Γράφει ο Χρήστος Μηνάγιας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΥΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΟΝ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟ
Όταν ξεκίνησε η Αραβική Άνοιξη, το Ιράν υποστήριξε τους εξεγερμένους των χωρών αυτών και επιδίωξε να προσδώσει σε αυτήν το χαρακτήρα μιας ισλαμικής εξέγερσης, η οποία εναντιωνόταν στο υπάρχον status quo της Μέσης Ανατολής.
Μόλις όμως η εξέγερση επεκτάθηκε στη Συρία, η Τεχεράνη τήρησε μια εντελώς διαφορετική στάση και υποστήριξε εμφανώς το μπααθικό καθεστώς της Δαμασκού προκειμένου αυτό να διατηρηθεί στην εξουσία. Επίσης, η κρίση στη Συρία άλλαξε σε σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία της Αραβικής Άνοιξης με αποτέλεσμα το Ιράν να πιστωθεί με ιδεολογικά, στρατηγικά και γεωπολιτικά οφέλη.
Ως γνωστόν, η Συρία αποτελεί το κέντρο της περιφερειακής πολιτικής της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή και μια ενδεχόμενη ανατροπή του Άσαντ θα αποκόψει το πεδίο επιρροής της στην περιοχή που αρχίζει από την Παλαιστίνη, φθάνει στον Λίβανο και εκτείνεται μέχρι το Ιράκ. Πέραν των παραπάνω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η διατήρηση του καθεστώτος Άσαντ θεωρείται θέμα ζωτικής σημασίας για το Ιράν λόγω του ότι οι δύο χώρες συνδέονται με ιστορικούς, ιδεολογικούς και στρατηγικούς δεσμούς. Ιστορικούς δεσμούς, διότι το 1979 η Δαμασκός στήριξε το θεοκρατικό καθεστώς του Χομεϊνί και στη συνέχεια, αντίθετα από τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, υποστήριξε το Ιράν κατά τη διάρκεια του ιρανο-ιρακινού πολέμου (1980-1988).
Συνακόλουθα δε, η Συρία παρείχε στήριξη στην Χεσμπολάχ και διευκόλυνε την επικοινωνία του Ιράν με τις παλαιστινιακές αντιστασιακές ομάδες. Τέλος, το 2006 υπογράφηκε η ιρανο-συριακή Συμφωνία Κοινής Ασφάλειας, η οποία προσέδωσε στα δύο κράτη την έννοια των στρατιωτικών συμμάχων. Ιδεολογικούς δεσμούς, διότι οι σχέσεις των δύο χωρών είναι άμεσα προσκολλημένες στις ιδεολογικές αρχές του σιϊτισμού. Από τη μια πλευρά το Ιράν, στην προσπάθειά του να εξαπλώσει τη σιϊτικη ημισέληνο, στηρίζει και προστατεύει τους νουσαϊρί/αλαουίτες της Συρίας και το μπααθικό καθεστώς της. Και από την άλλη πλευρά, το κόμμα Μπαάθ, το οποίο ανέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία της χώρας το 1963, με το Ιράν αισθάνεται ασφάλεια λόγω των θεολογικών και δογματικών αντιπαλοτήτων που έχει με τους σουνίτες. Τέλος, στρατηγικούς δεσμούς, διότι το Ιράν μέσω της Συρίας, του Λιβάνου και των σιϊτών των υπολοίπων αραβικών χωρών επιδιώκει τη δημιουργία μιας γραμμής αντίστασης, η οποία θα αποκόψει ή θα περιορίσει τους στρατηγικούς στόχους του αμερικανο-ισραηλινού άξονα.
Η όξυνση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ιράν και τη Συρία
Η πολιτική της ενεργούς ουδετερότητας αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της τουρκικής διπλωματίας, η οποία, όπως έκανε και κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδιώκει τη διατήρηση επαφών με όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις παρέχοντας πάντα «μυστική» συμπαράσταση στην πιο ισχυρή πλευρά, χωρίς φυσικά να έχει ενδοιασμούς να αλλάξει τακτική όταν θα το επιβάλλουν τα συμφέροντά της. Τούτο αποτυπώνεται πλήρως στην περίπτωση του Ιράν και της Συρίας. Συγκεκριμένα, στις 24-11-2010, ο συντάκτης του παρόντος σε άρθρο του με τίτλο «Η Θέση της Τουρκίας στο Νέο Ψυχρό Πόλεμο» είχε αναφέρει τα εξής: «Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι η Τουρκία του Ερντογάν, με την παράλογη ερμηνεία της έννοιας των μηδενικών προβλημάτων, έχει προσανατολισθεί σ’ έναν παρατραβηγμένο διπλωματικό ακτιβισμό προκειμένου να παρεμποδισθούν οι διεθνείς κυρώσεις κατά του Ιράν. Μάλιστα οι αναλυτές αυτοί επικαλούνται και τα ακόλουθα επιχειρήματα:
• Η Τουρκία επιδιώκει να παίξει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης που εγγυάται τη σταθερότητα στην περιοχή επειδή αυτό προστάζουν τα οικονομικά και εμπορικά της συμφέροντα. Αντιθέτως, το Ιράν επιδεικνύει καταστροφικές και συγκρουσιακές συμπεριφορές που διακυβεύουν τη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής επειδή αυτό προστάζει η ασφάλεια του καθεστώτος του.
• Η τουρκο-ιρανική προσέγγιση δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις τόσο στη Δύση όσο και στον αραβικό κόσμο. Ο ισλαμικός κόσμος θεωρεί το Ιράν ως βασική απειλή της εξάπλωσης του σιϊτισμού. Οι μουσουλμανικές χώρες είναι ανήσυχες από το Ιράν. Αυτά αποτελούν μία πραγματικότητα και η Τουρκία πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπόψη.
Κατά συνέπεια υποστηρίζουν, ότι όχι μόνο οι παράγοντες αυτοί δεν προμηνύουν μία μόνιμη προσέγγιση, αλλά θα αποτελέσουν την αιτία μιας πιθανής σύγκρουσης στο μέλλον.
Όσον αφορά στις τουρκο-συριακές σχέσεις, που φαινομενικά βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο, δεν πρέπει να δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις διότι τα βασικά προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών εξακολουθούν να υπάρχουν και σε κάποια χρονική στιγμή θα τεθούν από τη Συρία.»
Δεν πέρασαν δύο χρόνια από τη δημοσίευση του εν λόγω άρθρου και η Συρία κατέρριψε ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος, προσέβαλε με πυρά όλμων το τουρκικό έδαφος και συνετέλεσε στην κλιμάκωση των ασύμμετρων απειλών στο εσωτερικό της Τουρκίας με τη βοήθεια που παρείχε στους Κούρδους αντάρτες.
Εν τω μεταξύ, η Τουρκία συντάχθηκε με το μέρος των Σύριων αντικαθεστωτικών παρέχοντας σε αυτούς πολιτική και λογιστική υποστήριξη μη διστάζοντας να πλήξει με πυρά πυροβολικού θέσεις του συριακού στρατού. Παράλληλα δε, η διακοπή των οδικών αξόνων μεταφοράς τουρκικών εμπορευμάτων προς τις αραβικές χώρες μέσω της Συρίας, η δημιουργία καταυλισμών Σύριων προσφύγων εντός του τουρκικού εδάφους και η στρατιωτική κινητοποίηση των Τούρκων κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων επιβαρύνουν σημαντικά την οικονομική κατάσταση της Άγκυρας της οποίας τα αποτελέσματα άρχισαν να γίνονται ορατά.
Επίσης, το Ιράν, σε συνεργασία με τη Ρωσία, υποστηρίζει πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά τον Άσαντ προκειμένου να αποτραπεί, όσο το δυνατόν περισσότερο, η παρέμβαση τρίτων στα εσωτερικά της Συρίας. Αυτό αποτέλεσε και την κύρια αιτία της όξυνσης των σχέσεων του με την Τουρκία, η οποία για μια φορά ακόμη εφάρμοσε την προσφιλή της τακτική. Ήτοι, την αποστολή παραστρατιωτικών ομάδων, με «θρησκευτικό μανδύα», σε γειτονικά κράτη, έχοντας ως αποστολή την εκτέλεση ανατρεπτικών ενεργειών και επιχειρήσεων αποσταθεροποιήσεως, εκπαιδεύοντας αντικαθεστωτικούς και σχεδιάζοντας επιθέσεις εναντίον στρατηγικών στόχων. Εκτός τούτου, η Τεχεράνη βλέποντας την συνεχώς μεταβαλλόμενη πολιτική της Άγκυρας δεν αρκέσθηκε μόνο σε προκλητικές δηλώσεις και απειλές, αλλά υποστήριξε έμμεσα τους αντάρτες του ΡΚΚ, οι οποίοι δημιούργησαν σοβαρότατα προβλήματα ασφαλείας στη νοτιοανατολική Τουρκία.
Πέραν των παραπάνω, η Άγκυρα, βλέποντας την αρνητική κριτική που γίνεται κατά της εξωτερικής πολιτικής της και ειδικά εναντίον του υπουργού Εξωτερικών Νταβούτογλου, πραγματοποίησε μια έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί η αντίληψη που υπάρχει για την Τουρκία στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Συγκεκριμένα, το Ίδρυμα Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών της Τουρκίας TESEV ανέθεσε την εν λόγω έρευνα στην εταιρεία δημοσκοπήσεων KAI ARASTIRMA (σ.σ. έχει έδρα στην Κων/πολη), κατά την οποία το χρονικό διάστημα 3-28 Αυγούστου 2012 συμμετείχαν 2.800 άτομα από την Αίγυπτο, την Ιορδανία, το Λίβανο, την Παλαιστίνη, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, την Τυνησία, το Ομάν, το Κουβέιτ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Υεμένη και τη Λιβύη, ενώ ζητήθηκαν απαντήσεις στα εξής ερωτήματα:
• Πως αντιλαμβάνεσθε την έννοια της περιφερειακής δύναμης για την Τουρκία, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο;
• Ποία είναι η άποψη σας για την Τουρκία;
• Πως αξιολογείτε την αντίδραση της Τουρκίας στην κρίση της Συρίας;
• Ποίος είναι ο ρόλος της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή;
Στη συνέχεια, παρατίθενται οι σχετικοί πίνακες των αποτελεσμάτων.
Από την ανάλυση των παραπάνω πινάκων εξάγονται τρία κύρια συμπεράσματα: πρώτον, οι κάτοικοι των χωρών της Μέσης Ανατολής έχουν θετική άποψη για την Τουρκία, ωστόσο το ποσοστό αυτό σε σχέση με το 2012 μειώθηκε κατά 9 μονάδες, από 78% σε 69%. Το ίδιο ισχύει και στο ερώτημα εάν η Τουρκία αποτελεί τη χώρα πρότυπο, όπου το ποσοστό από 61% μειώνεται στο 53%. Δεύτερον, το Ιράν θεωρείται ως η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη, η Τουρκία ως η πιο μεγάλη πολιτική δύναμη, ενώ η Σαουδική Αραβία κατέχει την πρώτη θέση στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα. Και τρίτον, μόνο το 32% των συμμετασχόντων εκτιμά ότι θα υπάρξει σταθερότητα στη Συρία, ενώ το 52% αξιολογεί ως θετική την τουρκική πολιτική για τη συριακή κρίση στην ευρύτερη περιοχή.
Τέλος καθίσταται σαφές ότι, η Τουρκία, παρόλο που έχει ενδημικά προβλήματα ασφαλείας, διακρίνεται από μια ξεκάθαρη τάση προς αυταρχισμό στον περίγυρό της, ενώ η εξωτερική πολιτική της χαρακτηρίζεται για τα επεκτατικά και ηγεμονικά στοιχεία της. Ωστόσο την παρούσα περίοδο, η Άγκυρα δεν αποσκοπεί σε άμεσα εντυπωσιακά οφέλη λόγω της γενικής αστάθειας και αβεβαιότητας που υπάρχει για το μέλλει γενέσθαι στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Για το λόγο αυτό, εκτιμάται ότι θα αρκεσθεί, αφενός στη διατήρηση της υπάρχουσας γεωπολιτικής επιρροής της, επιδιώκοντας ταυτόχρονα μικρά γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα, τα οποία, μετά το πέρας των εξελίξεων, πιθανόν να προσδώσουν πολλαπλασιαστική ισχύ στα επεκτατικά σχέδια της.
Πηγές
Milliyet, Zaman, BILGESAM και TESEV
elzoni
Αναδημοσίευση από το πολύ καλό anixneuseis.gr
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΥΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΟΝ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟ
Όταν ξεκίνησε η Αραβική Άνοιξη, το Ιράν υποστήριξε τους εξεγερμένους των χωρών αυτών και επιδίωξε να προσδώσει σε αυτήν το χαρακτήρα μιας ισλαμικής εξέγερσης, η οποία εναντιωνόταν στο υπάρχον status quo της Μέσης Ανατολής.
Μόλις όμως η εξέγερση επεκτάθηκε στη Συρία, η Τεχεράνη τήρησε μια εντελώς διαφορετική στάση και υποστήριξε εμφανώς το μπααθικό καθεστώς της Δαμασκού προκειμένου αυτό να διατηρηθεί στην εξουσία. Επίσης, η κρίση στη Συρία άλλαξε σε σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία της Αραβικής Άνοιξης με αποτέλεσμα το Ιράν να πιστωθεί με ιδεολογικά, στρατηγικά και γεωπολιτικά οφέλη.
Ως γνωστόν, η Συρία αποτελεί το κέντρο της περιφερειακής πολιτικής της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή και μια ενδεχόμενη ανατροπή του Άσαντ θα αποκόψει το πεδίο επιρροής της στην περιοχή που αρχίζει από την Παλαιστίνη, φθάνει στον Λίβανο και εκτείνεται μέχρι το Ιράκ. Πέραν των παραπάνω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η διατήρηση του καθεστώτος Άσαντ θεωρείται θέμα ζωτικής σημασίας για το Ιράν λόγω του ότι οι δύο χώρες συνδέονται με ιστορικούς, ιδεολογικούς και στρατηγικούς δεσμούς. Ιστορικούς δεσμούς, διότι το 1979 η Δαμασκός στήριξε το θεοκρατικό καθεστώς του Χομεϊνί και στη συνέχεια, αντίθετα από τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, υποστήριξε το Ιράν κατά τη διάρκεια του ιρανο-ιρακινού πολέμου (1980-1988).
Συνακόλουθα δε, η Συρία παρείχε στήριξη στην Χεσμπολάχ και διευκόλυνε την επικοινωνία του Ιράν με τις παλαιστινιακές αντιστασιακές ομάδες. Τέλος, το 2006 υπογράφηκε η ιρανο-συριακή Συμφωνία Κοινής Ασφάλειας, η οποία προσέδωσε στα δύο κράτη την έννοια των στρατιωτικών συμμάχων. Ιδεολογικούς δεσμούς, διότι οι σχέσεις των δύο χωρών είναι άμεσα προσκολλημένες στις ιδεολογικές αρχές του σιϊτισμού. Από τη μια πλευρά το Ιράν, στην προσπάθειά του να εξαπλώσει τη σιϊτικη ημισέληνο, στηρίζει και προστατεύει τους νουσαϊρί/αλαουίτες της Συρίας και το μπααθικό καθεστώς της. Και από την άλλη πλευρά, το κόμμα Μπαάθ, το οποίο ανέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία της χώρας το 1963, με το Ιράν αισθάνεται ασφάλεια λόγω των θεολογικών και δογματικών αντιπαλοτήτων που έχει με τους σουνίτες. Τέλος, στρατηγικούς δεσμούς, διότι το Ιράν μέσω της Συρίας, του Λιβάνου και των σιϊτών των υπολοίπων αραβικών χωρών επιδιώκει τη δημιουργία μιας γραμμής αντίστασης, η οποία θα αποκόψει ή θα περιορίσει τους στρατηγικούς στόχους του αμερικανο-ισραηλινού άξονα.
Η όξυνση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ιράν και τη Συρία
Η πολιτική της ενεργούς ουδετερότητας αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της τουρκικής διπλωματίας, η οποία, όπως έκανε και κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδιώκει τη διατήρηση επαφών με όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις παρέχοντας πάντα «μυστική» συμπαράσταση στην πιο ισχυρή πλευρά, χωρίς φυσικά να έχει ενδοιασμούς να αλλάξει τακτική όταν θα το επιβάλλουν τα συμφέροντά της. Τούτο αποτυπώνεται πλήρως στην περίπτωση του Ιράν και της Συρίας. Συγκεκριμένα, στις 24-11-2010, ο συντάκτης του παρόντος σε άρθρο του με τίτλο «Η Θέση της Τουρκίας στο Νέο Ψυχρό Πόλεμο» είχε αναφέρει τα εξής: «Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι η Τουρκία του Ερντογάν, με την παράλογη ερμηνεία της έννοιας των μηδενικών προβλημάτων, έχει προσανατολισθεί σ’ έναν παρατραβηγμένο διπλωματικό ακτιβισμό προκειμένου να παρεμποδισθούν οι διεθνείς κυρώσεις κατά του Ιράν. Μάλιστα οι αναλυτές αυτοί επικαλούνται και τα ακόλουθα επιχειρήματα:
• Η Τουρκία επιδιώκει να παίξει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης που εγγυάται τη σταθερότητα στην περιοχή επειδή αυτό προστάζουν τα οικονομικά και εμπορικά της συμφέροντα. Αντιθέτως, το Ιράν επιδεικνύει καταστροφικές και συγκρουσιακές συμπεριφορές που διακυβεύουν τη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής επειδή αυτό προστάζει η ασφάλεια του καθεστώτος του.
• Η τουρκο-ιρανική προσέγγιση δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις τόσο στη Δύση όσο και στον αραβικό κόσμο. Ο ισλαμικός κόσμος θεωρεί το Ιράν ως βασική απειλή της εξάπλωσης του σιϊτισμού. Οι μουσουλμανικές χώρες είναι ανήσυχες από το Ιράν. Αυτά αποτελούν μία πραγματικότητα και η Τουρκία πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπόψη.
Κατά συνέπεια υποστηρίζουν, ότι όχι μόνο οι παράγοντες αυτοί δεν προμηνύουν μία μόνιμη προσέγγιση, αλλά θα αποτελέσουν την αιτία μιας πιθανής σύγκρουσης στο μέλλον.
Όσον αφορά στις τουρκο-συριακές σχέσεις, που φαινομενικά βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο, δεν πρέπει να δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις διότι τα βασικά προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών εξακολουθούν να υπάρχουν και σε κάποια χρονική στιγμή θα τεθούν από τη Συρία.»
Δεν πέρασαν δύο χρόνια από τη δημοσίευση του εν λόγω άρθρου και η Συρία κατέρριψε ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος, προσέβαλε με πυρά όλμων το τουρκικό έδαφος και συνετέλεσε στην κλιμάκωση των ασύμμετρων απειλών στο εσωτερικό της Τουρκίας με τη βοήθεια που παρείχε στους Κούρδους αντάρτες.
Εν τω μεταξύ, η Τουρκία συντάχθηκε με το μέρος των Σύριων αντικαθεστωτικών παρέχοντας σε αυτούς πολιτική και λογιστική υποστήριξη μη διστάζοντας να πλήξει με πυρά πυροβολικού θέσεις του συριακού στρατού. Παράλληλα δε, η διακοπή των οδικών αξόνων μεταφοράς τουρκικών εμπορευμάτων προς τις αραβικές χώρες μέσω της Συρίας, η δημιουργία καταυλισμών Σύριων προσφύγων εντός του τουρκικού εδάφους και η στρατιωτική κινητοποίηση των Τούρκων κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων επιβαρύνουν σημαντικά την οικονομική κατάσταση της Άγκυρας της οποίας τα αποτελέσματα άρχισαν να γίνονται ορατά.
Επίσης, το Ιράν, σε συνεργασία με τη Ρωσία, υποστηρίζει πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά τον Άσαντ προκειμένου να αποτραπεί, όσο το δυνατόν περισσότερο, η παρέμβαση τρίτων στα εσωτερικά της Συρίας. Αυτό αποτέλεσε και την κύρια αιτία της όξυνσης των σχέσεων του με την Τουρκία, η οποία για μια φορά ακόμη εφάρμοσε την προσφιλή της τακτική. Ήτοι, την αποστολή παραστρατιωτικών ομάδων, με «θρησκευτικό μανδύα», σε γειτονικά κράτη, έχοντας ως αποστολή την εκτέλεση ανατρεπτικών ενεργειών και επιχειρήσεων αποσταθεροποιήσεως, εκπαιδεύοντας αντικαθεστωτικούς και σχεδιάζοντας επιθέσεις εναντίον στρατηγικών στόχων. Εκτός τούτου, η Τεχεράνη βλέποντας την συνεχώς μεταβαλλόμενη πολιτική της Άγκυρας δεν αρκέσθηκε μόνο σε προκλητικές δηλώσεις και απειλές, αλλά υποστήριξε έμμεσα τους αντάρτες του ΡΚΚ, οι οποίοι δημιούργησαν σοβαρότατα προβλήματα ασφαλείας στη νοτιοανατολική Τουρκία.
Πέραν των παραπάνω, η Άγκυρα, βλέποντας την αρνητική κριτική που γίνεται κατά της εξωτερικής πολιτικής της και ειδικά εναντίον του υπουργού Εξωτερικών Νταβούτογλου, πραγματοποίησε μια έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί η αντίληψη που υπάρχει για την Τουρκία στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Συγκεκριμένα, το Ίδρυμα Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών της Τουρκίας TESEV ανέθεσε την εν λόγω έρευνα στην εταιρεία δημοσκοπήσεων KAI ARASTIRMA (σ.σ. έχει έδρα στην Κων/πολη), κατά την οποία το χρονικό διάστημα 3-28 Αυγούστου 2012 συμμετείχαν 2.800 άτομα από την Αίγυπτο, την Ιορδανία, το Λίβανο, την Παλαιστίνη, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, την Τυνησία, το Ομάν, το Κουβέιτ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Υεμένη και τη Λιβύη, ενώ ζητήθηκαν απαντήσεις στα εξής ερωτήματα:
• Πως αντιλαμβάνεσθε την έννοια της περιφερειακής δύναμης για την Τουρκία, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο;
• Ποία είναι η άποψη σας για την Τουρκία;
• Πως αξιολογείτε την αντίδραση της Τουρκίας στην κρίση της Συρίας;
• Ποίος είναι ο ρόλος της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή;
Στη συνέχεια, παρατίθενται οι σχετικοί πίνακες των αποτελεσμάτων.
Από την ανάλυση των παραπάνω πινάκων εξάγονται τρία κύρια συμπεράσματα: πρώτον, οι κάτοικοι των χωρών της Μέσης Ανατολής έχουν θετική άποψη για την Τουρκία, ωστόσο το ποσοστό αυτό σε σχέση με το 2012 μειώθηκε κατά 9 μονάδες, από 78% σε 69%. Το ίδιο ισχύει και στο ερώτημα εάν η Τουρκία αποτελεί τη χώρα πρότυπο, όπου το ποσοστό από 61% μειώνεται στο 53%. Δεύτερον, το Ιράν θεωρείται ως η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη, η Τουρκία ως η πιο μεγάλη πολιτική δύναμη, ενώ η Σαουδική Αραβία κατέχει την πρώτη θέση στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα. Και τρίτον, μόνο το 32% των συμμετασχόντων εκτιμά ότι θα υπάρξει σταθερότητα στη Συρία, ενώ το 52% αξιολογεί ως θετική την τουρκική πολιτική για τη συριακή κρίση στην ευρύτερη περιοχή.
Τέλος καθίσταται σαφές ότι, η Τουρκία, παρόλο που έχει ενδημικά προβλήματα ασφαλείας, διακρίνεται από μια ξεκάθαρη τάση προς αυταρχισμό στον περίγυρό της, ενώ η εξωτερική πολιτική της χαρακτηρίζεται για τα επεκτατικά και ηγεμονικά στοιχεία της. Ωστόσο την παρούσα περίοδο, η Άγκυρα δεν αποσκοπεί σε άμεσα εντυπωσιακά οφέλη λόγω της γενικής αστάθειας και αβεβαιότητας που υπάρχει για το μέλλει γενέσθαι στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Για το λόγο αυτό, εκτιμάται ότι θα αρκεσθεί, αφενός στη διατήρηση της υπάρχουσας γεωπολιτικής επιρροής της, επιδιώκοντας ταυτόχρονα μικρά γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα, τα οποία, μετά το πέρας των εξελίξεων, πιθανόν να προσδώσουν πολλαπλασιαστική ισχύ στα επεκτατικά σχέδια της.
Πηγές
Milliyet, Zaman, BILGESAM και TESEV
elzoni
Αναδημοσίευση από το πολύ καλό anixneuseis.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου