1. Εισαγωγικά
Η συμμετοχή στη νομή ή, ακόμα, και το μονοπώλιο της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο αποφάσεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε μήλον της Έριδος για αρκετούς θεσμούς και κοινωνικές ομάδες. Βέβαια, οι πόλοι εξουσίας στην πρωτεύουσα δεν παρέμειναν αναλλοίωτοι στο ρου της υπερχιλιετούς ιστορίας της και στην εξέλιξη μιας κοινωνίας που είχε ελάχιστα κοινά, συγκρίνοντας την εποχή του Ιουστινιανού με την εποχή των Παλαιολόγων, για παράδειγμα. Ωστόσο, είναι δυνατό να εντοπιστούν κάποιοι θεσμοί, ομάδες ή «κόμματα»1 που, όσο κι αν άλλαζε η σύνθεσή τους ή τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, παραδοσιακά επιδίωκαν τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, προωθώντας τα συμφέροντά τους. Και επειδή τα συμφέροντα μιας ομάδας συνήθως δεν ταυτίζονταν με εκείνα κάποιας άλλης, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Οι σταθερότεροι πόλοι εξουσίας, νοούμενοι πάντοτε ως εξαιρετικά ευρείς στη σύνθεσή τους λόγω των κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων, ήταν η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η σύγκλητος, η κωνσταντινουπολίτικη αριστοκρατία, οι μέσοι και ο λαός. Ωστόσο, οι πόλοι αυτοί δεν ήταν καθόλου στεγανοί. Ήταν σύνηθες, για παράδειγμα, ένα μέλος της συγκλητικής αριστοκρατίας να γίνεται πατριάρχης ή κάποιος που προερχόταν από την τάξη των εμπόρων να μεταπηδά στην τάξη της
αριστοκρατίας. Είναι σημαντικό, λοιπόν, το γεγονός ότι οι πόλοι αυτοί αλληλεπιδρούσαν και, όχι σπάνια, επιζητούσαν ο ένας τη συμμαχία του άλλου.
2. Η Εκκλησία
Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης (ένας όρος με τον οποίο εννοείται όχι μόνο το Πατριαρχείο και η οργάνωσή του, αλλά και οι εκκλησιαστικοί θεσμοί, οι αξιωματούχοι, οι κληρικοί, οι μοναχοί, τα ποικίλα εκκλησιαστικά ιδρύματα, ακόμα και οι λόγιοι που πρόσκεινταν στο Πατριαρχείο) αποτέλεσε ίσως το σταθερότερο πόλο εξουσίας, μετά τον αυτοκρατορικό θεσμό, στην πρωτεύουσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα, 451) τα αξιώματα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης παρουσιάζονται ως θεσμοί που οργανώνουν το Πατριαρχείο κατά το πρότυπο του αυτοκρατορικού παλατιού.2 Μετά την προσχώρηση, μάλιστα, της συγκλητικής αριστοκρατίας στην Ορθοδοξία, όπως ορίστηκε από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, ο επισκοπικός κλήρος συγχωνεύτηκε με την άρχουσα τάξη.3 Την ίδια εποχή, η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης έχει μετατραπεί σε οικονομική δύναμη, πλουτίζοντας και διαθέτοντας τις ικανότητες να μετατρέψει τον πλούτο σε αποδοτική περιουσία, μέσω ενός φορολογικού καθεστώτος και ενός συστήματος διαχείρισης που την προστάτευε από τις κρατικές παρεμβάσεις.4
Η πανίσχυρη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε ηγετική θέση όχι μόνο στη θρησκευτική ζωή της αυτοκρατορίας, αλλά και στην πολιτική, παρεμβαίνοντας στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, των οποίων συχνά απέβαινε ρυθμιστής. Φυσικά, είναι αδύνατο να εκτεθεί εδώ η ιστορία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και η σχέση της με την κρατική εξουσία. Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα αρκούν, όμως, για να πάρουμε μια «γεύση» της εξουσίας που ασκούσε ή που διεκδικούσε.
Κατά τις δύο ταραγμένες βασιλείες του Ιουστινιανού Β΄ (685-695, 705-711), ο οποίος είχε στραφεί εναντίον τόσο της κοσμικής όσο και της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας, τα μοναστήρια της Κωνσταντινούπολης είχαν στηρίξει τους αριστοκράτες ανταπαιτητές του θρόνου, διαδραματίζοντας καταλυτικό ρόλο στην ανατροπή του αυτοκράτορα. Η περίοδος 695-715 σημαδεύτηκε από την πολιτική δραστηριότητα ορισμένων κωνσταντινουπολίτικων μοναστηριών που, σε συνεργασία με την αριστοκρατία και τον κλήρο της πρωτεύουσας, ανέτρεψαν δύο φορές τον Ιουστινιανό Β΄.5
Τον 11ο αιώνα η ανεξαρτητοποίηση του Πατριαρχείου από το κράτος έγινε πασίδηλη με τη ρήξη μεταξύ του αυτοκράτορα Ισαακίου Α΄ Κομνηνού (1057-1059) και του πατριάρχη Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριου (1043-1058), ενός αριστοκράτη που προερχόταν από τη συγκλητική υπαλληλία και ως πατριάρχης πρωταγωνίστησε στο Σχίσμα των Εκκλησιών (1054). Η απόπειρα μεταρρυθμίσεων του αυτοκράτορα ήρθε αντιμέτωπη με τις πρωτοβουλίες του πατριάρχη, που είναι ενδεικτικό ότι φορούσε τα πορφυρά αυτοκρατορικά πέδιλα και θεωρούσε τον εαυτό του δημιουργό αυτοκρατόρων. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, και το 1058 ο Ισαάκιος Α΄ απομάκρυνε τον πατριάρχη και από την πρωτεύουσα και από το αξίωμά του. Το 1059 πατριάρχης έγινε ένας άλλος ευγενής συγκλητικός, ο Κωνσταντίνος Γ΄ Λειχούδης (1059-1063), γεγονός το οποίο υποδηλώνει την επιρροή της συγκεκριμένης ομάδας, που τελικά οδήγησε τον Ισαάκιο Α΄ στην παραίτηση.6
Το 15ο αιώνα οι αξιωματούχοι του Πατριαρχείου και οι κοσμικοί άρχοντες αποτελούσαν τις κυριότερες κοινωνικές ομάδες που διαμόρφωναν την πολιτική ζωή, τόσο τις επαφές με το εξωτερικό όσο και τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους. Καθώς τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους δεν ταυτίζονταν, οι δύο αυτές ομάδες συγκρούονταν. Οι άρχοντες είχαν στραφεί προς τη Δύση, εξαιτίας των οικονομικών επαφών τους με τις ιταλικές πόλεις και της ελπίδας ότι ο τουρκικός κίνδυνος θα απομακρυνόταν με δυτική βοήθεια, προωθώντας την ιδέα ενός «εθνικού» κράτους. Το Πατριαρχείο, αντίθετα, την εποχή αυτή, που οι Οθωμανοί εξαπλώνονταν και η Καθολική Εκκλησία διείσδυε στις περιοχές δικαιοδοσίας του, επιθυμούσε την ενότητα της επικράτειάς του για λόγους ιδεολογικούς και οικονομικούς και προωθούσε την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Η Εκκλησία προβαλλόταν ως η μόνη πολιτική προοπτική, ακόμα και μετά την Άλωση. Το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών έγινε το πεδίο επί του οποίου διεξήχθη μεγάλο μέρος της σύγκρουσης. Οι Παλαιολόγοι υποστήριζαν την ένωση Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποσκοπώντας στην αποστολή βοήθειας από τη Δύση για την απόκρουση των Οθωμανών. Οι αξιωματούχοι του Πατριαρχείου, όμως, ήταν κυρίως ανθενωτικοί, καλλιεργώντας την επιρροή τους στον πληθυσμό της Πόλης, με το επιχείρημα ότι η ένωση θα επιτάχυνε την επικείμενη καταστροφή που φάνταζε σαν τιμωρία για την παραβίαση της πίστης.7 Αν αναλογιστεί κανείς ότι το Πατριαρχείο επέζησε μετά την Άλωση, τότε νικήτρια από τις πολιτικές συγκρούσεις εξήλθε μάλλον η πατριαρχική ομάδα.
3. Η σύγκλητος και η αριστοκρατία
Η σύγκλητος8 αποτελούσε ένα από τα τρία συνταγματικά όργανα (μαζί με το λαό και το στρατό) που επικύρωναν τη νομιμότητα ενός αυτοκράτορα, θεωρητικά τουλάχιστον.9 Τη βυζαντινή σύγκλητο αποτελούσαν κυρίως οι ανώτατοι εν ενεργεία υπάλληλοι του κράτους και οι ανώτατοι αξιωματούχοι της αυλής, στους οποίους έρχονταν να προστεθούν όσοι διορίζονταν προσωπικά από τον αυτοκράτορα. Η αυτοπεποίθηση της συγκλήτου πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι μια αλλαγή στο θρόνο συχνά επέφερε το διορισμό σε υψηλές θέσεις εκείνων που είχαν βοηθήσει το νέο αυτοκράτορα να επικρατήσει.10 Οι συγκλητικοί ήταν κατά κύριο λόγο μεγαλογαιοκτήμονες και αντιπροσώπευαν την οικονομικά ισχυρή αριστοκρατία της γης που ασκούσε μεγάλη επιρροή στην κοινωνικοπολιτική ζωή.
Αν και τον 7ο αιώνα η σύγκλητος διαδραμάτιζε ουσιαστικό ρόλο στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, η πρωτοβυζαντινή αριστοκρατία της συγκλητικής τάξης δέχτηκε μεγάλα πλήγματα κατά τις βασιλείες του Φωκά (602-610) και ιδιαίτερα του Ιουστινιανού Β΄ (685-695, 705-711) και παρήκμασε.11 Τον 9ο και το 10ο αιώνα την κυρίαρχη τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας την αποτελούσαν οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί της πρωτεύουσας.12
Τον 11ο αιώνα το κράτος, έχοντας ανάγκη από περισσότερους αφοσιωμένους υπαλλήλους, έδωσε νέα πνοή στο θεσμό της συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος επί τουλάχιστον τρεις αιώνες είχε αδρανήσει σε μεγάλο βαθμό, και επέτρεψε στους κρατικούς υπαλλήλους να εισέλθουν στη σύγκλητο, χωρίς να απαιτείται πάντοτε να είναι ανώτατοι υπάλληλοι. Το μέτρο αυτό είχε αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των συγκλητικών σε αρκετές χιλιάδες, ενώ το κράτος επιχορηγούσε το αξίωμα του συγκλητικού από το δημόσιο ταμείο, ανταμείβοντας και εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την υποστήριξη των συγκλητικών.13 H αναβάθμιση της συγκλητικής τάξης χαρακτηριζόταν από κάθετη κινητικότητα και συμπεριλάμβανε στους κόλπους της νεόπλουτους εμπόρους και τεχνίτες. Ωστόσο, τον 11ο αιώνα η ανώτερη αριστοκρατία διαιρέθηκε σε δύο ομάδες, με κριτήριο τα καθήκοντα, στρατιωτικά ή πολιτικά, με τα οποία κάθε ομάδα ήταν επιφορτισμένη.14
Επί Κομνηνών (ιδιαίτερα το 1081-1180), με την επικράτηση της στρατιωτικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων, η κωνσταντινουπολίτικη αριστοκρατία των συγκλητικών, η ανώτερη μερίδα της πολιτικής αριστοκρατίας, που είχε στενούς δεσμούς με τους εμπορικούς κύκλους και την Εκκλησία και ουσιαστικά ασκούσε την εξουσία τον 11ο αιώνα, άρχισε να θεωρείται κοινωνικά κατώτερη και περιορίστηκε σε δευτερεύουσες θέσεις στην κρατική διοίκηση.15 Όμως, με τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό (1183-1185) και τη δυναστεία των Αγγέλων (1185-1204), ενισχύθηκε και πάλι η επιρροή της, ως αντίδραση στις κεντρόφυγες τάσεις των αριστοκρατών στην επαρχία.16
Το 14ο και ιδιαίτερα το 15ο αιώνα, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η αριστοκρατία στην πρωτεύουσα επένδυσε με επιτυχία στο εμπόριο, λόγω της απώλειας των γαιών της από την τουρκική επέκταση. Η οικτρή οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας αποζητούσε την οικονομική βοήθεια αυτών των αριστοκρατών, γεγονός που φανερώνει το μέγεθος της επιρροής που ασκούσαν.
4. Οι μέσοι
Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και ρήτορες συνήθιζαν να διαχωρίζουν την κοινωνία σε κατηγορίες, ενώ η συνηθέστερη και απλούστερη διάκριση ήταν εκείνη μεταξύ δυνατών και πενήτων. Την ομάδα των δυνατών σχημάτιζαν όσοι ήταν μέλη του κυρίαρχου κοινωνικού στρώματος, συμπεριλαμβανομένων των ανώτερων κληρικών, και είχαν πρόσβαση στην πολιτική εξουσία,17 ενώ θα μπορούσαμε πολύ γενικά να πούμε ότι τους πένητες αποτελούσαν οι φορολογούμενοι. Ωστόσο, από τον 11ο αιώνα, αυτός ο διμερής διαχωρισμός της κοινωνίας άρχισε να θεωρείται ανεπαρκής, καθώς μία ενδιάμεση τάξη, οι μέσοι, είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία της. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κυρίως έμποροι και βιοτέχνες, που τους διέκρινε κανείς ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν επικεντρωμένη η εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα.18 Είναι ενδεικτικό ότι το 12ο αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, κάνοντας λόγο για τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, τους αναφέρει: «οἱ μεγάλοι», «οἱ μικροί», «οἱ μέσοι».19
Από το πρώτο μισό του 11ου αιώνα, οι μέσοι είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξουσία, στο πλαίσιο της σύγκρουσης μεταξύ αυτοκράτορα και δυνατών. Οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055) και Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας (1059-1067), μάλιστα, είχαν απονείμει τιμητικούς τίτλους σε ανθρώπους της αγοράς, αφού θεωρούσαν απαραίτητη την υποστήριξή τους για την εδραίωση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Είχαν κατανοήσει ότι ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης συνδεόταν στενά με την υποστήριξη των εμπορικών και βιοτεχνικών κύκλων, που αντιπροσώπευαν το νέο πλούτο στην πρωτεύουσα.20
Ωστόσο, η ανάρρηση στο θρόνο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), με τον οποίο επιβλήθηκε η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, διέκοψε απότομα την επιρροή των μέσων. Η ιδεολογική στάση του Αλεξίου Α΄ (και της στρατιωτικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων) προς το αστικό περιβάλλον και, ιδιαίτερα, τις εμποροβιοτεχνικές τάξεις ήταν περιφρονητική. Την περίοδο 1081-1180, η σύγκλητος, οι συντεχνίες και οι λαϊκές μάζες είχαν απλώς εθιμοτυπικό ρόλο και βρίσκονταν υπό αυστηρό έλεγχο. Λίγο μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, όμως, τα σώματα αυτά ανέλαβαν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τους ρόλους που κατείχαν πριν από το 1081.21
Το 14ο αιώνα, οι μέσοι άρχισαν να συνειδητοποιούν άλλη μια φορά τη διαφορά τους από τους αριστοκράτες και συχνά ήταν εχθρικά διακείμενοι προς αυτούς. Μάλιστα, ο εμφύλιος πόλεμος (1341-1347) μεταξύ του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού (1347-1354) και της αντιβασιλείας, που επιτρόπευε τον ανήλικο αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391), έλαβε τη μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στους αριστοκράτες (ο ισχυρότερος εκπρόσωπος των οποίων ήταν ο Καντακουζηνός) και τους μέσους (τους οποίους είχαν προσεταιριστεί οι επίτροποι του Ιωάννη Ε΄).22
Από το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ο όρος «μέσοι» δεν απαντά πλέον στα κείμενα. Ο κύριος λόγος είναι ότι όσοι ανήκαν στις τάξεις της παλαιάς αριστοκρατίας άρχισαν να ασχολούνται με εμπορικές δραστηριότητες, εξαιτίας της έλλειψης γης (λόγω της τουρκικής επέκτασης), παύοντας με αυτό τον τρόπο να αποτελούν σαφώς διακριτή κοινωνική ομάδα από τους μέσους.23 Έτσι, το 15ο αιώνα το κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα στη βυζαντινή κοινωνία δεν απαρτιζόταν μόνο από παλαιούς αριστοκράτες, αλλά και από πλούσιους ανθρώπους που ασχολούνταν με το εμπόριο ή γενικότερα με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η κύρια επιδίωξή τους ήταν η συμμετοχή τους στην εξουσία, την οποία επιτύγχαναν μέσω της αυτοκρατορικής εύνοιας.24
5. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης (populus, δήμος και στη συνέχεια δήμοι25) υπήρξε ένας από τους βασικότερους πολιτειακούς παράγοντες, αν και συχνά ο ρόλος του περιοριζόταν στην τελετουργική επικύρωση της ανάρρησης ενός νέου αυτοκράτορα στο θρόνο.26 Ο λαός της πρωτεύουσας μπορούσε να συναθροίζεται ελεύθερα κυρίως στον Ιππόδρομο, που αποτελούσε σύμβολο της σχέσης αυτοκράτορα και λαού, ενώ το δικαίωμα του δήμου να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του στον Ιππόδρομο ενώπιον επίσημων προσώπων είχε παραχωρηθεί από το Μεγάλο Κωνσταντίνο (324-337) το 331, κάτι το οποίο οι αρχές σέβονταν.27
Η επιρροή που ασκούσαν οι δήμοι, οι αντίπαλες οργανώσεις κυρίως των Πράσινων και των Βένετων (Γαλάζιων), στην πολιτική ζωή της Κωνσταντινούπολης κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο είναι ευρέως γνωστή. Οι δήμοι ανάγονταν στο ρωμαϊκό ιππόδρομο, αλλά στο Βυζάντιο απέκτησαν ιδιαίτερο χαρακτήρα με πολιτική λειτουργία, που ξεπερνούσε τα όρια του Ιπποδρόμου.28
Το γεγονός με το οποίο συνδέονται συνειρμικά οι δήμοι της Κωνσταντινούπολης είναι η Στάση του Νίκα (532), που συντάραξε την πρωτεύουσα και παραλίγο να ανατρέψει τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565). Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της στάσης, η οποία ήταν απόρροια των αδικιών και της καταπίεσης, ήταν η ένωση και η συμφιλίωση των δήμων.29 Λόγω της στάσης η λαϊκή εξέγερση επικράτησε λίγες μέρες στην πρωτεύουσα και επιχείρησε να στέψει νέο αυτοκράτορα τον Υπάτιο. Τελικά, έπειτα από έντονες παρασκηνιακές ενέργειες, οι στρατηγοί Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στον Ιππόδρομο, όπου είχε συγκεντρωθεί ο λαός για να στέψει αυτοκράτορα τον Υπάτιο, και έσφαξαν περίπου 35.000 ανθρώπους.30
Οι δήμοι επιβίωσαν και αργότερα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο – για παράδειγμα, το 602, στην ανατροπή του Μαυρικίου (582-602) από το Φωκά, και το 610, στην ανατροπή του Φωκά από τον Ηράκλειο (610-641). Ποτέ, όμως, δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από το πλήγμα που δέχθηκαν από τον Ιουστινιανό, καταλήγοντας συχνά διακοσμητικά στοιχεία στις επίσημες τελετές.31 Περίπου από το 10ο αιώνα και εξής, οι δήμοι φαίνεται ότι ταυτίζονται με τις συντεχνίες.32
Το 1042 ξέσπασε μια τρομερή εξέγερση του λαού της Κωνσταντινούπολης εναντίον του Μιχαήλ Ε΄ (1041-1042), εξαιτίας του εγκλεισμού της λαοφιλούς αυτοκράτειρας Ζωής σε μοναστήρι. Ο λαός, με την υποκίνηση του πατριάρχη Αλέξιου Στουδίτη (1025-1043), τον οποίο ο Μιχαήλ Ε΄ ήθελε να καθαιρέσει, ανέτρεψε εύκολα τον αυτοκράτορα.33 Με την πτώση του, ο λαός της πρωτεύουσας κατέστη ξανά υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, διατηρώντας την επιρροή του μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοκράτορες της περιόδου σε ορισμένες περιπτώσεις απευθύνονταν και στο λαό και στη σύγκλητο.34 Ωστόσο, η άνοδος στην εξουσία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1081 ανέτρεψε αυτή τη δυναμική, αφού ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών επέβαλε την επιρροή του στην Κωνσταντινούπολη και κατάφερε να δαμάσει το λαό της.35
Το 15ο αιώνα φαίνεται ότι ο ρόλος του δήμου ενισχύθηκε πάλι και συχνά υπάρχουν υπαινιγμοί στις πηγές της εποχής για «συνελεύσεις» των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, στις οποίες λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, ακόμα και για κινήσεις συνθηκολόγησης με τους Οθωμανούς. Η ακριβής σύνθεση των συνελεύσεων αυτών δε μας είναι γνωστή, όπως και το αν υπήρχε ένα σύστημα «αντιπροσώπευσης». Πιθανολογείται, όμως, ότι στις συνελεύσεις συμμετείχαν, εκτός από τους συγκλητικούς, και οι πλουσιότεροι κάτοικοι, που είχαν μια δική τους αρχή,36 εξέλιξη που σχετίζεται και με την εδραίωση του κοινωνικού στρώματος των μέσων, όπως περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
1. Ο όρος «κόμμα» αναφέρεται εδώ με τον τρόπο που τον χρησιμοποιεί ο Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 332: «Αν λοιπόν δεχτούμε ως ελάχιστο όρο για τη διαμόρφωση ενός κόμματος, εκτός από το πρόγραμμα, την επιδίωξη της πολιτικής υλοποίησής του, τότε μπορούμε ίσως, τουλάχιστον πρόχειρα, να εφαρμόσουμε την έννοια “κόμμα” και στο Βυζάντιο».
2. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 562.
3. Λουγγής, T.K., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας Α: (324-1204)2 (Αθήνα 1998), σελ. 162.
4. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 564.
5. Κουντούρα-Γαλάκη, E., Ο βυζαντινός κλήρος και η κοινωνία των «σκοτεινών αιώνων» (Αθήνα 1996), σελ. 75, 105.
6. Angold, M., Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μία πολιτική ιστορία2 (Αθήνα 1997), σελ. 128-135· Λουγγής, T.K., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας Α: (324-1204)2 (Αθήνα 1998), σελ. 282-284.
7. Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 58-77, 235-244.
8. Για τη βυζαντινή σύγκλητο, βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., «Η σύγκλητος εις το βυζαντινόν κράτος», Επετηρίς του αρχείου της ιστορίας του ελληνικού δικαίου 2 (1949)· Beck, H.-G., Senat und Volk von Konstantinopel. Probleme der byzantinischen Verfassungsgeschichte (München 1966)· Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 137-240.
9. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 47· Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 71.
10. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 72.
11. Λουγγής, Τ.Κ., «Δοκίμιο για την κοινωνική εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων “σκοτεινών αιώνων”», Σύμμεικτα 6 (1985), σελ. 139-222, ειδ. 145.
12. Kazhdan, A.P. – Wharton-Epstein, A., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα (Αθήνα 1997), σελ. 57.
13. Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας Α: (324-1204)2 (Αθήνα 1998), σελ. 272.
14. Kazhdan, A.P. – Wharton-Epstein, A., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα (Αθήνα 1997), σελ. 107. Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνουν μερικές διευκρινίσεις: ο H.-G. Beck, αναφερόμενος στο «στρατιωτικό κόμμα» και στο «κόμμα των πολιτικών» του 11ου αιώνα, έχει επισημάνει ότι δεν ήταν απαραίτητο να ανήκει κάθε στρατιωτικός στις τάξεις του «στρατιωτικού κόμματος», ούτε κάθε φορέας πολιτικών αξιωμάτων στο «κόμμα των πολιτικών». Επιπλέον, η μεταπήδηση από τη μία παράταξη στην άλλη δεν ήταν ασυνήθιστη, καθώς η πολιτική πρακτική και η ιδιοτέλεια έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Βλ. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 337. Να σημειωθεί ότι ειδικότερα τα συμπεράσματα του Cheynet, J.C., Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) (Byzantina Sorbonensia 9, Paris 1990), σελ. 191-198, έχουν αποτελέσει σταθμό στην κριτική κατά του διπόλου πολιτικό - στρατιωτικό «κόμμα». Βλ., επίσης, Kaegi, W.E., “The Controversy about Bureaucratic and Military Factions”, Byzantinische Forschungen 19 (1993), σελ. 25-33.
15. Καζντάν, A., «Κεντρομόλες και κεντρόφυγες τάσεις στο βυζαντινό κόσμο (1081-1261). Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας», Βυζαντιακά 3 (1983), σελ. 91-110, ειδ. 103.
16. Καζντάν, A., «Κεντρομόλες και κεντρόφυγες τάσεις στο βυζαντινό κόσμο (1081-1261). Η δομή της βυζαντινής κοινωνίας», Βυζαντιακά 3 (1983), σελ. 91-110, ειδ. 104-105.
17. Πρβλ. Νεαρά 2β΄ Ρωμανού Α΄, Κωνσταντίνου και Χριστοφόρου, όπου διευκρινίζεται ότι ο όρος «δυνατός» αντιστοιχεί σε ευρύ περιεχόμενο: «ἐκεῖνοι δὲ νοείσθωσαν δυνατοί, οἵτινες κἂν μὴ δι' ἑαυτῶν, ἀλλ’ οὖν διὰ τῆς ἑτέρων δυναστείας, πρὸς οὓς πεπαῤῥησιασμένως ᾠκείωνται, ἱκανοί εἰσιν ἐκφοβῆσαι τοὺς ἐκποιοῦντας, ἢ πρὸς εὐεργεσίας ὑπόσχεσιν τὴν πληροφορίαν αὐτοῖς παρασχεῖν». Βλ. Ζέπος, Ι. – Ζέπος, Π. (επιμ.), Jus Graecoromanum Α: Νεαραί και χρυσόβουλλα των μετά τον Ιουστινιανόν Βυζαντινών αυτοκρατόρων (Αθήνα 1931), σελ. 203.
18. Angold, M., Church and Society in Byzantium under the Comneni, 1081-1261 (Cambridge 1995), σελ. 385.
19. Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Συγγραφὴ τῆς εἴθε ὑστέρας κατ' αὐτὴν ἁλώσεως, Kyriakidis, S. (επιμ.), Rotolo, V. (ιταλ. μτφρ.), Eustazio di Tessalonica, La espugnazione di Tessalonica (Testi e Monumenti, Testi 5, Palermo 1961), σελ. 32.8.
20. Angold, M., Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μία πολιτική ιστορία2 (Αθήνα 1997), σελ. 165. Βλ., επίσης, Dagron, G., «Η αστική οικονομία από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 43-140, ειδ. 73· Παπαγιάννη, E., «Βυζαντινή νομοθεσία και οικονομική δραστηριότητα κατά κοινωνικές τάξεις», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Γ (Αθήνα 2006), σελ. 283-296, ειδ. 294.
21. Hendy, M.F., Studies in the Byzantine Monetary Economy, c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 586.
22. Κιουσοπούλου, T., Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 47-48.
23. Oikonomidès, N., Hommes d’affaires grecs et latins à Constantinople (XIIIe-XVe siècles) (Montréal – Paris 1979), σελ. 119-123.
24. Κιουσοπούλου, T., Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 49-50, 57.
25. Οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι κατά τον A. Cameron. Βλ. Cameron, A., “Demes and Factions”, Byzantinische Zeitschrift 67 (1974), σελ. 74-91, ειδ. 90-91.
26. Καραγιαννόπουλος, I.E., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 47, 51, 55-59.
27. Λουγγής, T., Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία τον 6ο μ.Χ. αιώνα (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 144-146.
28. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 337.
29. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Ι.24.17, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia I: De bellis libri I-IV (Lipsiae 1962), σελ. 126.17-23.
30. Για τα γεγονότα της Στάσης του Νίκα, βλ. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή Ιστορία Α: 324-6102 (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 266-271· Λουγγής, Τ., Ιουστινιανός Πέτρος Σαββάτιος. Κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία τον 6ο μ.Χ. αιώνα (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 146-161.
31. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε., Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών (Θεσσαλονίκη 1992), σελ. 53.
32. Beck, H.-G., Η βυζαντινή χιλιετία2 (Αθήνα 1992), σελ. 77· Vryonis, S., “Byzantine Δημοκρατία and the Guilds in the Eleventh Century”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 287-314, ειδ. 314.
33. Angold, M., Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μία πολιτική ιστορία2 (Αθήνα 1997), σελ. 106-107· Λουγγής, T.K., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας Α (324-1204)2 (Αθήνα 1998), σελ. 281.
34. Βλ. Vryonis, S., “Byzantine Δημοκρατία and the Guilds in the Eleventh Century”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 287-314, ειδ. 309 κ.ε.
35. Angold, M., Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μία πολιτική ιστορία2 (Αθήνα 1997), σελ. 107, 241. Γενικά για την πολιτική δύναμη των λαϊκών μαζών στην Κωνσταντινούπολη κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο, βλ. Charanis, P., “The Role of the People in the Political Life of the Byzantine Empire: The Period of the Comneni and the Palaeologi”, Byzantine Studies / Études Byzantines 5:1-2 (1978), σελ. 69-79· Garland, L., “Political Power and the Populace in Byzantium Prior to the Fourth Crusade”, Byzantinoslavica 53 (1992), σελ. 17-52.
36. Κιουσοπούλου, T., Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 159-163.
Πηγή
Πόλοι εξουσίας και συγκρούσεις στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη
Συγγραφή : Μέριανος Γεράσιμος (29/9/2007)
Για παραπομπή: Μέριανος Γεράσιμος , «Πόλοι εξουσίας και συγκρούσεις στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου