλος των φατριών ολοένα μειωνόταν, η αγάπη του πλήθους για τις αρματοδρομίες καθόλου δε συρρικνώθηκε, παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία εναντιωνόταν σε αυτό. Παρόλο που το άθλημα αυτό σταδιακά εξασθενούσε και εξαφανιζόταν από τις εναπομείνασες πόλεις της Αυτοκρατορίας, παρέμενε η πλέον δημοφιλής ψυχαγωγία στην πρωτεύουσα, μέχρι την τελική διακοπή των αρματοδρομιών από την Δ΄ Σταυροφορία (1202-1204). Κατά το 12ο αιώνα, οι επισκέπτες της πόλης συνεχίζουν να αναφέρονται στα θεάματα που προσφέρονταν στον Ιππόδρομο. Πάντως, το παλιό άθλημα βρήκε ανταγωνιστές σε εναλλακτικούς τρόπους ψυχαγωγίας, όπως οι δυτικότροπες έφιππες κονταρομαχίες, που ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από το θαυμαστή των Δυτικών, τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1143-1180).12 Στον Ιππόδρομο συντελέστηκαν και σκοτεινά γεγονότα, όταν ο όχλος της πόλης πρωτοστάτησε στον άγριο βασανισμό και στην εκτέλεση του εκθρονισμένου αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ (1183-1185). Ήδη ερειπωμένος, ο Ιππόδρομος άρχισε να καταρρέει κατά τη διάρκεια της λατινικής κυριαρχίας (1204-1261), οπότε οι θησαυροί και τα διακοσμητικά του στοιχεία λαφυραγωγήθηκαν ή καταστράφηκαν από τους σταυροφόρους. Τους δύο τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, ο Ιππόδρομος ήταν ερειπωμένος, αν και χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά για έφιππες κονταρομαχίες.

Όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέκτησαν την πόλη το 1453, άφησαν το χώρο ανοιχτό και τον χρησιμοποιούσαν ως πεδίο ασκήσεων, γνωστό με το όνομα Atmeydani («πεδίο των αλόγων»). Όμως η κιονοστοιχία της σφενδόνης γκρεμίστηκε το 1550, ενώ οι παλιές κατασκευές με τα έδρανα καταπατήθηκαν βαθμιαία και καταστράφηκαν από τα νέα τουρκικά κτήρια (π.χ. το παλάτι του Ιμπραήμ πασά του 16ου αιώνα, το Μπλε Τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ Α΄ του 17ου αιώνα). Το 1700 μερικά βίαια μέλη μιας πολωνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας έκοψαν και μετέφεραν το ανώτερο τμήμα της στήλης των Όφεων, αν και μέρος της κεφαλής ενός φιδιού σώζεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Πόλης. Το 1890 ο Γάλλος σχεδιαστής Bouvard άρχισε να σχεδιάζει εκ νέου ένα περιορισμένης έκτασης πάρκο μέσα στο χώρο του παλαιού Ιπποδρόμου. Αυτό το έργο ολοκληρώθηκε έπειτα από μια δεκαετία στη βορειοανατολική γωνία, με την περίτεχνη πηγή που δόθηκε στο σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄ με την ευκαιρία της επίσκεψής του στην πόλη το 1895. Κάποιες διάσπαρτες ανασκαφές γύρω από την περιοχή έχουν αποκαλύψει ελάχιστα ίχνη του Ιπποδρόμου και του περιβάλλοντος χώρου. Αλλά αυτό το πάρκο, που αποτελεί αναντίρρητα έναν υπέροχο δημόσιο χώρο, ακόμη διατηρεί στο κέντρο του τους δύο οβελίσκους και τον κορμό της στήλης των Όφεων.

1. Για μια εκτίμηση των διαστάσεων του Ιπποδρόμου, σύμφωνα με τις πηγές, βλ. Guilland, R., “Etude sur l’Hippodrome de Byzance: Les dimensions de l’hippodrome”, Byzantinoslavica 31:1 (1970), σελ. 1-11. Για μια γενική παρουσίαση της ιστορίας του, βλ. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 64-71.

2. Guberti Basset, S., “The Antiquities in the Hippodrome in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 45 (1991), σελ. 89· Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 222-223, με αναφορές στις βυζαντινές πηγές.

3. Σχετικά με την αμφισημία του όρου «εύριπος» στις βυζαντινές πηγές, βλ. Mango, C., “L’Euripe de l’hippodrome de Constantinople”, Revue des Études Byzantines 7 (1949-1950), σελ. 180-193.

4. Guilland, R., “Etude sur l’Hippodrome de Byzance: Les spectacles de l’hippodrome”, Byzantinoslavica 27:2 (1970), σελ. 289-307.

5. Guilland, R., “Etude sur l’Hippodrome de Byzance: l’hippodrome de Sévère et l’Hippodrome de Constantine le Grand”, Byzantinoslavica 31 (1970), σελ. 182-188.

6. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 25, εικ. 4. Βλ. επίσης σελ. 212-232, για έναν αναλυτικό κατάλογο των αρχαιοτήτων στον Ιππόδρομο, με αναφορές στις βυζαντινές πηγές.

7. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 224-227.

8. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 219-222.

9. Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 4512 (Paris 1984), σελ. 328-330· Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 23, 26-28.

10. Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 4512 (Paris 1984), σελ. 311-312.

11. Dvornik, F., “The Circus Parties in Byzantium: Their Evolution and Suppression”, Byzantina-Metabyzantina 1 (1946), σελ. 124-125. Πρβλ. Cront, G., “Les Dèmes et les partis politiques dans l’Empire byzantin aux Ve-VIIe siècles”, Revue des Etudes Sud-Est Européennes 7 (1969), σελ. 671-674.

12. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 184-185.

Πηγή

Για παραπομπή: Barker John, «Ιππόδρομος»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου