Συνέχεια από Ελληνική εξωτερική πολιτική 1936-1944: Η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Μεταξά
Η γερμανική εισβολή στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939 αιφνιδίασε όχι μόνο τις Δυτικές Δυνάμεις αλλά και την Ιταλία, θεωρητικά σύμμαχο του Reich στη φασιστική νέα τάξη. Μολονότι η ιταλική κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί τα γερμανικά σχέδια στις αρχές Αυγούστου, τόσο ο Mussolini όσο και ο ιταλός υπουργός εξωτερικών Ciano κατέβαλαν έντονες προσπάθειες να επιτύχουν μια ειρηνική λύση συμβιβασμού στο πρότυπο της συμφωνίας του Μονάχου (Σεπτέμβριος 1938). Η αποτυχία των προσπαθειών αυτών και η αναγνώριση από την ιταλική κυβέρνηση της έλλειψης ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων της χώρας οδήγησαν το Mussolini να ανακοινώσει ότι η Ιταλία θα παρέμενε σε μη εμπόλεμη κατάσταση, συνεχίζοντας τις ενέργειές της για εξεύρεση διπλωματικής λύσης στο πολωνικό πρόβλημα.
Από την άλλη πλευρά, η ιταλική παρουσία στην Αλβανία διατάραξε σε τέτοιο βαθμό την ισορροπία δυνάμεων στο χώρο της νότιας βαλκανικής, ώστε η στρατηγική αξία της Ελλάδας για την Αγγλία μειώθηκε σημαντικά. Υπ' αυτήν την έννοια η ουδετερότητα τόσο της Ελλάδας όσο και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών ήταν προς το βρετανικό συμφέρον, στο βαθμό που κρατούσε την ιταλική πολεμική μηχανή εκτός της αγγλογερμανικής σύγκρουσης.
Η στάση της Ιταλίας
Η ιταλική στάση κατά τους εννιά μήνες της μη εμπόλεμης κατάστασης (Σεπτέμβριος 1939-Ιούνιος 1940) δημιουργεί έντονες αμφιβολίες για τις μακροχρόνιες ιταλικές προθέσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή σύρραξη. Η απόφαση του Mussolini να μείνει έξω από τον πόλεμο ουσιαστικά επιβλήθηκε από τον υπουργό εξωτερικών της χώρας, Ciano, παρά την αρχική επιθυμία του ιταλού δικτάτορα να τιμήσει τη συμμαχία του με τη Γερμανία και να συμπαραταχθεί στο πλευρό του Hitler.
Ωστόσο, η διάσπαση του μετώπου του Αξονα δημιούργησε βάσιμες ελπίδες στις βαλκανικές χώρες πως η Ιταλία δε θα ακολουθούσε το παράδειγμα της Γερμανίας, τουλάχιστον όχι σε βάρος της σταθερότητας στη Βαλκανική. Ταυτόχρονα, οι επανειλημμένες γερμανικές διαβεβαιώσεις πως το Reich δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για εδαφική επέκταση στα Βαλκάνια ενίσχυσαν την αισιοδοξία των βαλκανικών χωρών για τη διατήρηση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Ευρώπης.
Οι προσδοκίες των Βαλκανικών χωρών
Oι βαλκανικές χώρες θεωρώντας πως η ιταλική "μη εμπόλεμη κατάσταση" (Σεπτέμβριος 1939-Ιούνιος 1940) δεν αποτελούσε ένα τέχνασμα του 'Αξονα, κατέβαλαν προσπάθειες για τη δημιουργία ενός συνασπισμού ουδέτερων χωρών, το οποίο θα περιείχε τις χώρες του βαλκανικού συμφώνου υπό την ηγεσία της Ιταλίας. Με πρωτοβουλία της Ρουμανίας, η ιταλική κυβέρνηση συζήτησε μία σειρά προτάσεων το φθινόπωρο του 1939, για τις οποίες ωστόσο η γερμανική κυβέρνηση εξέφρασε επιφυλάξεις.
Έτσι, ενώ ο Ciano εξακολουθούσε να ενισχύει τον αντιγερμανικό προσανατολισμό της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής, ο Mussolini απέφυγε τέτοιες δεσμεύσεις, που θα του περιόριζαν την ελευθερία κινήσεων στο μέλλον. Με την κατάρρευση των σχεδίων για τη δημιουργία ενός μετώπου ουδέτερων χωρών, η ελληνική εξωτερική πολιτική επανήλθε σε φάση αβεβαιότητας, δεδομένου ότι η αμφίσημη ιταλική πολιτική δεν παρείχε εγγυήσεις για τις μελλοντικές διαθέσεις του Mussolini.
Η χαλάρωση των διαβαλκανικών δεσμών
Η κυβέρνηση του Μεταξά συνέχισε την πολιτική ουδετερότητας απέναντι στις αντιμαχόμενες παρατάξεις και την τακτική αποφυγής προκλήσεων απέναντι στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η παροχή εγγυήσεων στη χώρα από τη Βρετανία και τη Γαλλία αποτελούσε διπλωματικό πλεονέκτημα στερούμενο ουσιαστικής σημασίας ή χρησιμότητας, μιας και δε συνοδευόταν από συγκεκριμένες δεσμεύσεις στρατιωτικού χαρακτήρα για την αντιμετώπιση του φασιστικού επεκτατισμού. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για πιο ουσιαστική αρωγή από τις Δυτικές Δυνάμεις όσον αφορά στην αμυντική θωράκιση της χώρας, η ελληνική εξωτερική πολιτική απέτυχε κατά τη διετία 1939-40 να εξασφαλίσει συμμαχίες που θα παρείχαν πολιτική και επαρκή στρατιωτική κάλυψη.
Η αποτυχία αυτή έλαβε δραματικές διαστάσεις μετά την κατάρρευση της διαβαλκανικής συνεργασίας και την άρνηση ή αδυναμία των βαλκανικών χωρών να προβούν σε συνεννόηση για την επίτευξη συλλογικών αμυντικών σχεδίων. Με την έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, τα βαλκανικά κράτη επέδειξαν έντονες φυγόκεντρες τάσεις: ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία αναζήτησαν αρωγή από τις δυτικές δυνάμεις, η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία και, σταδιακά, η Ρουμανία κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της Γερμανίας. Η πολυδιάσπαση αυτή όχι μόνο κατέστρεψε κάθε πιθανότητα διαβαλκανικής συνεργασίας, αλλά οδήγησε και σε χαλάρωση των διμερών σχέσεων και συμφωνιών μεταξύ των βαλκανικών χωρών.
Η Ιταλία οδεύει προς τον πόλεμο
Η ιταλική στάση απέναντι στη διεθνή σύρραξη άρχισε να μεταβάλλεται από το Μάρτιο του 1940, όταν ο Mussolini συναντήθηκε με το γερμανό υπουργό Εξωτερικών von Ribbentrop και ανακοίνωσε για πρώτη φορά την επιθυμία του να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, μόλις το επέτρεπαν οι περιστάσεις και η προετοιμασία των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων.
Η ημερομηνία της ιταλικής εισόδου στον πόλεμο, αρχικά υπολογιζόμενη για τις αρχές του 1941, μετατέθηκε για τις αρχές Ιουνίου του '40 μετά τη γερμανική επίθεση στις Κάτω Χώρες και στη Γαλλία. Στις 10 Ιουνίου ο Mussolini ανακοίνωσε την κήρυξη πολέμου από την Ιταλία στις Δυτικές Δυνάμεις και προκάλεσε ανησυχία στην Ελλάδα για τις απώτερες προθέσεις της ιταλικής στρατηγικής. Δεν επρόκειτο φυσικά για μια καινούρια πρακτική. Η ελληνική κυβέρνηση είχε σαφείς ενδείξεις κλιμάκωσης της ιταλικής επιθετικότητας. Η απόφαση της φασιστικής Ιταλίας τόσο για εμπλοκή στον πόλεμο όσο και για την -όχι αναγκαία- επίθεση σε βάρος της Ελλάδας θα πρέπει να προσγραφεί στην άτεγκτη βούληση και το συναφή προσανατολισμό του ίδιου του Mussolini.
Οι πολιτικο-στρατιωτικές εκτιμήσεις
Η ελληνική κυβέρνηση διακατεχόταν από έντονες ανησυχίες και είχε βάσιμες υποψίες ότι η Ιταλία ήταν διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της στην Αλβανία εναντίον της χώρας. Μολονότι καθόλη τη διάρκεια του Ιουλίου ο ιταλός δικτάτορας παρέμεινε απορροφημένος στα σχέδιά του για την επίθεση στην Αίγυπτο και για το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, τον Αύγουστο του 1940 η προσοχή του στράφηκε προς την κατεύθυνση της Ελλάδας. Σε αυτό συνέβαλαν οι συνεχείς αναφορές του ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων, Cesare Maria de Vecchi, σχετικά με την υποτιθεμένη χρησιμοποίηση ελληνικών λιμανιών και στρατιωτικών εγκαταστάσεων από τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Ανεξάρτητα από το εάν οι πληροφορίες ήταν υπερβολικές, η πολιτική προσέγγιση της Ελλάδας με τη Βρετανία δημιουργούσε για πρώτη φορά σοβαρά προβλήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Μολονότι η ελληνική κυβέρνηση συνέχισε να διαβεβαιώνει την Ιταλία ότι διατηρούσε την πολιτική της αυστηρής ουδετερότητας, τα ιταλικά επεκτατικά σχέδια είχαν ήδη στραφεί κατά της Ελλάδας στο πλαίσιο της συνολικής στρατηγικής του Mussolini να επιφέρει διπλό χτύπημα στα βρετανικά συμφέροντα στη Μεσόγειο (Αίγυπτο, Ελλάδα).
Το χτύπημα της 15ης Αυγούστου 1940
H επίθεση από ιταλικά υποβρύχια στο λιμάνι της Τήνου, τη 15η Αυγούστου 1940, και η προκλητική βύθιση του καταδρομικού "Έλλη" αποτελούσε την πρώτη σημαντική ένδειξη της μεταβολής της ιταλικής στάσης απέναντι στην Ελλάδα. Μολονότι η επίθεση είχε οργανωθεί από τον De Vecchi δίχως την οριστική συγκατάθεση του ιταλού δικτάτορα, είναι αποδεδειγμένο πως ο Mussolini είχε δώσει διαταγή για κλιμάκωση των προκλήσεων έναντι της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Αρχικά, η Γερμανία είχε διαμηνύσει στην ιταλική κυβέρνηση την επιθυμία της να διατηρηθεί η ειρήνη στη βαλκανική με δεδομένη την έμφαση στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Βρετανίας. Η αρνητική στάση του Hitler στα σχέδια του Mussolini οδήγησε σε προσωρινή αναστολή των επιθετικών σχεδίων εναντίον της Ελλάδας.
Ωστόσο, η αποτυχία των γερμανικών βομβαρδισμών στη Βρετανία και η επ' αόριστον αναστολή της επιχείρησης "Θαλάσσιος Λέων" ενίσχυσαν τις φιλοδοξίες του Mussolini, ο οποίος έκανε πια ανοιχτά λόγο για τον ιταλικό πόλεμο εναντίον της Βρετανίας. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, το σχέδιο εναντίον της Ελλάδας ξαναπροωθήθηκε από την ιταλική κυβέρνηση, παρά τις αντιρρήσεις του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων Badoglio.
Το σχέδιο επίθεσης κατά της Ελλάδας
Το στρατηγικό σχέδιο δράσης εναντίον της Ελλάδας προέβλεπε την κατάληψη της Ηπείρου, της δυτικής Μακεδονίας και των Επτανήσων σε πρώτη φάση, με προοπτική συνολικής κατάκτησης της ελληνικής επικράτειας σε δεύτερη φάση. Η προετοιμασία της ιταλικής επίθεσης πραγματοποιήθηκε βιαστικά, υπερεκτιμώντας τις τεχνικές δυνατότητες της ιταλικής αεροπορίας και υποτιμώντας τη δύναμη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Το σχέδιο κρατήθηκε μυστικό από τη Γερμανία, δεδομένης της αντίδρασης της τελευταίας σε κάθε πρωτοβουλία στα Βαλκάνια.
Ειδικά μετά την αιφνιδιαστική είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία, ο Mussolini εκνευρισμένος από την τακτική της Γερμανίας να προβαίνει σε αιφνιδιαστικές κινήσεις δίχως να συμβουλεύεται τη σύμμαχό της -όπως όφειλε βάσει του συμφώνου του Ατσαλιού που είχε υπογραφεί ανάμεσα στις δύο χώρες το Μάιο του 1939- αποφάσισε να προχωρήσει γρήγορα στην επίθεση εναντίον της Ελλάδας ως απάντηση στη γερμανική αυθαιρεσία. Η επίθεση ορίστηκε για τις 26 Οκτωβρίου του 1940, αλλά μετατέθηκε δύο μέρες αργότερα, για να επιτραπεί η καλύτερη προετοιμασία των ιταλικών δυνάμεων.
Το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940
Το ιταλικό τελεσίγραφο, που απέβλεπε ουσιαστικά στην άμεση παράδοση της χώρας στα ιταλικά στρατεύματα, παραδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 μέσω του ιταλού πρεσβευτή στην Αθήνα Grazzi.
Η ιταλική πλευρά κατηγορούσε την Ελλάδα ότι επέτρεπε στη Βρετανία να χρησιμοποιεί στρατιωτικές βάσεις στην Κρήτη, στο Αιγαίο και στα Επτάνησα εναντίον των δυνάμεων του Αξονα. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση κατηγορούνταν ότι ακολουθούσε πολιτική διώξεων εις βάρος του αλβανικού πληθυσμού της Τσαμουριάς, πολλές φορές μέχρι το σημείο να εισβάλλει στο αλβανικό έδαφος.
Η διπλή αυτή στάση της Ελλάδας ερμηνευόταν από την ιταλική κυβέρνηση ως διαμετρικά αντίθετη στην υποτιθεμένη πολιτική αυστηρής ουδετερότητας της χώρας και απειλητική για τα ιταλικά συμφέροντα στη Μεσόγειο. Για το λόγο αυτό, το τελεσίγραφο ζητούσε από την Ελλάδα να δώσει εχέγγυα της ουδετερότητας και των καλών προθέσεών της απέναντι στην Ιταλία επιτρέποντας την κατάληψη στρατηγικών περιοχών της ελληνικής επικράτειας από τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις για όλη τη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Βρετανίας.
Το εξαιρετικά περιορισμένο χρονικό περιθώριο που το τελεσίγραφο άφηνε στην ελληνική κυβέρνηση για να ανταποκριθεί στις ιταλικές απαιτήσεις και η ασάφεια των ιταλικών αιτημάτων, σχετικά με τις στρατηγικές περιοχές που θα καταλαμβάνονταν, δείχνουν πως είχε συνταχθεί με στόχο την απόρριψή του από την κυβέρνηση Μεταξά.
Πηγή
{Το παραπάνω αποτελεί εξιστόρηση και όχι κριτική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου...Για περισσότερη κατανόηση των γεγονότων απαιτείται η μελέτη περισσότερων συγγραφών για την περίοδο αυτή}
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου