Παρθενώνας

Ο ναός που οι Αθηναίοι αφιέρωσαν στην προστάτιδα της πόλης τους, Αθηνά Παρθένο, είναι το λαμπρότερο δημιούργημα της αθηναϊκής δημοκρατίας στην περίοδο της μεγάλης ακμής της και το αρτιότερο ως προς τη σύνθεση και την εκτέλεση από τα οικοδομήματα του Ιερού Βράχου. Κτίσθηκε κατά τα έτη 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη με πρωτοβουλία του Περικλή, και πάνω στη θέση παλαιότερων ναών αφιερωμένων στην Αθηνά. Ο Περίκλειος Παρθενών (Παρθενών ΙΙΙ) διαδέχθηκε έναν προηγούμενο ναό, το μαρμάρινο Προπαρθενώνα (Παρθενών ΙΙ), που άρχισε να κτίζεται μετά τη νίκη στο Μαραθώνα, περίπου το 490 π.Χ., αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Αυτός με τη σειρά του είχε οικοδομηθεί στη θέση παλαιοτέρου ναού, του πρωταρχικού Παρθενώνα (Παρθενών Ι), που κτίσθηκε γύρω στο 570 π.Χ. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το μαρμάρινο Παρθενώνα των χρόνων του Περικλή, σχεδιασμένο από τον Ικτίνο με συνεργάτη τον Καλλικράτη. Την ευθύνη του γλυπτού διακόσμου και του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς, που βρισκόταν στο εσωτερικό του, καθώς και όλου του οικοδομικού προγράμματος του ναού, είχε ο διάσημος γλύπτης Φειδίας.

Iknow...

...κλείσε την ελληνική τηλεόραση...σταμάτα να μπαίνεις στο Facebook για να κρυφοκοιτάς τις ζωές των άλλων...ζήσε την στιγμή ... δέν χρειάζεται να την τραβήξεις σε βίντεο, να την ανεβάσεις στο internet για να επιβεβαιώθείς από τους δικτυακούς φίλους σου ότι πράγματι ζείς...σταμάτα επιτέλους να αναπαράγεις τις δήθεν ειδήσεις και μπουρδολογίες που ξεκινούν από το πληκτρολόγιο του κάθε μαλάκα και στρατευμένου στο ιντερνετ...μήν δέχεσαι την άποψη του κάθε τυχάρπαστου περαστικού και ότι γράφει στο twitter σαν είδηση...μην δέχεσαι να στο επιβάλει ο ο 30φυλλόπουλος ή ο κάθε Ευαγγελάτος αυτό... βγές από αυτό το blog τώρα...επιλεκτική αναπαραγωγή άρθρων κάνει... και επιτέλους ξεκίνα να διαβάζεις και κανένα βιβλίο...κατά προτίμηση όχι άρλεκιν ή μυθιστόρημα που βασίστηκε η τελευταία ταινία του κατα τα άλλα συμπαθή Batman...Μιά οθόνη μας κλείνει τον ορίζοντα, παίρνει δωρεάν τον χρόνο μας και τον πουλάει σε διαφημιστές...χωρίς να μας δίνει ποσοστό...Η ζωή μας έχει ναυαγήσει σε Ξενόφερτα προσωπεία... και εμείς σαν Έλληνες ζούμε τον 'ομαδικό μας ναρκισσισμό'...περιμένοντας με αγωνία και διάχυτο μαζοχισμό τα βραδυνά δελτία ειδήσεων για να δούμε τί σκέφτονται οι ξένοι για εμάς και με ποιό νέο τρόπο θα μας προσβάλλουν για άλλη μια φορά οι 'κουτόφραγκοι'...

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831(Ιουλιανό)στο Νάυπλιο από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη. (Έργο του Χαράλαμπου Παχή β ήμιση 19ου αιώνα)

Κνωσός

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή. Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

Μέγας Αλέξανδρος κατά Δαρείου στη μάχη της Ισσού 333 π.χ.

Η Μάχη της Ισσού, ψηφιδωτό, ρωμαϊκό αντίγραφο Ελληνικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ(Μουσείο Νάπολης).

3/10/13

Οι αρχές του πολέμου στις σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις

Οι Αρχές του Πολέμου έχουν διαχρονική αξία για την ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Η εφαρμογή τους δεν εξασφαλίζει τη νίκη, αλλά η παράβλεψη ή η παραβίασή τους οδηγεί εκ του ασφαλούς στην ήττα. Η οποιασδήποτε έκτασης επιτυχής εφαρμογή τους προϋποθέτει την ύπαρξη δυνατοτήτων ανάλογων των εκάστοτε απαιτήσεων του επιχειρησιακού περιβάλλοντος. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δυστυχώς δεν έχουν δημιουργήσει τέτοιες δυνατότητες, με συνέπεια να αδυνατούν να εφαρμόσουν πλήρως τις Αρχές του Πολέμου.
Ο πόλεμος είναι μια πολύ πολύπλοκη, ιδιόμορφη και δύσκολη δραστηριότητα, η επιτυχία της οποίας ε­ξαρτάται από πολλούς μεταβαλλόμενους,

19/9/13

Αμεριμνησία και διαγραφή των σημασιών

Συγγραφέας: Γιώργος Καστρινάκης
Περιοδικό Άρδην τ. 52
Tα τελευταία χρόνια, ένα ρεύμα σκέψης αναπτύσσεται στην Ελλάδα, η λεγόμενη «αρχαιολατρία», το οποίο διαπλεκόμενο εφεξής με τον εσωτερισμό, την αστρολογία και το «υπερφυσικό», συγκροτεί έναν ευρύτερο ανορθολογικό χώρο. Στο παρελθόν, το ρεύμα αυτό παρέμενε στα πλαίσια της «αρχαιοπληξίας», που όχι μόνο θεωρεί την παράδοση, και ειδικά την ανυπέρβλητη έως σήμερα αρχαία Ελλάδα, ως ένα «πρότυπο» για τη σημερινή πραγματικότητα αλλά επιθυμεί μια κυριολεκτική «επιστροφή» σε αυτήν. Παρά τα φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά αυτού του χώρου —εκτός από μια σύντομη αναφορά μας στον μύθο της «Ομάδος Ε»— η προσπάθεια του περιοδικού κατέτεινε σε μια εμπεριστατωμένη απάντηση στην λογική της αντιπαράθεσης ελληνισμού και ορθοδοξίας [Βλέπε ιδιαίτερα το τεύχος 27 του Άρδην με αφιέρωμα «το πέρασμα από την αρχαιότητα στον χριστιανισμό», όπου φιλοξενήθηκαν και μερικές από τις σοβαρότερες φωνές του συγκεκριμένου «χώρου»]. Απέναντι στην «εκσυγχρονιστική λαίλαπα» που εξακολουθεί να αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα προς αντιμετώπιση, επιχειρούμε να διατυπώσουμε έναν σοβαρό και σφαιρικό λόγο για την την ελληνικότητα και την αρχαία Ελλάδα [βλέπε επανειλημμένα αφιερώματα στο γλωσσικό ζήτημα καθώς και το αφιέρωμα στον Κώστα Παπαϊωάννου], αποκλείοντας τόσο τους αρχαιολατρικούς φονταμενταλισμούς όσο και τις ακροδεξιές φυλετιστικές και ρατσιστικές λογικές — ο ελληνικός πολιτισμός είναι τόσο σημαντικός ώστε δεν χρειάζεται την συνηγορία του κ. Πλεύρη. Πάντα πιστεύαμε πως η διαμόρφωση ενός αντίπαλου δέους στην εκσυγχρονιστική παγκοσμιοποίηση προϋποθέτει την συστηματική αντιπαράθεση ενός έλλογου και συνθετικού οικοδομήματος.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στον «χώρο», η εισβολή και κατακυριάρχηση του ανορθολογισμού, η ανάδειξη εντύπων και τηλεοπτικών «προσωπικοτήτων» που διασύρουν τόσο τον ελληνισμό όσο και τη στοιχειώδη λογική και η συνακόλουθη υποχώρηση των πιο σοβαρών εκδοχών στο εσωτερικό του –ή ακόμα και η σταδιακή προσχώρηση ορισμένων στον ανορθολογισμό, «γιατί πουλάει»– μας υποχρεώνουν πλέον σε μια πιο συστηματική αντιμετώπιση του φαινομένου. Γιατί αν στη δεκαετία του 1970, και εν μέρει του 1980, για την αρχαία Ελλάδα, μ’ έναν καινοτόμο και δημοκρατικό στοχασμό, μιλούσαν προοδευτικοί Νεοέλληνες στοχαστές, όπως ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, τα τελευταία δέκα χρόνια, οι σοβαροί στοχαστές αρχίζουν να επικαλύπτονται από τον ορυμαγδό μιας συνωμοσιολογικής, ή και φασιστοειδούς αντίληψης ποικιλώνυμων «ερευνητών» που λυμαίνονται τον έντυπο και ραδιοτηλεοπτικό χώρο.

Η μετάβαση αυτή δεν είναι τυχαία: στα πρώτα «επαναστατικά» και ελπιδοφόρα μεταπολιτευτικά χρόνια, η αναφορά στην άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας λειτουργούσε ως ένα πρότυπο για μια σύγχρονη διεύρυνση των ελευθεριών, ενώ στη μετά το 1989 εποχή, και κυρίως μετά το 2000, η προσφυγή στους αρχαίους προγόνους ως εξωγήινους, υπερανθρώπους ή ημίθεους, αντανακλά την εξάντληση και την παρακμή της μεταπολίτευσης. Επιπλέον, και ίσως το σημαντικότερο, χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να πληγεί ο σύγχρονος ελληνισμός, στα πλαίσια ενός γενικευμένου ιδεολογικού εμφυλίου πολέμου. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται μια εκτεταμένη ανάλυση του φαινομένου. Τόσο μάλλον που τα τελευταία χρόνια ακόμα και τα ίδια τα έντυπα αυτού του χώρου εξαχρειώνονται προοδευτικά, μεταβάλλοντας ακόμα και την αρχική γραμμή πλεύσης τους, αναδεικνύοντας το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιπέσει — ένδειξη συνάμα και της βαθύτατης παρακμής της χώρας μας. Έτσι, μέσα σε τριάντα χρόνια, περάσαμε από τον Περικλή στους εξωγήινους και από τον Καστοριάδη στον… Φουράκη.

Το παρόν αφιέρωμα εντάσσεται, λοιπόν, σε μία λογική στοιχειώδους αυτοπροστασίας της ελληνικότητας, της αρχαίας Ελλάδας, του ελληνισμού. Η πλειοψηφία του –ψευδώς– αποκαλούμενου «αρχαιολατρικού χώρου», θα έπρεπε μάλλον να χαρακτηρίζεται πλέον ως «χώρος κατασυκοφάντησης του αρχαίου ελληνισμού». Επιπροσθέτως, στην τρέχουσα εκδοχή του, λειτουργεί ως όργανο μιας ακόμα βαθύτατης διάσπασης των Ελλήνων, πέρα από τις παραδοσιακές κομματικές. Μιας διάσπασης ανάμεσα σε «Έλληνες» και «Ρωμιούς», ανάμεσα σε γένος και έθνος-κράτος, ανάμεσα σε ορθόδοξους και μη. Μιας διάσπασης η οποία δεν στηρίζεται σχεδόν πουθενά, διότι συσκοτίζουν το γεγονός πως, σήμερα, Έλληνες και Ρωμιοί είναι ένα και το αυτό, πως από το κάποτε μεγάλο γένος μας έχει απομείνει πλέον, σχεδόν αποκλειστικά, το έθνος-κράτος μας και η απειλούμενη Κύπρος, και πως, για δεκαεφτά αιώνες, όλοι μας, θρησκευόμενοι και μη, χριστιανοί και «παγανιστές», πορευθήκαμε κάτω από τα σχήματα της ορθοδοξίας, και πως αυτή αποτελεί την πρόσφατη παράδοσή μας, έχοντας αναχωνεύσει στο εσωτερικό της και την αρχαιοελληνική.

Μπορεί κάποιοι να μην είναι ικανοποιημένοι από το βαθμό αποδοχής της ελληνικότητας από την ορθοδοξία. Θα έπρεπε όμως να προβάλλουν τη δική τους αντίληψη με πνεύμα αλληλεγγύης, συναντίληψης και συμπόρευσης.

Η λογική της διάσπασης και του εμφυλίου

Είναι γνωστό πως η πάλη γύρω από την ιστορία και την παράδοση είναι καθοριστικής σημασίας σε στιγμές που το παρόν εμφανίζεται, και είναι όντως, ζοφερό, οπότε λαοί και άτομα καταφεύγουν στην ιστορία για να διδαχθούν και να αμυνθούν.

Αυτό συνέβη τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα. Οι Έλληνες, σε μια εποχή κρίσης και αποσύνθεσης της ταυτότητάς τους –τα τελευταία δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια–, κατέφυγαν στην ιστορική τους μνήμη. Αλλά η ιστορία και η παράδοση των Ελλήνων αναπτύσσεται σε τρεις ιστορικούς αναβαθμούς: τον αρχαίο, τον μεσαιωνικό και τον σύγχρονο. Μια σφαιρική αντίληψη για τον ελληνισμό πρέπει να αναφέρεται και στα τρία αυτά στάδια, αν θέλει να μην είναι μεροληπτική, άσχετα με το εάν κάποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για την αρχαία παράδοση, τη μεσαιωνική ή τη σύγχρονη, ενώ παράλληλα οφείλει να την αντιμετωπίζει στη σχετικότητά της και τη σύνδεσή της με το παρόν. Τέλος, τα αξιολογικά κριτήρια [του τύπου: αν τότε είχε συμβεί κάτι διαφορετικό, ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί αλλιώς κ.ο.κ.] δεν μπορούν να χωρέσουν στην ιστορία και την παράδοση. Όλοι ίσως θα θέλαμε να συνεχίζονταν και μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. οι μορφές άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα πετάξουμε ολόκληρη τη μεταγενέστερη ιστορία μας. Είναι δική μας και πρέπει να την αποδεχθούμε, έστω και εάν δεν συμφωνούμε με πολλές από τις εκφάνσεις της.

Η ιδεοληπτική και μεροληπτική χρήση της ιστορίας, η ανάληψη και η προβολή με μεγεθυντικό φακό μιας ιστορικής περιόδου, με κριτήρια αξιολογικά, οδηγεί σε παραμορφώσεις, αρχικά, και τερατογενέσεις τελικά.

Το ρεύμα της «επιστροφής» στον ελληνισμό αποτέλεσε τα προηγούμενα χρόνια τον κύριο αντίπαλο του ισοπεδωτικού «εκσυγχρονισμού» που θέλει να εξαφανίσει κάθε ιδιαίτερο πρόσωπο, έτσι ώστε να γίνει αποδεκτή η λογική των παγκοσμιοποιητών, η οποία προαπαιτεί την εξαφάνιση κάθε ιδιαιτερότητας. Εξ ου και τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν ένα σύνολο από στρατηγικές που αποσκοπούν στη συρρίκνωση και τη διάλυση του ρεύματος της αυτοσυνειδησίας. Ένας γενικευμένος πόλεμος κατά πάντων, μια εσωτερική διάσπαση του ελληνισμού είναι το κύριο στοιχείο αυτής της μεθόδευσης.

Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στις τακτικές του «εκσυγχρονισμού», εκείνες της παρόξυνσης των εμφύλιων διαμαχών στο πεδίο της ιστορίας: το αύριο συγκρούεται με το σήμερα, το παρόν με το μόλις χθες, το πρόσφατο παρελθόν με το απώτερο. Έτσι διαλύεται η ενότητα της ελληνικής ιστορίας. Γι’ αυτούς άλλο ήταν οι αρχαίοι Έλληνες, άλλο το Βυζάντιο, άλλο η τουρκοκρατία, άλλο το σήμερα. Και εμείς είμαστε μόνον τα παιδιά του σήμερα, της «παροντικότητας». Γενικότερα, σε ό,τι αφορά στην ιστορία, τους ενδιαφέρει μόνον, ή κυρίως, εκείνη η πλευρά που παροξύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις και όχι μια συνθετική αντίληψη. Στην ελληνική επανάσταση του ’21 και τη διαμόρφωση του νεοελληνικού έθνους δεν επιλέγεται η κυρίαρχη εθνικοαπελευθερωτική πλευρά αλλά προβάλλεται ο «εσωτερικός αγώνας» ως η κύρια όψη. Η σύγκρουση διαφωτισμού­-εκκλησίας ή οι εμφύλιες διαμάχες των Ελλήνων επαναστατών, από υπαρκτό –αλλά δευτερεύον– στοιχείο αναγορεύονται σε κυρίαρχο. Η αντίθεση με τους κατακτητές υποβαθμίζεται, και μάλιστα αναπτύσσονται ψευδή ιδεολογήματα για την υποτιθέμενη ηπιότητα της οθωμανικής κυριαρχίας, τα οποία κατατείνουν στην ιδεολογική προετοιμασία για την αποδοχή της επιστροφής της τουρκικής ηγεμονίας σήμερα.

Άλλο πρόσφατο κλασικό παράδειγμα αυτής της εκσυγχρονιστικής ιστοριογραφίας είναι η πληθώρα των βιβλίων που, από την αντίσταση ενάντια στους κατακτητές το 1940-44, μεταθέτουν το κέντρο βάρους και πάλι στην εμφύλια διαμάχη. Αυτή η δήθεν «ταξική» ιστοριογραφία προωθείται μάλιστα από τα πιο υποταγμένα στη νέα τάξη και τον εκσυγχρονισμό τμήματα της διανόησης και του πολιτικού φάσματος. Και το ζητούμενο είναι ακριβώς η υποταγή μας σε αυτή τη νέα τάξη και, επομένως, η παρόξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων, η αναζωπύρωση ξεπερασμένων «παραταξιακών» συγκρούσεων και η υποτίμηση για άλλη μια φορά του εθνικοαπελευθερωτικού στοιχείου των συγκρούσεων της Κατοχής.

Όμως ο κλασικός «εκσυγχρονισμός», επειδή έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την πραγματικότητα της συρρίκνωσης του ελληνισμού –οικονομικής, πολιτισμικής, γεωπολιτικής–, χάνει προοδευτικά την ιδεολογική μάχη. Ενισχύονται τα ρεύματα της ιδεολογικής αντίστασης και της καταφυγής στη διαχρονία μας. [Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του καθηγητή Σβορώνου που διαφεύγει πλέον από το εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο, έστω και με το έργο του, post mortem]. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να χρησιμοποιηθούν καινούργια όπλα, και κατ’ εξοχήν να επιδιωχθεί η αποσύνθεση του ίδιου του ρεύματος της επανεθνικοποίησης. Και ποιο μέσο θα ήταν προσφορότερο από την εσωτερική εμφύλια διαμάχη αυτού του χώρου και την αυτογελοιοποίησή του; Η αντίθεση, για παράδειγμα, οικουμενισμού και «εθνοκεντρισμού» στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, η οποία προσέλαβε τεράστια έκταση με το ζήτημα του Πατριαρχείου και των «νέων χωρών», κατατρώγει εδώ και πολλά χρόνια τον σύγχρονο ελληνισμό, τη στιγμή που η υλική βάση της αντίθεσης γένους και έθνους έχει πάψει να υπάρχει ήδη από το 1922 και τουλάχιστον μετά το 1960 και την έξοδο των Ελλήνων από την Πόλη.

Σε αυτή την κατεύθυνση η μεγαλύτερη στρέβλωση επιχειρείται μέσα από την πριμοδότηση της ψευδοαρχαιολατρίας, σε ό,τι αφορά στη μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό ελληνισμό και την ορθοδοξία. Εδώ, με βάση αμφίβολα κριτήρια αξιολόγησης του ιστορικού μας σώματος και της διαχρονίας μας, πραγματοποιείται ένα εγχείρημα μείζονος διχασμού του ενιαίου σώματος του ελληνισμού, μεταξύ ενός υποτιθέμενου «αυθεντικού» ελληνικού κόσμου και ενός «εβραϊκού» ορθόδοξου μεσαιωνικού ελληνισμού. Έτσι, το μεγάλο ζήτημα της περιόδου από το 300 π.Χ. έως το 300 μ.Χ. περίπου, για την παρακμή του ελληνισμού δεν είναι πλέον η καταστροφή της Κορίνθου, ο Μόμμιος, η Πύδνα κ.ο.κ., δεν είναι πλέον η υποταγή του ελληνικού κόσμου στη Ρώμη, αλλά ο σταδιακός εκχριστιανισμός του! Και παρασιωπάται το γεγονός πως η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και η διαμόρφωση του ορθόδοξου χριστιανισμού απετέλεσαν το βασικό στοιχείο της μερικής επανελληνοποίησης του ανατολικού ρωμαϊκού κόσμου! Παρασιωπάται, πως όταν, για παράδειγμα, οι Λατίνοι και οι Δυτικοί αναφέρονται στην Ορθοδοξία την χαρακτηρίζουν ως το «ελληνικό δόγμα» (rite Grec). Και όμως υπάρχουν πολλοί Έλληνες που επιχειρούν να ακρωτηριάσουν το σώμα ενός ήδη παραπαίοντος ελληνισμού σε αρχαίο και «αυθεντικά» ελληνικό, από τη μια, και ορθόδοξο –«ιουδαιοχριστιανικό»– από την άλλη κ.ο.κ. δημιουργώντας τις βάσεις για μια ακόμα εμφύλια σύρραξη στους κόλπους του.

Διότι, βέβαια, όπως δείξαμε, το πρόβλημα δεν έγκειται στο εάν προτιμούμε την πολιτειακή μορφή της αρχαίας Αθήνας από το αυτοκρατορικό Βυζάντιο –πράγμα που ισχύει φαντάζομαι για την πλειοψηφία των Ελλήνων. Όχι, αλλά το εάν συνιστούν και τα μεν και τα δε στιγμές της ιστορικής μας διαχρονίας, που τις αναλαμβάνουμε στο σύνολό τους, διότι αποτελούν εξ ίσου στοιχεία της παράδοσής μας. Διότι εάν αποκόψουμε από την ιστορική μας διαδρομή τους τελευταίους... 17 αιώνες, οδηγούμαστε αναγκαστικά σε μια τερατογένεση. Και αυτή θέλουμε να περιγράψουμε, τόσο στο τρέχον αφιέρωμα όσο και σε όσα τεύχη χρειαστεί στη συνέχεια (τουλάχιστον σε ένα ακόμα).

Αρχαία Ελλάδα και ορθοδοξία

Κατ’ αρχάς, όπως έχουμε πλειστάκις τονίσει [βλέπε και το ειδικό αφιέρωμα του Άρδην “Ελληνισμός και Χριστιανισμός”, τεύχος 28, Δεκέμβρης 2000-Γενάρης 2001], ο χριστιανισμός δεν αναπτύσσεται σε άμεση χρονική συνάφεια με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά με τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό κόσμο. Η αρχαία πόλις, ως αυτόνομη πολιτειακή οντότητα, έχει ήδη καταστραφεί από την εποχή των ελληνιστικών χρόνων, πολλούς αιώνες πριν. Δεν είναι λοιπόν το Βυζάντιο και ο χριστιανισμός που κατέστρεψαν τον ελληνικό κόσμο, αλλά η ρωμαιοκρατία, ενώ αντίθετα το Βυζάντιο εγκαινιάζει την επανελληνοποίησή του. Και αν κατηγορείται το Βυζάντιο ότι έκτισε πάνω στους αρχαίους ναούς τις εκκλησιές, πράγμα που είναι εν μέρει αλήθεια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε παράλληλα πως και η αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν πλέον σκιά του εαυτού της και είχε ήδη υποκατασταθεί από τις ανατολικές θρησκείες, τον Μιθραϊσμό κλπ. Κατά συνέπεια, η εκ των υστέρων αναζωπύρωση μιας διαμάχης ανάμεσα στην κλασική Ελλάδα του 5ου π.Χ. αιώνα και τη βυζαντινή του 4ου και 5ου μ.Χ. είναι όχι μόνο βαθύτατα διχαστική, ακόμα και αν ίσχυε, αλλά και απολύτως αντι-ιστορική. (Είναι σα να υποστηρίζαμε, για παράδειγμα, μερικούς αιώνες μετά, πως ο εμφύλιος του 1945-49 θα πρέπει να συνεχίζεται εσαεί).

Υπεύθυνες, λοιπόν, για την παρακμή του κλασικού ή ελληνιστικού ελληνισμού δεν είναι πλέον οι ιστορικές εξελίξεις, εσωτερικές και εξωτερικές –εξάντληση της πόλεως-κράτους, ανάδυση νέων δυνάμεων όπως η Ρώμη– αλλά απλώς και μόνο η εγκατάλειψη των αρχαίων θεών και η αποδοχή του «ιουδαιοχριστιανισμού». Πώς λοιπόν θα αναγεννήσουμε την αρχαία Ελλάδα; Μα είναι απλό, επιστρέφοντας στη χλαμύδα, ξαναφέρνοντας το δωδεκάθεο και απορρίπτοντας σχεδόν είκοσι αιώνων ιστορία. Δεν αναζητούμε πια την ενότητα του ελληνισμού στη μακρά διάρκεια, πώς δηλαδή ο Διόνυσος και η Σεμέλη θα σαρκωθούν στον Χριστό και την Παναγία, πώς το δωδεκάθεο θα ξαναβρεθεί στους δώδεκα αποστόλους, πώς οι φιλοσοφικές διαμάχες της αρχαιότητας θα μεταβληθούν εν μέρει στις θεολογικές έριδες του Βυζαντίου και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις των νεοελλήνων, πώς η αρχαία μουσική θα φτάσει μέχρι σήμερα κ.ο.κ.

Κάτι ανάλογο εξάλλου είχε συμβεί στο γλωσσικό πεδίο, όπου ο εμφύλιος διήρκεσε ολόκληρους αιώνες, με την απόπειρα επιστροφής στα αρχαία ελληνικά, όταν το ζητούμενο δεν ήταν πλέον η αναζήτηση της συνέχειας και της διαχρονίας μέσα από τη ζωντανή εξέλιξη της γλώσσας, αλλά η επιστροφή στην αρχαία –αττική– μορφή της; Έτσι το αίτημα για μια επαφή με τη διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες μορφές της, το αίτημα να γνωρίζουμε τα αρχαία ελληνικά για να αντλούμε από αυτά, μεταβλήθηκε σε επιστροφή, παρ’ όλο που η μόνη ζωντανή συνέχεια της αρχαίας ελληνικής είναι η σύγχρονη νεο-ελληνική.

Υπογραμμίσαμε ήδη πως είναι απολύτως κατανοητό το γιατί, σε μια περίοδο παρακμής, καθίσταται δυνατό ένα μέρος των Ελλήνων να στρέφονται στο παρελθόν όχι απλώς για να αντλήσουν από αυτό τα πρότυπά τους, αλλά και για να προσπαθήσουν να το ξαναφέρουν στη ζωή. Και επειδή η οργανική αναβίωσή του είναι στην πραγματικότητα ανέφικτη, μια και τόσα πράγματα έχουν αλλάξει και ο υπαρκτός ελληνισμός έχει συρρικνωθεί ανεπίστρεπτα, καταφεύγουν αφ’ ενός στην ονειροφαντασία, συχνά άσχετα από τις προθέσεις τους, και αφ’ ετέρου στην εχθρότητα απέναντι στις μεταγενέστερες μορφές που ενδύθηκε ο ελληνισμός στην ιστορική του διαδρομή. Εχθρότητα που τροφοδοτείται και υποδαυλίζεται συστηματικά από ποικίλες κατευθύνσεις.

Δεν υπάρχουν, θα πείτε, σε αυτόν τον χώρο αυθεντικοί ιδεολόγοι, άνθρωποι καλής πίστης, που έχουν πειστεί πως η «αποκατάσταση» του αρχαίου ελληνικού πνεύματος είναι προϋπόθεση για μια καλύτερη πορεία του σύγχρονου ελληνισμού; Και βέβαια υπάρχουν, και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ασπάζονται αυτές τις απόψεις είναι όντως καλής πίστης. Ωστόσο, επειδή πλέον τα πράγματα έχουν φθάσει στο μη περαιτέρω και κινδυνεύει να συκοφαντηθεί μακροπρόθεσμα κάθε αναφορά στην αρχαία Ελλάδα ως γελοιογραφική, είναι καιρός οι πάντες να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Δεν μπορούν άνθρωποι που θέλουν να είναι σοβαροί και ειλικρινείς να εξακολουθούν να συναγελάζονται, σε έντυπα συστηματικής παραπληροφόρησης, με ανθρώπους φαιδρούς, απατεώνες και «ευρω»-θήρες. Και δεν μπορεί να σταθεί ως δικαιολογία το ότι «βγάζουν το ψωμί τους», συνεργώντας στην ενίσχυση ενός τερατουργήματος.

Δεν θα πρέπει, παράλληλα, να ξεχάσουμε την ιδιαίτερη και βαρύτατη ευθύνη που έχουν οι «σοβαροί» διανοούμενοι και οι κάθε είδους πνευματικοί θεσμοί της χώρας, καθώς και τα πολιτικά κόμματα. Όλοι τους, τα προηγούμενα χρόνια, βυθισμένοι στην αυτάρκεια και την αυταρέσκεια των πολιτικών σαλονιών, των ακαδημαϊκών χώρων, των... ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των δεξιώσεών τους, άφησαν ελεύθερο το έδαφος σε κάθε είδους παραπληροφόρηση. Ακόμα και σήμερα είναι χαρακτηριστική η αντίδραση πολλών από τους εκπροσώπους του «επίσημου» πολιτικού και διανοητικού κατεστημένου, όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη να φωτιστεί το ζήτημα αυτού του «χώρου»: «Πρόκειται για περιθωριακό φαινόμενο με το οποίο δεν αξίζει κανείς να ασχοληθεί». Βέβαια, όταν αυτό το φαινόμενο θεριέψει και τους έλθει κατακέφαλα ως μπούμερανγκ για την αβελτηρία τους, όπως συνέβη με τόσα άλλα «περιθωριακά φαινόμενα» στο μεσοπόλεμο, τότε θα είναι πια αργά.
πηγή

6/9/13

ΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ ΤΟΥ 1955 ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΦΑΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΩΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΩΝ

«…∆εν δύναμαι να πιστεύσω ότι ενώπιον τόσων κοινών επιτεύξεων οποιοδήποτε πρόβλημα θα διαταράξει επί μακρόν την πορείαν της Ελληνοτουρκικής φιλίας. Ουδέ δύναμαι να πιστεύσω ότι τα ατυχή γε-γονότα των δύο τελευταίων εβδομάδων θα ανατρέψουν την τακτική μιας συνεργασίας, ήτις άρχισε προ 25ετίας υπό την εμπνευσμένη ηγεσίαν του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Κεμάλ Ατατούρκ…Ως εκ τούτου

26/8/13

Γνωστές και άγνωστες πτυχές από την ιστορία της πλατείας Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης

Τμήμα του θαλάσσιου μετώπου της Θεσσαλονίκης αποτελούσε η σημερινή πλατεία Ελευθερίας, η οποία μέχρι το 1870 βρεχόταν κατά το ήμισυ από τη θάλασσα. Έκτοτε, η ιστορία της πλατείας ακολούθησε αυτήν της πόλης, αλλάζοντας μορφές και χωροταξική σημασία, ανάλογα με την εποχή, αποτελώντας άλλοτε χώρο αναψυχής και παρελάσεων ή κομβικό σημείο συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων, ακόμη και τόπο μαρτυρίου.

 Η πλατεία Ελευθερίας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα δεν ήταν πάντα στεριά. Μέχρι το 1870 – οπότε άρχισε η κατεδάφιση της θαλάσσιας οχύρωσης της πόλης, στην προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εκσυγχρονιστεί – η θάλασσα έφτανε μέχρι το μέσον της πλατείας. Τριάντα μέτρα βορειότερα βρισκόταν το βυζαντινό θαλάσσιο τείχος, που ξεκινούσε από τον Λευκό Πύργο, ακολουθούσε τις σημερινές οδούς Κορομηλά και Καλαποθάκη, διέσχιζε την πλατεία Ελευθερίας και κατέληγε στον λεγόμενο πύργο της Αποβάθρας ή αλλιώς Τοπ Χανέ (στη σημερινή γωνία Κατούνη και Οπλοποιού, όπου βρίσκεται σήμερα ο ‘Ζύθος” στα Λαδάδικα). Εκεί βρισκόταν και η είσοδος του λιμανιού, που κατασκεύασε ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Πτυχές της ιδιαίτερης αυτής περιοχής της Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται στον τόμο «Η Πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη – Ο χώρος, οι άνθρωποι, η ιστορία» που κυκλοφόρησε από την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος με συντελεστές την πολιτικό μηχανικό, Ελλη Γκαλά – Γεωργιλά, η οποία έγραψε και επιμελήθηκε την έκδοση, την αρχιτέκτονα – μηχανικό, Χριστίνα Ζαρκάδα Πιστιόλη και τον συγγραφέα Αλέξανδρο Γρηγορίου. Στις 230 σελίδες του, ο τόμος περιλαμβάνει πλούσιο εικονογραφικό υλικό, παράθεση ιστορικών γεγονότων, σχολιασμούς και έρευνες σε αρχεία κτηματολογικά, τεχνικά, πολεοδομικά, σε παλαιούς χάρτες της περιοχής και σε βιβλιογραφικές πηγές.

Η Εκκλησιαστική Σκάλα και το Τοπ Χανέ

Ο χρόνος κατασκευής του θαλάσσιου τείχους, καθώς και η προγενέστερη μορφή της περιοχής της πλατείας Ελευθερίας στα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά χρόνια δεν είναι γνωστά. Βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων εικάζεται ότι στην προκυμαία της περιοχής της πλατείας Ελευθερίας και ανατολικότερα, πιθανώς βρισκόταν η Εκκλησιαστική Σκάλα, αλλά και ο βυζαντινός πύργος που ήλεγχε την είσοδο του λιμανιού, το Τοπ Χανέ της οθωμανικής περιόδου, το οποίο αποτέλεσε το φρούριο του Βαρδάρη, επί τουρκοκρατίας. Ωστόσο, παραμένουν άγνωστα περισσότερα στοιχεία για την κατασκευή και τη χρήση τους. Από τον πύργο του Τοπ Χανέ, προς τα ανατολικά, ξεκινούσε το τείχος των εγκαταστάσεων του κεντρικού λιμανιού, που διέσχιζε τις οδούς Μητροπόλεως και Τσιμισκή, στο ύψος της Εθνικής Τράπεζας, έφτανε μέχρι την Φράγκων και κατέληγε στα σημερινά Δικαστήρια.

Τί είναι η κοινωνική ασφάλιση και ποιά η ιστορία της

Κοινωνική ασφάλιση είναι η δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή πνευματικής βλάβης, αναπηρίας και γήρατος. Οι δαπάνες καλύπτονται με τις υποχρεωτικές εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών, τις οποίες έχουν θεσπίσει οι σύγχρονες νομοθεσίες.

Η εμφάνιση συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης συνδέεται στενά με τη βιομηχανική ευρωπαϊκή επανάσταση του 19ου αι. και την πλήρη ανεπάρκεια της δημόσιας ή ιδιωτικής αγαθοεργίας και φιλανθρωπίας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των νέων κοινωνικών συνθηκών.

Στατιστικές που αναφέρονται στη Γερμανία, για το έτος 1877, δείχνουν ότι σε μερικές κατηγορίες της βιομηχανίας, οι εργάτες ασθενούσαν σε ποσοστό μεταξύ 65% και 80%, ενώ τα βρέφη μητέρων που δούλευαν σε βιομηχανίες, όπου χρησιμοποιούσαν φώσφορο και μόλυβδο πέθαιναν κατά 40% στον πρώτο χρόνο και κατά 70% στα τρία πρώτα χρόνια. Τα εργατικά ατυχήματα ήταν πάρα πολλά και η ασθένεια του εργαζόμενου οδηγούσε την οικογένεια στη δυστυχία.

Σε αυτή την κατάσταση, οι εργαζόμενοι άρχισαν να συνασπίζονται και τότε έκαναν την εμφάνισή τους τα συνδικάτα, τα οποία λειτούργησαν συχνά και ως σωματεία εργατικής αλληλοβοήθειας. Τα μέλη τους αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν περιοδικά ορισμένα ποσά, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα κοινό ταμείο προορισμένο να βοηθά τα μέλη που αντιμετωπίζουν αντίξοες συνθήκες στη ζωή και την εργασία τους. Αποδείχτηκε όμως σύντομα ότι η αλληλοβοήθεια ήταν ανίκανη να προστατεύσει με θετικό τρόπο τον εργαζόμενο και να καλύψει τις ανάγκες αυτού και της οικογένειάς του, σε περιπτώσεις ασθένειας, αναπηρίας ή θανάτου. Παράλληλα, μερικές μεγάλες βιομηχανίες, όπως π.χ. των Κρουπ στη Γερμανία, άρχιζαν να ανησυχούν για τις συχνές ασθένειες και απουσίες του ειδικευμένου προσωπικού, που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στον ρυθμό της παραγωγής.

Η δυσαρέσκεια των εργαζομένων και οι κοινωνικοί αγώνες επηρέαζαν καθοριστικά το γενικό κλίμα της εποχής. Το 1883 υποβλήθηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο ένα νομοσχέδιο για την υποχρεωτική α. ασθένειας και μητρότητας που έγινε δεκτό, έπειτα από σφοδρές συζητήσεις και αντιδράσεις. Έναν χρόνο αργότερα, η Γερμανία ψήφισε τον νόμο της υποχρεωτικής ασφάλισης κατά των ατυχημάτων και το 1889 τον νόμο για την υποχρεωτική α. κατά της αναπηρίας και του γήρατος. Έτσι, την αρχή της εθελοντικής α. και αλληλεγγύης, χαρακτηριστικό των σωματείων αλληλοβοήθειας, αντικατέστησε η υποχρέωση του εργοδότη να ασφαλίζει από καθορισμένους κινδύνους, στους οποίους εκθέτονταν οι εργαζόμενοι στην επιχείρησή του.

Η απήχηση που είχαν οι γερμανικοί νόμοι ήταν τεράστια και πολλές χώρες ακολούθησαν γρήγορα τον ίδιο δρόμο. Στις αρχές του 20ού αι. δεν υπήρχε ακόμα πρόνοια για έναν μόνο κίνδυνο: την ανεργία. Οι Γερμανοί νομοθέτες θεώρησαν ότι αυτή η μορφή ασφάλισης ήταν απραγματοποίητη. Την αντίληψη αυτή διέψευσε ο Λόιντ Τζορτζ στην Αγγλία, ο οποίος κατόρθωσε, υπερνικώντας σφοδρές αντιδράσεις, να ψηφιστεί από το αγγλικό κοινοβούλιο ο σχετικός νόμος, το 1911.

14/8/13

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΥ» ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ

Σπυρίδων Σφέτας - Η Γένεση του «Μακεδονισμού» στον Μεσοπόλεμο

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΥ» ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
1) Ο ρόλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην εκκόλαψη του «μακεδονικού έθνους»
Στην ιστοριογραφία είναι ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη ότι το «μακεδονικό έθνος» είναι δημιούργημα της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Η θέση αυτή δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, καθ' όσον το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας είχε ιδιαιτέρους λόγους να προωθήσει τον «μακεδονισμό» στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ως αντίρροπη εθνική ιδεολογία στον βουλγαροσερβικό ανταγωνισμό του Μεσοπολέμου. Την ανάγκη της απαγκιστρώσεως των Σλάβων της Μακεδονίας από την ελληνική, τη σερβική και την βουλγαρική επιρροή και της δημιουργίας μιας συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητος είχαν ήδη τονίσει, στις αρχές του Κ΄ αιώνος, μερικοί Σλάβοι διανοούμενοι (Μισίρκωφ, Ντέντωφ, Μισάικωφ, Τσουπόφσκυ). Διαβλέποντας ότι ο σερβοβουλγαρικός ανταγωνισμός απέβαινε σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού και διαιώνιζε την τουρκική κυριαρχία, επεδίωκαν την αναγνώριση των Σλάβων της Μακεδονίας ως ξεχωριστής κοινότητος (Μιλλέτ). Αλλά στις αρχές του Κ΄ αιώνος, οι πολιτικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την προώθηση του σλαβομακεδονισμού ως μίας νέας συλλογικής εθνικής ταυτότητος και οι πρώιμοι θιασώτες του σλαβομακεδονισμού δεν είχαν ουσιαστική απήχηση στις μάζες. Οι πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες του «μακεδονισμού» ουσιαστικά τέθηκαν από την Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), στον Μεσοπόλεμο. Είναι ήδη τεκμηριωμένο ότι η Κομμουνιστική Διεθνής έβλεπε το Μακεδονικό ως ζήτημα τακτικής, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες. Η δημοσίευση σημαντικών εγγράφων για την χρονική περίοδο 1923-1925 από το αρχείο της Κομιντέρν, έχει ουσιαστικά επιβεβαιώσει την άποψη ότι τότε η Κομμουνιστική Διεθνής προέβαλε την θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία», για να προσεταιρισθεί την ΕΜΕΟ στο εγχείρημά της να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ των Βουλγάρων Κομμουνιστών, των Βουλγάρων Αγροτικών και των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων για την προώθηση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία, την εγκαθίδρυση μιας εργατο-αγροτικής κυβερνήσεως και την αποσταθεροποίηση των βαλκανικών κρατών. Κατά την Κομμουνιστική Διεθνή, οι μακεδονικές οργανώσεις στη Βουλγαρία δεν έπρεπε μονάχα να αποδεσμευθούν από την επιρροή των βουλγαρικών «αστικών» πολιτικών παραγόντων, αλλά και να αποξενωθούν από τον βουλγαρικό εθνικισμό. Κατηγορώντας το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα για την ουδέτερη στάση του στην πραξικοπηματική ανατροπή της Αγροτικής Κυβερνήσεως Σταμπουλίνσκυ (9.6.1923), ο Καρλ Ράντεκ εκφράστηκε ως εξής κατά τη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που έλαβε χώρα στις 12-13 Ιουνίου του 1923, στη Μόσχα:
«Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το Μακεδονικό Ζήτημα παίζει ένα μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, στην οποία ζουν χωρικοί, για τους οποίους είναι δύσκολο να λεχθεί αν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, αποτελεί ένα παλαιό αντικείμενο διένεξης μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας. Μετά την ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο, το Αγροτικό Κόμμα του Σταμπουλίνσκυ παραιτήθηκε από τη [διεκδίκηση] της Μακεδονίας. Παραιτήθηκε όχι μόνο τυπικά και στη Νις υπέγραψε με τη Γιουγκοσλαβία μια συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ο Σταμπουλίνσκυ καταδίωξε τις παλαιές μακεδονικές οργανώσεις. Αυτές οι οργανώσεις είναι από κοινωνική άποψη οργανώσεις μικρών και φτωχών χωρικών. Έχουν ένα επαναστατικό παρελθόν, έχουν αγωνιστεί εναντίον της κυριαρχίας των τούρκων γαιοκτημόνων, εναντίον της σερβικής μπουρζουαζίας, έχουν παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Υπάρχουν εδώ και καιρό συμπάθειες για τη ρωσική επανάσταση. Οι μακεδονικές οργανώσεις ήταν ένας κοινωνικός παράγοντας, με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε… Το Κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα και είναι χαρακτηριστική η παραμέληση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής».
Aντί του όρου «βουλγαρικός λαός», όπως αναφερόταν σε προγενέστερες διακηρύξεις της Τρίτης Διεθνούς, εισάγεται το 1923-24 ο όρος «μακεδονικός λαός», «μακεδονικός πληθυσμός, χωρίς διάκριση εθνότητας». Πρόθεση της ΚΔ ήταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας να διαμορφώσουν μία γηγενή μακεδονική συνείδηση ως ένας «λαός» από πολιτική άποψη και να επιδιώκουν την δημιουργία μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», για την υπονόμευση των βαλκανικών «αστικών» κρατών.
Η νέα γραμμή που επιβάλλεται στην ΣΤ΄ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Δεκέμβριος 1923, στη Μόσχα) και στο Ε΄ Συνέδριο της ΚΔ (17 Ιουνίου - 8 Ιουλίου 1924) είναι «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία», που μπορεί να πραγματοποιηθεί «μόνο αν ο αγώνας του μακεδονικού λαού συμπορεύεται με τον αγώνα των εργατών και αγροτών της Βαλκανικής». Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια πολιτική αποσκοπούσε στη διάβρωση των βαλκανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας. Με επιστολή της προς την ΕΜΕΟ, τον Ιούλιο του 1924, η ΚΔ έθεσε ως προϋπόθεση για την παροχή βοηθείας την υποχρέωση της οργανώσεως να αρχίσει την επανάσταση στη Βουλγαρία, με την εκδίωξη των βουλγαρικών κρατικών οργάνων από το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας και με την ανακήρυξή του σε ανεξάρτητο κράτος. Η πίεση που ασκήθηκε από την ΚΔ στο ΚΚΕ, για να αποδεχθεί την απόφαση του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ για το Μακεδονικό Ζήτημα κατά το έτος 1924, εξηγείται από την πολιτική της σε σχέση με την ΕΜΕΟ. Η πτέρυγα του ΚΚΕ που δέχθηκε τη νέα γραμμή, δικαιολόγησε τη στάση της με το επιχείρημα ότι, στον βαθμό που η θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία και στην Βαλκανική, το ΚΚΕ, ως κόμμα διεθνιστικό, οφείλει να την αποδεχθεί, φθάνοντας ακόμα και σε σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη. Ο όρος «μακεδονικό έθνος», ταυτιζόμενος αποκλειστικά και εμφατικά με το σλαβικό στοιχείο της Μακεδονίας, δεν εισάγεται ακόμα στα κείμενα της ΚΔ, αλλά το Μακεδονικό Ζήτημα δεν θεωρείται πλέον βουλγαρικό ζήτημα. Μπορεί τα σχέδια της ΚΔ να απέτυχαν, ωστόσο η σοβιετική ανάμιξη στο Μακεδονικό Ζήτημα είχε ως αποτέλεσμα μια πολιτικο-ιδεολογική πόλωση της βουλγαρομακεδονικής κινήσεως. Ως ιδεολογικός και πολιτικός αντίποδας της ΕΜΕΟ του Ιβάν Μιχαήλωφ ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1925 στη Βιέννη η ΕΜΕΟ (Ενωμένη), υπό την σκέπη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στην ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) υπήρχε μία κομμουνιστική πτέρυγα (Δημήταρ Βλάχωφ, Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ) και μία εθνικοεπαναστατική (Γκεόργκυ Ζανκώφ, Πάβελ Σάτεφ), η οποία, παρόλο που διαφωνούσε με την κομμουνιστικοποίηση της οργανώσεως, υπολόγιζε στη βοήθεια της Σοβιετικής Ενώσεως για την αναθεώρηση των συνθηκών ειρήνης. Το 1928, υπό το φως των αποφάσεων του ΣΤ΄ Συνεδρίου της ΚΔ, εξοβελίστηκε η εθνικοεπαναστατική πτέρυγα της ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), που προσέλαβε πλέον έναν στενό κομμουνιστικό χαρακτήρα με κύριες μορφές τον Δημήταρ Βλάχωφ και τον Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ, μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η επιρροή της ΕΜΕΟ

1/8/13

Πως σώθηκε η λεωφόρος Κηφισιάς


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η λεωφόρος Κηφισίας ή Κηφισιάς αποτελεί αναμφισβήτητα έναν από τους πλέον εμπορικούς και ακριβούς οδικούς άξονες των Αθηνών και ολόκληρης της χώρας. Ξεκινά από την ακραία 7η Δημοτική Κοινότητα των Αθηνών (Αμπελόκηποι) και εκτείνεται σε δώδεκα χιλιόμετρα για να συνδέσει την πρωτεύουσα με τα προάστιά της, κυρίως την Κηφισιά και το Μαρούσι. Πως όμως διασώθηκε ένας τόσο σημαντικός οδικός άξονας χωρίς να κακοποιηθεί και να αλλοιωθεί με το πέρασμα του χρόνου, όπως συνέβη σε πλήθος άλλων περιπτώσεων; Και πως διαμορφώθηκε ένας δρόμος σε πλάτος ακόμη μεγαλύτερο από εκείνο που είχε ο δρόμος των χρόνων της Τουρκοκρατίας;
Ανάμεσα στις αποφάσεις που πήρε η περίφημη «Επαναστατική Επιτροπή» του 1923 ήταν και μία που απαγόρευε την ανέγερση οικοδομών εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε από την Αθήνα στην Κηφισιά! Συγκεκριμένα απαγόρευε την ανέγερση νέων οικοδομών στις περιοχές που βρίσκονταν εκτός των εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων των Αθηνών, του Αμαρουσίου και της Κηφισιάς και σε απόσταση ελάσσονα των είκοσι μέτρων από τον άξονα του δρόμου. Επίσης, για να αποφευχθούν τα περίφημα κόλπα ιδιοκτητών και καταπατητών, οι οποίοι δημιουργούσαν «δικαιώματα» ανεγείροντας φράχτες και περιτοιχίσματα, απαγορεύτηκε προληπτικά κάθε τέτοια ενέργεια σε απόσταση ελάσσονα των δώδεκα μέτρων εκατέρωθεν του άξονα του δρόμου.

3/7/13

OI ΓΚΑΓΚΑΒΟΥΖΟΙ

 Κοζαρίδης Χρήστος

ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΟΙ � ΓΚΑΓΚΑΒΟΥΖΗΔΕΣ

Στο ερώτημα ποιοι είναι οι Γκαγκαβούζοι προσπάθησαν πολλοί ιστορικοί να απαντήσουν και να δώσουν μια λογική εξήγηση της προέλευσης και της διαδρομής τους. Περισσότερο ασχολήθηκαν ξένοι ιστορικοί, όπως Βούλγαροι, Τούρκοι, Ρώσοι και πολύ λιγότερο οι Έλληνες. Λόγω αυτού του γεγονότος σήμερα κυριαρχεί η άποψη ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο που εκχριστιανίσθηκε την εποχή του Βυζαντίου. Είναι όμως έτσι τα γεγονότα; Μέσα από τα ιστορικά γεγονότα δεν αναφέρεται από καμιά ιστορική πηγή ότι κάποιο τουρκικό φύλο εκχριστιανίστηκε. Αντίθετα αναφέρονται μαζικοί εξισλαμισμοί χριστιανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια. 
Ο όρος Γκαγκαούζοι εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ρωσική ιστοριογραφία αρχές του 18ου αιώνα. Προσδιορίζονται  όλοι οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Βόρειας Βουλγαρίας. Ως προς την ετυμολογία του ονόματος δόθηκαν πολλές απαντήσεις από ιστορικούς των προαναφερόμενων χωρών. Όλες θεωρούν ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο και ο λόγος είναι προφανής. Η ιδέα του παντουρκισμού επιβάλει την παρουσία τουρκικών φύλων σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ασίας και της Ευρώπης. Παράλληλα η ύπαρξη Τούρκων χριστιανών εξυπηρετεί τα πολιτικά σχέδια των εκφραστών του παντουρκισμού, μέσα από τη σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας.
Από την πλευρά των Ελλήνων ιστορικών διατυπώθηκε η άποψη ότι πρόκειται για Μικρασιάτες Καραμανλήδες, μετανάστες στη Βόρεια Βουλγαρία και την Ανατολική Θράκη. Η έρευνα των λαογραφικών στοιχείων δείχνουν ότι η σχέση των Γκαγκαβούζηδων με τους Καραμανλήδες περιορίζεται στη γλώσσα και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο γραφής και όχι στην έκφραση και το λόγο. 
 Αντίθετα η υποστήριξη της θεωρίας περί αυτόχθονου θρακικού πληθυσμού δεν υποστηρίχτηκε τα προηγούμενα χρόνια και τελευταία αρχίζει να διατυπώνεται δειλά-δειλά από ιστορικούς της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. 
Πιστεύω ότι η συγκέντρωση όλων των ιστορικών στοιχείων και η αντικειμενική σταχυολόγηση τους θα οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό της θεωρίας για την προέλευση των Γκαγκαβούζηδων. 
Οι Γκαγκαβούζοι εντοπίζονται στα παράλια του Δυτικού Ευξείνου Πόντου. Τα χωριά τους βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ του ακρωτηρίου Αιμόντου και της πόλης Κωνστάντζας της Ρουμανίας. Στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας εντοπίζονται γκαγκαβούζικα χωριά μέχρι την πόλη Προβάντια και Σούμεν της σημερινής Βουλγαρίας. Κύριες πόλεις των Γκαγκαβούζηδων είναι η Βάρνα, η Καβάρνα, το Μπάλτζικ, το Σούμεν και το Πρόβαντι. Συνολικά καταγράφονται ως γκαγκαβούζικα, περίπου 70 χωριά και πόλεις.
Ποιοι λαοί κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές από την αρχαιότητα μέχρι την εμφάνιση του γκαγκαβούζικου φύλου.

2/7/13

Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Νότια Ρωσία - Greek enlightenment in South Russia

Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Νότια Ρωσία
Συγγραφή : Bruess Gregory (15/1/2008)
Μετάφραση : Ροβίθη Χαρά (17/6/2008)
 

1. Εισαγωγή

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αναπτύχθηκε στη νότια Ρωσία κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Βασικές αιτίες ήταν η κοινή ορθόδοξη βυζαντινή κληρονομιά Ρώσων και Ελλήνων, το γεγονός ότι η Αικατερίνη Β΄ ήταν αποφασισμένη να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Διαφωτισμού, καθώς και το ότι οι αυτοκρατορικές βλέψεις της Ρωσίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας συνέπεσαν χρονικά με τις επιθυμίες των Ελλήνων για εθνική χειραφέτηση από την οθωμανική κυριαρχία.

Ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, δύο Έλληνες κληρικοί στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έγιναν οι κύριοι πρωταγωνιστές του ελληνικού διαφωτιστικού ρεύματος στη νότια Ρωσία. Τα επιτεύγματά τους ως κληρικών, οι επιτυχίες τους στη διοίκηση, στη μετάφραση φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων της Δύσης, στην εισήγηση και τη διδασκαλία της φυσικής φιλοσοφίας, στην ενίσχυση της ελεύθερης έρευνας, στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, καθώς και στην προάσπιση των Ελλήνων της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συναπαρτίζουν ό,τι ονομάζουμε Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Η δραστηριότητά τους μετέτρεψε τη νότια Ρωσία στο χωνευτήρι μέσα στο οποίο συντελέστηκε η ανανέωση του ελληνικού κόσμου.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη νότια Ρωσία ξεκίνησε με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Ρωσία το 1774. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή εξασφάλισε για τη Ρωσία, ανάμεσα σε άλλα σημαντικά οφέλη, την κατοχή των πλούσιων εδαφών στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Η Αικατερίνη ονόμασε τα εδάφη αυτά Νέα Ρωσία και προχώρησε στην εφαρμογή μέτρων που αποσκοπούσαν στην πολιτική σταθεροποίηση, την κοινωνική ενσωμάτωση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Για τον ίδιο σκοπό η κυβέρνηση της Αικατερίνης ενθάρρυνε τον εποικισμό των αραιοκατοικημένων νέων εδαφών με ρωσικούς και ξένους πληθυσμούς. Η Ρωσία παρότρυνε ελληνικούς πληθυσμούς να μετοικήσουν στα εδάφη της Νέας Ρωσίας με υποσχέσεις για προστασία από τους Οθωμανούς, οικονομικά κίνητρα για την προώθηση των επιχειρήσεων και του εμπορίου και ελευθερία στη διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Προς τις περιοχές αυτές μετακινήθηκαν και πολλοί οπαδοί μιας από τις πιο σημαντικές θρησκευτικές αιρέσεις, των παλαιοπίστων, στους οποίους η Αικατερίνη υποσχέθηκε περιορισμένη θρησκευτική ανοχή με αντάλλαγμα την πολιτική υπακοή τους στην Αγία Πετρούπολη.

1/7/13

Σαν σήμερα: 1/7

Σαν σήμερα: 1/7. Ιστορική αναδρομή του 20ου αιώνα .... Από την ΝΕΤ

30/6/13

Σαν σήμερα: 30/6

Σαν σήμερα: 30/6. Ιστορική αναδρομή του 20ου αιώνα .... Από την ΝΕΤ

28/6/13

Αυγουσταίον Κωνσταντινούπολης - Augustaion of Constantinople

Αυγουσταίον
Συγγραφή : Κατσαβέλη Όλγα
3d αναπαράσταση του Αυγουσταίον. Πηγή http://www.antoine-helbert.com/fr/portfolio/annexe-work/byzance-architecture.html

 1. Εισαγωγή

Το Αυγουσταίον1 είναι η πλατεία που βρίσκεται νότια του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.2 Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στην οποία είχε απονεμηθεί ο τίτλος της αυγούστας. Στο χώρο αυτό βρισκόταν άγαλμά της πάνω σε στήλη.3 Οι διαστάσεις του Αυγουσταίου δεν είναι δυνατό να καθοριστούν με ακρίβεια.4 Διατήρησε την αίγλη του ανά τους αιώνες εξαιτίας της γειτνίασής του με κτήρια που σχετίζονται με τη δημόσια ζωή και διοίκηση. Είχε μεγάλη ιδεολογική και συμβολική σημασία, καθώς συνέδεε το μεγάλο ναό της Ορθοδοξίας με το αυτοκρατορικό εθιμοτυπικό.

2. Λειτουργία

Το Αυγουσταίον αρχικά λειτουργούσε ως αγορά τροφίμων. Όταν προστέθηκαν οι στοές που το περιέβαλλαν, άρχισε να χάνει σταδιακά το χαρακτήρα της δημόσιας πλατείας. Μετά την ανοικοδόμηση ενός μεγάλου κτηρίου, του Θωμαΐτη, τον 7o αιώνα, η Αγία Σοφία συνδέθηκε με το Αυγουσταίον πιο στενά. Από τους ιστορικούς μόνο ο Προκόπιος5 αποκαλεί το χώρο «αγορά». Οι υπόλοιποι θεωρούν το Αυγουσταίον προαύλιο προσαρτημένο στην Αγία Σοφία. Οι μεσοβυζαντινές και υστεροβυζαντινές πηγές το χαρακτηρίζουν «αυλή», «αυλαία», «προαύλιον» κτλ.6 Προοριζόταν για τις αυτοκρατορικές πομπές. Ο βασιλιάς διέσχιζε το Αυγουσταίον για να εισέλθει στην Αγία Σοφία, ενώ κατά τη στέψη των αυτοκρατόρων εκεί συγκεντρώνονταν ο λαός και το στράτευμα. Η ύπαρξη των πυλών καθώς και το γεγονός ότι ήταν κλειστό με τοίχους και στοές μαρτυρούν ότι η πρόσβαση στο χώρο δεν ήταν πάντα ελεύθερη.

3. Ιστορία του μνημείου – Οικοδομικές φάσεις

Το Αυγουσταίον στη μακραίωνη ιστορία του έχει δεχτεί αλλαγές και έχουν επισημανθεί διάφορες οικοδομικές φάσεις.

3.1. 2ος-3ος αιώνας

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος κατασκεύασε μία πλατεία με τέσσερις περιμετρικές στοές, το λεγόμενο «Τετράστωον»,7 η οποία λειτουργούσε ως αγορά τροφίμων. Οι πληροφορίες για το μνημείο είναι περιορισμένες. Το Αυγουσταίον κατέλαβε ένα μέρος αυτής της πλατείας. Στο κέντρο του Τετραστώου υπήρχε πάνω σε στήλη άγαλμα που απεικόνιζε τον Ήλιο.8

3.2. 4ος αιώνας

Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας το 330 στην Κωνσταντινούπολη ίδρυσε δημόσια οικοδομήματα και εξωράισε παλαιότερα, με αποτέλεσμα να αλλάξει η όψη της αρχαίας πόλης. Στις άκρες μιας από τις στοές του Τετραστώου χτίστηκαν οι ναοί της Ρέας και της Τύχης. Στο ανατολικό τμήμα της πλατείας κατασκευάστηκε το Αυγουσταίον. Στα νοτιοδυτικά του Αυγουσταίου βρίσκονταν οι Θέρμες του Ζευξίππου,9 ενώ στα ανατολικά η μία από τις δύο Συγκλήτους που οικοδομήθηκαν από τον αυτοκράτορα. Στα βορειοδυτικά εκτεινόταν το Μίλιον, από όπου μετρούνταν οι αποστάσεις από την Κωνσταντινούπολη, και η Βασιλική, μια προϋπάρχουσα κατασκευή. Από το Μίλιον και το Αυγουσταίον ξεκινούσε μία οδός με στοές, η Ρηγία ή Μέση, η οποία οριοθετούσε τη νότια πλευρά της πλατείας. Το 360 χτίστηκε η πρώτη Αγία Σοφία, η οποία παραμένει σε αυτή τη θέση –ανεξαρτήτως των όποιων αλλαγών– μέχρι σήμερα.

3.3. 5ος αιώνας

Το 404 κάηκαν η Αγία Σοφία και η Σύγκλητος και ξαναχτίστηκαν στην ίδια περιοχή. Κοντά στο Αυγουσταίον υπήρχαν στοές, μαγαζιά, εργαστήρια, ιδιωτικές οικίες, το τριβουνάριον10 και ένα μοναστήρι. Ανάμεσα στην Αγία Σοφία και στο Αυγουσταίον χτίστηκε το Πατριαρχείο. Στην ανατολική πλευρά της πλατείας δίπλα στη Σύγκλητο βρισκόταν η Χαλκή Πύλη,11 η μνημειώδης είσοδος του Μεγάλου Παλατιού. Το 459 επί Λέοντος Α΄ ο έπαρχος Θεοδόσιος12 περιέβαλε κατά πάσα πιθανότητα το Αυγουσταίον με στοές.

3.4. 6ος αιώνας

Το 532, κατά τη στάση του Νίκα, το Αυγουσταίον και τα γειτονικά του κτήρια καταστράφηκαν από πυρκαγιά.13 Τα οικοδομήματα αυτά αποκαταστάθηκαν από τον Ιουστινιανό.14 Αυτή την εποχή η περιοχή πήρε την οριστική μορφή της.15 Η πλατεία εξακολουθούσε να γειτνιάζει με πολύ σημαντικά κτήρια, όπως η νέα Αγία Σοφία και το Μέγα Παλάτιον. Στο Αυγουσταίον στρώθηκαν μαρμάρινες πλάκες16 και τοποθετήθηκε η περίφημη στήλη του Ιουστινιανού. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, η πλατεία διέθετε στοές και στις τέσσερις πλευρές της.17 Το Αυγουσταίον διαμορφώθηκε σε κλειστό χώρο με στοές και τοίχους. Στη νότια και δυτική πλευρά της ανοίγονταν η Πύλη του Πίνσου και η Πύλη της Μελέτης, η οποία συνέδεε τη Μέση οδό με το Αυγουσταίον.

3.5. 7ος αιώνας

Κατά τον 7ο αιώνα στη νοτιοανατολική πλευρά του Αυγουσταίου χτίστηκε πιθανόν από τον πατριάρχη Θωμά Α΄ (607-610) ένα μεγάλο κτήριο, ο λεγόμενος Θωμαΐτης. Αυτή την εποχή το σώμα της Συγκλήτου συνεδρίαζε στη Μαγναύρα. Ο Θωμαΐτης ήταν μία τρίκλιτη αψιδωτή αίθουσα ακροάσεων που βρισκόταν στα ανατολικά της πλατείας του Αυγουσταίου και σχετιζόταν με το συγκρότημα του Μεγάλου Παλατιού.18 Σύμφωνα με τις πηγές το κτήριο της αίθουσας σωζόταν μέχρι το 16ο αιώνα.

3.6. 12ος-13ος αιώνας

Το 1182 κατά τη στάση του καίσαρα Ιωάννη Κομνηνού εναντίον της αυτοκράτειρας Μαρίας της Αντιοχείας19 οι στασιαστές κατέλαβαν το Αυγουσταίον, το Μίλιον20 καθώς και το ναό που ο Αλέξιος Α΄ έχτισε δυτικά της πλατείας τον 11ο αιώνα. Ο αυτοκρατορικός στρατός κατεδάφισε τις πύλες του Αυγουσταίου, για να αντιμετωπίσει αυτούς που είχαν καταφύγει εκεί.21 Μετά το τέλος της Φραγκοκρατίας, περίπου το 1268/1271, το Αυγουσταίον και κάποια άλλα γειτονικά κτήρια θεωρούνταν ιδιοκτησία της Αγίας Σοφίας.22

3.7. 15ος-16ος αιώνας

Σύμφωνα με τον Buondelmonti, στις αρχές του 15ου αιώνα το Αυγουσταίον ήταν ερειπωμένο.23 Στα μέσα του 16ου αιώνα, κατά τον Pierre Gyllius, από την πλατεία απέμεναν τα θραύσματα μόνο επτά κιόνων.24

4. Διάκοσμος

Το Αυγουσταίον ήταν διακοσμημένο με αγάλματα, τα οποία συνήθως τοποθετούνταν πάνω σε τιμητικές στήλες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έστησε άγαλμα της μητέρας του αυγούστας Ελένης πάνω σε στήλη από πορφυρό μάρμαρο. Στην πλατεία υπήρχε και ανδριάντας του Κωνσταντίνου πάνω σε κίονα, τη βάση του οποίου περιέβαλλαν τα αγάλματα των τριών γιων του, του Λικίνιου και αργότερα του Ιουλιανού. Ο συγκεκριμένος ανδριάντας αντικαταστάθηκε από τον ασημένιο έφιππο ανδριάντα του Μεγάλου Θεοδοσίου. Και σε αυτή την περίπτωση η στήλη πλαισιωνόταν από τα αγάλματα των γιων του αυτοκράτορα. Από τα σπουδαιότερα μνημεία ήταν η στήλη του Ιουστινιανού με τον κολοσσιαίο έφιππο ανδριάντα του (αυτή η στήλη πήρε τη θέση του αγάλματος του Μεγάλου Θεοδοσίου, από το οποίο προερχόταν πιθανώς το άλογο).25 Ο Ιουστινιανός κρατούσε στο αριστερό χέρι του μία σφαίρα, ενώ το δεξί του υψωνόταν προστατευτικά προς την Ανατολή. Μπροστά στο μνημείο βρίσκονταν τα αγάλματα τριών βάρβαρων βασιλιάδων σε στάση προσκύνησης. Έχει σωθεί η βάση του κίονα του ασημένιου αγάλματος της Ευδοξίας (συζύγου του Αρκαδίου), το οποίο βρισκόταν μπροστά από τη Σύγκλητο, νότια της Αγίας Σοφίας.26 Στην ίδια περιοχή με αυτό είχε τοποθετηθεί και η στήλη με τον ανδριάντα του Λέοντος Α΄.27
1. Η πλατεία αυτή αναφέρεται στις πηγές και ως Αυγουστίων, Αυγουστεύς, Αυγουστέων και Αυγουστείον. Πρώτη φορά εμφανίζεται αυτό το όνομα το 425 στη Notitia Urbis Constantinopolitanae. Βλ. Notitia Dignitatum accedunt Notitia Urbis Constantinopolitanae et Laterculi Provinciarum, Seeck, O. (επιμ.), (Berolini 1876), σελ. 232. Εμφανίζεται και ως Γουστείον, Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών, Wuensch, R. (επιμ.), Ioannis Laurentii Lydi, Liber de Mensibus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Lipsiae 1898), σελ. 163.

2. Βλ. ανάλυση των πηγών για τη θέση του Αυγουσταίου και τη διαμόρφωση του χώρου στο Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964) σ. 59-62.

3. Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964) σ. 73.

4. Ο Guilland υποθέτει ότι το Αυγουσταίον είχε σχήμα ορθογώνιο με μήκος 85 μ. και πλάτος περίπου 60- 65 μ., Guilland R., «Περί την Βασίλειον Τάξιν Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου. Η Χαλκή και τα πέριξ αυτής», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 18 (1948), σελ. 171-172.

5. Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Haury, J. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia, De Aedificiis (Lipsiae 1964), σελ. 39.

6. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, I.-A. (επιμ.), Nicetae Choniatae, Historia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae XI:1 (Berlin – New York 1972), σελ. 237· Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Pinder, M. (επιμ.), Ioannis Zonarae Annales (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae ΙΙΙ, Bonnae 1841-1897), σελ. 157.

7. Ζώσιμος, Νέα Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Zosimus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae 1837), σελ. 97· Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Thurn, I. (επιμ.), Johanni Malalae Chronographia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 35, Series Berolinensis, Berolini et Novi Eboraci 2000), σελ. 221.

8. Για το Τετράστωον βλ. Du Cange, Constantinopolis Christiana Ι (Paris 1680), σελ. 70 κ.ε.· Bauer, F.A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz am Rein 1996), σελ. 149, 218 κ.ε.· Berger, A., “Die Altstadt von Byzanz in der vorjustinianischen Zeit”, Varia 2 (Ποικίλα Βυζαντινά 6, Bonn 1987), σελ. 24 κ.ε.· Schneider, A.M., Byzanz, Vorarbeiten zur Topographie und Archäologie der Stadt (Berlin 1936), σελ. 24· Guilland R., Études de Topographie de Constantinople Byzantine II (Amsterdam 1969), σελ. 3· Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 42-47· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion –  Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 248.

9. Για τις Θέρμες του Ζευξίππου βλ. Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 37 κ. ε. Για τις Συγκλήτους βλ. ό.π., σελ. 56 κ.ε. Για το Μίλιον βλ. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion –  Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 216-218. Για τη Βασιλική βλ. Bauer, F.A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz 1996), σελ. 218 κ.ε.· Mango, C., ό.π., σελ. 48 κ.ε. Για τη Μέση οδό, βλ. Mango, C., ό.π., σελ. 79-81.

10. Για το tribunal purpureis gradibus exstructum, βλ. Berger, A., “Die Altstadt von Byzanz in der vorjustinianischen Zeit”, Varia 2 (Ποικίλα Βυζαντινά 6, Bonn 1987), σελ. 10 κ.ε.

11. Berger, A., “Bemerkungen zur Chalke des Kaiserpalastes in Konstantinopel”, 17th int. Byz. Congr., Abstracts of Papers (Washington 1986), σελ. 33· Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 22, 54 κ.ε.

12. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (επιμ.), Chronicon paschale (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae 1832), σελ. 593.

13. Ο Κεδρηνός αναφέρει ότι ανάμεσα στα κτήρια που κάηκαν ήταν η Αγία Σοφία, η Σύγκλητος, η Χαλκή Πύλη και το Αυγουσταίον, Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών αρχομένη από κτίσεως κόσμου και μέχρι της βασιλείας Ισαακίου και Κομνηνού, Bekker, I. (επιμ.), Georgius Cedrenus, Ioannis Scylitzae Opera (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae Ι, Bonnae 1838), σελ. 647.

14. Οι Θέρμες του Ζευξίππου ξαναχτίστηκαν και η Σύγκλητος ανακαινίστηκε. Το Πατριαρχείο ανοικοδομήθηκε επί Ιωάννη Γ΄ Σχολαστικού (565-577), Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 52.

15. Για την περιοχή πριν από την Ιουστινιάνεια περίοδο, υπάρχει έλλειψη πληροφοριών.

16. Ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφή, Mamboury, E., “Les Fouilles Byzantines à Istanbul”, Byzantion 11 (1936), σελ. 230.

17. Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Haury, J. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia, De Aedificiis (Lipsiae 1964), σελ. 39.

18. Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 57 κ.ε.· Bauer. F.A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz am Rein 1996), σελ. 157.

19. Η Μαρία της Αντιοχείας ήταν επίτροπος του ανήλικου γιου της Αλέξιου Β΄ Κομνηνού, ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του Μανουήλ Κομνηνό, μετά το θάνατό του, στο θρόνο.

20. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion –  Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 216.

21. Guilland, R., «Περί την Βασίλειον Τάξιν Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου. Η Χαλκή και τα πέριξ αυτής», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 18 (1948), σελ. 154, 164, 166- 167, 170· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion –  Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 248· Bauer, F.A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz am Rein 1996), σελ. 157· Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 92 κ.ε.

22. Dölger, F., Regesten der Kaiserkunden des Ostromischen Reiches von 565-1453 ΙΙΙ (München 1924-1965), σελ. 52-53, αρ. 1955-1956, για τα έτη 1268-1271· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion –  Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 218.

23. Buondelmonti, C., Florentini Librum insularium archipelagi (Lipsiae – Berolini 1884), σελ. 122.

24. Gilles, P., The antiquities of Constantinople (New York 1988), σελ. 104-5· Gilles, P., De Topographia Constantinopoleos et de illius antiquitatibus. Libri quatuor ΙΙ (Athens 1967), σελ. 17· Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 176 κ.ε.

25. Στο σχέδιο ενός χειρογράφου της Βουδαπέστης που έγινε από κάποιον περιηγητή του 15ου αιώνα εικονίζεται ένα έφιππο άγαλμα του Ιουστινιανού ή του Θεοδοσίου.

26. Σύμφωνα με την επιγραφή, στήθηκε επί επάρχου Σιμπλικίου.

27. Mango, C., The Brazen House. A study of the vestibule of the imperial palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 59· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion –  Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 52.


Augustaion



1. Introduction

The Augustaion1 was an open space that lay until today south of the church of Hagia Sophia.2 It was named this way in honor of the mother of Constantine the Great, to whom the title of Augusta had been bestowed. In this area stood her statue rested on a column.3 It is not possible to determine with any accuracy its dimensions.4 It preserved its prestige throughout the centuries because of its vicinity with buildings related to the public life and to the administration. It carried a great ideological and symbolic meaning, while it connected the great church of Orthodoxy with the imperial ceremonial.

2. Function

The Augustaion initially functioned as a food market. When porticoes were added surrounding it, it started to lose the air of a public square. After the rebuilding of Thomaites in the 7th century its relation with Hagia Sophia became all the more closer. Only Procopius among the historians5 calls the area "ἀγοράν" (forum). The rest of them think the Augustaion as a forecourt annexed to Hagia Sophia. The middle Byzantine and late Byzantine sources characterize it as "αὐλήν", "αὐλαία", "προαύλιον" (courtyard) etc.6 It was intended for imperial processions. The emperor crossed the Augustaion in order to enter into the church of Hagia Sophia. During the coronation of the emperors the people and the army were gathered there. The existence of gateways as well as the fact that the open area was enclosed with walls and porticoes attests that the access to the area was restricted.

3. History of the monument - Building phases

During its long history, the Augustaion had been undergone many changes, and various building phases have been discerned.

3.1. 2nd - 3rd centuries

Septimius Severus erected a square with four surrounding porticoes, the so-called Tetrastoon.7 It was a food market. Any information about the monument is limited. The Augustaion occupied a part of this square. At the center of the Tetrastoon there was the statue of god Helios upon a column.8

3.2. 4th century

Constantine the Great after the transfer of the capital of the empire to Constantinople in 330, founded public buildings and embellished older ones, so as the ancient city changed its appearance. At the end of one of the porticoes of the Tetrastoon the temples of Rhea and Tyche were erected. In the eastern part of the square the Augustaion was formed. At the southwest of the Augustaion there were the baths of Zeuxippos,9 whereas at the east one of the two Senates built by the emperor. At the northwest the Milion extended, where all the distances starting from Constantinople were calculated, and the Basilica, an existing edifice. From Milion and Augustaion started a road flanked with porticoes, Regia or Mese, which defined the south side of the square. In 360 the first Hagia Sophia was erected, which have been remained until today in this place beyond any changes.

3.3. 5th century

In 404 Hagia Sophia and the Senate were burnt down and were rebuilt in the same area. Near the Augustaion there were porticoes, shops, workshops, private residences, the Tribunal10 and a monastery. Between Hagia Sophia and the Augustaion the Patriarchate was built. On the eastern side of the square, next to the Senate was lying Chalke Gate,11 the monumental gateway to the Great Palace. In 459 under Leo I the prefect Theodosios12 surrounded in all probability the Augustaion with porticoes.

3.4. 6th century

In 532 during the Nika Riot, the Augustaion and the nearby buildings were burnt down to ashes.13 These buildings were restored by Justinian.14 During this period the area took its final form.15 The square was still adjacent to many important buildings, such as new Hagia Sophia and the Great Palace. The Augustaion was paved with marble paving-stones16 and the famous column of Justinian was placed. According to Procopius the square had porticoes on all four sides.17 Thus, the Augustaion was formed into a closed area with porticoes and walls. On its southern and its western sides were opened the Pinsos Gate and the Melete Gate that connected Mese with Augustaion.

3.5. 7th century

During the 7th century on the southeastern side of the Augustaion a big edifice was probably built by patriarch Thomas I (607-610), the so-called Thomaites. It remained in this place until the 16th century. This period of time the Senate was identified with Magnaura. The «Thomaites» was a thre-aisled, apsidal auditorium, associated with the Graet Palace complex.18 According to the sources, the hall was preserved until the 16th century.

3.6. 12th - 13th centuries

In 1182 during the revolt of caesar John Komnenos against the empress Mary of Antioch19 the rebellions occupied Augustaion, Milion20 as well as the church that Alexios I had built in the 11th century at the west of the square. The imperial army demolished the gates of the Augustaion, in order to confront the enemies that had found shelter inside.21 After the end of the Latin occupation, around 1268/ 71, the Augustaion and some other adjacent buildings appear to have belonged to the property of Hagia Sophia.22

3.7. 15th - 16th centuries

According to Buondelmonti, in the early-15th century the Augustaion was in a state of ruins.23 In the middle of the 16th century, according to Pierre Gilles, only the fragments of seven columns were still preserved from the square.24

4. Decoration

The Augustaion was decorated with statues, often placed upon honorary columns. Constantine the Great erected a statue for his mother Augusta Helen surmounting a column of purple marble. On the square stood his own statue as well upon a column, the base of which was flanked by the statues of his three sons, of Licinius and later of Julian. It was replaced by the silver equestrian statue of Theodosios the Great. In this case as well the column was surrounded by the statues of his sons. Among the most important monuments was the column of Justinian surmounted by his colossal equestrian statue.25 It took the place of the statue of Theodosios the Great whose horse probably was reused. He held on his left hand an orb, while his right one was raised towards the East expressing his protection. In front of this monument the statues of three barbarian kings stood in a posture of submission. The base of the column of the silver statue of Eudoxia (wife of Arkadios) has been preserved, which stood in front of the Senate, south of Hagia Sophia.26 The column with the statue of Leo I was also placed in the same area with the previous one.27

1. This square is referred in the sources as Augoustion, Augousteus, Augousteon and Augousteion. This name appears for the first time in 425 at Notitia Urbis Constantinopolitanae. See Notitia Dignitatum accedunt Notitia Urbis Constantinopolitanae et Laterculi Provinciarum, ed. Seeck, O. (Berolinin 1876), p. 232. It appears as well as Γουστείον, John Lydos, On Months, ed. Wuensch, R., Ioannis Laurentii Lydi, Liber de Mensibus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Lipsiae 1898), p. 163.

2. See the examination of the sources on the location of the Augustaion and the formation of the area in Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), pp. 59-62.

3. Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), p. 73.

4. Guilland suppose that that the Augustaion was square in shape 85 m. long and around 60- 65 m. wide: Guilland R., "Περί την Βασίλειον Τάξιν Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου. Η Χάλκη και τα πέριξ αυτής", Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 18 (1948), pp. 171-2.

5. Haury, J. (ed.), Procopii Caesariensis opera omnia, De Aedificiis (Lipsiae 1964), p. 39.

6. Van Dieten, I.-A. (ed.), Nicetae Choniatae, Historia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae XI/1, Berlin - N. York 1972), p. 237; Pinder, M. (ed.), Ioannis Zonarae Annales, vol. ΙΙΙ (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae 1841-1897), p. 157.

7. Bekker, I. (ed.), Zosimus (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae 1837), p. 97; Thurn, I. (ed.), Johanni Malalae Chronographia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 35, Series Berolinensis, Berolini et Novi Eboraci 2000, p. 221.

8. For the Tetrastoon see Du Cange, Constantinopolis Christiana (Paris 1680) Ι, p. 70 ff; Bauer, F. A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz 1996), pp. 149, 218 ff; Berger, A., «Die Altstadt von Byzanz in der vorjustinianischen Zeit», in ΠΟΙΚΙΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 6, Varia II (Bonn 1987), p. 24 ff; Schneider, A. M., Byzanz, Vorarbeiten zur Topographie und Archäologie der Stadt (Berlin 1936), p. 24; Guilland R., Études de Topographie de Constantinople Byzantine (Amsterdam 1969), II p. 3; Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), pp. 42-47; Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), p. 248.

9. For the baths of Zeuxippos see Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p.37 ff. For the Senates see Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p. 56 ff. For Milion see Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), pp. 216-218. For the Basilica see Bauer, F. A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz 1996), p. 218 ff; Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p. 48 ff. For Mese see Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), pp. 79-81.

10. For the tribunal purpureis gradibus exstructum see Berger, A., "Die Altstadt von Byzanz in der vorjustinianischen Zeit", in ΠΟΙΚΙΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 6, Varia II (Bonn 1987), p. 10 ff.

11. Berger, A., "Bemerkungen zur Chalke des Kaiserpalastes in Konstantinopel", in 17th Ιnt. Byz. Congr., Abstracts of Papers, (Washington 1986), p. 33; Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), pp. 22, 54 ff.

12. Dindorf, L. (ed.), Chronicon paschale (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae 1832), p. 593.

13. Kedrenos reports that Hagia Sophia, the Senate, the Chalke and the Augustaion were among the buildings that were burnt down George Kedrenos, Synopsis Historiarum, ed. Bekker, I., Georgius Cedrenus, Ioannis Scylitzae Opera, vol. Ι (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae 1838), p. 647.

14. The baths of Zeuxippos were rebuilt and the Senate was renovated. The patriarchate was erected again under John ΙΙΙ Scholastikos (565-577), Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p. 52.

15. Before the times of Justinian the area can not be defined with any accuracy because of the lack of evidence.

16. They were brought to light through excavations, Mamboury, E., "Les Fouilles Byzantines à Istanbul", Byzantion 11 (1936), p. 230.

17. Haury, J. (ed.),  Procopii Caesariensis opera omnia, De Aedificiis (Lipsiae 1964), p. 39.

18. Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p. 57 ff; Bauer, F. A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz 1996), p. 157.

19. Mary of Antioch was regent of her under-aged son Alexios II Komnenos who succeeded his father Manuel Komnenos on the throne after his death.

20. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), p. 216.

21. Guilland, R., "Περί την Βασίλειον Τάξιν Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου. Η Χάλκη και τα πέριξ αυτής", Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 18 (1948), pp. 154, 164, 166- 167, 170; Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), p. 248; Bauer, F. A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike, Untersuchungen zur Ausstattung des öffentlichen Raums in den spätantiken Städten Rom, Konstantinopel und Ephesos (Mainz 1996), p. 157; Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p. 92 ff.

22. Dölger, F., Regesten der Kaiserkunden des Oströmischen Reiches von 565-1453 (München 1924-65), vol. ΙΙΙ, nο 1955 and 1956, of the years 1268-1271; Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), p. 218.

23. Buondelmonti, C., Florentini Librum insularium archipelagi (Lipsiae - Berolini 1884), p. 122.

24. Gilles, P., The Antiquities of Constantinople, trans. John Ball (New York 1988), pp. 104-5 and Gilles, P., De Topographia Constantinopoleos: et de illius antiquitatibus. Libri quatuor (Athens 1967), vol. ΙΙ, p. 17; Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p. 176 ff.

25. In a drawing of a Budapest manuscript that was made by a traveler of the 15th century an equestrian statue of Justinian or Theodosios is depicted.

26. According to the inscription it was erected under the eparch Simplicius.

27. Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), p. 59; Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), p. 52.

Συγγραφή : Κατσαβέλη Όλγα (11/7/2007)
Για παραπομπή: Κατσαβέλη Όλγα, «Αυγουσταίον», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:

23/6/13

Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως - Patria of Constantinople

Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως
Συγγραφή : Μαρίνης Βασίλειος (4/3/2008)



1. Εισαγωγή

Τα Πάτρια είναι λογοτεχνικό είδος αφιερωμένο στην ιστορία, την τοπογραφία, τα μνημεία και τους θρύλους μιας πόλης. Έλκει την καταγωγή του από το έργο του Καλλινίκου της Πέτρας (3ος αι. μ.Χ.), που έγραψε για τη Ρώμη. Παρόλο που οι συγγραφείς τον 5ο και 6ο αιώνα καταπιάνονται με πολιτείες στις επαρχίες, όπως μεταξύ άλλων η Ταρσός, η Νίκαια και η Μίλητος, μετά τον 6ο αιώνα αυτό το λογοτεχνικό είδος εστιάζει αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη.1

Ο όρος «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» είναι συμβατική ονομασία· αποδίδεται σε μια συλλογή κειμένων που ανήκουν σε αυτό το είδος και είναι αφιερωμένα στην Κωνσταντινούπολη. Η συλλογή, όπως έχει διασωθεί, περιλαμβάνει τα ακόλουθα κείμενα:2 τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως του Ησύχιου του Μιλήσιου, το συμπίλημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί του 8ου αιώνα, τη Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας, που γράφτηκε πιθανότατα τον 9ο αιώνα, τα Πάτρια που χρονολογούνται γύρω στο 995, τις λεγόμενες “recensiones topographicae” (τοπογραφικές συνόψεις) και τέλος ένα μεταβυζαντινό κείμενο, τη Θαυμαστή Διήγηση για τη στήλη του Ξηρόλοφου στην Κωνσταντινούπολη.3 Η σχέση ανάμεσα σε αυτά τα κείμενα, ειδικά μεταξύ των Παραστάσεων και των Πατρίων του 10ου αιώνα, είναι εξαιρετικά περίπλοκη.4

Παρόλο που τα Πάτρια παρέχουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για την Πόλη, τα πραγματικά γεγονότα συχνά συνδυάζονται (και συγχέονται) με μύθους, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο την αξία του έργου ως ιστορικής πηγής. Από την άλλη, τα Πάτρια προσφέρουν ενδελεχή ματιά στη νοοτροπία ορισμένων τμημάτων του λαού της Κωνσταντινούπολης και αποτελούν μαρτυρία για τη σταδιακή μετατροπή της σε μεσαιωνική πολιτεία.

2. Τα «Πάτρια» του ιλλούστριου Ησύχιου του Μιλήσιου

Ο Ησύχιος από τη Μίλητο, ο επονομαζόμενος ιλλούστριος, ήταν παγανιστής ιστορικός που έδρασε τον 6ο αι. μ.Χ. Το έργο του Χρονική Ιστορία, που σήμερα σώζεται αποσπασματικά, ήταν μια οικουμενική ιστορία που ξεκινά με τον Ασσύριο βασιλιά Bel και τελειώνει με το θάνατο του αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄ το 518. Μέρος αυτού του έργου, που πραγματεύεται την ιστορία της πόλης του Βυζαντίου μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄, τροποποιήθηκε και περιλήφθηκε στα Πάτρια του 10ου αιώνα. Σε αυτά συνδυάζονται δημιουργικά τα πραγματικά γεγονότα με θρύλους.5

3. «Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί»

Οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί, το καλύτερα μελετημένο κείμενο των Πατρίων, είναι ανώνυμο έργο. Περιλαμβάνουν πληροφορίες για πληθώρα θεμάτων σε τμήματα αφιερωμένα στα αξιοθέατα της Κωνσταντινούπολης, όπως εκκλησίες, αγάλματα και τον Ιππόδρομο και τα μνημεία του. Το κείμενο των Παραστάσεων είναι γνωστό από ένα μοναδικό χειρόγραφο, το οποίο βρίσκεται τώρα στο Παρίσι (Par.gr. 1336) και χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Η συγγραφή του ανάγεται κατά κανόνα στον 8ο αιώνα.6 Το γεγονός ότι σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, σε συνδυασμό με το ότι το κείμενο είναι κατά τόπους παραφθαρμένο και δυσνόητο, δείχνει ότι οι Παραστάσεις ήταν ενδεχομένως ένα ανολοκλήρωτο συμπίλημα διάφορων πηγών, που συγκεντρώθηκαν από άγνωστο εκδότη ή εκδότες, και ως τέτοιο πιθανώς παρουσιάζει ενδιάμεσο στάδιο στην πατριογραφική παράδοση.7 Το ότι το κείμενο βρίσκεται σε ενδιάμεση κατάσταση αντικατοπτρίζεται στην έλλειψη οποιασδήποτε στιλιστικής και θεματικής ενότητας, καθώς ορισμένα θέματα, όπως ο Ιππόδρομος, περιλαμβάνονται περισσότερες από μία φορές.

Στις Παραστάσεις υπάρχει προτίμηση στα "θαύματα" και μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξ ακοής μαρτυρία. Το ύφος των εγγραφών ή λημμάτων είναι εξαιρετικά διδακτικό και υπάρχουν αναφορές σε φιλοσόφους και εραστές της γνώσης, που ήταν οι μόνοι ικανοί να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν το βαθύτερο νόημα των μνημείων της πόλης, το οποίο συχνά ήταν κρυμμένο. Εξαιτίας αυτού του υποτιθέμενου μυστικού νοήματος της αρχαίας τέχνης, διατυπώνεται μια δυσπιστία προς τα παγανιστικά αγάλματα, η οποία σηματοδοτεί μια αλλαγή στη νοοτροπία των ανθρώπων της Κωνσταντινούπολης.8

Οι απόψεις των μελετητών για τις Παραστάσεις ποικίλλουν. Η γλώσσα του έργου έχει χαρακτηριστεί «ανόητη πρόζα, όπου μάταια ψάχνει κανείς για κάποιου είδους τάξη, χρονολογική ή λογική [...]».9 Έχει επίσης θεωρηθεί «ένα είδος τουριστικού οδηγού για τα αξιοπερίεργα της Κωνσταντινούπολης»,10 αν και αυτή η τελευταία άποψη έχει πολύ σωστά αμφισβητηθεί, καθώς το κείμενο, τουλάχιστον στην παρούσα μορφή του, αποτυγχάνει να εντάξει την πληροφορία που παρέχει στον ευρύτερο αστικό ιστό της Κωνσταντινούπολης.11 Άλλοι το θεωρούν «προϊόν […] ενός είδους τοπικής ιστορικής κοινότητας»,12 μιας ομάδας από αυτοδίδακτους «φιλοσόφους». Τέλος, τα περιεχόμενά του έχουν ερμηνευτεί ως ένα «πολιτικού χαρακτήρα κείμενο που εναντιώνεται στη λατρεία του Κωνσταντίνου Α΄, η οποία αναπτύσσεται επί εικονομάχων αυτοκρατόρων και των διαδόχων τους», προειδοποιώντας για τις κακοποιές μαγικές δυνάμεις των παγανιστικών αγαλμάτων.13