1. Τοπογραφία
Η Χρυσή Πύλη είναι η δεύτερη κατά σειρά είσοδος στα διπλά θεοδοσιανά χερσαία τείχη, στα βόρεια της θάλασσας του Μαρμαρά, με τους δύο πλευρικούς πυλώνες της να αντιπροσωπεύουν τον ένατο και το δέκατο πύργο των τειχών. Λίγο πιο μακριά από τον ενδέκατο πύργο βρίσκεται η τρίτη πύλη, στην οποία αποδόθηκε αργότερα, κατά σύμβαση, το όνομα Χρυσή Πύλη.
Ο ένατος και ο δέκατος πύργος ενσωματώνουν μια πύλη με τρεις αψίδες στον εσωτερικό περίβολο των τειχών. Οι πύργοι αυτοί επεκτάθηκαν σε βαθείς και ευρείς πυλώνες, που περιλαμβάνουν μεγάλες εσωτερικές αίθουσες. Οι πυλώνες δημιουργούν έναν αύλειο χώρο διαστάσεων περ. 17×30 μ. Μια προέκταση του εξωτερικού τείχους γύρω στα 12 μ. πέρα της πύλης διευρύνει τον αύλειο χώρο και ανοίγεται στην τάφρο διαμέσου μίας και μοναδικής (εξωτερικής) πύλης, εκατέρωθεν της οποίας υψώνονται δύο τετράγωνοι πύργοι.1
Η τριπλή πύλη και το όλο συγκρότημα ήταν διακοσμημένα τη Βυζαντινή εποχή με αγάλματα, μεταξύ των οποίων ο ανδριάντας του Θεοδοσίου Α΄ πάνω σε άρμα που το έσερναν τέσσερις ελέφαντες, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (384 ή 387), που έπεσε στο σεισμό του Οκτωβρίου του 740. Επίσης έφεραν ανάγλυφα, επιγραφές, πολεμικά τρόπαια, νωπογραφίες, ακόμα και διακόσμηση από χρυσό, που αποδίδεται από το Μαλάλα στο Θεοδόσιο Β΄, στην οποία και οφείλεται η ονομασία Χρυσή Πύλη (Porta Aurea). Από όλο αυτό το διάκοσμο μόνο ελάχιστα θραύσματα έχουν καταγραφεί ή διατηρηθεί.2
2. Ιστορία και Χρήσεις
Αναφορικά με τη χρονολογία ανέγερσης της Χρυσής Πύλης, υπάρχει ασυμφωνία στους μελετητές σχετικά με το αν πρόκειται για έργο του Θεοδοσίου Α΄ (378-395) ή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). Κατά κανόνα, η πύλη θεωρείται λίγο πολύ σύγχρονη με το θεοδοσιανό τείχος, αν και έχει παρατηρηθεί ότι η τριπλή αψίδα με τους πύργους που την πλαισιώνουν αντιπροσωπεύουν μια φάση προγενέστερη του περιβόλου στον οποίο ενσωματώθηκε.3 Μια επιγραφή που μνημονεύει τη νίκη του Θεοδοσίου επί ενός «τυράννου» ερμηνευόταν ως αναφορά στην επικράτηση του Θεοδοσίου Β΄ επί του επίδοξου σφετεριστή Ιωάννη (425). Ωστόσο ο J. Bardill υποστήριξε πρόσφατα ότι η επιγραφή δεν είναι μεταγενέστερη προσθήκη στο μνημείο και επομένως πρέπει να προηγήθηκε του 413, χρονολογία κατά την οποία το θεοδοσιανό τείχος είχε ολοκληρωθεί, σύμφωνα με το Θεοδοσιανό Κώδικα. Επιπλέον, οι κίονες και τα κιονόκρανα του 5ου αιώνα θεωρήθηκαν μεταγενέστερες προσθήκες. Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η Χρυσή Πύλη κατασκευάστηκε ως θριαμβική αψίδα του Θεοδοσίου Α΄, μεταξύ 388 και 391, και ότι ο «τύραννος» στον οποίο αναφέρεται η επιγραφή είναι ο νικημένος Μάγνος Μάξιμος. Επιπλέον, η τριπλή αψίδα φαίνεται ότι μιμούνταν παλιότερες ρωμαϊκές θριαμβικές αψίδες, όπως του Σεπτιμίου Σεβήρου και του Κωνσταντίνου Α΄ στη Ρώμη.4
Η αψίδα χτίστηκε πάνω στην οδό που ακολουθούσαν οι θριαμβευτικές πομπές από το Έβδομον προς την Κωνσταντινούπολη, στα περίχωρα τότε της πόλης, εκτός περιβόλου των παλιότερων τειχών του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν χτίστηκαν τα σημερινά τείχη, στα έτη 413 και 447 από το Θεοδόσιο Β΄, η αψίδα του θριάμβου ενσωματώθηκε στη νεότερη οχυρωματική γραμμή. Ωστόσο η θριαμβική της σημασία διατηρήθηκε, καθώς εξακολούθησε να παίζει ρόλο σε τελετές που αφορούσαν συνήθως τον αυτοκράτορα. Περιστασιακά, ως ειδική τιμή, σημαντικοί ξένοι επισκέπτες γίνονταν δεκτοί στην πόλη από τη Χρυσή Πύλη: παπικοί απεσταλμένοι (519 και 868), ακόμα και ο ίδιος ο πάπας (708). Σε γενικές γραμμές όμως, η Χρυσή Πύλη ήταν το σημείο της θριαμβικής εισόδου του αυτοκράτορα στην πόλη για τον εορτασμό στρατιωτικών νικών ή άλλων σημαντικών γεγονότων. Το πλήθος των υπηρετών, στρατιωτών, αιχμαλώτων και τα τρόπαια συγκεντρώνονταν έξω από την τριπλή πύλη. Ο αυτοκράτορας έμπαινε επικεφαλής της πομπής και την οδηγούσε στο κέντρο της πόλης.
Οι πηγές σώζουν πολλές αναφορές σε τέτοιες εορταστικές εκδηλώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας, με τελευταία ξεχωριστή περίπτωση την είσοδο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1260-1282) στην Κωνσταντινούπολη το 1261, μετά την ανάκτησή της από τους Λατίνους.
Πέρα από την παραπάνω χρήση, η Χρυσή Πύλη εξυπηρετούσε και στρατιωτικούς σκοπούς.5 Άντεξε στις επιθέσεις των Ούννων του Βιταλιανού (το 514), των Αράβων (τη δεκαετία του 670), των Βουλγάρων του χάνου Κρούμου (το 813) και του τσάρου Συμεών (το 913). Καθώς όμως οι μέρες της δόξας της είχαν πλέον παρέλθει κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, η Χρυσή Πύλη οχυρώθηκε και τελικά σφραγίστηκε. Η έκτασή της περιήλθε σε ένα οχυρό, το οποίο ο Ιωάννης Ε΄ (1341-1391) διαδοχικά περιόρισε και επισκεύασε,6 εν μέσω τουρκικών πιέσεων και εσωτερικών συγκρούσεων.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας που οδήγησε στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ τοποθέτησε ένα πυροβόλο απέναντι από τη Χρυσή Πύλη. Υπό την τουρκική κυριαρχία, οι βυζαντινές οχυρώσεις επεκτάθηκαν στο σημερινό φρούριο του Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο), που χρησιμοποιήθηκε ως φοβερή φυλακή, σήμερα όμως λειτουργεί ως μουσείο.
Σημειώσεις
1. Turnbull, S., The Walls of Constantinople AD 324-1453 (Fortress 25, Oxford 2004), σελ. 20-22, σχέδιο 21.
2. Janin, R., Constantinople Byzantin. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 270· Mango, C., “The Triumphal Way of Constantinople and the Golden Gate”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 182-183.
3. Janin, R., Constantinople Byzantin. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 269-70· Mango, C., “The Triumphal Way of Constantinople and the Golden Gate”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 179, υποσ. 45.
4. Bardill, J., “The Golden Gate in Constantinople. A Triumphal Arch of Theodosius I”, American Journal of Archaeology 103.4 (1999), σελ. 673-686. Πρβλ. Wheeler, M., ‘‘The Golden Gate of Constantinople’’, Moorey, P. – Roger, S. – Parr, P. (επιμ.), Archaeology in the Levant. Essays for Kathleen Kenyon (Warminster 1978), σελ. 238-241.
5. Turnbul, S., The Walls of Constantinople AD 324-1453 (Fortress 25, Oxford 2004), σελ. 34-35.
6. Mango, C., “The Triumphal Way of Constantinople and the Golden Gate”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 181-182.
Συγγραφή : Barker John (10/1/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη
[
Πηγή]