Συγγραφή : Westbrook Nigel (21/12/2007) Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη
1. Εισαγωγή
Το Μέγα Παλάτιον των Βυζαντινών αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά των τελετών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επί χίλια χρόνια και καταλάμβανε μια περιοχή η οποία σήμερα έχει κηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς [εικ. 1].1 Το Μέγα Παλάτιον έχει μεγάλη πολιτιστική και ιστορική σημασία, καθώς άσκησε αξιόλογη επιρροή τόσο στη δυτικοευρωπαϊκή όσο και στην ανατολική αρχιτεκτονική των ανακτόρων, αποτελώντας το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική αρχιτεκτονική και τη μεσαιωνική. Παρ’ όλ’ αυτά είναι εν μέρει μόνο γνωστό. Κατάλοιπά του βρίσκονται θαμμένα κάτω από μεταγενέστερα κτήρια, κυρίως κάτω από το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί, και είναι γνωστά μόνο μέσα από κείμενα και παλαιότερες αναπαραστάσεις.
2. Το ανώτερο τμήμα του παλατιού και το Παλάτι της Δάφνης
Το αρχαιότερο τμήμα του Μεγάλου Παλατιού, το Παλάτι της Δάφνης, που χτίστηκε από το Μεγάλο Κωνσταντίνο και τους διαδόχους του τον 4ο και 5ο αιώνα, ήταν ένα συγκρότημα που πιστεύεται ότι καταλάμβανε την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί. Σε άμεση γειτνίαση βρίσκονταν: ο Ιππόδρομος και τα γειτονικά παλάτια, τα Λουτρά του Ζευξίππου, το αυτοκρατορικό φόρο ή Αυγουσταίον, όπου ο Ιουστινιανός Α΄ έστησε το έφιππο άγαλμά του πάνω σε μνημειακή στήλη τον 6ο αιώνα, οι εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, της Αγίας Ειρήνης και αργότερα του Αγίου Ιωάννου του Διιπίου στα βορειοανατολικά και οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος στα νοτιοανατολικά, η Μέση οδός, στην οποία τελούνταν οι θρίαμβοι και αργότερα σημαντικές πολιτικές και θρησκευτικές πομπές, η βιβλιοθήκη και η περίστυλη αυλή, που ονομαζόταν Βασιλική, και τα φόρα του
Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου. Ακόμη ανατολικότερα, κατεβαίνοντας προς τα τείχη της θάλασσας, η τοπογραφία αυτής της περιόδου είναι ασαφής, ελλείψει ευρημάτων, αλλά ίσως βρίσκονταν εδώ αυτοκρατορικοί κήποι και αριστοκρατικές επαύλεις.2 Υπάρχει σαφής συγγένεια μεταξύ των αυτοκρατορικών κήπων και των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών επαύλεων, όπως η έπαυλη του Αδριανού στο Τίβολι και το Παλάτι του Φλαβιανού στη Ρώμη, ενώ ομοιότητες βλέπουμε και στην τυπολογία της έπαυλης με προστώο της ύστερης αρχαιότητας.3 Στα νότια υπήρχαν διάφορα άλλα παλάτια, συμπεριλαμβανομένου και του Ορμίσδα, το οποίο καταλάμβανε μια ασαφή έκταση αλλά που, σύμφωνα με τον Bolognesi, εκτεινόταν στην περιοχή του κατώτερου τμήματος ή αλλιώς του Ιερού Παλατιού.4
3. Το κατώτερο τμήμα ή Ιερό Παλάτιον
Το Μέγα Παλάτιον επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο, κυρίως προς τα ανατολικά και τα δυτικά, από τους επόμενους αυτοκράτορες. Θεωρείται ότι διατήρησε έναν κατεξοχήν τελετουργικό ρόλο στους κατοπινούς αιώνες (για παράδειγμα, την εποχή της συγγραφής του Περί βασιλείου τάξεως το 10ο αιώνα, βλ. παρακάτω), ενώ νεότερα κτήρια επιτελούσαν τις λειτουργίες που είχε αρχικά το παλάτι. Έτσι, για παράδειγμα, ο Χρυσοτρίκλινος, η αίθουσα του θρόνου του ύστερου 6ου αιώνα, του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄, που βρισκόταν στο κατώτερο τμήμα του παλατιού, στο χώρο νότια της Δάφνης, φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν για τις κρατικές τελετές, οι οποίες παλαιότερα τελούνταν σε ορισμένες αίθουσες του παλατινού συγκροτήματος της Δάφνης: στο Αυγουσταίον, την πρώτη ίσως αίθουσα θρόνου από την εποχή της βασιλείας του Κωνσταντίνου Α΄,5 και το κονσιστόριο, την αυτοκρατορική αίθουσα ακροάσεων. Είναι πιθανό ορισμένα τμήματα του συγκροτήματος του Παλατιού της Δάφνης, όπως το παρεκκλήσιο του Αγίου Στεφάνου, το Αυγουσταίον και το κονσιστόριο, να χρησιμοποιούνταν ακόμη περιστασιακά για ορισμένες τελετές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου (913-959). Πάντως, το μεγαλύτερο μέρος της τελετουργικής δραστηριότητας εκείνη την εποχή πρέπει να τελούνταν στο Χρυσοτρίκλινο, τον Τρίκλινο του Ιουστινιανού, και στη Θεοτόκο του Φάρου και τη Νέα Εκκλησία. Εντούτοις, όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς οχύρωσε το Μέγα Παλάτιον το 969, τα οικοδομήματα του συγκροτήματος της Δάφνης εξαιρέθηκαν από τα όρια του περιβόλου. Προφανώς εκείνη την εποχή δεν είχαν πλέον άλλη χρήση πλην της τελετουργικής, κι αυτό περιστασιακά.6
4. Το παλάτι στη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο
Το Παλάτι της Δάφνης φαίνεται ότι άρχισε να καταρρέει σταδιακά, κατάσταση η οποία επιδεινώθηκε από τη λεηλάτηση που υπέστη κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1261). Όπως ήδη σημειώθηκε, κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο οι αυτοκρατορικές τελετές είχαν σε μεγάλο βαθμό μεταφερθεί στο κατώτερο (ή Ιερό) Παλάτιο. Πάντως, κατά το 10ο αιώνα, όπως μαρτυρείται από τις τελετές που συνδέονται με τη Μακεδονική δυναστεία, το Μέγα Παλάτιον συνέχιζε να αποτελεί έναν τόπο με σημαντική τελετουργική σημασία – έτσι, για παράδειγμα, το 959, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος πέθανε, η σορός του μεταφέρθηκε σε κλίνη σε συγκεκριμένες αίθουσες μέσα στο παλάτι: στο Καβαλλάριον, την αίθουσα των Δεκαεννέα Ακκουβιτών και στη Χαλκή, όπου εκτέθηκε σε προσκύνηση. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, και ιδιαίτερα επί βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), αυξήθηκε η σπουδαιότητα του Παλατιού των Βλαχερνών, στα βορειοδυτικά της πόλης, κοντά στον Κεράτιο κόλπο, και αποτέλεσε κατεξοχήν αυτοκρατορική κατοικία.7 Παρ’ όλα αυτά, στο συγκρότημα του Μεγάλου Παλατιού κατά το 12ο αιώνα προστέθηκαν σημαντικά νέα κτήρια, ενώ άλλα ανακαινίστηκαν, ειδικά ο Μουχρουτάς, ένα περίπτερο αναψυχής με αραβικές ή περσικές επιρροές, πιθανόν με οξυκόρυφο θόλο,8 που λέγεται ότι βρισκόταν στους νοτιοδυτικούς χώρους του παλατιού. Μεγάλη καταστροφή έχει καταγραφεί ότι έπληξε το σημείο αυτό στις λεηλασίες που έγιναν κατά τη διάρκεια της άλωσης από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204, και στη συνέχεια της Λατινοκρατίας.9
5. Η περιοχή του παλατιού κατά την Οθωμανική περίοδο
Μέχρι την Άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453, καθώς οι οχυρώσεις που γειτνίαζαν στην Πύλη των Βλαχερνών είχαν υποστεί καταστροφές από τους κανονιοβολισμούς, το συγκρότημα του Μεγάλου Παλατιού, εκτός από ελάχιστα κτήρια, είχε μετατραπεί σε μη κατοικήσιμα ερείπια. Η περιοχή, στη συνέχεια, κρίθηκε κατάλληλη για την κατασκευή μιας σειράς οθωμανικών αρχοντικών κατοικιών, τα οποία πλήττονταν από τις φωτιές που κατά καιρούς μάστιζαν την περιοχή αυτή της Κωνσταντινούπολης. Η μεταμόρφωση της περιοχής εντούτοις σημειώθηκε με την κατασκευή του τεμένους του σουλτάνου Αχμέτ10 μεταξύ του 1609 και του 1616. Το τζαμί και τα συνανήκοντα κτήρια χτίστηκαν πάνω στα ερείπια του ανώτερου τμήματος του παλατιού· η πολιτιστική και θρησκευτική τους σημασία δεν επέτρεψε οποιαδήποτε εκτεταμένη αρχαιολογική έρευνα. Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό το συγκρότημα του Σουλτάν Αχμέτ να χτίστηκε με οπτόπλινθους, λίθους και κίονες του Μεγάλου Παλατιού και της παρακείμενης Συγκλήτου, καταστρέφοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος των υπέργειων τμημάτων των κτηρίων.
6. Η περιοχή του παλατιού στους Νεότερους χρόνους
Μία μεγάλη πυρκαγιά στις αρχές του 20ού αιώνα κατέκαψε τα σπίτια της περιοχής στα νότια και στα ανατολικά του τεμένους και επέτρεψε την πραγματοποίηση της μοναδικής αρχαιολογικής έρευνας μεγάλης έκτασης, που οδήγησε στην ανασκαφή του περιστυλίου με τα ψηφιδωτά, στα νοτιοανατολικά του τεμένους. Εντούτοις, κανένα οριστικό συμπέρασμα δεν έχει διατυπωθεί ως προς την ταύτιση και τη σχέση αυτών των ευρημάτων με το ευρύτερο κτηριακό συγκρότημα του παλατιού. Αδημοσίευτες σε μεγάλο βαθμό ανασκαφές έχουν πραγματοποιηθεί από Τούρκους αρχαιολόγους ήδη από τη δεκαετία του 1950,11 με την πιο πρόσφατη έρευνα να έχει καταλήξει στην ταύτιση της θέσης με το υστερορωμαϊκό κτήριο της Συγκλήτου και με τα Πιττάκια, ένα κτήριο που είχε ποικίλες χρήσεις ως διοικητικό συγκρότημα και φυλακή.12
7. Έρευνες και βιβλιογραφία
Η φιλολογική και αρχαιολογική έρευνα για το Μεγάλο Παλάτι ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα με τη συστηματική μετάφραση και την ιστορική ανάλυση των σωζόμενων χειρογράφων. Ο Mango (1959) αναφέρει ότι η μονογραφία του Jules Labarte του 1861 είναι η πρώτη συστηματική προσπάθεια ανασύνθεσης της τοπογραφίας του παλατιού με βάση το Περί βασιλείου τάξεως [Εικ. 2].13 Ανάμεσα στις πολυάριθμες προσπάθειες που ακολούθησαν, η ανασύνθεση από το Jean Ebersolt, του 1910, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα A.D. Thiers [Εικ. 3], βασίστηκε τόσο στη γνώση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής όσο και στην έρευνά του για το Παλάτι του Διοκλητιανού στο Split.14 Τα πρώτα σχέδια του Ebersolt αναθεωρήθηκαν από τον Albert Vogt το 1935.15 [Εικ. 4] Ο Vogt περιέλαβε κι ένα αναθεωρημένο τοπογραφικό σχέδιο (υπογεγραμμένο από τον ArchteD.P.L.G.) στην τμηματική του μετάφραση του Περί βασιλείου τάξεως (1934). Ο Rodolphe Guilland (1969)16 δημοσίευσε μια εξαιρετικά σημαντική αναθεώρηση της τοπογραφικής μελέτης του Ebersolt, στην οποία συμπεριλήφθηκαν και πιο πρόσφατα αρχαιολογικά δεδομένα, χωρίς εντούτοις να επιχειρεί ο ίδιος μια αναπαράσταση του συγκροτήματος· αντίθετα, περιλαμβάνει μία κάτοψη του Miranda [Εικ. 6]. Ο Raymond Janin (1964)17 προέβη σε μία μείζονα τοπογραφική εργασία για την τοπογραφία της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης. Ο αρχιτέκτονας Miranda δημοσίευσε διάφορες υποθετικές κατόψεις (1955, 1973, 1983) που επιχειρούσαν να συμφιλιώσουν καταγεγραμμένες περιγραφές του παλατιού με αρχαιολογικά ευρήματα (1965, 1973).18 Οι προσπάθειές του απορρίφθηκαν συνολικά από το Mango.19 Πιο πρόσφατες τοπογραφικές μελέτες από τους Müller-Wiener (1977), Mango (1959, 1990, 1995, 1997, 2000), Kosteneç (1998, 1999 & 2004), Bolognesi και Bardill πρόσφεραν συμπληρωματικά στοιχεία στην αρχιτεκτονική έρευνα που θα οδηγούσε σε μια σχεδιαστική αναπαράσταση του παλατιού.20
8. Το Περί βασιλείου τάξεως
Η πιο σημαντική πηγή πληροφοριών για το Μέγα Παλάτιον είναι το Περί βασιλείου τάξεως, που συντάχθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο (ή για λογαριασμό του) στα μέσα του 10ου αιώνα. Πρόκειται για ένα συμπίλημα αρχαϊκών αλλά και σύγχρονων του Πορφυρογέννητου τελετουργικών τυπικών της αυλής.21 Οι επεξηγήσεις για τη χρονολόγηση και την προέλευση των πομπών παρέχουν τις πιο άμεσες πληροφορίες για τη χωροταξική και λειτουργική σχέση των διάφορων κτηρίων του παλατιού και χρησιμοποιήθηκαν από τους Ebersolt, Vogt, Guilland και τους σύγχρονους ερευνητές για το σχεδιασμό των τοπογραφικών τους αναπαραστάσεων. Ο J.M. Featherstone έχει γράψει διάφορες μελέτες για την προέλευση και τη χρονολόγηση των διάφορων τμημάτων του έργου.22 Η Ann Moffatt, του Πανεπιστημίου της Αυστραλίας, ολοκληρώνει μια σχολιασμένη αγγλική μετάφραση των δύο σωζόμενων χειρογράφων αυτού του έργου. Αυτές οι σημαντικές μελέτες δίνουν τη δυνατότητα για διάφορες υποθέσεις σχετικά με τη σχεδιαστική αναπαράσταση του παλατιού, κάτι που σχετίζεται με τις πρόσφατες προτάσεις για δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου στα ίχνη της τοποθεσίας του παλατιού.23
1. Η περιοχή περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές την περιφέρεια του σημερινού Σουλτάν Αχμέτ στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης.
2. Ο E. Bolognesi αναφέρει την ενσωμάτωση από τον Ιουστινιανό Β΄ του Παλατιού της Μαρίνας, της ανύπαντρης κόρης του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408), ένα συγκρότημα που ανεγέρθηκε τον πρώιμο 5ο αιώνα, και την περιοχή όπου επρόκειτο να γίνει το τζυκανιστήριο στο τέλος του 7ου ή στις αρχές του 8ου αιώνα. Στο παλάτι έγινε ο γάμος της κόρης του αυτοκράτορα Φωκά με έναν από τους στρατηγούς του, τον Πρίσκο, περί το 605. Bolognesi, E., “Il Gran Palazzo”, Bizantinistica: Rivista di Studi Bizantini e Slavi, Serie Seconda Anno II (2000), σελ. 223. Βλ. επίσης Magdalino, P., “The Bath of Leo the Wise”, στο Moffatt, Α. (επιμ.), Maistor: Classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning (Canberra 1984), σελ. 225-40· Magdalino, P., “The Bath of Leo the Wise and the 'Macedonian Renaissance' Revisited: Topography, Iconography, Ceremonial, Ideology”, Dumbarton Oaks Papers 42 (1988), σελ. 97-118, και Mango, C., “The Palace of Marina, the Poet Palladas and the Bath of Leo VI”, Ευφρόσυνον: Αφιέρωμα στον Μανώλη Χατζιδάκη 1 (Αθήνα 1991), σελ. 321-330. Για γραπτά στοιχεία σχετικά με την κατασκευή αυτοκρατορικών επαύλεων, βλ. την αναφορά στην έπαυλη και τον κήπο του αυτοκράτορα Ιουλιανού στο Maguire, H., “Gardens and Parks in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 262.
3. Βλ., για παράδειγμα, επαύλεις που αναφέρονται από το Swoboda, K.M., Römische und Romanische Paläste (Vienna 1919), σελ. 48-52.
4. Bolognesi, E., Il Gran Palazzo degli Imperatori di Bisanzio, Associazione Palatina Istanbul (Istanbul 2000), σελ. 221-222.
5. Το επιχείρημα ότι το Αυγουσταίον είχε παίξει αυτόν το ρόλο προέρχεται από την τυπολογική παράδοση σύμφωνα με την οποία η μεγάλη αψιδωτή αίθουσα υποδοχής απλώνεται συμμετρικά στην κορυφή μιας επίσης συμμετρικής διάταξης παλατινών κτηρίων. Αυτό είναι εμφανές στο παράδειγμα των αριστοκρατικών επαύλεων της ύστερης αρχαιότητας στην Piazza Armerina, καθώς επίσης και στο Παλάτι του Φλαβιανού, όπου η aula regia, το κεντρικό δωμάτιο της πρόσοψης του παλατιού, έχει σχεδιαστεί με παρόμοιο τρόπο.
6. Featherstone, J.M. – Bolognesi, E., “The Boundaries of the Palace: De Ceremoniis II, 13”, Travaux et Mémoires 14 [=Mélanges Gilbert Dagron] (2002), σελ. 37-46.
7. Magdalino, P., “Medieval Constantinople: Built Environment and Urban Development”, στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century 2(Dumbarton Oaks Studies 39, Wasington D.C. 2002), σελ. 533.
8. Ο Νικόλαος Μεσαρίτης αναφέρει ότι το κτήριο είναι έργο περσικών χεριών: «ὁ δὲ Μουχρουτᾶς ἔστι τι δῶμα τεράστιον, τοῦ Χρυσοτρικλίνου ἁπτόμενον, ὡς πρὸς δυσμὴν διακείμενον. αἱ πρὸς τοῦτον βαθμίδες ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ τιτάνων καὶ μαρμάρων πεποιημέναι, ἡ κλῖμαξ ἔνθεν κἀκεῖθεν ὀδοντουμένη περιγυρουμένη, κεχρωσμένη τῷ κυανῷ, τῷ βυσσίνῳ λελευκασμένη, βεβαμμένη τῷ χλοανῷ, ἐξανθοῦσα τῷ πορφυρίζοντι ἐξ ἐγκεκολαμμένων συμμίκτων βεβαμμένων ὀστράκων σχῆμ’ ἐχόντων σταυρότυπον. τὸ οἴκημα χειρὸς ἔργον οὐ Ῥωμαΐδος, οὐ Σικελικῆς, οὐ Κελτίβηρος, οὐ Συβαριτικῆς, οὐ Κυπρίου, οὐ Κίλικος· Περσικῆς μὲν οὖν, ὅτι καὶ ἰδέας φέρει Περσῶν παραλλαγάς τε στολῶν. αἱ τοῦ ὀρόφου σκηναὶ παντοδαπαὶ καὶ ποικίλαι, ἐξ ἡμισφαιρίων τῷ οὐρανοειδεῖ ὀρόφῳ προσηλωμέναι, πυκναὶ αἱ τῶν γωνιῶν εἰσοχαί τε καὶ ἐξοχαί, κάλλος τῶν γλυφίδων ἀμήχανον, τῶν κοιλωμάτων θέαμα πάντερπνον, ἶριν φαντάζον πολυχρωμοτέραν τῆς ἐν τοῖς νέφεσι, χρυσοῦ τούτῳ ὑπεστρωμένου. οὐκ ἐς βάθος, κατ’ ἐπιφάνειαν ἀκόρεστος τερπωλή, οὐ τοῖς ἄρτι πρώτως τὴν ὁρατικὴν πέμπουσιν εἰς αὐτά, ἀλλὰ καὶ τοῖς συχνὰ παραβάλλουσι θάμβος καὶ ἔκπληξις.» Βλ. Heisenberg, A. (επιμ.), Die Palastrevolution des Johannes Komnenos (Würzburg 1907), σελ. 44-45, αγγλ. μτφρ. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire 312-1453: Sources and Documents (Englewood Cliffs, N.J. 1972), σελ. 228-229. Για τα αραβικά και περσικά πρότυπα για αυτού του είδους τις κατασκευές, βλ. Grabar, O., “From Dome of Heaven to Pleasure Dome”, The Journal of the Society of Architectural Historians 49:1 (1990), σελ. 15-21.
9. Βλ. την περιγραφή της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από το Νικήτα Χωνιάτη, Magoulias H.J. (μτφρ.), O City of Byzantium: Annals of Niketas Choniates (Detroit 1984).
10. Το Σουλτάν Αχμέτ τζαμί είναι ευρέως γνωστό ως Μπλε τζαμί.
11. Για μια επισκόπηση των ανασκαφών που έγιναν το 1999 νοτιοανατολικά της Αγίας Σοφίας, βλ. Pasinli, A., “Pittakia’ ve ‘Magnum Palatum – Büyük Saray’ Bölgesinde 1999 Yılı Çalışmaları (Eski Sultanahmet Cazaevi Bahçesi)”, 11. Müze Çalışmaları Ve Kurtama Kazıları Sempozyumu (2001), σελ. 41-62.
12. Pasinli, Α., “La Zona Settentrionale del Gran Palazzo: Interventi di Scavo il Giardino della Vecchia Prigione di Sultanahmet”, στο Bolognesi, E. (επιμ.), Il Gran Palazzo degli Imperatori di Bisanzio (Istanbul 2000). Βλ. επίσης Pasinli, Α., “Pittakia’ ve ‘Magnum Palatum – Büyük Saray’ Bölgesinde 1999 Yılı Çalışmaları (Eski Sultanahmet Cazaevi Bahçesi)”, 11. Müze Çalışmaları Ve Kurtama Kazıları Sempozyumu (2001), σελ. 41-62.
13. Labarte, J., Le Palais imperial de Constantinople et ses abords au dixième siécle (Paris 1861), στο οποίο αναφέρεται ο Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 14 κ.ε.
14. Ebersolt, J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des Cérémonies (Paris 1910).
15. Ebersolt, J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des Cérémonies (Paris 1910).
16. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine 1-2 (Berlin – Amsterdam 1969).
17. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964).
18. Miranda, S., Le palais des empereurs byzantins (Mexico City 1965).
19. Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 17: «Ένα δημοφιλές βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα στο Μεξικό για το Παλάτι της Κωνσταντινούπολης δεν πρέπει να μας εγκλωβίσει».
20. Αλληλογραφία του C. Mango με το συγγραφέα, 1999.
21. Οι κυριότερες εκδόσεις του Περί βασιλείου τάξεως είναι του Reiske, J.J., De Ceremoniis Aulae Byzantinae 1-2 (Bonn 1829-1830) (με λατινική μετάφραση) και Vogt, A., Le Livre des Cérémonies (Paris 1939) (μεταφρασμένο στα γαλλικά). Για πρόσφατες έρευνες, βλ. επίσης Featherstone, J.M., “Further Remarks on the De Cerimoniis”, Byzantinische Zeitschrift 97 (2004), σελ. 113-121, για ανάλυση της θεματικής και της συγγραφής του Περί βασιλείου τάξεως.
22. Feathersone, J.M., “The Great Palace as Reflected in the De Ceremoniis”, στο Bauer, F.A. (επιμ.), Visualidierungen von Herrschaft: Frühmittelalterliche Residenzen- Gestalt und Zeremoniell (BYZAS 5, Istanbul 2006), σελ. 47-61.
23. Η πρόταση έχει γίνει με τη συνεργασία του Associazione Palatina της Κωνσταντινούπολης, του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης, του Τεχνικού Πανεπιστημίου Yildiz στην Κωνσταντινούπολη και του Πανεπιστημίου Bologna. Η έκδοση έγινε σε συνεργασία με το Μουσείο Τουρκικής και Ισλαμικής Τέχνης της Κωνσταντινούπολης. Bolognesi, Ε., Il Gran Palazzo degli Imperatori di Bisanzio (Istanbul 2000), σελ. 102.
Για παραπομπή: Westbrook Nigel , «Μέγα Παλάτιον»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου