∆ιλήμματα αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ήταν η οικοδόμηση μιας βιώσιμης δημοκρατικής δομής της κυβέρνησης. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολος στόχος σε μία χώρα στην οποία η πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν κάποια στιγμή ενθουσιώδης Ναζί.
Αμέσως μετά τον ∆εύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί υποστήριζαν την
καταστροφή των βιομηχανιών, της μεταλλουργίας, των χημικών βιομηχανιών
και των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και τη μετατροπή της Γερμανικής
οικονομίας σε αγροτική η οποία όχι μόνο θα αφαιρούσε την ικανότητα της
χώρας αυτής να αποδυθεί ξανά σε πολεμικές ενέργειες, αλλά επιπλέον θα
έδινε τη δυνατότητα στη Βρετανία να την αντικαταστήσει στις αγορές του
εξωτερικού. Επιπλέον, διευκολύνονταν η καταβολή των πολεμικών
αποζημιώσεων με το διαμοιρασμό στους δικαιούχους των βιομηχανικών
εγκαταστάσεων της Γερμανίας. Η Γαλλική άποψη για τα θέματα αυτά αμέσως
μετά τον πόλεμο ήταν ότι η Ρηνανία θα έπρεπε να παραμείνει υπό γαλλική
κατοχή, η κοιλάδα του Ρουθ υπό διεθνή έλεγχο και η υπόλοιπη Γερμανία να
διαμορφωθεί ως ένα αποκεντρωμένο κράτος με πολύ αδύνατες κεντρικές
δομές. Η πιο πάνω λογική οικονομικής και πολιτικής διάλυσης της Γερμανίας
είναι αυτή που ουσιαστικά χαρακτήριζε τις συμφωνίες του Πότσδαμ.
Στηριζόταν στην άποψη ότι <<μία δυνατή Ευρώπη σημαίνει μία αδύνατη
Γερμανία, ενώ μία δυνατή Γερμανία σημαίνει μία Ευρώπη υπό γερμανική
ηγεμονία>>.Τελικά όμως επικράτησε η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι <<εάν η
Γερμανία αλυσοδεθεί οικονομικά, η Ευρώπη θα μείνει ρακένδυτη>>.Επίσης,
υποστηρίχθηκε ότι η δημιουργία οικονομικού και πολιτικού κενού στην
Κεντρική Ευρώπη θα διευκόλυνε την επέκταση της σοβιετικής επιρροής.
Επομένως το γερμανικό ζήτημα, δηλαδή η αναζήτηση λύσης στο πρόβλημα
της συγκράτησης της γερμανικής δύναμης και η εξεύρεση ρόλου για το
γερμανικό έθνος στην ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, έπρεπε να επιλυθεί με
τρόπο που θα απέτρεπε την επανεμφάνιση του γερμανικού εθνικισμού, ενώ
ταυτόχρονα θα επέτρεπε την ύπαρξη ενός ενιαίου γερμανικού κράτους. Στη
συγκυρία των πρώτων χρόνων του μεταπολέμου, η εξεύρεση της χρυσής
τομής στην επίλυση αυτού του διλήμματος αποδείχθηκε ότι είναι ένα
εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.
Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1955 και ενώ η Ο∆Γ είχε ήδη
ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μερικοί δυτικοί αναλυτές, όπως ο George Kennan και ο
Walter Lippman, συνηγορούσαν στη λύση της <<ουδετεροποίησης>>, δηλαδή
στην αποχώρηση τόσο των σοβιετικών, όσο και των δυτικών στρατευμάτων
από το γερμανικό έδαφος και την εγκαθίδρυση ενός ενιαίου ουδέτερου
γερμανικού κράτους. Η εισήγηση για την ουδετεροποίηση της Γερμανίας είχε
ήδη γίνει τον Μάρτιο 1952 από την Σοβιετική Ένωση. Η ΕΣΣ∆ είχε τότε
προτείνει τα εξής:
Το κύριο εσωτερικό πρόβλημα που αντιμετώπισε η Γερμανία μετά το Β ́
1) Αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής.
2) ∆ιάλυση των στρατιωτικών βάσεων.
3) Πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα.
4) Χάραξη των συνόρων με βάση τη συμφωνία του Πότσδαμ.
5) Απαγόρευση ένταξης σε στρατιωτική συμμαχία.
6) Ένοπλες δυνάμεις για την άμυνα της χώρας. Η σοβιετική πρόταση απορρίφθηκε τόσο από τις δυτικές δυνάμεις, όσο και από την ομοσπονδιακή Γερμανία, η οποία θεωρούσε ότι μόνο η συμμετοχή της στο δυτικό συνασπισμιακό σύστημα θα της παρείχε επαρκή ασφάλεια εναντίον μιας ενδεχόμενης επίθεσης. Γίνεται αντιληπτό ότι με τις προτάσεις αυτές η Μόσχα απέβλεπε στο να εμποδίσει την ένταξη της Γερμανίας στο δυτικό σύστημα συμμαχιών και οικονομικής συνεργασίας κάτι που θα ήταν αναπόφευκτο, εάν ικανοποιούνταν το αίτημα για ελεύθερες εκλογές υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου που έγιναν οι σοβιετικές προτάσεις, συζητιόταν η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας – Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας. Και στη ∆ύση, όμως, οι σκοπιμότητες δεν εξέλειπαν. Ο λόγος δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας ήταν ο έλεγχος των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων μέσω ένταξης τους σε ένα συλλογικό όργανο. Η αποτυχία των σχεδίων αυτών οδήγησε σε ένταξη της Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας της Γερμανίας τόσο στη νεοϊδρυθείσα ∆ΕΕ, όσο και στο ΝΑΤΟ (1955). Τελικά η <<λύση>> του γερμανικού προβλήματος δόθηκε de facto με την έλευση του ψυχρού πολέμου. Η Γερμανία διαμελίστηκε και τα δύο κομμάτια της εντάχθηκαν στους εκατέρωθεν συνασπισμούς. Η εύθραυστη ισορροπία που δημιουργήθηκε στην κεντρική Ευρώπη <<παγιώθηκε>> με τη διαδικασία της ∆ΑΣΕ, των συνθηκών που υπογράφθηκαν στα πλαίσια του Οστπολιτίκ και με τη δημιουργία και εδραίωση της ΕΟΚ στη ∆ύση και της ΚΟΜΕΚΟΝ στην Ανατολική Ευρώπη. Σταδιακά, η μεν ∆υτική Γερμανία έγινε το βάθρο και το σύμβολο της ατλαντικής άμυνας στην Ευρώπη, η δε Ανατολική Γερμανία έγινε
ο κυριότερος σύμμαχος της ΕΣΣ∆ στην Κεντρική Ευρώπη.
Αποκατάσταση της κυριαρχίας.
Μετά την ήττα του πολέμου και οι εξελίξεις όπως και οι αποφάσεις και ο
τρόπος με τον οποίο ελήφθησαν καθώς επίσης και η στάση της γερμανικής
ηγεσίας, ιδιαίτερα του Αντενάουερ, κάνουν πιο σαφείς τις πτυχές και τα
προβλήματα που παρουσιάσθηκαν. Πρώτον όσον αφορά τους τρίτους, η
συζήτηση αμέσως μετά τον τερματισμό του πολέμου περιστράφηκε γύρω από
τις έννοιες <<αγροτικοποίηση>>, <<αναμόρφωση>>, <<αποεθνικοποίηση>> και η <<ομοσπονδιοποίηση>> της Γερμανίας. Τελικά, η διαμόρφωση των καθεστωτικών δομών και η επιλογή των διεθνών συμμετοχών της μεταπολεμικής Γερμανίας έγινε περισσότερο από τρίτους και λιγότερο από τους ίδιους τους Γερμανούς. Η επανένωση και η επανάκτηση της κυριαρχίας, επομένως, είναι φυσικό να αναπτύσσει τάσεις αφύπνισης για την γερμανική ταυτότητα και το γερμανικό ρόλο στο νέο διεθνές σύστημα. ∆εύτερο, η γερμανική πολιτική ηγεσία αποδέχθηκε τόσο τη συμμετοχή σε ένα ευρύ πλέγμα δυτικών συμμαχιών, όσο και πολλούς περιορισμούς στην εξωτερική και αμυντική της πολιτική. Τρίτο, ο Αντενάουερ, όταν υποχρεώθηκε να επιλέξει μεταξύ προτεραιότητας στην επανένωση και αποτροπής των σοβιετικών σχεδίων με πλήρη ένταξη στο δυτικό στρατηγικό σχεδιασμό, επέλεξε το δεύτερο. Ουσιαστικά, η ένταξη –ενσωμάτωση –ολοκλήρωση στους δυτικούς θεσμούς ήταν το κυριότερο μέσο επανάκτησης τόσο της εθνικής κυριαρχίας, όσο και της πολιτικής νομιμοποίησης, που θα την καθιστούσε ισότιμο μέλος του διεθνούς συστήματος. Ο Αντενάουερ συμμετείχε στις πολυμερείς διευθετήσεις κατά τη δεκαετία του 1955,επειδή φρονούσε ότι οι εθνικοί στόχοι της επανένωσης και της ομαλοποίησης θα επιτευχθούν όχι με μονομερείς ενέργειες, αλλά με διεθνείς συμπράξεις και συμμαχίες, πράγμα το οποίο αποδείχθηκε σωστό.
Πρωταρχικής σημασίας στόχος ήταν η διασφάλιση της σχετικής θέσης
της χώρας στο ευρύτερο διεθνές σύστημα. Ο Αντενάουερ, κατόρθωσε να
πείσει τους δυτικούς-πρώτα τους Αμερικάνους και τους Βρετανούς και στη
συνέχεια (με μεγάλη δυσκολία) τους Γάλλους- ότι τα στρατηγικά συμφέροντα
της δυτικής συμμαχίας επιβάλλουν επανένταξη της Γερμανίας στο διεθνές
σύστημα και επανεξοπλισμό του γερμανικού στρατού.
Τα πολιτικά βήματα του Κόνραντ Αντενάουερ.
Ο Κόνραντ Αντενάουερ καταγγέλλοντας τον ναζισμό και επιμένοντας
επάνω σε μία σημασία για την αποκατάσταση των θυμάτων του ναζισμού
καθώς και σε μία υποτιθέμενη τοποθέτηση του <<συγχώρει και ξέχνα>>,
υπήρξε, ο καγκελάριος της ∆υτικής Γερμανίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο που στιγμάτισε την εξέλιξη της.
Για την κατανόηση της πολιτικής ιστορίας της ομοσπονδιακής
δημοκρατίας της Γερμανίας διαφαίνεται ως η πιο κατάλληλη μέθοδος η
διαίρεση της σε περιόδους ανάλογα με τον κυβερνώντα συνασπισμό
κομμάτων και κυρίως ανάλογα με τους καγκελάριους. Αυτοί πράγματι δεν
σφράγισαν μόνο την εκάστοτε κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής αλλά
πέρα τούτου αντικατοπτρίζουν ολοκάθαρες ευδιάκριτες κοινωνικές και
οικονομικές καταστάσεις καθώς επίσης διαφόρους σχηματισμούς στάσεων
και τάσεων της κοινής γνώμης. Με βάση αυτό το κριτήριο στην άσκηση της
εξουσίας, προκύπτει για την πενηντάχρονη ιστορία της παλιάς
Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας η διαίρεση της σε τέσσερις χρονικές περιόδους
στην αρχή των οποίων βρίσκεται η δεκαετία του πενήντα που σφραγίσθηκε
και εκπροσωπείται από τον Κόνραντ Αντενάουερ το πρώτο γερμανό
Ομοσπονδιακό Καγκελάριο.
Στην αρχή της ύπαρξης της Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας, τα αστικά
κόμματα υπό την ηγεσία των χριστιανοδημοκρατών είχαν την πλειοψηφία
εκείνη που ήταν καθοριστική για την επίτευξη των πολιτικών της επιδιώξεων.
Στο πρόσωπο του Κόνραντ Αντέναουερ διέθεταν την πολιτική
προσωπικότητα που κυριαρχούσε στην μεταπολεμική ιστορία. Όπως και αν
προσεγγίσει κανείς το ζητήματα που αποτελούν αντικείμενα έντονων
συζητήσεων μεταξύ ιστορικών, όπως ποιοι είναι οι παράγοντες που επιδρούν
ιστορικά – μεμονωμένα άτομα ή κοινωνικές ομάδες και οικονομικές δυνάμεις , δεν μπορεί να προβλέψει το γεγονός ότι ο πρώτος γερμανός καγκελάριος
συνέλαβε και χρησιμοποίησε με μεγάλη σιγουριά τις δυνατότητες οι οποίες
παρουσιάσθηκαν την δεδομένη στιγμή που το κράτος έκανε μια νέα αρχή.
Άνοιξε τον δρόμο σε μια εξέλιξη κατά την οποία είναι δύσκολο να αναφερθεί
λεπτομερώς, αν οι ενέργειες του Αντενάουερ προσδιορίσθηκαν περισσότερο
από τις δυνάμεις και από τους διαφόρους σχηματισμούς που στηρίζουν την
πολιτική του, ή , αντιστρόφως αν ο ίδιος ο πρώτος καγκελάριος συνέλαβε
σημαντικά σε μία πολιτική εξέλιξη η οποία πρόσφερε στην Ομοσπονδιακή
∆ημοκρατία της Γερμανίας σε σύντομο χρονικό διάστημα, την πολιτική της
θέση και το σαφές περίγραμμα της πολιτικής της. Ο Άρνολντ Μπάριγκ
ξεκίνησε την σημαντική του έρευνα σχετικά με την πολιτική ένταξη στο
σύστημα της δύσης που ακολούθησε ο Αντενάουερ ( ́ ́ Η εξωτερική πολιτική
κατά την περίοδο της δημοκρατίας καγκελάριου Αντενάουερ ́ ́) με μία φράση
που εμπνεύστηκε από τον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ́ ́Στην αρχή υπήρξε ο
Αντενάουερ ́ ́. Ακόμα και οι σύγχρονοι των πρώτων χρόνων της
Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας της Γερμανίας έλαβαν υπόψη τους το
σημαντικό ρόλο του πρώτου καγκελάριου της πράγμα που φαίνεται στην
προσπάθεια τους να στιγματίσουν το νέο κράτος ως ́ ́ ∆ημοκρατία του
Αντενάουερ ́ ́.
Ήταν ο πολιτικός ηγέτης που έβαλε την κατακερματισμένη χώρα του
μετά τον ∆εύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλες τις διακρατικές συμφωνίες και
ενώσεις οι οποίες σιγά σιγά πήραν την μορφή της Ενωμένης Ευρώπης, ή, πιο
απλά ο άνθρωπος που ανέλαβε την κατακερματισμένη Γερμανία και κατάφερε
όχι απλός να την κάνει να σταθεί και πάλι στα πόδια της αλλά και να
αποκτήσει κραταιά θέση στην Ευρώπη. Ένας ιδιαίτερα σεμνός και
πειθαρχημένος πολιτικός με δυνατό όραμα και έντονες αντικομουνιστικές
πεποιθήσεις ευρωπαϊστής, διαλλακτικός όπου έπρεπε και εξαιρετικός
διπλωμάτης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και νομικά στο πανεπιστήμιο του
Φράιμπουργκ , του Μονάχου, και της Βόννης και από τα πρώτα χρόνια της
καριέρας του ως νομικός αναμείχθηκε με τα κοινά. Ο Κόνραντ Αντενάουερ
ενσωμάτωσε στο πρόσωπο του πολιτικές και ατομικές αξίες, με τις οποίες
μπορούσε, και επιθυμούσε να ταυτισθεί η πλειοψηφία των Γερμανών μετά τις
τραυματικές εμπειρίες από την ναζιστική δικτατορία στην περιόδου περίοδο
της δεύτερης ∆ημοκρατίας στη Γερμανία. Το 1917, το προτελευταίο έτος του
αυτοκρατορικού Ράιχ επί Βίλχελμ του δευτέρου εκλέχθηκε στο δημαρχιακό
συμβούλιο στην πατρίδα του την Κολωνία όπου αποτελεί και το πρώτο βήμα
στην πολιτική του σταδιοδρομία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του,
όπως επίσης στην περίοδο που ήταν πρόεδρος στο πρωσικό συμβούλιο του
κράτους μέχρι το τέλος της ∆ημοκρατίας της Βαιμάρης, ήδη πριν το 1933,
αναδείχθηκε όχι απλώς ως ένας τοπικός πολιτικός από το Ρήνο , αλλά ως μία
ηγετική προσωπικότητα που εκπροσωπούσε τον ανοικτό πολιτικό
καθολικισμό στη Γερμανία.
Ο Αντενάουερ δεν απέκρυψε ποτέ την αντιπάθεια του προς τους
εθνικοσοσιαλιστές και, όταν οι εθνικοσοσιαλιστές ανήλθαν στην εξουσία τον απομάκρυναν από το αξίωμα του και τον ταλαιπωρούσαν με διάφορες
πράξεις και ενέργειες. Άνηκε, ως εκ τούτου, στη μειοψηφία των Γερμανών
που δεν είχαν λεκιαστεί με ́ ́καστανές κηλίδες ́ ́ και αυτό αποτελούσε τις
απαραίτητες συστάσεις για το πρόσωπο του προς τις δυνάμεις κατοχής μετά
το 1945. Από την άλλη πλευρά ο Αντενάουερ δεν ήταν ποτέ ένθερμος
υποστηρικτής της ριζικής αποναζιστικοποίησης και, επιπλέον στα μάτια του
κόσμου, δεν ήταν ́ ́προδότης της πατρίδας ́ ́ όπως υβρίζονταν συχνά οι
εξόριστοι πολιτικοί που επέστρεφαν και οι επιζήσαντες αγωνιστές της
αντίστασης.
Ως καγκελάριος ο Αντενάουερ έδωσε την δυνατότητα σε μεγάλο αριθμό
συνεργατών του Γ ́ Ράιχ να αναλάβουν και πάλι ηγετικές θέσεις στη διοίκηση
και στο Στρατό, πράγμα που τον έκανε να φανεί μάλλον συμπαθείς στα μάτια
της τότε πλειοψηφίας των ∆υτικογερμανών, καθώς υπήρξε ένα διαδεδομένο
συναίσθημα ότι η τιμωρία των ατόμων που πρωταγωνίστησαν κατά την
διάρκεια του πολέμου δεν εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό. Αυτοί οι
διορισμοί ήταν επίσης ένα μέρος του πολιτευτικού του σχεδίου για την
θεραπεία των εθνικών πληγών και την οικοδόμηση της υποστήριξης μιας
∆ημοκρατίας νέας στη χώρα. Πλανιόνταν βέβαια ο κίνδυνος ότι οι πρώην Ναζί μπορεί να οδηγούνταν σε πράξεις νεοναζισμού εάν ωθούνταν σε ένα γκέτο δυστυχίας και απελπισίας. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις εργασίες και το σεβασμό για την ανοικοδόμηση μιας Νέας Γερμανίας η μεγάλη πλειοψηφία
αυτής της ομάδας θα συμφωνούσε εύκολα στα νέα δημοκρατικά πρότυπα της
Γερμανίας. Έτσι λοιπόν η γενική πολιτική να ́ ́εξημερώσει ́ ́ τους πρώην ναζί
μέσω της ευγένειας πρέπει εντούτοις να θεωρηθεί πολιτική επιτυχία. Επειδή ο
νεοναζισμός είχε αποδειχθεί μια μη αμελητέα δύναμη στη ∆ημοκρατία της
Βόννης. Αλλά και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του της <<άγριας αλεπούς>> ένα ιδιόμορφο μείγμα από βαθιά προσήλωση σε αρχές που διαμόρφωναν τις πεποιθήσεις του , τακτική πονηριά και ικανότητα προσαρμογής που αποδείκνυε στα περισσότερα καθημερινά προβλήματα – μπορούσαν οι ∆υτικογερμανοί να ταυτισθούν, όπως απέδειξαν με τις στρατηγικές που εφάρμοσαν, για να επιβιώσουν κατά τον πόλεμο και μετά από αυτόν. Μετά τα αρνητικά βιώματα από τους μεγαλορρήμονες και διεφθαρμένους εκπροσώπους του ναζιστικού καθεστώτος, στους περισσότερους ∆υτικοευρωπαίους επιδρούσε η λιτότητα και η βαθιά συναίσθηση καθήκοντος του πρώτου τους καγκελάριου ως μια ευεργετική αντίθεση, παρόλο που το λεξιλόγιο και η διάλεκτος του Ρήνου που χρησιμοποιούσε ο Αντενάουερ προκαλούσε θυμηδία σε μερικούς ανθρώπους του πνεύματος. Σύμφωνα με αυτά, η προσωπικότητα και η πολιτική του Αντενάουερ αντιστοιχούσε στο σύστημα επιβίωσης των Γερμανών κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία <<περισσότερο να είσαι παρά να φαίνεσαι>>.
Το πρόβλημα των προσφύγων και η οικονομική άνθηση της Γερμανίας
Μια άλλη αρκετά μεγάλη ομάδα πιθανών ριζοσπαστών ήταν οι δέκα
εκατομμύρια πρόσφυγες από την ανατολή. Αφομοιώθηκαν στη ∆υτική
Γερμανία κατά την διάρκεια της εποχής Αντενάουερ. Υπήρξε βέβαια αρχικά
πολλή τριβή μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων, όπου το 1949
υπολογίζονταν ότι το 40-τοις-εκατό-του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες.
Ένα από τα πρώτα βήματα της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν
να απορροφήσει με την χρήση ομοσπονδιακών κεφαλαίων ένα μεγάλο
αριθμό προσφύγων στις βιομηχανικές περιοχές του Ρουρ και του Βότεμπεργκ
προκειμένου επιτευχθεί μια οικονομική ανάκαμψη. Οι πρόσφυγες, φυσικά
ανυπόμονοι με την αργή αφοσίωση τους στη ∆υτικογερμανική κοινωνία που
διαμορφώνονταν το 1950 δημιούργησαν ένα ειδικό συμβαλλόμενο μέλος,
(Μία ένωση από εκείνους που αποβάλλονταν από τις πατρίδες τους και από
εκείνους που στερούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα). Αυτό το
συμβαλλόμενο μέρος ήταν πρώτιστα ομάδα πίεσης για να εξασφαλισθεί η
υλική αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστησαν οι πρόσφυγες. Έτσι ο
Αντενάουερ προσπάθησε να τους προσεγγίσει.
O κύριος παράγοντας στην αφομοίωση των προσφύγων αποδείχθηκε,
εντούτοις, το ́ ́Γερμανικό Θαύμα ́ ́. Αυτό άρχισε με τη μεταρρύθμιση του
νομίσματος το 1948 και συνεχίσθηκε σταθερά έκτοτε. Οι πρόσφυγες
αποδείχθηκαν οικονομικό προτέρημα σε μια χώρα που άρχισε σύντομα να
πάσχει από μια χρόνια έλλειψη εργασίας. Η απελπισμένη προσπάθεια των
περισσοτέρων προσφύγων να ανακτήσουν την προηγούμενη κοινωνική και
οικονομική θέση τους έκανε πρόθυμους τους εργαζόμενους. Αυτό το
οικονομικό θαύμα ήταν δίπλα στα κέρδη που επιτυγχάνονταν από την
εξωτερική πολιτική του Αντενάουερ η πιο ευδιάκριτη επιτυχία της Βόννης.
Πολλή πίστωση πρέπει επίσης να δοθεί στην πολιτική ελεύθερης
οικονομίας του Υπουργού οικονομικών Ludwig Erhard. Ενώ ο Αντενάουερ και
ο Erhard αναφέρθηκαν στις αρχές laisser faire η κυβέρνηση τους , εντούτοις,
διαδραμάτισε έναν μεγάλο ρόλο στην οικονομία . ∆ιαμόρφωσε τα
εφημερεύοντα κρατικά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένου του
μακροχρόνιου μη αμφιλεγόμενου συστήματος της εθνικής ασφάλειας υγείας.
Το γερμανικό κράτος κοινωνικής πρόνοιας προέβλεπε μια ιδιαίτερη
ανακατανομή του εισοδήματος δεδομένου ότι χρηματοδοτείται από τους
φόρους που λαμβάνονται πρώτιστα από τους πλουσίους, ενώ τα
προγράμματα του ωφελούν πρώτιστα τους φτωχούς. Οι γερμανοί αγρότες
έλαβαν μεγάλες επιχορηγήσεις. Επιπλέον η εξαγωγή κεφαλαίου στα
αποκαλούμενα αναπτυσσόμενα έθνη είχε την ασφάλεια των κυβερνητικών
εγγυήσεων. Ο αντίκτυπος της οικονομικής ανάπτυξης ήταν ιδιαίτερα εμφανής
στη ψυχολογική αφομοίωση της εργατικής τάξης στη ∆υτική γερμανική
κοινότητα, μέσω ενός νόμου που κατατέθηκε από την κυβέρνηση Αντενάουερ
όπου οι εργαζόμενοι στις εταιρείες είχαν πλήρη δικαιώματα ψήφους
εκλέγοντας τους ́ ́διευθυντές εργοστασίων ́ ́ καθώς και πρόσβαση σε τομείς
της επιχείρησης. Ήταν η αρχή μιας νέας εποχής της ́ ́γνήσιας βιομηχανικής
δημοκρατίας ́ ́.
Την απαραίτητη βάση για την επιτυχημένη πολιτική της πολιτικής
ανοικοδόμησης και της κοινωνικής ειρήνευσης, στην οποία πρέπει να
συνυπολογισθεί ιδιαίτερα η ένταξη στη ∆υτικογερμανική κοινωνία
εκατομμυρίων προσφύγων και εκτοπισθέντων, αποτελούσε η οικονομική
άνοδος, η οποία, μετά την έκρηξη του πολέμου της Κορέας το 1950, οδήγησε
σε μια οικονομική άνθηση που διατηρήθηκε μέχρι την δεκαετία του ́60. Η
φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, την οποία ασκούσαν τα κόμματα της
ένωσης υπό την προεδρεία του Λούντβιχ Έρχαρντ, τράβηξε ολοφάνερα τους
μακριά από την εποχή της πείνας, της ανέχειας και της ένδειας και τους
οδήγησε σε μια δυναμική εποχή, όπου κυριαρχούσαν επιθυμίες κυρίως
υλιστικού περιεχομένου, για τις οποίες καταβάλλονταν αντίστοιχες
προσπάθειες. που συνδυάζονταν με ένα έντονο ενδιαφέρον για διατήρηση
της συνέχειας και της ασφάλειας. Η φράση ́ ́κανένα πείραμα ́ ́ δεν
αποτελούσε μόνο ένα πολύ επιτυχημένο σύνθημα κατά την προεκλογική
εκστρατεία του 1957, αλλά σφράγισε και μια ολόκληρη δεκαετία.
Ο Αντενάουερ ως πολιτικός και η δημιουργία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU).
Αρχικά ο Κόνραντ Αντενάουερ ήταν μέλος του μεσαίου κόμματος το
οποίο εμφόρειτο από τις αρχές των καθολικών, πλην όμως δεν τον εμπόδισε
να αντιληφθεί πρώτος τον άνεμο της αλλαγής και να πρωτοστατήσει στην
δημιουργία της χριστιανοδημοκρατικής ένωσης (CDU), στο πλαίσιο της
οποίας οι καθολικοί και οι προτεστάντες για πρώτη φορά έθαψαν τις χρόνιες
διαμάχες τους και παρουσίασαν ένα ισχυρό αντίλογο βασισμένο στις
χριστιανικές αξίες απέναντι στον ανερχόμενο ναζισμό. Όταν οι ναζιστές
ανήλθαν στην εξουσία ο Αντενάουερ έχασε όλες τις εξουσίες του διώχθηκε
φυλακίσθηκε και τελικά κλείσθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η πολιτική
καριέρα όμως του Αντενάουερ ήταν ήδη μακρά και ο ίδιος ήταν
αποφασισμένος να βγάλει την χώρα του από το τέλμα στο οποίο την είχε ρίξει ο πόλεμος και από τη σύγχυση την οποία είχαν δημιουργήσει τα
αντικρουόμενα συμφέροντα των συμμάχων.
Το κόμμα των χριστιανοδημοκρατών κατέφερε με τις κινήσεις του
Αντενάουερ να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμμάχων, να επεκτείνει τις
δυνάμεις του στη χώρα και έτσι σταδιακά άρχισε να εμφανίζεται η πρώτη
μορφή μιας Γερμανικής Ομοσπονδίας. Το 1949 έγινε πρόεδρος της
χριστιανοδημοκρατικής ένωσης όλης της ∆υτικής Γερμανίας. Στις πρώτες
γενικές εκλογές σε αυτό το πρώιμο Γερμανικό κράτος κατάφερε με τη βοήθεια
της χριστιανοδημοκρατικής ένωσης CSU να κερδίσει 139 από τις συνολικά
402 έδρες του κοινοβουλίου. Και έτσι στις 15 Σεπτεμβρίου του 1949 κατάφερε
να σχηματίσει κυβέρνηση με πλειοψηφία μόνο μιας ψήφου και να γίνει για
πρώτη φορά καγκελάριος. Αντιτάχθηκε σθεναρά στις σοσιαλιστικές ιδέες και
πολέμησε με πάθος τις αρχές της κοινοκτημοσύνης και της αταξικής
κοινωνίας. Αντίθετα προέβαλε ως βασική του θέση την από τον νόμο
ελεγχόμενη ιδιωτικοποίηση. Σύμφωνα με το κοινωνικό μοντέλο του το κράτος
θα έπρεπε να παρέχει στους πολίτες όλες τις διευκολύνσεις αλλά και τις
εγγυήσεις διατηρώντας μόνο την νομική εποπτεία προκειμένου να μπορέσουν
αυτοί να αναπτύξουν ελεύθερα τις εμπορικές οικονομικές και πνευματικές
τους δραστηριότητες. Φυσικά η πολιτική πλατφόρμα του CDU από ένα σημείο
και μετά επεκτάθηκε και πέρα των αρχών του Αντενάουερ σε προγράμματα
πιο σοσιαλιστικής φύσεως, όμως ο Αντενάουερ διατήρησε ήπια στάση και
φάνηκε πραγματιστής και διαλλακτικός όπου χρειάσθηκε, προκειμένου να μην
δημιουργηθούν εντάσεις και τριβές.
Ο βασικός τους στόχος ήταν η ομοσπονδιοποίηση της ∆υτικής
Γερμανίας και οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας με τους πάλαι ποτέ εχθρούς
της. Το 1950 έκανε την Γερμανία μέλος του συμβουλίου της Ευρώπης και το
1951 μέλος της κοινότητας χάλυβα και άνθρακα όπου ήταν η αρχή της
συνεργασίας με την Γαλλία και την μετέπειτα δημιουργία της ευρωπαϊκής
κοινότητας. Το 1952 παρουσίασε το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Αμυντικής
Κοινότητας. Το 1954-55 όταν η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα κατέρρευσε
κατάφερε να γίνει η ∆υτική Γερμανία αποδεκτή στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Και
το 1957-58 την έκανε μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Ο
συνασπισμός CDU και CSU κέρδισε τις εκλογές του 1953 και του 1957
αυξάνοντας όλο και περισσότερο την ισχύ του. Ο Αντενάουερ ήταν ο
αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ∆υτικής Γερμανίας και ο άνθρωπος στον οποίο οι ξένες δυνάμεις αναγνώριζαν έναν άξιο συνομιλητή.
Η εποχή του Αντενάουερ περιλαμβάνει τρεις βουλευτικές περιόδους
του Γερμανικού ομοσπονδιακού κοινοβουλίου. Ήδη στα τέσσερα πρώτα
χρόνια της περιόδου που υπηρέτησε ως καγκελάριος στη ∆υτική Γερμανία
είχε διαμορφωθεί το πλαίσιο του πεδίου κοινωνικών δυνάμεων που είναι
απαραίτητο για κάθε δημοκρατικό πολίτη. Απέναντι σε ένα ισχυρό και
συνειδητοποιημένο ενιαίο σωματείο εργαζομένων στέκονταν οι ενώσεις των
επιχειρηματιών και της βιομηχανίας οι οποίες αποδεικνύονταν κάπως πιο
ισχυρές σε περίπτωση που έπρεπε να ληφθεί κάποια απόφαση. Οι εκκλησίες
ανέπτυξαν μια σχέση συντροφικότητας προς το νέο κράτος και το στήριξαν.
Οι άνθρωποι του πνεύματος τηρούσαν στάση αναμονής και κρατούσαν
μάλλον κάποιες αποστάσεις, γιατί τους φαινόταν πως πολλή
́ ́αποκατάσταση ́ ́ ανακατεύονταν στη μέση. Παρόλο αυτά, τελικά
συμφωνούσαν, αν και με κάποια γκρίνια, με τους νέους συσχετισμούς, κυρίως επειδή δεν έμπαιναν περιορισμοί στην ελευθερία του δημοκρατικού τους πνεύματος.
Οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες συμφερόντων βελτίωναν το προφίλ
τους και αύξαναν την επιρροή τους όσο περισσότερο σταθεροποιούνταν η
κοινωνική κατάσταση στη χώρα, στην οικονομική άνοδο και την επιτυχείς
διακυβέρνηση της χώρας από τον Αντενάουερ. .Έτσι επί καγκελαρίας του
Αντενάουερ το κοινωνικό σύστημα του πολιτικού πλουραλισμού απέκτησε, σε
σχετικό μικρό χρονικό διάστημα σταθερά πλαίσια που έχουν διατηρηθεί στα
περισσότερα κράτη μέχρι σήμερα.
Σημαντικές δομικές αλλαγές στην Γερμανική οικονομία όπως κυρίως η
μείωση του αριθμού των απασχολημένων στο αγροτικό τομέα, η
πρωτοποριακές αλλαγές στο τομέα εξασφάλισης ενεργειακών πόρων μέσω
της πλήρους αντικατάστασης του κάρβουνου από το πετρέλαιο,
πραγματοποιήθηκαν χωρίς δραματικές κοινωνικές διενέξεις και σε μια
κοινωνική ατμόσφαιρα, η οποία σπάνια πρόσφερε ευκαιρίες για προβολή
συναισθημάτων σχετικών με τον ταξικό αγώνα και, παρά τις παλιές και νέες
κοινωνικές διαφορές ήταν προσανατολισμένη ιδίως προς τα πρότυπα και τις
προσδοκίες της μεσαίας τάξης.
Παρόλα αυτά, τόσο κατά την γνώμη των ανθρώπων εκείνης της εποχής
όσο και σύμφωνα με την ιστορική θεώρηση όπως αυτή είχε διαμορφωθεί
σήμερα αυτές οι εσωτερικές εξελίξεις ήταν, κατά κάποιο τρόπο, τυχαία
αποτελέσματα μιας συνολικότερης πολιτικής, το κέντρο βάρος της οποίας
αποτελούσε ο τομέας της εξωτερικής πολιτικής. Εκείνο το έργο του
Αντενάουερ που παραμένει στην ιστορία είναι η αποφασιστική πέρα από κάθε
αβέβαιο συμβιβασμό ένταξη της ομοσπονδιακής δημοκρατίας στο αμυντικό
και συμμαχικό σύστημα της δύσης υπό την ηγεσία των Αμερικανών. Για την
ολοκλήρωση της ένταξης αυτής ο καγκελάριος διακινδύνευσε, παρά τις
εσωτερικές σημαντικές αντιδράσεις την επίτευξη του επανεξοπλισμού της
∆υτικής Γερμανίας. Κυρίως όμως υπέμεινε την σκληρή κατηγορία η οποία
κυριαρχούσε επί μία δεκαετία στις πολιτικές αντιπαραθέσεις ότι δεν
εκμεταλλεύθηκε, σε ικανοποιητικό βαθμό, τις πραγματικές ευκαιρίες για την
ενοποίηση της Γερμανίας και μάλιστα ότι στην πραγματικότητα ότι δεν
ενδιαφέρονταν καθόλου για την ενοποίηση παρά τις διαβεβαιώσεις του επί
του αντιθέτου.
Παράλληλα με τις εσωτερικές πολιτικές φιλονικίες για την οικονομική
και κοινωνική πολιτική αυτή η εξωτερικής πολιτικής διαμάχη ανάμεσα στο
αντιπολιτευτικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υπό τον Κούρτ Σουμάχερ από την
μία πλευρά και του Αντενάυουερ με την ευρεία πολιτική του ομάδα από την
άλλη, αποτελούσε το θέμα που ερέθιζε τα πνεύματα που κυριαρχούσαν στην
πολιτική σκηνή της Γερμανίας κατά την περίοδο της δεκαετίας του ́50.
Συγχρόνως με τον στόχο να μην εκτεθεί η ομοσπονδιακή ∆ημοκρατία η οποία
βρισκόταν σε στάδιο ανοικοδόμησης, σε κινδύνους και σε παρακινδυνευμένες ενέργειες τηρώντας μια στάση ανάμεσα στους μεγάλους συνασπισμούς ισχύος, ή ακόμα για να μην υποστεί επέμβαση από την Σοβιετική Ένωση και για να εξασφαλίσει την προστασία των δυτικών δυνάμεων, επιδίωξε ο Αντενάουερ, με μεγάλη επιμονή, την πραγματοποίηση του δεύτερου μεγάλου στόχου τους : να καταστήσει, βαθμιαία, την Ομοσπονδιακή ∆ημοκρατία της Γερμανίας έναν οικονομικά ισχυρό και αργότερα στρατιωτικό ισχυρό εταίρο στα πλαίσια της δυτικής συμμαχίας. Γι ́ αυτό το σκοπό πόνταρε αποτελεσματικά στο χαρτί Ευρώπη, όσο αυτό μπορούσε να παιχθεί στην δεκαετία του πενήντα κατά την οποία πλήθαιναν συνεχώς οι τάσεις για ενίσχυση της έννοιας του εθνικού κράτους.
Το ότι ο Αντενάουερ, σε αυτή τη προσπάθεια, γνώριζε ίσως ότι η
πλειοψηφία των Γερμανικού λαού στέκονταν πίσω του, το απέδειξαν με
σαφήνεια οι εκλογικές αναμετρήσεις του 1953 και του 1957 που ήταν κατά
κύριο λόγο επιτυχείς για τα κόμματα της ένωσης (CDU CSU). Στις εκλογές του 1961 ωστόσο ο κυβερνητικός συνασπισμός απώλεσε μέρος δυνάμεις του και προκειμένου να κατακτήσει και πάλι την εξουσία έπρεπε να συνεργασθεί ξανά με τους ελευθεροδημοκράτες ( πράγμα το οποίο είχε πετύχει το 1949 το 1953 αλλά όχι και το 1957 ). Οι ελευθεροδημοκράτες έθεσαν έναν όρο: να
παραδώσει την καγκελαρία μόλις ολοκλήρωνε το έργο του αλλά προτού
εξαντληθεί η θητεία του κοινοβουλίου.
Ο Αντενάουερ τήρησε την υπόσχεση του. Κέρδισε τις εκλογές πέτυχε
τον μεγάλο στόχο και απεχώρησε δίνοντας την καγκελαρία στον πολιτικό του αντίπαλο Λούντβιχ Έρχαρντ το οποίο ο Αντενάουερ είχε προσπαθήσει να τον εξοντώσει πολιτικά ο 1959 καθώς ο Ερχαρντ ως Υπουργός Οικονομικών από το 1949 εθεωρείτο ο αρχιτέκτονας του οικονομικού θαύματος της
μεταπολεμικής Γερμανίας και ασκούσε επιπλέον έντονη κριτική στο έργο του
Αντενάουερ. Αλλά και το 1961 με την ανέγερση του τοίχους του Βερολίνου,
είχε ήδη αλλάξει όχι μόνο η εσωτερική πολιτική κατάσταση της Γερμανίας,
αλλά και η διεθνής πολιτική κατάσταση τόσο καθοριστικά που η πολιτική του
Αντενάουερ και η κοσμοθεωρία του φαίνονταν ξεπερασμένες και
απαρχαιωμένες.
Ο καγκελάριος όμως Αντενάουερ είχε και τα ελαττώματα του. Μία
ισχυρή ράβδωση του αυθαίρετου απολυταρχισμού, εάν όχι η μεγαλομανία,
ήταν πράγματι η μεγάλη ρωγμή στο πολιτικό του ύφος. Ήταν όχι μόνο
γεννημένος αυτοκράτορας, αλλά είχε γίνει πλήρως κυνικός. Ήταν βαθιά
πεπεισμένος ότι η εξωτερική πολιτική του ήταν η μοναδική σωστή για την
∆υτική Γερμανία. Ήταν επίσης βέβαιος ότι μια νίκη των σοσιαλιστών πρέπει
να αποφευχθεί με οποιοδήποτε τίμημα. Γι ́ αυτό το λόγο δεν δίστασε να
χρησιμοποιήσει μέσα εκφοβισμού προκειμένου να διατηρηθεί αυτός και το
κόμμα που ηγείτο στην εξουσία.
Συμπεράσματα
Οι επιτυχίες του καγκελάριου Αντενάουερ ιδιαίτερα στο τομέα της
εξωτερικής πολιτικής έδωσαν γόητρο στην μεταπολεμική Γερμανία. Και ποιος
ήταν ο μεγάλος ο μεγάλος του στόχος; Να συμφιλιώσει τη Γερμανία με τους
πρώην εχθρούς της και ειδικά με την Γαλλία. Και τα κατάφερε. Η συνθήκη για
τη γερμανογαλλική συνεργασία, η επονομαζόμενη και συνθήκη των Ηλυσίων,
υπεγράφη στις 22 Ιανουαρίου 1963 στο Παρίσι από τον Κόνραντ Αντενάουερ
και τον Τσαρλς Ντε Γκωλ. Η συνθήκη θέτει το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο της γερμανογαλλικής συνεργασίας και αποτελεί ως εκ τούτου τον θεμέλιο λίθο της. Ακόμη, επιφυλάσσει έναν εξέχοντα ρόλο στη νεολαία όσον αφορά τη σύσφιξη και εμπέδωση της διμερούς συνεργασίας.
Η συνθήκη των Ηλυσίων αποτελείται κυρίως από τρεις θεματικές
ενότητες: Εξωτερική πολιτική, Άμυνα και Παιδεία – Νεολαία. Εκτός αυτού
προβλέπει τουλάχιστον δύο συναντήσεις κατ ́ έτος των αρχηγών κρατών και
κυβερνήσεων, αλλά και συναντήσεις των Υπουργών Εξωτερικών τουλάχιστον
κάθε τρίμηνο.
Κύρια σημεία στην θεματική ενότητα της εξωτερικής πολιτικής
αποτελούν οι περιοδικές συναντήσεις για ανταλλαγή απόψεων σε όλα τα
καίρια ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, η ανάπτυξη της συνεργασίας στο
τομέα της ανταλλαγής των πληροφοριών, η σύγκριση και συμπλήρωση των
αναπτυξιακών προγραμμάτων καθώς και η συνεργασία στα πλαίσια της
ενιαίας αγοράς και άλλων τομέων της οικονομικής πολιτικής.
Βασικά συστατικά στο τομέα της άμυνας είναι η σταδιακή σύμπλευση
σε ζητήματα στρατηγικής και τακτικής με στόχο τη δημιουργία κοινών
αμυντικών δομών, η ίδρυση γερμανογαλλικών ινστιτούτων διεξαγωγής
επιχειρησιακών ερευνών, η ενίσχυση του προγράμματος ανταλλαγής
προσωπικού μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δυο χωρών, η εξέλιξη
κοινών αμυντικών προγραμμάτων και τέλος η συνεργασία στα πλαίσια της
προστασίας του άμαχου πληθυσμού.
Όσον αφορά τον τομέα της παιδείας και της νεολαίας, ως στόχοι έχουν
προσδιορισθεί η προώθηση εκμάθησης της γλώσσας του εταίρου, η εισαγωγή
του μαθήματος της γαλλικής και γερμανικής γλώσσας σε όλα τα
πανεπιστημιακά ιδρύματα, η λήψη μέτρων για την αμοιβαία αναγνώριση των
πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών, η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ
ερευνητικών ιδρυμάτων και επιστημονικών φορέων και τέλος η δημιουργία
του γραφείου γερμανογαλλικής νεολαίας.
Επιπλέον πέρα από την ανωτέρω συνθήκη είναι πιθανόν ότι ήταν ο
μέγιστος γερμανός πολιτικός μετά τον Βίσμαρκ. Πήρε το τιμόνι μιας χώρας και κατάφερε και πέτυχε την κυριαρχία του σε έξι χρόνια. Μετέτρεψε μια νικημένη και ανυπεράσπιστη Γερμανία σε μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη δίνοντας και την αποτελεσματική υποστήριξη του στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ενότητας και της ατλαντικής αλληλεγγύης.
Οι εσωτερικές και εξωτερικές βάσεις της πολιτικής παρουσίας της
Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας, οι οποίες τέθηκαν στην εποχή του Αντενάουερ,
αποδείχθηκαν τόσο σταθερές, που ακόμα και ηγετικά στελέχη του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. (SPD) και του Ελεύθερου ∆ημοκρατικού
Κόμματος (FDP) αναγνώρισαν, τελικά, τη μεγάλη πολιτική συνεισφορά του
Αντενάουερ, ιδιαίτερα το 1969, όταν ανέλαβαν αυτοί την διακυβέρνηση της
Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας. Η φράση ́ ́ αυταρχικός ηγέτης ́ ́ που συχνά
τότε συσχετιζόταν με το ύφος άσκησης της εξουσίας έχει θολώσει. Η
παρομοιώδης απλότητα του πολιτικού του λόγου και η ευθύτητα με την οποία
έβλεπε τα πράγματα, αντιμετωπίζονται με επιείκεια, γιατί θεωρούνται ορθές.
Ωστόσο, όσο και αν διατηρείται μέχρι σήμερα το επίτευγμα του σχετικά με την ένταξη στη δύση και το δέσιμο της δυτικογερμανικής πολιτικής στο άρμα της Ευρώπης, όσο και αν αποδείχθηκαν λειτουργικοί οι πολιτικοί θεσμοί του
θεμελιώδους νόμου, οι χριστιανοδημοκράτες απώλεσαν, με την αποχώρηση
του Αντενάουερ, το μοναδικό τους πολιτικό που διέθετε το ύψος του πολιτικού ηγέτη. Στα τέλη της δεκαετίας του ́60, δεν μπόρεσαν να εγγυηθούν στους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι θα δώσουν στη γερμανική πολιτική και τη
δημοκρατία την ώθηση εκείνη που ήταν απαραίτητη για το μέλλον.
Η εποχή Αντενάουερ ήταν καθοριστικής σημασίας για την θεμελίωση
του πολιτικού συστήματος της Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας της Γερμανίας. Η
δεκαετία του ́50 μπορεί να θεωρηθεί ως η παιδική ηλικία στη ζωή της
παλαιάς Ομοσπονδιακής ∆ημοκρατίας. Σε αυτό το χρονικό διάστημα των
δέκα ετών, μετά τα βιώματα της αποτυχίας και διάψευσης των προσδοκιών
επί ∆ημοκρατίας της Βαιμάρης και της καταπίεσης επί της ναζιστικής
δικτατορίας, οι Γερμανοί έμαθαν με κόπο, να κάνουν τα πρώτα τους βήματα
στη ∆ημοκρατική συμπεριφορά. Κατά αυτή τη διαδικασία εκμάθησης
προστατεύθηκαν στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής από την συμμαχία με τις ΗΠΑ την δυτική υπερδύναμη και την προκαταβολική εμπιστοσύνη των
δυτικοευρωπαίων γειτόνων της. Στη εσωτερική πολιτική, παροτρύνθηκε από
τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της δεύτερης γερμανικής
δημοκρατίας επικεφαλής της οποίας βρισκόταν η ισχυρή και αυστηρή πατρική
μορφή του Αντενάουερ ο οποίος παρέμεινε πρόεδρος του CDU ως το 1966
και απεβίωσε το 1967.Στη κηδεία του παραβρέθηκαν οι ηγέτες της Γαλλίας,
των Ηνωμένων Πολιτειών, πολλών άλλων χωρών, ακόμα και ο ηγέτης του
νεοισραηλινού κράτους Ντέιβιντ Μπέν Γκουριόν.
Βιβλιογραφία
Ιστοσελίδες :
1.www.Adenauer Era.htm ( διαμέσω google)
2.www.west-germany.htm ( διαμέσω google)
3.www.ifa.gr (διαμέσω in.gr)
Eλληνική βιβλιογραφία:
1.Παναγιώτης Ήφαιστος. ∆ιπλωματία κ ́ Στρατηγική των Μεγάλων
Ευρωπαϊκών ∆υνάμεων Γαλλίας Γερμανίας Μεγάλης Βρετανίας. Εκδόσεις
Ποιότητα.
2.Kurt Sontheimer, Wilhelm Bieek. Tο πολιτικό σύστημα της Γερμανίας.
Εκδόσεις Παπαζήση.
Ξένη βιβλιογραφία:
1.Steven George, Ian Bach. Politics in European Union. Oxford Press
University.
Περιοδικά :
Το βήμα ιστορία. Οι πρωταγωνιστές του 20ου αιώνα. Κυριακή 25 Αυγούστου
2002. Τεύχος 20.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου