21/7/12

Πνευματική ζωή στην Κωνσταντινούπολη των Παλαιολόγων


1. Εισαγωγή

Παρά τη δυσχερή πολιτική θέση της αυτοκρατορίας των Παλαιολόγων και το τεράστιο πρόβλημα οικονομικής στενότητας που αντιμετώπιζε το βυζαντινό κράτος, η πνευματική ζωή σημείωσε εντυπωσιακή ακμή, προσφέροντας σημαντικότατη παραγωγή σε όλους τους τομείς· αυτή η παραγωγή έχει συχνά συσχετιστεί με το φαινόμενο της Αναγέννησης, που γνώρισε ακμή στην Ιταλία ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία το Βυζάντιο κατέρρεε, κατά το 15ο αιώνα. Ωστόσο, όπως έχουν παρατηρήσει οι μελετητές, αυτή η πνευματική παραγωγή δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την Παλαιολόγεια περίοδο. Η μεγάλη πνευματική ακμή συντελέστηκε κυρίως από τα τέλη του 13ου έως τα μέσα του 14ου αιώνα, με σαφή υποχώρηση στη συνέχεια. Αυτό ερμηνεύεται κατά κύριο λόγο ως επακόλουθο της προϊούσας πτώχευσης του βυζαντινού κράτους, αλλά έχει συνδεθεί και με μια λιγότερο ευνοϊκή πνευματική ατμόσφαιρα μετά τη ησυχαστική έριδα και την επικράτηση αντικοσμικών, μοναστικών κύκλων στην Εκκλησία.

2. Εκπαίδευση

Ορφανοτροφείο Αγ. Παύλου σήμερα
Φωτογραφία απόeistinpolin330.blogspot.com
Στο Βυζάντιο η εκπαίδευση ήταν τριών βαθμίδων. Η χαμηλότερη βαθμίδα, τα ιερά γράμματα, περιλάμβανε την ανάγνωση και τη γραφή και κάποιες βασικές γραμματικές γνώσεις. Θεωρείται πως ήταν γενικά προσιτή στις οικογένειες καλού οικονομικού επιπέδου, στις πόλεις και σε κάποια μεγάλα χωριά και μόνο για τα αρσενικά παιδιά. Για την Κωνσταντινούπολη την εποχή αυτή
διαπιστώνουμε απλώς την ύπαρξή της (από τις αναφορές σε δασκάλους), δεν μπορούμε όμως να βγάλουμε ποσοτικά συμπεράσματα για την ευρύτητα της εγγραμματοσύνης.1 Την επόμενη βαθμίδα, την εγκύκλιο παιδεία, την αναλάμβαναν κυρίως λόγιοι δάσκαλοι επ’ αμοιβή και ήταν προσιτή μόνο σε πιο εύπορες ομάδες. Μέσα από επιστολές, αναφορές, ακόμα και σάτιρες, παίρνουμε μια εικόνα για τους δασκάλους αυτούς και τον κύκλο των μαθητών τους. Σύμφωνα με μία πληροφορία, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ θέλησε, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, να ανασυστήσει μια δημόσια σχολή εγκυκλίου παιδείας στο Ορφανοτροφείο του Αγίου Παύλου, παλιό ίδρυμα του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Δεν είναι βέβαιο αν το εγχείρημα πέτυχε και για πόσο επιβίωσε το σχολείο αυτό. Μία αντίστοιχη πληροφορία υπάρχει για την επανίδρυση «πατριαρχικής σχολής», με πρωτοβουλία του πατριάρχη Γερμανού Γ΄ (1265-66). Δεν επρόκειτο για σχολείο εγκυκλίου παιδείας, αλλά προοριζόταν κυρίως για την περαιτέρω εκπαίδευση των κληρικών. Και σε αυτή την περίπτωση, το μέλλον της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας είναι αβέβαιο.2 Το ανώτερο επίπεδο της εκπαίδευσης, το οποίο επικεντρωνόταν στη φιλοσοφία, τη ρητορική και τις θετικές επιστήμες, ήταν αντικείμενο ενασχόλησης μιας ομάδας διακεκριμένων λογίων. Μαθητές τους ήταν οι γόνοι της αριστοκρατίας, αλλά και ταλαντούχοι νέοι από κατώτερα στρώματα που επιθυμούσαν να σταδιοδρομήσουν ως λόγιοι. Η διδασκαλία αυτή δεν υποστηριζόταν μόνο από τα δίδακτρα των μαθητών, αλλά και από το κράτος, το οποίο παραδοσιακά είχε συμφέρον να στηρίζει την εκπαίδευση των ατόμων που θα στελέχωναν το διοικητικό μηχανισμό του. Την εποχή των Παλαιολόγων δεν υπήρχαν σταθερές μισθωτές θέσεις διδασκάλων, όπως σε παλαιότερες περιόδους, αλλά κάποιοι λόγιοι μπορούσαν να τύχουν έμμεσης κρατικής υποστήριξης αν τους παραχωρούνταν κάποιο εισόδημα, ανεξάρτητα ή με τη μορφή ενός οφφικίου της αυλής.3 Άλλοι πάλι μπορεί να αναλάμβαναν εκκλησιαστικά αξιώματα ή και επισκοπικές θέσεις. Κάποιοι φαίνεται πως ζούσαν και δίδασκαν σε αυτοκρατορικά μοναστήρια της Κωνσταντινούπολης (επίσης ένας έμμεσος τρόπος εξασφάλισης του βιοπορισμού τους). Γενικότερα, το οικονομικό επίπεδο των λογίων την εποχή αυτή κάλυπτε ευρύ φάσμα, από εύπορους κρατικούς λειτουργούς μέχρι απλούς δασκάλους στα όρια της πενίας.

Πρώτος γνωστός διδάσκαλος στο ανώτατο επίπεδο μετά το 1261 είναι ο Γεώργιος Ακροπολίτης, από τον οποίο ξεκινά μια αλυσίδα λόγιων διδασκάλων, με πιο γνωστούς το Γεώργιο τον Κύπριο και το Μάξιμο Πλανούδη το 13ο αιώνα. Γνωρίζουμε περίπου 30 ονόματα λογίων οι οποίοι άσκησαν κάποιου είδους παιδευτική δραστηριότητα (όχι απαραίτητα στο ανώτατο επίπεδο) στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας.4

3. Φιλολογική και αντιγραφική δραστηριότητα

Αναμφίβολα η μεγαλύτερη συμβολή των Κωνσταντινουπολιτών λογίων της εποχής των Παλαιολόγων στη μετέπειτα πορεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού έγκειται όχι τόσο στα πρωτότυπα δημιουργήματά τους, όσο στη διάσωση και μελέτη πολύ μεγάλου μέρους της αρχαίας αλλά και της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας. Οι πρωταγωνιστές της παλαιολόγειας αναγέννησης δεν ενδιαφέρονταν μόνο να εμπλουτίσουν τις βιβλιοθήκες τους με νέα αντίγραφα των Ελλήνων συγγραφέων, αλλά εργάστηκαν και για την αποκατάσταση των κειμένων, θέτοντας τις βάσεις της κριτικής φιλολογικής έκδοσης. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό τα έργα της ελληνικής γραμματείας έφτασαν έως εμάς μέσα από χειρόγραφα του 13ου-15ου αιώνα. Μεγάλο ρόλο βέβαια έπαιξε το γεγονός ότι το ενδιαφέρον και η δραστηριότητα των Βυζαντινών λογίων συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή στην Ιταλία του 15ου αιώνα, όπου οι λόγιοι αυτοί βρήκαν μαθητές, εργοδότες και αγοραστές για τα βιβλία τους στους κύκλους των ουμανιστών. Επίσης για τη διευκόλυνση της εκμάθησης των ελληνικών και τη μελέτη των κλασικών συγγραφέων συνέγραψαν γραμματική, σχόλια και παραφράσεις.

Από τους Βυζαντινούς φιλολόγους της εποχής μπορούν να αναφερθούν, για παράδειγμα, ο Μάξιμος Πλανούδης (τέλη 13ου αιώνα), ο οποίος μεταξύ άλλων εξέδωσε τα έργα του Πλουτάρχου και μία ανθολογία ελληνικών επιγραμμάτων, ο μαθητής του Μανουήλ Μοσχόπουλος, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Θεόδωρος Μετοχίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς (14ος αιώνας), ο Ιωάννης Χορτασμένος και ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης (15ος αιώνας), χωρίς να περιλαμβάνουμε λόγιους που έζησαν σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας.5

4. Μαθηματικά και αστρονομία

Η αριθμητική και η γεωμετρία, μαζί με τις σχετικές επιστήμες της αστρονομίας και της μουσικής θεωρίας, αποτελούσαν την τετρακτύν των επιστημών που διδάσκονταν στο ανώτατο επίπεδο. Κάποιοι λόγιοι της εποχής των Παλαιολόγων ωστόσο δεν αρκέστηκαν στη διδασκαλία των αρχαίων αυθεντιών, αλλά ασχολήθηκαν με τον πρωτότυπο σχολιασμό τους και, σε κάποιες περιπτώσεις, δε δίστασαν να προτείνουν τομές με την παράδοση. Ο Μάξιμος Πλανούδης, για παράδειγμα, πρότεινε την υιοθέτηση των ινδικών (δηλαδή των «αραβικών») ψηφίων στην αριθμητική,6 ενώ ο Νικηφόρος Γρηγοράς εισηγήθηκε τη διόρθωση του ιουλιανού ημερολογίου δύο αιώνες πριν υιοθετηθεί στη Δύση.7 Ο αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης (τέλη 13ου αιώνα) αντιλήφθηκε πως η αστρονομία είχε προοδεύσει στο Ισλάμ κατά το Μεσαίωνα και ταξίδεψε έως την Περσία για να μελετήσει την αραβοπερσική παράδοση, την οποία και ενσωμάτωσε στο έργο του.8 Με τα μαθηματικά ασχολήθηκαν επίσης ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Νικόλαος Ραβδάς, ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, ενώ με την αστρονομία ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο Θεόδωρος Μετοχίτης, στον οποίο ο μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς αποδίδει την αναβίωση της επιστήμης αυτής έπειτα από αιώνες λήθης. Άλλος διακεκριμένος αστρονόμος είναι ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης (μέσα 14ου αιώνα).9 Ο πιο γνωστός θεωρητικός της μουσικής είναι ο Μανουήλ Βρυέννιος (περ. 1300), συγγραφέας μιας πραγματείας με τίτλο «αρμονικά». Σώζονται επίσης πραγματείες για τη φυσική, την οπτική και για άλλες φυσικές επιστήμες. Μπορούμε γενικά να εικάσουμε πως η ποιότητα και η πρωτοτυπία της ενασχόλησης των Βυζαντινών λογίων με τις θετικές επιστήμες θα μπορούσε να έχει θέσει τις βάσεις για πραγματική πρόοδο σε αυτό τον τομέα· όμως, αυτή η πτυχή της δραστηριότητάς τους, σε αντίθεση με τη φιλολογική τους δραστηριότητα, δεν είχε απήχηση στη Δύση, όπου παρέμεινε σχετικά άγνωστη και έτσι δεν είχε συνέχεια.

5. Φιλοσοφία

Στο μεσαιωνικό κόσμο η φιλοσοφία είναι στενά συνδεδεμένη με τη θεολογία. Η μη θεολογική πτυχή της φιλοσοφικής δραστηριότητας στο Βυζάντιο ήταν κυρίως η μελέτη και ο σχολιασμός της αρχαίας φιλοσοφίας, και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και των νεοπλατωνικών. Η μελέτη του Αριστοτέλη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη, μεταξύ άλλων και για εκπαιδευτικούς σκοπούς, με πιο γνωστούς σχολιαστές πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα το Μανουήλ Ολόβωλο, τον Ιωάννη Πόθο Πεδιάσιμο και κυρίως το Γεώργιο Παχυμέρη.10 Η πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία αντιμετώπιζαν την καχυποψία της Εκκλησίας, όμως στις αρχές του 14ου αιώνα ο Θεόδωρος Μετοχίτης τη μελέτησε σε βάθος και αντάλλαξε με το Νικηφόρο Χούμνο επιχειρήματα υπέρ και κατά των πλατωνικών και αριστοτελικών θεωριών, στο πλαίσιο της γνωστής διαμάχης τους, που προϊδεάζει για τη μετέπειτα αντιπαράθεση πλατωνικών και αριστοτελικών.11Λίγο νωρίτερα, ο Μάξιμος Πλανούδης είχε μεταφράσει από τα λατινικά την Παραμυθία της Φιλοσοφίας του χριστιανού νεοπλατωνικού φιλοσόφου του 6ου αιώνα Βοήθιου, ενώ θαυμαστής της πλατωνικής φιλοσοφίας φαίνεται πως ήταν και ο Νικηφόρος Γρηγοράς.

Μέχρι την τέταρτη δεκαετία του 14ου αιώνα η «θύραθεν» φιλοσοφία επισκίαζε τη θεολογία, αν και αρκετές πραγματείες γράφτηκαν κυρίως για τα ζητήματα τριβής με τους καθολικούς, όπως για το θέμα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος. Όμως γύρω στα μέσα του αιώνα η ησυχαστική έριδα, δηλαδή η διαμάχη γύρω από τις απόψεις του Γρηγορίου Παλαμά, κυριάρχησε στη φιλοσοφική συζήτηση και ενέπλεξε τους πιο σημαντικούς λόγιους της εποχής.12 Ο Παλαμάς, ο οποίος μόνο μικρό μέρος της ζωής του έζησε στην Κωνσταντινούπολη, προσπάθησε, απαντώντας στην κριτική του Βαρλαάμ του Καλαβρού, να παράσχει φιλοσοφική στήριξη στην πρακτική διαλογισμού που από τα τέλη του 13ου αιώνα είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ κάποιων μοναχών, οι οποίοι αποζητούσαν μια μυστική εμπειρία άμεσης επαφής με το θείο. Η θέση του Παλαμά ότι η ουσία του Θεού μπορεί να προσεγγιστεί με μυστικιστικό τρόπο και όχι με τη μεσολάβηση της λογικής προκάλεσε την αντίδραση αρχικά του Γρηγορίου Ακινδύνου και στη συνέχεια του πιο διακεκριμένου φιλοσόφου της Κωνσταντινούπολης, του Νικηφόρου Γρηγορά. Η καταδίκη των αντιπάλων του Παλαμά από την Εκκλησία μετά το 1347 έκανε τους φιλοσόφους πιο διστακτικούς να πάρουν θέση σε θεολογικά ζητήματα, ενώ κάποιοι από αυτούς απομακρύνθηκαν εντελώς από την ορθόδοξη Εκκλησία. Ο αριστοτελισμός στο Βυζάντιο έλαβε νέα ώθηση όταν το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα ο Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τη Summa Theologica του Θωμά Ακινάτη, ενώ ο πλατωνισμός γνώρισε τον κορυφαίο εκφραστή του στο πρόσωπο του νεοπλατωνικού Πλήθωνος (Γεωργίου Γεμιστού)· ο τελευταίος έζησε και δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη το 15ο αιώνα, πριν τελικά καταφύγει στην αυλή του Μυστρά.13 Ο Πλήθων ταξίδεψε στην Ιταλία στο πλαίσιο της Συνόδου της Φερράρας και της Φλωρεντίας (1439), όπου συνέβαλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του πλατωνισμού μεταξύ των ουμανιστών, ενώ είναι γνωστή και η διαμάχη του με τον αριστοτελικό Γεώργιο Σχολάριο. Ο νεοπλατωνισμός του Πλήθωνος έφτασε μέχρι το σημείο της πρότασης για εγκατάλειψη του xριστιανισμού και υιοθέτηση ενός θρησκευτικού συστήματος εμπνευσμένου από την αρχαία θρησκεία, παράλληλα με την εγκαθίδρυση μιας ουτοπικής πολιτείας, όπως περιγραφόταν στους Νόμους του (έργο που καταστράφηκε μετά το θάνατό του με εντολή του –πατριάρχη πλέον– Σχολάριου).

Αν και η υστεροβυζαντινή φιλοσοφία δε διεκδίκησε κάποιο σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της σκέψης στην Ευρώπη, αξίζει να παρατηρηθεί ότι είχε ξεφύγει από το στείρο σχολιασμό των αρχαίων φιλοσόφων και, σε κάποιες περιπτώσεις, έτεινε να παρακάμψει το άκαμπτο πλαίσιο που της έθετε το χριστιανικό δόγμα. Επίσης κάποιοι στοχαστές έτειναν να εντάξουν τους προβληματισμούς τους στα ευρύτερα ρεύματα που είχαν αναπτυχθεί στη Δυτική Ευρώπη. Η σημαντικότερη κληρονομιά της είναι ίσως η διάδοση της πλατωνικής φιλοσοφίας στην Ιταλία, όπου βρήκε ένθερμους οπαδούς μεταξύ των ουμανιστών. Εκτός από τον Πλήθωνα, αξίζει να αναφερθεί η συνεισφορά του Κωνσταντινουπολίτη δασκάλου Ιωάννη Αργυρόπουλου, ο οποίος μετά την Άλωση εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Φλωρεντία. Σε εντελώς άλλο μήκος κύματος, η μυστικιστική θεολογία του Γρηγορίου Παλαμά, για πολλούς αιώνες μετά, επηρέαζε τη θεολογική σκέψη στις ελληνικές περιοχές, αλλά και σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο.

6. Ρητορική

Η ρητορική στο Βυζάντιο ακολουθούσε ως προς τη σύνθεση και τη γλώσσα αυστηρούς κανόνες που είχαν διαμορφωθεί ήδη κατά την αρχαιότητα και γενικά δε διακρινόταν για την πρωτοτυπία της. Τα ρητορικά κείμενα (εγκώμια, συμβουλευτικοί, επικήδειοι λόγοι) γράφονταν όχι τόσο για να εκφωνηθούν (αν και αυτό συνέβαινε), όσο για να διαβαστούν, και ο βασικός τους στόχος ήταν η επίδειξη της ικανότητας του συντάκτη τους να συμμορφώνεται προς τα δεδομένα πρότυπα.14 Ωστόσο, η προσεκτικότερη ανάγνωσή τους σε πρόσφατες μελέτες έδειξε πως, κατά την ύστερη περίοδο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα ρητορικά κείμενα εκφράζουν πρωτότυπες θέσεις, φιλοσοφικές ή πολιτικές.15 Λόγους συνέγραψαν οι περισσότεροι λόγιοι της περιόδου. Αν και ο πιο διακεκριμένος ίσως ρήτορας, ο Θωμάς Μάγιστρος, έζησε στη Θεσσαλονίκη, ανάμεσα στους συγγραφείς της Κωνσταντινούπολης θα ξεχωρίζαμε τους λόγους που έγραψαν ο Μανουήλ Ολόβωλος, ο Νικηφόρος Χούμνος, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο Δημήτριος Κυδώνης, ή, τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Άλωση, ο Μανουήλ Β΄, ο Ισίδωρος Κιέβου και άλλοι.

7. Επιστολογραφία

Για τους Βυζαντινούς λόγιους η επιστολογραφία δεν ήταν μόνο ιδιωτική υπόθεση, αλλά, όπως και η συγγραφή λόγων, έτσι και η συγκέντρωση και δημοσιοποίηση των επιστολών τους ήταν ένας τρόπος να επιδείξουν την ευχέρειά τους στη χρήση της γλώσσας, καθώς και τη γνώση των κλασικών κειμένων, από τα οποία παρέθεταν αφειδώς αποσπάσματα.16 Σώζονται αρκετές συλλογές επιστολών από την εποχή των Παλαιολόγων (αναφέρουμε, για παράδειγμα, εκείνες που έγραψαν οι: Μάξιμος Πλανούδης, Μιχαήλ Γαβράς, Μανουήλ Γαβαλάς, Δημήτριος Κυδώνης). Αν και χρήσιμες για τους ιστορικούς, το αισθητικό ενδιαφέρον τους είναι για τους πιο πολλούς σύγχρονους αναγνώστες ανύπαρκτο.

8. Ιστορία

Την περίοδο των Παλαιολόγων γράφτηκαν τέσσερα μεγάλα ιστοριογραφικά έργα, άνισα ως προς την αξία τους, αν και τρεις από τους ιστορικούς (Γεώργιος Ακροπολίτης, Γεώργιος Παχυμέρης και Νικηφόρος Γρηγοράς) ήταν οι πιο διακεκριμένοι ίσως λόγιοι –καθένας στην εποχή του–, ενώ ο τέταρτος (ο Ιωάννης Καντακουζηνός) ήταν ο βασικός πρωταγωνιστής των γεγονότων που περιγράφει.17 Πέρα από την αξία τους ως πηγών, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει σίγουρα η ιστορία του Παχυμέρη, ο οποίος προβληματίζεται πάνω στα βαθύτερα αίτια των εξελίξεων που βιώνει. Σε τελευταία ανάλυση η ερμηνεία του είναι προσωποκεντρική, καθώς ανάγει τα δεινά της αυτοκρατορίας στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα, στον πολιτικό αμοραλισμό του Μιχαήλ Η΄ και την καλοπροαίρετη αβουλία του Ανδρονίκου Β΄. Δεν παραλείπει πάντως να εντάξει τα πολιτικά γεγονότα σε ένα ευρύ γεωγραφικό πλαίσιο, από τη Μογγολική Αυτοκρατορία έως τη Δυτική Ευρώπη, κάτι που είναι ενδεικτικό της εξωστρέφειας που χαρακτηρίζει πρώτη φορά τη βυζαντινή διανόηση την εποχή αυτή. Από την άλλη, ανάμεσα στην πρώτη και την έκτη δεκαετία του 14ου αιώνα, καθώς και από το 1370 μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας, δεν ασχολείται κανείς με τη συγγραφή ιστορίας στην Κωνσταντινούπολη.18 Έτσι η πληροφόρησή μας παρουσιάζει δυσαναπλήρωτα κενά, παρά την ύπαρξη κάποιων βραχέων χρονικών, καθώς και μιας αφήγησης για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1422.

9. Λογοτεχνία

Δεδομένου ότι η λόγια βυζαντινή γραμματεία υπηρετούσε κυρίως εκπαιδευτικούς και επιδεικτικούς σκοπούς, η αισθητική της αδιαφορούσε για αρετές όπως η πρωτοτυπία, η ειλικρίνεια ή η αμεσότητα. Άλλωστε, και λόγω της γλώσσας, τα περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα ήταν προσιτά μόνο σε μορφωμένα άτομα, τα οποία κατείχαν τους «κώδικες» για να εκτιμήσουν αυτά τα μάλλον αδιάφορα για το σημερινό αναγνώστη έργα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα λόγιας ποίησης από την εποχή των Παλαιολόγων είναι τα επιγράμματα και άλλα ποιήματα του Μανουήλ Φιλή, στενά συνδεδεμένα με τις ανάγκες της αριστοκρατικής κοινωνίας (π.χ. επιτύμβιες ή αναθηματικές επιγραφές).19 Την Ύστερη Βυζαντινή Εποχή υπάρχει και λογοτεχνική παραγωγή σε δημώδη γλώσσα με σκοπό την τέρψη, η οποία απευθύνεται όχι μόνο στην αριστοκρατία, αλλά και στα αστικά στρώματα, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 14ου αιώνα.20 Περιλαμβάνει ερωτικά μυθιστορήματα (Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη), καθώς και διασκευές αντίστοιχων γαλλικών και ιταλικών έργων, παρωδίες-σάτιρες (όπως η Ακολουθία του Σπανού, η Παιδιόφραστος διήγησις ζώων των τετραπόδων, η Επιδημία Μάζαρι εν Άιδου, ο Καταβλαττάς, το Συναξάρι του γαδάρου κ.ά.), ψευδοϊστορικά ποιήματα (Ιστορία του Βελισάριου, Ιστορία του Αλεξάνδρου). Αν και δεν είναι σίγουρο, πολλά από αυτά τα έργα πρέπει να δημιουργήθηκαν στην πολυεθνική Κωνσταντινούπολη των Παλαιολόγων. Πρόκειται για μια παράδοση που βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις λογοτεχνικές τάσεις στη Δυτική Ευρώπη και επιβίωσε και μετά το 1453, ιδιαίτερα στις λατινοκρατούμενες περιοχές, αποτελώντας ουσιαστικά την απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

10. Αποτίμηση

Ίσως δεν είναι σωστό να θεωρούμε την πνευματική αυτή κίνηση ως το πρώτο στάδιο μιας αναγέννησης που ποτέ δεν ήρθε στο Βυζάντιο. Παρατηρούμε ωστόσο πως οι λόγιοι στην υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη διακρίνονται όχι μόνο για την ευρύτητα και το βάθος της παιδείας τους, αλλά και για το ενδιαφέρον τους, πρωτόγνωρο στο Βυζάντιο, να διδαχθούν από άλλους πολιτισμούς και να διερευνήσουν νέες κατευθύνσεις. Η κατάρρευση των παραδοσιακών χρηματοδοτών τους, του αυτοκράτορα και της αριστοκρατίας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, οδήγησε τη σύντομη αλλά λαμπρή αυτή άνθηση σε μαρασμό. Μια τουλάχιστον πτυχή του έργου των λογίων, η ενασχόληση με την αρχαία γραμματεία, μπόρεσε να μεταφερθεί και να βρει συνεχιστές στη Δύση, όπου συνεισέφερε στο ευρύτερο και σύνθετο φαινόμενο της Αναγέννησης.

1. Για την εγγραμματοσύνη το 13ο αιώνα (με στοιχεία από τη Μικρά Ασία), βλ. Oikonomides, N., “Literacy in Thirteenth-Century Byzantium: An Example from Western Asia Minor”, στο Langdon, J. κ.ά. (επιμ.), ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ. Studies in Honor of Speros Vryonis Jr. (New Rochelle 1993), σελ. 253-265. Για αναφορές σε δασκάλους, βλ. Mergiali, S., L’enseignement et les lettrés pendant l’époque des Paléologues (1261-1453) (Αθήνα 1996), σελ. 27-29.

2. Συναντάμε τους τίτλους των δασκάλων αυτής της σχολής (διδάσκαλος του Ευαγγελίου, του Ψαλτηρίου και του Αποστόλου), αλλά δεν αποκλείεται, όπως συμβαίνει με πολλούς τίτλους την εποχή αυτή, να έχουν τιμητικό χαρακτήρα και να μη συνδέονται με συγκεκριμένη θέση σε κάποια οργανωμένη σχολή. Βλ. Mergiali, S., L’enseignement et les lettrés pendant l’époque des Paléologues (1261-1453) (Αθήνα 1996), σελ. 32-33. Υπέρ της ύπαρξης της σχολής είναι ο Constantinides, C.N., Higher Education in Byzantium in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204 - ca.1310) (Nicosia 1982), σελ. 59-65.

3. Ορισμένοι ανώτεροι αξιωματούχοι της διοίκησης ασχολούνταν παράλληλα και με τη διδασκαλία, όπως ο Γεώργιος Ακροπολίτης (PLP 518) ή ο Θεόδωρος Μετοχίτης (PLP 17982).

4. Mergiali, S., L’enseignement et les lettrés pendant l’époque des Paléologues (1261-1453) (Αθήνα 1996), σελ. 246-247.

5. Wilson, N.G., Οι λόγιοι στο Βυζάντιο (Αθήνα 1991), σελ. 293-344· Ševčenko, Ι., «Τα γράμματα και οι τέχνες την εποχή των Παλαιολόγων», στο Mango, C. (επιμ.), Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: Ιστορία του Βυζαντίου (Αθήνα 2006), σελ. 380-391, ιδ. 381-385· Constantinides, C.N., Higher Education in Byzantium in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204 - ca.1310) (Nicosia 1982), σελ. 137-148.

6. Ψηφοφορία κατ’ Ινδούς, Gerhardt, C.J. (επιμ.), Das Rechenbuch des Maximus Planudes (Eislebes 1865).

7. Ševčenko, Ι., «Τα γράμματα και οι τέχνες την εποχή των Παλαιολόγων», στο Mango, C. (επιμ.), Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: Ιστορία του Βυζαντίου (Αθήνα 2006), σελ. 386.

8. Pingree, D., “Gregory Chioniades and Palaeologan Astronomy”, DOP 18 (1964), σελ. 133-160.

9. Constantinides, C.N., Higher Education in Byzantium in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204 - ca.1310) (Nicosia 1982), σελ. 156 κ.ε.

10. Constantinides, C.N., Higher Education in Byzantium in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries (1204 - ca.1310) (Nicosia 1982), σελ. 117-132· Hunger, H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1: Φιλοσοφία, Ρητορική, Επιστολογραφία, Γεωγραφία (Αθήνα 1991), σελ. 66-69, 85-91· Τατάκης, Β., Η βυζαντινή φιλοσοφία (Αθήνα 1977), σελ. 216-243.

11. Ševčenko, I., Études sur la polémique entre Theodore Métochite et Nicèphore Choumnos (Brussels 1962).

12. Meyendorff, J., Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η Ορθόδοξη μυστική παράδοση (Αθήνα 1990)· Beck. H.-G., “Humanismus und Palamismus”, XIIe Congrès International des Études Byzantines 3 (Belgrade 1961), σελ. 63-82.

13. Woodhouse, C.M., George Gemistos Plethon: The Last of the Hellenes (Oxford 1986).

14. Hunger, H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1: Φιλοσοφία, Ρητορική, Επιστολογραφία, Γεωγραφία (Αθήνα 1991), σελ. 126 κ.ε.

15. Βλ. Angelov, D., Imperial Ideology and Political Thought in Byzantium (1204-1330) (Cambridge – New York 2007). Διαφορετική αποτίμηση της πολιτικής λειτουργίας της ρητορικής από την Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 163-200.

16. Βλ. Hunger, H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1: Φιλοσοφία, Ρητορική, Επιστολογραφία, Γεωγραφία (Αθήνα 1991), σελ. 323-348.

17. Hunger, H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 2: Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση (Αθήνα 1992), σελ. 282-326.

18. Για την εικασία πως ο Ιωάννης Χορτασμένος συνέγραψε στα τέλη του 14ου αιώνα μία χαμένη σήμερα ιστορία, βλ. Hunger, H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 2: Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση (Αθήνα 1992), σελ. 335.

19. Manuelis Philae Carmina, Miller, E. (επιμ.), (Paris 1855-1857, ανατ. Amsterdam 1967).

20. Beck., H.-G, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας (Αθήνα 1988), σελ. 191 κ.ε.· Beaton, R., Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού Μεσαίωνα (Αθήνα 1996).

Πηγή
Συγγραφή : Κυρίτσης Δημήτρης (27/11/2008)
Για παραπομπή: Κυρίτσης Δημήτρης, «Πνευματική ζωή στην Κωνσταντινούπολη των Παλαιολόγων», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου