Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αποφασίσαμε να αντιμετωπίζουμε το τοπίο με όρους καρτποστάλ, αφήσαμε και τις μέρες μας να μετριούνται με τη λογική των σήριαλ. Ντυθήκαμε όλοι τη στολή του χρήματος και κουβαλάμε ένα μυστήριο σωρό από πληροφορίες σχετικά με το κλείσιμο της Σοφοκλέους.
Σαφώς παρασυρμένοι απ’ τις επιταγές του τηλεοπτικού και περιοδικού lifestyle, μετατρέψαμε την κάθε μέρα μας ακριβώς σε αυτό, σε στιλ και πόζα, με άλλα λόγια σε «κάτι σαν ζωή». Η εντολή ήταν διατυπωμένη με διάφορους τρόπους, αλλά είχε πάντα το ίδιο περιεχόμενο. Γίνε όμορφος, γίνε νέος, γέννα λεφτά -αν είναι δυνατόν με εφέ κι εξυπνακισμούς- και γέλα αλαζονικά πάνω από το καινούριο σου τζιπ.
Από τις σελίδες με τους επιχειρηματίες της χρονιάς μέχρι τα κεντρικά δελτία ειδήσεων, η απόσταση που έχεις να διανύσεις αν θες να είσαι κάποιος, είναι το όριο της επωνυμίας. Το δίδαγμα είναι απλό. Φτάνει να έχεις τους κατάλληλους γνωστούς, το πρώτο τραπέζι στα μπουζούκια και το πιο ισχυρό αντηλιακό και θα είσαι πετυχημένος. Η κοινωνία της αμετροέπειας και της εκδίκησης ξέρει αυτό τουλάχιστον. Αποθεώνει τους δυνατούς, τους killers και δεν την ενδιαφέρει με τι καρδιά αφήνεται ο καθένας στα σεντόνια του τη νύχτα. Τα περιοδικά και οι οθόνες αναγνωρίζουν μόνο το παγωμένο χαμόγελο και τη δήλωση ότι νιώθεις υπέροχα. Άρα, μένει να παίξεις το ρολάκι σου κι όλα θα πάνε καλά. Φτάνει να δείχνεις όρθιος, στητός κι ακλόνητος, κι ας καταρρέει ο πρώην εαυτός σου στο παρασκήνιο.
Όμως, η συνεχής προσπάθεια να προσποιούμαστε τη μορφή της επιτυχίας, όπως ήταν αναμενόμενο, μας τράβηξε μακριά από συναισθηματικές αντιδράσεις, αυθεντικά ξεσπάσματα και προσωπικές αντιλήψεις της πραγματικότητας. Οι οθόνες, που καθρέφτιζαν τα ανίκητα είδωλα που πουλούσαμε για εαυτούς μας, κέρδισαν. Έτσι μείναμε με τον αντικατοπτρισμό.