Τα καμινοβίγλια ήταν σταθμοί επάνω στους οποίους άναβαν φωτιές για τη μετάδοση σημάτων κατά την βυζαντινή εποχή και κατά την αρχαιότητα.
Το πρώτο συνθετικό της λέξης προέρχεται από την Ελληνική λέξη καµίνι, επειδή άνοιγαν λάκκο όπως ανοίγουν στα καµίνια, όπου τοποθετούσαν οι λεγόµενοι καµινάρηδες ή καµινάδες εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα και θάµνους ( καλάµια κ.λπ.) για ζωηρή φωτιά την νύκτα, ή βρεγµένα σανά και κοπριά βοοειδών (σβουνιές) για έντονο καπνό την ηµέρα.
Το δεύτερο συνθετικό παράγεται από την λατινική λέξη vigil και vigilia που σηµαίνει φυλακή, παρατηρητήριο, φρουρά. Έτσι η βίγλα= παρατηρητήριο, το ρήµα βιγλάρω και βιγλίζω= παρατηρώ, εποπτεύω από της βίγλας και το ουσιαστικό βιγλάτωρ η βιγλάτορας= ο φύλαξ, ο σκοπιωρός εξ ου και βιγλατόρια.
Υπεύθυνοι για τη λειτουργία των σταθμών ήταν οι επονομαζόμενοι καμινοβιγλάτορες. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας έπρεπε οι φωτιές που άναβαν την ημέρα να βγάζουν πυκνό καπνό, ενώ εκείνες που άναβαν τη νύχτα να έχουν μεγάλες και ζωηρές φλόγες. Ο κώδικας που χρησιμοποιούσαν για τη μετάδοση μηνυμάτων με το μέσο της φωτιάς ήταν ειδικός και τον γνώριζαν μόνο αυτοί που επάνδρωναν τα καμινοβίγλια
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου