Στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα πληθυσμοί από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου, τα μικρασιατικά παράλια και τις περιοχές του Πόντου μετακινήθηκαν προς την ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία. Μέχρι το 1906 ο ελληνικός πληθυσμός της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ανερχόταν στα 100.000 άτομα.1 Ελληνόφωνοι ή ελληνικής προέλευσης πληθυσμοί διαβιούσαν στην ύπαιθρο και στις πόλεις κατά μήκος των παραλίων του Εύξεινου Πόντου, απ’ όπου έλεγχαν το εμπόριο της περιοχής. Αρκετοί από αυτούς μετακινούνταν προς τις πόλεις της νότιας Ρωσίας μετά τη δεκαετία του 1830 εκμεταλλευόμενοι την εμπορική άνθησή τους. Καθαρά ελληνικές πόλεις ήταν η Μεσημβρία και η Σωζόπολη, ενώ η Αγχίαλος, ο Πύργος και η Βάρνα είχαν ανάμεικτο πληθυσμό.
Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί ζούσαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα στην Αγαθούπολη, και σε μια σειρά μικρότερα χωριά όπως η Μήδεια ή Σαλμυδησσός και η Θυνιάς (Νιάδα) σε αρμονική γειτονία με τους βουλγαρικούς ή βλάχικους πληθυσμούς της περιοχής. Στο Βασιλικό το 1906 ζούσαν 500 οικογένειες2, στη Μεσημβρία 1.000 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ήρθαν στην Ελλάδα το 1919.3 Στη Βάρνα το 1903 ζούσαν 7.500 Έλληνες σε σύνολο 35.000 κατοίκων. Στον Πύργο 5.322 Έλληνες και στην Αγχίαλο 5.089 Έλληνες.4
Σήμερα οι Έλληνες που ζουν στη Βουλγαρία κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες: τους απογόνους των Ελλήνων του 19ου αιώνα, τους Σαρακατσάνους, τους απογόνους των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου και τους Έλληνες επιχειρηματίες που ήρθαν στη χώρα τη δεκαετία του 1990. Υπολογίζεται ότι ζουν στη Βάρνα, τον Πύργο, την Αγχίαλο, τη Σωζόπολη, τη Μεσημβρία, την Αγαθούπολη, τον Άσπρο και τον Κόζιακα.
Επιπλέον στη Βουλγαρία δραστηριοποιούνται περίπου 1.200-1.500 ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες υπολογίζεται ότι έχουν επενδύσει στη χώρα στο διάστημα 1992-2005 ποσά που ξεπερνούν το 1,8 δις ευρώ. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη είναι η παρουσία των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες μοιράζονται το 25-30% της βουλγαρικής αγοράς.5
Ιστορία
Ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν στην ενδοχώρα της σημερινής Βουλγαρίας από τα χρόνια του Φιλίππου του Β’ της Μακεδονίας. Στα παράλια αντίθετα, η ελληνική παρουσία είναι πολύ παλαιότερη. Μια σειρά από ελληνικές αποικίες χτίστηκαν σε φυσικούς όρμους και λιμάνια προκειμένου οι άποικοι να εκμεταλλευτούν τη θάλασσα και τα πλούτη της. Η ελληνική παρουσία συνεχίστηκε αδιάκοπη ως και τις αρχές του 20ού αιώνα καθώς τα παλαιότερα στρώματα ελληνικών πληθυσμών εμπλουτίζονταν κατά διαστήματα από νέες αφίξεις που τις προκαλούσαν οι μεταβαλλόμενες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες είτε στον τόπο προέλευσης ή, και κυρίως, στον τόπο προορισμού. Η ελληνική παρουσία στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας ήταν ιδιαίτερα έντονη, καθώς οι Έλληνες έμποροι, βιομήχανοι και επιχειρηματίες κυριαρχούσαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της.
Το 1856, μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και τη θέσπιση των πολιτικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων στο οθωμανικό κράτος, αλλά και εξαιτίας του νέου νόμου περί ιθαγενείας που ψήφισε η ελληνική κυβέρνηση, άλλαξε το πλαίσιο μέσα στο οποίο δρούσε ο Ελληνισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έως τότε όλοι οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Θράκης υπάγονταν στον ορθόδοξο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, στη συνέχεια όμως οι βουλγαρικοί πληθυσμοί διεκδικούσαν θρησκευτική και πολιτική αυθυπαρξία.
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και η ίδρυση του αυτόνομου βουλγαρικού κράτους το 1878 οδήγησαν σε ρήξη το ελληνικό και το βουλγαρικό στοιχείο με την ενίσχυση των εθνικιστικών αντιπαλοτήτων. Το 1906 προκλήθηκαν βίαια γεγονότα σε βάρος των ελληνικών κοινοτήτων διαφόρων παράλιων βουλγαρικών πόλεων, και κυρίως του Πύργου, της Αγχιάλου, της Μεσημβρίας και της Σωζοπόλεως, με συνέπεια οι ελληνικοί πληθυσμοί της βόρειας Θράκης να εγκαταλείπουν σταδιακά την περιοχή για την Ελλάδα. Ως το 1919 ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των ελληνικών πληθυσμών από τα βουλγαρικά εδάφη με την ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της συνθήκης του Νεϊγύ. Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, η Βουλγαρία δέχθηκε νέα κύματα Ελλήνων προσφύγων. Υπολογίζεται ότι στη Βουλγαρία διέμεναν συνολικά 7.000 Έλληνες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά το 1981.6
Η Βάρνα είναι η αρχαία Οδησσός όπου σώζονται ακόμα λείψανα αρχαίων κτισμάτων. Ο Έλληνας δημοσιογράφος Γ.Π. Παρασκευόπουλος που πέρασε από την πόλη τη δεκαετία του 1890 τη θεωρεί την ωραιότερη πόλη της Βουλγαρίας, καθώς διέθετε καλούς δρόμους, κομψές οικοδομές με όμορφους κήπους, καθαρό νερό με υγιές κλίμα.7 Το λιμάνι της πόλης είναι απάνεμο με αποτέλεσμα να προσελκύει μεγάλο μέρος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της χώρας. Όντας η θάλασσα έξοδος για προϊόντα της ενδοχώρας, η Βάρνα εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, ενώ η θέση της αυτή ενισχύθηκε μετά τη σιδηροδρομική της σύνδεση με την ενδοχώρα στη δεκαετία του 1860. Μέχρι την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους το 1878 κατοικούνταν κυρίως από Τούρκους και Έλληνες, οι οποίοι ανέρχονταν στα τέλη του 19ου αιώνα στις 10.000.8 Στη συνέχεια ο αριθμός των Βουλγάρων αυξανόταν μέχρι την τελική τους επικράτηση στις αρχές του 20ού αιώνα και την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού.
Η πόλη του Πύργου ή Μπουργκάζ είναι σχετικά νέα. Ιδρύθηκε στο μυχό του κόλπου, τον οποίο κλείνουν οι προεξοχές της Αγχιάλου και της Σωζόπολης, από ελληνικούς πληθυσμούς που συνέρρευσαν από τις γύρω περιοχές, κυρίως την Αγχίαλο και τη Σωζόπολη.
Ελληνικοί πληθυσμοί ζούσαν σε πόλεις παράλιες της Προποντίδας όπως η Καλλίπολη, η Ηράκλεια, η Σηλυβρία και η Ραιδεστός.
Οικονομία
Η αυτόνομη ηγεμονία της Βουλγαρίας συστήθηκε το 1878 και αφού ενώθηκε με την Ανατολική Ρωμυλία έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1885. Οι ελληνικοί πληθυσμοί των παραλίων του Εύξεινου Πόντου είχαν πολύ σημαντική παρουσία στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, το εμπόριο τροφίμων αλλά και αποικιακών ειδών, ενώ συμμετείχαν και στη βιοτεχνική παραγωγή.
Η Θράκη αποτελούσε το βασικό κέντρο εφοδιασμού της πρωτεύουσας του οθωμανικού κράτους και λειτουργούσε ως ενδοχώρα της. Έστελνε στην πρωτεύουσα ζώα, σιτηρά, οπωροκηπευτικά, αλλά και σιδηρικά, μάλλινα και είδη βιοτεχνικής παραγωγής. Η διακίνηση εμπορευμάτων στον Εύξεινο Πόντο με κατεύθυνση την Πόλη, αλλά και σε μακρύτερες αποστάσεις, με το χρόνο αυξανόταν.
Το βασικό είδος εξαγωγικού εμπορίου ήταν τα σιτηρά. Στο διάστημα 1885-1895 οι εξαγωγές σιτηρών σχεδόν επταπλασιάστηκαν και ενώ κατείχαν ποσοστό συμμετοχής 3% επί του συνόλου εξαγωγής δημητριακών,το 1885, ανήλθαν στο 7% το 1894. Το 1880 το 6% του συνόλου της χωρητικότητας των πλοίων που αναχωρούσαν από τη Βάρνα και το Μπουργκάς ανήκε σε Έλληνες, ποσοστό που αυξήθηκε σε 25% το 1890 για να μειωθεί στις αρχές του 20ού αιώνα σε 15%.9 Αρκετοί Έλληνες επιχειρηματίες ασχολούνταν με το εμπόριο της περιοχής, κυρίως το σιτεμπόριο. Οι Έλληνες σε όλη την ακτή από το Βόσπορο ως την Κωστάντζα φημίζονταν για τη ναυτική τους παράδοση και με τα ιστιοφόρα κυριαρχούσαν στο ακτοπλοϊκό εμπόριο της Μαύρης θάλασσας. Πολλοί ναυτικοί εργάζονταν ως πιλότοι στα λιμάνια της περιοχής που παρουσίαζαν δυσκολίες στη ναυσιπλοΐα λόγω του αβαθούς των νερών αλλά και των υφάλων τους.
Η Βάρνα ήταν το μεγαλύτερο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου των βουλγαρικών ακτών της Μαύρης θάλασσας και η ελληνική κοινότητα ήταν η πιο εύρωστη της πόλης. Οι Έλληνες της πόλης ασχολούνταν κυρίως με τη ναυτιλία, τη μεταφορά φορτίων σε μεγάλες αποστάσεις αλλά και την κατοχή φορτηγίδων για τις φορτοεκφορτώσεις των πλοίων στο λιμάνι. Το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Βάρνας (σιτηρά, ξυλεία, κρασί, βιομηχανικά προϊόντα) σε μεγάλο βαθμό διεξαγόταν από Έλληνες. Στην πόλη υπήρχαν δύο ελληνικές τράπεζες, η «Εμπορική Πιστωτική Εταιρεία Βάρνης» (1888) και η «Μετοχική Εταιρεία Ερμής» (1890). Επίσης λειτουργούσαν δύο ελληνικά καπνεργοστάσια, τρία ταχινοποιεία (του Χρ. Γρηγοριάδου, του Σερ. Καραμανλή και του Ελευθ. Μίχου), τρία εργοστάσια σαπωνοποιίας που είχαν ιδρυθεί το 1885 (των αδελφών Φουρτούνα, του Χρ. Συρόπουλου και του Περ. Βουλαλά) και τρεις αλευρόμυλοι (Ιακ. Γιακουμόπουλου, Αγ. Αγαλλίδου, Νικ. Κυλίνδρου και Γεωργιάδου).10
Εκτός από σιτηρά της βουλγαρικής ενδοχώρας οι έμποροι της Αγχιάλου εξήγαν το αλάτι που παραγόταν στις τοπικές αλυκές. Το 19ο αιώνα το αλάτι ήταν το μέτρο για την ανταλλαγή προϊόντων με αντιστοιχία ένα μέρος αλάτι προς δύο μέρη άλλου προϊόντος: για παράδειγμα μια οκά αλάτι για δύο οκάδες σιτάρι. Από την Αγχίαλο εξάγονταν επίσης προϊόντα της ενδοχώρας, είδη κτηνοτροφίας και της γεωργίας της περιοχής. Πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν και με την αλιεία, καθώς ήταν το πρώτο σε αλιευτική παραγωγή λιμάνι της περιοχής. Τα ψάρια που αλιεύονταν στα ανοιχτά της Αγχιάλου αλλά και σε άλλα λιμάνια της περιοχής, όπως της Μεσημβρίας και της Σωζόπολης εξάγονταν είτε νωπά είτε παστωμένα. Στην περιφέρεια της πόλης καλλιεργούσαν πολλά αμπέλια, με συνέπεια στις αρχές του 20ού αιώνα να φτάσουν τα 3.000.000 κλήματα.11
Η Σωζόπολη ήταν κύριο λιμάνι φόρτωσης ναυπηγικής ξυλείας και ξυλανθράκων, ενώ ως ασφαλές λιμάνι προσέφερε καταφύγιο σε πλοία που έπλεαν κοντά στις αφιλόξενες ακτές ανάμεσα στο στόμιο του Βοσπόρου και το ακρωτήριο της Θυνιάδας ή Ινιάδας (σήμερα Ιγκνεάντα). Οι Έλληνες κάτοικοι της Σωζόπολης αλλά και της Μεσημβρίας ήταν κυρίως ναυτικοί και κάτοχοι ιστιοφόρων και ατμοπλοίων, μεγαλέμποροι που έλεγχαν το χερσαίο και το θαλάσσιο εξαγωγικό εμπόριο της ξυλείας, ξυλοκάρβουνων, αγροτικών προϊόντων, υφασμάτων, ντόπιου κρασιού που τα μετέφεραν σε άλλα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας. Ο μισός πληθυσμός της Αγαθούπολης ασχολούνταν επίσης με τη ναυτιλία και τη ναυπηγική τέχνη.
Η Μήδεια ή Σαλμυδησσός, στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού, ήταν απάγκιο λιμάνι για τα πλεούμενα και επίνειο της Βιζύης (σημ. Βίζε) που ήταν αγροτικό-δασικό κέντρο της περιοχής, σε απόσταση 40 χλμ. από τη θάλασσα.
Ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούσαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα στο χωριό Θυνιάς (Νιάδα), που διέθετε λιμάνι απ’ όπου μεταφέρονταν ξυλεία και κάρβουνα, καθώς και άλλα είδη από το Σαμάκοβο και τη λοιπή ενδοχώρα προς την Κωνσταντινούπολη.
Η Μεσημβρία όπως και η Βάρνα διέθεταν ιαματικά λουτρά που προσέλκυαν πλήθος κόσμου κατά τους θερινούς μήνες. Έλληνες ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, καφενείων και εστιατορίων αλλά και έμποροι εξυπηρετούσαν τους πελάτες του ιαματικού τουρισμού που ανθούσε στην πόλη τους ως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το λιμάνι του Πύργου ήταν ασφαλές, ωστόσο ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα εκτελούνταν λιμενικά έργα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της δυνατότητας ελλιμενισμού των πλοίων. Το λιμάνι ήταν βασικό κέντρο εξαγωγικού και εισαγωγικού εμπορίου που ευνοούνταν ιδιαίτερα από τη σιδηροδρομική σύνδεση στα μέσα του 19ου αιώνα με τη Γιάμπολα και το σιδηροδρομικό δίκτυο της κεντρικής Ευρώπης.
Κοινωνία
Ως το 1860 κάθε περιοχή της Θράκης ακολουθούσε τοπικές συνήθειες ως προς τη διοίκηση και οργάνωση των κοινοτήτων. Ο τοπικός ιεράρχης ήταν ο κύριος εκπρόσωπος των χριστιανών στις κρατικές αρχές αλλά μετά το 1860 οι κοινότητες στη Θράκη, όπως και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούνταν από τη δημογεροντία που απαρτιζόταν από δέκα ως δώδεκα άτομα και από δύο ως τρεις επιτροπές. Οι κοινότητες ήταν επιφορτισμένες με τη συλλογή των φόρων, τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, τη μισθοδοσία των ιερέων και των δασκάλων και τη χρηματοδότηση έργων επισκευής των δημοσίων κτηρίων. Φρόντιζαν επίσης να διατηρούν αντιπροσώπους στην πρωτεύουσα για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κοινότητας.
Θρησκεία
Οι Έλληνες στα βουλγαρικά εδάφη διατηρούσαν ως τις αρχές του 20ού αιώνα 117 εκκλησίες και 8 μοναστήρια.12 Πολλές ελληνικές μητροπόλεις βρίσκονταν σε παράλιες πόλεις και συγκεκριμένα στην Αγχίαλο, τη Βάρνα, τη Μεσημβρία, τη Σωζόπολη.13
Η πόλη της Αγχιάλου ονομαζόταν και Αχωλό ή Αχελώ και οι κάτοικοί της Αχεληνοί. Στην πόλη υπήρχε καθεδρικός ναός των Ταξιαρχών που κάηκε το 1897 σε πλαίσια αναταραχών. Άλλες ελληνικές εκκλησίες στην πόλη ήταν ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, των Αγίων Θεοδώρων, του Χριστού Σωτήρος (Μεταμορφώσεως) και τα παρεκκλήσια της Χαριτωμένης και της Αγίας Άννας. Όλες οι εκκλησίες πλην της Μεταμορφώσεως κάηκαν το 1906 σε επεισόδια που ξέσπασαν στην πόλη.
Στη Βάρνα οι ελληνικές εκκλησίες της πόλης ήταν ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Νικόλαος, η Αγία Παρασκευή, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Η μητρόπολη Βάρνας αποτελούνταν από την πόλη και τα γύρω χωριά και είχε δύο κοινοτικά μοναστήρια, του Αγίου Δημητρίου, 7 χλμ. από την πόλη και του Αγίου Κωνσταντίνου 10 χλμ. από την πόλη.
Έδρα ελληνικής μητρόπολης ήταν και η Μεσημβρία της οποίας ο καθεδρικός ναός ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στην πόλη είχαν χτιστεί άλλοι 22 ναοί και για το λόγο αυτό αποκαλούνταν και μικρό Βυζάντιο.
Η Σωζόπολη στην Αρχαιότητα ονομαζόταν Απολλωνία στον Εύξεινο Πόντο. Στα Βυζαντινά χρόνια μετονομάστηκε σε Σωζόπολη εξαιτίας του ασφαλούς λιμανιού της στο οποίο κατέφευγαν τα πλοία σε καιρό τρικυμίας. Ο μητροπολιτικός ναός της πόλης ήταν ο Άγιος Γεώργιος, ενώ διέθετε επίσης το ναό του Αγίου Ζήσιμου, του Αγίου Ηλία, την Παναγία και την Αγία Μαρίνα.
Πολιτισμός
Το ελληνικό στοιχείο στις παράλιες πόλεις της σημερινής Βουλγαρίας είχε οργανωμένη κοινοτική ζωή καθώς συντηρούσε ναούς, σχολεία διαφόρων βαθμίδων, βιβλιοθήκες, τύπο. Με βάση τις μεταρρυθμίσεις του 1856 ιδρύθηκαν σχολεία σε μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία διακρίνονταν σε ενοριακά και κοινοτικά. Ως τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-1856 βασικός χορηγός της εκπαίδευσης ήταν η εκκλησία. Μετά το 1861 ωστόσο ενεργό δράση στον τομέα της εκπαίδευσης ανέλαβαν οι συντεχνίες και οι κοινότητες. Η ένταση των εθνικισμών στην περιοχή της Θράκης στα τέλη του 19ου αιώνα βρήκε διέξοδο στην εκπαίδευση των παιδιών των εθνικών ομάδων, την οποία ενίσχυε επιπλέον και το ελληνικό κράτος, αλλά και στη δημιουργία συλλόγων.
Η ελληνική κοινότητα του Πύργου ήταν ανθηρή με εύρωστα οικονομικά μέλη, εμπόρους και ιδιοκτήτες μικρών βιομηχανιών. Το 1882 σχηματίστηκε στον Πύργο ο σύλλογος της «Φιλομούσου Αδελφότητος». Το 1903 οι Έλληνες λειτουργούσαν στην πόλη μια εξατάξια αστική σχολή με 183 μαθητές και πέντε δασκάλους, δύο παρθεναγωγεία με 244 μαθήτριες και ένα νηπιαγωγείο.14 Στην Αγχίαλο λειτουργούσε εξατάξια αστική σχολή με 251 μαθητές, ένα παρθεναγωγείο με 291 μαθήτριες και δύο νηπιαγωγεία. Στη Μεσημβρία λειτουργούσε μία πεντατάξια αστική σχολή αρρένων με 108 μαθητές, ένα δημοτικό σχολείο με 84 μαθητές και ένα παρθεναγωγείο.15 Το πρώτο ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε το 1818 από τον εγκαταστημένο στην Οδησσό Αλέξανδρο Κουμπάρη, ο οποίος κληροδότησε στη σχολή τη βιβλιοθήκη του. Ο ντόπιος μουσικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος «Ορφεύς» διέθετε βιβλιοθήκη με 3.000 τόμους που όμως καταστράφηκε στα επεισόδια του 1906. Ο Σκαναβής εξέδιδε για δύο χρόνια την εφημερίδα «Το Βήμα» (1896-1898).16
Η ελληνική κοινότητα της Βάρνας ήταν από τις πιο πλούσιες και οικονομικά ανθηρές. Το 1907 οι Έλληνες της πόλης λειτουργούσαν πέντε δημοτικά σχολεία, τρία αρρένων και δύο θηλέων, μια ελληνική σχολή και ένα ανώτερο παρθεναγωγείο, τα οποία στεγάζονταν σε ιδιόκτητα κτήρια. Στα ελληνικά σχολεία, τα οποία συντηρούνταν από την κτηματική περιουσία της κοινότητας, φοιτούσαν συνολικά 1.200-1.500 μαθητές.17 Μέχρι το 1906 λειτουργούσε στην πόλη και ελληνικό νοσοκομείο που είχε ιδρυθεί από το κληροδότημα του Παρασκευά Νικολάου. Το νοσοκομείο διευθυνόταν από επιτροπή εκλεγμένη από την ελληνική κοινότητα της Βάρνας με πρόεδρο τον εκάστοτε Έλληνα μητροπολίτη. Επιπλέον οι Έλληνες διατηρούσαν ελληνική λέσχη, βιβλιοθήκη και φιλόπτωχο ταμείο. Στη Βάρνα λειτουργούσε επίσης αναγνωστήριο με την επωνυμία «Αναγνωστήριον των Οδησσιτών». Υπήρχε ακόμα μικρό νομισματικό μουσείο, ενώ εκδίδονταν ελληνικές εφημερίδες, «Ο Εύξεινος» και η «Οδησσός» και το μηνιαίο φιλολογικό περιοδικό «Η Πανδαισία». Οι Έλληνες της Βάρνας διέθεταν επίσης φιλαρμονικό όμιλο.
1. Αναφορά σε υπόμνημα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης προς την Πύλη με ημερομηνία 13/26 Ιουλίου 1906, αναφέρεται στο Βακαλόπουλος, Κ., «Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας από την προσάρτηση μέχρι και τον ξεριζωμό (1885-1914)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ., – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 392.
2. Βακαλόπουλος, K., Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Θράκη (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 472.
3. Βακαλόπουλος, Κ. Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας, (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 406.
4. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 417.
5. Μιχαηλίδης, Ι., «Βουλγαρία», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ό. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 189.
6. Τσέκου, Κ., «Γυναίκες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας», στο Βουτυρά, Ε. – Δαλκαβούκης, Β. – Μαραντζίδης, Ν. – Μποντίλα, Μ. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 150.
7. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 213.
8. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 217.
9. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 192.
10. Βακαλόπουλος, K., Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Θράκη (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 468.
11. Κορομηλά, Μ., Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα. Από την εποχή του χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα (Αθήνα 1991), σελ. 93.
12. Βακαλόπουλος, Κ., Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 392.
13. Κατάλογος με τον αριθμό των ελληνικών εκκλησιών και σχολείων σε κάθε πόλη υπάρχει στο Βακαλόπουλος, Κ., Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 401.
14. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 418.
15. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 418.
16. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 426.
17. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», στο Μουτσόπουλος, Ν., – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (επιμ.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα χ.χ.), σελ. 426.
Συγγραφή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα (24/3/2008)
Για παραπομπή: Παπακωνσταντίνου Κατερίνα, «Ελληνικοί πληθυσμοί στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας (18ος - 20ός αιώνας)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL:
Greek populations at the Bulgarian shore of the Black Sea (18th - 20th century)
Συγγραφή : Papakonstantinou Katerina (24/3/2008)
Μετάφραση : Abouti Angeliki
Για παραπομπή: Papakonstantinou Katerina, "Greek populations at the Bulgarian shore of the Black Sea (18th - 20th century)",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL:
1. Anthropogeography
During the 18th and 19th century, populations from Macedonia, Epirus, the Aegean Islands, the coast of Asia Minor and from the regions of Pontus in Asia Minor moved towards Eastern Thrace and Eastern Rumelia. By 1906, the Greek population of Bulgaria and Eastern Rumelia had reached 100,000 persons.1 The Grecophone population and the population of Greek origin had settled in the country and the cities along the coast of the Black Sea. Being at these locations, they were able to control the trade of the region. Several of these Greeks started emigrating to the cities of Southern Russia after the 1830’s, benefiting from the commercial flourishing of the region. Cities with an exclusively Greek population were those of Mesimvria and Sozopol. On the other hand, Anchialos, Pyrgos and Varna had mixed populations.
Until the beginning of the 20th century, compact Greek populations lived in Agathoupolis (Ahtopol) and in a number of minor villages, like Mideia or Salmydissos and Thynias (Niada) in harmony with the Bulgarian and Aromunian populations of the region. In 1906, in Vasiliko there lived 500 families,2 in Mesimvria 1,000 Greek families, the larger portion of which had emigrated there from Greece, in 1919.3 In Varna, in 1903, there lived 7,500 Greeks out of a total of 35,000 inhabitants. In Pyrgos were settled 5,322 and in Anchialos 5,089 Greeks.4
At the present time, the Greeks who live in Bulgaria can be divided into four categories: the first comprises the descendants of the Greeks of the 19th century, the second the Sarakatsani population, the third includes the political refugees of the Greek Civil War, and the fourth category consists of the Greek businessmen who went to Bulgaria in the 1990’s. It is estimated that they live in Varna, Pyrgos, Anchialos, Sozopol, Mesimvria, Agathoupoli, Aspro and Koziaka.
Moreover, approximately 1,200-1,500 Greek enterprises operate today in Bulgaria. It is calculated that these enterprises, in the period 1992-2005, have invested amounts that surpassed 1.8 billion Euros. Of them, the Greek banks dominate, accounting for 25-30% of the Bulgarian banking market.5
2. History
Greek populations inhabited the hinterland of modern Bulgaria from the period of Philippos II of Macedonia. Nevertheless, the Greek presence on the coast goes further back. A series of Greek colonies were built on bays and natural harbours, in order for the settlers to exploit the sea and its resources. The Greek presence continued ceaselessly till the beginning of the 20th century, as the prior Greek populations were replenished by waves of new arrivals of Greeks, which were caused by changes in the economic or political conditions, either in the region of their origins or, mainly, in the regions of their destination. The Greek presence on the Bulgarian coast of the Black Sea was powerful, as Greek merchants, industrialists and businessmen dominated in the economic and social life of the region.
In 1856, after the Crimean War, the political and administrative reforms in the Ottoman Empire and also the new law on citizenship, which was promoted by the Greek government, were the main factors for the changes in the framework in which the Greek population of the Ottoman Empire lived. Until that time, all the Orthodox populations of Thrace were under the jurisdiction of the Ecumenical Patriarch. Nevertheless, after the Crimean War, the Bulgarians started claiming their ecclesiastical and political independence.
The establishment of the Bulgarian Exarchate in 1870 and the formation of the autonomous Bulgarian state in 1878 resulted in a confrontation between the Greeks and Bulgarians, and thus, the reinforcement of nationalistic animosity. In 1906, incidents of violence occurred against the Greek communities of various coastal cities, especially of Burgas, Anchialos, Mesimvria and Sozopol. Consequently, the Greek populations of Northern Thrace began abandoning the region and returning to Greece. By 1919, the departure of the Greek populations from Bulgaria was completed in accordance with the Treaty of Neilly. After the Second World War and during the Civil War in Greece, Bulgaria received new waves of Greek refugees. It is estimated that in Bulgaria a total of 7,000 Greeks settled there, most of whom returned to Greece after 1981.6
Varna is the ancient town of Odessos where remains of ancient buildings still exist. The Greek journalist G. P. Paraskevopoulos, who passed through the city in the 1890’s, considered it as to be the most beautiful city of Bulgaria, as it had well built roads, fine buildings with beautiful gardens, clean water and a healthy climate.7 The harbour of the city was leeward; this resulted in its becoming one of the main import and export centres of the country. Being the maritime gateway for the products of the hinterland, Varna evolved into a significant commercial and financial centre of the region. Its significance was strengthened by its connection with the hinterland via railroad in the 1860’s. Until the formation of the Bulgarian State in 1878, Varna was mainly inhabited by Turks and Greeks, whose number had reached 10,000 people by the end of the 19th century.8 Afterwards, the number of Bulgarians started increasing continuously, until their domination in the early 20th century and the final exit of the Greek population.
The city of Pyrgos or Burgas is relatively new. It was established on the cove of the bay, which is surrounded by the headlands of Anchialos and Sozopol. The city was founded by Greeks who flowed there from the nearby areas, chiefly from Anchialos and Sozopol.
Greek populations lived in the coastal cities of Propontis like Kallipoli (Gellibolu), Irakleia (Marmara Ereğli), Silyvria (Silivri) and Raidestos (Tekirdağ).
3. Economy
The autonomous principality of Bulgaria was formed in 1878 and, after being united with Eastern Rumelia, it became an independent state in 1885. The Greek populations of the Black Sea coast controlled into a great extent the trade imports and exports, the food trade and the trade of colonial goods, and, moreover, they also participated in handicraft and industry.
The region of Thrace was the major supplier of the Ottoman State and it operated as its hinterland. It sent to the Ottoman capital animals, wheat, fruit and vegetables, in addition to ironware, woolen clothes and handicraft products. The trade of the Black Sea towards Constantinople (Istanbul) increased year by year.
The basic export product was wheat. In the period 1885-1895, the wheat-exports increased seven fold, and from 3% of the total export trade in 1885, they reached 7% in 1894. In 1880, 6% of the total tonnage of the ships departing from the ports of Varna and Burgas belonged to Greek owners, a proportion which increased to 25% in 1890; it was decreased at the beginning of the 20th century to 15%.9 Several Greek businessmen were involved in the trade of the region, especially in the wheat-trade. Along the coast, from the Bosporus to Constanţa, Greek businessmen were well-known for their maritime tradition and with their sea-boats they dominated the maritime trade of the Black Sea. Many seamen worked as pilots at the harbours of the region which had considerable disadvantages because of their shallow waters and reefs.
Varna was the most significant centre of transit trade on the Bulgarian coast of the Black Sea; the Greek community was the most prosperous in the city. The Greeks were chiefly involved in navigation and in the long-distance transportation of cargoes; they were also owners of barges for the freighting of the ships into the harbour. The import and export trade of Varna (wheat, lumber, wine, industrial products) was largely conducted by Greeks. In the city there existed two Greek banks, the ‘Commercial Credit Company of Varna’ (1888) and the ‘Stock Company "Ermis"’ (1890). Moreover, there had been established two Greek tobacco factories, three factories which produced ‘tachini’ (sesame jelly) (Chr. Grigoriadis, Ser. Karamanlis and Elefth. Michos were the owners), three soap-making factories established in 1885 (owned by the Fourtounas brothers, Chr. Spiropoulos and Per. Voulalas) and three flour-mills (owned by Iak. Giakoumopoulos, Ag. Agallidis, Nik. Kilindros and Georgiadis).10
Apart from the wheat of the Bulgarian hinterland, the traders of Anchialos also exported salt which was produced in the local salt-pans. In the 19th century, salt was the barter of the exchange of products. One part of salt was equivalent to two parts of another product: for instance, one oka (1,280 grams) of salt would be exchanged for two oka of wheat. From Anchialos were also exported products coming from the hinterland, in addition to livestock and agricultural products of the area. Many inhabitants were occupied in fishery, as the port of Anchialos led the fishing production in the region. The fish, which was caught in the open sea of Anchialos, and also close to other ports of the region, like Mesimvria and Sozopol, was exported either fresh or salted. In the surroundings of the city existed quite a well-developed viniculture, which resulted in the cultivation of 3,000,000 vines at the beginning of the 20th century.11
Sozopol was the main port of lumber and charcoal shipping; being a safe harbour, it gave refuge to ships which sailed near the dangerous coasts between the mouth of the Bosporus and the Cape of Thynias or Iniada (today Iğneada). The Greek residents of Sozopol were chiefly seamen and owners of sail-ships and steam-ships, wholesale merchants who controlled the overland and maritime export-trade of lumber, charcoal, agricultural products, textiles, and local wine. These products were conveyed to other ports of the Black Sea. Half of the population of Ahtopol (Agathoupoli) was involved in the maritime economy and shipbuilding.
Mideia or Salmydissos, on the mouth of the river of the same name, was a leeward harbour for the ships. In particular, was the seaport of Vizyi (today Vize) which was the agricultural and timber centre of the region, located 40km from the sea.
A Greek population existed in the village Thynias (Niada) until the early 20th century. Thynias had a harbour from which lumber and coal were conveyed, as well as other products from Samakovo and the hinterland to Constantinople (Istanbul).
Mesimvria, like Varna, had mineral water springs which attracted numerous tourists during summer. Greek owners of hotels, cafes and restaurants, as well as Greek merchants, were in attendance on the visitors to the mineral water spring-tourism sites, which flourished in their city at the beginning of the 20th century.
Pyrgos (Bourgas) was a safe port; nevertheless, already at the end of the 19th century, works were being conducted in order to improve the safety and the facilities of the mooring of the ships. The port was a significant export and import trade centre, which was favoured by the railway connection with Yambol and with the railway network of Central Europe in the middle of the 19th century.
4. Society
Until 1860, every area of Thrace followed the local customs regarding the administration and the organization of the communities. The local metropolitan was the main representative of the Christian populations to the state authorities. However, after 1860, the communities in Thrace, as in other regions of the Ottoman Empire, were administered by a dimogerontia which was comprised of ten to twelve persons and of two to three committees. The communities were charged with tax-collection, the administration of the community property, the wages of the clergy and the teachers and the financing of the repairs of public buildings. The communities also had representatives in the capital, in order to promote the communities’ interests.
5. Religion
Until the early 20th century, the Greeks in Bulgarian territory kept 117 churches and 8 monasteries.12 Many Greek dioceses were located in coastal cities and in particular Anchialos, Varna, Mesimvria and Sozopol.13
The city of Anchialos, was also named Aholo or Ahelo and the inhabitants were called Ahelinoi. In the city was the cathedral of the Taxiarchs, which was burned down during turbulences in 1897. Other Greek churches in the city were those of the Dormition of the Virgin, the St Theodoroi, the Saviour's Transfiguration, and the chapels of ‘Charitomeni’ and St Anna. All these churches, with the exception of the Transfiguration, were burned down in 1906, during the anti-Greek violent incidents.
In Varna the Greek churches were St George, St Nicholas, St Paraskevi’ and the Dormition of the Virgin. The diocese of Varna comprised the city of Varna and the surrounding villages. Moreover, under the jurisdiction of the diocese were two community monasteries, those of St Dimitrios (7km outside the city) and St Constantine (10km outside the city).
The seat of a Greek diocese of the same name was Mesimvria, whose cathedral was dedicated to the Dormition of the Virgin. In the city there were also 22 more churches established, resulting in the city also being called ‘Small Byzantium’.
Sozopol in antiquity was named Apollonia Pontica. In the Byzantine era it was renamed ‘Sozopolis’ because of its safe harbour in which the ships found refuge during storms. The cathedral of the city was that of St George. In the city were also established the churches of St Zisimos, St Elias, of the Virgin Mary, and St Marina.
6. Culture
The Greek populations on the coast of modern Bulgaria had an organised community life as they financed and maintained churches, schools of all grades, libraries and press. After the tanzimat reforms of 1856, schools were established in the main urban centres, divided into parochial and community schools. Up to the Crimean War (1853-6), the main provider of education was the Orthodox Church. However, after 1861, the communities and the guilds started becoming active in the educational sector quite dynamically. The conflict between opposing nationalisms in the region of Thrace was expressed in the education of children (a development encouraged by the Greek state with respect to the Greek community), as well as in the forming of associations.
The Greek community of Pyrgos (Burgas) was prosperous with affluent members: merchants and owners of small industries. In 1882 was founded the society of ‘Filomousos Adelfotis’. In 1903 a six-grade communal school with 183 students and five teachers was in operation, as well as two girls’ schools with 244 students and a nursery school.14 In Anchialos existed a six-grade school with 251 students, a girls’ school with 291 students and two nursery schools. In Mesimvria operated a five-grade boys’ school with 108 students, an elementary school which included 84 students and a girls’ school.15 The first Greek school was founded in 1818 by the Greek inhabitant of Odessa Alexandros Koumbaris, who bequeathed his library to the school. The local musical and educational society ‘Orpheus’ had a library with 3,000 books. Nevertheless, it was destroyed during the violent episodes of 1906. Skanavis published the newspaper To Vima (The Tribune) for two years (1896-8).16
The Greek community of Varna was one of the richest and most prosperous communities. In 1907, the Greeks of the city had five elementary schools (three for boys and two for girls), a Greek gymnasium and a higher girls’ school, which operated in privately-owned premises. Approximately 1,200 – 1,500 students attended the Greek schools, the operation of which was financed by the landed property of the community.17 Until 1906, in the city there existed a Greek hospital, which was founded by the bequest of Paraskevas Nikolaou. The hospital was directed by a committee elected by the community of Varna. Its chairman was the metropolitan. Moreover, the Greeks owned a club, a library and a charity foundation. There was also a reading-room with the name ‘Anagnostirio ton Odissiton’ (‘The Reading-Room of Odessos’s residents), as well as a small coin-museum. In addition, Greek newspapers were published (Efxinos and Odessos) and the monthly published philological magazine the ‘Pandesia’ (‘The Feast’). The Greeks of Varna had also a philharmonic society.
1. A report in a memorandum of the Patriarchate of Constantinople to the sublime Porte, on 13/26 July, 1906. It is cited in the, Βακαλόπουλος, Κ., «Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας από την προσάρτηση μέχρι και τον ξεριζωμό (1885-1914)», in the, Μουτσόπουλος, Ν. – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (ed.), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα), p. 392.
2. Βακαλόπουλος, Κ., Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού. Θράκη (Θεσσαλονίκη 1990), p. 472.
3. Βακαλόπουλος, Κ., Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Θεσσαλονίκη 1990), p. 406.
4. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», in the Μουτσόπουλος, Ν. – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (ed), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα), p. 417.
5. Μιχαηλίδης, Ι., «Βουλγαρία», in the Χασιώτης, Ι.Κ., - Κατσιαρδή-Hering, Ό. – Αμπατζή, Ε.Α. (ed.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), p. 189.
6. Τσέκου, Κ., «Οι γυναίκες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας», in the Βουτυρά, Ε. – Δαλκαβούκης, Β. – Μαραντζίδης, Ν. – Μποντίλα, Μ. (ed.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη (Θεσσαλονίκη 2005), p. 150.
7. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), p. 213.
8. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), p. 217.
9. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ος αιώνας (Αθήνα 2001), p. 192.
10. Βακαλόπουλος, Κ., Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού. Θράκη (Θεσσαλονίκη 1990), p. 468.
11. Κορομηλά, Μ., Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα. Από την εποχή του χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα. (Αθήνα 1991), p. 93.
12. Βακαλόπουλος, Κ., Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Θεσσαλονίκη 1990), p. 392.
13. A catalogue with the number of the Greek churches and schools in every city is cited in the, Βακαλόπουλος, Κ., Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας (Θεσσαλονίκη 1990), p. 401.
14. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», in the Μουτσόπουλος, Ν. – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (ed), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα), p. 418.
15. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», in the Μουτσόπουλος, Ν. – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (ed), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα), p. 418.
16. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», in the Μουτσόπουλος, Ν. – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (ed), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα), p. 426.
17. Βακαλόπουλος, Κ., «Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη (Ανατ. Ρωμυλία)», in the Μουτσόπουλος, Ν. – Βακαλόπουλος, Κ. – Κεσόπουλος, Α. (ed), Αλησμόνητες πατρίδες της Θράκης (Αθήνα), p. 426.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου