Καταρχήν, πριν ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με τις προσεγγίσεις του Αριστοτέλη και του Hume στο ζήτημα της αιτιότητας είναι αναγκαίο να κατανοηθεί η έννοια αυτής. Όταν κάποιος κάνει λόγο για αιτιότητα αναφέρεται στη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, δηλαδή στο πως κάτι επιδρά στο διπλανό του. Η έννοια της αιτιότητας είναι παλαιότερη του Αριστοτέλη, την συναντούμε ήδη στον φιλόσοφο Αναξίμανδρο από τη Μίλητο ο οποίος σημειώνει: «όλα τα πράγματα πληρώνουν ανάμεσά τους ποινή και αποζημίωση για την αδικία που παθαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα». Μέσα από την μελέτη της αιτιότητας κερδίζουμε γνώση, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την απόκτηση δύναμης πάνω στη φύση. Εάν δηλαδή γνωρίζουμε τα αίτια κάποιων ανεπιθύμητων γεγονότων που διαδραματίζονται στη φύση, όπως πυρκαγιές, πλημμύρες ή σεισμοί μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα αποτρέψουμε από το να συμβούν.
Τη συζήτηση γύρω από την αιτιότητα τη διακρίνουμε σε δύο μέρη, το ένα είναι το μεταφυσικό και το άλλο, το γνωσιολογικό. Το πρώτο μέρος είναι η φύση της σύνδεσης ανάμεσα στην αιτία και του αποτέλεσμα. Η απάντηση δηλαδή στο ερώτημα πώς η αιτία θα φέρει το αποτέλεσμα. Το δεύτερο κομμάτι είναι το επιστημονικό μέρος το οποίο ασχολείται με το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι δυνατή η αιτιακή γνώση. Κι αν τελικά αυτή είναι δυνατή με ποιο τρόπο μπορεί να αποκτηθεί.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Αριστοτέλη
Εκείνος που έθεσε τις βάσεις του αιτίου και του αιτιατού ήταν ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Η έννοια της αιτιότητας αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα που ασχολείται ο Αριστοτέλης στα βιβλία του Φυσικά αλλά και Μετά Φυσικά. Για τον Αριστοτέλη κάθε γεγονός έχει και μια αιτία και η γνώση των αιτιών αυτών είναι επιστήμη. Στο Β’ βιβλίο του στα Φυσικά αναφέρει ότι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα είναι αναγκαία τέσσερα αίτια φυσικών
διαδικασιών από τα οποία κανένα ποτέ δεν είναι επαρκές από μόνο του. Συνοπτικά τα τέσσερα αυτά αίτια είναι : το υλικό αίτιο που αφορά την ύλη από την οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, το ποιητικό αίτιο το οποίο αναφέρεται σε εκείνο που δημιούργησε το αντικείμενο, το ειδικό ή μορφικό αίτιο που είναι το είδος ή η μορφή του αντικειμένου και το τελικό αίτιο το οποίο αναφέρεται στο σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε κάτι.
Για να κατανοηθούν καλύτερα τα τέσσερα αίτια που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα. Έστω ότι το παράδειγμά μας είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός τραπεζιού. Το υλικό αίτιο στην περίπτωση αυτή θα είναι το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί το συγκεκριμένο τραπέζι (γυαλί, ξύλο, μέταλλο). Το ποιητικό αίτιο θα είναι ο επιπλοποιός, ο άνθρωπος δηλαδή που κατασκεύασε το τραπέζι. Ειδικό ή μορφικό αίτιο είναι η μορφή, το σχήμα ακόμα και το χρώμα που χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του τραπεζιού αυτού. Το τελικό αίτιο έχει να κάνει με το σκοπό, το λόγο για τον οποίο δημιούργησε ο τεχνίτης το τραπέζι αυτό. Θα μπορούσε έστω στο συγκεκριμένο παράδειγμα να είναι το τελικό αίτιο η εκτέλεση μιας παραγγελίας ή η χρησιμοποίηση του τραπεζιού στο σπίτι του επιπλοποιού για την τοποθέτηση του φαγητού. Αυτό το παράδειγμα αντιπροσωπεύει τη λειτουργία των αιτιών στις ανθρώπινες δημιουργίες.
Στρεφόμενοι στα έργα της φύσης αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται επιτακτικό το ερώτημα γύρω από τη λειτουργία αλλά και παρουσία του τελικού αιτίου. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης είναι αυτό του βελανιδιού που πέφτει στο έδαφος και με τις κατάλληλες συνθήκες, όπως το φως του ήλιου και η θρέψη της γης το βοηθούν να εξελιχθεί σε βελανιδιά. Ο Αριστοτέλης λέει εδώ πως το βελανίδι κρύβει μέσα του τη βελανιδιά, μέσα του ο σπόρος δηλαδή, περιέχει το σκοπό. Η εξέλιξη του σπόρου σε βελανιδιά είναι την ίδια στιγμή τελικό αλλά και μορφικό αίτιο, καθώς η μορφή η τελική του, είναι να γίνει βελανιδιά όπως και ο προορισμός του.
Αν ο σπόρος ήταν παρμένος από ένα καλαμπόκι, που θα το φύτευε και θα τον έθρεφε ο άνθρωπος, θα καταλήγαμε με ένα διαφορετικό τελικό προϊόν, ένα καλαμπόκι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το τέλος που πρόκειται να επιτευχθεί και η μορφή που πρόκειται να πάρει ο σπόρος καθώς θα αναπτυχθεί βρίσκονται εκεί από την αρχή, μέσα στο σπόρο, που με την απαραίτητη φροντίδα εξελίσσεται σε ένα ώριμο φυτό. Δεν είναι ενεργητικά παρόντα, γιατί ειδάλλως το βελανίδι θα ήταν βελανιδιά. Είναι όμως δυνητικά παρόντα (εν δυνάμει βελανιδιά). Η διαφορά βρίσκεται στη δυνατότητα που υπάρχει στο σπόρο και συντελεί ώστε το ένα σπέρμα να εξελιχθεί με έναν τρόπο και το άλλο σπέρμα να εξελιχθεί με έναν άλλο. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η «εντελέχεια» του ενός σπέρματος είναι διαφορετική από την «εντελέχεια» του άλλου. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε γενετικό κώδικα στο σπέρμα ο οποίος του δίνει μια σειρά από οδηγίες για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του, η όποια διαφέρει από τη σειρά οδηγιών που δίνεται από τον γενετικό κώδικα στο άλλο σπέρμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η γνώση του σκοπού της λειτουργίας πολλών πραγμάτων είναι αναγκαία ώστε να καταλάβουμε την λειτουργία τους. Για να εξηγήσουμε κάτι όπως το γιατί ένα εργαλείο είναι φτιαγμένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θα πρέπει να αναζητήσουμε το σκοπό του εργαλείου, ποια είναι η λειτουργία του. Στον κόσμο του Αριστοτέλη δεν υπάρχει τίποτε το τυχαίο, αλλά όλα είναι οργανωμένα και έχουν κάποιο σκοπό. Κάθε πράγμα εξελίσσεται ώσπου να φτάσει στο τέλος που του καθορίζεται από τη φύση.
Ο Αριστοτέλης δεν δέχθηκε το ενδεχόμενο της αρχής του σύμπαντος, ότι δηλαδή προέκυψε μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς ήταν υπέρμαχος της αντίληψης ότι τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν. Το σύμπαν για εκείνον είναι αιώνιο, μια τεράστια σφαίρα την οποία την χωρίζει ένα σφαιρικό κέλυφος όπου είναι τοποθετημένη η Σελήνη στα δυο. Ο Αριστοτέλης πίστευε ακόμη, πως η φύση ενός πράγματος αποτελεί την εσωτερική πηγή του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του, καθώς και κύριο αίτιο των μεταβολών που μπορεί να υποστεί. Τα πάντα είναι αποτέλεσμα της φύσης, τίποτα δεν έχει τυχαία ή τεχνητή προέλευση. Εφόσον λοιπόν για την φυσική μεταβολή όλων των πραγμάτων καθοριστικός παράγοντας είναι η φύση τους, είναι επόμενο η μελέτη της να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στην περίπτωση που τα πάντα βρίσκονταν στον φυσικό τους τόπο και καμιά εξωτερική δύναμη δεν εφαρμοζόταν στα πράγματα, τότε φαίνεται κατά τον Αριστοτέλη ότι ο κόσμος θα παρέμενε στάσιμος, αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει καθώς όλα τα φυσικά πράγματα βρίσκονται πάντοτε σε κατάσταση μεταβολής. Εδώ εντοπίζεται και ο πραγματικός δυναμισμός του αριστοτελικού κόσμου, στη φύση του αντικειμένου και όχι στην τοποθεσία του. Αυτό αποτελεί και το κεντρικό αντικείμενο σπουδών στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Η φύση είναι εσωτερική πηγή μεταβολών που πραγματοποιήθηκε σε κάθε φυσικό σώμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε την ανάγκη για σαφής διάκριση ανάμεσα στη κατανόησης ενός γεγονότος και στη κατανόησης του λόγου για τον οποίο συνέβη. Γι αυτό χρησιμοποίησε τις λέξεις διότι και αιτία, αν και τα δύο είδη προέρχονται μέσα από παραγωγικό συλλογισμό, εντούτοις μόνο το τελευταίο μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονικό καθώς είναι το μόνο που συνδέεται με τη γνώση των αιτιών. Αξίζει να αναφέρουμε με παράδειγμα τις περιπτώσεις παραγωγικού συλλογισμού που αναφέρονται στα Αναλυτικά Ύστερα: Α:Οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Ό,τι δεν ακτινοβολεί είναι κοντά. Συνεπώς οι πλανήτες είναι κοντά. Β: Οι πλανήτες είναι κοντά. Ό,τι είναι κοντά δεν ακτινοβολεί. Άρα οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Πρόκειται για δυο συλλογισμούς που και οι δύο αποτελούν επιχειρήματα της μορφής ( Α=Β και Β=Γ, Άρα Α=Γ). Η διαφορά τους βρίσκεται στο μέσο όρο που παραθέτει μια αιτία. Αυτό που αναζητείται είναι ο αιτιακός σύνδεσμος ενώνει το Α και το Γ. Αριστοτέλης τονίζει ότι τα επιχειρήματα θα πρέπει να έχουν μια ασυμμετρία. Βέβαια για εκείνον μία πλήρης αιτιακή εξήγηση πρέπει να αναφέρει και τις τέσσερις αιτίες.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Ντέιβιντ Χιούμ
Ο Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) υπήρξε η πιο διακεκριμένη μορφή του σκοτσέζικου πολιτισμού. Διπλά εμπειριστής ο ίδιος άσκησε τεράστια επίδραση και προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της φιλοσοφίας με το βάθος των προβλημάτων που έθεσε. Θεωρούσε ότι η φιλοσοφία είναι εμπειρική επιστήμη και ότι όλα τα ακατέργαστα προϊόντα της σκέψης και της αντίληψης προέρχονται από την αισθητηριακή εμπειρία και συνδέονται μεταξύ τους με συσχετισμούς που συνηθίζουμε να κάνουμε. Από την πείρα μας συνδέουμε το κρύο με τον πάγο και τη ζέστη με τη φωτιά. Εάν όμως δεν είχαμε το βίωμα της ζέστης, τότε δε θα ήταν δυνατό για το νου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η φωτιά παράγει θερμότητα. Η φιλοσοφία του Χιούμ χαρακτηρίζεται ως περιγραφική ψυχολογία. Χρησιμοποιεί τη θεωρία των συνειρμών την οποία δανείζεται από τον Χάρτλεϊ και την επεξεργάζεται κατάλληλα για να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Ο νους του ανθρώπου έχει ένα είδος «φυσικής τεμπελιάς» και βασιζόμενος στις πιο εμφανείς ομοιότητες των αισθητηριακών εμπειριών προχωρά σε κατηγοριοποίηση και ταξινόμησή τους αδιαφορώντας για επιμέρους χαρακτηριστικά. Σε συνδυασμό με τη συνήθεια που παίζει βασικό ρόλο προχωράει σε συσχετισμό των ιδεών.
Η σημαντικότερη συνεισφορά του Χιουμ αφορά την αποκαθήλωση της σχέσης αιτιότητας. Γνωρίζοντας ότι στη βάση της αιτιότητας στηρίζεται η βεβαιότητά μας για τον κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αμφισβήτηση που πρόβαλε ο Χιουμ στην έννοια αυτή, προκάλεσε ισχυρό χτύπημα στα θεμέλια της γνώσης. Αρχικά, ας δούμε ποιές είναι οι τρεις συνθήκες για τη λειτουργία όλων των αιτιών: α) η συνάφεια στο χώρο και στο χρόνο, β) η προτεραιότητα στο χρόνο της αιτίας, ότι δηλαδή, πρώτα λαμβάνει χώρα η αιτία και κατόπιν ακολουθεί το αποτέλεσμα και γ) η σταθερή σύζευξη αιτίας και αποτελέσματος, ότι κάθε φορά που θα χτυπάω μια μπάλα σε μια άλλη, θα συμβαίνει πάντοτε το ίδιο. Η τρίτη συνθήκη είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς από μόνη της η διαδοχή γεγονότων δεν είναι αρκετή για τη θεμελίωση αιτιακής σχέσης. Η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, δεν σημαίνει όμως απαραίτητα ότι η νύχτα είναι αιτία της μέρας.
Αυτό που ονομάζεται αναγκαία σχέση, για τον Χιουμ αποτελεί απλώς μια γενίκευση προγενέστερων εμπειριών. Παρ’ότι γνωρίζουμε και είμαστε βέβαιοι για την ισχύ ενός φυσικού νόμου, όπως είναι η θερμοκρασία στην οποία εξατμίζεται το νερό, καθώς όσες φορές έγινε το συγκεκριμένο πείραμα παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο, εντούτοις δεν μπορεί να ισχύει εξίσου για το μέλλον. Η ψυχολογική μας προδιάθεση στηριζόμενη στη συνήθεια και την παρατήρηση επαναλαμβανόμενων φαινομένων στο παρελθόν μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι η φύση λειτουργεί ομοιόμορφα. Η σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι μια ψυχολογική σχέση, εφόσον ακόμα και μια διατύπωση ενός φυσικού νόμου στηρίζεται σε παρατηρήσεις ανθρώπων κατά το παρελθόν, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το φαινόμενο αλλάξει τελικά στο μέλλον.
«Υπάρχουν τέσσερα σημαντικά σημεία στην πρωτότυπη σημεία στην ανάλυση της αιτιότητας από τον Χιούμ. Μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
1. Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν.
2. Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη
3. Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και σταθερής σύνδεσης.
4. Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια.
Η κάθε μια από αυτές τις αρχές μπορεί να απομονωθεί από τον ψυχολογικό μηχανισμό εντυπώσεων και ιδεών στον οποίο είναι ενσωματωμένη η πραγματική περιγραφή του Χιουμ. Καθεμιά εξ αυτών δικαιούται, και έχει υποβληθεί σε, εξονυχιστική φιλοσοφική εξέταση. Κάποιες από αυτές υπέστησαν, την ερευνητική κριτική του Καντ, ενώ άλλες τροποποιήθηκαν ή απορρίφθηκαν από πιο σύγχρονους φιλοσόφους. Όμως, η ατζέντα της συζήτησης για την αιτιακή σχέση παραμένει μέχρι σήμερα όπως την όρισε ο Χιούμ»
Αν και εκ διαμέτρου διαφορετικές οι προσεγγίσεις του ζητήματος της αιτιότητα από τους δυο φιλόσοφους τον Αριστοτέλη και τον Χιούμ, οι προτάσεις και των δυο επηρέασαν τη σκέψη και τις θεωρίες πολλών μεταγενέστερων φιλόσόφων τους και δημιούργησαν ακραία και αντίθετα ρεύματα όπως εκείνα του ντετερμινισμού και της απροσδιοριστίας. Οι απόψεις του Αριστοτέλη έγιναν οι περισσότερες αποδεκτές στα μετέπειτα χρόνια και κυρίως κατά το Μεσαίωνα. Κυρίως έγινε αποδεκτό ως απόλυτο ποιητικό αίτιο ο Θεός. Η Αριστοτελική αρχή της αιτιότητας επικράτησε αρκετά στη φιλοσοφική σκέψη μέχρι να την υποβάλλει σε αυστηρή κριτική, να την απομυθοποιήσει και να την αναγάγει στην ψυχολογική της διάσταση, από την μεριά των ανθρώπων ο Χιουμ.
Πηγή:
Η έννοια της αιτιότητας και η προσέγγισή του Αριστοτέλη και του Χιούμ
Τη συζήτηση γύρω από την αιτιότητα τη διακρίνουμε σε δύο μέρη, το ένα είναι το μεταφυσικό και το άλλο, το γνωσιολογικό. Το πρώτο μέρος είναι η φύση της σύνδεσης ανάμεσα στην αιτία και του αποτέλεσμα. Η απάντηση δηλαδή στο ερώτημα πώς η αιτία θα φέρει το αποτέλεσμα. Το δεύτερο κομμάτι είναι το επιστημονικό μέρος το οποίο ασχολείται με το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι δυνατή η αιτιακή γνώση. Κι αν τελικά αυτή είναι δυνατή με ποιο τρόπο μπορεί να αποκτηθεί.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Αριστοτέλη
Εκείνος που έθεσε τις βάσεις του αιτίου και του αιτιατού ήταν ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Η έννοια της αιτιότητας αποτελεί ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα που ασχολείται ο Αριστοτέλης στα βιβλία του Φυσικά αλλά και Μετά Φυσικά. Για τον Αριστοτέλη κάθε γεγονός έχει και μια αιτία και η γνώση των αιτιών αυτών είναι επιστήμη. Στο Β’ βιβλίο του στα Φυσικά αναφέρει ότι για οποιοδήποτε αποτέλεσμα είναι αναγκαία τέσσερα αίτια φυσικών
διαδικασιών από τα οποία κανένα ποτέ δεν είναι επαρκές από μόνο του. Συνοπτικά τα τέσσερα αυτά αίτια είναι : το υλικό αίτιο που αφορά την ύλη από την οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, το ποιητικό αίτιο το οποίο αναφέρεται σε εκείνο που δημιούργησε το αντικείμενο, το ειδικό ή μορφικό αίτιο που είναι το είδος ή η μορφή του αντικειμένου και το τελικό αίτιο το οποίο αναφέρεται στο σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε κάτι.
Για να κατανοηθούν καλύτερα τα τέσσερα αίτια που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα. Έστω ότι το παράδειγμά μας είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός τραπεζιού. Το υλικό αίτιο στην περίπτωση αυτή θα είναι το υλικό από το οποίο έχει φτιαχτεί το συγκεκριμένο τραπέζι (γυαλί, ξύλο, μέταλλο). Το ποιητικό αίτιο θα είναι ο επιπλοποιός, ο άνθρωπος δηλαδή που κατασκεύασε το τραπέζι. Ειδικό ή μορφικό αίτιο είναι η μορφή, το σχήμα ακόμα και το χρώμα που χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του τραπεζιού αυτού. Το τελικό αίτιο έχει να κάνει με το σκοπό, το λόγο για τον οποίο δημιούργησε ο τεχνίτης το τραπέζι αυτό. Θα μπορούσε έστω στο συγκεκριμένο παράδειγμα να είναι το τελικό αίτιο η εκτέλεση μιας παραγγελίας ή η χρησιμοποίηση του τραπεζιού στο σπίτι του επιπλοποιού για την τοποθέτηση του φαγητού. Αυτό το παράδειγμα αντιπροσωπεύει τη λειτουργία των αιτιών στις ανθρώπινες δημιουργίες.
Στρεφόμενοι στα έργα της φύσης αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται επιτακτικό το ερώτημα γύρω από τη λειτουργία αλλά και παρουσία του τελικού αιτίου. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης είναι αυτό του βελανιδιού που πέφτει στο έδαφος και με τις κατάλληλες συνθήκες, όπως το φως του ήλιου και η θρέψη της γης το βοηθούν να εξελιχθεί σε βελανιδιά. Ο Αριστοτέλης λέει εδώ πως το βελανίδι κρύβει μέσα του τη βελανιδιά, μέσα του ο σπόρος δηλαδή, περιέχει το σκοπό. Η εξέλιξη του σπόρου σε βελανιδιά είναι την ίδια στιγμή τελικό αλλά και μορφικό αίτιο, καθώς η μορφή η τελική του, είναι να γίνει βελανιδιά όπως και ο προορισμός του.
Αν ο σπόρος ήταν παρμένος από ένα καλαμπόκι, που θα το φύτευε και θα τον έθρεφε ο άνθρωπος, θα καταλήγαμε με ένα διαφορετικό τελικό προϊόν, ένα καλαμπόκι. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το τέλος που πρόκειται να επιτευχθεί και η μορφή που πρόκειται να πάρει ο σπόρος καθώς θα αναπτυχθεί βρίσκονται εκεί από την αρχή, μέσα στο σπόρο, που με την απαραίτητη φροντίδα εξελίσσεται σε ένα ώριμο φυτό. Δεν είναι ενεργητικά παρόντα, γιατί ειδάλλως το βελανίδι θα ήταν βελανιδιά. Είναι όμως δυνητικά παρόντα (εν δυνάμει βελανιδιά). Η διαφορά βρίσκεται στη δυνατότητα που υπάρχει στο σπόρο και συντελεί ώστε το ένα σπέρμα να εξελιχθεί με έναν τρόπο και το άλλο σπέρμα να εξελιχθεί με έναν άλλο. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η «εντελέχεια» του ενός σπέρματος είναι διαφορετική από την «εντελέχεια» του άλλου. Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε γενετικό κώδικα στο σπέρμα ο οποίος του δίνει μια σειρά από οδηγίες για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του, η όποια διαφέρει από τη σειρά οδηγιών που δίνεται από τον γενετικό κώδικα στο άλλο σπέρμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η γνώση του σκοπού της λειτουργίας πολλών πραγμάτων είναι αναγκαία ώστε να καταλάβουμε την λειτουργία τους. Για να εξηγήσουμε κάτι όπως το γιατί ένα εργαλείο είναι φτιαγμένο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θα πρέπει να αναζητήσουμε το σκοπό του εργαλείου, ποια είναι η λειτουργία του. Στον κόσμο του Αριστοτέλη δεν υπάρχει τίποτε το τυχαίο, αλλά όλα είναι οργανωμένα και έχουν κάποιο σκοπό. Κάθε πράγμα εξελίσσεται ώσπου να φτάσει στο τέλος που του καθορίζεται από τη φύση.
Ο Αριστοτέλης δεν δέχθηκε το ενδεχόμενο της αρχής του σύμπαντος, ότι δηλαδή προέκυψε μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς ήταν υπέρμαχος της αντίληψης ότι τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν. Το σύμπαν για εκείνον είναι αιώνιο, μια τεράστια σφαίρα την οποία την χωρίζει ένα σφαιρικό κέλυφος όπου είναι τοποθετημένη η Σελήνη στα δυο. Ο Αριστοτέλης πίστευε ακόμη, πως η φύση ενός πράγματος αποτελεί την εσωτερική πηγή του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του, καθώς και κύριο αίτιο των μεταβολών που μπορεί να υποστεί. Τα πάντα είναι αποτέλεσμα της φύσης, τίποτα δεν έχει τυχαία ή τεχνητή προέλευση. Εφόσον λοιπόν για την φυσική μεταβολή όλων των πραγμάτων καθοριστικός παράγοντας είναι η φύση τους, είναι επόμενο η μελέτη της να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στην περίπτωση που τα πάντα βρίσκονταν στον φυσικό τους τόπο και καμιά εξωτερική δύναμη δεν εφαρμοζόταν στα πράγματα, τότε φαίνεται κατά τον Αριστοτέλη ότι ο κόσμος θα παρέμενε στάσιμος, αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει καθώς όλα τα φυσικά πράγματα βρίσκονται πάντοτε σε κατάσταση μεταβολής. Εδώ εντοπίζεται και ο πραγματικός δυναμισμός του αριστοτελικού κόσμου, στη φύση του αντικειμένου και όχι στην τοποθεσία του. Αυτό αποτελεί και το κεντρικό αντικείμενο σπουδών στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Η φύση είναι εσωτερική πηγή μεταβολών που πραγματοποιήθηκε σε κάθε φυσικό σώμα.
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε την ανάγκη για σαφής διάκριση ανάμεσα στη κατανόησης ενός γεγονότος και στη κατανόησης του λόγου για τον οποίο συνέβη. Γι αυτό χρησιμοποίησε τις λέξεις διότι και αιτία, αν και τα δύο είδη προέρχονται μέσα από παραγωγικό συλλογισμό, εντούτοις μόνο το τελευταίο μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονικό καθώς είναι το μόνο που συνδέεται με τη γνώση των αιτιών. Αξίζει να αναφέρουμε με παράδειγμα τις περιπτώσεις παραγωγικού συλλογισμού που αναφέρονται στα Αναλυτικά Ύστερα: Α:Οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Ό,τι δεν ακτινοβολεί είναι κοντά. Συνεπώς οι πλανήτες είναι κοντά. Β: Οι πλανήτες είναι κοντά. Ό,τι είναι κοντά δεν ακτινοβολεί. Άρα οι πλανήτες δεν ακτινοβολούν. Πρόκειται για δυο συλλογισμούς που και οι δύο αποτελούν επιχειρήματα της μορφής ( Α=Β και Β=Γ, Άρα Α=Γ). Η διαφορά τους βρίσκεται στο μέσο όρο που παραθέτει μια αιτία. Αυτό που αναζητείται είναι ο αιτιακός σύνδεσμος ενώνει το Α και το Γ. Αριστοτέλης τονίζει ότι τα επιχειρήματα θα πρέπει να έχουν μια ασυμμετρία. Βέβαια για εκείνον μία πλήρης αιτιακή εξήγηση πρέπει να αναφέρει και τις τέσσερις αιτίες.
Προσέγγιση του ζητήματος της αιτιότητας από τον Ντέιβιντ Χιούμ
Ο Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) υπήρξε η πιο διακεκριμένη μορφή του σκοτσέζικου πολιτισμού. Διπλά εμπειριστής ο ίδιος άσκησε τεράστια επίδραση και προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της φιλοσοφίας με το βάθος των προβλημάτων που έθεσε. Θεωρούσε ότι η φιλοσοφία είναι εμπειρική επιστήμη και ότι όλα τα ακατέργαστα προϊόντα της σκέψης και της αντίληψης προέρχονται από την αισθητηριακή εμπειρία και συνδέονται μεταξύ τους με συσχετισμούς που συνηθίζουμε να κάνουμε. Από την πείρα μας συνδέουμε το κρύο με τον πάγο και τη ζέστη με τη φωτιά. Εάν όμως δεν είχαμε το βίωμα της ζέστης, τότε δε θα ήταν δυνατό για το νου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η φωτιά παράγει θερμότητα. Η φιλοσοφία του Χιούμ χαρακτηρίζεται ως περιγραφική ψυχολογία. Χρησιμοποιεί τη θεωρία των συνειρμών την οποία δανείζεται από τον Χάρτλεϊ και την επεξεργάζεται κατάλληλα για να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Ο νους του ανθρώπου έχει ένα είδος «φυσικής τεμπελιάς» και βασιζόμενος στις πιο εμφανείς ομοιότητες των αισθητηριακών εμπειριών προχωρά σε κατηγοριοποίηση και ταξινόμησή τους αδιαφορώντας για επιμέρους χαρακτηριστικά. Σε συνδυασμό με τη συνήθεια που παίζει βασικό ρόλο προχωράει σε συσχετισμό των ιδεών.
Η σημαντικότερη συνεισφορά του Χιουμ αφορά την αποκαθήλωση της σχέσης αιτιότητας. Γνωρίζοντας ότι στη βάση της αιτιότητας στηρίζεται η βεβαιότητά μας για τον κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αμφισβήτηση που πρόβαλε ο Χιουμ στην έννοια αυτή, προκάλεσε ισχυρό χτύπημα στα θεμέλια της γνώσης. Αρχικά, ας δούμε ποιές είναι οι τρεις συνθήκες για τη λειτουργία όλων των αιτιών: α) η συνάφεια στο χώρο και στο χρόνο, β) η προτεραιότητα στο χρόνο της αιτίας, ότι δηλαδή, πρώτα λαμβάνει χώρα η αιτία και κατόπιν ακολουθεί το αποτέλεσμα και γ) η σταθερή σύζευξη αιτίας και αποτελέσματος, ότι κάθε φορά που θα χτυπάω μια μπάλα σε μια άλλη, θα συμβαίνει πάντοτε το ίδιο. Η τρίτη συνθήκη είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς από μόνη της η διαδοχή γεγονότων δεν είναι αρκετή για τη θεμελίωση αιτιακής σχέσης. Η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, δεν σημαίνει όμως απαραίτητα ότι η νύχτα είναι αιτία της μέρας.
Αυτό που ονομάζεται αναγκαία σχέση, για τον Χιουμ αποτελεί απλώς μια γενίκευση προγενέστερων εμπειριών. Παρ’ότι γνωρίζουμε και είμαστε βέβαιοι για την ισχύ ενός φυσικού νόμου, όπως είναι η θερμοκρασία στην οποία εξατμίζεται το νερό, καθώς όσες φορές έγινε το συγκεκριμένο πείραμα παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο, εντούτοις δεν μπορεί να ισχύει εξίσου για το μέλλον. Η ψυχολογική μας προδιάθεση στηριζόμενη στη συνήθεια και την παρατήρηση επαναλαμβανόμενων φαινομένων στο παρελθόν μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι η φύση λειτουργεί ομοιόμορφα. Η σχέση αιτίας και αποτελέσματος είναι μια ψυχολογική σχέση, εφόσον ακόμα και μια διατύπωση ενός φυσικού νόμου στηρίζεται σε παρατηρήσεις ανθρώπων κατά το παρελθόν, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το φαινόμενο αλλάξει τελικά στο μέλλον.
«Υπάρχουν τέσσερα σημαντικά σημεία στην πρωτότυπη σημεία στην ανάλυση της αιτιότητας από τον Χιούμ. Μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
1. Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν.
2. Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη
3. Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και σταθερής σύνδεσης.
4. Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια.
Η κάθε μια από αυτές τις αρχές μπορεί να απομονωθεί από τον ψυχολογικό μηχανισμό εντυπώσεων και ιδεών στον οποίο είναι ενσωματωμένη η πραγματική περιγραφή του Χιουμ. Καθεμιά εξ αυτών δικαιούται, και έχει υποβληθεί σε, εξονυχιστική φιλοσοφική εξέταση. Κάποιες από αυτές υπέστησαν, την ερευνητική κριτική του Καντ, ενώ άλλες τροποποιήθηκαν ή απορρίφθηκαν από πιο σύγχρονους φιλοσόφους. Όμως, η ατζέντα της συζήτησης για την αιτιακή σχέση παραμένει μέχρι σήμερα όπως την όρισε ο Χιούμ»
Αν και εκ διαμέτρου διαφορετικές οι προσεγγίσεις του ζητήματος της αιτιότητα από τους δυο φιλόσοφους τον Αριστοτέλη και τον Χιούμ, οι προτάσεις και των δυο επηρέασαν τη σκέψη και τις θεωρίες πολλών μεταγενέστερων φιλόσόφων τους και δημιούργησαν ακραία και αντίθετα ρεύματα όπως εκείνα του ντετερμινισμού και της απροσδιοριστίας. Οι απόψεις του Αριστοτέλη έγιναν οι περισσότερες αποδεκτές στα μετέπειτα χρόνια και κυρίως κατά το Μεσαίωνα. Κυρίως έγινε αποδεκτό ως απόλυτο ποιητικό αίτιο ο Θεός. Η Αριστοτελική αρχή της αιτιότητας επικράτησε αρκετά στη φιλοσοφική σκέψη μέχρι να την υποβάλλει σε αυστηρή κριτική, να την απομυθοποιήσει και να την αναγάγει στην ψυχολογική της διάσταση, από την μεριά των ανθρώπων ο Χιουμ.
Πηγή:
Η έννοια της αιτιότητας και η προσέγγισή του Αριστοτέλη και του Χιούμ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου