23/2/11

Γαλάτσι - Galaţi


1. Ανθρωπογεωγραφία

To Γαλάτσι βρίσκεται στη Νότια Μολδαβία σε απόσταση 180 χλμ. από τον Εύξεινο Πόντο. Είναι λιμάνι στη συμβολή των ποταμών Δούναβη και Σιρέτ, πολύ κοντά στη συμβολή του πρώτου με τον Προύθο, νότια της λίμνης Μπράτες. Συνδέεται σιδηροδρομικώς με το Βουκουρέστι και οδικώς με τις περισσότερες πόλεις της Ρουμανίας. Η ελληνική ονομασία της πόλης («Γαλάζιον») είναι παραφθορά, ή μάλλον εξαρχαϊσμός, της ρουμανικής ονομασίας Galaţi.

Ο εμπορικός χαρακτήρας του Γαλατσίου είχε οδηγήσει στην εγκατάσταση πολλών ξένων εκεί, κυρίως Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, που δίπλα στους Ρουμάνους συνιστούσαν τις κύριες εθνοτικές-θρησκευτικές ομάδες στην πόλη ήδη από το 18ο αιώνα. Ωστόσο η έλλειψη στατιστικών μάς εμποδίζει να εξακριβώσουμε τον αριθμό τους. Για τα δεδομένα της ηγεμονίας της Μολδαβίας, το Γαλάτσι ήταν, στις αρχές του 19ου αιώνα, ένα πολύ σημαντικό από δημογραφική άποψη αστικό κέντρο της τάξης των 8.000 κατοίκων. Τα στοιχεία που έχουμε για τον αριθμό των Ελλήνων στην πόλη κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα είναι αποσπασματικά, και όχι πάντοτε επακριβώς καθορισμένα. Πάντως είναι αδιαμφισβήτητο το ότι πολλοί Χιώτες, Κεφαλλονίτες και Ιθακήσιοι είχαν εγκατασταθεί στο Γαλάτσι, του οποίου ο συνολικός πληθυσμός είχε εκτιναχθεί το 1859 στους 26.050 κατοίκους καθιστώντας το την πέμπτη μεγαλύτερη πόλη των Ενωμένων Ηγεμονιών (Μολδαβία-Βλαχία). Η δημογραφική αυτή αλλαγή οφειλόταν όχι μόνο στην αναμφισβήτητη αύξηση της εγκατάστασης Ρουμάνων στην πόλη, αλλά και στον ερχομό πολλών ξένων, κυρίων Ελλήνων, Ιταλών και Εβραίων.1

Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μέχρι τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο το Γαλάτσι γνώρισε, παρά την από το 1878 υποβάθμιση της σημασίας του ως εμπορικού κέντρου, αξιοσημείωτη δημογραφική ανάπτυξη και το 1899 ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Συγκεκριμένα στο Γαλάτσι κατοικούσαν 62.545 άτομα, εκ των οποίων η πλειοψηφία ήταν βέβαια Ρουμάνοι (38.283), αν και η παρουσία των αλλοεθνών ήταν ισχυρή. Πάρα πολλοί ήταν οι Εβραίοι (περίπου 13.520), ενώ ακολουθούσαν οι υπήκοοι της Αυστροουγγαρίας, όχι σπάνια Ρουμάνοι της Τρανσυλβανίας (3.825) και οι Έλληνες υπήκοοι (3.587). Στην πόλη κατοικούσαν επίσης Ρώσοι, Γερμανοί και Οθωμανοί.2 Για να καταδειχθεί η ταχύτητα της αύξησης του πληθυσμού, που χαρακτήριζε άλλωστε όλες τις παραδουνάβιες πόλεις της Ρουμανίας, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1882 κατοικούσαν στην πόλη 40.022 άτομα.3

Το Γαλάτσι πάντως γνώρισε, όπως αρκετές πόλεις της Μολδαβίας, σχετική δημογραφική στασιμότητα στα χρόνια του Μεσοπολέμου, καθώς ο πληθυσμός του αυξήθηκε από 101.148 κατοίκους το 1930 μόλις στους 102.311 το 1937 για να πέσει στους 90.137 το 1941. Η ανασυγκρότηση της οικονομίας στα Μεταπολεμικά χρόνια οδήγησε πάντως στην αύξηση του πληθυσμού και το 1973 οι κάτοικοι υπολογίζονταν σε 179.189.4

Οι Έλληνες κατάγονταν από πολλές περιοχές, αλλά τον τόνο έδιναν κυρίως οι Ιόνιοι. Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία του προξενείου το 1885, από τους 1.556 ενήλικες άρρενες Έλληνες υπηκόους, 686 προέρχονταν από την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη και τους Παξούς, ενώ από τους υπόλοιπους πολλοί είχαν γεννηθεί στις Κυκλάδες (378).5

2. Ιστορία

Πληροφορίες για το Γαλάτσι έχουμε από το 15ο αιώνα, αν και πιθανότατα είχε οργανωθεί κάποιος οικισμός ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Ήταν ένα μικρό αλλά αξιόλογο για τα μεγέθη της τοπικής οικονομίας εμπορικό και κυρίως αλιευτικό κέντρο, που είχε τύχει ιδιαίτερης φροντίδας εκ μέρους των ηγεμόνων της Μολδαβίας, καθώς μάλιστα οι άλλες σημαντικές εμπορικές πόλεις του πριγκιπάτου, η Κίλια και η Cetatea Alba, είχαν πέσει στα χέρια των Οθωμανών. Σταδιακά από τα μέσα του 17ου αιώνα το Γαλάτσι αναπτύχθηκε στους τομείς της ναυτιλίας και της ναυπηγικής βιοτεχνίας. Στο λιμάνι κατέφταναν πλοία από πολλές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αίγυπτος, Σμύρνη), ενώ μετά το 1774 και από τη Δυτική Ευρώπη και την Ιταλία, μια και είχαν αρθεί κάποιες τουλάχιστον απαγορεύσεις της Πύλης για την είσοδο ξένων, δηλαδή ευρωπαϊκών, πλοίων στον Δούναβη. Μάλιστα τότε εγκαταστάθηκαν στην πόλη και αρκετοί Έλληνες από τα Ιόνια νησιά, Βρετανοί υπήκοοι από το 1814, που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη σύσφιγξη των εμπορικών σχέσεων του λιμανιού με τις χώρες της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης.6

Πέρα από την οικονομική του σημασία, το Γαλάτσι ήταν ένα από τα κέντρα της Φιλικής Εταιρείας. Ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν μυηθεί ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης Βασίλειος Καραβίας, που τον Φεβρουάριο του 1821 εκδίωξε τους Τούρκους. Το Γαλάτσι ανακαταλήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό τον Μάιο, με μεγάλες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό.7

Το Γαλάτσι αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά το 1829, αφότου δηλαδή η συνθήκη της Αδριανούπολης καθόρισε ότι το εμπόριο των δημητριακών δεν υπέκειτο σε περιορισμούς, ενώ περαιτέρω ώθηση έδωσε η ανακήρυξή του ως ελεύθερου λιμανιού το 1837. Η κίνηση του εμπορίου και της ναυτιλίας μεγάλωσε, ο πληθυσμός αυξήθηκε και η πόλη προσέλκυσε πολλούς ξένους εμπόρους και τραπεζίτες. Αναγνώριση της σημασίας του σε αυτούς τους τομείς στάθηκε και η απόφαση να εδρεύει στο Γαλάτσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δουνάβεως, που λήφθηκε το 1856.8

Το Γαλάτσι ήταν επίσης ένα από τα κέντρα του κινήματος για την ένωση των δύο ηγεμονιών, που πραγματοποιήθηκε το 1859 με την εκλογή του βογιάρου Alexandru Ioan Cuza ως ηγεμόνα τόσο της Μολδαβίας όσο και της Βλαχίας, ο οποίος καταγόταν μάλιστα από την πόλη.9

Παρά το γεγονός ότι παρέμεινε και στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ένα μείζον εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο για τη Ρουμανία, το Γαλάτσι αναπτύχθηκε κυρίως βιομηχανικά και οι εργάτες της πόλης διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στις πρώτες φάσεις του σοσιαλιστικού κινήματος της Ρουμανίας. Μεταπολεμικά το Γαλάτσι εξελίχθηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα βιομηχανικά κέντρα της Ρουμανίας, με σημαντικότατες βιομηχανίες σιδήρου και κατασκευής μηχανών. Αναπτύχθηκε επίσης η εκπαίδευση (Πανεπιστήμιο, Πολυτεχνείο).10

3. Οικονομία

Το Γαλάτσι ήταν ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα αρχικά της Μολδαβίας και, μετά την ένωση των δύο ηγεμονιών (1859), όλης της Ρουμανίας. Συνιστούσε κύριο λιμάνι για τις εξαγωγές της Μολδαβίας, ενώ αργότερα θεμελιώδης ήταν η θέση του στο εισαγωγικό εμπόριο της χώρας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, και ιδίως στα χρόνια του Μεσοπολέμου κατέστη σημαίνον βιομηχανικό κέντρο. 

3.1. Γεωργία – Κτηνοτροφία

Η ενδοχώρα του Γαλατσίου ήταν μία από τις πιο σημαντικές σιτοπαραγωγικές περιοχές της Μολδαβίας, αλλά ιδιαίτερη φήμη είχε αποκτήσει κυρίως για τα αμπέλια της. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι η πλούσια ξυλεία από τους λόφους της ηγεμονίας, όπως και της γειτονικής Δοβρουτσάς, εξαγόταν μέσω του λιμανιού. Η κτηνοτροφία ήταν ασήμαντη.11

3.2. Βιοτεχνία – Βιομηχανία

Λίγες βιομηχανίες τροφίμων και κάποια πολύ μικρά ναυπηγοεπισκευαστικά εργαστήρια είχαν ιδρυθεί στο Γαλάτσι την τέταρτη και πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα, αλλά πραγματική ώθηση γνώρισε ο βιομηχανικός τομέας μόνο στο δεύτερο μισό του αιώνα, και ιδίως μετά τα μέτρα που έλαβε η ρουμανική κυβέρνηση προς ενίσχυση της βιομηχανίας (1886-1887).

Ο τομέας που αναπτύχθηκε περισσότερο ήταν η βιομηχανία τροφίμων (αλευροβιομηχανίες, βιομηχανίες οινοπνευματωδών ποτών), αλλά δεν έλειπαν και κάποιοι τομείς βαριάς βιομηχανίας, όπως οι σιδηροκατασκευές, η ναυπηγική και κυρίως η επεξεργασία ξυλείας και η παραγωγή χαρτιού, πάντως σχετικά μικρών διαστάσεων πριν από το 1914. Στην αλευροβιομηχανία και τη βιομηχανία γλυκισμάτων κομβική ήταν η θέση Ελλήνων παροίκων, όπως του Λαμπρινίδη, του Ιωάννη Μήλλα και του Π. Ζαφειράτου, ενώ στους άλλους τομείς κυριαρχούσαν Εβραίοι κεφαλαιούχοι.12

Στα χρόνια του Μεσοπολέμου η βιομηχανία αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο, με την έμφαση να δίνεται τώρα στη βαριά βιομηχανία, με 13 μηχανοκατασκευαστικές και μεταλλουργικές εγκαταστάσεις καθώς και 18 υφαντουργίες, τομέας που είχε ελάχιστα αναπτυχθεί πριν από το 1914. 13

3.3. Εμπόριο – Ναυτιλία

Μετά το 1837, οπότε το λιμάνι ανακηρύχθηκε «ελεύθερος λιμήν» (porto franco), το Γαλάτσι γνώρισε τεράστια οικονομική ανάπτυξη, που το κατέστησε σε μεγάλο βαθμό την «Οδησσό του Δουνάβεως», όπως ήταν και η φιλοδοξία του Μολδαβού πρίγκιπα Mihail Sturdza. Το Γαλάτσι συνδέθηκε με τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου, όπως το Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Μασσαλία, τη Γένοβα, αλλά και της Αγγλίας, όπου και εξήγε κυρίως δημητριακά, αναγκαία για τη ραγδαίως αναπτυσσόμενη βιομηχανική Δυτική Ευρώπη, αλλά και ξυλεία καλής ποιότητας. Παράλληλα, αλλά σε μικρότερο βαθμό, αναπτύχθηκε ως εισαγωγικό κέντρο.14

Ο ρόλος που διαδραμάτισαν στην αύξηση των εμπορικών συναλλαγών ελληνικοί εμπορικοί οίκοι, κυρίως μάλιστα χιώτικοι, όπως του Π. Αργέντη, του Ροδοκανάκη και του Κεφαλλονίτη Πανά, στάθηκε θεμελιώδης, αν και δεν πρέπει να υποτιμούμε και τους Γενοβέζους εμπόρους, όπως τον F. Pedemonte, που ανταγωνίζονταν συχνά με επιτυχία τους ελληνικούς εμπορικούς οίκους.15

Η ανάπτυξη του εμπορίου ουσιαστικά ανακόπηκε μετά το 1880, εξαιτίας διαφόρων λόγων. Κατά πρώτο λόγο, η κατάργηση του προνομίου του «ελεύθερου λιμένος» έπληξε τους μικρότερους εμπόρους και πλοιοκτήτες, οι οποίοι αντέδρασαν έντονα. Ωστόσο, πιο σημαντικοί παράγοντες στάθηκαν η προσάρτηση στη Ρωσία τριών νομών της Βεσσαραβίας, που συνιστούσαν μέχρι τότε την πλέον γόνιμη ενδοχώρα της Μολδαβίας, και η πολύ καλύτερη σύνδεση, σιδηροδρομική αλλά και με ποταμόπλοια, της Βραΐλας με τις σιτοπαραγωγές περιοχές της Ρουμανίας. Ένας ακόμα παράγοντας στάθηκε η μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισαν τα ανταγωνιστικά λιμάνια της Κωνστάντζας και του Σουλινά. Το Γαλάτσι παρέμεινε ωστόσο ένα από τα κύρια εισαγωγικά λιμάνια της χώρας μέχρι το 1914, αλλά και εξαγωγικό, αναφορικά με τη ξυλεία.16

Η γενική στασιμότητα ή και κάμψη του εμπορίου έπληξε και τους Έλληνες, που είδαν να υποσκελίζονται από εβραϊκούς οίκους, όπως συνέβη περίπου την ίδια περίοδο στην Οδησσό. Ωστόσο στον τομέα της ναυτιλίας, κυρίως μάλιστα της ποταμοπλοΐας, η θέση τους παρέμεινε ισχυρή. Οι σημαντικότεροι Έλληνες πλοιοκτήτες ήταν οι αδελφοί Αθανασούλη, οι αδελφοί Αντύπα καθώς και ο Γρ. Κουταβάς. Η σχετικώς χαμηλή κατά μέσο όρο χωρητικότητα των ποταμόπλοιών τους καταδεικνύει ότι ήταν κατά κύριο λόγο πλοιοκτήτες «σλεπίων» του ποταμού Προύθου, όπου εξαιτίας του χαμηλού βάθους των νερών τα πλοία έπρεπε να είναι μικρότερα.17

4. Κοινωνία – Θεσμοί – Διοίκηση

4.1 Διοικητικό καθεστώς

Το Γαλάτσι ήταν η πρωτεύουσα του νομού Covurlui και εκεί έδρευε, εκτός από τις πολιτικές αρχές, και ο επίσκοπος του Κάτω Δουνάβεως (Dunărea de Jos). 

Η ελληνική κοινότητα Γαλατσίου ήταν μία από τις σημαντικότερες στη Ρουμανία. Συστάθηκε το 1864 προκειμένου να φροντίσει για την οικοδόμηση ελληνικού ναού, και στην πρώτη επιτροπή της συμμετείχαν τα σπουδαιότερα μέλη της ελληνικής παροικίας, κυρίως μάλιστα οι Χιώτες. Μέλη της κοινοτικής επιτροπής ήταν ενδεικτικά οι μεγαλέμποροι Ανδρέας Πανάς, Κωνσταντίνος Σακουμάνος, Ιωάννης Σεκιάρης, Οδυσσέας Νεγρεπόντης καθώς και ο Χιώτης ιατρός Ι. Βούρος.

Το 1864 συντάχθηκε και τυπώθηκε ο πρώτος κοινοτικός κανονισμός, που όριζε ότι την ευθύνη των κοινοτικών υποθέσεων, δηλαδή της οικοδομήσεως ελληνικού ναού και της σύστασης «προκαταρκτικών» σχολείων, θα την είχε επταμελής επιτροπή, ενώ συμβουλευτικός θα ήταν ο ρόλος ενός δωδεκαμελούς συμβουλίου. Το 1899 η κοινότητα προχώρησε σε μερική αλλαγή άρθρων του κανονισμού του 1864 και καθορίσθηκε ότι θα εκλέγονταν πια τρεις τριμελείς επιτροπές, επιφορτισμένες με ξεχωριστές αρμοδιότητες, η μία για την εκκλησία, η δεύτερη για τα εκπαιδευτικά «καταστήματα» («εφορεία») και η τρίτη για να διαχειρίζεται τους πόρους της κοινότητας. Το κοινοτικό συμβούλιο θα συνέχιζε να εποπτεύει τη δραστηριότητα των επιτροπών. Τέλος, στα Μεσοπολεμικά χρόνια οι Έλληνες του Γαλατσίου προχώρησαν στη σύνταξη ενός τρίτου κανονισμού που άλλαζε τον δεύτερο σε λίγα σημεία.18

Η ελληνική κοινότητα αναγνωρίσθηκε επίσημα από τις ρουμανικές αρχές με το πρωτόκολλο που επισυνάφθηκε στην ελληνορουμανική εμπορική σύμβαση της 19ης Δεκεμβρίου 1900 και, παρ' όλα τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ελληνισμός της πόλης κατά τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών, επιβίωσε μέχρι τα πρώτα Μεταπολεμικά χρόνια, οπότε και ουσιαστικά διαλύθηκε λόγω πιέσεων του κομουνιστικού καθεστώτος.19 Έλληνες πάντως συνέχισαν να είναι επίτροποι στην ελληνική εκκλησία μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Η εκκλησία επανιδρύθηκε μετά το 1989.

4.2. Θρησκεία

Το 1865 οι Ανδρέας Πανάς, Δημήτριος Ι. Ροδοκανάκης και Σπ.Γ. Τόπαλης αιτήθηκαν από τον ηγεμόνα Alexandru Ion Cuza άδεια να ανεγείρουν ελληνικό ναό. Η αίτησή τους έγινε δεκτή από τον πρίγκιπα με χρυσόβουλο της 26ης Ιουνίου 1865.20 Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 6 Αυγούστου 1866 από τον επίσκοπο του Κάτω Δουνάβεως Μελχισεδέκ, και η ανέγερση του ναού, που ήταν αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1872, οπότε και εγκαινιάστηκε (17/09/1872).21

Ο ναός, ευρύχωρος αλλά πάντως όχι ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής όπως της Βραΐλας, ήταν το κέντρο της ελληνικής παροικίας, καθώς εκεί κοντά βρίσκονταν τα ακίνητα της κοινότητας και το κτήριο του σχολείου. Τα Μεταπολεμικἀ χρόνια, με τη σταδιακή αποδυνάμωση της ελληνικής κοινότητας, ο ναός αποδόθηκε στη ρουμανική επισκοπή, ενώ μετά το 1989 ανακηρύχθηκε μεικτή «ελληνορουμανική» εκκλησία. 

Στο Γαλάτσι, εκτός από πολλούς ορθόδοξους ρουμανικούς ναούς, έναν βουλγαρικό και αρκετές εβραϊκές συναγωγές, είχαν οικοδομηθεί, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, προτεσταντικός ναός, καθολικός, καλβινιστικός και ένα τζαμί.22

5. Εκπαίδευση

Η εκπαίδευση δεν είχε οργανωθεί συστηματικά στην πόλη κατά το 17ο και 18ο αιώνα· ένας λόγος πιθανόν ήταν ότι το Γαλάτσι δεν ήταν έδρα επισκόπου.23 Πάντως έχουμε μαρτυρίες για ελληνικά σχολεία στον ύστερο 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου, όπως εκείνο του Δημήτριου Ιθακήσιου. 

Ουσιαστική άνθηση γνώρισε η ελληνική παιδεία από τα μέσα του 19ου αιώνα, την εποχή δηλαδή που κυριαρχούσε κοινωνικά και οικονομικά η ελληνική παροικία. Τότε το Γαλάτσι κατέστη το κατεξοχήν εκπαιδευτικό κέντρο της ελληνικής διασποράς στη Ρουμανία. Στην πόλη ιδρύθηκαν σπουδαία εκπαιδευτήρια, κάποια μάλιστα γυμνασιακής βαθμίδας. Τα πλέον αξιόλογα, όπου εκτός από ελληνικά και ρουμανικά διδάσκονταν και άλλες ξένες γλώσσες καθώς και εμπορικά μαθήματα, ήταν το «Ινστιτούτο» Βενιέρη και το «Ελληνικό Λύκειο» του Χ. Μητρόπουλου, που συστάθηκαν το 1857 και το 1859 αντίστοιχα. Στο Εκπαιδευτήριο Βενιέρη, μάλιστα, που επιβίωσε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, υπηρέτησαν ως εκπαιδευτικοί ιδιαίτερα αξιόλογοι λόγιοι, όπως ο μετέπειτα καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ανδρούτσος, ο Νικόλαος Δόσιος και ο καθηγητής βυζαντινολογίας στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου Δημοσθένης Ρούσος. Επιπλέον, στο Γαλάτσι είχαν οργανωθεί ήδη από την έκτη δεκαετία του 19ου αιώνα και κάποια παρθεναγωγεία κατώτερης βαθμίδας.24

Πέρα βέβαια από αυτά τα ιδιωτικά καθιδρύματα, υπήρχαν και τα κοινοτικά αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία κατώτερης βαθμίδος, που είχαν οργανωθεί το 1864 και συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι τα πρώτα Μεταπολεμικά χρόνια. Στα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου η κοινότητα ανέλαβε και τον έλεγχο του ιδιωτικού γυμνασίου του Διον. Πυλαρινού, αναγνωρισμένου άλλωστε από την ελληνική κυβέρνηση ήδη από το 1904.25

Ας σημειωθεί εδώ ότι, σε αντίθεση με την κοινότητα Βραΐλας, όπου εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών ή επέμβασης του ρουμανικού κράτους τα κοινοτικά σχολεία είχαν μείνει κλειστά ανά διαστήματα, στο Γαλάτσι λειτούργησαν χωρίς προβλήματα, ενώ δεν έκλεισαν ούτε κατά την περίοδο 1906-1909, οπότε το σύνολο σχεδόν των ελληνικών σχολείων στη Ρουμανία, κοινοτικών και ιδιωτικών, έκλεισαν ύστερα από διαταγή της κυβέρνησης.26

Ανάπτυξη γνώρισε και η ρουμανική εκπαίδευση στην πόλη, ιδίως μετά την ένωση των δύο ηγεμονιών. Χτίστηκαν νέα κτήρια για τα πολυάριθμα δημοτικά αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, ενώ είχαν συσταθεί επίσης ένα σχολείο ενηλίκων, μια ναυτική ακαδημία, μια εμπορική μέση σχολή, ένα σεμινάριο καθώς και μια παιδαγωγική ακαδημία, εκτός βέβαια από τα γυμνάσια.27

Σχολεία είχαν φυσικά και οι άλλες εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες, όπως οι Εβραίοι, οι καθολικοί και οι προτεστάντες. Μάλιστα οι Εβραίοι είχαν το 1891-1892 γύρω στα 25 σχολεία, συνήθως πρωτοβάθμια, ενώ το 1905-1906 είχαν, πλάι σε 6 σχολεία παραδοσιακού τύπου, 2 σύγχρονα «ισραηλιτικορουμανικά» αρρεναγωγεία και 1 παρθεναγωγείο.28 Φημισμένο ήταν, τέλος, το καθολικό παρθεναγωγείο της «Nôtre Dame», ένα από τα καλύτερα οργανωμένα ιδιωτικά σχολεία της Ρουμανίας, που είχε δεχθεί ωστόσο πολλές κατηγορίες ότι προωθούσε τον «απορουμανισμό» της νεολαίας.29

6. Σύλλογοι

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860 οργανώθηκαν μερικές ελληνικές συσσωματώσεις στο Γαλάτσι που, ενώ είχαν τυπικά φιλανθρωπικό χαρακτήρα, εξυπηρετούσαν στην ουσία πολιτικούς-εθνικούς στόχους. Η σημαντικότερη ήταν η «Φιλανθρωπική Ελληνική Αδελφότητα Γαλατσίου», που συστάθηκε το 1861 με στόχο να συντονίσει την πολιτική δράση των Ελλήνων της πόλης, σε στενή συνεργασία με τον Έλληνα υποπρόξενο, ενώ το επόμενο έτος ιδρύθηκε η φιλανθρωπική εταιρεία «Πρόνοια», επίσης με πολιτικές, αντιοθωνικές, στοχεύσεις.30

Από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας οργανώθηκε μία φιλεκπαιδευτική συσσωμάτωση, ο «Ελληνικός Φιλόμουσος Σύλλογος», αλλά η δράση του στάθηκε μάλλον περιορισμένη και γρήγορα διαλύθηκε. Φαίνεται ότι το σταθερό ενδιαφέρον της κοινοτικής επιτροπής για την εκπαίδευση των παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, των απόρων μελών της ελληνικής παροικίας, αλλά και η ύπαρξη πολλών καλά οργανωμένων ιδιωτικών ελληνικών σχολείων καθιστούσε περιττή τη δραστηριοποίηση ελληνικών συλλόγων προς αυτή την κατεύθυνση.31 Πάντως, το 1896 συστάθηκε ένας ακόμα σύλλογος, ο «Ερμής», κυρίως ως λέσχη και αναγνωστήριο μελών της ελληνικής παροικίας. Ο συγκεκριμένος σύλλογος αναγνωρίσθηκε επίσημα από το ρουμανικό κράτος.32

Τέλος, κατά τον Μεσοπόλεμο λειτουργούσε ένα «Ελληνορουμανικό Εμπορικό Επιμελητήριο» με έδρα το Γαλάτσι και με στόχο τη σύσφιγξη των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας-Ρουμανίας, ενώ είχε ιδρυθεί και ένας αθλητικός σύλλογος («Πανελλήνιον»).33

7. Εκδοτικὴ δραστηριότητα

Κατά το 18ο αιώνα δε λειτουργούσε τυπογραφείο στην πόλη, η οποία ωστόσο τα χρόνια μετά το 1830 κατέστη εκδοτικό κέντρο κάποιας σημασίας, στο πλαίσιο βέβαια της σχετικά μικρής εκδοτικής δραστηριότητας της Μολδαβίας. Μετά την ένωση των Ηγεμονιών η εκδοτική κίνηση γνώρισε άνθηση, ιδιαίτερα μάλιστα του περιοδικού Τύπου. Κυκλοφόρησαν εφημερίδες, πολιτικές αλλά και πολλές εμπορικές και ναυτιλιακές, καθώς και περιοδικά, ενώ λειτουργούσαν πάνω από 4 τυπογραφεία (π.χ. του Nebunelli, του Antoniady). Ο Τύπος μάλιστα των Εβραίων, στα ρουμανικά και τα γίντις (γερμανοεβραϊκά), ήταν πολύ αξιόλογος.34

Από το 1859 αυξήθηκε και ο αριθμός των ελληνικών βιβλίων που τυπώνονταν στο Γαλάτσι, χωρίς βέβαια να μπορεί να γίνει σύγκριση με το Βουκουρέστι ή τη Βραΐλα. Οι εκδόσεις ήταν κυρίως κανονισμοί σχολείων και της κοινότητας, μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων και άλλα εκπαιδευτικά βιβλία, καθώς και διάφοροι λόγοι.35

Θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης ότι στο Γαλάτσι κυκλοφόρησαν και κάποιες ελληνικές εφημερίδες, όπως π.χ. οι Σύλλογοι την περίοδο 1873-1877, καθώς και το αξιόλογο περιοδικό Ίστρος, υπεύθυνος του οποίου ήταν ο γνωστός λόγιος Νικόλαος Δόσιος.36

1. Iacob, Gh., “Populaţia. Transformări sociale”, στο Platon, Gh. (ed.), Istoria Românilor 7:2 (Bucureşti 2003), σελ. 57.

2. Βλ. Colescu, L., Recensământul general al Populațiunei României. Rezulatate definitive (Bucureşti 1905), σελ. 89. Ανάμεσα στους Οθωμανούς υπηκόους η πλειοψηφία ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, προφανώς Έλληνες, Αλβανοί και Βούλγαροι από Μακεδονία και Ήπειρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο ο Διονύσιος Μεταξάς-Λασκαράτος υπολογίζει τους Έλληνες του Γαλατσίου σε πάνω από 5.000· βλ. Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και Ρωμουνίας (Βραΐλα 1900), σελ. 124.

3. Tezaur documentar gălăţean (Bucureşti 1988), σελ. 223-224. Οι Έλληνες σε αυτή την απογραφή, την οποία είχε πραγματοποιήσει η Δημαρχία, ανέρχονταν στους 4.403, και πιθανότατα στον αριθμό περιλαμβάνονταν όχι μόνο οι υπήκοοι του ελληνικού κράτους, αλλά όσοι ήταν ελληνικής καταγωγής. Για τη συνολική αύξηση του πληθυσμού των παραδουνάβιων πόλεων βλ. Iacob, Gh., “Populaţia. Transformări sociale”, στο Platon, Gh. (ed.), Istoria Românilor 7:2 (Bucureşti 2003), σελ. 57.

4. Lazarovici, Gr. – Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), σελ. 86, 102, και Cucu, V., România. Cartea de vizită a oraşelor (Bucureşti 1973), σελ. 39-40.

5. Petrescu, Şt.I., Diaspora greacă şi societatea românească în secolul al XIX-lea (Master Universitatea Bucureşti Facultatea de istorie 2005), παράρτημα 10.

6. Βλ. σύντομα Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), σελ. 23-25, και αναλυτικά Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 Ι (Galaţi 1994), passim. Πιο αναλυτικά για τους «Ιόνιους» εμπόρους στο Γαλάτσι βλ. Cernovodeanu, P., “L᾿activité des maisons de commerce et des négociants ioniennes du Bas-Danube durant l᾿intervalle 1829-1853”, στο Actes du II-e Colloque International d’Histoire I (Αθήνα 1985), σελ. 91-105.

7. Σαρρής, Ι., «Γαλάζιον», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 8 (Αθήνα 1929), σελ. 31. Βλ. αναλυτικότερα Βρανούσης, Λ.Ι. – Καμαριανός, Ν. (επιμ.), Η Εταιρεία των Φιλικών και τα πρώτα συμβάντα του 1821: ανέκδοτα απομνημονεύματα, προκηρύξεις, γράμματα κ.ά. κείμενα (Αθήνα 1964), σελ. 53-60.

8. Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), σελ. 28-115. Ειδικότερα για τους όρους της συνθήκης της Αδριανούπολης βλ. Jelavich, B., Russia and the Formation of the Romanian National State, 1821-1878 (Cambridge 1984), σελ. 29-31.

9. Για τους δεσμούς του Cuza με το Γαλάτσι, όπου είχε υπηρετήσει και ως δικαστής, βλ. Giurescu, C.C., Viaţa şi opera lui Cuza Vodă (Bucureşti 1966), σελ. 60-69.

10. Lazarovici, Gr. – Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), σελ. 116-125.

11. Βλ. την έκθεση του Έλληνα προξένου στο Γαλάτσι Ε. Αντύπα στο Συνέχεια του υπ’ αριθ. 89 Παραρτήματος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του έτους 1890. Ετήσιοι εκθέσεις περί εμπορίου ναυτιλίας κ.τ.λ. των προξενικών αρχών της Α.Μ. κατά το έτος 1889 (Αθήνα 1890), σελ. ρογ'-ροδ'.

12. Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), σελ. 157-165, και Συνέχεια του υπ’ αριθ. 89 Παραρτήματος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του έτους 1890 Ετήσιοι εκθέσεις περί εμπορίου ναυτιλίας κ.τ.λ. των προξενικών αρχών της Α.Μ. κατά το έτος 1889 (Αθήνα 1890), σελ. ροδ'-ροζ'. Αναλυτική περιγραφή των σημαντικότερων βιομηχανιών του Γαλατσίου συνιστά ο τόμος Anchete Industriale. Descrierea amănunţită a tuturor stabilimentelor industriale din oraşul Galaţi (Galaţi 1901). Κατάλογος των βιομηχανιών του Γαλατσίου το 1900, 37 συνολικά, στο Ancheta Industrială din 1901-1902, Industria Mare (Bucureşti 1902), σελ. 33-34.

13. Lazarovici, Gr. – Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), σελ. 102-103.

14. Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), σελ. 36-70.

15. Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), σελ. 71-75. Για τη δομή και τη λειτουργία των χιώτικων εμπορικών οίκων που δραστηριοποιούνται αυτήν την περίοδο στα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας βλ. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 129-161.

16. Βλ. σύντομα Καρδάσης, Β., Από του ιστίου ειςτον ατμόν. Ελληνική εμπορική ναυτιλία 1858-1914 (Αθήνα 1993), σελ. 123-124.

17. Βλ. Φωκάς, Σπ., Οι Έλληνες εις την ποταμοπλοΐαν του Κάτω Δουνάβεως (Θεσσαλονίκη 1975), σελ. 120-121, 142. 

18. Κανονισμός της εν Γαλατσίω Ελληνικής Κοινότητος (χ.τ., χ.χ.), Κανονισμός της εν Γαλαζίω Ελληνικής Κοινότητος (Γαλάτσι 1899) και Ελληνική Κοινότης Γαλαζίου Κανονισμός ψηφισθείς κατά την γενικήν των Μελών συνέλευσιν της 31ης Αυγούστου 1924, και τεθείς εν ισχύϊ ένα μήνα ακριβώς μετά την ψήφισίν του (Αθήνα 1926).

19. Streit, G., Mémoire sur la question des Communautés Helléniques en Roumanie (Athènes 1905), σελ. 26-28· Υπουργείον Εξωτερικών, Διπλωματικά Έγγραφα κατατεθέντα εις την Βουλήν υπό του επί των εξωτερικών υπουργού (Αθήνα 1906), σελ. 38-39, και Σφέτας, Σ., «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνο-ρουμανικών πολιτικών σχέσεων (1866-1913)», Μακεδονικά 33 (2001-2002), σελ. 42-43.

20. Κουρελάρου, Β. π., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2004), σελ. 163. Βλ. επίσης Direcţia Judeţeană Galaţi a Arhivelor Naţionale, φάκ. 43/1865, αρ. πρωτ. 21864, 26 Ιουνίου 1865, f. 4.

21. Κουρελάρου, Β. π., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2004), σελ. 163-164.

22. Lazarovici, Gr. – Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), σελ. 84-85.

23. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα τα σημαντικότερα κέντρα παιδείας των Ηγεμονιών βρίσκονταν είτε σε μοναστήρια είτε σε επισκοπικές έδρες, όπως εκείνες του Rimnic, του Huşi και του Roman, καθώς ήταν άμεσα συνδεδεμένα με εκκλησιαστικούς φορείς. Συνεπώς, καθώς το Γαλάτσι δεν ήταν σημαίνον εκκλησιαστικό κέντρο, είχε μείνει μάλλον έξω από την οργάνωση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

24. Μπελιά, Ε.Δ., «Ο Ελληνισμός της Ρουμανίας κατά το διάστημα 1835-1878 (Συμβολή στην ιστορία του επί τη βάσει των ελληνικών)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 26 (1983), σελ. 30-31, Papacostea-Danielopolu, C., Comunitățile greceşti din România în secolul al XIX-lea (Bucureşti 1996), σελ. 85-89. Βλ. επίσης Μπαμπούνης, Χ.Δ., «Το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο Βενιέρη στο Γαλάτσι της Ρουμανίας (1857-1899)», Θητεία Τιμητικό αφιέρωμα στον Καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή (Αθήνα 2002), σελ. 447-456.

25. Για το κοινοτικό αρρεναγωγείο και το κοινοτικό γυμνάσιο βλ. Κανονισμός της Προκαταρκτικής Σχολής της εν Γαλατσίω Ελληνικής Κοινότητος (Γαλάτσι 1864) και για το γυμνάσιο Ελληνική Κοινότης Γαλαζίου Λογοδοσία των πεπραγμένων μετ’ αναλυτικού πίνακος ισολογισμού χρήσεως 1920-1923 (Κωνστάντζα χ.χ.), σελ. 4-7. Αναφορικά με την αναγνώριση, ως ισότιμου των ελληνικών γυμνασίων, του ιδιωτικού ελληνικού εκπαιδευτηρίου του Διον. Πυλαρινού «Αθηνά» από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας βλ. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 45/1, 1905, Légation royale de Grèce en Roumanie [Α. Τομπάζης], αρ. 764, 30 Ὀκτωβρίου 1904, προς Α. Ρωμάνον, Υπουργόν των Εξωτερικών.

26. Ράδος, Λ., «Τα ελληνικά σχολεία της Ρουμανίας στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα», Δημάδης, Κ.Α. (επιμ.), Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα Γ’ (Αθήνα 2007), σελ. 145-147.

27. Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), σελ. 245-278.

28. Râşcanu, Gh., Istoricul invățământului particular în România din timpurile cele mai vechi până în zilele noastre (Bucureşti 1906), σελ. 192, 224-225. Βλ. επίσης Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), σελ. 280-281.

29. Pacu, M., Cartea judeţului Covurlui (Bucureşti 1891), σελ. 185-187. Το παρθεναγωγείο είχε ιδρυθεί το 1867 και εκτός από ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών, πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο, είχε υπό τον έλεγχό του και ένα ορφανοτροφείο.

30. Καραθανάσης, Α.Ε., «Η φιλανθρωπική ελληνική αδελφότητα του Γαλατσίου (1861)», Βαλκανική Βιβλιογραφία VI (1977), σελ. 143-149. Για τη φιλανθρωπική εταιρεία «Πρόνοια» βλ. τα σχόλια του Δημήτρη Σταματόπουλου, Μεταρρύθμιση και εκκοσμίκευση. Προς μία ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα (Αθήνα 2003), σελ. 215-216. Γενικά για τους συλλόγους βλ. Κοντογέωργης, Δ.Μ., «Οι ελληνικοί σύλλογοι στη Ρουμανία κατά το 19ο αιώνα. Συμβολή στη μελέτη της ανάπτυξης του συλλογικού φαινομένου στον παροικιακό ελληνισμό», Δημάδης, Κ.Α. (επιμ.), Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα Γ’ (Αθήνα 2007), σελ. 91-104.

31. Βλ. Περί υπάρξεως και αθανασίας ψυχής υπό λογικήν έποψιν υπό Γρηγορίου Ιεροδ. Λεσβίου (Γαλάτσι 1875), σελ. Ι-ΙV.

32. Βλ. Κανονισμός του εν Γαλαζίω Ελληνικού Σωματείου «Ερμής» (Γαλάτσι 1897).

33. Σαρρής, Ι., «Γαλάζιον», στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 8 (Αθήνα 1929), σελ. 31. Γαλλικό και οθωμανικό εμπορικό επιμελητήριο είχαν οργανωθεί στο Γαλάτσι ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, πρβ. Foreign Office/Annual Series, No 662, Roumania. Report for the year 1889 on the Trade and Commerce of the Consular District of Galatz (London 1890), σελ. 11.

34. Γενικά για την εκδοτική κίνηση στο Γαλάτσι αυτήν την περίοδο, με την έμφαση βέβαια να δίνεται στις ρουμανικές εκδόσεις, βλ. Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), σελ. 285-294.

35. Στη βιβλιογραφία των Φίλιππου Ηλιού – Πόπης Πολέμη καταγράφονται 55 ελληνικές εκδόσεις στο Γαλάτσι. Βλ. Πολέμη, Π., Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή. Εισαγωγή, συντομογραφίες, ευρετήρια (Αθήνα 2006), σελ. 65.

36. Cicanci, O., Presa de limbă greacă din România în veacul al XIX-lea (Bucureşti 1995), σελ. 158. Για την προσωπικότητα και τη δράση του Δόσιου βλ. Papacostea-Danielopolu, C., Comunitățile greceşti din România în secolul al XIX-lea (Bucureşti 1996), σελ. 115-118.

Συγγραφή : Κοντογεώργης Δημήτριος (1/10/2007)
Για παραπομπή: Κοντογεώργης Δημήτριος, «Γαλάτσι», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL:


Galaţi
Συγγραφή : Kontogeorgis Dimitrios (1/10/2007)
Μετάφραση : Tsokanis Anna
Για παραπομπή: Kontogeorgis Dimitrios, "Galaţi",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL:

1. Human geography

Galaţi is located in Southern Moldavia, 180 km from the Black Sea. It is a port on the junction of two rivers, the Danube and the Siret (Bistriţa), very close to the former’s junction with the river Prut, south of the lake Brateş. It is connected via railway to Bucharest and via motorway to most of the Romanian cities. The Greek name “Galazion” is a corrupt pronunciation, or rather an archaism, of the Romanian name Galaţi.

Its commercial development led to the location of many foreigners, mainly Greeks, Armenians and Jews, who along with Romanians constituted the main ethnic-religious groups in the city as early as the 18th century. The lack of statistics, however, prevents the determination of their number. Considering the circumstances regarding the area, Galaţi was at the beginning of the 19th century and from a demographical point of view an important urban centre of ca. 8,000 inhabitants. Information on the exact number of Greeks residing in the city during the first half of the 19th century is scarce and not always definite. It is incontestable, however, that many Chians, Κephalonians and Ithacans had located in Galaţi, the total population of which had rocketed to 26,050 in 1859 making it the fifth greatest city of the United Principalities (Moldavia-Wallachia). This demographical change was due not only to the indisputable increase in the number of Romanians settling in the city, but also because of the arrival of many foreigners, mainly Greeks, Italians and Jews.1

Τhe second half of the 19th century and until World War I Galaţi demonstrated, despite the fact that Galaţi’s importance as a commercial centre had degraded after 1878, a notable demographic increase and from 1899 onwards Galaţi was the fourth largest city in the country. Specifically, 62,545 people inhabited Galaţi, the majority naturally being Romanians (38,283), even though the presence of foreigners was strong. There were many Jews (ca. 13,520), followed by subjects of Austria-Hungary, quite often Romanians of Transylvania (3,825) and Greek subjects (3,587). Russians, Germans and Ottomans also resided in town.2 To indicate the speed at which the population was increasing, a fact evident in all of the Danubian cities of Romania, it is worth mentioning that 40,022 people were living in town in 1882.3

Galaţi, however, as most of the Moldavian cities, faced a relative demographic deadlock during the Interwar period, since its population rose from 101,148 inhabitants in 1930 to just 102,311 in 1937 and dropped to 90,137 in 1941. The economic reform during the Postwar period led to a population increase and in 1973 the inhabitants amounted to 179,189.4

Greeks living in town originated from many places, but Ionians were the majority. Indeed, according to data from the consulate, in 1885 out of the 1,556 adult male Greek subjects, 686 came from Kephalonia, Ithaca and Paxoi islands, while many of the rest originated from the Cyclades (378).5

2. History

Information about Galaţi dates back to the 15th century, even though it is possible that some kind of settlement had already been built as early as the previous century. It was a small, but significant commercial but mainly fishing centre, considering the restricted capacity of the local economy, strongly supported by the Moldavian princes, especially since the other important commercial cities of the Principality, like Kiliya and Cetatea Albă (Akkerman-Asprokastro, today Bilhorod-Dnistrovs’kyi), had been occupied by the Ottomans. Gradually, from the middle of the 17th century, Galaţi developed in the shipping and ship-building. Ships from many areas of the Ottoman Empire (Egypt, Smyrna) arrived at the port, and so did ships from Western Europe and Italy from 1774, when some of the prohibitions concerning the entrance of foreign, i.e. European, ships to the Danube had been revoked by the Porte. Indeed, during that time many Greeks from the Ionian Islands, who since 1814 were considered British subjects, settled in town participating greatly in the establishment of strong commercial relations between the portal city on one part and the Central and Western European countries on the other.6

Except its financial significance, Galaţi was also one of the centres of the secret society Society of Friends (Filiki Etaireia). Among the many Greeks initiated was the city’s military commandant Vasileios Karavias, who fought off the Turks in February 1821. The Ottoman army repossessed Galaţi in May with heavy losses among the non-belligerent population.7

The city boomed especially from 1829 onwards, since the Treaty of Adrianople (Edirne) determined that the grain trade would be free of restrictions, while a further push was given in 1837, when it was proclaimed a free port. The commerce and shipping business grew, the population increased and many merchants and bankers were drawn to the city. Recognition of its significance in these financial sectors was the 1856 decision for it to serve as a seat to the Danube European Committee.8

Galaţi was also one of the centres of the movement to unify the two Principalities, effectuated in 1859 with the election of the boyar Alexandru Ioan Cuza, who furthermore hailed from the city, as Prince of both Moldavia and Wallachia.9

Despite the fact that during the second half of the 19th century it remained a major commercial and shipping centre, Galaţi developed mainly industrially and the city’s workers played an important part during the first phases of the socialist movement in the country. Postwar Galaţi developed into one of the greatest industrial centres in Romania with leading iron and machine manufacturing industries. Progress was made in education as well (University, Technical University).10

3. Economy

Galaţi was one of the most important financial centres initially of Moldavia and after the unification of the two principalities (1859) in all of Romania. It was a primary export port for Moldavia, while later on played a prominent part in the country’s import trade. Since the last decades of the 19th century, and especially during the Interwar period, it became a significant industrial centre. 

3.1. Agriculture

In Galaţi’s mainland grew some the most productive wheat-crops in Moldavia, although the city’s reputation mainly came from its vineyards. It should also be mentioned that timber from the principality’s hills, as well as from the neighbouring Dobrudja, was exported through the port. Animal husbandry was insignificant.11

3.2. Manufacturing - Industry

A few food-processing industries and some small ship-yard workshops had been founded in Galaţi during the fourth and fifth decade of the 19th century, but the industrial sector really boomed from the second half of the 19th century onwards, especially after the measures implemented by the Romanian government to bolster up industrial activity (1886-1887). 

The sector that developed most involved the comestibles market (i.e. flour industries, distilleries), even though sectors of heavy industry were also present, such as iron manufacturing, ship-building and mainly timber process and paper companies, rather small however up until 1914. Greek emigrants like Lambrinidis, Ioannis Millas and P. Zafeiratos, were prominent in the flour industry and the confectionary market, while Jews were dominating the other industrial sections.12

During the Postwar period, industrial development increased, the emphasis shifting towards heavy industry with 13 machine manufacturing and metallurgic sites, as well as 18 textile industries, a sector barely developed prior to 1914.13

3.3. Commerce - Shipping

After 1837, when the port was proclaimed a free one (porto franco), Galaţi demonstrated incredible financial growth, one that earned it the name “Danubian Odessa”, as was the ambition of the Moldavian Prince Mihail Sturdza. It was connected to the greatest Mediterranean ports, such as Livorno, Trieste, Marseille, Genoa, but also English ones, where it exported mainly wheat, necessary for the rapidly growing economy of Western Europe, as well as good quality timber. At the same time, although on a lesser scale, it operated as an import centre.14

The role of Greek mercantile houses, especially the ones founded by Chians like P. Argentis, Rodokanakis and the Kephalonian Panas, was cardinal regarding the increase in trade, even though the contribution of Genoan merchants, like F. Pedemonte, who rivalled quite successfully the Greek merchant houses, should not be underrated.15

Commercial development essentially decelerated after 1880, due to a number of factors. Firstly, smaller merchants and ship-owners were afflicted by the abolition of the “porto franco” status and consequently reacted strongly. The most important reasons, however, were the annexation to Russia of three Bessarabian regions, which until then constituted the most fertile Moldavian mainland, as well as the improved connection, both with railway and river-boats, of Brăila with the wheat-producing areas of Romania. One more factor was the great development of the competitive ports of Constanţa and Sulina. Galaţi, however, remained one of the main importing ports in the country until 1914, as well as an exporting one, as far as timber was concerned.16

The general deadlock afflicted the Greeks as well, who saw themselves supplanted by Jewish commercial houses as in Odessa at the same time. Regarding shipping, however, especially the one concerning river faring, they held their potent status. The leading Greek ship-owners considered to be the Athanasoulis Bros, the Antypas Bros, as well as G. Koutavas. The rather small average of their river-boats’ tonnage indicate that they were largely owners of “shleps”, appropriate for the river Prut, where vessels had to be smaller because of the shallow waters.17

4. Society – Institutions – Administration

4.1. Administration

Galaţi was the capital of the Covurlui prefecture and also served as seat not only to political authorities, but also to the Bishop of lower Danube (Dunărea de Jos). 

Its Greek community was one of the most significant ones in Romania. It was founded in 1864 in order to assist the construction of the Greek-Orthodox church and the most esteemed Greeks of the town, mostly Chians, participated in its first committee. Indicatively, the grand merchants Andreas Panas, Konstantinos Sakoumanos, Ioannis Sekiaris, Odysseas Negrepontis, as well as the Chian doctor I. Vouros, had served as members of the communal committee. 

In 1864 the community’s first statute was composed and printed, stating that a seven-strong committee would have the responsibility of the communal affairs, meaning the construction of the church and the foundation of “preliminary” schools, counseled by a twelve-strong council. In 1899, the community proceeded to a slight revisal of the 1864 statute and it was determined that from then on three three-strong committees would be elected to tend to different duties, one for the church, the other for the educational “institutions” and the third in order to manage the communal revenue. The communal council would continue to monitor the committees’ activities. Lastly, during the Interwar period, the Greeks of Galaţi composed a third statute, revising a few points of the second one.18

The Greek community was officially recognized by the Romanian authorities with the protocol attached to the Greek-Romanian commercial agreement of December 19th, 1900 and, despite the problems Greeks in town met during the cease of diplomatic relations between the two countries, they remained there until the first Postwar years, when the community was essentially dissolved under the pressure of the communist regime.19 Greeks, however, continued to serve as churchwardens in the Greek church until the 1960’s. The church re-operated after 1989.

4.2. Religion

In 1865 Andreas Panas, Dimitrios I. Rodokanakis and Sp. G. Topalis requested from the Prince Alexandru Ion Cuza the permission to build a Greek church. Their request was granted by the Prince on June 26th, 1865.20 The foundation stone was laid on August 6th, 1866 by Melchisedek, Bishop of lower Danube, and the construction of the church, dedicated to the Transfiguration of Christ the Savior, was completed and inaugurated in September 1872 (17/09/1872).21

The church, spacious but not as grandiose as the one in Brăila, was the centre of the Greek community, since around it were the communal buildings and the school. During the Postwar period and because of the gradual decay of the Greek community, the church was ceded to the Romanian diocese, while after 1989 it was proclaimed to be a mixed “Greco-Romanian” church. 

In Galaţi, except the many Orthodox Romanian churches, a Bulgarian one and several Jewish synagogues, a Protestant church, a Roman Catholic one, a Calvinist one and a mosque had also been built as early as the middle of the 19th century.22

5. Education

Education had not been systematically organised in town during the 17th and 18th centuries; a possible reason is that Galaţi was not a bishopric seat.23 There are, however, records of Greek schools during the late 18th and early 19th century, such as the one directed by Dimitrios Ithakisios. 

Greek letters flourished essentially from the middle of the 19th century onwards, during the time the Greek community dominated the city both socially and financially. Galaţi then became the most significant educational centre for the Greek diaspora in Romania. Important educational institutions were founded in town, some of them of the secondary level. The most notable ones, where alongside the Greek and Romanian language the students were also taught foreign languages as well as commercial studies, were the Venieris “Institute” and the Ch. Mitropoulos “Greek Lyceum” founded in 1857 and 1859 respectively. Indeed in Venieris’ school, which remained open until the beginning of the 20th century, esteemed scholars served as educators, such as Christos Androutsos, later Professor of Theology in the University of Athens, Nikolaos Dosios and Dimosthenis Rousos, Professor of Byzantine Studies in the University of Bucharest. In Galaţi, moreover, as early as the sixth decade of the 19th century a few all-girls elementary schools were also established.24

Alongside these private establishments, communal all-boys and all-girls elementary schools existed as well, founded since 1864 and continuing to operate until the first Postwar years. During the Postwar period, the community also took over the private gymnasium of Dionysios Pylarinos, recognized by the Greek government since 1904.25

Let it be noted here that in contrast to the Brăila community, where due to inter-communal dispute or interference from the Romanian authorities the schools closed from time to time, in Galaţi they continued to operate smoothly, while they even remained open between 1906-1909, when almost the total of all Greek schools in Romania, either communal or private ones, were closed down by governmental mandate.26

Romanian education was also blooming in town, especially after the unification of the two Principalities. New buildings were constructed for the numerous all-boys and all-girls primary schools, while an adults’ school, a Nautical Academy, a Commercial School, a theological Seminary, as well as a Pedagogic Academy, were also founded, the gymnasiums notwithstanding.27

Naturally, the other ethnic and religious minorities, such as Jews, Roman Catholics or Protestants, had also founded schools. In fact, during the period 1891-1892, the Jews kept about 25 schools, mainly elementary ones, while in 1905-1906, alongside 6 schools of the “traditional” type, 2 modern “Judeo-Romanian” all-boys and 1 all-girls school also existed.28 Lastly, renowned was the Roman Catholic all-girls school of “Nôtre Dame”, one of the best organised private schools in Romania, which had been accused, however, of “de-Romanazing” the country’s youth.29

6. Associations

During the 1860s there were a few Greek associations in Galaţi which, although typically of philanthropic character, essentially served national-political purposes. The most important was the “Philanthropic Greek Association of Galaţi”, founded in 1861 in order to co-ordinate the political action of Greeks living in the city in collaboration with the Greek sub-consul, while next year the Philanthropic Association “Pronoia” was founded, also carrying a political, anti-Othonian agenda.30

From the beginning of the next century, the educational fellowship “Greek Philomousos Association” was founded, but its limited activity led to a rather quick dissolution. It appears that the unfaltering interest the communal committee demonstrated towards both boys’ and girls’ education and towards the indigent members of the Greek community, as well as the establishment of many well-organised Greek private schools, rendered any action on behalf of Greek associations towards those directions redundant.31 In 1896, however, another association named “Hermes” was founded, mainly as a club and reading-study for the members of the Greek community. This specific society was officially recognized by the Romanian authorities.32

Lastly, during the Interwar period there was a “Greco-Romanian Commercial Chamber” operating from Galaţi aiming to strengthen the commercial relations between the two countries, while an athletic club had also been founded (“Panellinion”).33

7. Publishing

During the 18th century, no printing houses existed in town; from 1830 onwards, however, the city became a notable printing centre, considering the minimum publishing activity in Moldavia. After the Principalities’ unification, publications flourished, especially the periodical ones. Political, commercial and shipping newspapers circulated, as well as journals, while more than four printing houses were in operation (i.e. Nebunelli’s and Antoniady’s). Jewish publications in Romanian and Yiddish were also significant.34

From 1859, the number of Greek books published in Galaţi increased, although no comparison can be made to contemporary activities in Bucharest or Brăila. The publications regarded mainly school and community regulations, translations from ancient Greek and other educational books, as well as several speeches.35

It should be mentioned, moreover, that a few Greek newspapers were published in Galaţi, such as Syllogoi (Associations) during the period 1873-1877 and the notable journal Istros, the director of which was the esteemed scholar Nikolaos Dosios.36

1. Iacob, Gh., “Populaţia. Transformări sociale”, in Platon, Gh. (ed.), Istoria Românilor 7:2 (Bucureşti 2003), p. 57.

2. See. Colescu, L., Recensământul general al Populațiunei României. Rezulatate definitive (Bucureşti 1905), p. 89. Among the Ottoman subjects, the majority were Orthodox Christians, Greeks, Albanians and Bulgarians from Macedonia and Epirus. It is noteworthy that at the same time Dionysios Metaxas-Laskaratos amounts the Greeks of Galaţi up to 5,000; see Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και Ρωμουνίας (Βραΐλα 1900), p. 124.

3. Tezaur documentar gălăţean (Bucureşti 1988), pp. 223-224. The Greeks in this census, executed by the Municipality, were 4,403, including not only Greek subjects, but also residents of Greek origin. For the increase of population in Danubian cities in general, see Iacob, Gh., “Populaţia. Transformări sociale”, in Platon, Gh. (ed.), Istoria Românilor 7:2 (Bucureşti 2003), p. 57.

4. Lazarovici, Gr.,-Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), pp. 86, 102, and Cucu, V., România. Cartea de vizită a oraşelor (Bucureşti 1973), pp. 39-40.

5. Petrescu, Şt.I., Diaspora greacă şi societatea românească în secolul al XIX-lea (Master Universitatea Bucureşti Facultatea de istorie 2005), appendix 10.

6. See in general, Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), pp. 23-25, and in detail, Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 Ι (Galaţi 1994), passim. For more details on the “Ionian” merchants of Galaţi, see Cernovodeanu, P., “L᾿activité des maisons de commerce et des négociants ioniennes du Bas-Danube durant l᾿intervalle 1829-1853”, in Actes du II-e Colloque International d’Histoire I (Αθήνα 1985), pp. 91-105.

7. Σαρρής, Ι., «Γαλάζιον», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 8 (Αθήνα 1929), p. 31. See in detail, Βρανούσης, Λ.Ι. – Καμαριανός, Ν. (ed.), Η Εταιρεία των Φιλικών και τα πρώτα συμβάντα του 1821: ανέκδοτα απομνημονεύματα, προκηρύξεις, γράμματα κ.ά. κείμενα (Αθήνα 1964), pp. 53-60.

8. Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), pp. 28-115. For the terms of the Treaty of Adrianople, see in detail Jelavich, B., Russia and the Formation of the Romanian National State, 1821-1878 (Cambridge 1984), pp. 29-31.

9. For the relationship of Cuza with Galaţi, where he had also served as a judge, see Giurescu, C.C., Viaţa şi opera lui Cuza Vodă (Bucureşti 1966), pp. 60-69.

10. Lazarovici, Gr.,-Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), pp. 116-125.

11. See the report of the Greek consul in Galaţi E. Antypas in Συνέχεια του υπ’ αριθ. 89 Παραρτήματος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του έτους 1890. Ετήσιοι εκθέσεις περί εμπορίου ναυτιλίας κ.τ.λ. των προξενικών αρχών της Α.Μ. κατά το έτος 1889 (Αθήνα 1890), pp. ρογ'-ροδ'.

12. Păltănea, P., Istoricul oraşului Galati de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), pp. 157-165, and Συνέχεια του υπ’ αριθ. 89 Παραρτήματος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του έτους 1890 Ετήσιοι εκθέσεις περί εμπορίου ναυτιλίας κ.τ.λ. των προξενικών αρχών της Α.Μ. κατά το έτος 1889 (Αθήνα 1890), pp. ροδ'-ροζ'. Detailed description of the most important industries in Galaţi is included in the volume Anchete Industriale. Descrierea amănunţită a tuturor stabilimentelor industriale din oraşul Galaţi (Galaţi 1901). List of the city’s industries in 1900, 37 in total, in Ancheta Industrială din 1901-1902, Industria Mare (Bucureşti 1902), pp. 33-34.

13. Lazarovici, Gr.,-Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), pp. 102-103.

14. Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), pp. 36-70.

15. Buşe, C., Comerțul exterior prin Galați sub regimul de porto-franco (1837-1883) (Bucureşti 1976), pp. 71-75. For the structure and operation of Chian mercantile houses in the most important ports of the Mediterranean and the Black Sea, see Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), pp. 129-161.

16. See Καρδάσης, Β., Από του ιστίου εις τον ατμόν. Ελληνική εμπορική ναυτιλία 1858-1914 (Αθήνα 1993), pp. 123-124.

17. See Φωκάς, Σπ., Οι Έλληνες εις την ποταμοπλοΐαν του Κάτω Δουνάβεως (Θεσσαλονίκη 1975), pp. 120-121, 142.

18. Κανονισμός της εν Γαλατσίω Ελληνικής Κοινότητος (s.l., s.d.), Κανονισμός της εν Γαλαζίω Ελληνικής Κοινότητος (Γαλάτσι 1899) και Ελληνική Κοινότης Γαλαζίου Κανονισμός ψηφισθείς κατά την γενικήν των Μελών συνέλευσιν της 31ης Αυγούστου 1924, και τεθείς εν ισχύϊ ένα μήνα ακριβώς μετά την ψήφισίν του (Αθήνα 1926).

19. Streit, G., Mémoire sur la question des Communautés Helléniques en Roumanie (Athènes 1905), pp. 26-28; Ministry of Foreign Affairs, Διπλωματικά Έγγραφα κατατεθέντα εις την Βουλήν υπό του επί των εξωτερικών υπουργού (Αθήνα 1906), pp. 38‑39, and Σφέτας, Σ., «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνο‑ρουμανικών πολιτικών σχέσεων (1866‑1913)», Μακεδονικά 33 (2001‑2002), pp. 42‑43.

20. Κουρελάρου, Β. π., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (unpublished PhD dissertation, Aristotle University of Thessaloniki, Θεσσαλονίκη 2004), p. 163. Also see Direcţia Judeţeană Galaţi a Arhivelor Naţionale, fol. 43/1865, No. 21864, 26 June 1865, f. 4.

21. Κουρελάρου, Β. π., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (unpublished PhD dissertation, Aristotle University of Thessaloniki, Θεσσαλονίκη 2004), pp. 163-164.

22. Lazarovici, Gr.,-Stanciu, Şt., Galati History and Present Times (Galaţi 2003), pp. 84-85.

23. During the 17th and 18th centuries, the most important educational centres of the Principalities were either monasteries or bishopric seats, as the ones of Rimnic, Huşi and Roman, as they were connected directly to ecclesiastical bodies. Consequently, since Galaţi was not a significant ecclesiastical centre, it was probably excluded from the organisation of educational establishments.

24. Μπελιά, Ε.Δ., «Ο Ελληνισμός της Ρουμανίας κατά το διάστημα 1835-1878 (Συμβολή στην ιστορία του επί τη βάσει των ελληνικών)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 26 (1983), pp. 30-31, Papacostea-Danielopolu, C., Comunităț ile greceşti din România în secolul al XIX-lea (Bucureşti 1996), pp. 85-89. Also see Μπαμπούνης, Χ.Δ., «Το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο Βενιέρη στο Γαλάτσι της Ρουμανίας (1857-1899)», Θητεία Τιμητικό αφιέρωμα στον Καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή (Αθήνα 2002), pp. 447-456.

25. For the communal all-boys elementary school and the communal gymansiun (secondary school) see Κανονισμός της Προκαταρκτικής Σχολής της εν Γαλατσίω Ελληνικής Κοινότητος (Γαλάτσι 1864) and for the gymnasium see Ελληνική Κοινότης Γαλαζίου Λογοδοσία των πεπραγμένων μετ’ αναλυτικού πίνακος ισολογισμού χρήσεως 1920-1923 (Κωνστάντζα s.d.), pp. 4-7. Regarding the recognition of Dionysiοs Pylarinos’ private educational establishment “Athena” as equivalent to the Greek gymnasiums from the Greek Minisrty of Education, see Ministry of Foreign Affairs’ Diplomatic and Historical Archives, fol. 45/1, 1905, Légation royale de Grèce en Roumanie [Α. Τομπάζης], No. 764, 30 October 1904, προς Α. Ρωμάνον, Υπουργόν των Εξωτερικών.

26. Ράδος, Λ., «Τα ελληνικά σχολεία της Ρουμανίας στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα», Δημάδης, Κ.Α. (ed.), Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα Γ’ (Αθήνα 2007), pp. 145-147.

27. Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), pp. 245-278.

28. Râşcanu, Gh., Istoricul invățământului particular în România din timpurile cele mai vechi până în zilele noastre (Bucureşti 1906), pp. 192, 224-225. Alao see Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), pp. 280-281.

29. Pacu, M., Cartea judeţului Covurlui (Bucureşti 1891), pp. 185-187. The all-girls school had been founded in 1867, and besides offering a full programme for both elementary and secondary studies, it also managed an orphanage.

30. Καραθανάσης, Α.Ε., «Η φιλανθρωπική ελληνική αδελφότητα του Γαλατσίου (1861)», Βαλκανική Βιβλιογραφία VI (1977), pp. 143-149. For the Philanthropic Association "Pronoia" see the comments in Δημήτρης Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και εκκοσμίκευση. Προς μία ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα (Αθήνα 2003), pp. 215-216. For associations in general, see Κοντογέωργης, Δ.Μ., «Οι ελληνικοί σύλλογοι στη Ρουμανία κατά το 19ο αιώνα. Συμβολή στη μελέτη της ανάπτυξης του συλλογικού φαινομένου στον παροικιακό ελληνισμό», in Δημάδης, Κ.Α. (ed.), Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα Γ’ (Αθήνα 2007), pp. 91-104.

31. See Περί υπάρξεως και αθανασίας ψυχής υπό λογικήν έποψιν υπό Γρηγορίου Ιεροδ. Λεσβίου (Γαλάτσι 1875), pp. Ι-ΙV.

32. See Κανονισμός του εν Γαλαζίω Ελληνικού Σωματείου «Ερμής» (Γαλάτσι 1897).

33. Σαρρής, Ι., «Γαλάζιον», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 8 (Αθήνα 1929), p. 31. A French and an Ottoman commercial chamber had been established in Galaţi as early as the last decade of the 19th century, compare to Foreign Office/Annual Series, No 662, Roumania. Report for the year 1889 on the Trade and Commerce of the Consular District of Galatz (London 1890), p. 11.

34. For the publication activity in Galaţi during this period, with an emphasis on Romanian publications, see Păltănea, P., Istoricul oraşului Galaţi de la origine până la 1918 II (Galaţi 1995), pp. 285-294.

35. In the bibliography of Philippos Iliou-Popi Polemi, 55 Greek publications are recorded in Galaţi. See Πολέμη, Π., Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτική αναγραφή. Εισαγωγή, συντομογραφίες, ευρετήρια (Αθήνα 2006), p. 65.

36. Cicanci, O., Presa de limbă greacă din România în veacul al XIX-lea (Bucureşti 1995), p. 158. For Dosios see Papacostea-Danielopolu, C., Comunităț ile greceşti din România în secolul al XIX-lea (Bucureşti 1996), pp. 115-118.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου