4/6/13

Τί είναι οι Kόπτες και ποιά η ιστορία τους…

Οι πρώτοι μονοφυσίτες χριστιανοί της Αιγύπτου και οι διάδοχοί τους, οι οποίοι σήμερα αριθμούν περίπου 7.000.000 και αποτελούν, από ανθρωπολογική άποψη, τους πιο καθαρούς εκπροσώπους του αρχαίου αιγυπτιακού λαού.

Η ονομασία Κόπτες αποτελεί εξευρωπαϊσμένο τύπο (που πιθανώς χρονολογείται από τον 14o αι.) της λέξης κιμπτ ή κουμπτ, η οποία προέρχεται από την ελληνική ονομασία Αιγύπτιοι.

Οι αρχές του χριστιανισμού στην Αίγυπτο είναι δύσκολο να προσδιοριστούν. Ανεξάρτητα από τον πολυάριθμο ελληνικό ή ημιελληνικό πληθυσμό των μεγάλων πόλεων όπως η Αλεξάνδρεια –η χριστιανική ιστορία του οποίου ανήκει στη γενική ιστορία του ελληνικού χριστιανισμού– η παρουσία χριστιανών μεταξύ των αυτόχθονων Αιγυπτίων πιστοποιείται από τα τέλη του 3ου αι. Κόπτες ήταν οι περίφημοι ασκητές άγιος Αντώνιος και άγιος Παχώμιος (4ος αι.), ιδρυτές του αιγυπτιακού μοναχισμού, ο οποίος αργότερα γνώρισε μεγάλη διάδοση. Ο αιγυπτιακός χριστιανισμός διαμορφώθηκε γρήγορα ως αντίδραση του γηγενούς λαϊκού στοιχείου, που βρισκόταν σε εξαθλίωση και ήταν υποδουλωμένο στην αριστοκρατία πλούσιων, εθνικών Ελλήνων γαιοκτημόνων. Με την υποστήριξη του μοναχισμού (ο αβάς Σενούτε-Σινούθιος, που πέθανε το 451, θεωρείται ο οργανωτής της εθνικής Εκκλησίας και ο μεγαλύτερος Κόπτης συγγραφέας) απέκτησε μια θέση που γινόταν όλο και ισχυρότερη και κατά τον 5o αι. αποτελούσε ήδη τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Το 451 η ήττα του Διόσκουρου, πατριάρχη της Αλεξάνδρειας και υποστηρικτή της μίας και μόνης φύσης του Χριστού, προκάλεσε το μονοφυσιτικό σχίσμα, στο οποίο προσχώρησε μεγάλο μέρος των Αιγυπτίων. Οι αντίπαλοί τους, οπαδοί του ορθόδοξου δόγματος, το οποίο ασπαζόταν ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ονομάστηκαν αντίθετα μελχίτες (από μια συριακή λέξη που σημαίνει οι αυτοκρατορικοί). Οι μονοφυσίτες υπέστησαν διώξεις από τους μελχίτες και η προσχώρηση των Κοπτών (οι οποίοι δεν έδειχναν, άλλωστε, μεγάλη κλίση στις θεολογικές μελέτες, σε
αντίθεση με τους Έλληνες) στον μονοφυσιτισμό μπορεί, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, να θεωρηθεί αντίδραση των Αιγυπτίων εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, μετά την αραβική κατάκτηση (627-641), την οποία πολλοί μονοφυσίτες δέχτηκαν ως απελευθέρωση, επειδή ήταν δυσαρεστημένοι από τη βυζαντινή διοίκηση, οι διώξεις στράφηκαν κατά των μελχιτών, προκαλώντας τον αφανισμό τους. Η κατοχή της Αιγύπτου από τους Άγγλους επέφερε σημαντική αλλαγή στη θέση των Κοπτών, γιατί αποκαταστάθηκε η ισότητα με τους μουσουλμάνους απέναντι στον νόμο, αν και δεν είχε πάντα πρακτική εφαρμογή.

Κοπτική γλώσσα

 Θεωρείται η άμεση κληρονόμος της αρχαίας αιγυπτιακής και προσέφερε μεγάλη βοήθεια στους γλωσσολόγους για τη μελέτη της τελευταίας. Η κοπτική γράφεται με ελληνικά γράμματα και με ορισμένα γράμματα ειδικής μορφής, που εισήχθησαν προκειμένου να εκφράσουν φθόγγους που δεν υπήρχαν στην ελληνική, ενώ περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό ελληνικών λέξεων. Σήμερα η γλώσσα είναι νεκρή και έχει αντικατασταθεί από την αραβική. Μολονότι αποτελεί τη γλώσσα της λειτουργίας στη μονοφυσιτική Κοπτική Εκκλησία, είναι κατανοητή μόνο από τους λογίους. Η κοπτική φιλολογία, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία του χριστιανισμού, έχει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, λειτουργικό και θρησκευτικό χαρακτήρα και μπορεί να θεωρηθεί ότι στην πράξη έσβησε κατά τον 14o αι.· όλοι οι σημερινοί Κόπτες μιλούν και γράφουν την αραβική.

Kοπτική τέχνη

Η καλλιτεχνική παραγωγή της χριστιανικής Αιγύπτου από τον 4o έως τον 8o αι. Η κοπτική τέχνη διαθέτει πλούσια και υψηλή εικαστική παράδοση, με εμφανείς τις επιρροές του ανατολικού κόσμου. Οι επιβιώσεις της φαραωνικής τέχνης, σε συνδυασμό με τις σπουδαιότερες βυζαντινές, συριακές, μεσοποτάμιες, περσικές αλλά και ινδικές εισροές συνετέλεσαν πολύ γρήγορα, ιδιαίτερα στα πολυάριθμα μοναστικά κέντρα του εσωτερικού της χώρας, στη διαμόρφωση μιας εγχώριας καλλιτεχνικής έκφρασης, αμιγώς κοπτικής. Η τέχνη αυτή χαρακτηριζόταν, εκτός από την πληθωρικότητα των τόνων, από μια προοδευτική απομάκρυνση από τους υστεροελληνιστικούς τρόπους έκφρασης (που παρέμειναν ζωντανοί για μεγαλύτερο διάστημα μόνο σε ένα κοσμοπολίτικο κέντρο, όπως η Αλεξάνδρεια) και από μια παράλληλη έντονη τάση προς το αφηρημένο στιλ και τη διακόσμηση. Ωστόσο, είναι σαφής η διαφοροποίηση στη θρησκευτική εικονογραφία, που βασίζεται συχνά στα απόκρυφα Ευαγγέλια και παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ερμηνεία του χριστιανισμού, την ερμηνεία του μονοφυσιτισμού, που δέχεται μόνο μία φύση στον Χριστό. Η αραβική κατάκτηση (627-641) ανέκοψε απότομα την άνθηση της κοπτικής τέχνης και εξαφάνισε κατά μεγάλο μέρος τα ίχνη της, όμως ό,τι απέμεινε ήταν ικανό να προσφέρει, έστω και δίχως την ύπαρξη ουσιωδών ιστορικών δεδομένων, μια συνοπτική ιδέα της εξέλιξης της κοπτικής τέχνης.

Τα μεγάλα μοναστικά κέντρα κοντά στη Σοχάγκ και κυρίως η Λευκή Μονή και η Κόκκινη Μονή (η ίδρυση των οποίων ανάγεται γύρω στο 440), η βασιλική της Δενδέρας (τέλη του 5ου αι.), η μονή του Αγίου Συμεών κοντά στην Ασιούτ, τα ιερά της Σακάρα, οι μονές της Μπαουίτ στη Μέση Αίγυπτο και οι μονές της ερήμου Νατρούν αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία της κοπτικής αρχιτεκτονικής. Τα απλά και επιβλητικά κτίρια, που στερούνται αρθρώσεων, βρίσκονται πιο κοντά προς τα φαραωνικά μνημεία παρά προς τα ελληνιστικά οικοδομήματα, πλούσια από άποψη χώρου και ατμόσφαιρας.

Στη γλυπτική είναι πιο φανερή, παρά τις διαφορές των ποικίλων κέντρων, η βαθμιαία απομάκρυνση από την ελληνιστική παράδοση και η στροφή προς αυστηρά στιλιζαρισμένες τεχνικές με κλίση προς τις επίπεδες μορφές, η οποία κατά τον 8ο αι. έφτασε σε μια απόλυτη δισδιάστατη μορφή. Τα αρχαιότερα γλυπτά της Αχνάς, της Οξυρρύγχου και της Σακάρα διατηρούν επιρροές της ελληνιστικής τεχνοτροπίας, ενώ τα γλυπτά και οι διακοσμήσεις της Μπαουίτ, της Σοχάγκ και της Ντασλούγκ είναι αμιγώς κοπτικά. Χαρακτηριστικά στα πρόσωπα των ιερατικών μορφών, οι οποίες είναι αυστηρά μετωπικές, είναι τα μεγάλα, βαθουλωμένα μάτια, που διαθέτουν μια υποβλητική προσήλωση (στήλη με την Παναγία στον θρόνο με δύο αγγέλους από τις Θήβες, 5ος-6ος αι.· Η είσοδος στα Ιεροσόλυμα από τη Λευκή Μονή, 8ος αι.). Αν συγκριθούν αυτές οι στιλιζαρισμένες μορφές με τις ρωμαιοελληνιστικές προσωπογραφίες του Φαγιούμ, που έχουν φιλοτεχνηθεί με εγκαυστική ή τέμπερα, διακρίνεται εύκολα η απόσταση που χωρίζει αυτές τις δύο τελείως διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις.

Οι μαρτυρίες που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα για τη ζωγραφική βρίσκονται κυρίως στην Ντεΐρ Αμπού Χενίς, κοντά στην Αντινόη, στη μεγάλη μονή της Μπαουίτ (6ος αι.) και στη Σακάρα (σήμερα στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου), από την οποία προέρχεται και η πρώτη βέβαιη απεικόνιση της Θηλάζουσας Παναγίας. Το ύφος στα ζωγραφικά αυτά έργα συνδυάζεται με μια ενδιαφέρουσα αίσθηση του χρώματος: θεωρίες αγίων μοναχών, απόλυτα μετωπικές και στατικές, καλύπτουν, χωρίς λύση της συνέχειας, τους τοίχους με έναν συνδυασμό φωτεινών και καθαρών χρωμάτων. Η ελληνιστική αντίληψη της τέχνης με την περίπλοκη συνθετικότητά της έχει παραχωρήσει τη θέση της στη διάσπαση των μορφικών στοιχείων, συγκεντρωμένων σε πρώτο πλάνο με ένα ακαθόριστο φόντο: από την αναπαραστατική μεταβαίνουν στην παραστατική ζωγραφική. Το αφηρημένο ύφος και η τάση προς τη διακόσμηση, κύρια χαρακτηριστικά της κοπτικής τέχνης, είναι φανερά κυρίως στα προϊόντα των διακοσμητικών τεχνών, όπως τα υφαντά, τα κεραμικά, οι μικρογραφίες, τα ξυλόγλυπτα, προϊόντα που διατηρούνται σε μεγάλο αριθμό σχεδόν σε όλα τα μεγάλα μουσεία. Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι τα υφάσματα, στα οποία οι παραστάσεις, που απορροφώνται από το συνολικό σχέδιο, αναδημιουργούνται ρυθμικά με τολμηρούς χρωματισμούς.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα τα προϊόντα της κοπτικής τέχνης είχαν διαδοθεί ευρύτατα κατά μήκος των οδών που οδηγούσαν στους διάφορους τόπους προσκυνήματος.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου