10/11/15

Η΄΄Πράξη Υποτέλειας΄΄ της Ελλάδας προς την Αγγλία το 1825

Η έκκληση προστασίας της Ελλάδας προς την Αγγλία, έχει χαρακτηριστεί κι έχει μείνει γνωστή μέχρι σήμερα ως πράξη υποτέλειας ή υποταγής. Ο βαρυσήμαντος αυτός χαρακτηρισμός δόθηκε από αρκετούς
μεταγενέστερους συγγραφείς κατά τους οποίους η Ελλάδα το έτος 1825, βρέθηκε πολιτικά και στρατιωτικά σε μια από τις δυσμενέστερες φάσεις της, με αποτέλεσμα να προβεί στην έκκληση προστασίας της Αγγλίας. Το εν λόγω ψήφισμα απασχόλησε όπως θα δούμε παρακάτω αρκετούς συγγραφείς και αποτέλεσε ένα μελανό σημείο της ιστορίας, επειδή από πολλούς θεωρήθηκε παραχώρηση των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών των Ελλήνων αποκλειστικά στο έλεος της αγγλικής κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα, κατά τα μέσα του 1825 η εισβολή των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο αποτέλεσε τη ΄΄δαμόκλειο σπάθη΄΄ για την ήδη αγωνιζόμενη αλλά και εξασθενημένη Ελλάδα. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες του Αγώνα, συναισθανόμενοι ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να αντιμετωπίσουν τον ισχυρό στρατό του Ιμπραήμ, επιχειρούσαν απελπισμένα να προσελκύσουν μια ξένη δύναμη προς ενίσχυση. Κατά τις δραματικές εκείνες εξελίξεις, η αγγλόφιλη Επιτροπή της Ζακύνθου που απαρτιζόταν από τον . Ρώμα, τον Π. Στεφάνου και τον Κ. Δραγώνα, πήρε την πρωτοβουλία της αιτήσεως της αγγλικής προστασίας εκ μέρους του ελληνικού έθνους. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη αρκετών συγγραφέων όπως θα δούμε και στα επόμενα κεφάλαια, το ψήφισμα της αγγλικής προστασίας δεν ήταν μια απόφαση που πάρθηκε εν μία νυκτί και ούτε αποκλειστικά από την Επιτροπή της Ζακύνθου. Επιπλέον πολλοί θεωρούν πως οι δυσμενείς συγκυρίες του 1825 ευνόησαν την επίσπευση του ψηφίσματος. Εξ΄ όσων γνωρίζουμε, η Αγγλία είχε αποκτήσει πολλούς οπαδούς στον Ελλαδικό χώρο και με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Α. Μαυροκορδάτο. Οι αγγλόφιλοι κύκλοι του ελλαδικού χώρου διατηρούσαν άμεση επικοινωνία μεταξύ τους και δρούσαν ανέκαθεν υπέρ της προσέγγισης της αγγλικής κυβέρνησης. Συνεπώς, ένα τόσο μείζον ζήτημα όπως η προστασία της Αγγλίας αποτελούσε μια προ καιρού ανεπίσημη επιθυμία τους, σύμφωνα αρκετούς συγγραφείς. Εντούτοις, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων διαδραμάτισε ο ΄Υπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων Φρεντερίκ ΄Ανταμ, ο οποίος κατά την άποψη αρκετών επιτέλεσε το φερέφωνο της αγγλικής κυβέρνησης και άσκησε σημαντική επιρροή στην Επιτροπή της Ζακύνθου αλλά και στους ελληνικούς αγγλόφιλους κύκλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια πληροφορία που αναφέρει ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του σύμφωνα με την οποία, ο Αρμοστής ΄Ανταμ σε συνεννόηση με τον . Ρώμα θέλησαν να μάθουν ποια είναι τα φρονήματά του και να αποσπάσουν πληροφορίες για τις αντιδράσεις του σε περίπτωση προσφυγής της Ελλάδας στη βοήθεια της Αγγλίας. Παράλληλα στην επιστολή αυτή ο . Ρώμας προσπαθούσε να πείσει τον Θ. Κολοκοτρώνη πως καμιά άλλη ευρωπαϊκή δύναμη δεν δύνατο να ενδιαφερθεί για το ελληνικό ζήτημα εκτός της Αγγλίας. Η απάντηση του Θ. Κολοκοτρώνη ενδιέφερε την αγγλική κυβέρνηση η οποία ενδιαφερόταν τοιουτοτρόπως και για παρόμοιες άλλες πληροφορίες που αφορούσαν τα εσωτερικά της ελληνικής πολιτικής, τις διπλωματικές της κινήσεις και πρωτίστως τις πολιτικές κατευθύνσεις των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων.

Η Αγγλία συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις κατείχε μια προνομιούχο θέση απέναντι στην Ελλάδα. Κατά πολλούς ιστορικούς ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας που καθιστούσε άμεση την επέμβαση της δεύτερης στα εσωτερικά της πρώτης, ήταν τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Η άμεση μετάβαση πολιτικών και στρατιωτικών από την Πελοπόννησο στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, ευνοούσε τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις σε φρενήρεις ρυθμούς. Η προ καιρού προσδοκία αρκετών αγγλόφιλων που ήταν η προστασία της Αγγλίας στην Ελλάδα, κατάφερε να γίνει πράξη και να υπογραφεί ως επίσημο έγγραφο στις 24 Ιουλίου 1825. Ωστόσο, για πολλούς συγγραφείς η προλείανση του εδάφους προκειμένου η Ελλάδα να στραφεί προς την Αγγλία, ήταν κάτι για το οποίο εργαζόταν προ καιρού η ίδια η αγγλική κυβέρνηση. Αρκετοί συγγραφείς θεωρούν πως η Αγγλία εκμεταλλευόμενη τις δυσχέρειες του Ελληνικού Αγώνα, επιχείρησε με διπλωματικούς τρόπους να οδηγήσει την ελληνική πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία στην απόφαση προσφυγής της αγγλικής προστασίας. Για αρκετούς ιστορικούς μάλιστα, όπως θα δούμε και στα επόμενα κεφάλαια, η Αγγλία διατήρησε μια στάση ουδετερότητας αλλά όχι αποκλειστικής αδιαφορίας για το ελληνικό ζήτημα. Εκείνο που ήθελε να επιτύχει ήταν να είναι πανταχού παρούσα ως παρατηρητής των ελληνικών εξελίξεων, χωρίς όμως να δίνει αφορμές στην Πύλη και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο κύριος λόγος ήταν ότι η Αγγλία δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε κανένα πόλεμο που ενδεχομένως θα της κόστιζε. Απεναντίας, επιχειρούσε με την άσκηση εξωτερικής πολιτικής να ικανοποιήσει τα συμφέροντα της. Από αρκετούς συγγραφείς μάλιστα, ο ΄Αγγλος Υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Κάνιγκ χαρακτηρίστηκε ως εξαιρετικός διπλωμάτης ο οποίος ακολούθησε μια στρατηγική η οποία είχε σκοπό να ενισχύσει και να εξυψώσει την Αγγλία στα μάτια της υπόλοιπης Ευρώπης.

Πρέπει επιπλέον να επιστήσουμε την προσοχή στο ότι η Ελληνική Επανάσταση είχε αποκηρυχτεί στο Συνέδριο της Βερόνας από τα κράτη της Ιεράς Συμμαχίας το φθινόπωρο του 1822, ενώ από την άλλη πλευρά η Αγγλία είχε αναγνωρίσει το εμπόλεμο καθεστώς στην Ελλάδα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό για κάποιους συγγραφείς απενοχοποίησε την Αγγλία στην ελληνική κοινή γνώμη και την κατέστησε περισσότερο προσφιλή και προσιτή ως προς το ελληνικό ζήτημα. Αυτές βέβαια είναι οι εκτιμήσεις ορισμένων συγγραφέων, θέλοντας να παρουσιάσουν τους λόγους που η Αγγλία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιλογή των Ελλήνων να αιτηθούν την προστασία της.


Αντιλαμβάνεται κανείς πως οι διαβουλεύσεις σχετικά με την προσέγγιση της Αγγλίας για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος ήταν πάρα πολλές. Η πρώτη όμως επίσημη δήλωση του Α. Μαυροκορδάτου προς τον Γ. Κάνιγκ έγινε τον Αύγουστο του 1824. Συγκεκριμένα, ύστερα από υπόδειξη του Α. Μαυροκορδάτου, ο Γενικός Γραμματέας της Επικρατείας Γ. Π. Ρόδιος, στις 22/24 Αυγούστου 1824 έγραφε επικαλούμενος το ενδιαφέρον της Αγγλίας υπέρ του Ελληνικού Αγώνα. Στο μεταξύ την ίδια περίοδο ο Α. Μαυροκορδάτος είχε στείλει στο Λονδίνο τον Γ. Σπανιωλάκη προκειμένου να μεταφέρει στον Γ. Κάνιγκ την είδηση ότι η Ελλάδα ήταν πρόθυμη να δεχτεί τη βοήθεια και τις υποδείξεις της αγγλικής κυβέρνησης.

Όπως προαναφέραμε, το επίσημο έγγραφο της αγγλικής προστασίας φέρει την ημερομηνία 24 Ιουλίου του 1825. Το εν λόγω έγγραφο όμως, είχε ήδη συνταχθεί από τις 30 Ιουνίου 1825 από τον . Ρώμα στα γαλλικά, το μετέφρασε ο Π. Θ. Στεφάνου στα ελληνικά και τέλος το αντέγραψε ο Π. Δημητρακόπουλος- Καλάμιος. Στο διάστημα αυτό, ο Σπ. Τρικούπης μετέβη στην Κέρκυρα προκειμένου να συζητήσει με τον Αρμοστή ΄Ανταμ αν ενέκρινε το κείμενο με βάση το περιεχόμενο του, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Όταν το έγγραφο εγκρίθηκε από τον Αρμοστή ΄Ανταμ, δόθηκε εντολή στον Χριστόφορο (ή Χρήστο) Ζαχαριάδη να μεταφέρει το ένα αντίγραφο στην Πελοπόννησο προκειμένου να το υπογράψουν όλοι οι στρατιωτικοί, πολιτικοί και κληρικοί παράγοντες και το δεύτερο αντίγραφο δόθηκε στον Παναγιώτη Λεονταρίτη να το μεταφέρει στην ΄Υδρα. Στις 6/7 Ιουλίου 1825 η οποία ήταν κρίσιμη ημερομηνία για τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, υπέγραψαν το έγγραφο ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Α. Ζαΐμης, ο Κ. Δεληγιάννης και αρκετοί άλλοι Πελοποννήσιοι. Αργότερα, στις 22 Ιουλίου το υπέγραψε ο Α. Μιαούλης και οι Υδραίοι και στις 26 Ιουλίου οι Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί στην Αθήνα. Κάποιοι συγγραφείς όπως θα δούμε παρακάτω, διατείνονται πως ήταν ρητή εντολή να υπογράψουν πρώτοι από όλους ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Α. Μιαούλης, ο μεν ως αρχιστράτηγος ξηράς και ο δε ως αρχιστράτηγος των κατά θάλασσα δυνάμεων. Κάποιοι άλλοι αναφέρουν πως ο Θ. Κολοκοτρώνης θέλησε με δική του πρωτοβουλία να υπογράψει με αυτόν τον τίτλο και πως φιλονίκησε με τον Α. Ζαΐμη τον οποίο κάποιοι άλλοι ήθελαν αυτόν να υπογράψει ως αρχιστράτηγος. Μια άλλη εκδοχή λέει, πως ο Α. Ζαΐμης έπεισε τον Θ. Κολοκοτρώνη να υπογράψει λόγω του κατεπείγοντος και μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως όταν πήγε να υπογράψει ο Α. Ζαΐμης, παρατήρησε πως ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε ήδη υπογράψει με τον τίτλο του αρχιστρατήγου. Ωστόσο όπως θα δούμε παρακάτω, σε κάποια απομνημονεύματα και σε ορισμένους συγγραφείς αναφέρεται μια φράση που είπε ο Α. Ζαΐμης στον Θ. Κολοκοτρώνη: «Δια την αγάπην της πατρίδος μου σε υπογράφω και πρόεδρον των κατά ξηράν βουλευτηρίων και αρχηγόν των κατά γήν δυνάμεων.»

Η υπογραφή του εγγράφου της αγγλικής προστασίας για κάποιους δεν ήταν καθόλου εύκολη απόφαση. Επικράτησαν έντονες διαφωνίες και διενέξεις, διότι επρόκειτο για ένα πολύ σοβαρό εθνικό θέμα το οποίο μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της χώρας, αλλά και να διαλύσει ολόκληρη την Επανάσταση. Εφόσον λοιπόν το έγγραφο είχε ήδη συνταχθεί από την Επιτροπή της Ζακύνθου και εγκριθεί από τον Αρμοστή ΄Ανταμ ένα μήνα νωρίτερα, ο Α. Μαυροκορδάτος, ο Σπ. Τρικούπης και ο Ι. Κωλέττης στις 21 Ιουλίου 1825 συναντήθηκαν με τον αρχηγό της αγγλικής μοίρας Λόρδο ΄Αμιλτων προκειμένου να του ανακοινώσουν τα καθέκαστα. Ο ΄Αμιλτων κράτησε μια ουδέτερη στάση στο εν λόγω διάβημα καθώς ο ίδιος όπως ισχυρίστηκε, δεν είχε λάβει συγκεκριμένες οδηγίες από την αγγλική κυβέρνηση. Τους προέτρεψε όμως να απευθυνθούν κατευθείαν στην αγγλική κυβέρνηση και να αποστείλουν το έγγραφο στο Λονδίνο12. Ταυτοχρόνως, στο διάστημα μεταξύ 20/24 Ιουλίου 1825 ο Α. Μαυροκορδάτος συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση του Νομοτελεστικού και του Βουλευτικού στο Ναύπλιο, προκειμένου να θέσει προς συζήτηση το θέμα. Η συγκεκριμένη συνεδρίαση ήταν η ευκαιρία να ανακοινώσει στους υπόλοιπους παράγοντες ότι ο κύβος ερρίφθη και η απόφαση για την αίτηση της αγγλικής προστασίας είχε ήδη παρθεί και δρομολογηθεί. Οι αντιδράσεις και οι έντονες διαφωνίες δεν έλειψαν ούτε κι από αυτή τη συνεδρίαση. Ωστόσο, το εν λόγω υπόμνημα σε κάποια σημεία το τροποποίησαν ώστε να μην θίγονται οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Λίγες μέρες αργότερα, την 1η Αυγούστου 1825 το έγγραφο εγκρίθηκε από το Βουλευτικό και το Νομοτελεστικό και ύστερα από αυτές τις διαδικασίες έπρεπε να λάβει γνώση ο Αρμοστής ΄Ανταμ στον οποίο μεταφέρθηκε έγγραφο με τις υπογραφές όλων των παραγόντων. Το έγγραφο εφόσον εγκρίθηκε επισήμως από την πλειοψηφία, είχε αποκτήσει μια τυπική νομιμοποίηση και ήταν έτοιμο να σταλεί στην αγγλική κυβέρνηση. Η μεταφορά του στην Κέρκυρα πραγματοποιήθηκε από τον Σπ. Τρικούπη και τον . Μιαούλη γιο του Ναυάρχου με ειδική αποστολή. Στη συνέχεια, η ίδια αποστολή συνέχισε από την Κέρκυρα για το Λονδίνο προκειμένου να παραδοθεί το έγγραφο στον Γ. Κάνιγκ.

Η ρητή εντολή που δόθηκε να υπογράψουν ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Α. Μιαούλης ως αρχιστράτηγοι, ενώ οι υπόλοιποι παράγοντες ως απλοί πολίτες, ερείδεται στην τότε διπλωματική τάξη κατά την οποία οι ΄Αγγλοι δεν αναγνώριζαν εξίσου την κρατική-πολιτική οντότητα με την στρατιωτική. Σύμφωνα με την αναγνώριση της Αγγλίας του ελληνικού εμπόλεμου καθεστώτος όπως προαναφέραμε, η επισημότητα του εγγράφου κρινόταν πρωτίστως από τις υπογραφές των στρατηγών.

Σχετικά με τα αντίγραφα του κειμένου της εκκλήσεως προστασίας, σύμφωνα με αναφορές που θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, γνωρίζουμε ότι υπήρξαν δυο τα οποία εστάλησαν μέσω του λόρδου ΄Αμιλτων στον πρεσβευτή της Αγγλίας Στράτφορντ Κάνιγκ στην Κων/Πολη, άλλα δυο από τον Σπ. Τρικούπη τα οποία παρέδωσε αυτοπροσώπως στον Φ. ΄Ανταμ και τέλος, άλλα δυο για τον . Μιαούλη τον γιο του ναυάρχου, ο οποίος έπρεπε να τα παραδώσει αυτοπροσώπως στα χέρια του Τ. Κάνιγκ. Ωστόσο, ο Π. Ρόδιος είχε διαβιβάσει άλλο ένα έγγραφο με τη μορφή αναφοράς, η οποία ζητούσε την αγγλική προστασία και απευθυνόταν αποκλειστικά στον Τ. Κάνιγκ. Το συγκεκριμένο έγγραφο, ήταν κάπως διαφοροποιημένο και μαζί με άλλα έγραφε τα εξής: «Πρός τόν εξοχότατον Κύριον Γ.Κάνιγγ, πρωθυπουργόν της Αγγλίας…. Η κυβέρνησις επάγεται τό έγγραφον, ήθελεν εμμέινει είς αυτό τό σύστημα τής σιωπής, αν μία διακοίνωσις τής ΄Αρκτου δέν τήν εβίαζεν να λύσει τήν σιωπήν της. Η διακοίνωσις αύτη, σκοπόν προέθετο να αποφασίση περί τής τύχης τού Ελληνικού ΄Εθνους εναντίον τής θελήσεως τού. Παράδοξος καί απίστευτος τοιαύτη διακοίνωσις, διακοίνωσις τόσο άδικος, τόσον σκληρά να εξέλθη εκ τού καβινέτου της Ρωσίας αλλά ουχ’ ήττον είναι αληθής καί ή διακοίνωσις καί ή πηγή αυτής. Εις τοιαύτην περίστασιν καί τό Ελληνικό ΄Εθνος καί ή διοίκησίς τού, τής οποίας το όργανον έχω εγώ την τιμήν να είμαι, προσφέροντες το σέβας τών τή Βρετανική Μεγαλειότητι δια μέσου της εξοχότητάς σας κηρύττουσι πανδήμως ότι προκρίνουν τον ένδοξον θάνατον παρά τον αισχρόν ζυγόν, υπό τόν οποίον θέλουσι να μας ζεύξωσι...»

Οσον αφορά το πρωτότυπο και επίσημο έγγραφο για το οποίο γίνεται λόγος, αναφέρει το εξής: «…Το Ελληνικόν ΄Εθνος, δυνάμει της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλη Βρεττανίας…»

Ωστόσο την πράξη της αγγλικής προστασίας λέγεται ότι δεν υπέγραψαν ο Γ. Κουντουριώτης, ο Ι. Κωλέττης, ο . Υψηλάντης, ο Ι. Γκούρας, ο Νικηταράς κ.α. Επιπλέον ορισμένοι συγγραφείς όπως θα δούμε παρακάτω, αναφέρουν ότι δεν υπέγραψε και ο Σπ. Τρικούπης μαζί με τον Α. Μαυροκορδάτο ύστερα από παρότρυνση του . Ρώμα προκειμένου να μην οξύνουν τα πνεύματα της κοινής γνώμης και κατηγορηθούν ως προδότες. Επίσης στα απομνημονεύματα του Ι. Γ. Κολοκοτρώνη αναφέρεται ότι ούτε οι Νοταραίοι υπέγραψαν εφόσον είχαν ήδη αποχωρήσει από την Αλωνίσταινα πριν προλάβει να φτάσει το έγγραφο στα χέρια των στρατηγών. ΄Ομως, στο Αρχείο του Διονυσίου Ρώμα όπου παρατίθεται ολόκληρο το έγγραφο της αγγλικής προστασίας και τα ονόματα των υπογεγραμμένων, αναφέρονται και τα ονόματα του Σπ. Τρικούπη, του Α. Μαυροκορδάτου, του Νικηταρά και των Νοταραίων. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε κάποιος να λάβει υπ’όψιν του την επισήμανση του Κ. Δεληγιάννη και του Φωτάκου περί πλαστογράφησης υπογραφών. ΄Οσον αφορά τον Γ. Κουντουριώτη ο οποίος ήταν μεν αγγλόφιλος αλλά δεν υπέγραψε, λέγεται πως το έκανε όχι επειδή δεν συμφωνούσε με την πράξη της αγγλικής προστασίας, αλλά για λόγους ευθιξίας επειδή ως αρχιστράτηγος των κατά θάλασσαν δυνάμεων υπέγραψε ο Α. Μιαούλης κι όχι εκείνος.

Πριν ο . Μιαούλης προλάβει να φτάσει στο Λονδίνο προκειμένου να παραδώσει το έγγραφο στον Γ. Κάνιγκ, στις 29 Σεπτεμβρίου 1825 ο Ι. Ορλάνδος και ο Α. Λουριώτης βρίσκονταν ήδη στο Λονδίνο ως αντιπρόσωποι της Ελλάδας ώστε να συζητήσουν με την αγγλική κυβέρνηση περί του δανείου. Στην εν λόγω συζήτηση, τέθηκε και το ερώτημα στον Γ. Κάνιγκ για το τι επρόκειτο να πράξει σχετικά με την αίτηση της αγγλικής προστασίας. Ο ίδιος απάντησε το εξής: «΄Ισως υπάρξει κάποιο σημείο στον αγώνα, που η Μεγάλη Βρεταννία να μπορέσει να ασκήσει την επιρροή της για να προωθήσει έναν συμβιβασμό μεταξύ των Ελλήνων και της Πύλης, όχι για την απόλυτη ανεξαρτησία της Ελλάδος, γιατί αυτό θα ήταν σαν να τα ζητούσαμε όλα και δεν θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο ενός συμβιβασμού…» Η εν λόγω απάντηση δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική στο άκουσμα των Ελλήνων αντιπροσώπων και η ανταπάντησή τους ήταν ότι οι ΄Ελληνες δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να συμβιβαστούν και να συνυπάρξουν φιλικά με τους Τούρκους. Επιπλέον, η εμμονή του Γ. Κάνιγκ για διατήρηση της αγγλικής ουδετερότητας τον οδήγησε στην έκδοση διατάγματος που απαγόρευε τη στρατολόγηση ΄Αγγλων υπηκόων σε ξένες δυνάμεις και την εξαγωγή πολεμικού υλικού για χρήση των αντιμαχόμενων στην Ελλάδα, για τους προσεχείς έξι μήνες. Όταν μια εβδομάδα αργότερα ο . Μιαούλης έφτασε στο Λονδίνο με την επίσημη ελληνική έκκληση, δεν κατόρθωσε να δει προσωπικά τον Γ. Κάνιγκ λόγω απουσίας του. Η απάντηση όμως που πήρε από το Υπουργείο Εξωτερικών ήταν ίδια με αυτή του Γ. Κάνιγκ στους τρεις ΄Ελληνες αντιπροσώπους.

Μια επίσης σημαντική πληροφορία που αναφέρουν οι πηγές, είναι ότι οι δυο απεσταλμένοι αντιπρόσωποι ύστερα από αυτή τη συνάντηση με τον Γ. Κάνιγκ πραγματοποίησαν και δεύτερη συνάντηση στο Παρίσι με τον Δούκα της Ορλεάνης, προκειμένου να του ανακοινώσουν πως οι ΄Ελληνες θα δέχονταν ευχαρίστως το γιό του στον ελληνικό θώκο, με την προϋπόθεση να δαπανήσει χρήματα για τη ναυπήγηση πλοίων και την αποστολή εφοδίων προς την Ελλάδα. Παράλληλα, ο τρίτος απεσταλμένος στο Λονδίνο (μεταξύ των μηνών Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 1825) από τον Α. Μαυροκορδάτο, ήταν ο Γ. Σπανιωλάκης ο οποίος κατόπιν εντολών έδρασε υπέρ της ενθρόνισης του Λεοπόλδου του Σαξονικού Κοβούργου, όταν μαθεύτηκε ότι οι γαλλόφιλοι είχαν προβεί στην πρόσκληση του Δούκα του Νεμούρ. Αυτές βέβαια οι κινήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των ανεπίσημων ενεργειών προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως θα δούμε παρακάτω. Αντιλαμβάνεται κανείς πως η ενέργεια του Α. Λουριώτη και του Ι. Ορλάνδου να αιτηθούν την αποστολή Γάλλου Μονάρχη, ήταν άκρως αντιφατική ως προς την αρχική αποστολή τους που ήταν η πρόσκληση του Λεοπόλδου του Σαξονικού Κοβούργου και στη συνέχεια η έκκληση για αγγλική προστασία. Ωστόσο, η αυστηρή ουδετερότητα του Γ. Κάνιγκ και η κατάσταση του κατ’ επείγοντος στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα, συνετέλεσαν σε τέτοιου τύπου ανεπίσημες κινήσεις για άμεση έκκληση βοήθειας από την Ευρώπη.


Σύμφωνα με τις αποφάνσεις αρκετών συγγραφέων, πράγματι η Αγγλία είχε αναγνωρίσει τους επαναστατημένους ΄Ελληνες ως εμπόλεμους, αλλά η ουδετερότητα που διατηρούσε δεν ήταν ουδόλως αρκετή για να διασφαλίσει την ακεραιότητα της χώρας από τις λεηλασίες του αιγυπτιακού στρατού. Στις 13 Οκτωβρίου 1825, ο Γ. Κάνιγκ απάντησε εγγράφως στην έκκληση προστασίας της Ελλάδας προς την Αγγλία απευθυνόμενος στους δυο αρχιστρατήγους, Θ. Κολοκοτρώνη και Α. Μιαούλη. Στην απάντηση του έγραφε: «΄Ελαβον δια χειρός του κυρίου Μιαούλη την επιστολήν την οποίαν εκάματε την τιμήν να με διευθύνετε…. Η Αγγλική Κυβέρνησις , εξ’ αρχής των υπαρχουσών εχθροπραξιών μεταξύ της Οθωμανικής Πύλης και των Ελλήνων, προεκύρηξε και διετήρησεν αυστηράν και αμερόληπτον ουδετερότητα. Η Μεγάλη Βρεταννία προ πολλού ευρίσκεται συδεδεμένη δια συνθηκών τούτων, ως εκ μέρους της Πύλης και υπό την πίστην αυτών τα πρόσωπα, η ιδιοκτησία και τα εμπορικά συμφέροντα μεγάλων εταιρειών, υπηκόων της αυτού μεγαλειότητος , υπερασπίζονται εντός του Οθωμανικού κράτους. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν νομίζει η Αγγλική Κυβέρνησις συνάδον με την καλήν πίστην, ως εκ μέρους της, ουδέ με τας αρχάς των νόμων, δι’ ών αί προς άλληλα τα έθνη σχέσεις κανονίζονται και διατηρείται η ειρήνη του κόσμου, να κηρύξει πόλεμον κατά της Πύλης, εν ώ δεν την έδωσεν αυτή ουδεμίαν δικαίαν αφορμήν πάλης. Ουδείς δ’ εχέφρων αμφιβάλλει ότι το να παραδεχθή η πρότασις των Ελλήνων κατά την δηλοποίησίν των, ήθελεν είναι πραγματικώς κήρυξις πολέμου εναντίον της Πύλης….»


Κατά την άποψη πολλών, οι λόγοι που εξηγεί ο Γ. Κάνιγκ στην ανωτέρω επιστολή ήταν προφάσεις προκειμένου να δικαιολογήσει την ουδετερότητα της Αγγλίας. Όπως προαναφέραμε, η αγγλική κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν να εμπλακεί η Αγγλία σε πόλεμο, τουναντίον επεδίωκε να επεμβαίνει πλαγίως στα εσωτερικά της Ελλάδας, χωρίς όμως να δίνει αφορμές στην Πύλη και στις υπόλοιπες αντίπαλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Εν ολίγοις, οι βλέψεις των ΄Αγγλων στρέφονταν περισσότερο στην επιβολή τους στην Ανατολική Μεσόγειο και λιγότερο στην Ελληνική Επανάσταση. Ωστόσο οι ενέργειες των Ελλήνων υπέρ της αγγλικής προστασίας ενθάρρυναν τον Γ. Κάνιγκ να αποπειραθεί κατά κάποιον τρόπο να λύσει το ελληνικό ζήτημα, αποκομίζοντας φυσικά τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την Αγγλία. Περίπου στα μέσα Οκτωβρίου του 1825 ο Γ. Κάνιγκ έστειλε τον εξάδελφό του Στράτφορντ Κάνιγκ ως πρεσβευτή στην Κων/Πολη προκειμένου να διαπιστώσει τις διαθέσεις υποχωρητικότητας των Ελλήνων απέναντι στις κατακτήσεις του Ιμπραήμ αλλά και ταυτόχρονα να πιέσει τους Τούρκους να προβούν σε συμβιβασμούς με τους ΄Ελληνες. Μάλιστα, άφησε να εννοηθεί πως σε περίπτωση επέμβασης της Ρωσίας στην Ελλάδα οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις θα παρέμεναν άπραγες, κάτι το οποίο θα σήμαινε ήττα για την Πύλη.






2 σχόλια:

Μοναχή τον δρόμο επήρες
και ξανάρθες μοναχή
δεν ειν' εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Διονύσιος Σολωμός .

Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και ακόμα δεν έχουμε διδαχτεί απο τα λάθη μας και τους κατά καιρούς εμφύλιους σπαραγμούς μας.Και σήμερα οι άρχοντές μας, εξακολουθούν να μήν δείχνουν πρός τους ξένους εθνική ομοψυχία.Επόμενο είναι και η έλλειψη του σεβασμού τους πρός την Ελλάδα.

Δημοσίευση σχολίου