29/11/12
28/11/12
Το Σπιρτόκουτο
Μία κυνική απεικόνιση των μικροαστικών αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας. To «Σπιρτόκουτο», η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, είναι τόσο ωμή, τόσο ρεαλιστική, που ενοχλεί. Είναι αλήθεια σκληρό να στέκεσαι στην άκρη, ως παρατηρητής, και να παρακολουθείς στιγμές της καθημερινότητας.
Πολλές σκηνές σοκάρουν. Άλλες προκαλούν απέχθεια. Όμως είναι απλά μία στεγνή προσέγγιση στιγμών της βίαιης καθημερινότητας, σωματικής και κυρίως λεκτικής. Υστερία, «μπινελίκια», εντάσεις χωρίς νόημα, απόγνωση, αδιέξοδα... όλα τόσο σκληρά, αλλά και τόσο αληθινά. Ένας πόλεμος σε τέσσερις τοίχους.
«Το Σπιρτόκουτο προέκυψε μέσα από την προσωπική μου ανάγκη να αποβάλλω το φόβο και τα «πρέπει» ενός αρεστού, στο ευρύ κοινό, έργου και να γράψω για αυτό που πραγματικά με απασχολεί, το σύγχρονο Έλληνα και την ορατή – αόρατη βία που κουβαλά. Είναι ένα έργο απόλυτα ανθρωποκεντρικό, με τους χαρακτήρες και τα πάθη των ηρώων να καταγράφονται χωρίς να κρίνονται, αφήνοντας αυτό το ρόλο στο θεατή.», είχε δηλώσει ο Γιάννης Οικονομίδης.
Υπόθεση:
27/11/12
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Από τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος έως το Συνέδριο του Βερολίνου
Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και ενός αυτόνομου σερβικού άλλαξε σε μεγάλο βαθμό το σκηνικό στα Βαλκάνια, αφού πλέον τα κράτη αυτά αντικατέστησαν την Αυστρία και την Ρωσία στον αγώνα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας, που τάσσονταν υπέρ της διατήρησης της υποστάσεως και της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρέτεινε για έναν αιώνα τη διάλυσή της. Γεγονότα όπως οι επαναστάσεις των βαλκανικών λαών, των Σέρβων, των Ελλήνων, των Μαυροβουνίων και των Βουλγάρων, προκάλεσαν τριγμούς στο οικοδόμημα της ισορροπίας, αλλά δεν το κατεδάφισαν.
26/11/12
Η Γενιά του Εγώ
Spinney Laura
Οταν ήταν παιδιά τους έλεγαν ότι είναι οι καλύτεροι. Σήμερα παίρνουν αντικαταθλιπτικά γιατί αισθάνονται ότι δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Ποιoς φταίει;
Εδώ και μερικές δεκαετίες τα παιδιά του δυτικού κόσμου μεγαλώνουν με κανακέματα και επαίνους και διαρκείς τονωτικές ενέσεις του Εγώ τους σε μια καλών προθέσεων προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής τους. Πού οδήγησε αυτό; Στην εμφάνιση μιας γενιάς που αν και επισήμως ονομάζεται Γενιά Υ (ως διάδοχος της Γενιάς Χ), τώρα διεκδικεί τον καθόλου κολακευτικό τίτλο της «Γενιάς του Εγώ». Οι εκπρόσωποί της εμφανίζονται εγωκεντρικοί και νάρκισσοι, έχουν υπερτιμημένη άποψη για τον εαυτό τους και διακατέχονται από υπερβολικά υψηλές και έξω από τις δυνατότητές τους προσδοκίες, με αποτέλεσμα να «λυγίζουν» ευκολότερα κάτω από τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής και να ρέπουν περισσότερο προς την κατάθλιψη. Το να σπεύσουμε να τους κατηγορήσουμε είναι εύκολο. Είναι όμως πολύ πιο εποικοδομητικό να κάνουμε μια γερή κριτική και να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που έχουμε υιοθετήσει ως «καλύτερο» για την ανατροφή των παιδιών μας. Οι ειδικοί έχουν ήδη μπει στη διαδικασία και οι προτάσεις τους είναι πραγματικά ενδιαφέρουσες.
«Τους νέους σήμερα συνεχίζουν να τους παραχαϊδεύουν για πολύ καιρό, ενώ θα έπρεπε πολύ νωρίτερα να έχουν αρχίσει να μαθαίνουν ότι δεν είναι τέλειοι». Αυτό ήταν το συμπέρασμα του HS, ενός μπλόγκερ που σχολίαζε ένα άρθρο των «New York Times» το οποίο οίκτιρε την κατάσταση της σημερινής νεολαίας. Το πρόβλημα με τα παιδιά, συνέχιζε, είναι ότι έχουν μια «παραφουσκωμένη» άποψη για τον εαυτό τους επειδή έχουν μεγαλώσει έτσι ώστε να πιστεύουν πως καθετί που κάνουν είναι αξιόλογο και σημαντικό. Δεν επρόκειτο για κάποιον γερογκρινιάρη αλλά για έναν νεαρό που έγραφε για την ίδια του τη γενιά, εκείνους που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και στο 2000 και έχουν ονομαστεί Γενιά Υ ή Γενιά του Εγώ.Οπως καταλαβαίνει κανείς από το όνομά της, η Γενιά του Εγώ έχει προσελκύσει ήδη τα πυρά. Οι εκπρόσωποί της κατηγορούνται ότι είναι κακομαθημένοι, αλαζονικοί και νάρκισσοι, ότι έχουν μια αδικαιολόγητη αίσθηση πως δικαιωματικά όλα τους ανήκουν. Οι καθηγητές παραπονούνται ότι οι σημερινοί φοιτητές απαιτούν μόνιμη προσοχή. Οι εργοδότες δυσκολεύονται να καταπιούν τα υπερδιογκωμένα εγώ των νεαρών υπαλλήλων τους, ενώ οι ψυχοθεραπευτές λένε ότι βλέπουν μια νέα γενιά ασθενών οι οποίοι έχουν κατάθλιψη επειδή δεν μπορούν να φθάσουν στο ύψος των υπερβολικών προσδοκιών τους. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το φταίξιμο βρίσκεται στους γονείς, στους δασκάλους και στους άλλους ενηλίκους οι οποίοι υπερέβαλαν στο να μεγεθύνουν την άποψη που έχουν τα παιδιά για τον εαυτό τους από τα πρώτα τους χρόνια.Οι κατηγορίες αυτές δεν βαρύνουν μόνο τη Γενιά Υ αλλά και μια ολόκληρη φιλοσοφία για την ανατροφή των παιδιών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και εξακολουθεί να ισχύει ακόμη. Αν είναι βάσιμες, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψη ότι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των παιδιών είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουμε το ότι θα εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις δυνατότητές τους. Τι λένε λοιπόν τα στοιχεία; Είναι η σημερινή νεολαία πραγματικά πιο εγωιστική από τις παλαιότερες γενιές; Αν είναι έτσι, αποτελεί αυτό πρόβλημα; Και αν η σύγχρονη δυτική κουλτούρα της οικοδόμησης αυτοεκτίμησης είναι ένοχη, τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό;
Παραφουσκωμένο Εγώ
Ενας από τους πλέον ένθερμους επικριτές της σημερινής νεολαίας είναι η Τζιν Τουένγκι, ψυχολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και συγγραφέας τού «Generation Me». Για να βρούμε αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του υπερδιογκωμένου Εγώ της Γενιάς Υ αρκεί, όπως λέει, να κοιτάξουμε την ετήσια μελέτη των αμερικανών πρωτοετών φοιτητών που περιλαμβάνει 9 εκατ. φοιτητές κολεγίου. Αποκαλύπτει ότι το 52% των συμμετεχόντων του 2009 θεωρούσε πως είχε επίπεδα κοινωνικής αυτοπεποίθησης υψηλότερα από εκείνα του μέσου γενικού πληθυσμού σε σχέση με το 30% των φοιτητών που δήλωνε το ίδιο στη μελέτη του 1966. Οι σημερινοί φοιτητές επίσης αξιολογούν τη νοητική τους αυτοπεποίθηση, τις δεξιότητές τους στο να μιλούν δημόσια καθώς και τις ηγετικές τους ικανότητες περίπου κατά 50% υψηλότερα από ό,τι οι ομόλογοί τους του 1966.Η υπερβολική σημασία της αυτοεκτίμησης για τη Γενιά Υ σκιαγραφήθηκε σε ένα πείραμα το 2010. Μια ομάδα με επικεφαλής τον Μπραντ Μπούσμαν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους διαπίστωσε ότι οι φοιτητές έδιναν στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους - π.χ., το να πάρουν μεγαλύτερο βαθμό ή να δεχθούν μια φιλοφρόνηση - μεγαλύτερη αξία από ό,τι στις ανταμοιβές που κινητοποιούν την ανθρωπότητα από τις απαρχές της ύπαρξής της, όπως το να φάει κάποιος το αγαπημένο του φαγητό ή το να επιδοθεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Οι φοιτητές επίσης αξιολογούσαν αυτή την επιβράβευση υψηλότερα από το να κερδίσουν χρήματα, να πιουν αλκοόλ ή να δουν τον καλύτερό τους φίλο. Διερευνώντας περισσότερο οι επιστήμονες ζήτησαν από τους φοιτητές να αξιολογήσουν το πόσο ήθελαν καθεμιά από αυτές τις ανταμοιβές καθώς και την ευχαρίστηση που λάμβαναν από αυτές. Το να θέλει κάποιος κάτι περισσότερο από ό,τι του αρέσει θεωρείται ένδειξη εθισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις η ανταμοιβή «τούς άρεσε» περισσότερο από ό,τι «την ήθελαν», αλλά η διαφορά ανάμεσα στα δύο ήταν μικρότερη σε ανταμοιβές που πρόσφεραν ενίσχυση της αυτοπεποίθησης.
Γεγονός ή προκατάληψη;Η εικόνα δεν είναι ωστόσο τόσο απλή. Ο Μαρκ Λίρι, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ του Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνας, προειδοποιεί ότι τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν είναι τόσο ελιτίστικα όσο ήταν τη δεκαετία του 1960 και άρα το δημογραφικό προφίλ των φοιτητών έχει αλλάξει καθιστώντας τις παλαιότερες και τις σημερινές ομάδες φοιτητών μη απόλυτα συγκρίσιμες. «Δεν γνωρίζουμε αν αυτή είναι μια πραγματική αλλαγή ή αν έχει να κάνει με μια αλλαγή των ανθρώπων που εξετάζονται»λέει.Πράγματι, η Κάλι Τρεζνιέφσκι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις ανέλυσε μια μελέτη 400.000 μαθητών γυμνασίου που διεξάγεται τα τελευταία 30 χρόνια, από το 1976, και δεν βρήκε στοιχεία για αύξηση του εγωισμού σε αυτή την ελαφρώς νεαρότερη ομάδα. «Οι βαθμολογίες στην αυτοεκτίμησση δεν έχουν αλλάξει καθόλου» λέει. Υποπτεύεται ότι ορισμένοι ψυχολόγοι, κυρίως μιας μεγαλύτερης ηλικίας, διακατέχονται από μια πανάρχαια προκατάληψη. «Επικρίνουμε την επόμενη γενιά. Αυτό ακριβώς κάνουμε» τονίζει. Είναι πιθανόν, υποστηρίζει, όλοι και όχι μόνο η Γενιά Υ, να έχουμε σταδιακά γίνει πιο εγωκεντρικοί - καθώς όμως τα στοιχεία είναι περιορισμένα στις άλλες ηλικιακές ομάδες, είναι δύσκολο να εξετάσει αυτή την ιδέα της.
Η «Γενναιόδωρη Γενιά»;
Ακόμη πιο επιφυλακτικός είναι ο Τζέφρι Αρνέτ, ψυχολόγος ο οποίος μελετά την εφηβεία στο Πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης. Επισημαίνει ότι σήμερα οι νέοι προσφέρουν εθελοντική δουλειά σε φιλανθρωπικά έργα σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ και ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις κοινωνικές ανισότητες από ό,τι ενδιαφέρονταν οι γονείς τους. Φθάνει μάλιστα ως το σημείο να ονομάζει τη Γενιά Υ «Γενναιόδωρη Γενιά».Παρ' όλα αυτά, οι περισσότεροι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι έχει σημειωθεί μια πραγματική αύξηση της αυτοεκτίμησης - τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το φαινόμενο έχει μελετηθεί περισσότερο. Το ερώτημα του αν αυτό αποτελεί πρόβλημα παραμένει ανοιχτό. Οταν ο αμερικανός ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς επινόησε τον όρο «αυτοεκτίμηση» τη δεκαετία του 1890, τον είχε προσδιορίσει ως τον λόγο των επιτυχιών ενός ατόμου προς τις «φιλοδοξίες» ή τους στόχους του. Με άλλα λόγια, η αυτοεκτίμηση είναι ένα υποκειμενικό μέτρο της αξίας του καθενός που αυξάνεται καθώς επιτυγχάνει τους στόχους του. Αυτό ταιριάζει με τον ορισμό που δίνει το λεξικό: «Ο σεβασμός ή η ευνοϊκή άποψη κάποιου για τον εαυτό του». Τι το κακό μπορεί να υπάρχει σε αυτό;
Ματαιοδοξία και ναρκισσισμός
Στις ημέρες μας, παρ' όλα αυτά, η αυτοεκτίμηση έχει αποκτήσει ένα δεύτερο νόημα: «Μια αδικαιολόγητα καλή γνώμη κάποιου για τον εαυτό του, ματαιοδοξία». Αυτός είναι ο ορισμός που ταιριάζει καλύτερα στη Γενιά Υ, σύμφωνα με την κυρία Τουένγκι. Και αυτή είναι η πηγή του προβλήματος. Κατ' αρχάς, τα παραφουσκωμένα εγώ δημιουργούν σε πολλά νεαρά άτομα μη ρεαλιστικές προσδοκίες και η ανικανότητά τους να τις εκπληρώσουν μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν είναι σύμπτωση, λέει, ότι το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών στην Ατλάντα της Τζόρτζια ανέφερε τον περασμένο Οκτώβριο πως ένας στους εννέα Αμερικανούς άνω των 12 ετών παίρνει αυτή τη στιγμή αντικαταθλιπτικά - αριθμός τετραπλάσιος από το αντίστοιχο ποσοστό στα τέλη της δεκαετίας του 1980.Η κυρία Τουένγκι βλέπει ένα άλλο δείγμα επικίνδυνα διογκωμένης αυτοεκτίμησης στα αυξανόμενα επίπεδα του ναρκισσισμού. Διαπίστωσε ότι διπλάσιοι φοιτητές είχαν υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού το 2006 σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι νάρκισσοι τείνουν να μην ανέχονται την κριτική και έχουν ροπή προς την εξαπάτηση και την επιθετικότητα. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έρχονται στο γραφείο σου και κάνουν ολόκληρο καβγά για έναν βαθμό» λέει. Επίσης ανησυχούν περισσότερο για την εξωτερική τους εμφάνιση και, όπως τονίζει, οι Αμερικανοί καταφεύγουν στην πλαστική χειρουργική σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ. Στο τελευταίο της βιβλίο, «The Narcissism Epidemic», το οποίο έχει γράψει μαζί με τον Γ. Κιθ Κάμπελ (Free Press, 2009), αφηγείται ανέκδοτα για ανθρώπους που προσέλαβαν δήθεν παπαράτσι για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι είναι διάσημοι ή αγόρασαν τεράστια σπίτια με δάνεια ως απόδειξη του αμερικανικού παραφουσκωμένου εγώ.
Εγώ και στη... μουσική
«Το έχουμε παρακάνει με τον ατομισμό» λέει η κυρία Τουένγκι και αυτό αντανακλάται και στην ποπ κουλτούρα. Μαζί με τον ψυχολόγο Νέιθαν Ντε Βαλ και άλλους ερευνητές κατέγραψαν μια αύξηση της χρήσης της λέξης «εγώ» στους στίχους των αμερικανικών ποπ επιτυχιών από το 1980 ως το 2007. Ταυτοχρόνως η συχνότητα λέξεων που σχετίζονται με άλλους ανθρώπους, με την κοινωνική αλληλεπίδραση και τα θετικά συναισθήματα έχει μειωθεί. Η κυρία Τουένγκι θεωρεί υπεύθυνους τέσσερις παράγοντες: τις αλλαγές στη συμπεριφορά των γονέων, τη λατρεία της διασημότητας, το Διαδίκτυο και τον εύκολο δανεισμό. «Ολοι αυτοί οι παράγοντες επιτρέπουν στους ανθρώπους να έχουν μια διογκωμένη αίσθηση του εαυτού τους, στην οποία το φαίνεσθαι της επίδοσης είναι πιο σημαντικό από αυτή καθαυτή την επίδοση» λέει.Αλλοι κατηγορούν το κίνημα της αυτοεκτίμησης που ξεκίνησε στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1980. Δυστυχώς, λέει ο κ. Λίρι, το κίνημα γεννήθηκε από μια παρανόηση. Μελέτες είχαν δείξει έναν συσχετισμό ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση και στις θετικές εξελίξεις στη ζωή. «Ο κόσμος βιάστηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αυτοεκτίμηση ήταν η αιτία αυτών των άλλων πραγμάτων αλλά δεν είναι» λέει. Υστερα από τρεις δεκαετίες και πολλά προγράμματα ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης επικρατεί η άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος να αναθρέψει κάποιος τα παιδιά του είναι να οικοδομήσει την αυτοεκτίμησή τους μέσα από συνεχείς επαίνους και θετικές αναδράσεις. Τα στοιχεία είναι όμως είναι ασαφή, στην καλύτερη περίπτωση.
Μειωμένη αντοχή στις δυσκολίες
Το 2003 μια ομάδα με επικεφαλής τον Ρόι Μπαουμάιστερ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Φλόριδας στο Ταλαχάσι διεξήγαγε μια μετα-ανάλυση των προηγούμενων ερευνών. Η εικόνα που αναδείχθηκε ήταν σύνθετη. Διαπίστωσαν ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση σχετιζόταν γενικά με πιο χαρούμενη διάθεση και ανάληψη πρωτοβουλίας, ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδεόταν με κατάθλιψη. Παρ' όλα αυτά, αντίθετα με το αναμενόμενο, τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση καταθλίβονταν περισσότερο σε στιγμές στρες, ενώ εκείνα που είχαν χαμηλή αυτοεκτίμηση έδειχναν μεγαλύτερη αντοχή όταν έρχονταν αντιμέτωπα με τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Φάνηκε επίσης ότι η προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης των μαθητών δεν βελτίωνε τις επιδόσεις τους στα μαθήματα και μπορούσε μερικές φορές να είναι αντιπαραγωγική. Η υψηλή αυτοεκτίμηση φάνηκε να προστατεύει τα κορίτσια από τα νταηλίκια, δεν εμπόδιζε όμως τα παιδιά να καπνίσουν, να πιουν, να πάρουν ναρκωτικά ή να κάνουν σεξ - αντιθέτως, τα ωθούσε στο να δοκιμάσουν αυτά τα πράγματα. Οι καλές επιδόσεις στην εργασία σχετίζονταν μερικές φορές με την υψηλή αυτοεκτίμηση, ο συσχετισμός όμως ήταν ευμετάβλητος και η σχέση της αιτιότητας ασαφής. Η αυτοεκτίμηση δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε την ποιότητα ούτε τη διάρκεια των σχέσεων. Η γενική εικόνα ήταν τόσο συγκεχυμένη ώστε ο κ. Μπαουμάιστερ και η ομάδα του θεώρησαν ότι δεν μπορούν να εγκρίνουν προγράμματα για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης.Σήμερα οι ψυχολόγοι συμφωνούν στο ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί συχνότερα τη συνέπεια θετικών γεγονότων στη ζωή παρά την αιτία τους - ένα μήνυμα το οποίο ακόμη δεν έχει περάσει σε γονείς και δασκάλους. Ο κ. Λίρι φθάνει ως το σημείο να διαβεβαιώνει ότι η αυτοεκτίμηση που ενισχύεται με τεχνητό τρόπο, χωρίς αναφορά σε επιτεύγματα, δεν έχει καμία εγγενή αξία. Εν τω μεταξύ ο εκπαιδευτικός ψυχολόγος Χέρμπερτ Μαρς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αυτοεκτίμηση ως ένα τμήμα της ευρύτερης έννοιας ενός πράγματος που ονομάζεται αυτοαντίληψη και το οποίο περιλαμβάνει επίσης τις απόψεις που έχει κάποιος για την εθνοτική και μορφωτική του ταυτότητα, καθώς και για το φύλο του. Πιστεύει ότι η καλή αυτοαντίληψη και η υψηλή εκπαιδευτική απόδοση αποτελούν την αιτία και το αποτέλεσμα η μια της άλλης. «Αυτό είναι που κάνει τόσο δύσκολη τη δουλειά των δασκάλων» λέει. «Δεν πρέπει μόνο να διδάξουν δεξιότητες, πρέπει επίσης να οικοδομήσουν την πίστη των παιδιών στον εαυτό τους και μετά να συνδέσουν αυτά τα δύο».
Πιο σημαντικός ο αυτοέλεγχος
Ο κ. Μπαουμάιστερ υποστηρίζει ότι, αντί να «χτίζουμε» το εγώ των παιδιών, θα πρέπει να οικοδομήσουμε τον αυτοέλεγχό τους. Στο καινούργιο βιβλίο του «Willpower: Rediscovering Our Greatest Strength» (Allen Lane, 2012) παρουσιάζει στοιχεία υπέρ του ότι η δύναμη της θέλησης και όχι η αυτοεκτίμηση είναι το απαραίτητο συστατικό για μια επιτυχημένη ζωή. Υποστηρίζει ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και να επιμένουν σε δύσκολα έργα ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν τους στόχους τους, κάτι το οποίο θα ενισχύσει με φυσικό τρόπο την αυτοεκτίμησή τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της αυτοπειθαρχίας ενθαρρύνοντας τα παιδιά να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Και αντί να τους παρέχουν διαρκή και επομένως ανούσιο έπαινο, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα πραγματικά επιτεύγματα. Αν η προσέγγιση του κ. Μπαουμάιστερ φαίνεται υπερβολικά αυστηρή, ο κ. Λίρι είναι πιο πραγματιστής. Το μήνυμα που θα πρέπει να στέλνουν οι γονείς στα παιδιά τους, λέει, είναι ότι τα αγαπούν ακόμη και αν δεν είναι τέλεια και ότι μπορούν να βελτιωθούν. «Δώστε τους ειλικρινή πληροφόρηση»επισημαίνει. «Και πάνω από όλα, μη λέτε στο παιδί σας ότι είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου γιατί κανένα δεν είναι».
Στροφή προς τους άλλους
Η υπερβολική αυτοεκτίμηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, το ίδιο όμως ισχύει και για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην εφηβεία τα παιδιά γίνονται ευάλωτα καθώς ο «συμπαγής» εγωκεντρισμός που έχουν στα πρώτα τους χρόνια αρχίζει γρήγορα να αποκτά ρωγμές. Στα κορίτσια η πτώση της αυτοεκτίμησης είναι μεγαλύτερη από ό,τι στα αγόρια, και στα δυο φύλα όμως η αλλαγή είναι μόνιμη. Επίσης σε αυτές τις ηλικίες η αυτοεκτίμηση μπορεί να είναι υψηλή αλλά ταυτόχρονα ασταθής, να καταποντίζεται με την πρώτη κριτική.Οι γονείς φυσικά θέλουν να προστατεύσουν το παιδί τους σε αυτή την κρίσιμη ηλικία, όμως το να το στολίζουν με αβάσιμους επαίνους δεν είναι η λύση. Μια καλύτερη τακτική είναι να ενθαρρύνουν τα παιδιά να σκέφτονται τους άλλους. Μια από τις πολλές μελέτες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από την Τζένιφερ Κρόκερ και την Εϊμι Κανεβέλο του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους, σε περίπου 200 ζεύγη φοιτητών. Διαπίστωσαν ότι όσοι προσπάθησαν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους βάζοντας τον ή την συγκάτοικό τους να τους αναγνωρίσει τα καλά σημεία τους απέτυχαν: τόσο η αυτοεκτίμηση των ίδιων όσο και η γνώμη των συγκατοίκων τους για εκείνους μειώθηκαν μέσα στους τρεις μήνες που διήρκεσε το πείραμα. «Εκείνο που πραγματικά λειτούργησε ήταν το να δείχνουν έμπρακτα ότι ενδιαφέρονται πραγματικά για τον συγκάτοικό τους» λέει η κυρία Κρόκερ.
Πηγή: Το Βήμα (αναδημοσίευση από το New Scientist)
25/11/12
Ελληνική εξωτερική πολιτική 1936-1944: Η έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου
Συνέχεια από Ελληνική εξωτερική πολιτική 1936-1944: Η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Μεταξά
Η γερμανική εισβολή στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939 αιφνιδίασε όχι μόνο τις Δυτικές Δυνάμεις αλλά και την Ιταλία, θεωρητικά σύμμαχο του Reich στη φασιστική νέα τάξη. Μολονότι η ιταλική κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί τα γερμανικά σχέδια στις αρχές Αυγούστου, τόσο ο Mussolini όσο και ο ιταλός υπουργός εξωτερικών Ciano κατέβαλαν έντονες προσπάθειες να επιτύχουν μια ειρηνική λύση συμβιβασμού στο πρότυπο της συμφωνίας του Μονάχου (Σεπτέμβριος 1938). Η αποτυχία των προσπαθειών αυτών και η αναγνώριση από την ιταλική κυβέρνηση της έλλειψης ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων της χώρας οδήγησαν το Mussolini να ανακοινώσει ότι η Ιταλία θα παρέμενε σε μη εμπόλεμη κατάσταση, συνεχίζοντας τις ενέργειές της για εξεύρεση διπλωματικής λύσης στο πολωνικό πρόβλημα.
Από την άλλη πλευρά, η ιταλική παρουσία στην Αλβανία διατάραξε σε τέτοιο βαθμό την ισορροπία δυνάμεων στο χώρο της νότιας βαλκανικής, ώστε η στρατηγική αξία της Ελλάδας για την Αγγλία μειώθηκε σημαντικά. Υπ' αυτήν την έννοια η ουδετερότητα τόσο της Ελλάδας όσο και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών ήταν προς το βρετανικό συμφέρον, στο βαθμό που κρατούσε την ιταλική πολεμική μηχανή εκτός της αγγλογερμανικής σύγκρουσης.
Η στάση της Ιταλίας
Η ιταλική στάση κατά τους εννιά μήνες της μη εμπόλεμης κατάστασης (Σεπτέμβριος 1939-Ιούνιος 1940) δημιουργεί έντονες αμφιβολίες για τις μακροχρόνιες ιταλικές προθέσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή σύρραξη. Η απόφαση του Mussolini να μείνει έξω από τον πόλεμο ουσιαστικά επιβλήθηκε από τον υπουργό εξωτερικών της χώρας, Ciano, παρά την αρχική επιθυμία του ιταλού δικτάτορα να τιμήσει τη συμμαχία του με τη Γερμανία και να συμπαραταχθεί στο πλευρό του Hitler.
Ωστόσο, η διάσπαση του μετώπου του Αξονα δημιούργησε βάσιμες ελπίδες στις βαλκανικές χώρες πως η Ιταλία δε θα ακολουθούσε το παράδειγμα της Γερμανίας, τουλάχιστον όχι σε βάρος της σταθερότητας στη Βαλκανική. Ταυτόχρονα, οι επανειλημμένες γερμανικές διαβεβαιώσεις πως το Reich δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για εδαφική επέκταση στα Βαλκάνια ενίσχυσαν την αισιοδοξία των βαλκανικών χωρών για τη διατήρηση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Ευρώπης.
24/11/12
Εθνικές διεκδικήσεις, συγκρούσεις και εξελίξεις στη Μακεδονία, 1870-1912
Βασίλης Κ. Γούναρης
Η ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
1. Η διεκδίκηση της οθωμανικής κληρονομιάς στην Ευρώπη
Από την στιγμή που η λέξη «Ελλάς» κρίθηκε ως η καταλληλότερη ονομασία για το σύγχρονο κράτος των Ρωμιών, το ζήτημα της Μακεδονίας -στη θεωρία τουλάχιστον- είχε κριθεί. Η ιστορική γεωγραφία -κατά το γνωστό απόσπασμα του Στράβωνος- έθετε τη γη του Αλεξάνδρου εντός της Ελλάδος αλλά στην πράξη βέβαια το ζήτημα δεν απασχολούσε άμεσα τους Έλληνες. Οι εδαφικές φιλοδοξίες τους δύσκολα ξεπερνούσαν τον Όλυμπο. Εξάλλου, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος, ο προβληματισμός για την ταυτότητα των Μακεδόνων, ελλείψει ανταπαιτητών του χώρου, ήταν άκαιρος· η ιστορική γνώση για την πορεία τους κατά τους Μέσους Χρόνους ήταν νεφελώδης· η αλλοφωνία δεν ξάφνιαζε κανέναν και η ομοδοξία ήταν μεν αναγκαία αλλά πάντως απολύτως επαρκής συνθήκη για να ενταχθεί κανείς στο ελληνικό έθνος.
Αν υπήρχε προβληματισμός για την Μακεδονία και τους κατοίκους της, αυτός εντοπιζόταν σαφώς στον σλαβικό χώρο και μάλιστα στο πλαίσιο της βουλγαρικής εθνικής αναγεννήσεως και των σχέσεών της με τη Ρωσία αφενός και την Σερβία αφετέρου. Πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1822, ο Βουκ Κάραζιτς, ο εξέχων Σέρβος φιλόλογος και εθνογράφος, συμπεριέλαβε σε έκδοσή του, ως βουλγαρικά, σλαβικά δημοτικά τραγούδια από το Ράζλογκ. Το 1829, ο Ουκρανός Γιούρι Βενέλιν στη μελέτη του Οι αρχαίοι και νεότεροι Βούλγαροι και οι πολιτικές, εθνογραφικές, ιστορικές και θρησκευτικές τους σχέσεις με τη Ρωσία ταξινόμησε κι αυτός ως Βουλγάρους τους κατοίκους της Μακεδονίας. Το 1842 ο Τσέχος γεωγράφος Π.Σαφάρικ, που έζησε στο Νόβι Σαντ αλλά δεν ταξίδεψε ποτέ στα Νότια Βαλκάνια, παρουσίασε τον εθνογραφικό του χάρτη, προϊόν εργασίας είκοσι ετών, όπου οι Βούλγαροι κατελάμβαναν τεράστια περιοχή από την Δοβρουτσά μέχρι την Αχρίδα και την Θεσσαλονίκη. Λίγο αργότερα (1844-45), βρέθηκε στη Βόρεια Μακεδονία ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Καζάν Βίκτορ Γριγόροβιτς, πολύ πριν φθάσει στα μέρη αυτά η Μεγάλη Ιδέα που γεννιόταν μόλις την ίδια εποχή στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η επαφή του με τον Δήμηταρ Μιλαντίνωφ στην Αχρίδα ήταν καθοριστική για την στροφή του τελευταίου καθώς και του αδελφού του Konstanin, στη συλλογή σλαβικών δημοτικών τραγουδιών. Εκδόθηκαν το 1861 ως Βουλγαρικά δημοτικά τραγούδια με την επιχορήγηση του διακεκριμένου υποστηρικτού της Νοτιοσλαβικής Ιδέας, Καθολικού Επισκόπου Strossmayer, σε μία εποχή που η ιδέα αυτή δεν απέκλειε τους Βουλγάρους. Εξάλλου, έναν μόλις χρόνο νωρίτερα (1860), είχε εκδοθεί στο Βελιγράδι το παρεμφερές έργο του Στέφαν Βέρκοβιτς, απεσταλμένου του σερβικού κράτους στις Σέρρες, Δημοτικά τραγούδια των Μακεδονο-Βουλγάρων της Μακεδονίας. Ακολούθησε το 1867 η υποβολή από τον ίδιο στην εθνογραφική έκθεση της Μόσχας του διαβοήτου «Άσματος του Ορφέως», το 1868 η μελέτη του Περιγραφή της ζωής των Μακεδονο-Βουλγάρων και το 1874 η έκδοση στα γαλλικά της Veda Slave, του γνωστού πλαστού πομακικού έπους των 250.000 στίχων. Η άνοδος του ρωσικού πανσλαβισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1860, κατέστησε προφανές ότι η φιλοβουλγαρική εργασία του Βέρκοβιτς ελάχιστα εξυπηρετούσε το Βελιγράδι, το οποίο ανέπτυξε νέο κύκλο ερευνών και θεωριών με πρωταγωνιστή τον σλαβολόγο Καθηγητή Μίλος Μιλόγεβιτς. Στον δρόμο που είχε ανοίξει ο Βέρκοβιτς για την κατάκτηση της αρχαίας Θράκης, ο Μιλόγεβιτς προσπάθησε να αποσυνδέσει τους Μακεδόνες από τους Βουλγάρους και να τους συνδέσει με την αρχαία Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο, το ισχυρότερο επιζόν σύμβολο της αρχαιότητος. Ειδικά μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η αποσύνδεση αυτή ήταν επιτακτική ανάγκη. Πάντως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, ήταν εμφανές ότι οι προσπάθειες καταγραφής της μακεδονικής ιστορίας και της σλαβομακεδονικής γλώσσης καθώς και της εντάξεώς τους στο αδιαμόρφωτο πλαίσιο είτε της σερβικής είτε της βουλγαρικής φιλολογίας δημιουργούσαν προστριβές και προβληματισμούς τοπικιστικού χαρακτήρος.
Ο προβληματισμός δεν ήταν μόνον σλαβικό προνόμιο. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, εξίσου προβληματισμένη ήταν και η Δύση για το μέλλον της ευρωπαϊκής κληρονομιάς του μεγάλου ασθενούς, μέγα μέρος της οποίας ήταν η Μακεδονία. Ήταν μία περιοχή πλούσια σε πρώτες ύλες, σιτηρά και βαμβάκι, που αποδείχθηκαν πολύτιμα για τις δυτικές αγορές στις περιόδους των πολεμικών κρίσεων (1853-56, 1861-65 και 1877-78). Ενδεικτική ήταν η διερευνητική αποστολή του Γάλλου εξερευνητή Guillaum Lejean, εντεταλμένου της κυβερνήσεώς του, που οδήγησε στην έκδοση εθνογραφικού χάρτου της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, το 1861. Η Μακεδονία λοιπόν ανακαλύφθηκε ξανά μέσα από τα κείμενα των περιηγητών μίας νέα γενεάς, που περιελάμβανε την Mary Walker και τον αυστριακό διπλωμάτη και εθνογράφο Georg von Hahn, την Georgina Mackenzie και την Adelina Irby, τη Lady Blunt, τη σύζυγο του διπλωμάτη Sir John Blunt, τον αρχαιολόγο Leon Heuzey, μέλος της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών, τον αντισυνταγματάρχη James Baker που διέσχισε την Μακεδονία το 1874, τον Valentine Chirol, ανταποκριτή της εφημερίδος Levant Herald το 1880 αλλά και τον πολυγραφότατο Leon Hugonnet, που το 1886 δημοσίευσε το βιβλίο του για την «άγνωστη Τουρκία», στην οποία συμπεριελάμβανε και την Μακεδονία. Τα κείμενα αυτά απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν επιστημονικές πραγματείες ή έστω αμερόληπτες παρατηρήσεις. Είναι γνωστό π.χ. ότι οι κυρίες Mackenzie και Irby επηρεάσθηκαν σφοδρά από τον επαναστάτη Γκιόργκι Ρακόφσκι και έτσι βρήκαν στη Μακεδονία μία τεράστια Βουλγαρία, που περιελάμβανε όχι μόνον ολόκληρο τον σλαβόφωνο πληθυσμό της αλλά και αυτή την Θεσσαλονίκη. Σε γενικές πάντως γραμμές, η ανάδειξη του σλαβικού χαρακτήρος της Μακεδονίας, με τεκμήριο την ομιλία, ήταν μία χρήσιμη υποθήκη για τα βουλγαρικά δίκαια, λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητος που θα αποκτούσε σύντομα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η βουλγαρική υπόθεση. Ήταν επίσης η βάση, πάνω στην οποία κτίσθηκε σημαντικό μέρος της κατοπινής χαρτογραφικής παραγωγής.
Στην Ελλάδα, η έρευνα και το ενδιαφέρον για την Μακεδονία στην αρχή ήταν σχεδόν προσωπική υπόθεση του Μαργαρίτη Δήμιτσα, βλαχόφωνου από την Αχρίδα που διετέλεσε σχολάρχης στο Μοναστήρι, την Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα. Αφού ξεπέρασε τις πρώιμες απόψεις του περι «ελληνομακεδονισμού», τις φιλοδοξίες του να γράψει την ιστορία του «μακεδονικού έθνους» και απέτυχε στη γλωσσική κάθαρση της Μακεδονίας, αφιερώθηκε τελικά με περισσότερη επιτυχία στην κάθαρση του ελληνικού παρελθόντος από τους Σλάβους. Αρχικά δεν είχε, όμως, και πολλούς συμπαραστάτες. Στους ελαχίστους Έλληνες που ασχολήθηκαν σοβαρά με την Μακεδονία μέχρι την Ανατολική Κρίση και την αναμόρφωση των συνόρων του 1878, συγκαταλέγονται καταρχήν ο Παπαρρηγόπουλος, που το 1865 είχε τελειώσει πλέον τον δεύτερο τόμο της μεγάλης ιστορίας του, όπου και τα κεφάλαια της Αρχαίας Μακεδονίας και ο Ιωάννης Γ. Βασματζίδης, συγγραφέας της εθνογραφικής διατριβής Η Μακεδονία και οι Μακεδόνες προ της των Δωριέων καθόδου, Μόναχο 1867. Όλοι τους αρχαιολογούσαν αθεράπευτα.
Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και την απόσχισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872), το εκδοτικό ενδιαφέρον εντάθηκε. Οι αθηναϊκές εφημερίδες (όπως και οι ελληνικές της Κωνσταντινουπόλεως) πλημμύρισαν από επιστολές αγωνίας τόσο από την Ανατολική Ρωμυλία όσο και από την Μακεδονία, όπου η Εξαρχία είχε αρχίσει να διεισδύει. Όμως, παρά τον θόρυβο, ήταν αργά για να καλυφθεί το επιστημονικό κενό για την εθνογραφική σύνθεση της νεώτερης Μακεδονίας. Στη Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1876, με πρόταση του Κόμη Ιγκνάτιεφ χρησιμοποιήθηκε ο νεόκοπος (1876) εθνογραφικός χάρτης του Γερμανού Heinrich Kiepert πιθανότατα σε συνδυασμό με στοιχεία του Βέρκοβιτς. Όπως φάνηκε, τα ελληνικά επιχειρήματα για την αρχαιότητα δεν ήταν επαρκή, γι' αυτό η Αθήνα επιδόθηκε σε συστηματικές κινήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή τριών φιλελληνικών χαρτών, του Edward Stanford, του A. Synvet και του F. Bianconi. Ο πρώτος, είχε βασισθεί σε στοιχεία που προώθησε στον Άγγλο γεωγράφο ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» μέσω του Ιωάννη Γενναδίου, του Έλληνα επιτετραμμένου στο Λονδίνο. Τα ίδια στοιχεία έθεσε υπόψη του Kiepert ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος, ζητώντας και πετυχαίνοντας να αναθεωρήσει μερικώς την έκδοση του 1876. Ο δεύτερος χάρτης εκπονήθηκε από τον Α. Synvet, καθηγητή της Γεωγραφίας στο Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. O Bianconi, Γάλλος μηχανικός των οθωμανικών σιδηροδρόμων, βάσισε τον δικό του χάρτη στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα. Η συχνή αναφορά των μη Μουσουλμάνων ως Ρωμιών και η ταύτιση των απανταχού Ρωμιών με τους Έλληνες ευνοούσε αφάνταστα την Αθήνα. Ουσιαστικά και στους τρεις χάρτες Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι και Βλαχόφωνοι ταξινομούνταν ως Έλληνες. Γι' αυτό και προσκομίσθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Μαζί προσκομίσθηκε και ο χάρτης του Karl Sax, παλαιού προξένου της Αυστρίας στην Αδριανούπολη. Ο Sax, με βάση τις διπλωματικές πηγές που είχε στη διάθεσή του, περιόρισε την βουλγαρική υπεροχή στη Μακεδονία, διακρίνοντάς τους σε Σερβο-βούλγαρους (στα βόρεια της Νίς) καθώς και σε Εξαρχικούς, Πατριαρχικούς, Ουνίτες και Μουσουλμάνους Βούλγαρους (Πομάκους).
Ελληνική εξωτερική πολιτική 1936-1944: Η εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Μεταξά
Ελληνική εξωτερική πολιτική 1936-1944
...συνέχεια του άρθρου Η Ελληνική εξωτερική πολιτική πριν το 1936
Η ελληνική εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο 1936-39 προσπάθησε να διατηρήσει τις δύο κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια του α' μισού του '39: ενίσχυση της διαβαλκανικής συνεργασίας και πολιτική ουδετερότητας απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ωστόσο, η αυξανόμενη επεκτατική διάθεση των χωρών του Αξονα -και ειδικά της Ιταλίας στο χώρο της Βαλκανικής- οδήγησε την Ελλάδα, όπως και τις άλλες βαλκανικές χώρες, στο να προσφύγουν στις Μεγάλες Δυνάμεις προκειμένου να ενισχύσουν την αμυντική τους θέση. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί κατά πόσο η άμβλυνση της διαβαλκανικής συνεργασίας υπήρξε αιτία ή αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.
Είναι αλήθεια πως, παρά την πρόοδο σε θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο που είχε σημειωθεί από τη βαλκανική Entente ως το 1936, η βαλκανική συνεργασία παρέμενε σε εμβρυακό στάδιο, ιδιαίτερα στο στρατιωτικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η στροφή τόσο της Ελλάδας όσο και των άλλων κρατών-μελών σε διμερείς συμφωνίες και δεσμεύσεις προς τις Μεγάλες Δυνάμεις αποδυνάμωσε περαιτέρω το συλλογικό χαρακτήρα του βαλκανικού συμφώνου και συνέβαλε αποφασιστικά στον de facto υποβιβασμό της στρατηγικής του σημασίας για την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής των επιμέρους βαλκανικών χωρών.
Οι διεθνείς εξελίξεις
Η ελληνική εξωτερική πολιτική της περιόδου 1936-39, παρά τη διατήρηση του βαλκανικού προσανατολισμού της χώρας από το καθεστώς Μεταξά, ήταν υποχρεωμένη να λάβει σοβαρά υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Οι εξελίξεις αυτές προμήνυαν δραματικές ανατροπές στο επίπεδο των συμμαχιών και εξέθεταν το ευρωπαϊκό σύστημα στον άμεσο κίνδυνο διαίρεσής του σε δύο εχθρικά στρατόπεδα.
Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1935 η ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία οδήγησε στη συμπαράταξη της Βρετανίας και της Γαλλίας στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία. Η σύσφιγξη των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και Γερμανίας ξεκίνησε από την αρχικά ουδέτερη και στη συνέχεια φιλική στάση της τελευταίας απέναντι στον ιταλικό επεκτατισμό στην Αφρική. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι το φθινόπωρο του 1936, μόλις λίγους μήνες μετά την κατάκτηση της Αιθιοπίας (Μάιος 1936), ο Mussolini έκανε για πρώτη φορά λόγο για τον άξονα Ρώμης-Βερολίνου ως πολιτική σταθερά στο ευρωπαϊκό σύστημα.
Από την πλευρά της η Γερμανία είχε εκμεταλλευθεί την αναστάτωση που προκλήθηκε από την αιθιοπική κρίση προκειμένου να προχωρήσει μονομερώς στην εξάλειψη του τελευταίου περιοριστικού όρου της συνθήκης των Βερσαλιών, την αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας (Rheinland). Η κρίση στην Αβησσυνία δημιουργούσε ένα πλαίσιο συσχετισμού δυνάμεων στη Μεσόγειο που ήταν καταφανώς αρνητική για την Αγγλία στο βαθμό ακριβώς που σηματοδότησε τις παραπάνω καταλυτικές εξελίξεις.
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η ελληνική κυβέρνηση της εποχής είχε σοβαρούς λόγους να ανησυχεί για τη διαφαινόμενη κλιμάκωση των επεκτατικών βλέψεων του ευρωπαϊκού φασισμού και που προβληματιζόταν σοβαρά για τις δυνατότητες απεμπλοκής της από τις εστίες πιθανών συρράξεων.
Ο Μεταξάς και τα Βαλκάνια
Η εξωτερική πολιτική του μεταξικού καθεστώτος κληρονόμησε δεσμεύσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, τόσο στο επίπεδο της διαβαλκανικής συνεννόησης όσο και στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τις Μεγάλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις.
Η συμμετοχή της χώρας στο βαλκανικό σύμφωνο διατηρήθηκε κι ενισχύθηκε από την κυβέρνηση Μεταξά, ειδικά προς την κατεύθυνση της σύμπηξης αμυντικών συμφωνιών μεταξύ των κρατών-μελών που το υπέγραψαν. Το Φεβρουάριο του 1937 τα τέσσερα μέλη του συμφώνου (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία) υπέγραψαν νέα στρατιωτική σύμβαση, η οποία καθόριζε ζητήματα συνεργασίας και αμοιβαίας αρωγής στην κατάρτιση επιτελικών σχεδίων σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης.
Παράλληλα, η Ελλάδα πρωταγωνίστησε στις συνεχιζόμενες προσπάθειες για την ένταξη της Βουλγαρίας στο πλαίσιο της διαβαλκανικής συνεννόησης. Οι διαπραγματεύσεις καρποφόρησαν τον Ιούνιο του 1938 με την υπογραφή σχετικής συνθήκης η οποία καταργούσε τον όρο του αφοπλισμού που είχε επιβληθεί στη Βουλγαρία από τη συνθήκη του Neuilly. Η άρση του όρου αυτού είχε υπάρξει πάγιο αίτημα της βουλγαρικής πλευράς, ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της χώρας σε συλλογικές συμφωνίες στο βαλκανικό χώρο. Με τη συνθήκη του 1938 φαινόταν πως άνοιγε ο δρόμος για την ενσωμάτωση της αναθεωρητικής Βουλγαρίας στο βαλκανικό status quo, διαγράφοντας έτσι πιο ευοίωνες προοπτικές για τη δυναμική της διαβαλκανικής συνεργασίας.
Οι νέες ευρωπαϊκές ισορροπίες
Oι εξελίξεις μετά την υπογραφή της συνθήκης του 1938 υπήρξαν ραγδαίες. Η αποχώρηση της Ιταλίας από την Κοινωνία των Εθνών (η Γερμανία είχε ήδη αποχωρήσει από το 1933) αποδυνάμωσε τη συλλογική διάσταση του οργανισμού και έφερε τα δύο φασιστικά καθεστώτα πιο κοντά στην πολιτική και στρατιωτική συμπαράταξη. Η συνεργασία τους στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939) έφερε και την επίσημη σύμπηξη της πολιτικής συμμαχίας του Αξονα το 1937, παράλληλα με τη διαμόρφωση του μετώπου ενάντια στην Comintern (Κομμουνιστική Διεθνή Ένωση), με την επιπλέον συμμετοχή της Ιαπωνίας.
Η αυξημένη αυτοπεποίθηση των δύο φασιστικών καθεστώτων μετά τη δημιουργία του 'Αξονα διαφάνηκε κατά την περίοδο 1938-39. Η Γερμανία προχώρησε στη μονομερή ενσωμάτωση της Αυστρίας στο γερμανικό Reich (Μάρτιος 1938) και πέτυχε το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας στη διάσκεψη του Μονάχου, όπου με τη μεσολάβηση της Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας ο Hitler απέσπασε την περιοχή της Σουδητίας. Το υπόλοιπο τσεχοσλοβακικό κράτος προσαρτήθηκε στη Γερμανία το Μάρτιο του 1939, πάλι έπειτα από μονομερή απόφαση του χιτλερικού καθεστώτος. Όσο για την Ιταλία, τον Απρίλιο του 1939 ο Mussolini αποφάσισε να μετατρέψει την πολιτική εξάρτηση της Αλβανίας από την Ιταλία (βάσει των συμφωνιών του 1927) σε προτεκτοράτο, αποβιβάζοντας στρατό στο Δυρράχιο και ενσωματώνοντας τη χώρα στη λεγόμενη "Ιταλική Αυτοκρατορία".
Η χαλάρωση της Διαβαλκανικής συνεργασίας
Μπροστά στις σαρωτικές μεταβολές που διαδραματίστηκαν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή (άξονας Ρώμης-Βερολίνου, ενσωμάτωση Αυστρίας στο γερμανικό Reich, μετατροπή Αλβανίας σε ιταλικό προτεκτοράτο), η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τα περιορισμένα περιθώρια των δυνατών ελιγμών της στις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονταν.
Πιο συγκεκριμένα κατανόησε πως ο πολυμερής, συλλογικός χαρακτήρας του βαλκανικού συμφώνου προσέφερε λιγότερες εγγυήσεις ασφάλειας, ενώ έκρυβε πολλαπλούς κινδύνους και δυσανάλογες δεσμεύσεις σε περίπτωση βαλκανικής ή ευρύτερης ευρωπαϊκής σύρραξης. Ο αμιγώς βαλκανικός χαρακτήρας του συμφώνου δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για την επιτυχή απόκρουση επιθέσεων από εξωβαλκανικές δυνάμεις. Η πολιτική εδαφικής επέκτασης της Γερμανίας προς νότο (Αυστρία, Τσεχοσλοβακία) και της Ιταλίας ανατολικά (Αλβανία) ενέγραφαν τη Βαλκανική στον ευρύτερο ζωτικό χώρο των δύο φασιστικών καθεστώτων και εισήγαν μια νέα διεθνή διάσταση στις ενδοβαλκανικές σχέσεις.
Η δυνητική διεθνοποίηση των βαλκανικών προβλημάτων, σε συνδυασμό με την εγγραφή τους στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης μεταξύ του Aξονα και των Δυτικών Δυνάμεων, οδήγησαν την Ελλάδα στην αναζήτηση διμερών ερεισμάτων έξω από το συλλογικό πλαίσιο του βαλκανικού συμφώνου. Η πολιτική ουδετερότητας απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις διατηρήθηκε στο μέτρο που το μεταξικό καθεστώς επιθυμούσε την αποφυγή εμπλοκής της χώρας σε συρράξεις βαλκανικού ή ευρύτερου ευρωπαϊκού χαρακτήρα. Η διατήρηση της ουδετερότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής επιβαλλόταν από έναν ευρύ συνδυασμό διπλωματικών και οικονομικών παραγόντων.
Αναζήτηση ερεισμάτων
H πολιτική φυσιογνωμία της μεταξικής δικτατορίας έκλινε φαινομενικά προς τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του ιταλικού φασισμού. Διπλωματικά, η Ελλάδα δεσμευόταν ακόμα από το ελληνοϊταλικό σύμφωνο του 1928, ενώ είχε ήδη καταστήσει σαφές πως οι στρατιωτικές της υποχρεώσεις στο πλαίσιο της βαλκανικής συνεννόησης δε θα στρέφονταν εναντίον της Ιταλίας.
Παράλληλα, το μεταξικό καθεστώς αποκόμισε σημαντικά οικονομικά οφέλη από την ένταξη της χώρας στο λεγόμενο "bloc του μάρκου", το οποίο επέτρεπε στη χώρα να διοχετεύει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της στη Γερμανία σε αντάλλαγμα της παροχής ευνοϊκών εμπορικών πιστώσεων για την αγορά γερμανικών προϊόντων. Δεδομένου ότι ο Μεταξάς έδωσε προτεραιότητα στον ταχύ εξοπλισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, η παροχή εμπορικών πιστώσεων από τη Γερμανία επέτρεψε στην Ελλάδα την αγορά στρατιωτικού υλικού και εξοπλισμού από το Γ' Reich με όρους πολύ πιο ευνοϊκούς από τα δάνεια της Μεγάλης Βρετανίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ελληνική εξωτερική πολιτική της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δεν καθοριζόταν από αμιγώς ιδεολογικές ή οικονομικές παραμέτρους. Η παραδοσιακά φιλοβρετανική στάση του βασιλιά Γεωργίου Β' ενσωματώθηκε αρμονικά στη συντηρητική, παραδοσιακή αντίληψη του ίδιου του Μεταξά για την εξωτερική πολιτική, η οποία αναγνώριζε τον κυρίαρχο ρόλο και τα ζωτικά συμφέροντα της Βρετανίας στο χώρο της Μεσογείου. Επιπλέον, ο Μεταξάς θορυβήθηκε από την κλιμάκωση του ιταλικού επεκτατισμού στα Βαλκάνια και κινήθηκε προς την κατεύθυνση των Δυτικών Δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία) για να αποσπάσει εγγυήσεις αρωγής σε περίπτωση ελληνοϊταλικής σύρραξης.
Τα νέα προβλήματα
Το πρόβλημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930, συνίστατο στο πώς θα μπορούσε να ελιχθεί και να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μίας περιφερειακής βαλκανικής χώρας ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες δέσμες επιδιώξεων αλλά και "κοσμοθεωρίες", ανάμεσα στον αστικό φιλελελευθερισμό (Αγγλία-Γαλλία) και τον πολιτικό αυταρχισμό (Γερμανία-Ιταλία).
Ο συγκερασμός σε ένα ενιαίο αμυντικό δόγμα απόλυτα αντικρουόμενων διπλωματικών προσανατολισμών, δεδομένης και της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ των φασιστικών καθεστώτων και του αγγλογαλλικού συνασπισμού, φάνταζε ανέφικτο όραμα. Ήδη το 1935 η Ελλάδα είχε συνυπογράψει την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία από την Κοινωνία των Εθνών. Μολονότι αυτή η απόφαση προβλήθηκε ως συλλογική πολιτική επιλογή της βαλκανικής Entente, η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τον κίνδυνο να εκτεθεί η χώρα στο έλεος των ιταλικών επεκτατικών προθέσεων και προέβη το 1937 στην αναζήτηση επίσημων δεσμεύσεων από την πλευρά της Βρετανίας για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Τέτοιες δεσμεύσεις δεν αναλήφθηκαν από τη Βρετανία κατά τη διετία 1937-1938, μιας και η τελευταία επιθυμούσε την αποφυγή κινήσεων που θα αποξένωναν διπλωματικά την Ιταλία και θα δημιουργούσαν νέες εστίες έντασης και αντιπαράθεσης στο ζωτικό χώρο της Μεσογείου. Ωστόσο, η στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Βρετανία δεν πέρασε απαρατήρητη από την ιταλική κυβέρνηση. Ειδικά μετά την προσάρτηση της Αλβανίας, το Πάσχα του 1939, η παρουσία ιταλικών δυνάμεων βόρεια της Ελλάδας αποσκοπούσε στην άσκηση πολιτικής πίεσης στην Ελλάδα, για να αποφευχθεί η περαιτέρω προσέγγιση με τη Βρετανία και να μην επιτραπεί η εγκατάσταση βρετανικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος.
Η πτώση του βαλκανικού συστήματος ασφαλείας
H ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπόρεσε να προασπίσει τη συνεννόηση και τις συμφωνίες που είχαν επιτευχθεί σε διάφορες φάσεις στη δεκαετία του '30 μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Ως αποτέλεσμα, η επιδείνωση των διακρατικών σχέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η κλιμάκωση της ιδεολογικής και πολιτικής πόλωσης οδήγησαν στη σταδιακή άμβλυνση της διαβαλκανικής συνεργασίας.
Ήδη από το 1937 η Γιουγκοσλαβία είχε συνάψει σύμφωνα φιλίας με την Ιταλία και τη Βουλγαρία, τα οποία υπογράμμιζαν τη μεταστροφή της γιουγκοσλαβικής πολιτικής από τον πολυμερή χαρακτήρα του βαλκανικού συμφώνου σε διμερείς συμφωνίες.
Από την πλευρά της η Ρουμανία αισθανόμενη τον κίνδυνο της περαιτέρω γερμανικής επέκτασης προς τη Βαλκανική, μετά την ενσωμάτωση της Αυστρίας στο Reich, επιδίωξε το διπλωματικό άνοιγμα προς τη Γερμανία, το οποίο συνοδεύθηκε από οικονομικές συμφωνίες το Μάρτιο του 1939. Η πολιτική προσέγγισης με τη Γερμανία παρείχε προστασία απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή της Βεσσαραβίας, αλλά ταυτόχρονα οδήγησε σε χαλάρωση της διαβαλκανικής συνεργασίας και αποτέλεσε πρόγευση της μελλοντικής ένταξης της χώρας στη σφαίρα επιρροής του Αξονα υπό το καθεστώς Antonescu.
{Το παραπάνω αποτελεί εξιστόρηση και όχι κριτική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου...Για περισσότερη κατανόηση των γεγονότων απαιτείται η μελέτη περισσότερων συγγραφών για την περίοδο αυτή}
Πηγή
Ελληνική εξωτερική πολιτική 1936-1944
...συνέχεια του άρθρου Η Ελληνική εξωτερική πολιτική πριν το 1936
Αθήνα, Φωτογραφικό Αρχείο Πολεμικού Μουσείου αρ. εισ. 0166. © Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα. |
Η ελληνική εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο 1936-39 προσπάθησε να διατηρήσει τις δύο κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια του α' μισού του '39: ενίσχυση της διαβαλκανικής συνεργασίας και πολιτική ουδετερότητας απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ωστόσο, η αυξανόμενη επεκτατική διάθεση των χωρών του Αξονα -και ειδικά της Ιταλίας στο χώρο της Βαλκανικής- οδήγησε την Ελλάδα, όπως και τις άλλες βαλκανικές χώρες, στο να προσφύγουν στις Μεγάλες Δυνάμεις προκειμένου να ενισχύσουν την αμυντική τους θέση. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί κατά πόσο η άμβλυνση της διαβαλκανικής συνεργασίας υπήρξε αιτία ή αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής.
Είναι αλήθεια πως, παρά την πρόοδο σε θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο που είχε σημειωθεί από τη βαλκανική Entente ως το 1936, η βαλκανική συνεργασία παρέμενε σε εμβρυακό στάδιο, ιδιαίτερα στο στρατιωτικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η στροφή τόσο της Ελλάδας όσο και των άλλων κρατών-μελών σε διμερείς συμφωνίες και δεσμεύσεις προς τις Μεγάλες Δυνάμεις αποδυνάμωσε περαιτέρω το συλλογικό χαρακτήρα του βαλκανικού συμφώνου και συνέβαλε αποφασιστικά στον de facto υποβιβασμό της στρατηγικής του σημασίας για την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής των επιμέρους βαλκανικών χωρών.
Οι διεθνείς εξελίξεις
Η ελληνική εξωτερική πολιτική της περιόδου 1936-39, παρά τη διατήρηση του βαλκανικού προσανατολισμού της χώρας από το καθεστώς Μεταξά, ήταν υποχρεωμένη να λάβει σοβαρά υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Οι εξελίξεις αυτές προμήνυαν δραματικές ανατροπές στο επίπεδο των συμμαχιών και εξέθεταν το ευρωπαϊκό σύστημα στον άμεσο κίνδυνο διαίρεσής του σε δύο εχθρικά στρατόπεδα.
Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1935 η ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία οδήγησε στη συμπαράταξη της Βρετανίας και της Γαλλίας στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία. Η σύσφιγξη των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και Γερμανίας ξεκίνησε από την αρχικά ουδέτερη και στη συνέχεια φιλική στάση της τελευταίας απέναντι στον ιταλικό επεκτατισμό στην Αφρική. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι το φθινόπωρο του 1936, μόλις λίγους μήνες μετά την κατάκτηση της Αιθιοπίας (Μάιος 1936), ο Mussolini έκανε για πρώτη φορά λόγο για τον άξονα Ρώμης-Βερολίνου ως πολιτική σταθερά στο ευρωπαϊκό σύστημα.
Από την πλευρά της η Γερμανία είχε εκμεταλλευθεί την αναστάτωση που προκλήθηκε από την αιθιοπική κρίση προκειμένου να προχωρήσει μονομερώς στην εξάλειψη του τελευταίου περιοριστικού όρου της συνθήκης των Βερσαλιών, την αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας (Rheinland). Η κρίση στην Αβησσυνία δημιουργούσε ένα πλαίσιο συσχετισμού δυνάμεων στη Μεσόγειο που ήταν καταφανώς αρνητική για την Αγγλία στο βαθμό ακριβώς που σηματοδότησε τις παραπάνω καταλυτικές εξελίξεις.
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η ελληνική κυβέρνηση της εποχής είχε σοβαρούς λόγους να ανησυχεί για τη διαφαινόμενη κλιμάκωση των επεκτατικών βλέψεων του ευρωπαϊκού φασισμού και που προβληματιζόταν σοβαρά για τις δυνατότητες απεμπλοκής της από τις εστίες πιθανών συρράξεων.
Ο Μεταξάς και τα Βαλκάνια
Η εξωτερική πολιτική του μεταξικού καθεστώτος κληρονόμησε δεσμεύσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, τόσο στο επίπεδο της διαβαλκανικής συνεννόησης όσο και στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τις Μεγάλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις.
Η συμμετοχή της χώρας στο βαλκανικό σύμφωνο διατηρήθηκε κι ενισχύθηκε από την κυβέρνηση Μεταξά, ειδικά προς την κατεύθυνση της σύμπηξης αμυντικών συμφωνιών μεταξύ των κρατών-μελών που το υπέγραψαν. Το Φεβρουάριο του 1937 τα τέσσερα μέλη του συμφώνου (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία) υπέγραψαν νέα στρατιωτική σύμβαση, η οποία καθόριζε ζητήματα συνεργασίας και αμοιβαίας αρωγής στην κατάρτιση επιτελικών σχεδίων σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης.
Παράλληλα, η Ελλάδα πρωταγωνίστησε στις συνεχιζόμενες προσπάθειες για την ένταξη της Βουλγαρίας στο πλαίσιο της διαβαλκανικής συνεννόησης. Οι διαπραγματεύσεις καρποφόρησαν τον Ιούνιο του 1938 με την υπογραφή σχετικής συνθήκης η οποία καταργούσε τον όρο του αφοπλισμού που είχε επιβληθεί στη Βουλγαρία από τη συνθήκη του Neuilly. Η άρση του όρου αυτού είχε υπάρξει πάγιο αίτημα της βουλγαρικής πλευράς, ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή της χώρας σε συλλογικές συμφωνίες στο βαλκανικό χώρο. Με τη συνθήκη του 1938 φαινόταν πως άνοιγε ο δρόμος για την ενσωμάτωση της αναθεωρητικής Βουλγαρίας στο βαλκανικό status quo, διαγράφοντας έτσι πιο ευοίωνες προοπτικές για τη δυναμική της διαβαλκανικής συνεργασίας.
Οι νέες ευρωπαϊκές ισορροπίες
Oι εξελίξεις μετά την υπογραφή της συνθήκης του 1938 υπήρξαν ραγδαίες. Η αποχώρηση της Ιταλίας από την Κοινωνία των Εθνών (η Γερμανία είχε ήδη αποχωρήσει από το 1933) αποδυνάμωσε τη συλλογική διάσταση του οργανισμού και έφερε τα δύο φασιστικά καθεστώτα πιο κοντά στην πολιτική και στρατιωτική συμπαράταξη. Η συνεργασία τους στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939) έφερε και την επίσημη σύμπηξη της πολιτικής συμμαχίας του Αξονα το 1937, παράλληλα με τη διαμόρφωση του μετώπου ενάντια στην Comintern (Κομμουνιστική Διεθνή Ένωση), με την επιπλέον συμμετοχή της Ιαπωνίας.
Η αυξημένη αυτοπεποίθηση των δύο φασιστικών καθεστώτων μετά τη δημιουργία του 'Αξονα διαφάνηκε κατά την περίοδο 1938-39. Η Γερμανία προχώρησε στη μονομερή ενσωμάτωση της Αυστρίας στο γερμανικό Reich (Μάρτιος 1938) και πέτυχε το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας στη διάσκεψη του Μονάχου, όπου με τη μεσολάβηση της Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας ο Hitler απέσπασε την περιοχή της Σουδητίας. Το υπόλοιπο τσεχοσλοβακικό κράτος προσαρτήθηκε στη Γερμανία το Μάρτιο του 1939, πάλι έπειτα από μονομερή απόφαση του χιτλερικού καθεστώτος. Όσο για την Ιταλία, τον Απρίλιο του 1939 ο Mussolini αποφάσισε να μετατρέψει την πολιτική εξάρτηση της Αλβανίας από την Ιταλία (βάσει των συμφωνιών του 1927) σε προτεκτοράτο, αποβιβάζοντας στρατό στο Δυρράχιο και ενσωματώνοντας τη χώρα στη λεγόμενη "Ιταλική Αυτοκρατορία".
Η χαλάρωση της Διαβαλκανικής συνεργασίας
Μπροστά στις σαρωτικές μεταβολές που διαδραματίστηκαν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή (άξονας Ρώμης-Βερολίνου, ενσωμάτωση Αυστρίας στο γερμανικό Reich, μετατροπή Αλβανίας σε ιταλικό προτεκτοράτο), η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τα περιορισμένα περιθώρια των δυνατών ελιγμών της στις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονταν.
Πιο συγκεκριμένα κατανόησε πως ο πολυμερής, συλλογικός χαρακτήρας του βαλκανικού συμφώνου προσέφερε λιγότερες εγγυήσεις ασφάλειας, ενώ έκρυβε πολλαπλούς κινδύνους και δυσανάλογες δεσμεύσεις σε περίπτωση βαλκανικής ή ευρύτερης ευρωπαϊκής σύρραξης. Ο αμιγώς βαλκανικός χαρακτήρας του συμφώνου δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για την επιτυχή απόκρουση επιθέσεων από εξωβαλκανικές δυνάμεις. Η πολιτική εδαφικής επέκτασης της Γερμανίας προς νότο (Αυστρία, Τσεχοσλοβακία) και της Ιταλίας ανατολικά (Αλβανία) ενέγραφαν τη Βαλκανική στον ευρύτερο ζωτικό χώρο των δύο φασιστικών καθεστώτων και εισήγαν μια νέα διεθνή διάσταση στις ενδοβαλκανικές σχέσεις.
Η δυνητική διεθνοποίηση των βαλκανικών προβλημάτων, σε συνδυασμό με την εγγραφή τους στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης μεταξύ του Aξονα και των Δυτικών Δυνάμεων, οδήγησαν την Ελλάδα στην αναζήτηση διμερών ερεισμάτων έξω από το συλλογικό πλαίσιο του βαλκανικού συμφώνου. Η πολιτική ουδετερότητας απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις διατηρήθηκε στο μέτρο που το μεταξικό καθεστώς επιθυμούσε την αποφυγή εμπλοκής της χώρας σε συρράξεις βαλκανικού ή ευρύτερου ευρωπαϊκού χαρακτήρα. Η διατήρηση της ουδετερότητας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής επιβαλλόταν από έναν ευρύ συνδυασμό διπλωματικών και οικονομικών παραγόντων.
Αναζήτηση ερεισμάτων
H πολιτική φυσιογνωμία της μεταξικής δικτατορίας έκλινε φαινομενικά προς τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του ιταλικού φασισμού. Διπλωματικά, η Ελλάδα δεσμευόταν ακόμα από το ελληνοϊταλικό σύμφωνο του 1928, ενώ είχε ήδη καταστήσει σαφές πως οι στρατιωτικές της υποχρεώσεις στο πλαίσιο της βαλκανικής συνεννόησης δε θα στρέφονταν εναντίον της Ιταλίας.
Παράλληλα, το μεταξικό καθεστώς αποκόμισε σημαντικά οικονομικά οφέλη από την ένταξη της χώρας στο λεγόμενο "bloc του μάρκου", το οποίο επέτρεπε στη χώρα να διοχετεύει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών της στη Γερμανία σε αντάλλαγμα της παροχής ευνοϊκών εμπορικών πιστώσεων για την αγορά γερμανικών προϊόντων. Δεδομένου ότι ο Μεταξάς έδωσε προτεραιότητα στον ταχύ εξοπλισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, η παροχή εμπορικών πιστώσεων από τη Γερμανία επέτρεψε στην Ελλάδα την αγορά στρατιωτικού υλικού και εξοπλισμού από το Γ' Reich με όρους πολύ πιο ευνοϊκούς από τα δάνεια της Μεγάλης Βρετανίας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ελληνική εξωτερική πολιτική της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δεν καθοριζόταν από αμιγώς ιδεολογικές ή οικονομικές παραμέτρους. Η παραδοσιακά φιλοβρετανική στάση του βασιλιά Γεωργίου Β' ενσωματώθηκε αρμονικά στη συντηρητική, παραδοσιακή αντίληψη του ίδιου του Μεταξά για την εξωτερική πολιτική, η οποία αναγνώριζε τον κυρίαρχο ρόλο και τα ζωτικά συμφέροντα της Βρετανίας στο χώρο της Μεσογείου. Επιπλέον, ο Μεταξάς θορυβήθηκε από την κλιμάκωση του ιταλικού επεκτατισμού στα Βαλκάνια και κινήθηκε προς την κατεύθυνση των Δυτικών Δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία) για να αποσπάσει εγγυήσεις αρωγής σε περίπτωση ελληνοϊταλικής σύρραξης.
Τα νέα προβλήματα
Το πρόβλημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930, συνίστατο στο πώς θα μπορούσε να ελιχθεί και να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μίας περιφερειακής βαλκανικής χώρας ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες δέσμες επιδιώξεων αλλά και "κοσμοθεωρίες", ανάμεσα στον αστικό φιλελελευθερισμό (Αγγλία-Γαλλία) και τον πολιτικό αυταρχισμό (Γερμανία-Ιταλία).
Ο συγκερασμός σε ένα ενιαίο αμυντικό δόγμα απόλυτα αντικρουόμενων διπλωματικών προσανατολισμών, δεδομένης και της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ των φασιστικών καθεστώτων και του αγγλογαλλικού συνασπισμού, φάνταζε ανέφικτο όραμα. Ήδη το 1935 η Ελλάδα είχε συνυπογράψει την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία από την Κοινωνία των Εθνών. Μολονότι αυτή η απόφαση προβλήθηκε ως συλλογική πολιτική επιλογή της βαλκανικής Entente, η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τον κίνδυνο να εκτεθεί η χώρα στο έλεος των ιταλικών επεκτατικών προθέσεων και προέβη το 1937 στην αναζήτηση επίσημων δεσμεύσεων από την πλευρά της Βρετανίας για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Τέτοιες δεσμεύσεις δεν αναλήφθηκαν από τη Βρετανία κατά τη διετία 1937-1938, μιας και η τελευταία επιθυμούσε την αποφυγή κινήσεων που θα αποξένωναν διπλωματικά την Ιταλία και θα δημιουργούσαν νέες εστίες έντασης και αντιπαράθεσης στο ζωτικό χώρο της Μεσογείου. Ωστόσο, η στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Βρετανία δεν πέρασε απαρατήρητη από την ιταλική κυβέρνηση. Ειδικά μετά την προσάρτηση της Αλβανίας, το Πάσχα του 1939, η παρουσία ιταλικών δυνάμεων βόρεια της Ελλάδας αποσκοπούσε στην άσκηση πολιτικής πίεσης στην Ελλάδα, για να αποφευχθεί η περαιτέρω προσέγγιση με τη Βρετανία και να μην επιτραπεί η εγκατάσταση βρετανικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος.
Η πτώση του βαλκανικού συστήματος ασφαλείας
H ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπόρεσε να προασπίσει τη συνεννόηση και τις συμφωνίες που είχαν επιτευχθεί σε διάφορες φάσεις στη δεκαετία του '30 μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Ως αποτέλεσμα, η επιδείνωση των διακρατικών σχέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η κλιμάκωση της ιδεολογικής και πολιτικής πόλωσης οδήγησαν στη σταδιακή άμβλυνση της διαβαλκανικής συνεργασίας.
Ήδη από το 1937 η Γιουγκοσλαβία είχε συνάψει σύμφωνα φιλίας με την Ιταλία και τη Βουλγαρία, τα οποία υπογράμμιζαν τη μεταστροφή της γιουγκοσλαβικής πολιτικής από τον πολυμερή χαρακτήρα του βαλκανικού συμφώνου σε διμερείς συμφωνίες.
Από την πλευρά της η Ρουμανία αισθανόμενη τον κίνδυνο της περαιτέρω γερμανικής επέκτασης προς τη Βαλκανική, μετά την ενσωμάτωση της Αυστρίας στο Reich, επιδίωξε το διπλωματικό άνοιγμα προς τη Γερμανία, το οποίο συνοδεύθηκε από οικονομικές συμφωνίες το Μάρτιο του 1939. Η πολιτική προσέγγισης με τη Γερμανία παρείχε προστασία απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή της Βεσσαραβίας, αλλά ταυτόχρονα οδήγησε σε χαλάρωση της διαβαλκανικής συνεργασίας και αποτέλεσε πρόγευση της μελλοντικής ένταξης της χώρας στη σφαίρα επιρροής του Αξονα υπό το καθεστώς Antonescu.
{Το παραπάνω αποτελεί εξιστόρηση και όχι κριτική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου...Για περισσότερη κατανόηση των γεγονότων απαιτείται η μελέτη περισσότερων συγγραφών για την περίοδο αυτή}
Πηγή
Ελληνική εξωτερική πολιτική 1936-1944
23/11/12
Pablo Picasso - Documentary
Ο Πάμπλο Ντιέγκο Χοσέ Φρανσίσκο ντε Πάουλα Χουάν Νεμοπουσένο Μαρία ντε λος Ρεμέντιος Σιπριάνο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιντάντ Ρουίς αϊ Πικάσο ή απλά Πάμπλο Πικάσο (25 Οκτωβρίου, 1881 - 8 Απριλίου, 1973) ήταν και είναι ένας από τους κυριότερους Ισπανούς εκπροσώπους της τέχνης του 20ου αιώνα, συνιδρυτής μαζί με τον Ζωρζ Μπρακ του κυβισμού και με σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση και εξέλιξη της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.
Βιογραφία
Ο πατέρας του ονομαζόταν Χοσέ Ρουίθ υ Μπλάσκο και ήταν επίσης ζωγράφος ενώ μητέρα του ήταν η Μαρία Πικάσο για Λόπεζ. Τα πρώτα έργα του τα υπέγραφε ως Ρουίθ Μπλάσκο αλλά από το 1901 άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομα της μητέρας του.
Γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας όπου πέρασε και τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, τα έλαβε από τον πατέρα του, ο οποίος δίδασκε σε διάφορες ακαδημαϊκές σχολές. Ο ίδιος ο Πικάσο ξεκίνησε να ζωγραφίζει σε πολύ μικρή ηλικία και έδειξε από νωρίς δείγματα του ταλέντου του. Το 1891 η οικογένειά του μετακόμισε στην Λα Κορούνια όπου έζησε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, σπουδάζοντας στην τοπική σχολή καλών τεχνών. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Βαρκελώνη το φθινόπωρο του 1895, και ο Πάμπλο έγινε δεκτός στην τοπική Ακαδημία Καλών Τεχνών (La Llotja), όπου είχε προσληφθεί ο πατέρας του ως καθηγητής του σχεδίου. Η οικογένεια ήλπιζε ότι ο γιος της θα σημείωνε επιτυχία ως ακαδημαϊκός ζωγράφος, και το 1897 η μελλοντική φήμη του στην Ισπανία φαινόταν εξασφαλισμένη. Τον ίδιο χρόνο το έργο του « επιστήμη και συμπόνοια» όπου για το πρόσωπο του γιατρού είχε ποζάρει ο πατέρας του , έτυχε διακρίσεως στην Έκθεση Καλών Τεχνών της Μαδρίτης. Ο Πάμπλο Ρούιθ έφυγε για την Μαδρίτη το φθινόπωρο του 1897 και έγινε δεκτός στην βασιλική ακαδημία του Σαν Φερνάντο. Βρίσκοντας όμως τη διδασκαλία εκεί χωρίς νόημα, περνούσε όλο και περισσότερο τον καιρό του αποτυπώνοντας τη ζωή γύρω του, στα καφενεία, στους δρόμους, στα πορνεία και στο Πράδο, όπου ανακάλυψε την ισπανική ζωγραφική. Έγραψε « ο Βελάσκεθ πρώτης κατηγορίας, ο Ελ Γκρέκο έχει ζωγραφίσει μερικά υπέροχα κεφάλια, ο Μουρίγιο δεν με πείθει σε όλα του τα έργα ». Τα έργα αυτών και άλλων καλλιτεχνών, όπως λ.χ.,του Γκόγια, θα αιχμαλωτίσουν τη φαντασία του Πικάσο σε διάφορες περιόδους της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του.
Ο Πικάσο αρρώστησε την άνοιξη του 1889 από οστρακιά και πέρασε την υπόλοιπη χρονιά αναρρώνοντας στο καταλανικό χωριό Όρτα ντε Εμπρο με συντροφιά το φίλο του από τη Βαρκελώνη Μανουέλ Παλάρες. Όταν ο Πικάσο επέστρεψε στην Βαρκελώνη στις αρχές του 1899, ήταν άλλος άνθρωπος, έιχε παχύνει, έιχε μάθει να ζει μόνος του στην ύπαιθρο, μιλούσε καταλανικά, και το σπουδαιότερο, είχε πάρει την απόφαση να διακόψει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση σε σχολές ζωγραφικής και να αγνοήσει τα σχέδια της οικογένειας του για το μέλλον του. Άρχισε ακόμη να δείχνει σαφή προτίμηση στο επίθετο της μητέρας του και επέγραφε πιο συχνά τα έργα του ως Π. Ρ. Πικάσο ( από τα τέλη του 1901 εγκατέλειψε εντελώς το επίθετο Ρουίθ).
Το 1900 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συγκεκριμένα στη Μονμάρτρη, που αποτελούσε σημαντικό κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής.
Έργο
Λόγω της ποικιλομορφίας αλλά και της χρονικής έκτασης που παρουσιάζει το έργο του Πικάσο, χωρίζεται συνήθως σε διαφορετικές περιόδους. Ο κυριότερες από αυτές είναι:
Μπλε ή Γαλάζια περίοδος (1901-1904): οι πίνακες του Πικάσο, αυτής της περιόδου, χαρακτηρίζονται από το μπλε χρώμα ή αποχρώσεις του και συμβολίζουν μία συναισθηματικά φορτισμένη περίοδο της ζωής του. Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του ανήκουν σε αυτή, απεικονίζοντας ακροβάτες, αρλεκίνους, πόρνες, επαίτες και καλλιτέχνες. Η μπλε περίοδος περιλαμβάνει πίνακες που ολοκληρώθηκαν κυρίως στο Παρίσι αλλά είναι περισσότερο επηρεασμένοι από την ισπανική ζωγραφική.
Ροζ ή Ρόδινη περίοδος (1905-1907): Στους πίνακες αυτής της περιόδου, κυριαρχούν τα κεραμικά χρώματα και οι γήινοι τόνοι, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται ως περισσότερο λυρικοί και εύθυμοι. Θεωρείται η περίοδος κατά την οποία ο Πικάσο επηρεάστηκε περισσότερο από την γαλλική ζωγραφική.
Αναλυτικός κυβισμός (1907-1912): είναι η τεχνοτροπία που ανέπτυξε ο ίδιος ο Πικάσο μαζί με τον Μπρακ και ένας από τους δύο βασικούς τομείς του ρεύματος του κυβισμού.
Συνθετικός κυβισμός (1912-1915): η περίοδος κατά την οποία ο Πικάσο και ο Μπρακ εξέλιξαν την κυβιστική οπτική, χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ.
Οι επόμενες περίοδοι στο έργο του Πικάσο περιλαμβάνουν μια στροφή του σε περισσότερο κλασικές μορφές και ένα μεσογειακό πνεύμα (1916-1924), την αλληλεπίδρασή του με το υπερρεαλιστικό κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του 1920, την ενασχόλησή του με την γλυπτική (από τα τέλη της δεκαετίας του '20) καθώς και το έργο που πραγματοποίησε μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Αν και ο Πικάσο ήταν πρώτα απ' όλα ζωγράφος (στην πραγματικότητα θεωρούσε ότι ένας καλλιτέχνης οφείλει να ζωγραφίζει για να μπορεί να θεωρηθεί αληθινός καλλιτέχνης), εργάστηκε επίσης με μικρά κεραμικά και χάλκινα γλυπτά, ενώ έγραψε ακόμη και ποιήματα. Ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν και ως ποιητής λέγοντας "Je suis aussi un poète", δηλαδή "είμαι κι εγώ ένας ποιητής". Θεωρείται πως μέσα από τα ποιήματά του, ο Πικάσο εξέφρασε πιο έντονα την σχέση του με τον υπερρεαλισμό. Ξεκίνησε τη συγγραφή τους το 1934 και συλλογές αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα στα περιοδικά Cahiers d' Art (Τετράδια τέχνης) και La Caceta de Arte.
Το διασημότερο ίσως έργο του Πικάσο είναι η Γκερνίκα (ή Γκουέρνικα, με λατινική απόδοση στα ελληνικά), η απεικόνιση του Γερμανικού βομβαρδισμού της πόλης της Ισπανίας Γκερνίκα. Αυτός ο μεγάλος καμβάς περιγράφει την απανθρωπιά, την βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Η διαδικασία της ζωγραφικής του πίνακα αποτυπώθηκε σε μια σειρά φωτογραφιών από τη διασημότερη ερωμένη του Πικάσσο, την Dora Maar, μια διακεκριμένη καλλιτέχνιδα. Η Γκερνίκα έμεινε κρεμασμένη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1981 η Γκερνίκα επιστράφηκε στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο ντελ Πράδο. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στην οριστική του θέση στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα.
Ο Πικάσο ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος ως ζωγράφος και ως σχεδιαστής, ακόμη και για τα δεδομένα των μεγαλύτερων καλλιτεχνών του κόσμου. Εργάστηκε εξίσου με ελαιογραφίες, υδατογραφίες, παστέλ, κάρβουνο, μολύβι και μελάνι. Απέδωσε σύνθετες σκηνές ως απλές γεωμετρικές μορφές στα έργα του Κυβισμού, αλλά δημιούργησε επίσης και μεγαλοπρεπή ρεαλιστικά πορτραίτα. Τα σκίτσα του με μελάνι και μολύβι φίλων του από την εποχή του Κυβισμού και κατόπιν, εκτιμούνται για την υποτιμημένη οικειότητα τους, και είναι παραδείγματα των δεξιοτήτων του. Ο Πικάσσο κινήθηκε με ευκολία στις τέχνες παρά την περιορισμένη ακαδημαϊκή του κατάρτιση (παρακολούθησε μόνο ένα έτος στη βασιλική ακαδημία της Μαδρίτης). Τα ταλέντα του αυξήθηκαν από μια αυστηρή αίσθηση καθήκοντος στην εργασία του, που κράτησε μέχρι τα τελευταία έτη της μακρόχρονης ζωής του. Πέθανε σε ηλικία 92 ετών το 1973 και τάφηκε δίπλα στην σύζυγο του Ζακλίν στον κήπο του κάστρου Βωβενάργκ, που του ανήκε, στο χωριό Βωβενάργκ της Γαλλίας.
Διάφορα έργα ζωγραφικής του Πικάσσο συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο ακριβά έργα τέχνης στον κόσμο. Στις 4 Μαΐου 2004 ο πίνακας Garçon à la pipe πωλήθηκε έναντι 104 εκατομμυρίων δολαρίων σε δημοπρασία του οίκου Σόθμπι (Sotheby).
κείμενο από wikipedia
21/11/12
ΑΤΤΙΛΑΣ '74 Ο Βιασμός της Κύπρου
Τον Σεπτέμβριο του 1974 ο Μιχάλης Κακογιάννης ταξίδεψε στην Κύπρο, τον τόπο καταγωγής του, προκειμένου να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με την εισβολή των Τούρκων στις 20 Ιουλίου του 1974, μετά την έναρξη εφαρμογής του προαποφασισμένου σχεδίου της αθηναϊκής χούντας για πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου, απαλοιφή του τουρκοκυπριακού στοιχείου και άμεση προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ήταν μια προσωπική προσπάθεια, «χωρίς προκατασκευασμένες ιδέες, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα», είπε ο σκηνοθέτης ένα χρόνο αργότερα σε συνέντευξή του. «Πήγα χωρίς να έχω σκεφθεί τίποτε».
Το οδοιπορικό του Κακογιάννη είχε ως αποτέλεσμα τον «Αττίλα '74», μια μνημειώδη καταγραφή της κατάστασης στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή. Ο σκηνοθέτης δούλεψε τόσο με πολιτικά στελέχη όσο και με τον κυπριακό λαό. Απέσπασε μια μεγάλη συνέντευξη από τον Μακάριο, μίλησε με τον μετέπειτα ιδρυτή του κόμματος Δημοκρατικός Αγώνας Γλαύκο Κληρίδη και το Νίκο Σαμψών που έμεινε στην Ιστορία επειδή ανέλαβε δοτός «πρόεδρος» της Κύπρου κατά το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου. Μίλησε με ανθρώπους της ΕΟΚΑ-Β αλλά και με τον απλό λαό που κατέθεσε μαρτυρίες για την τραγωδία που έπληξε την ελληνική κοινότητα του νησιού, δηλαδή περί το 82% του πληθυσμού της Κύπρου.
«Πέρα από καθετί, η ταινία μου είναι ένα ανθρώπινο ντοκουμέντο» αναφέρει ο Κακογιάννης. Πραγματικά ο φακός του σκηνοθέτη (διευθυντής φωτογραφίας ο Σάκης Μανιάτης) καταγράφει τις άθλιες συνθήκες ζωής στους προσφυγικούς καταυλισμούς (αγρότισσες ζουν σε σκηνές ανάμεσα σε κότες, εκδιωγμένες από τα σπίτια τους), το παράπονο ενός 15χρονου κοριτσιού που βιάστηκε από τους Τούρκους εισβολείς, εξαγριωμένους νέους από τη σύγχυση και την αβεβαιότητα για το αν ζει ή όχι κάποιο μέλος της οικογένειάς τους που χάθηκε στη ζώνη κατοχής. Η αποκορύφωση του δράματος στον «Αττίλα 74» φαίνεται στο χωρίς μεταβατικό στάδιο «πέρασμα» των Ελληνοκυπρίων από μια καλή ζωή στο καθεστώς του «πρόσφυγα μέσα στην ίδια τους τη χώρα», τη στιγμή που κάποτε διέθεταν υψηλότερο επίπεδο ζωής συγκριτικά με εκείνο των Ελλήνων, πόσο μάλλον των Τούρκων.
Η απουσία των συνεντεύξεων από Τουρκοκυπρίους δεν ήταν ευθύνη του Κακογιάννη. «Αρνήθηκαν» λέει στην ίδια συνέντευξη ο σκηνοθέτης. «Όταν βρισκόμουν εκεί κανείς Τουρκοκύπριος δεν μπορούσε να περάσει τη «γραμμή του Αττίλα». Στον Νότο, όπου ζουν πάντα πολλές χιλιάδες Τουρκοκύπριοι,οι περισσότεροι φοβούνταν να μιλήσουν. Μόνο ένας δήμαρχος εξομολογήθηκε πως ήθελε να ζήσει και να πεθάνει στο χωριό του»
κείμενο από το tvxs.gr
19/11/12
Αγγλικές λέξεις με Ελληνική καταγωγή - English words of Greek origin
Αγγλικές λέξεις με Ελληνική καταγωγή - English words of Greek origin
A. abyss, academy, acme = ακμή, δόξα, acrobat, acropolis, aegis, aerial, aerobic, aerodrome, aeronautics, aeroplane, aesthetic, air,airplane, allegory, allergy, alphabet, alchemy, amalgam, ambrosia, amethyst, amnesia, amnesty, amphibian, amphitheatre, amphora, anachronism, anemia, anagram, analogy, analysis, anarchism, anathema, anatomy, android, anesthesia, anchor, anxious, angel, anomalous, anonymous, antagonism, anorexia, antarctic, anthology, anthrax, anthropology, anticyclone, antidote, antinomy, antithesis, aorta, apathetic, aphorism, apocalypse, apology, apologise, apoplexy, apostasy, apostle, apostrophe, apothecary, archeology, archbishop, archdeacon, archipelago, architect, arctic, aristocratic, arithmetic, aroma, arsenic, asbestos, ascetic, asphyxia, asteroid, asthma, astrology, astronaut, astronomy, asylum, atheism, athlete, Atlanic, atmosphere, atom, atrophy, aura, austere, authentic, auto, autobiography, autocrat, automatic, autograph, autonomous, autopsy, axiom.
B. bacterium, bacteria, baptism, barbarian, baritone, barometer, basic, basil, bathos, basis, Bible, bibliography, bigamy, biochemistry, biography, biology, blasphemy, botany, botanic.
C.call = καλώ, calando, callus, calyx, canon, card, cartography, castor, cataclysm, catacombs, catalogue, catalyst, catapult, cataract, catarrh, catastrophe, catechism, category, cathedral, cathode, catholic, caustic, cell, cemetery, cenotaph, center, ceramic, chameleon, chaos, character, chart, chasm, chimera, chiropractor, choir, chiropodist, chord choreography, chorus, Christ, chromatic, chromosome, chronic, chronicle, chronological, chronometer, chrysalis, chrysanthemum, cinema, cirrhosis, claustrophobia, cleric, climacteric, climate, climax, clinic, code, colossal. Comedy, comic, comma, cosmos, cosmetic, cosmonaut, cost, crisis, criterion, criticism, crypt, crystal, cyan, cybernetics, cycle, cyclone, cyclopaedia, cyclotron, cylinder, cymbal, cynic, cyst.
D.deacon = διάκων, decade, Decalogue, delta, demagogic, democracy, demography, demon, demotic, dermatology, diabetes, diabolic, diadem diaeresis (διαλυτικά), diagnosis, diagonal, diagram, dialect, dialogue, dialog, diameter, diamond, diaphanous, diaphragm, diatribe, dichotomy, didactic, diet, dilemma, dinosaur, dioxide, diorama, diphtheria, diphthong, diploma, diplomat, disaster, disc, dolphin, dose, double, draconian, dragon, drama, drastic, dynamic, dynamite, dynasty, dyspepsia, disharmony&
E.eccentric, ecclesiastic, echo, eclectic, eclipse, ecology, economy, ecstasy, ecumenical, ecumenical, eczema, egoism, elastic, electric, elegiac, elephant, elliptic, emblem, embryo, emetic, emphasis, empiric, emporium, encyclopaedia, endemic, energy, enigma, enthrone, enthusiasm, entomology, enzyme, ephemeral, epidemic, epigram, epilepsy, epilogue, epiphany, episode, epistle, epistyle, epitaph, epithet, epitome, epoch, erotic, esoteric, ether, ethic, ethnic, ethos, etiology, etymology, eucalyptus, Eucharist, eugenics, eulogize, eunuch, euphemism, euphony, euphoria, Eurasia, eureka, evangelic,evangelist, exodus, exorcize, exotic&&
F.fable=φαύλος-μύθος,fame, fanatic, fantasy, father, frenetic=φρενήρης&..
G.galaxy, gastronomy, general, genesis, genus, genitive = γενική, George, geo, geography, geometry, geocentric, geophysics, geopolitics, geology, geometry, gerontology, gigantic, glycerine, gyro, government, grammatical, gramophone, graphic, gymnasium, Gregorian, gynaecology&..
H.hagiology, halcyon = αλκυών, harmony = αρμονία, hecatomb, hectare, hedonism, hegemony, helicopter, heliotrope, helium, helot, hemisphere, haemorrhage=αιμορραγία, haemorrhoids, hepatitis, heretic, hermaphrodite, hermetic, hermit, hero, heroin, Hesperus, heterodox, heterogeneous, heterosexual, hexagon, hexameter, hierarchy, hieroglyph, hilarious, hippopotamus, hippodrome, history, holocaust, holograph, homeopathy, homogeneous, homonym, homophone, hour = ώρα, (χώρα), horizon, hymen, hyperbole, hypnosis, hypocrisy, hypotenuse, hysteria, homosexual, horde, hormone, hydrostatics, hydrophobia, hyena, hygiene, hymn, hypertrophy, hypochondria, hypodermic, hypothesis.
I. iamb, icon, iconoclast, idea, ideogram, ideology, idol, idiot, idiolect, idiom, idiosyncrasy, idyllic, ironic, isobar, isosceles, isotope, isthmus, Italy( την επικρατέστερη άποψη για το πώς δόθηκε το όνομα Ιταλία μπορείτε να την δείτε εδώ).
K.kaleidoscope, kilo, kilocycle, kilogram, kilometre, kilolitre, kinetic, kleptomania&...
l. labyrinth, laconic, laic, lachrymal = δάκρυσμα, larynx, lava, lesbian, lethargy, leukaemia, lexical, lithography, logarithm, logic, logistics, lynx, lyre, lyric &..
M.macrobiotic, macrocosm, magic, magnet, mania, mathematics, mechanic, medal, megacycle, megalith, megalomania, megaphone, megaton, meiosis, melancholia, melody, melodrama, meningitis, menopause, metabolism, metal, metallurgy, metamorphosis, metaphor, metaphysics, meteor, meteorite, meteorology, meter, metre, metric, metronome, metropolis, miasma, micro-, microbe, microbiology, microelectronics, micrometer, micron, micro organism, microphone, microscope, mimeograph, mimetic, monarch, monastery, monk, monogamy, monogram, monolith, monologue, monomania, monoplane, monopoly, monosyllable, monotheism, monotone, morphology, museum, music, myopia, myriad, mystery, mystic, myth&..
N.narcissism, narcotic, nautical, nautilus, necromancy, necropolis, nectar, nemesis, Neolithic, neologism, neon, news, nerve, neoplasm, nephritis, neuralgia, neurasthenia, nominative = ονομαστική, nostalgia, nymph.
O.oasis, ocean, oceanography, octagon, octane, octave, octogenarian, octopus, ode (ωδή), odyssey, oesophagus, Oedipus complex, orgy, oligarchy, Olympiad, Olympic, onomatopoeia, ontology, ophthalmic, optic (optimist, option), orchestra, orchid, organ, organic, organism, organize, orgasm, orphan, orthodox, orthographic, orthopaedic, osteopath, oxide, oxygen. &..
P.pachyderm, pagan=παγανιστής-ειδωλολάτρης, Paleolithic, paleontology, palm, panacea, panchromatic, pancreas, pandemic, pandemonium, panegyric=πανηγυρικήομιλία, panic, panoply, panorama, pantechnicon, pantheism, pantheon, panther, parabola=παραβολή, paradigm, paradox, paragon=παράγων-υπόδειγμα, paragraph, parallel, paralysis, paranoia, paraphrase, paraplegia, parasite, paratyphoid, parenthesis, pariah=παρίας, parody, paroxysm, patter, pathetic, pathology, pathos, patriarch, patriot, patronymic, pedagogue, pederasty, pediatrics, pedometer=βηματομετρητής, pentagon, pentameter, Pentateuch, pentathlon, Pentecost, Pepsis, perihelion=περιήλιο, perimeter, period, peripatetic, periphrasis, periphery, periscope, peristyle, peritonitis, petal=πέταλοάνθους, phalanx, phallus=φαλλός, phantasm, pharmacology, pharmacy, pharynx, phase, phenomenon, philanthropy, philately, philharmonic, philology, philosophy, philter, phlebitis, phlegm, phobia, phoenix, phone, phoneme=φώνημα, phonetic, phonograph, phonology, phosphorous, photo-, photoelectric, photogenic, photograph, photolithography, photometer, phrase, phrenology, phthisis, physics, physiognomy, physiology, physiotherapy, planet, plasma, plastic, plectrum=πλήκτρο, pleonasm, plethora, plural, πλήθος, πληθυντικός, plutocracy, plutonium, pneumatic, pneumonia, pole=πόλος, polemic, policy, police, politics, polyandry, polygamy, polyglot, polygon, polymorphous, polyphony, polypus, polysyllable, polytechnic, polytheism, porn(pornography), practice, pragmatism, presbyter, prism, problem, prognosis, programmer, program, prologue, prophecy, prophylactic, proscenium=προσκήνιο, proselyte, prosody, protagonist, protocol, proton, protoplasm, protozoa, prototype, psalm, pseudonym, psyche, psychedelic, psychic, psychoanalysis, psychology, psychopath, psychosis, psychotherapy, pterodactyl, pylon=πυλώνας, pyramid, pyre=πυρά, pyrites, pyrotechnics=πυροτέχνημα, python&..
Q = k: qoppa Kappa &
R. radio, rhapsody, Reyna, rhyme, rhythm&..
S. sandal, sarcasm, sarcophagus, sardonic, satyr, scene, skeptic, schematic, schism, schizophrenia, scholar, scholastic, school, scoria, scorpion, Scylla, seismic, semantic, semaphore=σηματοφόρος, septicemia=σηψαιμία, serial, sir, solecism=σολοικισμός, sophism, spasm, spleen, sphinx, stadium, stalactite, stalagmite, star, static, statistics, stereophonic, stereoscopic, sternum, stigma, stoic, stomach, strategy, stratagem, stratosphere, streptococcus, streptomycin, strophe, sycophant, syllogism, syllable, symbol, symmetry, sympathetic, symphony, symposium, symptom, synagogue, synchronize, syncope, syndrome, synod, synonym, synopsis, syntax, synthesis, syphilis, syringe, system&..
T.tactic, talent, tantalize = Τάνταλος, tartar, tautology, taxidermy, technique, technocracy, technology, telegram, telegraph, telemetry, teleology, telepathy, telephone, telephoto, telescope, theater, theism, theme, theocracy, theology, theorem, theoretic, theory, theosophy, therapeutic, therapy, thermos, thermal, thermion, thermometer, thermos, thesaurus, thesis, tone, topography, Trapeze, tragedy, tragicomedy, tremor, trigonometry, trilogy, tripod, trireme = τριήρη, triple, trophy, tropic, typhoon, typo, typography, typical, typography, tyranny&..
U. unanimous, anonymous, Uranus, uranium, utopia, &&
V = W = B(β): basic, barbarian..
X.xenophobe, xylophone, xenia, xenon &..
y. hypo - hyper , super = υπό - υπέρ&..
Z. Zeus = Ζευς, zephyr, zeugma, zodiac, zone, zoology