1/12/15

ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Πολιτικός ρεαλισμός

Η βασική παραδοχή του πολιτικού ρεαλισμού είναι η ότι η διεθνής πολιτική εξελίσσεται σε περιβάλλον διεθνούς αναρχίας. Εν αντιθέσει με τις εσωτερικές πολιτικές δομές, η διεθνής πολιτική έχει αποκαλεστεί «πολιτική απουσία κυβέρνησης» (Fox στο Waltz, 2010 : 88). Σ’ ένα τέτοιο άναρχο διεθνές σύστημα, κυριαρχεί ο ανταγωνισμός των κρατών, τόσο σε πολιτικοστρατιωτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο (Morgenthau, 1948).


Η έλλειψη ρυθμιστικής
εξουσίας στο διεθνές σύστημα δημιουργεί στα κράτη την ανάγκη να θέσουν ως πρωταρχικό στόχο την εξασφάλιση και μεγιστοποίηση της ασφάλειάς τους και της ανεξαρτησίας τους. Όπως σημειώνει ο Robert Gilpin (1995 : 50-54), «η ασφάλεια ενός κράτους είναι αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής και πολιτικής ευημερίας μέσα σ’ ένα άναρχο και ανταγωνιστικό κρατικό σύστημα». Για να μεγιστοποιήσουν την ασφάλειά τους, τα κράτη είναι αναγκασμένα να αναζητήσουν «ισχύ» και «πλούτο» (power and wealth). Η σχέση ισχύος και πλούτου για τους πολιτικούς ρεαλιστές δεν είναι διαζευκτική, όπως για τους φιλελεύθερους, αλλά συμπληρωματική. Κατά τον Gilpin (1995 : 51) «τα κράτη επιδιώκουν ταυτόχρονα πλούτο και εθνική ισχύ» και καθώς «οι οικονομικοί πόροι είναι αναγκαίοι για την εθνική ισχύ κάθε σύγκρουση είναι ταυτόχρονα οικονομική και πολιτική».


Κύριος «παίκτης» στη διεθνή πολιτική σκηνή είναι το κράτος. Επομένως, οι διεθνείς σχέσεις αφορούν πρωτίστως και κυρίως τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη (Jackson & Sørensen, 2006 : 111). Βεβαίως, οι πολιτικοί ρεαλιστές δεν αρνούνται τον ρόλο και άλλων δρώντων στη διεθνή πολιτική, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, οι πολυεθνικές εταιρίες. Ο ρόλος όμως των μη-κρατικών δρώντων καθορίζεται βάσει της πολιτικής των κρατών, της υποστήριξης ή τουλάχιστον συναίνεσής τους (Waltz, 2010 : 88). Στο άναρχο διεθνές σύστημα, η διατήρηση της ειρήνης δεν είναι εύκολη. Σύμφωνα με τον πολιτικό ρεαλισμό, τον καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της ειρήνης διαδραματίζουν τα κράτη, κι όχι οι μη-κρατικοί δρώντες, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, μέσω της διατήρησης ενός συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, όπως συνέβη με το μεταψυχροπολεμικό διπολικό σύστημα. Η εν λόγω ισορροπία επιτυγχάνεται είτε με την εσωτερική εξισορρόπηση (δηλαδή ενίσχυση της άμυνας), είτε με την εξωτερική εξισορρόπηση (συμμαχίες, άξονες) (Waltz, 2010)


Η έννοια της υψηλής στρατηγικής στις διεθνείς σχέσεις

Με τον όρο υψηλή στρατηγική εννοούμε ουσιαστικά τη θεωρία ενός κράτους για το πώς μπορεί να προκαλέσει ασφάλεια για τον εαυτό του. Θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μία πολιτικο-στρατιωτική αλυσίδα μέσων-σκοπών, στην οποία οι στρατιωτικές δυνατότητες συσχετίζονται με πολιτικούς σκοπούς. Βασικός στόχος της υψηλής στρατηγικής είναι η εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων του κράτους και ο περιορισμός των πλεονεκτημάτων του αντιπάλου. Η υψηλή στρατηγική (και γενικώς η στρατηγική) δεν υπάρχει ποτέ εν κενώ, αλλά πάντοτε απευθύνεται σε έναν ή περισσότερους αντιπάλους, οι οποίοι με τη σειρά τους διαμορφώνουν τη δική τους στρατηγική (Πλατιάς, 1995 : 82).


Ένας επιτυχημένος σχεδιασμός σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής πρέπει να καλύπτει τις εξής τέσσερεις διαστάσεις:


1. Διάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, ώστε να καθοριστούν οι διάφορες απειλές, υπαρκτές ή δυνητικές, κατά της εθνικής ασφάλειας, καθώς και οι διάφοροι περιορισμοί και ευκαιρίες που προκύπτουν. Είναι υψίστης σημασίας η υψηλή στρατηγική να εναρμονίζεται με το διεθνές περιβάλλον και να ταιριάζει με τις γεωπολιτικές πραγματικότητες που απορρέουν από τον διεθνή καταμερισμό ισχύος.


2. Καθορισμός των πολιτικών στόχων της υψηλής στρατηγικής, επί τη βάσει των διαθέσιμων μέσων, καθώς και των προαναφερθέντων απειλών, περιορισμών και ευκαιριών.


3. Καθορισμός του αποτελεσματικότερου συνδυασμού μέσων για την προώθηση ιεραρχημένων πολιτικών στόχων.


4. Προσεκτική διαμόρφωση της «εικόνας» που παρουσιάζει η υψηλή στρατηγική τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, ώστε: α) η κοινωνία να υποστηρίζει ενεργά την υψηλή στρατηγική του κράτους, β) όλα τα μέρη της κρατικής δομής να εργάζονται προς έναν κοινό σκοπό, γ) η υψηλή στρατηγική να απολαμβάνει νομιμοποίησης στο εξωτερικό (Πλατιάς, 1995 : 84-85).

 Ισχύς και ήπια ισχύς


Η έννοια της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις


Μία από τις κεντρικότερες έννοιες των διεθνών σχέσεων και των στρατηγικών σπουδών αποτελεί η ισχύς. Ωστόσο, στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τον ορισμό και τον τρόπο μέτρησης της ισχύος. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η ισχύς αναφέρεται σε μία σχέση στην οποία ένας δρων υποχρεώνει έναν άλλο να ακολουθήσει τις επιθυμίες του (Mansbach & Rafferty στο Κωνσταντόπουλος, 2011 : 2). Ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της ισχύος έδωσε η ρεαλιστική σχολή σκέψης των διεθνών σχέσεων.


Κατά τον Hans Morgenthau (1967 : 25-26), η ισχύς είναι «ο έλεγχος εκ μέρους ενός ανθρώπου του μυαλού και των πράξεων των άλλων ανθρώπων». Η διεθνής πολιτικής αποτελεί «έναν αγώνα για ισχύ». Ο Kenneth Waltz (2011 : 269) προσέγγισε την έννοια της ισχύος ως μέσο για την επίτευξη πολιτικών σκοπών, κυριότερος των οποίων είναι η επιβίωση του κράτους, του βασικού δρώντος στο άναρχο διεθνές σύστημα, και όχι ως αυτοσκοπό, όπως ο Morgenthau. Για τον John Mearsheimer (2001 : 12, 55) «η ισχύς είναι το νόμισμα της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και τα κράτη ανταγωνίζονται γι’ αυτή μεταξύ τους. Ό,τι είναι για τα οικονομικά το χρήμα, είναι για η ισχύς για τις διεθνείς σχέσεις.» Διακρίνει δύο είδη ισχύος, στενά συνδεδεμένα αλλά όχι συνώνυμα: την λανθάνουσα ισχύ (latent power) και τη στρατιωτική ισχύ (military power). Σύμφωνα με τον Robert Gilpin (1981 : 33), η έννοια της ισχύος περικλείει τις στρατιωτικές, οικονομικές και τεχνολογικές ικανότητες των κρατών.


Ακόμη και οι επικριτές της ρεαλιστικής σχολής σκέψης (Νεοφιλελευθερισμός, Κονστρουκτιβισμός, Κριτική Θεωρία, Μεταμοντερνισμός) αποδέχονται ότι στη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων κυριαρχεί η ρεαλιστική προσέγγιση της έννοιας της ισχύος (Κωνσταντόπουλος, 2001 : 5). Είναι ενδιαφέρον ότι οι επικριτές του ρεαλισμού θεωρούν πρόβλημα το παραπάνω γεγονός, και γι’ αυτό προσπαθούν να τροποποιήσουν, συμπληρώσουν ή ακόμη και να αντικαταστήσουν τη ρεαλιστική προσέγγιση της ισχύος, αν και μέχρι σήμερα δεν το έχουν καταφέρει (Berenskoetter στο Κωνσταντόπουλος, 2001 : 5). Ο Joseph Nye έρχεται να προσθέσει μία ακόμη διάσταση, τη λεγόμενη «ήπια ισχύ», η οποία θα μελετηθεί στη συνέχεια.


 Η έννοια της ήπιας ισχύος στις διεθνείς σχέσεις


Ένας θεωρητικός που συνδυάζει στο έργο του (σε ακαδημαϊκό επίπεδο και σε επίπεδο άσκησης πολιτικής) τόσο στοιχεία πολιτικού ρεαλισμού, όσο και νεοφιλελευθερισμού είναι ο Joseph Nye, ο οποίος πρόσθεσε στη «σκληρή ισχύ» (στρατιωτική δύναμη, οικονομία και διπλωματία) τη διάσταση της «ήπιας ισχύος» (Κωνσταντόπουλος, 2011 : 5). Αν και εισηγητής του όρου της ήπιας ισχύος είναι ο Nye, το φαινόμενο το οποίο ο όρος αυτός περιγράφει έχει μελετηθεί και από άλλους ακαδημαϊκούς, αλλά με διαφορετική διατύπωση. Παραδείγματος χάρη, στο φαινόμενο της ήπιας ισχύος αναφέρθηκαν κορυφαίοι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων όπως οι E H. Carr και Hans Morgenthau. Ο Morgenthau αναγνώριζε τη σημασία της ποιότητας της διπλωματίας, καθώς και το θαυμασμό προς μία χώρα (Ding στο Κωνσταντόπουλος, 2001 : 6). Ο Carr διέκρινε τρεις κατηγορίες ισχύος σε διεθνές επίπεδο: στρατιωτική (military), οικονομική (economic) και ισχύ πάνω στη διαμόρφωση γνώμης (power over opinion) (Carr, 1981 : 108).


Κατά τον Nye, η ήπια ισχύς έγκειται στην ικανότητα διαμόρφωσης των προτιμήσεων των άλλων. Η ήπια ισχύς μιας χώρας προέρχεται κυρίως από τρεις πηγές: τον πολιτισμό της (σε μέρη όπου είναι ελκυστικός στους άλλους), τις πολιτικές της αξίες (όταν τις υποστηρίζει έμπρακτα στο εσωτερικό και εξωτερικό) και την εξωτερική πολιτική της (όταν είναι νομιμοποιημένη και έχει ηθική εξουσία). Εάν ένας ηγέτης αντιπροσωπεύει αξίες που οι άλλοι θέλουν να ακολουθήσουν, τότε το έργο του καθίσταται ευκολότερο. Αντίστοιχα, μία χώρα που υποφέρει από οικονομική και στρατιωτική ύφεση είναι πιθανόν όχι μόνο να απολέσει πόρους σκληρής ισχύος αλλά και έως ένα βαθμό την ελκυστικότητά της (Nye, 2004 : 5-9).


Στις πρώτες προσπάθειες επιστράτευσης ήπιας ισχύος, ο Nye εξετάζει την περίπτωση της Γαλλίας. Στις αρχές του δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ογδόου αιώνα, η Γαλλία μεταλαμπάδευσε τον πολιτισμό της σε ολόκληρη την Ευρώπη ενώ τα γαλλικά δεν αποτέλεσαν μόνο τη γλώσσα της διπλωματίας, αλλά και των αυλών ηγεμόνων του εξωτερικού, όπως της Πρωσίας και της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η Γαλλία θέλησε να προωθήσει την επαναστατική της ιδεολογία στους λαούς. Μετά την ήττα της στον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο, η γαλλική κυβέρνηση επεδίωξε να αποκαταστήσει το πληγωμένο κύρος του έθνους προωθώντας τη γλώσσα και τη λογοτεχνία του μέσω της Alliance Française, η οποία συστάθηκε το 1883. Το παράδειγμα της Γαλλίας σύντομα ακολούθησε η Ιταλία και η Γερμανία, ιδρύοντας ινστιτούτα για την προώθηση του πολιτισμού τους στο εξωτερικό (Nye, 2004 : 100).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου