1. Εισαγωγή
Η δημοσίευση του πρώτου επίσημου κειμένου των μεταρρυθμίσεων που είναι γνωστές ως Τανζιμάτ (το διάταγμα Χατ-ι Σερίφ, που εκδόθηκε το 1839), αλλά κυρίως η δεύτερη φάση τους, η οποία εγκαινιάστηκε με την έκδοση του Ισλαχάτ Φερμανί το 1856, αποτελούν σημαντική τομή για την εμπέδωση μιας νέας ιδεολογίας, του οθωμανισμού. Στόχο είχε να προωθήσει την ισότητα μεταξύ όλων των υπηκόων του σουλτάνου με βάση μια κοινή πολιτική συνείδηση που θα καθιστούσε ασήμαντη κάθε θρησκευτική ή εθνοτική διαφορά. Η πολιτική αυτή στην πράξη ξεκινά ήδη από την εποχή του Μαχμούτ Β΄ (1807-1839). Ο «γκιαούρης» σουλτάνος, όπως έχει χαρακτηριστεί, έπειτα από μια σειρά εξεγέρσεων των χριστιανών υπηκόων του (σερβικές επαναστάσεις στα 1804 και 1815, Ελληνική Επανάσταση το 1821) προσπάθησε με μια σειρά από μέτρα και να πατάξει τις φυγόκεντρες δυνάμεις και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ενσωμάτωσης των μη μουσουλμάνων στην κοινωνία και τη διοίκηση. Έτσι, το 1826 εξόντωσε τους γενίτσαρους, που είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα και για τη διοίκηση και για τους υπηκόους, ενώ το 1828 προώθησε σειρά μέτρων σχετικά με την αμφίεση των κρατικών υπαλλήλων και του στρατού.
Έως τότε, διάφοροι σουλτάνοι, όπως ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1494-1566), είχαν περιγράψει σε φιρμάνια με κάθε λεπτομέρεια τους ενδυματολογικούς κανόνες που έπρεπε να ακολουθούν οι υπήκοοί τους ανάλογα με το αν είναι μουσουλμάνοι ή μη, πλούσιοι ή φτωχοί, άνδρες ή γυναίκες. Με αντίστοιχη λεπτομέρεια περιγραφόταν και η εξωτερική εμφάνιση των μελών της γραφειοκρατίας ή του στρατού, ανάλογα με το βαθμό και την ειδικότητά τους. Τώρα όλες αυτές οι εξόφθαλμες διαφορές θα απαλείφονταν με την εισαγωγή ενός ιδιαίτερου καλύμματος κεφαλής, που έγινε γνωστό ως φέσι. Επρόκειτο για καινοτομία που, ακριβώς επειδή επιβλήθηκε με τη βία, αντιμετώπισε τις αντιδράσεις σημαντικών τμημάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού κυρίως της πρωτεύουσας. Πέρα από τη δυσαρέσκεια που είχε δημιουργήσει ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο ο σουλτάνος είχε διαλύσει τα δίκτυα που συνέδεεαν τους γενίτσαρους με τις διάφορες συντεχνίες, αυτό που εξόργιζε τους μουσουλμάνους ήταν πως με την επιβολή κοινού καλύμματος κεφαλής εξισώνονταν με τους μη μουσουλμάνους.1
2. Ο οθωμανισμός και οι μη μουσουλμάνοι
Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της συγκεκριμένης πρακτικής, που άνοιγε το δρόμο στον οθωμανισμό, ο οποίος απέβλεπε στη δημιουργία μιας κοινωνίας, όπου όλοι οι υπήκοοι θα μετατρέπονταν σε πολίτες με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στο σουλτάνο. Ο Μαχμούτ Β΄ έθεσε τις βάσεις αυτής της πολιτικής –η οποία θα διατυπωνόταν και επισήμως το 1839, όταν στο θρόνο θα ανέβαινε ο γιος του Αβδούλ Μετζίτ– μεταξύ άλλων με την ίδρυση ανώτατων σχολών όπως η Ιατρική Σχολή το 1834, όπου μπορούσαν να φοιτήσουν και μη μουσουλμάνοι. Ωστόσο, το εγχείρημα έφερε καρπούς
μετά το Ισλαχάτ Φερμανί του 1856 και την άμεση ανάμειξη των ηγετικών ομάδων των διάφορων μιλέτ στη διαδικασία της ανασυγκρότησης. Το αυτοκρατορικό διάταγμα έδινε οδηγίες στις κοινότητες να εκλέξουν αντιπροσωπευτικά σώματα και να καταρτίσουν εσωτερικούς κανονισμούς οι οποίοι θα υποβάλλονταν για έγκριση στην κυβέρνηση και θα είχαν την ισχύ καταστατικού χάρτη. Η εκκοσμίκευση που ο Μαχμούτ Β΄ είχε επιδιώξει αφορούσε τις σχέσεις των υπηκόων με το κράτος· η εκκοσμίκευση που επιδίωκε τώρα ο διάδοχός του Αβδούλ Μετζίτ αφορούσε τις σχέσεις στο εσωτερικό των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων. Έως τότε, η παρουσία λαϊκών στα όργανα διοίκησης αποτελούσε μεν κοινή πρακτική, αλλά ήταν ευκαιριακή και όχι επίσημα θεσμοθετημένη. Μάλιστα, οι ορθόδοξοι Φαναριώτες και οι Αρμένιοι αμιράδες ανεβοκατέβαζαν πατριάρχες, συμβάλλοντας με τον τρόπο τους στις αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης.2 Με τις νέες ρυθμίσεις θεσμοθετήθηκε ο ρόλος των λαϊκών και προβλέφθηκε συγκεκριμένη αναλογία εκπροσώπων από την πρωτεύουσα και από τις επαρχίες, με μέλη που προέρχονταν τόσο από τους πρόκριτους όσο και από τις συντεχνίες. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για δημοκρατικά εκλεγμένους εκπροσώπους αλλά για εκφραστές του κατά τόπους συσχετισμού δυνάμεων.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως πολλοί από αυτούς τους λαϊκούς, όπως οι Ρωμιοί Αλέξανδρος Καραθεοδωρής πασάς (1833-1906), Γιάγκος Αριστάρχης μπέης (1811-1897), Κωνσταντίνος Μουσούρος πασάς (1807-1885), ή οι Αρμένιοι Κρικόρ Οντιάν μπέης (1834-1887), Οχάνες Σακίζ πασάς (1830-1912) και Σιρβετζέν εφέντης (1815-1897) ήταν ταυτόχρονα και μέλη της οθωμανικής γραφειοκρατίας. Πολλοί είχαν σπουδάσει στις ανώτατες σχολές που είχαν ιδρυθεί πρόσφατα. Ήταν επομένως κατάλληλα καταρτισμένοι, ώστε να εξελιχθούν σε διαμεσολαβητές μεταξύ της οθωμανικής εξουσίας και των κοινοτήτων. Οι άνθρωποι αυτοί, Νεοφαναριώτες ή γραφειοκράτες αμιράδες, είχαν επωφεληθεί από τη διαδικασία συμμετοχής των μη μουσουλμάνων στην εξουσία και είχαν ενστερνιστεί την ιδεολογία του οθωμανισμού.3
3. Έθνος – Γένος
Σε υπόμνημα που υπέβαλε στο Πατριαρχείο το 1864 μια τριμελής επιτροπή υπό την προεδρία του Στέφανου Καραθεοδωρή, διπλωμάτη και πατέρα του γνωστού μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, δηλώνεται ξεκάθαρα πως υπάρχει μόνο ένα έθνος, το οθωμανικό, και οι Γραικοί ή οι Βούλγαροι δε θα έπρεπε να θεωρούνται χωριστά έθνη. Ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους πληθυσμούς αυτούς είναι το «γένος», ώστε να διαφοροποιούνται πλήρως από το οθωμανικό έθνος. Πρόκειται για τα ιδεολογικά θεμέλια του ελληνοθωμανισμού, που αφενός μεν ενστερνίζεται μια κρατική αντίληψη περί εθνικής συνείδησης, αφετέρου δε απαντά στις αποσχιστικές τάσεις· κυριότερες είναι οι βουλγαρικές διεκδικήσεις, που θεωρείται πως θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο την οθωμανικότητα αλλά και την ενότητα της ορθοδοξίας, η οποία, ωστόσο, εκφράζεται θεσμικά από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και έχει εμπεδώσει πλέον σημαντικά στοιχεία μιας ελληνικής εθνικής ταυτότητας.4
4. Η Ελλάδα και ο ρόλος της στην εθνική ιδεολογία
Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να αγνοήσει κανείς τη σημαντική επίδραση που ασκούσε η εθνική ιδεολογία του νέου κέντρου του Ελληνισμού, της Αθήνας, όπως αυτή διαμορφώνεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1840 και προκύπτει είτε από τις διατυπώσεις του Κωλέττη και άλλων περί Μεγάλης Ιδέας είτε από τις τυχοδιωκτικές πρακτικές που ακολούθησαν συγκεκριμένες ηγετικές ομάδες, με πρώτο και καλύτερο το βασιλιά Όθωνα· ο τελευταίος θεώρησε ότι ιδιαίτερα ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) ήταν η ευκαιρία να αποδείξει τον υποτιθέμενο ρόλο του ως προστάτη των ορθοδόξων της Αυτοκρατορίας. Βεβαίως ο πόλεμος αυτός οδήγησε το βασίλειο σε ταπείνωση, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1862, ο Όθωνας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θρόνο. Ωστόσο, οι ίδιες τυχοδιωκτικές πρακτικές οδήγησαν σε νέα ήττα, αυτή τη φορά σε μια από τις πολλές κρητικές εξεγέρσεις, στα 1866-1869.
Η δεκαετία του 1870 θα φέρει νέα δεδομένα. Πρώτα από όλα την απογοήτευση των Ελλήνων εντός και εκτός του βασιλείου από την αποτυχία της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής, που είχε μεταξύ άλλων απομονώσει πολιτικά την Ελλάδα σε μια εποχή κατά την οποία ο αγώνας των Βουλγάρων για ανεξαρτησία, για παράδειγμα, συναντούσε πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια στην Ευρώπη. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις είχαν δημιουργήσει δυνατότητες για οικονομική και κοινωνική άνοδο. Ακόμα, ενσωματώθηκαν πολλοί χριστιανοί γραφειοκράτες στην οθωμανική διοίκηση ενώ αναμείχθηκαν στην οικονομία χριστιανοί, ιδιαίτερα Έλληνες τραπεζίτες, όπως ο Γεώργιος Ζαρίφης (1810-1884) και ο Χρηστάκης Ζωγράφος, προσωπικός τραπεζίτης του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, μέσω σύναψης δανείων στην οθωμανική κυβέρνηση. Όλα αυτά έκαναν πολλούς να πιστεύουν πως οι εποχές είχαν αλλάξει και πως η επιθετική πολιτική εναντίον της Αυτοκρατορίας έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Στη νέα αυτή εποχή, όσοι είχαν επωφεληθεί από τις μεταρρυθμίσεις, είτε είχαν ενστερνιστεί ειλικρινά την ιδεολογία του οθωμανισμού είτε όχι, υποστήριζαν ανοιχτά την εδαφική ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας, έβλεπαν με καχυποψία ή με ανοιχτή εχθρότητα τις σπασμωδικές ενέργειες του βασιλείου και αντιστέκονταν στην προσπάθεια των ελλαδικών κύκλων να ηγεμονεύσουν ιδεολογικά τις τύχες του Ελληνισμού.
5. Οι Νεοφαναριώτες
Οι νέες αυτές ηγετικές ομάδες, τουλάχιστον όσοι εμπλέκονταν στη διοίκηση, χαρακτηρίστηκαν Νεοφαναριώτες. Από τα ονόματά τους βλέπουμε πως κάποιες από τις παλιές φαναριώτικες οικογένειες (Μαυρογένη, Αριστάρχη) που είχαν επιβιώσει κατά την Ελληνική Επανάσταση μπόρεσαν να ενταχθούν πάλι στη νέα αυτή «αριστοκρατία». Υπάρχουν όμως και οικογένειες που εντάσσονται σε αυτή την ομάδα λόγω της ανέλιξής τους χάρη στις υπηρεσίες που παρείχαν τα μέλη τους στην οθωμανική δυναστεία ως γιατροί ή διπλωμάτες (Καραθεοδωρής, Μουσούρος). Ο όρος Νεοφαναριώτες μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί πως εκφράζει τη συνέχεια σε πρακτικές και αντιλήψεις των συνθηκών πριν και μετά το 1821. Υπήρχε, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά. Οι πριν από το 1821 Φαναριώτες των παραδουνάβιων ηγεμονιών ζούσαν σε μια εποχή όπου η ορθόδοξη πίστη ήταν κυρίαρχη συνισταμένη της ιδεολογίας τους, ενώ η ελληνική γλώσσα ήταν στοιχείο μιας ταξικής κουλτούρας, όπως περίπου η καλή χρήση της οθωμανικής γλώσσας ήταν μια από τις προϋποθέσεις ένταξης στη μουσουλμανική ηγεσία.5 Τη νέα εποχή, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ελληνική γλώσσα και κουλτούρα έχουν γίνει στοιχεία μιας εθνοτικής ταυτότητας που έχει επικρατήσει και στους κύκλους του Πατριαρχείου· στο όνομά της δίνεται ο αγώνας κατά του «εθνοφυλετισμού», τη δεκαετία του 1860, εναντίον των βουλγαρικών και ρουμανικών απαιτήσεων για εκκλησιαστική αυτονομία. Με αυτή την προοπτική ιδρύονται εκπαιδευτικοί και φιλολογικοί σύλλογοι στην Αυτοκρατορία, με πρώτο το Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως. Στόχος είναι η διάδοση της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας σε ορθόδοξους πληθυσμούς που την αγνοούν, σλαβόφωνους ή τουρκόφωνους.6 Σε καμία περίπτωση η πολιτική αυτή της προώθησης μιας πολιτισμικής ηγεμονίας δεν αμφισβητεί το οθωμανικό πολιτικό πλαίσιο. Αντιθέτως, το χρησιμοποιεί και άρα το νομιμοποιεί και το καθιστά απαραίτητο. Επομένως, η ελληνοθωμανική ιδεολογία των δεκαετιών 1860 και 1870 μπορεί να γίνει κατανοητή ως δυαρχία πολιτικής ηγεμονίας του μουσουλμανικού-τουρκικού στοιχείου και πολιτισμικής-οικονομικής ηγεμονίας του ελληνορθόδοξου.
Βεβαίως, μια τέτοια συνύπαρξη μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, ως πολιτική συμμαχία Ελλήνων και Τούρκων, που από κοινού θα διοικούσαν την Αυτοκρατορία. Είναι η περίοδος, εξάλλου, όπου η αυτοκρατορία, ως πολιτική και πολιτισμική κατηγορία, έχει ανακτήσει πολλή από την παλιά αίγλη της, καθώς, μετά τις μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ανακήρυξη του Ausgleich (δυαρχίας Αυστρίας – Ουγγαρίας) στην Αψβουργική Αυτοκρατορία, έχει αποδείξει την ικανότητά της να προσαρμόζεται. Η στροφή αυτή των αυτοκρατοριών δεν είναι άσχετη με την ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, με τις επιπτώσεις της στο φαντασιακό των μικρότερων λαών της Ευρώπης. Η προσαρμοστικότητα που επιδεικνύουν οι αυτοκρατορίες εμπνέει πολιτικούς παράγοντες διάφορων οθωμανικών κοινοτήτων να στοχαστούν πάνω στη δυνατότητα μιας δυαρχίας αντίστοιχης με αυτήν της Αυστροουγγαρίας.
Ο ελληνοθωμανισμός αποτέλεσε μια τέτοια πολιτική πρόταση. Κάτι αντίστοιχο θα επιδιώξουν και οι Βούλγαροι, των οποίων το κίνημα αντιμετώπιζε από την αρχή διάσπαση στο εσωτερικό του. Οι εύπορες ηγετικές ομάδες της Κωνσταντινούπολης δυσανασχετούσαν απέναντι στο ριζοσπαστικό λόγο επαναστατών όπως ο Γκεόργκι Ρακόβσκι (1821-1867) και ο Λιούμπεν Καραβέλοφ (1834-1879). Αντίθετα, διανοούμενοι σαν το Στογιάν Τσομάκοφ και το Νικόλα Γκένοβιτς υποστήριζαν μια εξελικτική διαδικασία που θα οδηγούσε στην αυτονομία στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας και με τη στήριξή της. Αυτή η πολιτική εκφράστηκε στην πράξη με ένα πολιτικό όραμα δυαρχίας, όπου ο σουλτάνος θα ονομαζόταν ταυτόχρονα και τσάρος των Βουλγάρων.7
6. Ο ελληνοθωμανισμός και η Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η ιδεολογία του ελληνοθωμανισμού πήρε διαφορετικές διαστάσεις. Η αποτυχία του μεγαλοϊδεατισμού είχε οδηγήσει τη χρυσή γενιά της μεταπολίτευσης του 1862-1864, η οποία στοχάστηκε και έδρασε σε ένα περιβάλλον σχετικής ελευθερίας της έκφρασης και πολιτικών οραμάτων, σε πλήρη απογοήτευση. Η άφιξη στην Αθήνα πλούσιων ομογενών, όπως ο Ανδρέας Συγγρός (1830-1899), που με την πολυτελή ζωή τους και τις προοπτικές για δυναμικά οικονομικά εγχειρήματα εξήπταν τη φαντασία του αθηναϊκού κοινού για τη χλιδή στις ακτές του Βοσπόρου, έκανε πολιτικούς κύκλους των Αθηνών να στραφούν πρώτη φορά σε πολιτική συνεργασίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακόμη και αν θεωρηθεί πολιτικός ελιγμός, είτε απέναντι στον κοινό σλαβικό κίνδυνο είτε ως αποτέλεσμα της πασιφανούς αδυναμίας του βασιλείου να ακολουθήσει επιθετική πολιτική, ο βασικός εκφραστής της πολιτικής αυτής, ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης (1829-1879), διακήρυσσε σε πολιτικούς λόγους του στα 1873 την αναγκαιότητα του ελληνοθωμανισμού. Τα χρόνια που ακολούθησαν θα ακύρωναν την προοπτική αυτή τουλάχιστον με τη μορφή της συνεργασίας των δύο κρατών.8 Το 1875, η οθωμανική κυβέρνηση κήρυξε πτώχευση, γεγονός που σήμανε τη σταδιακή απομάκρυνση την Ελλήνων τραπεζιτών από τα δημοσιονομικά της Αυτοκρατορίας.9 Η τελευταία είχε εμπλοκή σε έναν πόλεμο στα 1877-1878, από τον οποίο βγήκε βαριά λαβωμένη. Τουλάχιστον, η μέχρι χθες ένθερμη σύμμαχός της Ελλάδα δεν προχώρησε στην παραμικρή εχθρική ενέργεια εναντίον της. Ίσως ήταν ο απόηχος της πολιτικής του ελληνοθωμανισμού, μάλλον απλή αδράνεια.
Η τελευταία πράξη της πολιτική αυτής μοιάζει με φάρσα. Όταν το 1876 ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ ανατράπηκε για να περάσει στο θρόνο ο ψυχικά διαταραγμένος Μουράτ Ε΄, για να αντικατασταθεί και αυτός γρήγορα από τον, όπως αποδείχθηκε αργότερα, μονομανή Αβδούλ Χαμίτ Β΄, οπαδοί της ελληνοθωμανικής ιδεολογίας στην Πόλη ανέλαβαν δράση. Ο Γεώργιος Σκαλιέρης, τραπεζίτης και σημαντική φυσιογνωμία της εποχής, επισκέφθηκε τον έγκλειστο πλέον στα παλάτι Τσιραγάν Μουράτ και του πρότεινε να συναινέσει στο σχέδιό του να προσκληθεί ο ελληνικός στρατός, ο οποίος υπό την ηγεσία του βασιλέα Γεωργίου Α΄ θα έμπαινε νικηφόρα στην Πόλη, θα απελευθέρωνε το Μουράτ και θα συνδιοικούσαν μαζί μια ελληνοθωμανική αυτοκρατορία.
Οι ασκήσεις επί χάρτου δεν έφεραν αποτέλεσμα· η Αθήνα σταδιακά άρχισε ιδεολογικά να κερδίζει έδαφος απέναντι στην Κωνσταντινούπολη στην πολιτική ηγεμονία του Ελληνισμού. Ωστόσο, επί τουλάχιστον είκοσι χρόνια, οι κυβερνήσεις Τρικούπη (1833-1897) –και παρά τη σύγκρουση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ το 1882 για το συντονισμό των σχολείων στη Μακεδονία– ακολούθησαν πολιτική εγκράτειας απέναντι στην Αυτοκρατορία, καθώς οι προτεραιότητές τους αφορούσαν τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και όχι την επέκταση των συνόρων. Το αποτυχημένο εγχείρημα που οδήγησε στην καταστροφή του 1897, ωστόσο, αλλά και το επιτυχημένο των Βαλκανικών πολέμων των ετών 1912-1913, απέδειξε πως τόσο στην Ελλάδα όσο ιδιαίτερα στην Αυτοκρατορία νέες μεσοαστικές ομάδες, επαγγελματίες, γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, θεωρούσαν πως τόσο ο οθωμανισμός όσο και ο ελληνοθωμανισμός είχαν αποτύχει, αφού εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα συγκεκριμένων ηγετικών ομάδων που συνδέονταν με την οθωμανική διοίκηση και το Πατριαρχείο. Αντιθέτως, έβρισκαν πολύ πιο ελκυστική την προοπτική ενός καλά συγκροτημένου μεγαλοϊδεατισμού.10
7. Ο ελληνοθωμανισμός μετά την επανάσταση των Νεότουρκων
Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, ο στρατιωτικός Σουλιώτης Νικολαΐδης και ο διπλωμάτης Ίων Δραγούμης, ηγετικά στελέχη της μυστικής Οργανώσεως Κωνσταντινουπόλεως, θα στοχαστούν πάνω στη δυνατότητα ίδρυσης μιας ανατολικής αυτοκρατορίας ως μετεξέλιξης της οθωμανικής. Στη νέα αυτή επικράτεια, οι ανακατεμένες φυλές θα ζούσαν αρμονικά, με την ελληνική τελικά, λόγω του οικονομικού και πολιτισμικού της δυναμισμού, να επικρατεί. Επρόκειτο για μια μόνο από τις πολλές ουτοπίες, προϊόν της περιρρέουσας αισιοδοξίας.11 Έτσι, ο ελληνοθωμανισμός θα νεκραναστηθεί μαζί με τα οράματα περί ισοπολιτείας, για να θαφτούν όλα μαζί πια με τους Βαλκανικούς πολέμους. Η Αθήνα θα επικρατούσε της Κωνσταντινούπολης σε ένα δραματικό κρεσέντο, στο κορύφωμα του οποίου το έθνος-κράτος, το ελληνικό αλλά και το τουρκικό, θα καθιστούσε κάθε αυτοκρατορική ιδεολογία ανεπίκαιρη και περιττή.
1. Quataert, D., “Clothing Laws, State, and Society in the Ottoman Empire, 1720-1829”, IJMES 29:3 (1977), σελ. 403-425.
2. «Το Πατριαρχείο και η οθωμανική έννομη τάξη», στο Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βεράτια για τους προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 295-361· Barsoumian, H., “The Dual Role of the Armenian Amira Class within the Ottoman Government and the Armenian Millet (1750-1850)”, στο Braude, B. – Lewis, B. (επιμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire: the functioning of a plural society (New York 1982), σελ. 171-184.
3. Αλεξανδρής, Α., «Οι Έλληνες στην υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», Δελτίον της Ελληνικής και Εθνολογικής Εταιρείας 2 (1980), σελ. 365-404· Krikorian, M., Armenians in the service of the Ottoman Empire (London 1977).
4. Σταματόπουλος, Δ., Μεταρρύθμιση και Εκκοσμίκευση. Προς μία ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα (Αθήνα 2003).
5. Philliou, C., “Mischief in the Old Regime: Provincial Dragomans and Social Change at the Turn of the Nineteenth Century”, New Perspectives in Turkey 25 (2001), σελ. 103-122.
6. Εξερτζόγλου, Χ., Εθνική ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αι. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, 1861-1912 (Αθήνα 1996).
7. Penchev, B., “Tsarigrad/Istanbul and the Spatial Construction of Bulgarian National Identity in the Nineteenth Century”, στο Neubauer, J. – Cornis-Pope, M. (επιμ.), History of the Literary Cultures of East-Central Europe. Junctures and disjunctures in the 19th and 20th centuries 2 (Amsterdam 2006), σελ. 390-413.
8. Σκοπετέα, Έ., Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880) (Αθήνα 1988).
9. Exertzoglou, H., “The Development of a Greek Ottoman Bourgoisie: Investment Patterns in the Ottoman Empire, 1850-1914”, στο Gonticas, D. – Issawi, C. (επιμ.), Ottoman Greeks in the Age of Nationalism (Princeton 1999), σελ. 89-114.
10. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία 19os αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1998).
11. Panayotopoulos, A. J., “The Great Idea and the vision of Eastern Federation: A propos of the views of I. Dragoumis and A. Souliotis-Nicolaidis”, Balkan Studies 21 (1980), σελ. 331-365
Συγγραφή : Κεχριώτης Ευάγγελος (13/7/2008)
Για παραπομπή: Κεχριώτης Ευάγγελος, «Ελληνοθωμανισμός», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
Η δημοσίευση του πρώτου επίσημου κειμένου των μεταρρυθμίσεων που είναι γνωστές ως Τανζιμάτ (το διάταγμα Χατ-ι Σερίφ, που εκδόθηκε το 1839), αλλά κυρίως η δεύτερη φάση τους, η οποία εγκαινιάστηκε με την έκδοση του Ισλαχάτ Φερμανί το 1856, αποτελούν σημαντική τομή για την εμπέδωση μιας νέας ιδεολογίας, του οθωμανισμού. Στόχο είχε να προωθήσει την ισότητα μεταξύ όλων των υπηκόων του σουλτάνου με βάση μια κοινή πολιτική συνείδηση που θα καθιστούσε ασήμαντη κάθε θρησκευτική ή εθνοτική διαφορά. Η πολιτική αυτή στην πράξη ξεκινά ήδη από την εποχή του Μαχμούτ Β΄ (1807-1839). Ο «γκιαούρης» σουλτάνος, όπως έχει χαρακτηριστεί, έπειτα από μια σειρά εξεγέρσεων των χριστιανών υπηκόων του (σερβικές επαναστάσεις στα 1804 και 1815, Ελληνική Επανάσταση το 1821) προσπάθησε με μια σειρά από μέτρα και να πατάξει τις φυγόκεντρες δυνάμεις και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ενσωμάτωσης των μη μουσουλμάνων στην κοινωνία και τη διοίκηση. Έτσι, το 1826 εξόντωσε τους γενίτσαρους, που είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα και για τη διοίκηση και για τους υπηκόους, ενώ το 1828 προώθησε σειρά μέτρων σχετικά με την αμφίεση των κρατικών υπαλλήλων και του στρατού.
Έως τότε, διάφοροι σουλτάνοι, όπως ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1494-1566), είχαν περιγράψει σε φιρμάνια με κάθε λεπτομέρεια τους ενδυματολογικούς κανόνες που έπρεπε να ακολουθούν οι υπήκοοί τους ανάλογα με το αν είναι μουσουλμάνοι ή μη, πλούσιοι ή φτωχοί, άνδρες ή γυναίκες. Με αντίστοιχη λεπτομέρεια περιγραφόταν και η εξωτερική εμφάνιση των μελών της γραφειοκρατίας ή του στρατού, ανάλογα με το βαθμό και την ειδικότητά τους. Τώρα όλες αυτές οι εξόφθαλμες διαφορές θα απαλείφονταν με την εισαγωγή ενός ιδιαίτερου καλύμματος κεφαλής, που έγινε γνωστό ως φέσι. Επρόκειτο για καινοτομία που, ακριβώς επειδή επιβλήθηκε με τη βία, αντιμετώπισε τις αντιδράσεις σημαντικών τμημάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού κυρίως της πρωτεύουσας. Πέρα από τη δυσαρέσκεια που είχε δημιουργήσει ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο ο σουλτάνος είχε διαλύσει τα δίκτυα που συνέδεεαν τους γενίτσαρους με τις διάφορες συντεχνίες, αυτό που εξόργιζε τους μουσουλμάνους ήταν πως με την επιβολή κοινού καλύμματος κεφαλής εξισώνονταν με τους μη μουσουλμάνους.1
2. Ο οθωμανισμός και οι μη μουσουλμάνοι
Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της συγκεκριμένης πρακτικής, που άνοιγε το δρόμο στον οθωμανισμό, ο οποίος απέβλεπε στη δημιουργία μιας κοινωνίας, όπου όλοι οι υπήκοοι θα μετατρέπονταν σε πολίτες με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στο σουλτάνο. Ο Μαχμούτ Β΄ έθεσε τις βάσεις αυτής της πολιτικής –η οποία θα διατυπωνόταν και επισήμως το 1839, όταν στο θρόνο θα ανέβαινε ο γιος του Αβδούλ Μετζίτ– μεταξύ άλλων με την ίδρυση ανώτατων σχολών όπως η Ιατρική Σχολή το 1834, όπου μπορούσαν να φοιτήσουν και μη μουσουλμάνοι. Ωστόσο, το εγχείρημα έφερε καρπούς
μετά το Ισλαχάτ Φερμανί του 1856 και την άμεση ανάμειξη των ηγετικών ομάδων των διάφορων μιλέτ στη διαδικασία της ανασυγκρότησης. Το αυτοκρατορικό διάταγμα έδινε οδηγίες στις κοινότητες να εκλέξουν αντιπροσωπευτικά σώματα και να καταρτίσουν εσωτερικούς κανονισμούς οι οποίοι θα υποβάλλονταν για έγκριση στην κυβέρνηση και θα είχαν την ισχύ καταστατικού χάρτη. Η εκκοσμίκευση που ο Μαχμούτ Β΄ είχε επιδιώξει αφορούσε τις σχέσεις των υπηκόων με το κράτος· η εκκοσμίκευση που επιδίωκε τώρα ο διάδοχός του Αβδούλ Μετζίτ αφορούσε τις σχέσεις στο εσωτερικό των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων. Έως τότε, η παρουσία λαϊκών στα όργανα διοίκησης αποτελούσε μεν κοινή πρακτική, αλλά ήταν ευκαιριακή και όχι επίσημα θεσμοθετημένη. Μάλιστα, οι ορθόδοξοι Φαναριώτες και οι Αρμένιοι αμιράδες ανεβοκατέβαζαν πατριάρχες, συμβάλλοντας με τον τρόπο τους στις αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης.2 Με τις νέες ρυθμίσεις θεσμοθετήθηκε ο ρόλος των λαϊκών και προβλέφθηκε συγκεκριμένη αναλογία εκπροσώπων από την πρωτεύουσα και από τις επαρχίες, με μέλη που προέρχονταν τόσο από τους πρόκριτους όσο και από τις συντεχνίες. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για δημοκρατικά εκλεγμένους εκπροσώπους αλλά για εκφραστές του κατά τόπους συσχετισμού δυνάμεων.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως πολλοί από αυτούς τους λαϊκούς, όπως οι Ρωμιοί Αλέξανδρος Καραθεοδωρής πασάς (1833-1906), Γιάγκος Αριστάρχης μπέης (1811-1897), Κωνσταντίνος Μουσούρος πασάς (1807-1885), ή οι Αρμένιοι Κρικόρ Οντιάν μπέης (1834-1887), Οχάνες Σακίζ πασάς (1830-1912) και Σιρβετζέν εφέντης (1815-1897) ήταν ταυτόχρονα και μέλη της οθωμανικής γραφειοκρατίας. Πολλοί είχαν σπουδάσει στις ανώτατες σχολές που είχαν ιδρυθεί πρόσφατα. Ήταν επομένως κατάλληλα καταρτισμένοι, ώστε να εξελιχθούν σε διαμεσολαβητές μεταξύ της οθωμανικής εξουσίας και των κοινοτήτων. Οι άνθρωποι αυτοί, Νεοφαναριώτες ή γραφειοκράτες αμιράδες, είχαν επωφεληθεί από τη διαδικασία συμμετοχής των μη μουσουλμάνων στην εξουσία και είχαν ενστερνιστεί την ιδεολογία του οθωμανισμού.3
3. Έθνος – Γένος
Σε υπόμνημα που υπέβαλε στο Πατριαρχείο το 1864 μια τριμελής επιτροπή υπό την προεδρία του Στέφανου Καραθεοδωρή, διπλωμάτη και πατέρα του γνωστού μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, δηλώνεται ξεκάθαρα πως υπάρχει μόνο ένα έθνος, το οθωμανικό, και οι Γραικοί ή οι Βούλγαροι δε θα έπρεπε να θεωρούνται χωριστά έθνη. Ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους πληθυσμούς αυτούς είναι το «γένος», ώστε να διαφοροποιούνται πλήρως από το οθωμανικό έθνος. Πρόκειται για τα ιδεολογικά θεμέλια του ελληνοθωμανισμού, που αφενός μεν ενστερνίζεται μια κρατική αντίληψη περί εθνικής συνείδησης, αφετέρου δε απαντά στις αποσχιστικές τάσεις· κυριότερες είναι οι βουλγαρικές διεκδικήσεις, που θεωρείται πως θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο την οθωμανικότητα αλλά και την ενότητα της ορθοδοξίας, η οποία, ωστόσο, εκφράζεται θεσμικά από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και έχει εμπεδώσει πλέον σημαντικά στοιχεία μιας ελληνικής εθνικής ταυτότητας.4
4. Η Ελλάδα και ο ρόλος της στην εθνική ιδεολογία
Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να αγνοήσει κανείς τη σημαντική επίδραση που ασκούσε η εθνική ιδεολογία του νέου κέντρου του Ελληνισμού, της Αθήνας, όπως αυτή διαμορφώνεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1840 και προκύπτει είτε από τις διατυπώσεις του Κωλέττη και άλλων περί Μεγάλης Ιδέας είτε από τις τυχοδιωκτικές πρακτικές που ακολούθησαν συγκεκριμένες ηγετικές ομάδες, με πρώτο και καλύτερο το βασιλιά Όθωνα· ο τελευταίος θεώρησε ότι ιδιαίτερα ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) ήταν η ευκαιρία να αποδείξει τον υποτιθέμενο ρόλο του ως προστάτη των ορθοδόξων της Αυτοκρατορίας. Βεβαίως ο πόλεμος αυτός οδήγησε το βασίλειο σε ταπείνωση, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1862, ο Όθωνας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θρόνο. Ωστόσο, οι ίδιες τυχοδιωκτικές πρακτικές οδήγησαν σε νέα ήττα, αυτή τη φορά σε μια από τις πολλές κρητικές εξεγέρσεις, στα 1866-1869.
Η δεκαετία του 1870 θα φέρει νέα δεδομένα. Πρώτα από όλα την απογοήτευση των Ελλήνων εντός και εκτός του βασιλείου από την αποτυχία της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής, που είχε μεταξύ άλλων απομονώσει πολιτικά την Ελλάδα σε μια εποχή κατά την οποία ο αγώνας των Βουλγάρων για ανεξαρτησία, για παράδειγμα, συναντούσε πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια στην Ευρώπη. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις είχαν δημιουργήσει δυνατότητες για οικονομική και κοινωνική άνοδο. Ακόμα, ενσωματώθηκαν πολλοί χριστιανοί γραφειοκράτες στην οθωμανική διοίκηση ενώ αναμείχθηκαν στην οικονομία χριστιανοί, ιδιαίτερα Έλληνες τραπεζίτες, όπως ο Γεώργιος Ζαρίφης (1810-1884) και ο Χρηστάκης Ζωγράφος, προσωπικός τραπεζίτης του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, μέσω σύναψης δανείων στην οθωμανική κυβέρνηση. Όλα αυτά έκαναν πολλούς να πιστεύουν πως οι εποχές είχαν αλλάξει και πως η επιθετική πολιτική εναντίον της Αυτοκρατορίας έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Στη νέα αυτή εποχή, όσοι είχαν επωφεληθεί από τις μεταρρυθμίσεις, είτε είχαν ενστερνιστεί ειλικρινά την ιδεολογία του οθωμανισμού είτε όχι, υποστήριζαν ανοιχτά την εδαφική ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας, έβλεπαν με καχυποψία ή με ανοιχτή εχθρότητα τις σπασμωδικές ενέργειες του βασιλείου και αντιστέκονταν στην προσπάθεια των ελλαδικών κύκλων να ηγεμονεύσουν ιδεολογικά τις τύχες του Ελληνισμού.
5. Οι Νεοφαναριώτες
Οι νέες αυτές ηγετικές ομάδες, τουλάχιστον όσοι εμπλέκονταν στη διοίκηση, χαρακτηρίστηκαν Νεοφαναριώτες. Από τα ονόματά τους βλέπουμε πως κάποιες από τις παλιές φαναριώτικες οικογένειες (Μαυρογένη, Αριστάρχη) που είχαν επιβιώσει κατά την Ελληνική Επανάσταση μπόρεσαν να ενταχθούν πάλι στη νέα αυτή «αριστοκρατία». Υπάρχουν όμως και οικογένειες που εντάσσονται σε αυτή την ομάδα λόγω της ανέλιξής τους χάρη στις υπηρεσίες που παρείχαν τα μέλη τους στην οθωμανική δυναστεία ως γιατροί ή διπλωμάτες (Καραθεοδωρής, Μουσούρος). Ο όρος Νεοφαναριώτες μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί πως εκφράζει τη συνέχεια σε πρακτικές και αντιλήψεις των συνθηκών πριν και μετά το 1821. Υπήρχε, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά. Οι πριν από το 1821 Φαναριώτες των παραδουνάβιων ηγεμονιών ζούσαν σε μια εποχή όπου η ορθόδοξη πίστη ήταν κυρίαρχη συνισταμένη της ιδεολογίας τους, ενώ η ελληνική γλώσσα ήταν στοιχείο μιας ταξικής κουλτούρας, όπως περίπου η καλή χρήση της οθωμανικής γλώσσας ήταν μια από τις προϋποθέσεις ένταξης στη μουσουλμανική ηγεσία.5 Τη νέα εποχή, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η ελληνική γλώσσα και κουλτούρα έχουν γίνει στοιχεία μιας εθνοτικής ταυτότητας που έχει επικρατήσει και στους κύκλους του Πατριαρχείου· στο όνομά της δίνεται ο αγώνας κατά του «εθνοφυλετισμού», τη δεκαετία του 1860, εναντίον των βουλγαρικών και ρουμανικών απαιτήσεων για εκκλησιαστική αυτονομία. Με αυτή την προοπτική ιδρύονται εκπαιδευτικοί και φιλολογικοί σύλλογοι στην Αυτοκρατορία, με πρώτο το Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως. Στόχος είναι η διάδοση της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας σε ορθόδοξους πληθυσμούς που την αγνοούν, σλαβόφωνους ή τουρκόφωνους.6 Σε καμία περίπτωση η πολιτική αυτή της προώθησης μιας πολιτισμικής ηγεμονίας δεν αμφισβητεί το οθωμανικό πολιτικό πλαίσιο. Αντιθέτως, το χρησιμοποιεί και άρα το νομιμοποιεί και το καθιστά απαραίτητο. Επομένως, η ελληνοθωμανική ιδεολογία των δεκαετιών 1860 και 1870 μπορεί να γίνει κατανοητή ως δυαρχία πολιτικής ηγεμονίας του μουσουλμανικού-τουρκικού στοιχείου και πολιτισμικής-οικονομικής ηγεμονίας του ελληνορθόδοξου.
Βεβαίως, μια τέτοια συνύπαρξη μπορεί να ιδωθεί και διαφορετικά, ως πολιτική συμμαχία Ελλήνων και Τούρκων, που από κοινού θα διοικούσαν την Αυτοκρατορία. Είναι η περίοδος, εξάλλου, όπου η αυτοκρατορία, ως πολιτική και πολιτισμική κατηγορία, έχει ανακτήσει πολλή από την παλιά αίγλη της, καθώς, μετά τις μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ανακήρυξη του Ausgleich (δυαρχίας Αυστρίας – Ουγγαρίας) στην Αψβουργική Αυτοκρατορία, έχει αποδείξει την ικανότητά της να προσαρμόζεται. Η στροφή αυτή των αυτοκρατοριών δεν είναι άσχετη με την ενοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας, με τις επιπτώσεις της στο φαντασιακό των μικρότερων λαών της Ευρώπης. Η προσαρμοστικότητα που επιδεικνύουν οι αυτοκρατορίες εμπνέει πολιτικούς παράγοντες διάφορων οθωμανικών κοινοτήτων να στοχαστούν πάνω στη δυνατότητα μιας δυαρχίας αντίστοιχης με αυτήν της Αυστροουγγαρίας.
Ο ελληνοθωμανισμός αποτέλεσε μια τέτοια πολιτική πρόταση. Κάτι αντίστοιχο θα επιδιώξουν και οι Βούλγαροι, των οποίων το κίνημα αντιμετώπιζε από την αρχή διάσπαση στο εσωτερικό του. Οι εύπορες ηγετικές ομάδες της Κωνσταντινούπολης δυσανασχετούσαν απέναντι στο ριζοσπαστικό λόγο επαναστατών όπως ο Γκεόργκι Ρακόβσκι (1821-1867) και ο Λιούμπεν Καραβέλοφ (1834-1879). Αντίθετα, διανοούμενοι σαν το Στογιάν Τσομάκοφ και το Νικόλα Γκένοβιτς υποστήριζαν μια εξελικτική διαδικασία που θα οδηγούσε στην αυτονομία στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας και με τη στήριξή της. Αυτή η πολιτική εκφράστηκε στην πράξη με ένα πολιτικό όραμα δυαρχίας, όπου ο σουλτάνος θα ονομαζόταν ταυτόχρονα και τσάρος των Βουλγάρων.7
6. Ο ελληνοθωμανισμός και η Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η ιδεολογία του ελληνοθωμανισμού πήρε διαφορετικές διαστάσεις. Η αποτυχία του μεγαλοϊδεατισμού είχε οδηγήσει τη χρυσή γενιά της μεταπολίτευσης του 1862-1864, η οποία στοχάστηκε και έδρασε σε ένα περιβάλλον σχετικής ελευθερίας της έκφρασης και πολιτικών οραμάτων, σε πλήρη απογοήτευση. Η άφιξη στην Αθήνα πλούσιων ομογενών, όπως ο Ανδρέας Συγγρός (1830-1899), που με την πολυτελή ζωή τους και τις προοπτικές για δυναμικά οικονομικά εγχειρήματα εξήπταν τη φαντασία του αθηναϊκού κοινού για τη χλιδή στις ακτές του Βοσπόρου, έκανε πολιτικούς κύκλους των Αθηνών να στραφούν πρώτη φορά σε πολιτική συνεργασίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακόμη και αν θεωρηθεί πολιτικός ελιγμός, είτε απέναντι στον κοινό σλαβικό κίνδυνο είτε ως αποτέλεσμα της πασιφανούς αδυναμίας του βασιλείου να ακολουθήσει επιθετική πολιτική, ο βασικός εκφραστής της πολιτικής αυτής, ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης (1829-1879), διακήρυσσε σε πολιτικούς λόγους του στα 1873 την αναγκαιότητα του ελληνοθωμανισμού. Τα χρόνια που ακολούθησαν θα ακύρωναν την προοπτική αυτή τουλάχιστον με τη μορφή της συνεργασίας των δύο κρατών.8 Το 1875, η οθωμανική κυβέρνηση κήρυξε πτώχευση, γεγονός που σήμανε τη σταδιακή απομάκρυνση την Ελλήνων τραπεζιτών από τα δημοσιονομικά της Αυτοκρατορίας.9 Η τελευταία είχε εμπλοκή σε έναν πόλεμο στα 1877-1878, από τον οποίο βγήκε βαριά λαβωμένη. Τουλάχιστον, η μέχρι χθες ένθερμη σύμμαχός της Ελλάδα δεν προχώρησε στην παραμικρή εχθρική ενέργεια εναντίον της. Ίσως ήταν ο απόηχος της πολιτικής του ελληνοθωμανισμού, μάλλον απλή αδράνεια.
Η τελευταία πράξη της πολιτική αυτής μοιάζει με φάρσα. Όταν το 1876 ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ ανατράπηκε για να περάσει στο θρόνο ο ψυχικά διαταραγμένος Μουράτ Ε΄, για να αντικατασταθεί και αυτός γρήγορα από τον, όπως αποδείχθηκε αργότερα, μονομανή Αβδούλ Χαμίτ Β΄, οπαδοί της ελληνοθωμανικής ιδεολογίας στην Πόλη ανέλαβαν δράση. Ο Γεώργιος Σκαλιέρης, τραπεζίτης και σημαντική φυσιογνωμία της εποχής, επισκέφθηκε τον έγκλειστο πλέον στα παλάτι Τσιραγάν Μουράτ και του πρότεινε να συναινέσει στο σχέδιό του να προσκληθεί ο ελληνικός στρατός, ο οποίος υπό την ηγεσία του βασιλέα Γεωργίου Α΄ θα έμπαινε νικηφόρα στην Πόλη, θα απελευθέρωνε το Μουράτ και θα συνδιοικούσαν μαζί μια ελληνοθωμανική αυτοκρατορία.
Οι ασκήσεις επί χάρτου δεν έφεραν αποτέλεσμα· η Αθήνα σταδιακά άρχισε ιδεολογικά να κερδίζει έδαφος απέναντι στην Κωνσταντινούπολη στην πολιτική ηγεμονία του Ελληνισμού. Ωστόσο, επί τουλάχιστον είκοσι χρόνια, οι κυβερνήσεις Τρικούπη (1833-1897) –και παρά τη σύγκρουση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ το 1882 για το συντονισμό των σχολείων στη Μακεδονία– ακολούθησαν πολιτική εγκράτειας απέναντι στην Αυτοκρατορία, καθώς οι προτεραιότητές τους αφορούσαν τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και όχι την επέκταση των συνόρων. Το αποτυχημένο εγχείρημα που οδήγησε στην καταστροφή του 1897, ωστόσο, αλλά και το επιτυχημένο των Βαλκανικών πολέμων των ετών 1912-1913, απέδειξε πως τόσο στην Ελλάδα όσο ιδιαίτερα στην Αυτοκρατορία νέες μεσοαστικές ομάδες, επαγγελματίες, γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, θεωρούσαν πως τόσο ο οθωμανισμός όσο και ο ελληνοθωμανισμός είχαν αποτύχει, αφού εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα συγκεκριμένων ηγετικών ομάδων που συνδέονταν με την οθωμανική διοίκηση και το Πατριαρχείο. Αντιθέτως, έβρισκαν πολύ πιο ελκυστική την προοπτική ενός καλά συγκροτημένου μεγαλοϊδεατισμού.10
7. Ο ελληνοθωμανισμός μετά την επανάσταση των Νεότουρκων
Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, ο στρατιωτικός Σουλιώτης Νικολαΐδης και ο διπλωμάτης Ίων Δραγούμης, ηγετικά στελέχη της μυστικής Οργανώσεως Κωνσταντινουπόλεως, θα στοχαστούν πάνω στη δυνατότητα ίδρυσης μιας ανατολικής αυτοκρατορίας ως μετεξέλιξης της οθωμανικής. Στη νέα αυτή επικράτεια, οι ανακατεμένες φυλές θα ζούσαν αρμονικά, με την ελληνική τελικά, λόγω του οικονομικού και πολιτισμικού της δυναμισμού, να επικρατεί. Επρόκειτο για μια μόνο από τις πολλές ουτοπίες, προϊόν της περιρρέουσας αισιοδοξίας.11 Έτσι, ο ελληνοθωμανισμός θα νεκραναστηθεί μαζί με τα οράματα περί ισοπολιτείας, για να θαφτούν όλα μαζί πια με τους Βαλκανικούς πολέμους. Η Αθήνα θα επικρατούσε της Κωνσταντινούπολης σε ένα δραματικό κρεσέντο, στο κορύφωμα του οποίου το έθνος-κράτος, το ελληνικό αλλά και το τουρκικό, θα καθιστούσε κάθε αυτοκρατορική ιδεολογία ανεπίκαιρη και περιττή.
1. Quataert, D., “Clothing Laws, State, and Society in the Ottoman Empire, 1720-1829”, IJMES 29:3 (1977), σελ. 403-425.
2. «Το Πατριαρχείο και η οθωμανική έννομη τάξη», στο Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βεράτια για τους προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 295-361· Barsoumian, H., “The Dual Role of the Armenian Amira Class within the Ottoman Government and the Armenian Millet (1750-1850)”, στο Braude, B. – Lewis, B. (επιμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire: the functioning of a plural society (New York 1982), σελ. 171-184.
3. Αλεξανδρής, Α., «Οι Έλληνες στην υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», Δελτίον της Ελληνικής και Εθνολογικής Εταιρείας 2 (1980), σελ. 365-404· Krikorian, M., Armenians in the service of the Ottoman Empire (London 1977).
4. Σταματόπουλος, Δ., Μεταρρύθμιση και Εκκοσμίκευση. Προς μία ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα (Αθήνα 2003).
5. Philliou, C., “Mischief in the Old Regime: Provincial Dragomans and Social Change at the Turn of the Nineteenth Century”, New Perspectives in Turkey 25 (2001), σελ. 103-122.
6. Εξερτζόγλου, Χ., Εθνική ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αι. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, 1861-1912 (Αθήνα 1996).
7. Penchev, B., “Tsarigrad/Istanbul and the Spatial Construction of Bulgarian National Identity in the Nineteenth Century”, στο Neubauer, J. – Cornis-Pope, M. (επιμ.), History of the Literary Cultures of East-Central Europe. Junctures and disjunctures in the 19th and 20th centuries 2 (Amsterdam 2006), σελ. 390-413.
8. Σκοπετέα, Έ., Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880) (Αθήνα 1988).
9. Exertzoglou, H., “The Development of a Greek Ottoman Bourgoisie: Investment Patterns in the Ottoman Empire, 1850-1914”, στο Gonticas, D. – Issawi, C. (επιμ.), Ottoman Greeks in the Age of Nationalism (Princeton 1999), σελ. 89-114.
10. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία 19os αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες: Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1998).
11. Panayotopoulos, A. J., “The Great Idea and the vision of Eastern Federation: A propos of the views of I. Dragoumis and A. Souliotis-Nicolaidis”, Balkan Studies 21 (1980), σελ. 331-365
Συγγραφή : Κεχριώτης Ευάγγελος (13/7/2008)
Για παραπομπή: Κεχριώτης Ευάγγελος, «Ελληνοθωμανισμός», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου