«Οι μόδες περνούν, το στιλ παραμένει», μότο που βλέπουμε να επαληθεύεται κατά τα τελευταία χρόνια, περίοδο της ελληνικής, αλλά και παγκόσμιας
χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπου παρατηρείται μια ιδιάζουσα αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ιδιάζουσα, διότι με αφετηρία τις κινητοποιήσεις από τους λεγόμενους «αγανακτισμένους» στην πλατεία Συντάγματος, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, καθίσταται πλέον ορατότερη μια προσπάθεια οικειοποίησης του Καστοριάδη, η οποία συντελείται τόσο από συνιστώσες της Αριστεράς όσο και από πληθώρα αναρχικών ομάδων.
Στις σύντομες παρατηρήσεις που ακολουθούν σκοπός δεν είναι να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους η αρχική καχυποψία, ενίοτε και απόρριψη του καστοριαδικού έργου από την Αριστερά και η επιφυλακτικότητα ή η συγκρατημένη συμπάθεια του αναρχικού χώρου δίνουν τη θέση τους σε μια βεβιασμένη, και γι' αυτό ίσως ενθουσιώδη, απόπειρα οικειοποίησης, αλλά να διασαφηνιστεί γιατί αυτή η απόπειρα δεν αποτελεί παρά μια μόδα που θα περάσει.
Οσο και αν λησμονείται ή απωθείται, ο Καστοριάδης όχι απλώς θεωρήθηκε προδότης από την Αριστερά, αλλά εξακολουθεί να θεωρείται μέχρι σήμερα από την κομμουνιστική Αριστερά. Ανεξάρτητα όμως από τον ετεροπροσδιορισμό του Καστοριάδη, παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του αριστερό. Ηδη από το 1965, έχοντας υποβάλει σε δριμεία κριτική όλες τις πτυχές του μαρξικού έργου, περιγράφει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τη χρεοκοπία του μαρξισμού συνολικά, για να διατυπώσει το περίφημο δίλημμα σύμφωνα με το οποίο είτε παραμένει κανείς μαρξιστής είτε επαναστάτης. Ο Καστοριάδης θα επιμείνει διά βίου απαρασάλευτα στην ορθότητα αυτής της απόρριψης καταδικάζοντας στο θεωρητικό πεδίο τον λενινισμό, τον σταλινισμό, τον τροτσκισμό, τον μαοϊσμό και στο πολιτικό πεδίο, όχι απλώς το καθεστώς της ΕΣΣΔ, αλλά συλλήβδην τα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο Καστοριάδης καταδικάζει το καθεστώς της Κούβας και την επαναστατική ρητορική των Κάστρο και Τσε Γκεβάρα, όπως επίσης το γιουγκοσλαβικό πείραμα της αυτοδιαχείρισης ή την κινεζική πολιτιστική επανάσταση, τα ποικίλα επαναστατικά κινήματα μαρξιστικής εμπνεύσεως τόσο στη
Λατινική Αμερική όσο και στην αφρικανική ήπειρο, αλλά και την ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία. Μάλιστα, η τελευταία δεν αποτελεί παρά τμήμα ενός αστερισμού δυτικών καθεστώτων τα οποία, σε αντίθεση με τα καθεστώτα ολικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού, χαρακτηρίζονται από τον Καστοριάδη ως φιλελεύθερες ολιγαρχίες.
Ωστόσο και παρά το γεγονός της οξείας πολεμικής που ασκεί ο Καστοριάδης στις δυτικές κοινωνίες, δεν διστάζει ποτέ, γι' αυτό θεωρώ ότι είναι λανθασμένη η ταξινόμησή του ως αναρχικού, να υπερασπιστεί σθεναρά τον φιλελεύθερο χαρακτήρα τους ως κληρονομιά του Διαφωτισμού και μέρος της επαναστατικής παράδοσης των νεότερων χρόνων. Αυτή η θετική σημασιοδότηση του φιλελεύθερου χαρακτήρα των δυτικών κοινωνιών τον οδηγεί ακόμη και στο να ταχθεί υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης των ΗΠΑ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Ομως ο Καστοριάδης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναρχικός για έναν επιπλέον λόγο: Στην περιγραφή μιας αυτόνομης κοινωνίας, όπως αυτή αναπτύσσεται στο «Πάνω στο περιεχόμενο του σοσιαλισμού», συναντούμε την ύπαρξη κράτους και κεντρικής κυβέρνησης. Σε αντίθεση με τους αναρχικούς οι οποίοι προκρίνουν έναντι του κράτους τις αυτόνομες τοπικές κοινότητες και συνδυασμούς αυτών, είτε σε ομοσπονδιακή μορφή είτε σε μορφή συμπολιτειών, ο Καστοριάδης όχι απλώς δεν αποκλείει την εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας στη βάση ενός κράτους, αλλά επιχειρηματολογεί υπέρ αυτού λόγω της αναγκαιότητας για την ύπαρξη μιας κεντρικής αρχής προκειμένου να καταστεί εφικτός ο συντονισμός των κοινωνικών λειτουργιών.
Τα προηγηθέντα δεν εγγράφονται σε ένα εγχείρημα «ορθής» ανάγνωσης ή
υπεράσπισης της καστοριαδικής σκέψης. Η καστοριαδική σκέψη δεν χρήζει
υπεράσπισης ούτε από τους μαρξιστές, ούτε από τους αναρχικούς, ούτε από τους φιλελεύθερους, ούτε ακόμη και από τους ίδιους τους καστοριαδικούς, όρος οξύμωρος, ωστόσο ταιριαστός για να περιγράψει ορισμένους μελετητές του έργου του. Θα έπρεπε μάλλον να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας απέναντι στον Καστοριάδη υπό την έννοια ότι η σκέψη του ενίοτε χρησιμεύει ως άλλοθι, όχι απλώς για τη διανοητική μας νωχέλεια, αλλά και για μια μορφή ετερονομίας υπό το ένδυμα της αυτονομίας. Με άλλα λόγια, δεν γίνεται κανείς αυτόνομος ακολουθώντας κάποιον, ακόμη και αν αυτός μας διδάσκει τη σημασία της αυτονομίας. Επιπλέον, η θεωρητική ενασχόληση με την έννοια της αυτονομίας, αναμφίβολα επωφελής, αν δεν συνοδεύεται από και δεν μετουσιώνεται σε πρακτικές φιλίας, έρωτα, συνεργασίας, αν, εν ολίγοις, δεν αποτελεί μέρος μιας επιμέλειας εαυτού η οποία εκδιπλώνεται στην καθημερινότητα ως τρόπος του βίου, δεν μας καθιστά αυτόνομους, όπως ακριβώς η ανάγνωση του μενού ενός εστιατορίου δεν μπορεί να χορτάσει την πείνα μας. Η καστοριαδική σκέψη, προτρέποντάς μας να γίνουμε αυτόνομοι, μοιάζει να θέλει να μας λυτρώσει από κάθε είδους λυτρωτές. Την ακολουθούμε γοητευμένοι στα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου, παρότι μας προειδοποιεί να μην ακολουθούμε κανέναν. Ισως ήρθε ο καιρός να λυτρωθούμε και από όσους μας υπόσχονται τη λύτρωση από τους λυτρωτές.
Δημοσιευμένο στο Πέντε οικουμενικοί έλληνες στοχαστές, Οι εκδόσεις των
συναδέλφων, 2014.
Θεφάνης Τάσης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου