Το αεροδρόμιο του Άργους, όπως αναφέρεται στην πολεμική ιστοριογραφία στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, συνέβαλε τα μέγιστα στη διατήρηση της ελληνικής αεροπορίας ως πολεμικής μηχανής, ωστόσο αποτελεί βαρύνουσας ιστορικής και πολιτικής αξίας, ιδωμένο μέσα από το πρίσμα της ηθικής αναπτέρωσης και τόνωσης των νέων ικάρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο αεροδρόμιο του Άργους στο νέο εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων, όπου συνέχισαν την εκπαίδευσή τους πυρετωδώς, για να αναδειχτούν ολοκληρωμένοι και πλήρως εκπαιδευμένοι ιπτάμενοι αξιωματικοί.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτυπώνει με ακρίβεια και στερεή τεκμηρίωση την ιστορική περίοδο, κατά την οποία επιτυγχάνεται η απήχηση της αποδοχής των Αργείων στους νέους ικάρους, οι οποίοι με τα αεροπλάνα τους κατέκλυσαν τον αργολικό ουρανό.
Το πρώτο αεροδρόμιο του Άργους (νότια του Κουτσοποδίου) υπήρξε το 1916-1917 το επίκεντρο χρήσης των πρώτων Ελλήνων αεροπόρων των Καμπερού και Μητούση, όπου εκτελέστηκαν οι πρώτες πτήσεις με μαθητές που φοίτησαν στη Σχολή Καμπέρου.
Στον πόλεμο του 1940 επιλέγεται από το Υπουργείο των Στρατιωτικών ως καταλληλότερο για την εκπαίδευση των ικάρων. Το αεροδρόμιο ευρίσκετο σε ομαλή πεδιάδα, κλεισμένη από βόρεια με βουνά, όπου υπάρχουν χαρακτηριστικά ανοίγματα κατάλληλα για την προσέγγιση των αεροσκαφών. Οι νότιοι άνεμοι είναι χαμηλής έντασης δίχως βίαιους πλάγιους ανέμους ή κάθετους , ώστε να εμποδίζουν ή να καθιστούν επικίνδυνες τις προσγειώσεις ή απογειώσεις αεροσκαφών. Λόγω του ανοίγματος της πεδιάδας προς τη θάλασσα, οι νότιοι ή οι βόρειοι άνεμοι παρασύρουν τις χαμηλές νεφώσεις.
Έτσι, η ευρύτερη περιοχή καθίσταται κατάλληλος χώρος πτήσεως δίχως εμπόδια στην ορατότητα. Γενικά, το αεροδρόμιο δεν έκρυβε κινδύνους για τους νέους αεροπόρους. Βεβαίως, υπήρχαν ελλείψεις και ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση. Ως στρατηγικό δε σημείο της Νότιας Ελλάδας το Αεροδρόμιο αποτέλεσε σημείο αναφοράς και οργάνωσης των αεροπορικών δυνάμεων.
Η σχολή Ικάρων στο Άργος στον πόλεμο του 1940
Συμπληρώθηκε περίπου ένας μήνας από την εισαγωγή των μαθητών της 10ης σειράς των Ικάρων από τις 15 Σεπτεμβρίου του 1940 και πριν ξεκινήσουν τις πρώτες πτήσεις, η φασιστική Ιταλία άρχισε κατά της Ελλάδας απειλές, παραβιάζοντας συνεχώς κατά τρόπο προκλητικό τον εναέριο χώρο της.
Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία αναγκάσθηκε να λάβει μέτρα άμυνας και πολεμικής προετοιμασίας. Έτσι, διέταξε την αραίωση των αεροπλάνων της διά της μετακινήσεώς των στα προβλεπόμενα αεροδρόμια, από τα οποία θα ήταν δυνατή η δράση αλλά και η εξασφάλιση μιας ενδεχόμενης αιφνιδιαστικής προσβολής.
Στα πλαίσια αυτά επιβαλλόταν η προετοιμασία μετακίνησης της Σχολής Ικάρων σε άλλο αεροδρόμιο. Ως τέτοιο αεροδρόμιο ορίστηκε, από τα υπάρχοντα σχέδια, το αεροδρόμιο του Άργους. Η φοίτηση στη Σχολή ήταν τριετής. Οι τελειόφοιτοι της όγδοης σειράς είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την πτητική τους εκπαίδευση και στα μέσα Νοεμβρίου ονομάζονταν Ανθυποσμηναγοί, έτοιμοι να επανδρώσουν τις Μοίρες καταδιωκτικών αεροσκαφών Ρ.Ζ.L. P 24 G και βομβαρδιστικών POTEZ-63, BLENHEIMS, FAIREY-BATTLE, ώστε να τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους, κατά τον καλύτερο τρόπο, σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Οι δευτεροετείς – ένατη σειρά – απαιτούνταν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους και βεβαίως δεν ήταν έτοιμοι να δώσουν τον υπέρ πάντων αγώνα, διότι αντιλαμβάνονταν ότι η εκπαίδευση τους δεν ήταν επαρκής, για να λάβουν δράση σε πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, περίμεναν τη μεταφορά της στο Άργος όπως τους το ανακοίνωσαν, για ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή τους και να γίνουν ετοιμοπόλεμοι αεροπόροι. Οι δε πρωτοετείς – δέκατη σειρά – δύσκολα μπορούσαν να εκτιμήσουν τις συνέπειες και τη μετακίνηση της Σχολής σε άλλο αεροδρόμιο με τα τεράστια προβλήματα μιας τέτοιας επιλογής.
Η μεταφορά της Σχολής στο Άργος έγινε με όλα τα μέσα συγκοινωνίας. Η εγκατάσταση του προσωπικού, γραφείων, υπηρεσιών, συνεργείων, αποθηκών έγινε σε σχολεία, σπίτια, δημόσια κτίρια. Το Διοικητήριο εγκαταστάθηκε στο τότε δημοτικό σχολείο Άργους. Η γύρω περιοχή κατακλύστηκε από τα υλικά της Σχολής, αναγκαία για την εκπαίδευση.
Θυμάται ο αντιπτέραρχος ε.α. Γεώργιος Τσιτσόγλου της 10ης σειράς Σχολής Ικάρων:
«Ως πρωτοετής μπήκα στη Σχολή Ικάρων-Σχολή Αεροπορίας- το Σεπτέμβριο του ΄40 και πριν οι Ιταλοί χτυπήσουν το αεροδρόμιο του Τατοΐου, μετακινηθήκαμε στο αεροδρόμιο του Άργους. Εκεί κατακλύσαμε διάφορα κτίρια της γύρω περιοχής. Αρχίσαμε τις πτήσεις ως μαθητές πρωτοετείς κάτω από δύσκολες συνθήκες. Όταν κατέρρευσε το Μέτωπο, φύγαμε για την Κρήτη. Σχεδόν είχαμε ολοκληρώσει την πτητική μας εκπαίδευση.
Στις 21 και 22 Μαΐου- δε θυμάμαι καλά- μπήκαμε σ’ ένα βαπόρι εγγλέζικο και φύγαμε για το Πορτ Σαντ. Οι Γερμανοί μας χτυπήσανε στο δρόμο ανεπιτυχώς. Εμείς ήμασταν με τα σωσίβια πάνω στο κατάστρωμα, έτοιμοι να πέσομε στη θάλασσα, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Δεν προλάβαμε την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης δευτέρου και τρίτου έτους, πήγαμε στη Νότια Ροδεσία, τη σημερινή Ζιμπάμπουε. Ξεκινήσαμε εκπαίδευση με Τiger Moth και μετά με τα Harrard. Όταν τελειώσαμε με αυτά, πήγαμε στην προκεχωρημένη ζώνη να γίνουμε πλέον μάχιμοι. Άλλοι πήγανε στα Oxford κι άλλοι στα Hurricane, τα καταδιωκτικά».
Διοικητής του εκπαιδευτικού Κέντρου ιπταμένων ήταν ο Σμήναρχος Γ. Φαλκονάκης. Οι πτήσεις άρχιζαν εντατικά περί το τέλος Νοεμβρίου, σ΄ ένα αεροδρόμιο με μεγάλες ελλείψεις. Ουσιαστικά, ήταν ένα ισοπεδωμένο χωράφι. Η βελτίωση των εγκαταστάσεων ήταν δύσκολη, είτε γιατί δεν υπήρχαν κατάλληλοι δρόμοι, είτε γιατί έλειπαν μεταφορικά μέσα. Μακριά από ανέσεις και ευκολίες η νέα εγκατάσταση έφερνε μεγάλες δυσκολίες και οι ελλείψεις οι οποίες ήταν φυσικές , επηρέαζαν εν μέρει τη ζωή και την εκπαίδευση των νέων αεροπόρων.
Όμως, το ηθικό και η αντοχή των μαθητών και των εκπαιδευτών υπερκάλυπτε τα κενά και τις ελλείψεις που δημιούργησε η νέα εγκατάστασή τους. Η εκπαίδευση- πτητική και θεωρητική- προχώρησε με γοργούς ρυθμούς και προς το τέλος Μαρτίου ολοκληρώθηκε η εκπαίδευση μεγάλου αριθμού εκπαιδευομένων.
Το επιτελούμενο έργο για την παραγωγή νέων αεροπόρων ήταν τεράστιο και ποιοτικό. Ο φόρτος εργασίας δεν πτοούσε κανέναν, αν και οι εκπαιδευτές ήταν λίγοι και οι μαθητές πολλοί. Τα αεροπλάνα «αβρο-γιούτορ» πετούσαν συνεχώς. Ο κάθε εκπαιδευτής είχε χρεωθεί έναν αριθμό μαθητών και όφειλε να τους ετοιμάσει, να τους μάθει την πτητική τέχνη με όλες τις ασκήσεις.
Ο ουρανός της Αργολικής γης έσφυζε κυριολεκτικά από τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα και η ευρύτερη περιοχή δονούνταν από το θόρυβο των κινητήρων. Επρόκειτο για πυκνή αεροπορική δραστηριότητα των νέων αεροπόρων, οι οποίοι στο βάθος χρόνου έθεταν τα θεμέλια της νέας αεροπορίας σ’ ένα χώρο κατάλληλο για πτητική δραστηριότητα. Στον ίδιο χώρο το 1917 οι πρώτοι Έλληνες αεροπόροι δοκίμαζαν τα «ΦΑΡΜΑΝ» , ανοίγοντας ελπίδες στους ελληνικούς ουρανούς, θέτοντας τα θεμέλια για την έναρξη της χρησιμότητας των αεροπλάνων ως μέσου προστασίας και διαφύλαξης του πάτριου εδάφους. Η Αργολική γη άνοιξε τις πύλες στους πρώτους αεροπόρους των «ΦΑΡΜΑΝ», από τα οποία κτίστηκε στα επόμενα χρόνια η νέα αεροπορία. Το δεύτερο μήνα λειτουργίας του εκπαιδευτικοί κέντρου ιπταμένων, τοποθετήθηκαν στο Άργος νέοι αξιωματικοί έμπειροι ιπτάμενοι, αφού έκλεισαν τον κύκλο τους σε προκεχωρημένες μονάδες στα POTEZ-63 (31η Μοίρα βομβαρδισμού). Οι νέοι εκπαιδευτές ήταν αξιωματικοί ικανοί και δυναμικοί και άρχισαν αμέσως την οργάνωση και τη συγκέντρωση των διάσπαρτων επιστασιών, αφού από την αρχή της εγκατάστασής τους είχαν απλωθεί διάσπαρτα σχεδόν σ’ όλη την πεδιάδα. Συγκέντρωσαν αρχικά τα καταλύματα κοντά στο αεροδρόμιο και στη συνέχεια, αφού περιόρισαν το πρόβλημα της διασποράς του προσωπικού που είχε απλωθεί στα Φίχτια, στις Μυκήνες, στο Κουτσοπόδι και στο Άργος, συγκέντρωσαν τα διάφορα υποστηρικτικά υλικά σε κτίρια προσβάσιμα. Έτσι, διευκολύνθηκε κατά κάποιο τρόπο το επιτελούμενο εκπαιδευτικό έργο τους.
Το νέο αεροδρόμιο του Άργους σχεδόν ήταν τετράγωνο. Παρ’ ότι δεν είχε όλες τις διευκολύνσεις, υπήρξε το καταλληλότερο για τους μαθητές της εποχής. Οι νέοι αεροπόροι μαθητές είχαν την ευκαιρία να ασκηθούν στην πτήση στην ευρύτερη νότια περιοχή προς τη θάλασσα και τη ΒΑ πλευρά. Τα αναγνωρίσιμα σημεία επιστροφής ήταν ορατά, χρήσιμα για κάθε μαθητή, κυρίως στο αρχικό στάδιο πτήσης. Εύκολος προσανατολισμός, ευρύτητα επίπεδης περιοχής. Έτσι, οι εκπαιδευτές μπορούσαν να παρακολουθήσουν βήμα προς βήμα την πρόοδο των νεοσσών αεροπόρων.
Οι εκπαιδευτές παρακολουθούσαν από κοντά την πτήση του κάθε μαθητή. Γνώρισαν βεβαίως τις δυσκολίες και τους κινδύνους και ήταν αμετακίνητοι στο θέμα της εφαρμογής των κανόνων πτήσης. Ζούσαν την αγωνία και τη συγκίνηση του μαθητή, αφού οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Γενικά, το νέο αεροδρόμιο δεν έκρυβε πολλούς κινδύνους, παρ’ ότι υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις σε βοηθήματα. Ο έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας είχε υποτυπώδη οργάνωση. Ένα ανεμούριο καθόριζε τη χρήση του διαδρόμου και βεβαίως ήταν εύκολο να δημιουργηθούν συνθήκες σύγχυσης, κατά την απογείωση, ή προσγείωση των αεροπλάνων.
Αν ληφθεί υπόψη η κόπωση των εκπαιδευτών και μαθητών, σε συνδυασμό με τη σκόνη που σηκωνόταν κατά την απογείωση πολύ εύκολα θα μπορούσε να συμβεί το λάθος. Γι ̉αυτό οι εκπαιδευτές, λόγω αυτών των συνθηκών, εμψύχωναν και συμμερίζονταν την αγωνία των μαθητών, κυρίως όταν πετούσαν μόνοι τους. Μέχρι το τελικό σταμάτημα μετά την προσγείωση ήταν χρόνος δύσκολος για κάθε μαθητή σε ένα καινούριο αεροδρόμιο.
Και τα ατυχήματα στο αεροδρόμιο του Άργους δεν έλειπαν, αλλά υπήρχαν σχετικά ανώδυνα. Τα δυο πιο σοβαρά ατυχήματα προκλήθηκαν από «παράβαση» των κανόνων πτήσεως.
Ο. Ν. Παπαποστόλου, αρχηγός της όγδοης σειράς, θυμάται: «…Σε μια διατεταγμένη πτήση, για εξάσκηση στα ρολλς (βραδεία περιστροφή περί τον άξονα της πτήσης) έχασα την ταχύτητά μου και λόγω του χαμηλού ύψους δεν μπόρεσα να ανακτήσω άνωση, πέφτοντας καρφωτός κοντά στον Πασσά, 2 χιλιόμετρα ΝΑ του αεροδρομίου. Είχα παρασυρθεί σε συνεχόμενα ρολλς και έχασα ύψος, που αυτό ήταν η αιτία του δυστυχήματος. Το αεροπλάνο καταστράφηκε και εγώ τραυματίστηκα σοβαρά. Βρέθηκα στο Β’ στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών, ξαναβρίσκοντας τις αισθήσεις μου μετά από 48 ώρες…»
Στη δεύτερη περίπτωση ένας δόκιμος υπαξιωματικός, σε ένα από τα πρώτα του «σόλο» με ελάχιστη πείρα, απομακρύνθηκε από την περιοχή πτήσεων περί το αεροδρόμιο του Άργους και πήγε στη Νεμέα όπου το χωριό του, και κάνοντας χαμηλές διελεύσεις για επίδειξη, χτύπησε πάνω σε ένα δέντρο, με αποτέλεσμα να καταστρέψει το αεροπλάνο και να βρεθεί ο ίδιος κρεμασμένος από τις ζώνες του αλεξιπτώτου πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Με κατάγματα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Ναυπλίου. Αυτές οι επιπολαιότητες – κλασικές παραβάσεις κανόνων πτήσεων, έβαλαν τέλος στις φιλοδοξίες των δύο χειριστών, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη πατρίδα.
Το θεαματικότερο, όμως, ατύχημα και ασφαλώς το μοναδικό στο είδος του, είναι εκείνο που έγινε σε μία εκπαίδευση ακροβατικών με έναν μαθητή και τον εκπαιδευτή Α. Αθανασούλα.
«…Πετούσα στη μπροστινή θέση και ο δάσκαλος μου επισμηναγός Α. Αθανασούλας μου έκανε έλεγχο στα ακροβατικά. Κάναμε όλοι τη σειρά των ακροβατικών. Σε όλα έμεινε ικανοποιημένος εκτός από τα ρολλ που κατά την ανάστροφη θέση έπεφτε η κεφαλή του αεροπλάνου κάτω από τον ορίζοντα.
Είναι αλήθεια ότι είχα αυτή την αδυναμία. Το ρολλ ποτέ δεν το κατάφερα πολύ καλά, το έκανα βεβιασμένα. Σε μια στιγμή θέλησε να μου δείξει τη σωστή διόρθωση. Δικό μου το αεροπλάνο – μου είπε στο φωναγωγό – και άφησα το χειριστήριο.
Χώρος πτήσης πάνω στο Άργος. Άρχισε την περιστροφή (ρολλ) και μόλις φθάσαμε ανάποδα το αεροπλάνο άρχισε να βυθίζετε και έβλεπα το έδαφος να πλησιάζει με ταχύτητα. Τότε ασυνείδητα έπιασα το χειριστήριο και το έβγαλα από την ανάστροφη βύθιση. Βρισκόμενο σε στροφή γύρισα πίσω αλλά η θέση ήταν άδεια. Σκέφθηκα μήπως ο δάσκαλός μου ήταν σκυμμένος αλλά ξαφνικά είδα ένα λευκό όγκο που έπεφτε και κατάλαβα τι είχε γίνει.
Παρακολούθησα το αλεξίπτωτο και είδα που έπεσε σε ένα λόφο (Άγιος Ηλίας) κοντά σε μία εκκλησία (προφανώς εννοεί την Παναγία Κατακεκρυμμένη) λίγο έξω από το Άργος. Γύρισα στο αεροδρόμιο ταραγμένος. Έσβησα τη μηχανή και πήγα αμέσως στο Διοικητή Αντισμήναρχο Ξ. Οικονόμου, που παρακολουθούσε τις πτήσεις. Έχασα τον εκπαιδευτή μου κύριε Διοικητά, έπεσε σε ένα λόφο πού βρίσκεται λίγο έξω από το Άργος. Αφού του έδωσα περισσότερες πληροφορίες για το ατύχημα, πείσθηκε ότι κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί. Διέθεσε το αυτοκίνητο του και πήγε να βρει τον αεροπόρο. Εκείνος, αφού μάζεψε το αλεξίπτωτό του, δέχθηκε τη βοήθεια κάποιου πολίτη της περιοχής, ο οποίος τον ανέβασε πάνω σε μία αγροτική «σούστα» και τον οδήγησε προς το αεροδρόμιο. Η αγωνία του ήταν μεγάλη, αφού δεν γνώριζε την τύχη του μαθητή του. Ψάχνοντας με το αυτοκίνητό του συναντήθηκαν σε κάποιο σημείο επιστροφής. Το συμβάν αυτό έδωσε ένα μάθημα για εκπαιδευτές με μεγάλη πείρα».
Στα μέσα Μαρτίου συμπληρώνεται στο αεροδρόμιο του Άργους η βασική εκπαίδευση της ένατης σειράς των Ικάρων. Η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς τον Απρίλιο του 1939 έδωσε μια μικρή πίστωση χρόνου στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να προετοιμαστούν για τον επικείμενο πόλεμο. Η εκδηλωθείσα Ιταλική επίθεση δεν αιφνιδίασε την ελληνική αεροπορία ούτε και τη σχολή Αεροπορίας, που τη βρήκε κάπως προετοιμασμένη, πλην όμως υπήρχε τεράστια αριθμητική διαφορά σε αεροπλάνα και δυναμικό. Συζητήθηκε δε η εκδοχή συνέχισης του πολέμου εκτός Ελλάδος στο πλευρό της Αγγλικής αεροπορίας με πιλότους που φοιτούσαν στο εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων του αεροδρομίου Άργους, το οποίο ήταν υπολογίσιμα δυναμικό.
«Την 6η Απριλίου 1941, γράφει ο τότε υφυπουργός Αεροπορίας Π. Οικονομάκος, έκαναν έναρξη της εισβολής τους οι Γερμανοί». Ο ουρανός της Ελλάδος άρχισε να σκοτεινιάζει από τα φτερά της ανίκητης μέχρι τότε «Λουφτβάφφε». Η μέχρις εκείνη τη στιγμή δράση της Ελληνικής Αεροπορίας υπήρξε μεγάλη συμβολή στο νικηφόρο αγώνα κατά της Ιταλίας, με αποκορύφωμα το ηρωικό κατόρθωμα αεροπόρου, μοναδικού στα αεροπορικά κατορθώματα Έλληνα πιλότου, χειριστή καταδιωκτικών Ρ.Ζ.L. ο οποίος αφού απέμεινε από πυρομαχικά, εμβόλισε εκουσίως το εχθρικό αεροπλάνο και το κατέρριψε.
Όμως, από το σημείο αυτό της γερμανικής επέμβασης δεν ήταν δυνατό να αμυνθούμε αποτελεσματικά με τα αεροσκάφη που διαθέταμε. Οι Έλληνες αεροπόροι αναδιπλωμένοι αντιμετώπισαν τη συντριπτικά υπερέχουσα «Λουφτβάφφε». Το Υπουργείο Αεροπορίας προβαίνει σε μία επιβαλλόμενη από τα πράγματα λύση και βγάζει την από 13-4-1941 Α.Π. Γενική Διαταγή.
«Λαβόντες υπ ̉όψιν την δημιουργηθείσαν κατάστασιν, εντελλόμεθα τα κάτωθι: Αι Αεροπορικαί μονάδες, υπηρεσίαι και καταστήματα παραλήπται της παρούσης να μεριμνώσι διά την εν καιρώ αχρήστευσιν παντός υλικού και εφοδίων, να καταστρέψωσιν τα μη μετακινούμενα αεροσκάφη. Άπαντες οι Αξιωματικοί ιπτάμενοι και μηχανικοί υπαξιωματικοί πλην των ορισθησομένων υπό των Διοικητών και Διευθυντών θα αναχωρήσωσι δι’ Εκπαιδευτικόν Κέντρον Ιπταμένων Αεροδρόμιο Άργους…»
Ο Πρόεδρος Κυβερνήσεως
Και Υπουργός Αεροπορίας
ΑΛΕΞ. ΚΟΥΡΟΥΤΗΣ
Με βάση αυτή τη διαταγή άρχισε η σύμπτυξη των αεροπορικών Μονάδων, που κάτω από τα σφυροκοπήματα της Γερμανικής Αεροπορίας άρχισε να μετακινείται προς το αεροδρόμιο του Άργους. Τα εναπομείναντα ελληνικά καταδιωκτικά εξακολουθούσαν το έργο τους, σε μια καταδικασμένη προσπάθεια να αναχαιτίσουν τη γερμανική «Λουφτβάφφε». Αυτή ήταν η φοβερή Γερμανική Πολεμική Αεροπορία αποτελούμενη από μονάδες βομβαρδισμού «ΓΙΟΥΝΚΕΡΣ 88», «ΧΕΝΚΕΛ 111» καθέτου εφορμήσεως «94-87 (SΤUKAS)» και διώξεως «109» και «110» καθώς και από μονάδες μεταφορών «Ju 52», συνολικού αριθμού 1000 αεροσκαφών, συγχρονισμένων τύπων, η οποία ενεργούσε κατά μάζας επιδρομές απανταχού της χώρας. Έναντι τούτων, η Ελληνική Αεροπορία διέθετε μικρό αριθμό αεροσκαφών και με τα αεροσκάφη αυτά οι αεροπόροι μας εξακολουθούσαν να μάχονται με αμείωτο ηθικό και δεν σταμάτησαν να μάχονται οι τελευταίοι αυτοί πολεμιστές του έπους της Αλβανίας, παρά μόνο αφού έδωσαν την αερομαχία των Τρικάλων έναντι των Γερμανικών «ΜΕ-109» στις 15 Απριλίου. Φτάνουν με κάθε μέσο τμήμα Μονάδων και αυτόματα μπαίνουν κάτω από τη Διοίκηση του Σμηνάρχου Φίλιππα:
Αρ. πρωτ.2953/16-4-41
ΔΙΑΤΑΓΗ
Τίθημι υπό τας διαταγάς υμών άπαντας τους μετακινουμένους βάσει της υπ ̉αριθ. 2952/Δ/γης Υ.Α.
Οι ανωτέρω και άπαν το προσωπικόν του υφ ̉υμάς κέντρου θέλουσι επιβιβασθεί εις Ναύπλιον προς μεταφοράν.
Διά την επιβίβασαν ταύτην θέλετε διατάξει και ενεργήσει τα δέοντα συνεννοούμενοι προς τούτο μετά των υπό του Υπουργείου των Ναυτικών εντεταλμένων αξιωματικών εις τρόπον ώστε να συντελεσθεί αυτή κατά το ταχύτερον και ασφαλέστερον τρόπον.
Εν περιπτώσει μη υπάρξεως επαρκών πλωτών μέσων , καθορίζω ως κατωτέρω την σειράν προτεραιότητος κατά την επιβίβασιν. α) Αξιωματικοί β) Μαθηταί γ) Μηχανοσυνθέται δ) λοιπαί ειδικότητες ε) λοιπόν προσωπικόν.
αποδέκται: Εκπαιδευτικόν Κέντρον.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
Π. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΣ
Υποστράτηγος
Η τελευταία αυτή διαταγή που καθόριζε τις προτεραιότητες, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ανησυχίες και ταραχές, ιδιαίτερα γιατί υπήρχαν άγνοια και αμφιβολίες για τις δυνατότητες μεταφοράς των πλωτών μέσων. Η πειθαρχία διασαλεύτηκε σοβαρά, ιδιαιτέρα γιατί πέραν από τις ανησυχίες, προθέσεις σκέψεις και αποφάσεις που είχαν αφορμές ή ελατήρια υπηρεσιακά ή ατομικά συμφέροντα, επέδρασαν και άλλοι παράγοντες αντικαθεστωτικών. Ιδιαίτερα κρίσιμη ήταν η κατάσταση, όταν διαδόθηκε στο Άργος ότι η κυβέρνηση με το βασιλιά είχαν φύγει στο εξωτερικό.
Λίγες ημέρες πριν ολοκληρωθεί η Γερμανική κατοχή στην Ηπειρωτική Ελλάδα, το εκπαιδευτικό κέντρο ιπταμένων στο Άργος προετοιμάζεται για την μεταφορά του στην Κρήτη με δύο πλοία, που βρίσκονταν στο Ναύπλιο. Τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα «Αβρό-621» και Μπρεγκέ καταστράφηκαν, αφού τα καύσιμα δεν επαρκούσαν να φθάσουν στην Κρήτη. Αυτή ήταν μια σκληρή πραγματικότητα και οι Ίκαροι δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, μια και πετούσαν με τα «Μπρεγκέ» στους ουρανούς της Αργολικής γης.
Ο Σμήναρχος ε.α. Χάρης Παρασκάκης, σε μια από τις μαρτυρίες του στη ταραγμένη περίοδο της μαζικής φυγής της Αεροπορίας, περιγράφει τη φυγή ως ακολούθως:
«Το Αλβανικό με βρήκε δόκιμο Αξιωματικό στη Σχολή Αεροπορίας. Μετακομίσαμε από το Τατόι στο Άργος και αφού ολοκληρώσαμε την εκπαίδευση στο μεγαλύτερο μέρος της, τη Μεγάλη Πέμπτη του ̉41 φύγαμε από το Ναύπλιο για την Κρήτη. Η Αεροπορία και η Σχολή χωριστά από τον Στρατό. Σε άλλα πλοία. Μόλις φθάσαμε στη Σούδα δεχόμεθα ισχυρό βομβαρδισμό από τα Stukas. Εκεί ο διοικητής μας είπε: «ο σώζων ευατόν σωθήτω!» Εγώ πήγα και χώθηκα κάτω από έναν βράχο. Την άλλη μέρα μετέδωσαν τα ραδιόφωνα ότι τα Stukas βύθισαν το πλοίο που μετέφερε τους αεροπόρους από το Άργος. Στην πραγματικότητα χτύπησαν το πλοίο που μετέφερε το Στρατό. Έκτοτε οι γονείς μου διαρκούσης της κατοχής, έπαιρναν επίδομα ως θύματα πολέμου. Εγώ δεν μπορούσα να τους ειδοποιήσω. Με διαταγή πήγαμε στη Μέση Ανατολή στην Έρημο του Κασασίν και στη συνέχεια στη Ροδεσία. Εκεί συνεχίσαμε την εκπαίδευση, αφού στο Άργος δεν την ολοκληρώσαμε. Εκεί κάναμε στοιχειώδη εκπαίδευση τεχνικής φύσεως. Ήταν πολύ δύσκολα, όμως μας άρεσε. Αγαπούσαμε το αεροπλάνο».
Την όλη επιχείρηση συγκέντρωσης των μαθητών και άλλων αεροπόρων την είχε αναλάβει ο Σμήναρχος Στ. Φίλιππας. Το Άργος υπήρξε σημείο εκκίνησης για τη μεγάλη φυγή προς τη Μέση Ανατολή. Η μονάδα της Αεροπορίας είχε δοθεί εντολή να διαλυθεί και να γίνει διανομή του υλικού στους κατοίκους της περιοχής. Όλα τα υλικά, κρεβάτια, στρώματα, ιματισμό και ό,τι στρατιωτικό υλικό υπήρχε σε χρόνο ρεκόρ! μοιράστηκαν στους Αργείτες. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε ο φρούραρχος της περιοχής να τα μοιραστούν καλύτερα οι Αργείτες παρά να τα κατασχέσουν και να τα χρησιμοποιήσουν οι Γερμανοί.
Η σχολή πολυβολητών ασυρματιστών στο αεροδρόμιο του Άργους
Για την ικανοποίηση των αναγκών της Πολεμικής Αεροπορίας σε πλήρωμα, λειτούργησε η Σχολή Πολυβολητών – Ασυρματιστών, με έδρα το Ελληνικό (Χασάνι). Με την είσοδο, όμως , των Γερμανών και τη ραγδαία κατάρρευση της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας, η παρουσία των εκπαιδευτικών αεροπλάνων «ΑΒΡΟ» στο Ελληνικό δεν είχε κανένα πρακτικό σκοπό, αντίθετα αποτελούσαν με τα άλλα αεροπλάνα της RAF ελκυστικό στόχο των Γερμανών.
Έτσι, σε εφαρμογή διαταγής του Υπουργείου Αεροπορίας, ο Διοικητής της Μοίρας Σμηναγός Λουκίδης διέταξε την μεταφορά των έξι εκπαιδευτικών αεροσκαφών στο Αεροδρόμιο του Άργους, όπου εκεί είχε μεταφερθεί και η Σχολή του Κέντρου Εκπαίδευσης Ιπταμένων. Για τη μεταφορά αυτή ανταποκρίθηκαν πέντε υπαξιωματικοί πιλότοι, οι Γαλανόπουλος Δ., Φράγκος Ν., Καβουρίνος Ν., Πολυμέρης Δ. και Παναγουλάκης Ηλ., και ο έφεδρος επισμηνίας Αδοσίδης.
Πέταξαν Μεγάλη Πέμπτη, την ώρα που σε άλλους χώρους του αεροδρομίου καταστρέφονταν και καίγονταν υλικά από αποθήκες που δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Όταν προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο του Άργους, πληροφορηθήκαν ότι υπήρχε εντολή να καούν όσα αεροπλάνα και υλικά δεν μπορούσαν να μεταφερθούν. Η είδηση αυτή γέμισε πικρία τους έξι πιλότους, που τα είχαν μεταφέρει στο Άργος και είχαν αποφασίσει να τα διασώσουν, μεταφέροντας τα στην Κρήτη.
Χαράλαμπος Μαυρίδης
Αξιωματικός Πολεμικής Αεροπορίας
«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 3, Δεκέμβριος 2005.
Βιβλιογραφία
Ηλία Δ. Καρταλαμάκη, Η αεροπορία στον πόλεμο του 1940, Αθήνα 1990.
Έκθεσις της πολεμικής ιστορίας των Ελλήνων.
Εφ. «Καθημερινή» Επτά ημέρες, «Πολεμική Αεροπορία 1951-1944», 14 Νοεμβρίου 2004.
Στρατιωτική Ναυτική – Αεροπορική Εγκυκλοπαίδεια.