Παρθενώνας

Ο ναός που οι Αθηναίοι αφιέρωσαν στην προστάτιδα της πόλης τους, Αθηνά Παρθένο, είναι το λαμπρότερο δημιούργημα της αθηναϊκής δημοκρατίας στην περίοδο της μεγάλης ακμής της και το αρτιότερο ως προς τη σύνθεση και την εκτέλεση από τα οικοδομήματα του Ιερού Βράχου. Κτίσθηκε κατά τα έτη 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη με πρωτοβουλία του Περικλή, και πάνω στη θέση παλαιότερων ναών αφιερωμένων στην Αθηνά. Ο Περίκλειος Παρθενών (Παρθενών ΙΙΙ) διαδέχθηκε έναν προηγούμενο ναό, το μαρμάρινο Προπαρθενώνα (Παρθενών ΙΙ), που άρχισε να κτίζεται μετά τη νίκη στο Μαραθώνα, περίπου το 490 π.Χ., αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Αυτός με τη σειρά του είχε οικοδομηθεί στη θέση παλαιοτέρου ναού, του πρωταρχικού Παρθενώνα (Παρθενών Ι), που κτίσθηκε γύρω στο 570 π.Χ. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το μαρμάρινο Παρθενώνα των χρόνων του Περικλή, σχεδιασμένο από τον Ικτίνο με συνεργάτη τον Καλλικράτη. Την ευθύνη του γλυπτού διακόσμου και του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς, που βρισκόταν στο εσωτερικό του, καθώς και όλου του οικοδομικού προγράμματος του ναού, είχε ο διάσημος γλύπτης Φειδίας.

Iknow...

...κλείσε την ελληνική τηλεόραση...σταμάτα να μπαίνεις στο Facebook για να κρυφοκοιτάς τις ζωές των άλλων...ζήσε την στιγμή ... δέν χρειάζεται να την τραβήξεις σε βίντεο, να την ανεβάσεις στο internet για να επιβεβαιώθείς από τους δικτυακούς φίλους σου ότι πράγματι ζείς...σταμάτα επιτέλους να αναπαράγεις τις δήθεν ειδήσεις και μπουρδολογίες που ξεκινούν από το πληκτρολόγιο του κάθε μαλάκα και στρατευμένου στο ιντερνετ...μήν δέχεσαι την άποψη του κάθε τυχάρπαστου περαστικού και ότι γράφει στο twitter σαν είδηση...μην δέχεσαι να στο επιβάλει ο ο 30φυλλόπουλος ή ο κάθε Ευαγγελάτος αυτό... βγές από αυτό το blog τώρα...επιλεκτική αναπαραγωγή άρθρων κάνει... και επιτέλους ξεκίνα να διαβάζεις και κανένα βιβλίο...κατά προτίμηση όχι άρλεκιν ή μυθιστόρημα που βασίστηκε η τελευταία ταινία του κατα τα άλλα συμπαθή Batman...Μιά οθόνη μας κλείνει τον ορίζοντα, παίρνει δωρεάν τον χρόνο μας και τον πουλάει σε διαφημιστές...χωρίς να μας δίνει ποσοστό...Η ζωή μας έχει ναυαγήσει σε Ξενόφερτα προσωπεία... και εμείς σαν Έλληνες ζούμε τον 'ομαδικό μας ναρκισσισμό'...περιμένοντας με αγωνία και διάχυτο μαζοχισμό τα βραδυνά δελτία ειδήσεων για να δούμε τί σκέφτονται οι ξένοι για εμάς και με ποιό νέο τρόπο θα μας προσβάλλουν για άλλη μια φορά οι 'κουτόφραγκοι'...

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831(Ιουλιανό)στο Νάυπλιο από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη. (Έργο του Χαράλαμπου Παχή β ήμιση 19ου αιώνα)

Κνωσός

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή. Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

Μέγας Αλέξανδρος κατά Δαρείου στη μάχη της Ισσού 333 π.χ.

Η Μάχη της Ισσού, ψηφιδωτό, ρωμαϊκό αντίγραφο Ελληνικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ(Μουσείο Νάπολης).

16/5/10

Μονοθελητισμός


Ο Μονοθελητισμός ήταν χριστιανικό δόγμα, το οποίο αναπτύχθηκε τον 7ο αιώνα και πρέσβευε ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις αλλά μία θέληση.

Ιστορία

Ο Μονοθελητισμός εμφανίστηκε ως συνέχεια του Μονοφυσιτισμού, όταν ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος εξέδωσε το διάταγμα γνωστό ως "Έκθεσις" το 638 προκειμένου να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ μονοφυσιτών υπηκόων στις περιοχές της Αιγύπτου, Παλαιστίνης και Συρίας και της υπόλοιπης ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς κατανοούσε ότι η δογματική και εθνολογική διαφορά, η μεγάλη απόσταση από την Κωνσταντινούπολη και οι συνεχείς επιθέσεις από Πέρσες και Άραβες αποξένωναν τους πληθυσμούς αυτούς από την αυτοκρατορία και καθιστούσαν εύκολη την απώλεια των εν λόγω περιοχών, όπως και τελικά έγινε κατά την αραβική κατάκτηση. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, οι μονοφυσίτες θα δέχονταν ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις μετά την ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, και οι Ορθόδοξοι θα δέχονταν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση και ενέργεια, μετά την ένωση των δύο φύσεων.
Παρά την προσπάθειά του να επιβάλει το νέο δόγμα, ο Μονοθελητισμός δεν επικράτησε, αλλά πολεμήθηκε από τον Πάπα Μαρτίνο Α΄, τον Μάξιμο τον Ομολογητή και άλλους, και αφού πρώτα απαγορεύτηκε μέσω του διατάγματος του " Τύπου" που εξέδωσε ο Κώνστας Β' το 648 η συζήτηση περί μιας ή δύο θελήσεων ή ενεργειών του Χριστού, τελικά καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία απεφάνθη ότι αφού στην υπόσταση του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη, υπάρχουν και δύο φυσικές θελήσεις και δύο φυσικές ενέργειες, η θεία και η ανθρωπίνη, που ενεργούσαν «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως», χωρίς να επικρατεί αντιπαλότητα μεταξύ τους.Πρότυπο:Ι.Ε. Καραγιαννόπουλου, η Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος β
wikipedia Ελληνικά



Monothelitism or Monotheletism (from Greek μονοθελητισμός "doctrine of one will") is a particular teaching about how the divine and human relate in the person of Jesus, known as a Christological doctrine, that formally emerged in Armenia and Syria in 629.[1]Specifically, monothelitism teaches that Jesus Christ had two natures but only one will. This is contrary to the more contemporarily accepted Christology that Jesus Christ has two wills (human and divine) corresponding to his two natures (dyothelitism). Monothelitism is a development of the miaphysite or monophysite position in the Christological debates. It enjoyed considerable popularity in the early Middle Ages, even garnering patriarchal and papal support in the 7th century, before being rejected and denounced asheretical.

Μαρδαΐτες στη Μ. Ασία (Βυζάντιο)

1. Ιστορικό πλαίσιο

Οι Μαρδαΐτες εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο τον 7ο αιώνα και οι απόψεις για την καταγωγή τους διίστανται.1 Κατά την επικρατέστερη άποψη, ταυτίζονται με τους Djarādjima, που κατοικούσαν στο όρος Αμανός ή Μαύρον Όρος (αραβ. Lukkām) της Συρίας και στις ελώδεις περιοχές βόρεια της Αντιόχειας. Το όνομά τους (πληθ. του Djurdjumānī) προερχόταν είτε από την ονομασία της επαρχίας Gurgum, στην περιοχή της Γερμανικείας, είτε από μία μικρή πόλη ανάμεσα στο Αλέπιον (Χαλέπι) και την Αλεξανδρέττα, την Djurdjūma, προπύργιο των Djarādjima, την οποία κατέστρεψαν οι Άραβες το έτος 708, όταν κατέπνιξαν την εξέγερση που είχαν υποκινήσει και ενισχύσει οι Βυζαντινοί.

Οι Djarādjima ήταν χριστιανοί και υπάγονταν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, αλλά πιθανότατα ακολουθούσαν το δόγμα του μονοφυσιτισμού ή του μονοθελητισμού.2 Σύμφωνα με αραβικές πηγές, μετά την κατάκτηση της περιοχής της Αντιόχειας από τους μουσουλμάνους το 638, οι Άραβες υπέταξαν τους Djarādjima, στους οποίους ανέθεσαν τη φύλαξη των ορεινών περασμάτων του Αμανού, απαλλάσσοντάς τους από την καταβολή φόρων.

Στα μέσα της δεκαετίας του 660, καθώς οι Άραβες υποψιάζονταν τους χριστιανούς Djarādjima για συνεργασία με τους Βυζαντινούς, εγκατέστησαν εποίκους στην περιοχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των Djarādjima. Στις στρατιωτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν νικητής αναδείχθηκε ο χαλίφης Μωαβίας ιμπν Άμπι Σουφυάν (Muwa‘iyah ibn Abi Sufyan), πρώην διοικητής της Συρίας. Σε απάντηση, οι Djarādjima ξεκίνησαν επιδρομές εναντίον των αστικών κέντρων της Συρίας και της Παλαιστίνης, έχοντας επικεφαλής Βυζαντινούς αξιωματικούς. Πιθανότατα την περίοδο εκείνη έλαβαν από τους τοπικούς πληθυσμούς το όνομα «Μαρδαΐτες», με το οποίο έμειναν γνωστοί στις ελληνόγλωσσες πηγές. Το όνομα προέρχεται πιθανότατα από τη σημιτική λέξη “maridaye” και σημαίνει «αντάρτης» ή «ληστής».3 Η σύγκρουσή τους με τους μουσουλμάνους κορυφώθηκε τα επόμενα χρόνια, όταν οι Βυζαντινοί αποφάσισαν να τους χρησιμοποιήσουν για να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στους Άραβες.

2. Η δράση των Μαρδαϊτών στη Μέση Ανατολή

Το 671 οι Άραβες κατέλαβαν την Κύζικο και τα επόμενα έτη, ξεκινώντας από το 673, επιδόθηκαν σε ναυτικό αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης. Χάρη στον ισχυρό του στόλο και το υγρόν πυρ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄ (668-685) κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις του αραβικού ναυτικού. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες των Αράβων, οι Βυζαντινοί οργάνωσαν αντιπερισπασμό στη Μέση Ανατολή. Οι Μαρδαΐτες, καθοδηγούμενοι από Βυζαντινούς αξιωματικούς, κατέλαβαν (πιθανόν το 677) τα βουνά από την οροσειρά του Αμανού έως τις παρυφές των Ιεροσολύμων και από εκεί διενεργούσαν επιδρομές στη Συρία και το Λίβανο, ενώ στις γραμμές τους κατέφευγαν δούλοι και εντόπιοι χριστιανοί. Μην μπορώντας να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, ο Μωαβίας το 678 απέστειλε πρεσβεία ειρήνης στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ειρήνης, οι Βυζαντινοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να αναστείλουν τις επιθέσεις των Μαρδαϊτών στη Συρία και το Λίβανο.

Η εξέγερση των Μαρδαϊτών δεν έλαβε τέλος παρά δέκα έτη αργότερα. Ο Ιουστινιανός Β´ (685-695, 705-711), αν και είχε ανανεώσει τη συνθήκη ειρήνης με τους Άραβες το 685, θέλησε να εκμεταλλευτεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε εξαιτίας στασιαστικών κινημάτων ο χαλίφης Αμπντ αλ-Μαλίκ (Abd al-Malik). Για το λόγο αυτόν, το 688 ώθησε τους Μαρδαΐτες να επαναλάβουν τις επιδρομές τους, ενισχύοντάς τους με δυνάμεις ιππικού. Ο Αμπντ αλ-Μαλίκ αναγκάστηκε να υπογράψει νέα συνθήκη ειρήνης με επαχθείς για το χαλιφάτο όρους, αλλά και με την υποχρέωση εκ μέρους των Βυζαντινών να αποσύρουν τους Μαρδαΐτες από τον Αμανό. Ο Ιουστινιανός αποδέχτηκε τον όρο αυτόν, πράξη για την οποία κατακρίθηκε από μεταγενέστερους ιστορικούς.4 Όσοι Μαρδαΐτες παρέμειναν στη Συρία ηττήθηκαν από τους Άραβες, οι οποίοι εξόντωσαν τα βυζαντινά στρατεύματα που είχαν σταλεί για να τους ενισχύσουν. Οι Μαρδαΐτες της Συρίας πολέμησαν στο πλευρό των Αράβων στο Ιράκ και στις επιδρομές τους εναντίον βυζαντινών εδαφών τον 8ο αιώνα, ενώ η παρουσία τους στον Αμανό μαρτυρείται έως το 10ο αιώνα.

3. Η εγκατάσταση των Μαρδαϊτών στα βυζαντινά εδάφη

Οι πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των Μαρδαϊτών που κατέφυγαν στα βυζαντινά εδάφη σε 12.000· δε διευκρινίζεται αν σε αυτόν περιλαμβάνεται το σύνολο των προσφύγων ή μόνο οι άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας. Οι Μαρδαΐτες εγκαταστάθηκαν στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, συγκεκριμένα στις περιοχές της Παμφυλίας, της Λυκίας και της Κιλικίας.

Στις αρχές του 8ου αιώνα οι βυζαντινές επαρχίες στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Μαρδαΐτες οργανώθηκαν στρατιωτικά στο θέμα Κιβυρραιωτών, στο οποίο είχε ενταχθεί το σύνολο των επαρχιακών ναυτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο της οργάνωσης αυτής, οι Μαρδαΐτες ενσωματώθηκαν στις ναυτικές δυνάμεις του θέματος ως αυτόνομος σχηματισμός με έδρα την πρωτεύουσα Αττάλεια, ενώ ζούσαν και σε άλλες περιοχές.5 Διοικούνταν από Βυζαντινό αξιωματούχο που έφερε το βαθμό του κατεπάνω, διοριζόταν απευθείας από τον αυτοκράτορα και ήταν ανεξάρτητος από το στρατηγό του θέματος. Δε γνωρίζουμε το χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα οι μεταρρυθμίσεις αυτές, αλλά πιθανότατα είναι σχεδόν σύγχρονες με την ίδρυση του θέματος. Οι Μαρδαΐτες της Αττάλειας απέκτησαν μεγάλη φήμη για τις ναυτικές τους ικανότητες, ιδίως στη χρήση ταχέων αναγνωριστικών σκαφών, αλλά και για το μίσος τους προς τους Άραβες της Συρίας.

Αργότερα (τον 9ο αιώνα), ένα μέρος των Μαρδαϊτών μεταφέρθηκε στα θέματα Πελοποννήσου, Νικοπόλεως (περιλάμβανε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας) και Κεφαλληνίας· στις περιοχές αυτές συνέχισαν να υπηρετούν ως ναυτικά πληρώματα.6 Στα τέλη του 9ου αιώνα οι Μαρδαΐτες της Πελοποννήσου έλαβαν μέρος στις εκστρατείες στη Σικελία, ενώ το 911 και το 949 μεγάλος αριθμός Μαρδαϊτών των τριών θεμάτων (πάνω από 5.000 στην πρώτη περίπτωση, 3.000 στη δεύτερη) συμμετείχαν στις εκστρατείες εναντίον των Αράβων της Κρήτης.

Οι Μαρδαΐτες της Αττάλειας συνέχισαν να υπηρετούν ως επίλεκτα πληρώματα του στόλου των Κιβυρραιωτών έως το δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα, αλλά η αποδυνάμωση των θεματικού στόλου των Κιβυρραιωτών τον 11ο αιώνα πρέπει να επηρέασε και αυτούς. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη μετέπειτα ιστορία τους και το πιθανότερο είναι ότι σταδιακά αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό.

4. Αποτελέσματα της παρουσίας των Μαρδαϊτών στη Μικρά Ασία

Οι Μαρδαΐτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη στρατηγική των Βυζαντινών εναντίον των Αράβων τον 7ο αιώνα, και κυρίως κατά τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης· τότε οι επιδρομές τους στο Λίβανο, σε συνδυασμό με τη ναυτική ήττα των πολιορκητών, ουσιαστικά ανάγκασαν τους Άραβες να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης. Η επανάληψη των όρων για απόσυρση των Μαρδαϊτών στις επόμενες συνθήκες και η επιμονή των Αράβων το 688 να εγκαταλείψουν οι Μαρδαΐτες το Μαύρον Όρος δείχνουν το μέγεθος της απειλής που αντιμετώπιζαν οι κεντρικές περιοχές του χαλιφάτου από τους συμμάχους των Βυζαντινών.

Η εγκατάσταση των Μαρδαϊτών στα βυζαντινά εδάφη, αν και αποδυνάμωσε την επιθετική πολιτική του Βυζαντίου στη Μέση Ανατολή, ενίσχυσε όμως τις ναυτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, καθώς σύντομα οι Μαρδαΐτες απέδειξαν τις ικανότητές τους στη θάλασσα και ενίσχυσαν σημαντικά το θεματικό ναυτικό των Κιβυρραιωτών, κυρίως στην ανίχνευση και τη συλλογή πληροφοριών. Παρόμοια θετικά αποτελέσματα είχε και η εγκατάσταση μέρους των Μαρδαϊτών στα δυτικά θέματα, οι στολίσκοι των οποίων ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ναυτικές ικανότητες του λαού της Συρίας, και μάλιστα σε μια εποχή που το Βυζάντιο αντιμετώπιζε επιπλέον την απειλή των αραβικών στόλων της Δυτικής Μεσογείου.

Η εγκατάσταση των Μαρδαϊτών στη Μικρά Ασία και τον ελλαδικό χώρο άφησε τα ίχνη της στην εθνολογική σύσταση του πληθυσμού των περιοχών αυτών. Σε έγγραφο των Λατίνων ηγεμόνων της Κέρκυρας, χρονολογούμενο το 1365, με το οποίο επικυρώνεται παλαιότερο διάταγμα (έτος 1246) του Μιχαήλ Β΄, ηγεμόνα της Ηπείρου, αναφέρεται μία “decarhia Mardatorum”, ενώ Ευρωπαίοι περιηγητές του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα διέκριναν σημιτικά χαρακτηριστικά σε πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της Αττάλειας, υποδηλώνοντας ότι κατάγονταν από Μαρδαΐτες. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, ακόμη και το ακριτικό έπος διασώζει την ανάμνηση των Μαρδαϊτών, κρυμμένη πίσω από το όνομα «Μαυριορίτες».

1. Ο P.A. Hollingsworth στο The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York – Oxford 1991), σελ. 1297, βλ. λ.“Mardaites”, τους θεωρεί περσικής ή αρμενικής καταγωγής. Ο M. Canard στο The Encyclopedia of Islam2 2 (Leiden – London 1965), σελ. 456-458, βλ. λ. “Djaradjima”, κλίνει προς την άποψη ότι οι Μαρδαΐτες ήταν περσικής καταγωγής. Ο Χ. Μπαρτικιάν, «Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών», στο Στράτου, Ν.Α. (επιμ.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Aθήνα 1986), σελ. 17-39, διατυπώνει τη θεωρία ότι οι Μαρδαΐτες του 7ου αιώνα ήταν εξαρμενισμένοι Μάρδοι (ιρανική ληστρική φυλή) που πολεμούσαν ως μισθοφόροι των Βυζαντινών και δεν είχαν καμία σχέση με τους Djarādjima ή τους μεταγενέστερους Μαρδαΐτες της Μικράς Ασίας. Οι σύγχρονοι Μαρωνίτες του Λιβάνου υποστηρίζουν ότι κατάγονται από τους Μαρδαΐτες, αλλά η άποψη αυτή καταρρίπτεται από το Moosa, M., “The Relation of the Maronites of Lebanon to the Mardaites and al-Jarājima”, Speculum 44 (1969), σελ. 597-608.

2. Ο Χ. Μπαρτικιάν, «Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών», στο Στράτου, Ν.Α. (επιμ.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Aθήνα 1986), σελ. 17-39, πιστεύει ότι ήταν μονοφυσίτες, ενώ ο Κ. Άμαντος, «Μαρδαΐται», Ελληνικά 5 (1932), σελ. 130-136, θεωρεί ότι ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα.

3. Το γεγονός ότι κυριότερη πολεμική τακτική των Μαρδαϊτών ήταν ο κλεφτοπόλεμος γίνεται εμφανές και από ένα χωρίο του Βυζαντινού χρονογράφου Θεοφάνους, Χρονογραφία, στο de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 397, 17-19. Σε αυτό περιγράφεται η δράση των βυζαντινών στρατευμάτων, τα οποία είχαν λάβει θέση στα όρη της Βιθυνίας για να παρενοχλούν τις δυνάμεις των Αράβων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη το 717-718 και οι καταδρομικές τους επιχειρήσεις παραλληλίζονται με αυτές των Μαρδαϊτών («δίκην Μαρδαϊτών κρυπτόμενοι»).

4. Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία, στο de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 364, 3-5, ανέφερε ότι, με την κίνησή του αυτή, ο Ιουστινιανός διέλυσε ένα «χάλκινο» τείχος και ακρωτηρίασε τη βυζαντινή εξουσία: «τούτῳ τῷ ἔτει ἐγένετο λιμὸς ἐν Συρίᾳ· καὶ πολλοὶ εἰσῆλθον εἰς Ῥωμανίαν. καὶ ἐλθὼν ὁ βασιλεὺς εἰς Ἀρμενίαν ἐκεῖ ἐδέξατο τοὺς ἐν τῷ Λιβάνῳ Μαρδαΐτας, χάλκεον τεῖχος διαλύσας». Βλ. επίσης ό.π., σελ. 363, 14-20: «καὶ πέμψας ὁ βασιλεὺς προσελάβετο τοὺς Μαρδαΐτας χιλιάδας ιβ΄, τὴν Ῥωμαϊκὴν δυναστείαν ἀκρωτηριάσας. πᾶσαι γὰρ αἱ νῦν οἰκούμεναι παρὰ τῶν Ἀράβων εἰς τὰ ἄκρα πόλεις ἀπὸ Μοψουεστίας καὶ ἕως τετάρτης Ἀρμενίας ἀνίσχυροι καὶ ἀοίκητοι ἐτύγχανον διὰ τὴν ἔφοδον τῶν Μαρδαϊτῶν· ὧν παρασταλλέντων, πάνδεινα κακὰ πέπονθεν ἡ Ῥωμανία ὑπὸ τῶν Ἀράβων μέχρι τοῦ νῦν».

5. Η άποψη ότι Μαρδαΐτες είχαν εγκατασταθεί και στην Αντιόχεια της Πισιδίας και τη νήσο Κάρπαθο βασίζεται στο γεγονός ότι το 10ο αιώνα στις περιοχές αυτές στάθμευαν «γαλέες» του θέματος Κιβυρραιωτών και στην υπόθεση ότι ο συγκεκριμένος τύπος πλοίου χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τους Μαρδαΐτες, βλ. Makrypoulias, Ch.G., “The Navy in the Works of Constantine Porphyrogenitus”, Graeco-Arabica 6 (1995), σελ. 152-171.

6. Σε αντίθεση με την Ahrweiler-Γλύκατζη, Ε., Byzance et la mer (Paris 1966), σελ. 399-400, ο Άμαντος, Κ., «Μαρδαΐται», Ελληνικά 5 (1932), σελ. 130-136, θεωρεί ότι οι Μαρδαΐτες των δυτικών θεμάτων δεν είχαν σχέση με τους Μαρδαΐτες της Αττάλειας, αλλά ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν και αυτοί ναυτικοί.

Mardaites in Asia Minor
Συγγραφή : Makripoulias Christos (13/12/2005)
Μετάφραση : Velentzas Georgios
Για παραπομπή: Makripoulias Christos, "Mardaites in Asia Minor",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL:

1. Historical Background

The Mardaïtes first appear in the 7th century, and theories of their origin are divided.1 According to the prevalent view, they are identified with the Djarādjima, who inhabited Mount Amanus or Black Mountain (Arabic: Lukkām) of Syria and the marshy region to the north of Antioch. Their name (plural of Djurdjumānī) derived from either the name of the province of Gurgum, in the region of Germanicia, or from a small town between Aleppo (Halep) and Alexandretta called Djurdjūma, meaning the bastion of the Djarādjima, which the Arabs destroyed in 708, when they suppressed the revolt instigated and supported by the Byzantines.

The Djarādjima were Christians and the jurisdiction of the Patriarchate of Antioch, but they probably followed the doctrine of monophysitism or monotheletism.2 According to Arabic sources, after the Muslims conquered the region of Antioch in 638, the Arabs subdued the Djarādjima, who were then assigned to guard the mountain passes of Amanus and granted exemption from taxation in exchange.

In the mid-660s, the Arabs brought new settlers to the area, because they suspected that the Christian Djarādjima served Byzantine interests. This caused the reaction of the Djarādjima and led to military confrontations, in which Caliph Muwa‘iyah ibn Abi Sufyan, former commander of Syria, won. The Djarādjima replied by invading the cities of Syria and Palestine under Byzantine commanders. It was probably then that they were given the name «Mardaïtes» by the local people, a name that would follow them in Greek sources. The name possibly derived from the Semite word «maridaye», meaning «guerrilla» or «bandit».3 Their conflicts with the Muslims became more serious in the following years, when the Byzantines decided to use them in diversion against the Arabs.

2. The Activitiy of the Mardaïtes in the Middle East

In 671, the Arabs captured Kyzikos, while in the following years, starting from 673, they blockaded the harbours of Constantinople. Thanks to his powerful fleet and the Greek fire, Emperor Constantine IV (668-685) managed to repel the attacks of the Arabian navy. At the same time, the Byzantines took advantage of the difficulties the Arabs were facing and created a diversion in the Middle East. The Mardaïtes, led by Byzantine officers, occupied the Amanus Mountains as far as the outskirts of Jerusalem (possibly in 677). That became their basis for the invasions against Syria and Lebanon, while they were occasionaly joined by slaves and local Christians. Muwa‘iyah was unable to defend his territory effectively, therofore he sent deputies to sign a peace treaty with Emperor Constantine in 678. According to the terms of the treaty, the Byzantines should cease all Mardaïte attacks in Syria and Lebanon.

The Mardaïte revolt ended ten years later. Although he had renewed the peace treaty with the Arabs in 685, Justinian II (685-695, 705-711) wanted to take advantage of the difficulties Caliph Abd al-Malik was facing because of rebellious movements. Therefore, in 688, he urged the Mardaïtes to start raiding the Arab land again, and reinforced them with cavalry. Abd al-Malik was made to sign a new peace treaty with onerous terms, while the Byzantines would withdraw the Mardaïtes from Amanus. Justinian accepted the term, for which he was criticised by later historians.4 The Mardaïtes who remained in Syria were defeated by the Arabs, who eliminated the Byzantine reinforcements. The Mardaïtes of Syria fought on the side of the Arabs in Iraq and joined them again in the Arabian raids against Byzantine territory in the 8th century, while evidence of their presence in Amanus existed until the 10th century.

3. The Resettlement of the Mardaïtes in Byzantine Territories

According to the sources, the Mardaïtes that fled to Byzantine lands amounted to 12,000. However, it is not clear whether all of the refugees or only men eligible for enlistment were included. The Mardaïtes settled in southeastern Asia Minor, particularly in the districts of Pamphylia, Lycia and Cilicia.

In the early 8th century, the military forces of the Byzantine provinces where the Mardaïtes had settled formed the theme of Kibyrrhaiotai, which included all the provincial naval forces of the empire. Within this framework, the Mardaïtes were incorporated into the naval forces of the theme as an autonomous formation based on the capital Attaleia, while they continued to live in other regions as well.5 They were under a Byzantine officer with the rank of katepano, who was directly appointed by the emperor and was independent of the strategos of the theme. The time those reforms took place remains uncertain, but they were probably contemporary with the establishment of the theme. The Mardaïtes of Attaleia became very famous for their seamanship, particularly for their mastery of fast vessels used for scouting missions, as well as for their hatred towards the Arabs of Syria.

Later on (in the 9th century), a part of the Mardaïtes moved to the themes of the Peloponnese, Nicopolis (including the lands of Epiros and Etoloakarnania) and Kephalenia; in those regions they continued to serve as crew members of thematic fleets.6 Towards the late 9th century, the Mardaïtes of the Peloponnese took part in the campaigns in Sicily, while in 911 and 949 a large number of Mardaïtes from the three themes (more than 5000 in the first case, 3000 in the second) participated in the campaigns against the Arabs of Crete.

The Mardaïtes of Attaleia continued to serving as prominent crew members in the fleet of the theme of Kibyrrhaiotai until the second half of the 10th century, but the decline of the fleet of the Kibyrrhaiotai Theme in the 11th century must have affected them. There is no information about their later history; they must have been gradually absorbed by the local people.

4. Consequences of the Mardaïte Presence in Asia Minor

The Mardaïtes played an important role mainly in the strategy employed by the Byzantines against the Arabs in the 7th century, particularly during the first siege of Constantinople: their raids in Lebanon, combined with the naval defeat of the besiegers, actually compelled the Arabs to raise the siege and sign a peace treaty. The repetition of the terms concerning the withdrawal of the Mardaïtes in the following treaties as well as the Arab insistence in 688 that the Mardaïtes should abandon the Black Μountain reveal the size of the threat the central regions of the caliphate were facing from these allies of the Byzantines.

Although the settlement of the Mardaïtes in Byzantine land weakened the offensive policy of Byzantium in the Middle East, it strengthened the naval forces of the empire in southeastern Asia Minor, since the Mardaïtes soon proved their seamanship and significantly reinforced the fleet of the theme of the Kibyrrhaiotai, mainly in scouting and information gathering. The settlement of part of the Mardaïtes in the western themes had similarly positive results for the small fleets of those themes, which were greatly benefited from the seamanship of this people of Syria, particularly in a period when Byzantium was facing the additional threat of the Arabian fleets of the western Mediterranean.

The settlement of the Mardaïtes in Asia Minor and mainland Greece affected the ethnological composition of the population in those regions. According to a document of the Latin sovereigns of Corfu dated 1365, which ratifies an earlier (1246) decree of Michael II, the ruler of Epirus, referring to a «decarhia Mardatorum», while some European travellers of the second half of the 19th century recognised Semite features in several Greek inhabitants of Attaleia, thus implying that they were of Mardaïte origin. According to some scholars, even the Akritic songs preserved the memory of the Mardaïtes, hidden behind the name Maurioritai («Μαυριορίτες»).

1. P.A. Hollingsworth in The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York – Oxford 1991), p. 1297, see entry ‘Mardaites’, considers them of Persian or Armenian origin. M. Canard in The Encyclopedia of Islam2 2 (Leiden – London 1965), pp. 456-458, see entry ‘Djaradjima’, tends to believe that the Mardaites were of Persian origin. Χ. Μπαρτικιάν, ‘Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών’, in Στράτου, Ν.Α. (ed.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Athens 1986), pp. 17-39, formulates the theory that the Mardaites of the 7th century were Mards (Iranian bandits) absorbed by the Armenians, who fought as Byzantine mercenaries and had nothing in common with the Djaradjima or the subsequent Mardaites of Asia Minor. Modern Mardaites of Lebanon claim to be descendants of Mardaites, but this view is contestated by Moosa, M., ‘The Relation of the Maronites of Lebanon to the Mardaites and al-Jarajima’, Speculum 44 (1969), pp. 597-608.

2. Χ. Μπαρτικιάν, ‘Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών’, in Στράτου, Ν.Α. (ed.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Athens 1986), pp. 17-39, believes that they were monophysites, while Κ. Άμαντος, ‘Μαρδαΐται’, Ελληνικά 5 (1932), pp. 130-136, believes that they followed the Orthodox doctrine.

3. Evidence of Mardaites' practicing mainly the guerrilla tactics is a quotation from the Byzantine chronicler Theophanes' work, in de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), p. 397, 17-19. In his text, he describes the activity of the Byzantine forces, which were arrayed on the mountains of Bithynia in order to harass the Arabian forces that were besieging Constantinople in 717-718; their skirmishing raids were similar to those of the Mardaites («δίκην Μαρδαϊτ?ν κρυπτόμενοι», lurking as Mardaites).

4. Theophanes, in his Chronography, in de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), p. 364, 3-5, mentions that with this movement Justinian tore down a «bronze» wall and amputated the Byzantine power: «τούτῳ τῷ ἔτει ἐγένετο λιμὸς ἐν Συρίᾳ· καὶ πολλοὶ εἰσῆλθον εἰς Ῥωμανίαν. καὶ ἐλθὼν ὁ βασιλεὺς εἰς Ἀρμενίαν ἐκεῖ ἐδέξατο τοὺς ἐν τῷ Λιβάνῳ Μαρδαΐτας, χάλκεον τεῖχος διαλύσας». See also as above, p. 363, 14-20: ‘καὶ πέμψας ὁ βασιλεὺς προσελάβετο τοὺς Μαρδαΐτας χιλιάδας ιβ΄, τὴν Ῥωμαϊκὴν δυναστείαν ἀκρωτηριάσας. πᾶσαι γὰρ αἱ νῦν οἰκούμεναι παρὰ τῶν Ἀράβων εἰς τὰ ἄκρα πόλεις ἀπὸ Μοψουεστίας καὶ ἕως τετάρτης Ἀρμενίας ἀνίσχυροι καὶ ἀοίκητοι ἐτύγχανον διὰ τὴν ἔφοδον τῶν Μαρδαϊτῶν· ὧν παρασταλλέντων, πάνδεινα κακὰ πέπονθεν ἡ Ῥωμανία ὑπὸ τῶν Ἀράβων μέχρι τοῦ νῦν».

5. The view that there were Mardaites settled in Antioch of Pisidia and the island of Karpathos as well is based on the fact that, in the 10th century, galeai of the theme of Kibyrrhaiotai were stationed in those regions, as well as on the assumption that this particular type of ship was used exclusively by the Mardaites; see Makrypoulias, Ch.G., ‘The Navy in the Works of Constantine Porphyrogenitus’, Graeco-Arabica 6 (1995), pp. 152-171.

6. Unlike Ahrweiler-Γλύκατζη, Ε., Byzance et la mer (Paris 1966), pp. 399-400, Άμαντος, Κ., ‘Μαρδαΐται’, Ελληνικά 5 (1932), pp. 130-136, believes that the Mardaïtes of the western themes had nothing in common with the Mardaïtes of Attaleia, but took that name because they were seamen too.

15/5/10

Μετοικεσία Μαρδαϊτών, 688 μΧ


1. Ιστορικό πλαίσιο

Η απομάκρυνση των Μαρδαϊτών από την περιοχή του Λιβάνου μετά την υπογραφή της συνθήκης του 688 ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' και τον Άραβα χαλίφη Αμπντ αλ-Μαλίκ ('Abd al-Malik, 685-705) αποτέλεσε ένα γεγονός μείζονος σημασίας σε ό,τι είχε σχέση με την αμυντική γραμμή του Βυζαντίου στην περιοχή της οροσειράς του Ταύρου και την Αρμενία. Η εν λόγω συνθήκη αποτελούσε τη δεύτερη ανανέωση της συνθήκης του 678, η οποία είχε υπογραφεί μεταξύ του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ' Πωγωνάτου (668-685) και του χαλίφη Μωαβία (Mu'āwiya, 661-680) (η πρώτη ανανέωση της συνθήκης έγινε το 685). Οι όροι της συνθήκης του 678 προέβλεπαν την ετήσια καταβολή στους Βυζαντινούς 365.000 χρυσών νομισμάτων, 365 ίππων και 365 δούλων. Οι ευνοϊκοί αυτοί όροι ήταν αποτέλεσμα της αποτυχημένης πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τον Μωαβία και του επιτυχούς βυζαντινού αντιπερισπασμού στην περιοχή της Συρίας με τη δράση των Μαρδαϊτών (677). Τα διαθέσιμα στοιχεία για την παρουσία και τη δράση των Μαρδαϊτών στο αραβοβυζαντινό σύνορο κατά το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα είναι αποσπασματικά και ελλιπή, προκαλώντας πολλές δυσχέρειες για την έρευνα. Τα κύρια σημεία τα οποία χαρακτηρίζουν το ερευνητικό ενδιαφέρον για τους Μαρδαΐτες αφορούν τον εθνογραφικό χαρακτήρα της προέλευσής τους και την τύχη των ενόπλων αυτών μετά την απομάκρυνσή τους από τον Λίβανο, καθώς και την κατάσταση που επικράτησε στην εγκαταλειφθείσα περιοχή του Ταύρου.

2. Η μετοικεσία των Μαρδαϊτών

2.1. Οι Μαρδαΐτες

Ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι Μαρδαΐτες στα στρατιωτικά γεγονότα του 7ου αιώνα καθίσταται κατανοητός μέσα από την παράθεση ορισμένων λεπτομερειών σχετικά με το παρελθόν τους πριν από τη συνθήκη του 688. Η παρουσία των Μαρδαϊτών εντοπίζεται στα όρη του Αμανού και στην οροσειρά του Ταύρου. Στην αραβική γλώσσα αποκαλούνταν Djarādjima. Το ζήτημα της προέλευσής τους παραμένει ανοικτό, αν και θεωρείται πολύ πιθανή η ιρανική ή αρμενική καταγωγή τους. Όσον αφορά τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, οι Μαρδαΐτες ήταν χριστιανοί Μονοφυσίτες ή Μονοθελήτες. Πιθανόν να προσέφεραν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στους Βυζαντινούς πριν ακόμα από την αραβική επέκταση. Μετά την κατάκτηση της Συρίας από τους μουσουλμάνους, ένα μέρος των Μαρδαϊτών μετακινήθηκε προς βορρά,1 ενώ μέρος του πληθυσμού τους παρέμεινε στην αραβική επικράτεια και ορισμένοι εξισλαμίσθηκαν.2

2.2. Η μετοικεσία

Οι όροι της συνθήκης του 688 ανανέωναν για δεύτερη φορά τη συνθήκη του 678, με την προσθήκη δύο όρων ακόμα, οι οποίοι συνδέονταν με τα αίτια που οδήγησαν τις δύο πλευρές στην εν λόγω ανανέωση. Οι δύο επιπρόσθετοι όροι προέβλεπαν την απόσυρση των συμμάχων του Βυζαντίου Μαρδαϊτών από την περιοχή του Λιβάνου και την εκ μέρους του Βυζαντινού αυτοκράτορα παρεμπόδιση των επιδρομών τους εναντίον αραβικών περιοχών, καθώς και την καταβολή φόρου από τους κατοίκους της Κύπρου, της Αρμενίας και της Ιβηρίας στις δύο πλευρές εξίσου και κατά το ήμισυ.3 Ο πρώτος όρος αποτελούσε προϋπόθεση για την επίτευξη του δεύτερου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις περιοχές της Αρμενίας και της Ιβηρίας, καθώς οι Μαρδαΐτες είχαν την ευθύνη για την άμυνα του συνόρου έως την Αρμενία IV. Οι Μαρδαΐτες, λοιπόν, αποτέλεσαν το κύριο ζήτημα της συνθήκης του 688 για τις δύο πλευρές.

3. Συνέπειες

Τα επακόλουθα της μετοικεσίας των Μαρδαϊτών ήταν η αναπροσαρμογή της πληθυσμιακής σύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ο επανακαθορισμός της στρατιωτικής ισορροπίας στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Μαρδαϊτών που μετακινήθηκαν ανήλθε σε 30.000. Ωστόσο, οι μετακινηθέντες πληθυσμοί δεν προέρχονταν μόνο από τα βυζαντινά εδάφη, αλλά και από την αραβική επικράτεια: από την τελευταία εισήλθαν περίπου 12.000 Μαρδαΐτες, ενώ από την περιοχή του Ταύρου την ελεγχόμενη από τους Βυζαντινούς4 εισήλθαν περίπου 18.000. Αρχικά οι Μαρδαΐτες εγκαταστάθηκαν στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία (Παμφυλία, Καρία, Λυκία), όπου υπηρετούσαν ως κωπηλάτες στο στόλο του θέματοςΚιβυρραιωτών. Αργότερα, τον 9ο και 10ο αιώνα, τους συναντούμε στα θέματα Πελοποννήσου, Νικοπόλεως και Κεφαλληνίας.5 Με αυτόν τον τρόπο επετεύχθη η ενίσχυση του θεματικού στόλου του Βυζαντίου.6 Οι Μαρδαΐτες των ευρωπαϊκών επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν στις πηγές «Μαρδαΐται της Δύσεως», αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι παραμένει αβέβαιη η ταύτιση των Μαρδαϊτών του 9ου και 10ου αιώνα με εκείνους του 7ου.7 Η σπουδαιότερη συνέπεια της μετοικεσίας των Μαρδαϊτών υπήρξε η απουσία τους από την αραβοβυζαντινή μεθόριο, καθώς η άμυνα του Βυζαντίου κατέστη πλέον ανεπαρκής στις επιθέσεις του χαλιφάτου, ενώ οι Άραβες έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην παραμεθόριο περιοχή. Η περιοχή της Μοψουεστίας μέχρι και την Αρμενία IV κατέστη πεδίο έντονων αμφισβητήσεων μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Στις αρχές του 8ου αιώνα οι Djarādjima του χαλιφάτου θα γνωρίσουν την οικονομική-φορολογική καταπίεση, αλλά και τη διωκτική στάση των αρχών του χαλιφάτου, με αποτέλεσμα να διασκορπιστούν στις ορεινές περιοχές του Αμανού και του Ταύρου.8

4. Κριτική του γεγονότος

Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο πιο κοντινός στα γεγονότα συγγραφέας, επικρίνει στο έργο του την απόφαση του Ιουστινιανού Β' να προχωρήσει στη μετακίνηση των Μαρδαϊτών, καθώς θεωρούσε ότι ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την αμυντική θωράκιση της αυτοκρατορίας απέναντι στην αραβική απειλή. Μάλιστα, έχοντας την πολυτέλεια της εκ των υστέρων γνώσης των συνεπειών για την άμυνα της Μικράς Ασίας, ο Θεοφάνης τονίζει χαρακτηριστικά ότι «πᾶσαι γὰρ αἱ νῦν οἰκούμεναι παρὰ τῶν Ἀράβων εἰς τὰ ἄκρα πόλεις ἀπὸ Μοψουεστίας καὶ ἕως τετάρτης Ἀρμενίας ἀνίσχυροι καὶ ἀοίκητοι ἐτύγχανον διὰ τὴν ἔφοδον τῶν Μαρδαϊτῶν· ὧν παρασταλλέντων, πάνδεινα κακὰ πέπονθεν ἡ ῾Ρωμανία ὑπὸ τῶν Ἀράβων μέχρι τοῦ νῦν».9
1. Vasiliev, A.A., History of the Byzantine Empire (Madison 1952), σελ. 215.

2. al-Balādhurī, Kitāb Futūh al-Buldān, Hitti, Ph.K. (ed.), The Origin of the Islamic State (Beirut 1966), σελ. 246-247.

3. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 363.6-20.

4. Treadgold, W.T., Byzantium and its Army (284-1081) (Stanford 1995), σελ. 72.

5. Ahrweiler, H., Byzance et la mer. La marine de guerre, la politique  et les institutions maritimes de Byzance au VIIe-XVe siècles (Paris 1966), σελ. 33, 44, 50, 52, 84-85, 108, 100, 399-400.

6. Treadgold, W.T., Byzantium and its Army (284-1081) (Stanford 1995), σελ. 26.

7. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Treadgold, W.T., Byzantium and its Army (284-1081) (Stanford 1995), σελ. 72, ο οποίος θεωρεί ότι μέσα από τις διαφορετικές χρονικές αναφορές του 7ου και των 8ου-9ου αιώνα δηλώνεται ότι οι όψιμοι Μαρδαΐτες είναι απόγονοι των μετακινηθέντων κατά τον 9ο αιώνα Μαρδαϊτών. Η άποψή του βασίζεται στην υπόθεση ότι οι πρώτοι Μαρδαΐτες θα πρέπει να έλαβαν από τον αυτοκράτορα στρατιωτικές γαίες οι οποίες κληροδοτήθηκαν στους απογόνους τους ή, εάν δεν έλαβαν δικές τους γαίες, τα επαγγέλματα-προνόμιά τους ήταν κληρονομικά.

8. al-Balādhurī, Kitāb Futūh al-Buldān, Hitti, Ph.K. (ed.), The Origin of the Islamic State (Beirut 1966), σελ. 258.

9. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 363.16-20.

Συγγραφή : Βενέτης Ευάγγελος (31/10/2003)
Για παραπομπή: Βενέτης Ευάγγελος, «Μετοικεσία Μαρδαϊτών, 688», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL:



Forced Movement of the Mardaites, 688
Συγγραφή : Venetis Evangelos (31/10/2003)
Μετάφραση : Chrysanthopoulos Dimitrios (19/9/2008)
Για παραπομπή: Venetis Evangelos, "Forced Movement of the Mardaites, 688", 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL:


1. Historical context

The forced movement of the Mardaites from the region of Lebanon following the signing of the peace treaty of 688 AD between the emperor Justinian II and the Arab caliph Abd al-Malik (668-705 AD) was an event of great importance regarding the defensive line of Byzantium in the region of the mountain range of Taurus and Armenia. This treaty was the second renewal of the peace treaty of 678 AD, signed between the emperor Constantine IV Pogonatos (668-685 AD) and caliph Mu’awiya (661-680 AD) (the first renewal of the treaty was signed in 685 AD). According to the terms of the treaty of 678 AD, an annual toll of 365.000 golden coins, 365 horses and 365 slaves was to be paid to the Byzantines. These favourable terms were the result of the unsuccessful siege of Constantinople by My’awiya and the successful byzantine diversion in the region of Syria carried out by the Mardaites (677 AD). The available evidence of the presence and action of the Mardaites in the arab-byzantine frontier during the second half of the 7th cent. AD is fragmentary and incomplete, making further research extremely difficult. The main points of interest in the Mardaites concern the ethnographic nature of their origin and their fate following their forced movement from Lebanon, as well as the conditions in the abandoned region of Taurus in the subsequent years.

2. The forced movement of the Mardaites

2.1. The Mardaites

The role played by the Mardaites in the military events of the 7th cent. AD is easier to grasp by taking into account certain information regarding their past prior to the treaty of 688 AD. Their presence was attested to the mountains of Amanus and the mountain range of Taurus. Their Arab name was Djaradjima. The issue of their origin remains unclear. It is possible, however, that they were of Iranian or Armenian descent. With regard to their religious beliefs, the Mardaites were Christian adherents of Monophysitism or Monotheletism. It is possible that they also provided their military services to the Byzantines prior to the Arab expansion. Following the conquest of Syria by the Muslims, a part of the Mardaites moved to the north,1 while another part of their population remained in Arab territory and converted to Islam.2

2.2. The forced movement

The terms of the treaty of 688 AD renewed for a second time the treaty of 678 AD with the addition of two more terms, related to the causes which led the two sides to this renewal. The two extra terms provided the withdrawal of the Mardaites, allies of Byzantium, from the region of Lebanon and the prevention on behalf of the byzantine Emperor of their raids into arab territories; also, that the tax payed by the populations of Cyprus, Armenia and Iberia should be divided in two and payed to both sides.3 The first term was a prerequisite of the second, regarding the regions of Armenia and Iberia at least, due to the fact that the Mardaites were responsible for the defence of the border as far as Armenia IV. The Mardaites were thus the main issue of the treaty of 688 AD for both sides.

3. Consequences

The forced movement of the Mardaites resulted in the alteration of the population of the Byzantine Empire and the readjustment of the military balance in southeastern Asia Minor. It is estimated that the removed Mardaites numbered 30.000. However, the removed population did not come from Byzantine territories only. No less than 12.000 Mardaites came from Arab territories, added to the 18.000 from the byzantine region of Taurus.4 At first, the Mardaites settled in southeastern Asia Minor (Pamphylia, Caria, Lycia), serving as oarsmen in the fleet of the theme of Kibyrrhaiotai. Later, during the 9th and 10th cent. AD, they served as oarsmen in the themes of Peloponnese, Nicopolis and Cephalenia,5 thus reinforcing the fleet of the themes of Byzantium.6 The Mardaites of the European provinces of the Byzantine Empire are mentioned in the sources as Mardaites of the West; however, whether these 9th- and 10th- cent. Mardaites are the same people as the Mardaites of the 7th cent., is an open question.7 The greatest consequence of the forced movement of the Mardaites was their absence from the arab-byzantine frontier, making the defence of Byzantium against the attacks of the caliphate insufficient. The Arabs, at the same time, reinforced their presence in the region. The region of Mopsuestia as far as Armenia IV became an area of conflict between the two empires. At the beginning of the 8th cent. AD, the Djaradjima of the caliphate met the economic oppression as well as persecutions by the authorities of the caliphate, forcing them to scatter in the mountainous regions of Amanus and Taurus.8

4. Critisism on these events

Theophanes the Confessor, a contemporary to these events, criticizes in his work the decision of Justinian II to remove the Mardaites, believing that they were of great importance for the defence of the Empire against the arab threat. Having the advantage of witnessing how this affected the defence of Asia Minor, Theophanes points out characteristically that the borderline Arab cities from Mopsuestia to Armenia IV were once deserted for fear of the Mardaites, while after the latters's forced movement, Byzantium suffered greatly.9

1. Vasiliev, A. A., History of the Byzantine Empire (Madison 1952), p. 215.

2. al-Baladhuri, Kitab Futuh al-Buldan, Hitti, Ph. K. (ed.) The Origin of the Islamic State (Beirut 1966), pp. 246-247.

3. De Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), p. 363.3-20.

4. Treadgold, W. T., Byzantium and its Army (284-1081) (Stanford 1995), p. 72.

5. Ahrweiler, H., Byzance et la mer. La marine de guerre, la politique et les institutions maritimes de Byzance au VIIe-XVe siecles (Paris 1966), pp. 33, 44, 50, 52, 84-85, 100, 108, 399-400.

6. Treadgold, W. T., Byzantium and its Army (284-1081) (Stanford 1995), p. 26.

7. According to Treadgold, W. T., Byzantium and its Army (284-1081) (Stanford 1995), p. 72, the various sources of the 7th and 8th-9th cent. imply that the Mardaites of subsequent centuries were descendants of those removed from Asia Minor in the 7th cent. His belief is based on the assumption that the early Mardaites must have been granted military lands by the Emperor, which they later left to their descendants, or that their professions and privileges were hereditary.

8. al-Baladhuri, Kitab Futuh al-Buldan, Hitti, Ph. K. (ed.) The Origin of the Islamic State (Beirut 1966), p. 258.

9. De Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), p. 363.16-20: “πάσαι γαρ αι νυν οικούμεναι παρά των Αράβων εις τα άκρα πόλεια από Μοψουεστίας και έως τετάρτης Αρμενίας ανίσχυροι και αοίκητοι ετύγχανον δια την έφοδον των Μαρδαϊτών· ων παρασταλλέντων, πάνδεινα κακά πέπονθεν η Ρωμανία υπό των Αράβων μέχρι του νυν”.
Πηγή

Μονοφυσιτισμός


Μονοφυσιτισμός ονομάζεται ένα χριστιανικό δόγμα, κατά το οποίο η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης.
Είναι σημαντικό ρεύμα της χριστιανικής σκέψης. Εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα και ιδρυτής του είναι ο Ευτυχής (γι' αυτό λέγεται και ευτυχιανισμός). Η θεωρία του μονοφυσιτισμού υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη θεία φύση ως «σταγόνα μέλητος στον ωκεανό». Καταδικάστηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ και την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. όπου και και διατυπώθηκε το ορθόδοξο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς υπάρχει σε ένα μόνο πρόσωπο και με δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία, «ενωμένες και μη συγχεόμενες».
Εξαπλώθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, δηλαδή στην Συρία, την Παλαιστίνη, την Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Για να μπορέσουν να απαλλαγούν από την σκληρή στάση που επέδειξε ο Ιουστινιανός και οι κατοπινοί αυτοκράτορες εναντίον τους, αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την κυριαρχία των Αράβων.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο Πατριάρχης Σέργιος, θέλησαν να συγκρατήσουν τους μονοφυσίτες με θεολογικές εκφράσεις ηπιότερες από εκείνες των προκατόχων τους, με αποτέλεσμα τον μονοθελητισμό, του οποίου εισηγητής και υποστηρικτής υπήρξε ο πατριάρχης Σέργιος.
Ο μονοφυσιτισμός δεν είναι ένα ενιαίο ρεύμα, αλλά περικλείει διάφορες τάσεις και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα.

10/5/10

Μεταλλεία στη Μ. Ασία (Αρχαιότητα)


1. Γενικά

Καθώς η περιοχή της Μικράς Ασίας ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε πολύτιμα μέταλλα, εκδηλώθηκε σχετικά νωρίς ενδιαφέρον για τη συστηματική τους εξόρυξη: ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός, ο σίδηρος και ο ορείχαλκος συγκαταλέγονται στα φυσικά προϊόντα της περιοχής και η εκμετάλλευσή τους ήταν από οικονομική άποψη απόλυτα ενδεδειγμένη.

2. Χρυσός

Η εκμετάλλευση κοιτασμάτων χρυσού στη Μικρά Ασία άρχισε σχετικά πρώιμα· οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι οι Λυδοί εκμεταλλεύονταν ορυκτό χρυσό στην περιοχή του όρους Τμώλος και τον μετέφεραν μέσω των ποταμών Πακτωλού και Έρμου.1 Δεν υπάρχει ωστόσο ομοφωνία ως προς την έναρξη εκμετάλλευσης των παραπάνω κοιτασμάτων. Αυτή τοποθετείται από άλλους στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου,2 από άλλους στο β΄ μισό του 8ου αι. π.Χ.,3 ακόμα και στον 7ο αι. π.Χ.4 Πιο πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη ότι ο χρυσός του Πακτωλού εξορυσσόταν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. Οι πρόσφατες όμως μελέτες δεν επιβεβαιώνουν την εξόρυξη χρυσού στη Λυδία σε τόσο πρώιμο στάδιο.5 Από τις αναφορές του Ηροδότου για τον ποταμό Πακτωλό συνάγεται ότι οι Έλληνες θεωρούσαν τις Σάρδεις σημαντική αγορά πολύτιμων μετάλλων.6 Κοντά σε πολύ πλούσια χρυσοφόρα κοιτάσματα στο όρος Τμώλος βρισκόταν και η Έφεσος. Ενδέχεται τέλος η εκμετάλλευση της χρυσοφόρου περιοχής στα Άστυρα, κοντά στην Άβυδο, που αναφέρουν ο Στράβων και ο Ξενοφών, να άρχισε από τους Κλασικούς χρόνους.7 Tο γεγονός πάντως πως ο χρυσός είναι το δεύτερο κατά σειρά συχνότητας μέταλλο που αναφέρεται στον Όμηρο δε μπορεί να είναι τυχαίο.8

Γνωρίζουμε ότι κατά την Ελληνιστική περίοδο γινόταν εκμετάλλευση μεταλλείων χρυσού και αργύρου. Ελληνιστική κεραμική έχει εντοπιστεί στο μεταλλείο του Işık Dağ, στην επαρχία της Άγκυρας. Ελληνιστικά όστρακα έχουν επίσης βρεθεί στο Gure στη χερσόνησο της Biga στη βορειοδυτική Ανατολία. Στο όρος Ίδη της Τρωάδος εξορύσσονταν χρυσός και άργυρος, που προορίζονταν για το Περγαμηνό βασίλειο και την περιοχή κοντά στη Λάμψακο και την Άβυδο. Αυτό εξηγεί και την πλούσια παραγωγή αλεξάνδρειων χρυσών νομισμάτων στις παραπάνω πόλεις. Στο ορεινό εσωτερικό της περιοχής εντοπίστηκαν και άλλα μεταλλεία, π.χ. τα μεταλλεία αργύρου στον Πόντο και αυτά στο όρος Ταύρος στην Κιλικία και την Καππαδοκία.9 Από την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Hρόδοτος προκύπτει ότι οι Ίωνες είχαν σαφή γνώση της διαδικασίας κατεργασίας του χρυσού. Η διάκριση του Ηροδότου ανάμεσα σε «χρυσόν άπλετον» και «χρυσόν άπευθον» προδίδει την γνώση της διαδικασίας συγκόλλησηςτου μετάλλου.10 Η θεσμοποίηση εξάλλου του πρώτου διμεταλλικού συστήματος από τον Κροίσο υποδηλώνει επίσης ότι οι Λυδοί ήταν σε θέση να ξεχωρίζουν το χρυσό από το ήλεκτρο.11

Τί ήταν η Ιερά Οδός

Η Ιερά Οδός ήταν η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Επίσης εξυπηρετούσε συγκοινωνιακά την πόλη των Αθηνών καθώς ήταν η κύρια οδός επικοινωνίας με την Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα.

Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Οι θεοπρόποι, όπως λέγονταν όσοι έρχονταν στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό, ακολουθούσαν την Ιερά οδό την 9η κάθε μήνα, ώστε να λάβουν σειρά προτεραιότητας για τη «μαντείαν» της Πυθίας, αφού προηγουμένως θυσίαζαν στο μεγάλο βωμό, που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της οδού. Εξαίρεση αποτελούσαν οι πολίτες των πόλεων, αλλά και ορισμένοι επιφανείς ιδιώτες, που είχαν λάβει την «προμαντείαν», δηλαδή το δικαίωμα παράκαμψης της σειράς προτεραιότητας για τη λήψη της μαντείας, όπως ήταν οι Κορίνθιοι, οι Νάξιοι, οι Χίοι, οι Θηβαίοι και ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β΄.

Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου δρόμου.
Όσοι έρχονταν από την Αθήνα συναντούσαν πρώτα το ιερό της Αθηνάς Προναίας, δηλαδή της Αθηνάς που βρισκόταν πριν από το ναό του Απόλλωνα.
Διάφορα μνημεία, τάφοι και ιερά, που την πλαισίωναν σε όλο της το μήκος (22 χιλιόμετρα), προσδιορίζουν την πορεία της.
Τα μνημεία αυτά ήταν συνήθως αναμνηστικά κάποιου σημαντικού γεγονότος: μιας πολιτικής συμμαχίας, μιας σημαντικής νίκης στους αθλητικούς αγώνες των Δελφών, μιας νικηφόρας μάχης εναντίον ξένων ή Ελλήνων, όπως το ανάθημα των Αθηναίων για τη μάχη του Μαραθώνα.

Η πρώτη φάση της Ιεράς οδού τοποθετείται στα αρχαϊκά χρόνια. Από επιγραφές και αρχαία ορόσημα γνωρίζουμε ότι η επίσημη ονομασία της αθηναϊκής Ιεράς Οδού ήταν «Ελευσινιακή». Υποθέτουμε πως διασχίστηκε πρώτη φορά κατά την υστεροελλαδική περίοδο (1600-1100 π.Χ.) από τους κατοίκους της Αθήνας που ήθελαν να φτάσουν στον σημαντικό οικισμό της Ελευσίνας, αλλά και αντιστρόφως.

Στα Νότια του λόφου του προφήτη Ηλία βρισκόταν το μεγαλοπρεπές μνήμα της εταίρας Πυθιονίκης, που είχε ανεγείρει προς τιμήν της ο φίλος της Άρπαλος. Από εκεί μέχρι τον Σκαραμαγκά είναι εμφανή τα ίχνη της αρχαίας οδού. Στη συνέχεια, η οδός περνούσε από το ιερό του Απόλλωνα (σημερινό Δαφνί) και ακόμα δυτικότερα διέσχιζε το τέμενος της Αφροδίτης, αφήνοντας στα δεξιά αυτού που πήγαινε στην Ελευσίνα τον ναό με τον απλό σηκό και τον βράχο με τις λαξευτές αναθηματικές θυρίδες.
Πιο κάτω, η οδός συναντούσε τους Ρυτούς (τη λεγόμενη λίμνη Κουμουνδούρου), όπου μόνο οι ιερείς της Δήμητρας είχαν το δικαίωμα της αλιείας. Κοντά στην Ελευσίνα, η οδός περνούσε τον ελευσινιακό Κηφισό σε μια γέφυρα που έχτισε ο Αδριανός και η οποία σώζεται σε θαυμάσια κατάσταση (φωτογραφία δημοσιεύεται στο λ. Ελευσίνα). Η Ιερά οδός κατέληγε ακριβώς στην είσοδο του ιερού της Ελευσίνας.
Το πλάτος της οδού ήταν 4,80 μ. Σε αποστάσεις ενός ρωμαϊ­κούμιλιαρίου υπήρχαν δείκτες (ερμαϊκές στήλες) που ανέγραφαν την απόσταση από τον βωμό των Δώδεκα Θεών, που βρισκόταν στην Αγορά της Αθήνας και αποτελούσε σημείο αναφοράς για τις αποστάσεις.