26/8/13

Τί είναι η κοινωνική ασφάλιση και ποιά η ιστορία της

Κοινωνική ασφάλιση είναι η δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή πνευματικής βλάβης, αναπηρίας και γήρατος. Οι δαπάνες καλύπτονται με τις υποχρεωτικές εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών, τις οποίες έχουν θεσπίσει οι σύγχρονες νομοθεσίες.

Η εμφάνιση συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης συνδέεται στενά με τη βιομηχανική ευρωπαϊκή επανάσταση του 19ου αι. και την πλήρη ανεπάρκεια της δημόσιας ή ιδιωτικής αγαθοεργίας και φιλανθρωπίας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των νέων κοινωνικών συνθηκών.

Στατιστικές που αναφέρονται στη Γερμανία, για το έτος 1877, δείχνουν ότι σε μερικές κατηγορίες της βιομηχανίας, οι εργάτες ασθενούσαν σε ποσοστό μεταξύ 65% και 80%, ενώ τα βρέφη μητέρων που δούλευαν σε βιομηχανίες, όπου χρησιμοποιούσαν φώσφορο και μόλυβδο πέθαιναν κατά 40% στον πρώτο χρόνο και κατά 70% στα τρία πρώτα χρόνια. Τα εργατικά ατυχήματα ήταν πάρα πολλά και η ασθένεια του εργαζόμενου οδηγούσε την οικογένεια στη δυστυχία.

Σε αυτή την κατάσταση, οι εργαζόμενοι άρχισαν να συνασπίζονται και τότε έκαναν την εμφάνισή τους τα συνδικάτα, τα οποία λειτούργησαν συχνά και ως σωματεία εργατικής αλληλοβοήθειας. Τα μέλη τους αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν περιοδικά ορισμένα ποσά, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα κοινό ταμείο προορισμένο να βοηθά τα μέλη που αντιμετωπίζουν αντίξοες συνθήκες στη ζωή και την εργασία τους. Αποδείχτηκε όμως σύντομα ότι η αλληλοβοήθεια ήταν ανίκανη να προστατεύσει με θετικό τρόπο τον εργαζόμενο και να καλύψει τις ανάγκες αυτού και της οικογένειάς του, σε περιπτώσεις ασθένειας, αναπηρίας ή θανάτου. Παράλληλα, μερικές μεγάλες βιομηχανίες, όπως π.χ. των Κρουπ στη Γερμανία, άρχιζαν να ανησυχούν για τις συχνές ασθένειες και απουσίες του ειδικευμένου προσωπικού, που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στον ρυθμό της παραγωγής.

Η δυσαρέσκεια των εργαζομένων και οι κοινωνικοί αγώνες επηρέαζαν καθοριστικά το γενικό κλίμα της εποχής. Το 1883 υποβλήθηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο ένα νομοσχέδιο για την υποχρεωτική α. ασθένειας και μητρότητας που έγινε δεκτό, έπειτα από σφοδρές συζητήσεις και αντιδράσεις. Έναν χρόνο αργότερα, η Γερμανία ψήφισε τον νόμο της υποχρεωτικής ασφάλισης κατά των ατυχημάτων και το 1889 τον νόμο για την υποχρεωτική α. κατά της αναπηρίας και του γήρατος. Έτσι, την αρχή της εθελοντικής α. και αλληλεγγύης, χαρακτηριστικό των σωματείων αλληλοβοήθειας, αντικατέστησε η υποχρέωση του εργοδότη να ασφαλίζει από καθορισμένους κινδύνους, στους οποίους εκθέτονταν οι εργαζόμενοι στην επιχείρησή του.

Η απήχηση που είχαν οι γερμανικοί νόμοι ήταν τεράστια και πολλές χώρες ακολούθησαν γρήγορα τον ίδιο δρόμο. Στις αρχές του 20ού αι. δεν υπήρχε ακόμα πρόνοια για έναν μόνο κίνδυνο: την ανεργία. Οι Γερμανοί νομοθέτες θεώρησαν ότι αυτή η μορφή ασφάλισης ήταν απραγματοποίητη. Την αντίληψη αυτή διέψευσε ο Λόιντ Τζορτζ στην Αγγλία, ο οποίος κατόρθωσε, υπερνικώντας σφοδρές αντιδράσεις, να ψηφιστεί από το αγγλικό κοινοβούλιο ο σχετικός νόμος, το 1911.


Στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, πάρα πολλές χώρες είχαν αποδεχτεί την αρχή των κοινωνικών ασφαλίσεων και η κοινωνική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου ενίσχυσε στους εργαζόμενους την επίγνωση του δικαιώματος να είναι ασφαλισμένοι και την υποχρέωση του κράτους να παρέχει προστασία. Η περίοδος του μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται από την ορμητική ανάπτυξη των κοινωνικών ασφάλισεων. Ο θεσμός όμως, όπως είχε διαμορφωθεί, δεν ανταποκρινόταν πια στο πλαίσιο της ζωής των εργαζομένων που συνεχώς διευρυνόταν ούτε στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής οι οποίες αυξάνονταν.

Η ασφαλιστική αρχή των οργανισμών, φορέων του θεσμού, χάριζε έναν αυστηρό περιοριστικό όρο για πολλές κατηγορίες πολιτών, οι οποίες εξαιρούνταν της προστασίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο με το αγγλικό σχέδιο γενικής κοινωνικής ασφάλισης, το γνωστό ως Σχέδιο Μπέβεριτζ (1942), το οποίο συνάντησε ευρύτατη επιδοκιμασία. Στη μεταπολεμική εποχή, η κοινωνική ασφάλιση τείνει να ενοποιηθεί με τη δημόσια αντίληψη και να μεταβληθεί σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης  μέσα στα οποία το κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξασφαλίζει σε κάθε πολίτη προστασία σε περιστατικά της ατομικής, οικογενειακής και συλλογικής του ζωής.

Ιστορία και νομοθετική κατοχύρωση του θεσμού στην Ελλάδα.

Η εισαγωγή ενός συγχρονισμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα καθυστέρησε, σχετικά με άλλες χώρες, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης βιομηχανικής ανάπτυξης. Ο θεσμός ήταν όμως γνωστός από πολλά χρόνια: τον είχαν εφαρμόσει κατά κάποιον τρόπο οι ναυτικοί του Αιγαίου από τον 18o αι. σε απομίμηση παλαιότερης επινόησης του Κολμπέρ στη Γαλλία. Ως συνέχεια και συστηματοποίηση αυτής της πρακτικής πρέπει να θεωρηθεί η ίδρυση, κατά το 1836, του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (η λειτουργία του όμως άρχισε μόνο το 1861), για το οποίο πάντως δεν είχε προβλεφθεί ούτε εργοδοτική ούτε κρατική εισφορά. Τον ίδιο χρόνο, με τον νόμο Χ’, είχε προβλεφθεί η α. των εργατών μεταλλείων (λειτούργησε μετά το 1882), ενώ ο Ν. 281/1914, έθεσε νομικές βάσεις για τη λειτουργία αλληλοβοηθητικών σωματείων. Τα αποφασιστικότερα βήματα έγιναν όμως κατά και μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τη δημοσίευση, παρά τις έντονες αντιδράσεις, των νόμων 551/1915 περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εκ της εργασίας παθόντων εργατών ή υπαλλήλων (ο οποίος θέσπιζε την ατομική ευθύνη του εργοδότη για την κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου) και 2868/1922 περί υποχρεωτικής α. των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων. Ο τελευταίος αυτός νόμος αφορούσε α. των μη αυτοτελώς εργαζομένων μισθωτών της βιομηχανίας, του εμπορίου και της βιοτεχνίας· κατά την εφαρμογή του προτιμήθηκε όμως η α. κατά επιχειρήσεις. Από το 1925 άρχισαν να δημιουργούνται ασφαλιστικά ταμεία αυτοτελώς εργαζομένων (νομικών, υγειονομικών κλπ.).

Το 1929, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επαναλαμβάνοντας προτάσεις που είχαν γίνει στον Τύπο ή στη βουλή από το 1902 και ύστερα, εξήγγειλε την προσεχή εφαρμογή γενικευμένου συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης κατά της ασθενείας, ανικανότητος, γήρατος και θανάτου. Το σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στη βουλή στις 19 Μαΐου 1932 και ψηφίστηκε (Ν. 5733/1932), αλλά δεν εφαρμόστηκε εξαιτίας κοινοβουλευτικών μεταβολών. Σύντομα όμως ψηφίστηκε νέος νόμος, με συντάκτη τον Χρ. Αγαλλόπουλο (Ν. 6298/1934 Περί κοινωνικής ασφάλισης , ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από 1η Δεκεμβρίου 1937. Η νομοθεσία αυτή, που τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από νεότερους νόμους, εισήγαγε την καθολικότητα της ασφάλισης των μισθωτών (με δυνατότητα επέκτασης σε κατηγορίες αυτοτελώς εργαζόμενων), από ενιαίο φορέα, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙKA).

Οι σχετικές με το ΙΚΑ διατάξεις συμπληρώνονται από πολυάριθμες διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες υπέγραψε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από τη μετακίνηση των ασφαλισμένων από χώρα σε χώρα (υπολογισμός χρόνου εργασίας σε άλλη χώρα, κατανομή των παροχών μεταξύ διαδοχικών οργανισμών κλπ.). Τέλος, με τον Ν. 4169/1961 καθιερώθηκε ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης των αγροτών. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 το θέμα των διαρθωτικών αλλαγών στην κοινωνική ασφάλιση απασχόλησε έντονα τη χώρα μας, αλλά μέχρι το 2002 δεν είχε δοθεί οριστική λύση.

Σύστημα οικονομικής λειτουργίας.

 Κυριότεροι πόροι των κοινωνικών ασφαλίσεων είναι οι εισφορές των ασφαλισμένων, των εργοδοτών και του κράτους, των οποίων το ύψος καθορίζεται από στατιστικές μελέτες των σχετικών φαινομένων, τα οποία επιδρούν, εκτός άλλων, και οι δημογραφικοί παράγοντες που επικρατούν σε κάθε χώρα (σύνθεση του πληθυσμού ανάλογα με τις ηλικίες κλπ.). Σε ό,τι αφορά στα συστήματα διαχείρισης, οι καταστατικές διατάξεις μάλλον σπανίζουν. Παλαιότερα γινόταν ευρύτατη χρήση του λεγόμενου συστήματος του μέσου ασφαλίστρου, σύμφωνα με το οποίο οι υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις δεν προσδιορίζονται χωριστά για κάθε άτομο, αλλά υπολογίζονται για όλους τους ασφαλισμένους ή ένα μέρος αυτών, και ορίζεται συνεπώς ένα σταθερό ασφάλιστρο που να καλύπτει σε κάθε στιγμή όλες τις απαιτήσεις. Το σύστημα αυτό, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των α. μακράς διάρκειας (σύνταξη γήρατος, θανάτου και αναπηρίας), εγκαταλείφτηκε και εξαιτίας των νομισματικών αναστατώσεων της περιόδου μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και εξαιτίας της γενίκευσης της α., που θα επέφερε, σε περίπτωση υιοθεσίας αυτού του συστήματος, τεράστια συγκέντρωση κεφαλαίων. Αντ’ αυτού του συστήματος και του λεγόμενου συστήματος της κεφαλαιοποίησης (άνοιγμα χωριστού λογαριασμού για κάθε προστατευόμενο πρόσωπο), προτιμήθηκε γενικά το σύστημα της κατανομής ή διανεμητικό, σύμφωνα με το οποίο οι δαπάνες κάθε περιόδου ή χρήσης, π.χ. ενός έτους, πρέπει να καλύπτονται από τα έσοδα της περιόδου και αυτό όχι για κάθε άτομο χωριστά αλλά για όλους τους προστατευόμενους ή τους προστατευόμενους ενός ορισμένου κλάδου, με διατήρηση ενός περιορισμένου αποθεματικού για την αντιμετώπιση έκτακτων και ασυνήθιστων αναγκών.

Η κρατική εισφορά προβλέπεται αόριστα από τον νόμο, με τον τύπο μάλλον μιας εγγύησης σε περίπτωση ύπαρξης ελλειμμάτων, αλλά έμμεσα το κράτος συμβάλλει με τη χορήγηση φορολογικών ατελειών, δωρεάν οικοπέδων, τη δημιουργία εσόδων από πρόστιμα κλπ. Το μέγεθος των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών καθορίζεται χωριστά για κάθε κλάδο ασφάλισης, με βάση υπολογισμού το τεκμαρτό ημερομίσθιο, σε αντιστοιχία προς μία από τις 13 προβλεπόμενες μισθολογικές κλάσεις (σύστημα της μεταβλητής εισφοράς). Στον υπολογισμό του μισθού λαμβάνονται υπόψη οι διάφορες προσαυξήσεις, επιδόματα, βραβεία, ωφελήματα εις είδος (κατοικία, τροφή, στολή, εισιτήρια κυκλοφορίας κλπ.). Ο νόμος εξουσιοδοτεί το ΙKA να κάνει επενδύσεις από τα διαθέσιμα κεφάλαια σε ιδρύματα που διευκολύνουν τη λειτουργία του ή εξυπηρετούν τους σκοπούς του (γραφεία, νοσοκομεία, μαιευτήρια, παιδικούς σταθμούς και κατασκηνώσεις κλπ.).

Παροχές στα προστατευόμενα πρόσωπα.

Για να χορηγηθεί παροχή στον ασφαλισμένο, πρέπει να συντρέχει κατά την ορολογία του ασφαλιστικού δικαίου, ασφαλιστική περίπτωση ή, όπως επίσης, λέγεται κίνδυνος, δηλαδή διατάραξη ορισμένης μορφής της οικονομικής κατάστασης του ασφαλισμένου. Οι ασφαλιστικές περιπτώσεις είναι καθορισμένες από τον νόμο: ασθένεια, τοκετός, θάνατος του προστάτη της οικογένειας, ανικανότητα για εργασία· η τελευταία μπορεί να προέρχεται από γηρατειά, από σωματική ή πνευματική ασθένεια, από ατύχημα.

Για την ασφαλιστική περίπτωση της ασθένειας, ως κριτήριο χρησιμεύει το αν αυτή δημιουργεί ανικανότητα για εργασία. Η ασθένεια αρχίζει από τη στιγμή που εμφανίζεται η ανικανότητα αυτή ή κρίνεται αναγκαία η περίθαλψη. Δεν λαμβάνεται υπόψη η αιτία της ασθένειας και το αν αυτή είναι ή όχι ανίατη. Όταν ο ασφαλισμένος εξαιτίας πάθησης, βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, δεν είναι σε θέση να κερδίζει τουλάχιστον για ένα εξάμηνο περισσότερο από το ένα τρίτο των όσων κερδίζει ένας υγιής της κατηγορίας του, χαρακτηρίζεται ανάπηρος. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι το ατύχημα, δηλαδή αιφνίδια επιζήμια κατάσταση σε βάρος του ασφαλισμένου, που προέρχεται από εξωτερικό γεγονός το οποίο δεν προκάλεσε ο ίδιος. Τις κοινωνικές ασφαλίσεις ενδιαφέρει αμέσως το εργατικό, δηλαδή το επαγγελματικό ατύχημα που παράγεται κατά την εργασία, μπορεί όμως, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να περιληφθεί στην ασφαλιστική αξίωση και το ατύχημα που έγινε εκτός εργασίας. Κατά τον νόμο, η επαγγελματική ασθένεια εξομοιώνεται με το ατύχημα. Η επαγγελματική ασθένεια είναι η ασθένεια που προκαλείται από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου. Με την ασφάλιση του τοκετού καλύπτεται, εκτός του τοκετού, και ορισμένος χρόνος της εγκυμοσύνης και της λοχείας, αν πρόκειται για αμέσως ασφαλισμένη και μόνο ο τοκετός, αν πρόκειται για σύζυγο ασφαλισμένου. Είναι αδιάφορο αν πρόκειται για νόμιμο ή νόθο τέκνο, αν τούτο γεννήθηκε ζωντανό ή νεκρό, ωστόσο πρέπει ο τοκετός να έχει γίνει μετά την τέλεση του γάμου. Για την ασφάλεια του γήρατος απαιτείται συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας. Τέλος, ασφαλιστική περίπτωση αποτελεί ο θάνατος από οποιαδήποτε αιτία κι αν προήλθε· προς τον θάνατο εξομοιώνεται η αφάνεια (έλλειψη είδησης για ένα πρόσωπο περισσότερο από έναν χρόνο και σοβαρή πιθανότητα θανάτου του).

Για να ισχύσουν οι ασφαλιστικές αυτές περιπτώσεις, πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί ορισμένες προϋποθέσεις της λεγόμενης ουσιαστικής ισχύος της α. (π.χ. να έχει πραγματοποιηθεί πριν από την ασθένεια ορισμένος αριθμός ημερών εργασίας)· τούτο δεν απαιτείται στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος. Για τη χορήγηση σύνταξης, ο νόμος επιτρέπει σε όσους δεν έχουν ακόμα συμπληρώσει το όριο ηλικίας να πάρουν μειωμένη σύνταξη.

Κατά τις περιπτώσεις της ασφάλισης, οι παροχές διακρίνονται εις είδος και εις χρήμα. Η ιατρική περίθαλψη ανήκει στην πρώτη κατηγορία και περιλαμβάνει τις ιατρικές φροντίδες, φάρμακα κλπ., λουτροθεραπεία, νοσοκομειακή περίθαλψη, ενώ στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα επιδόματα ασθένειας και μητρότητας και τα έξοδα κηδείας. Η έκταση των παροχών δεν είναι σταθερή, αλλά μεταβάλλεται με αποφάσεις των αρμοδίων σύμφωνα με τη γενική πολιτική των ασφαλιστικών οργανισμών, που μπορούν να επεκτείνουν την ιατρική περίθαλψη σε μεγαλύτερο κύκλο προστατευομένων ή και να καθορίσουν διαφορετικό ποσοστό κάλυψης της δαπάνης.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου