Περιοδικό Άρδην τ. 52
Tα τελευταία χρόνια, ένα ρεύμα σκέψης αναπτύσσεται στην Ελλάδα, η λεγόμενη «αρχαιολατρία», το οποίο διαπλεκόμενο εφεξής με τον εσωτερισμό, την αστρολογία και το «υπερφυσικό», συγκροτεί έναν ευρύτερο ανορθολογικό χώρο. Στο παρελθόν, το ρεύμα αυτό παρέμενε στα πλαίσια της «αρχαιοπληξίας», που όχι μόνο θεωρεί την παράδοση, και ειδικά την ανυπέρβλητη έως σήμερα αρχαία Ελλάδα, ως ένα «πρότυπο» για τη σημερινή πραγματικότητα αλλά επιθυμεί μια κυριολεκτική «επιστροφή» σε αυτήν. Παρά τα φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά αυτού του χώρου —εκτός από μια σύντομη αναφορά μας στον μύθο της «Ομάδος Ε»— η προσπάθεια του περιοδικού κατέτεινε σε μια εμπεριστατωμένη απάντηση στην λογική της αντιπαράθεσης ελληνισμού και ορθοδοξίας [Βλέπε ιδιαίτερα το τεύχος 27 του Άρδην με αφιέρωμα «το πέρασμα από την αρχαιότητα στον χριστιανισμό», όπου φιλοξενήθηκαν και μερικές από τις σοβαρότερες φωνές του συγκεκριμένου «χώρου»]. Απέναντι στην «εκσυγχρονιστική λαίλαπα» που εξακολουθεί να αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα προς αντιμετώπιση, επιχειρούμε να διατυπώσουμε έναν σοβαρό και σφαιρικό λόγο για την την ελληνικότητα και την αρχαία Ελλάδα [βλέπε επανειλημμένα αφιερώματα στο γλωσσικό ζήτημα καθώς και το αφιέρωμα στον Κώστα Παπαϊωάννου], αποκλείοντας τόσο τους αρχαιολατρικούς φονταμενταλισμούς όσο και τις ακροδεξιές φυλετιστικές και ρατσιστικές λογικές — ο ελληνικός πολιτισμός είναι τόσο σημαντικός ώστε δεν χρειάζεται την συνηγορία του κ. Πλεύρη. Πάντα πιστεύαμε πως η διαμόρφωση ενός αντίπαλου δέους στην εκσυγχρονιστική παγκοσμιοποίηση προϋποθέτει την συστηματική αντιπαράθεση ενός έλλογου και συνθετικού οικοδομήματος.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στον «χώρο», η εισβολή και κατακυριάρχηση του ανορθολογισμού, η ανάδειξη εντύπων και τηλεοπτικών «προσωπικοτήτων» που διασύρουν τόσο τον ελληνισμό όσο και τη στοιχειώδη λογική και η συνακόλουθη υποχώρηση των πιο σοβαρών εκδοχών στο εσωτερικό του –ή ακόμα και η σταδιακή προσχώρηση ορισμένων στον ανορθολογισμό, «γιατί πουλάει»– μας υποχρεώνουν πλέον σε μια πιο συστηματική αντιμετώπιση του φαινομένου. Γιατί αν στη δεκαετία του 1970, και εν μέρει του 1980, για την αρχαία Ελλάδα, μ’ έναν καινοτόμο και δημοκρατικό στοχασμό, μιλούσαν προοδευτικοί Νεοέλληνες στοχαστές, όπως ο Καστοριάδης, ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, τα τελευταία δέκα χρόνια, οι σοβαροί στοχαστές αρχίζουν να επικαλύπτονται από τον ορυμαγδό μιας συνωμοσιολογικής, ή και φασιστοειδούς αντίληψης ποικιλώνυμων «ερευνητών» που λυμαίνονται τον έντυπο και ραδιοτηλεοπτικό χώρο.
Η μετάβαση αυτή δεν είναι τυχαία: στα πρώτα «επαναστατικά» και ελπιδοφόρα μεταπολιτευτικά χρόνια, η αναφορά στην άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας λειτουργούσε ως ένα πρότυπο για μια σύγχρονη διεύρυνση των ελευθεριών, ενώ στη μετά το 1989 εποχή, και κυρίως μετά το 2000, η προσφυγή στους αρχαίους προγόνους ως εξωγήινους, υπερανθρώπους ή ημίθεους, αντανακλά την εξάντληση και την παρακμή της μεταπολίτευσης. Επιπλέον, και ίσως το σημαντικότερο, χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να πληγεί ο σύγχρονος ελληνισμός, στα πλαίσια ενός γενικευμένου ιδεολογικού εμφυλίου πολέμου. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται μια εκτεταμένη ανάλυση του φαινομένου. Τόσο μάλλον που τα τελευταία χρόνια ακόμα και τα ίδια τα έντυπα αυτού του χώρου εξαχρειώνονται προοδευτικά, μεταβάλλοντας ακόμα και την αρχική γραμμή πλεύσης τους, αναδεικνύοντας το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιπέσει — ένδειξη συνάμα και της βαθύτατης παρακμής της χώρας μας. Έτσι, μέσα σε τριάντα χρόνια, περάσαμε από τον Περικλή στους εξωγήινους και από τον Καστοριάδη στον… Φουράκη.
Το παρόν αφιέρωμα εντάσσεται, λοιπόν, σε μία λογική στοιχειώδους αυτοπροστασίας της ελληνικότητας, της αρχαίας Ελλάδας, του ελληνισμού. Η πλειοψηφία του –ψευδώς– αποκαλούμενου «αρχαιολατρικού χώρου», θα έπρεπε μάλλον να χαρακτηρίζεται πλέον ως «χώρος κατασυκοφάντησης του αρχαίου ελληνισμού». Επιπροσθέτως, στην τρέχουσα εκδοχή του, λειτουργεί ως όργανο μιας ακόμα βαθύτατης διάσπασης των Ελλήνων, πέρα από τις παραδοσιακές κομματικές. Μιας διάσπασης ανάμεσα σε «Έλληνες» και «Ρωμιούς», ανάμεσα σε γένος και έθνος-κράτος, ανάμεσα σε ορθόδοξους και μη. Μιας διάσπασης η οποία δεν στηρίζεται σχεδόν πουθενά, διότι συσκοτίζουν το γεγονός πως, σήμερα, Έλληνες και Ρωμιοί είναι ένα και το αυτό, πως από το κάποτε μεγάλο γένος μας έχει απομείνει πλέον, σχεδόν αποκλειστικά, το έθνος-κράτος μας και η απειλούμενη Κύπρος, και πως, για δεκαεφτά αιώνες, όλοι μας, θρησκευόμενοι και μη, χριστιανοί και «παγανιστές», πορευθήκαμε κάτω από τα σχήματα της ορθοδοξίας, και πως αυτή αποτελεί την πρόσφατη παράδοσή μας, έχοντας αναχωνεύσει στο εσωτερικό της και την αρχαιοελληνική.
Μπορεί κάποιοι να μην είναι ικανοποιημένοι από το βαθμό αποδοχής της ελληνικότητας από την ορθοδοξία. Θα έπρεπε όμως να προβάλλουν τη δική τους αντίληψη με πνεύμα αλληλεγγύης, συναντίληψης και συμπόρευσης.
Η λογική της διάσπασης και του εμφυλίου
Είναι γνωστό πως η πάλη γύρω από την ιστορία και την παράδοση είναι καθοριστικής σημασίας σε στιγμές που το παρόν εμφανίζεται, και είναι όντως, ζοφερό, οπότε λαοί και άτομα καταφεύγουν στην ιστορία για να διδαχθούν και να αμυνθούν.
Αυτό συνέβη τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα. Οι Έλληνες, σε μια εποχή κρίσης και αποσύνθεσης της ταυτότητάς τους –τα τελευταία δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια–, κατέφυγαν στην ιστορική τους μνήμη. Αλλά η ιστορία και η παράδοση των Ελλήνων αναπτύσσεται σε τρεις ιστορικούς αναβαθμούς: τον αρχαίο, τον μεσαιωνικό και τον σύγχρονο. Μια σφαιρική αντίληψη για τον ελληνισμό πρέπει να αναφέρεται και στα τρία αυτά στάδια, αν θέλει να μην είναι μεροληπτική, άσχετα με το εάν κάποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για την αρχαία παράδοση, τη μεσαιωνική ή τη σύγχρονη, ενώ παράλληλα οφείλει να την αντιμετωπίζει στη σχετικότητά της και τη σύνδεσή της με το παρόν. Τέλος, τα αξιολογικά κριτήρια [του τύπου: αν τότε είχε συμβεί κάτι διαφορετικό, ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί αλλιώς κ.ο.κ.] δεν μπορούν να χωρέσουν στην ιστορία και την παράδοση. Όλοι ίσως θα θέλαμε να συνεχίζονταν και μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. οι μορφές άμεσης δημοκρατίας της αρχαίας Αθήνας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα πετάξουμε ολόκληρη τη μεταγενέστερη ιστορία μας. Είναι δική μας και πρέπει να την αποδεχθούμε, έστω και εάν δεν συμφωνούμε με πολλές από τις εκφάνσεις της.
Η ιδεοληπτική και μεροληπτική χρήση της ιστορίας, η ανάληψη και η προβολή με μεγεθυντικό φακό μιας ιστορικής περιόδου, με κριτήρια αξιολογικά, οδηγεί σε παραμορφώσεις, αρχικά, και τερατογενέσεις τελικά.
Το ρεύμα της «επιστροφής» στον ελληνισμό αποτέλεσε τα προηγούμενα χρόνια τον κύριο αντίπαλο του ισοπεδωτικού «εκσυγχρονισμού» που θέλει να εξαφανίσει κάθε ιδιαίτερο πρόσωπο, έτσι ώστε να γίνει αποδεκτή η λογική των παγκοσμιοποιητών, η οποία προαπαιτεί την εξαφάνιση κάθε ιδιαιτερότητας. Εξ ου και τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν ένα σύνολο από στρατηγικές που αποσκοπούν στη συρρίκνωση και τη διάλυση του ρεύματος της αυτοσυνειδησίας. Ένας γενικευμένος πόλεμος κατά πάντων, μια εσωτερική διάσπαση του ελληνισμού είναι το κύριο στοιχείο αυτής της μεθόδευσης.
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στις τακτικές του «εκσυγχρονισμού», εκείνες της παρόξυνσης των εμφύλιων διαμαχών στο πεδίο της ιστορίας: το αύριο συγκρούεται με το σήμερα, το παρόν με το μόλις χθες, το πρόσφατο παρελθόν με το απώτερο. Έτσι διαλύεται η ενότητα της ελληνικής ιστορίας. Γι’ αυτούς άλλο ήταν οι αρχαίοι Έλληνες, άλλο το Βυζάντιο, άλλο η τουρκοκρατία, άλλο το σήμερα. Και εμείς είμαστε μόνον τα παιδιά του σήμερα, της «παροντικότητας». Γενικότερα, σε ό,τι αφορά στην ιστορία, τους ενδιαφέρει μόνον, ή κυρίως, εκείνη η πλευρά που παροξύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις και όχι μια συνθετική αντίληψη. Στην ελληνική επανάσταση του ’21 και τη διαμόρφωση του νεοελληνικού έθνους δεν επιλέγεται η κυρίαρχη εθνικοαπελευθερωτική πλευρά αλλά προβάλλεται ο «εσωτερικός αγώνας» ως η κύρια όψη. Η σύγκρουση διαφωτισμού-εκκλησίας ή οι εμφύλιες διαμάχες των Ελλήνων επαναστατών, από υπαρκτό –αλλά δευτερεύον– στοιχείο αναγορεύονται σε κυρίαρχο. Η αντίθεση με τους κατακτητές υποβαθμίζεται, και μάλιστα αναπτύσσονται ψευδή ιδεολογήματα για την υποτιθέμενη ηπιότητα της οθωμανικής κυριαρχίας, τα οποία κατατείνουν στην ιδεολογική προετοιμασία για την αποδοχή της επιστροφής της τουρκικής ηγεμονίας σήμερα.
Άλλο πρόσφατο κλασικό παράδειγμα αυτής της εκσυγχρονιστικής ιστοριογραφίας είναι η πληθώρα των βιβλίων που, από την αντίσταση ενάντια στους κατακτητές το 1940-44, μεταθέτουν το κέντρο βάρους και πάλι στην εμφύλια διαμάχη. Αυτή η δήθεν «ταξική» ιστοριογραφία προωθείται μάλιστα από τα πιο υποταγμένα στη νέα τάξη και τον εκσυγχρονισμό τμήματα της διανόησης και του πολιτικού φάσματος. Και το ζητούμενο είναι ακριβώς η υποταγή μας σε αυτή τη νέα τάξη και, επομένως, η παρόξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων, η αναζωπύρωση ξεπερασμένων «παραταξιακών» συγκρούσεων και η υποτίμηση για άλλη μια φορά του εθνικοαπελευθερωτικού στοιχείου των συγκρούσεων της Κατοχής.
Όμως ο κλασικός «εκσυγχρονισμός», επειδή έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την πραγματικότητα της συρρίκνωσης του ελληνισμού –οικονομικής, πολιτισμικής, γεωπολιτικής–, χάνει προοδευτικά την ιδεολογική μάχη. Ενισχύονται τα ρεύματα της ιδεολογικής αντίστασης και της καταφυγής στη διαχρονία μας. [Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του καθηγητή Σβορώνου που διαφεύγει πλέον από το εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο, έστω και με το έργο του, post mortem]. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να χρησιμοποιηθούν καινούργια όπλα, και κατ’ εξοχήν να επιδιωχθεί η αποσύνθεση του ίδιου του ρεύματος της επανεθνικοποίησης. Και ποιο μέσο θα ήταν προσφορότερο από την εσωτερική εμφύλια διαμάχη αυτού του χώρου και την αυτογελοιοποίησή του; Η αντίθεση, για παράδειγμα, οικουμενισμού και «εθνοκεντρισμού» στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, η οποία προσέλαβε τεράστια έκταση με το ζήτημα του Πατριαρχείου και των «νέων χωρών», κατατρώγει εδώ και πολλά χρόνια τον σύγχρονο ελληνισμό, τη στιγμή που η υλική βάση της αντίθεσης γένους και έθνους έχει πάψει να υπάρχει ήδη από το 1922 και τουλάχιστον μετά το 1960 και την έξοδο των Ελλήνων από την Πόλη.
Σε αυτή την κατεύθυνση η μεγαλύτερη στρέβλωση επιχειρείται μέσα από την πριμοδότηση της ψευδοαρχαιολατρίας, σε ό,τι αφορά στη μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό ελληνισμό και την ορθοδοξία. Εδώ, με βάση αμφίβολα κριτήρια αξιολόγησης του ιστορικού μας σώματος και της διαχρονίας μας, πραγματοποιείται ένα εγχείρημα μείζονος διχασμού του ενιαίου σώματος του ελληνισμού, μεταξύ ενός υποτιθέμενου «αυθεντικού» ελληνικού κόσμου και ενός «εβραϊκού» ορθόδοξου μεσαιωνικού ελληνισμού. Έτσι, το μεγάλο ζήτημα της περιόδου από το 300 π.Χ. έως το 300 μ.Χ. περίπου, για την παρακμή του ελληνισμού δεν είναι πλέον η καταστροφή της Κορίνθου, ο Μόμμιος, η Πύδνα κ.ο.κ., δεν είναι πλέον η υποταγή του ελληνικού κόσμου στη Ρώμη, αλλά ο σταδιακός εκχριστιανισμός του! Και παρασιωπάται το γεγονός πως η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και η διαμόρφωση του ορθόδοξου χριστιανισμού απετέλεσαν το βασικό στοιχείο της μερικής επανελληνοποίησης του ανατολικού ρωμαϊκού κόσμου! Παρασιωπάται, πως όταν, για παράδειγμα, οι Λατίνοι και οι Δυτικοί αναφέρονται στην Ορθοδοξία την χαρακτηρίζουν ως το «ελληνικό δόγμα» (rite Grec). Και όμως υπάρχουν πολλοί Έλληνες που επιχειρούν να ακρωτηριάσουν το σώμα ενός ήδη παραπαίοντος ελληνισμού σε αρχαίο και «αυθεντικά» ελληνικό, από τη μια, και ορθόδοξο –«ιουδαιοχριστιανικό»– από την άλλη κ.ο.κ. δημιουργώντας τις βάσεις για μια ακόμα εμφύλια σύρραξη στους κόλπους του.
Διότι, βέβαια, όπως δείξαμε, το πρόβλημα δεν έγκειται στο εάν προτιμούμε την πολιτειακή μορφή της αρχαίας Αθήνας από το αυτοκρατορικό Βυζάντιο –πράγμα που ισχύει φαντάζομαι για την πλειοψηφία των Ελλήνων. Όχι, αλλά το εάν συνιστούν και τα μεν και τα δε στιγμές της ιστορικής μας διαχρονίας, που τις αναλαμβάνουμε στο σύνολό τους, διότι αποτελούν εξ ίσου στοιχεία της παράδοσής μας. Διότι εάν αποκόψουμε από την ιστορική μας διαδρομή τους τελευταίους... 17 αιώνες, οδηγούμαστε αναγκαστικά σε μια τερατογένεση. Και αυτή θέλουμε να περιγράψουμε, τόσο στο τρέχον αφιέρωμα όσο και σε όσα τεύχη χρειαστεί στη συνέχεια (τουλάχιστον σε ένα ακόμα).
Αρχαία Ελλάδα και ορθοδοξία
Κατ’ αρχάς, όπως έχουμε πλειστάκις τονίσει [βλέπε και το ειδικό αφιέρωμα του Άρδην “Ελληνισμός και Χριστιανισμός”, τεύχος 28, Δεκέμβρης 2000-Γενάρης 2001], ο χριστιανισμός δεν αναπτύσσεται σε άμεση χρονική συνάφεια με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά με τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό κόσμο. Η αρχαία πόλις, ως αυτόνομη πολιτειακή οντότητα, έχει ήδη καταστραφεί από την εποχή των ελληνιστικών χρόνων, πολλούς αιώνες πριν. Δεν είναι λοιπόν το Βυζάντιο και ο χριστιανισμός που κατέστρεψαν τον ελληνικό κόσμο, αλλά η ρωμαιοκρατία, ενώ αντίθετα το Βυζάντιο εγκαινιάζει την επανελληνοποίησή του. Και αν κατηγορείται το Βυζάντιο ότι έκτισε πάνω στους αρχαίους ναούς τις εκκλησιές, πράγμα που είναι εν μέρει αλήθεια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε παράλληλα πως και η αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν πλέον σκιά του εαυτού της και είχε ήδη υποκατασταθεί από τις ανατολικές θρησκείες, τον Μιθραϊσμό κλπ. Κατά συνέπεια, η εκ των υστέρων αναζωπύρωση μιας διαμάχης ανάμεσα στην κλασική Ελλάδα του 5ου π.Χ. αιώνα και τη βυζαντινή του 4ου και 5ου μ.Χ. είναι όχι μόνο βαθύτατα διχαστική, ακόμα και αν ίσχυε, αλλά και απολύτως αντι-ιστορική. (Είναι σα να υποστηρίζαμε, για παράδειγμα, μερικούς αιώνες μετά, πως ο εμφύλιος του 1945-49 θα πρέπει να συνεχίζεται εσαεί).
Υπεύθυνες, λοιπόν, για την παρακμή του κλασικού ή ελληνιστικού ελληνισμού δεν είναι πλέον οι ιστορικές εξελίξεις, εσωτερικές και εξωτερικές –εξάντληση της πόλεως-κράτους, ανάδυση νέων δυνάμεων όπως η Ρώμη– αλλά απλώς και μόνο η εγκατάλειψη των αρχαίων θεών και η αποδοχή του «ιουδαιοχριστιανισμού». Πώς λοιπόν θα αναγεννήσουμε την αρχαία Ελλάδα; Μα είναι απλό, επιστρέφοντας στη χλαμύδα, ξαναφέρνοντας το δωδεκάθεο και απορρίπτοντας σχεδόν είκοσι αιώνων ιστορία. Δεν αναζητούμε πια την ενότητα του ελληνισμού στη μακρά διάρκεια, πώς δηλαδή ο Διόνυσος και η Σεμέλη θα σαρκωθούν στον Χριστό και την Παναγία, πώς το δωδεκάθεο θα ξαναβρεθεί στους δώδεκα αποστόλους, πώς οι φιλοσοφικές διαμάχες της αρχαιότητας θα μεταβληθούν εν μέρει στις θεολογικές έριδες του Βυζαντίου και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις των νεοελλήνων, πώς η αρχαία μουσική θα φτάσει μέχρι σήμερα κ.ο.κ.
Κάτι ανάλογο εξάλλου είχε συμβεί στο γλωσσικό πεδίο, όπου ο εμφύλιος διήρκεσε ολόκληρους αιώνες, με την απόπειρα επιστροφής στα αρχαία ελληνικά, όταν το ζητούμενο δεν ήταν πλέον η αναζήτηση της συνέχειας και της διαχρονίας μέσα από τη ζωντανή εξέλιξη της γλώσσας, αλλά η επιστροφή στην αρχαία –αττική– μορφή της; Έτσι το αίτημα για μια επαφή με τη διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες μορφές της, το αίτημα να γνωρίζουμε τα αρχαία ελληνικά για να αντλούμε από αυτά, μεταβλήθηκε σε επιστροφή, παρ’ όλο που η μόνη ζωντανή συνέχεια της αρχαίας ελληνικής είναι η σύγχρονη νεο-ελληνική.
Υπογραμμίσαμε ήδη πως είναι απολύτως κατανοητό το γιατί, σε μια περίοδο παρακμής, καθίσταται δυνατό ένα μέρος των Ελλήνων να στρέφονται στο παρελθόν όχι απλώς για να αντλήσουν από αυτό τα πρότυπά τους, αλλά και για να προσπαθήσουν να το ξαναφέρουν στη ζωή. Και επειδή η οργανική αναβίωσή του είναι στην πραγματικότητα ανέφικτη, μια και τόσα πράγματα έχουν αλλάξει και ο υπαρκτός ελληνισμός έχει συρρικνωθεί ανεπίστρεπτα, καταφεύγουν αφ’ ενός στην ονειροφαντασία, συχνά άσχετα από τις προθέσεις τους, και αφ’ ετέρου στην εχθρότητα απέναντι στις μεταγενέστερες μορφές που ενδύθηκε ο ελληνισμός στην ιστορική του διαδρομή. Εχθρότητα που τροφοδοτείται και υποδαυλίζεται συστηματικά από ποικίλες κατευθύνσεις.
Δεν υπάρχουν, θα πείτε, σε αυτόν τον χώρο αυθεντικοί ιδεολόγοι, άνθρωποι καλής πίστης, που έχουν πειστεί πως η «αποκατάσταση» του αρχαίου ελληνικού πνεύματος είναι προϋπόθεση για μια καλύτερη πορεία του σύγχρονου ελληνισμού; Και βέβαια υπάρχουν, και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ασπάζονται αυτές τις απόψεις είναι όντως καλής πίστης. Ωστόσο, επειδή πλέον τα πράγματα έχουν φθάσει στο μη περαιτέρω και κινδυνεύει να συκοφαντηθεί μακροπρόθεσμα κάθε αναφορά στην αρχαία Ελλάδα ως γελοιογραφική, είναι καιρός οι πάντες να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Δεν μπορούν άνθρωποι που θέλουν να είναι σοβαροί και ειλικρινείς να εξακολουθούν να συναγελάζονται, σε έντυπα συστηματικής παραπληροφόρησης, με ανθρώπους φαιδρούς, απατεώνες και «ευρω»-θήρες. Και δεν μπορεί να σταθεί ως δικαιολογία το ότι «βγάζουν το ψωμί τους», συνεργώντας στην ενίσχυση ενός τερατουργήματος.
Δεν θα πρέπει, παράλληλα, να ξεχάσουμε την ιδιαίτερη και βαρύτατη ευθύνη που έχουν οι «σοβαροί» διανοούμενοι και οι κάθε είδους πνευματικοί θεσμοί της χώρας, καθώς και τα πολιτικά κόμματα. Όλοι τους, τα προηγούμενα χρόνια, βυθισμένοι στην αυτάρκεια και την αυταρέσκεια των πολιτικών σαλονιών, των ακαδημαϊκών χώρων, των... ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των δεξιώσεών τους, άφησαν ελεύθερο το έδαφος σε κάθε είδους παραπληροφόρηση. Ακόμα και σήμερα είναι χαρακτηριστική η αντίδραση πολλών από τους εκπροσώπους του «επίσημου» πολιτικού και διανοητικού κατεστημένου, όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη να φωτιστεί το ζήτημα αυτού του «χώρου»: «Πρόκειται για περιθωριακό φαινόμενο με το οποίο δεν αξίζει κανείς να ασχοληθεί». Βέβαια, όταν αυτό το φαινόμενο θεριέψει και τους έλθει κατακέφαλα ως μπούμερανγκ για την αβελτηρία τους, όπως συνέβη με τόσα άλλα «περιθωριακά φαινόμενα» στο μεσοπόλεμο, τότε θα είναι πια αργά.
πηγή