26/8/13

Γνωστές και άγνωστες πτυχές από την ιστορία της πλατείας Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης

Τμήμα του θαλάσσιου μετώπου της Θεσσαλονίκης αποτελούσε η σημερινή πλατεία Ελευθερίας, η οποία μέχρι το 1870 βρεχόταν κατά το ήμισυ από τη θάλασσα. Έκτοτε, η ιστορία της πλατείας ακολούθησε αυτήν της πόλης, αλλάζοντας μορφές και χωροταξική σημασία, ανάλογα με την εποχή, αποτελώντας άλλοτε χώρο αναψυχής και παρελάσεων ή κομβικό σημείο συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων, ακόμη και τόπο μαρτυρίου.

 Η πλατεία Ελευθερίας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα δεν ήταν πάντα στεριά. Μέχρι το 1870 – οπότε άρχισε η κατεδάφιση της θαλάσσιας οχύρωσης της πόλης, στην προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εκσυγχρονιστεί – η θάλασσα έφτανε μέχρι το μέσον της πλατείας. Τριάντα μέτρα βορειότερα βρισκόταν το βυζαντινό θαλάσσιο τείχος, που ξεκινούσε από τον Λευκό Πύργο, ακολουθούσε τις σημερινές οδούς Κορομηλά και Καλαποθάκη, διέσχιζε την πλατεία Ελευθερίας και κατέληγε στον λεγόμενο πύργο της Αποβάθρας ή αλλιώς Τοπ Χανέ (στη σημερινή γωνία Κατούνη και Οπλοποιού, όπου βρίσκεται σήμερα ο ‘Ζύθος” στα Λαδάδικα). Εκεί βρισκόταν και η είσοδος του λιμανιού, που κατασκεύασε ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Πτυχές της ιδιαίτερης αυτής περιοχής της Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται στον τόμο «Η Πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη – Ο χώρος, οι άνθρωποι, η ιστορία» που κυκλοφόρησε από την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος με συντελεστές την πολιτικό μηχανικό, Ελλη Γκαλά – Γεωργιλά, η οποία έγραψε και επιμελήθηκε την έκδοση, την αρχιτέκτονα – μηχανικό, Χριστίνα Ζαρκάδα Πιστιόλη και τον συγγραφέα Αλέξανδρο Γρηγορίου. Στις 230 σελίδες του, ο τόμος περιλαμβάνει πλούσιο εικονογραφικό υλικό, παράθεση ιστορικών γεγονότων, σχολιασμούς και έρευνες σε αρχεία κτηματολογικά, τεχνικά, πολεοδομικά, σε παλαιούς χάρτες της περιοχής και σε βιβλιογραφικές πηγές.

Η Εκκλησιαστική Σκάλα και το Τοπ Χανέ

Ο χρόνος κατασκευής του θαλάσσιου τείχους, καθώς και η προγενέστερη μορφή της περιοχής της πλατείας Ελευθερίας στα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά χρόνια δεν είναι γνωστά. Βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων εικάζεται ότι στην προκυμαία της περιοχής της πλατείας Ελευθερίας και ανατολικότερα, πιθανώς βρισκόταν η Εκκλησιαστική Σκάλα, αλλά και ο βυζαντινός πύργος που ήλεγχε την είσοδο του λιμανιού, το Τοπ Χανέ της οθωμανικής περιόδου, το οποίο αποτέλεσε το φρούριο του Βαρδάρη, επί τουρκοκρατίας. Ωστόσο, παραμένουν άγνωστα περισσότερα στοιχεία για την κατασκευή και τη χρήση τους. Από τον πύργο του Τοπ Χανέ, προς τα ανατολικά, ξεκινούσε το τείχος των εγκαταστάσεων του κεντρικού λιμανιού, που διέσχιζε τις οδούς Μητροπόλεως και Τσιμισκή, στο ύψος της Εθνικής Τράπεζας, έφτανε μέχρι την Φράγκων και κατέληγε στα σημερινά Δικαστήρια.


«Ανατολικά του κεντρικού λιμανιού φαίνεται πως διαμορφωνόταν ένα άλλο μικρότερο λιμάνι που πιθανώς ήταν η Εκκλησιαστική Σκάλα. Σε αυτήν αναφέρεται ο παλιός ερευνητής Χατζής Ιωάννου στα τέλη του 19ου αιώνα. Και ανάμεσα στα δύο λιμάνια λέγεται πως υπήρχε μία χερσόνησος με έναν πύργο», ανέφερε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η κ. Γεωργιλά. Κατά την ίδια, πολλά είναι τα ερωτήματα που παραμένουν και για τον πύργο της Αποβάθρας ή Τοπ Χανέ και για το ρόλο που έπαιξε στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, όπως στο διωγμό των Βενετών από τους Τούρκους το 1430.
Η διαμόρφωση της πρώτης πλατείας της Θεσσαλονίκης, στη συγκεκριμένη περιοχή, έγινε μετά το 1870, οπότε μεταμορφώθηκε η πόλη – ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – κατεδαφίστηκε το θαλάσσιο τείχος, έγιναν προσχώσεις και διαμορφώθηκε το παραθαλάσσιο μέτωπο της πόλης, σχεδόν στη σημερινή του εικόνα, κυρίως για να εξυπηρετεί την αυξημένη κίνηση των πλοίων.

Η πρώτη πλατεία

Η κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους επετεύχθη, παρά τις αντιρρήσεις μηχανικών. Ο χώρος της Αποβάθρας διανοίχθηκε και παράλληλα έγιναν επιχωματώσεις προς τη θάλασσα, από τις οποίες δημιουργήθηκαν νέα οικόπεδα. Ένα από τα ωραιότερα αγόρασε η ναυτιλιακή εταιρεία Messageries Maritimes (επί της σημερινής Λ. Νίκης, κοντά στη Βενιζέλου). Ακολούθησε η διάνοιξη της οδού Σαμπρή πασά – η σημερινή Βενιζέλου – και διαμορφώθηκε μία μικρή πλατεία, που αποτέλεσε την πρώτη μορφή της πλατείας Ελευθερίας, της πρώτης τόσο ευρύχωρης της πόλης. Αρχικά ονομάζεται πλατεία Αποβάθρας και στη συνέχεια πλατεία Ολύμπου και γίνεται το πιο κοσμικό σημείο της Θεσσαλονίκης. Κεντρικό της σημείο η μπιραρία «Ολυμπος» (αριστερά της οδού Βενιζέλου, στη γωνία του σημερινού πάρκινγκ) και απέναντι το ξενοδοχείο «Ρουαγιάλ». Στη λέσχη Cercle de Salonique συγκεντρώνονται μεγάλοι έμποροι και αστοί, πρόξενοι, στρατιωτικοί των συμμαχικών δυνάμεων κ.α. και είναι γνωστή για την πολυτέλεια, αλλά και για τη βιβλιοθήκη, το εστιατόριο και το μπαρ που διέθετε.

Η οδός Σαμπρή γίνεται ο πιο μοντέρνος εμπορικός δρόμος, όπου λειτουργούν μεγάλα καταστήματα, όπως το γερμανικών συμφερόντων «Στάιν», που εγκαινιάστηκε το 1911, διεσώθη της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917 και επιζεί έως σήμερα. Στην απέναντι γωνία του μεγάρου Στάιν, στο ισόγειο, εγκαθίσταται το γνωστό ζαχαροπλαστείο Φλόκα, επίσης σημείο αναφοράς της κοσμικής ζωής. Στην καθημερινότητα της πόλης πρωταγωνιστεί και το ζυθοπωλείο του Νιόνιου, στο ισόγειο του Μεγάλου ξενοδοχείου της Αγγλίας. Η πλατεία παραμένει στο επίκεντρο και κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε αποβιβάζονται στο λιμάνι οι συμμαχικές δυνάμεις. Εδώ γίνεται και η υποδοχή του Βενιζέλου, όταν το 1916 εγκαθιστά στη Θεσσαλονίκη την προσωρινή κυβέρνηση της Τριανδρίας. Με τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, ξεκινά η αρχή του τέλους για την πλατεία Ελευθερίας. Τα απομεινάρια των καμένων, άλλοτε πολυτελών, κτιρίων, θα δώσουν τη θέση τους στους σχεδιασμούς για νέα ανοικοδόμηση, με απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου και αρχιτέκτονα τον Γάλλο Ε. Εμπράρ, ο οποίος προτείνει αλλαγή των χρήσεων της περιοχής.

Το Ταχυδρομικό Μέγαρο, έργο ανολοκλήρωτο

Τα σχέδια προέβλεπαν την ανέγερση, στη θέση του σημερινού χώρου στάθμευσης, ενός μεγαλεπήβολου κτιρίου, που θα στέγαζε το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο και το Τηλεφωνείο (ΤΤΤ), ενώ περιμετρικά προβλεπόταν η κατασκευή τραπεζών και γραφείων. Γύρω στο 1920 ξεκίνησε η κατασκευή του Ταχυδρομικού Μεγάρου, αλλά ένα χρόνο αργότερα διακόπηκαν οι εργασίες – επειδή το έδαφος θεμελίωσης παρουσίαζε προβλήματα, αν και ήδη είχαν τοποθετηθεί πάσσαλοι στο υπέδαφος – και έτσι η πλατεία έμεινε κενή. Στο χώρο αυτό σημειώθηκαν αργότερα κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως του Μάη του ‘36 και των βασανιστηρίων των Εβραίων από τους Γερμανούς το 1942. Από τη δεκαετία του ‘50 και έπειτα, η πλατεία μετατράπηκε σε χώρο στάθμευσης και αφετηρία λεωφορείων, όμως η περιοχή ουσιαστικά είχε υποβαθμιστεί.

Οι πρώτοι ιδιοκτήτες των πρώτων οικοπέδων

Από την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους και τις πρώτες εργασίες διαμόρφωσης και επιχωματώσεων του θαλάσσιου μετώπου της Θεσσαλονίκης (1870) διαμορφώθηκαν τα πρώτα καινούργια οικόπεδα στην περιοχή. «Η συνολική τους έκταση αριστερά και δεξιά της πλατείας έφτανε τα 6,5 στρέμματα και σύμφωνα με χάρτες μηχανικών χαρακτηρίζονταν πρώτης κατηγορίας. Από τότε προβλέπονταν να είναι τα πιο ακριβά της νέας παραλιακής συνοικίας, αφού βρισκόταν μπροστά στη θάλασσα και δίπλα στο λιμάνι και την αγορά», δήλωσε η κ. Γεωργιλά. Στη μεγαλύτερη έκτασή τους αγοράστηκαν από τέσσερις οικογένειες με μεγάλη επιρροή εκείνη την εποχή: από την οικογένεια Καπαντζή (οικογένεια Ντονμέδων, εξισλαμισμένων Εβραίων, που είχαν στην κατοχή τους και δύο επαύλεις επί της Βασ. Ολγας – τα κτίρια του σημερινού ΜΙΕΤ και ΟΡΘ), την οικογένεια Μοδιάνο (τραπεζίτες και κτηματίες), και τις οικογένειες Αγκιάχ και Χουλουσή.

Ο Γιουσούφ Αγκιάχ έγινε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Σαμπρή πασά και πρωτοστάτησε στον εκσυγχρονισμό της πόλης. Το 1870 που ξεκίνησε η κατεδάφιση του τείχους διορίστηκε δήμαρχος της Θεσσαλονίκης – τότε ξεκίνησε και ο θεσμός της δημαρχίας. Ο Αγκιάχ, σύμφωνα με τίτλους κτηματογράφησης του 1911, απέκτησε μεγάλο ποσοστό των οικοπέδων δεξιά της πλατείας, από την παραλία έως την Καλαποθάκη. Το οικόπεδο στη γωνία Βενιζέλου και Νίκης το μοιράστηκε με την οικογένεια Μοδιάνο, που πιθανώς, ως τραπεζίτες, του εξασφάλισε τη χρηματοδότηση. Δίπλα σε αυτά τα οικόπεδα, εκτείνεται αυτό της ναυτιλιακής Messageries Maritimes, που παραχωρήθηκε από τις τουρκικές αρχές το 1874.

Οι Μοδιάνο πωλούν το μερίδιό τους το 1888 σε δύο εύπορους αδελφούς από τις Σέρρες, τους Αλή και Χουλουσή μπέηδες. Ο Χουλουσή μπέης είναι παντρεμένος με τη μοναχοκόρη του Αγκιάχ, ενώ είναι ταυτόχρονα και ιδιοκτήτης ενός μεγάλου τριώροφου ξενοδοχείου στην Εγνατία, του Grand Hotel. Τα οικόπεδα της αριστερής πλευράς της πλατείας ανήκουν στη μεγαλύτερη έκτασή τους στις οικογένειες Μοδιάνο και Καπαντζή. Μετά την πυρκαγιά του 1917, το σχέδιο Εμπράρ προέβλεπε τη δέσμευση των χώρων της πλατείας Ελευθερίας από το Δημόσιο, ώστε να επιτευχθεί ο ανασχεδιασμός και η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης. Με ριζοσπαστική για την εποχή απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου, τα οικόπεδα απαλλοτριώθηκαν και δημιουργήθηκε νέα κτηματογράφιση, από την οποία ευνοήθηκαν κυρίως οι μεγάλοι οικοπεδούχοι της περιοχής, οι οποίοι επανέκτησαν τις περιουσίες τους μέσω πλειστηριασμού.

Παραχωρήθηκε μεγάλο οικόπεδο αριστερά της Ι.Δραγούμη στην Εθνική Τράπεζα και, απέναντι, οικόπεδο στην Ιωνική (σημερινή Alpha) τράπεζα. Διανοίχθηκε η Μητροπόλεως και άρχισε η κατασκευή νέων οικοδομών που προορίζονταν για κτίρια γραφείων. Το πρώτο τέτοιο κτίριο που σώζεται και σήμερα είναι του σημερινού Βάρδα (Μητροπόλεως και Βενιζέλου).
-->

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου