Αλέξανδρος Ζαϊμης |
Στις οχτώ παρά τέταρτο το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου 1916 μια ομάδα ανδρων εισέβαλαν στον κήπο της γαλλικής πρεσβείας, κραυγάζοντας συνθήματα κατά της Αντάντ, υπέρ του Βασιλιά Κωνσταντίνου και αδειάζοντας τα περίστροφα τους στον αέρα. Μερικοί από τους επιτιθέμενους πιάστηκαν επί τόπου από Έλληνες αστυνομικούς, αλλά ξέφυγαν μέσα στο σκοτάδι, καθώς οι τελευταίοι δέχτηκαν επίθεση από άντρες με γαλλικές στολές. Ή "προσβολή" αυτή προκάλεσε μεγάλη έξαψη στη Γαλλία και ανησύχησε τη μετριοπαθή κοινή γνώμη στην Αγγλία. Ό ντε Ροκφέιγ υπέβαλε μια εντυπωσιακή αναφορά στο ναύαρχο Λακάζ και πίεσε τον Γκιγεμέν να αξιώσει αντίποινα. Οι πρεσβευτές της Αντάντ ανέθεσαν στον "πρύτανη" τους σερ Φράνσις Έλιοτ να επισκεφθεί τον πρωθυπουργό Ζαΐμη και να απαιτήσει την παραδειγματική τιμωρία των εισβολέων, των στρατιωτών και των αστυνομικών πού δεν απέτρεψαν το προκλητικό συμβάν, καθώς και την γραπτή έκφραση λύπης προς τη γαλλική κυβέρνηση.
"Όταν οι πρεσβευτές συναντήθηκαν για να αποφασίσουν ως προς τον τρόπο αντίδρασης τους, ό Έλιοτ ζήτησε από τον Γάλλο συνάδελφο του να καλέσει τον ντε Ροκφέιγ. Μόλις αυτός εμφανίστηκε, ο σερ Φράνσις τού είπε με απότομο ύφος ότι ό σοφέρ του είχε αναγνωρίσει μεταξύ των εισβολέων και κάποιον, πού γνώριζε ότι ήταν έμμισθο όργανο τής γαλλικής Μυστικής Υπηρεσίας. Ό ντε Ροκφέιγ προσποιήθηκε τον κατάπληκτο και τόνισε: «Είναι αδύνατο!» Ωστόσο, ένας ή δύο από τους πρεσβευτές δέν πείστηκαν από τις διαβεβαιώσεις του. Αμέσως μετά το επεισόδιο ό Ιταλός πρεσβευτής κόμης Μποσδάρι μπήκε χαμογελαστός στην Αθηναϊκή Λέσχη και σχολίασε πώς αναμφίβολα επρόκειτο για συνωμοσία μεταξύ του Γκιγεμέν και οπαδών του Βενιζέλου. Την ίδια άποψη υιοθέτησε κι ό ιταλικός Τύπος.( Στις 14 Σεπτεμβρίου ή ημιεπίσημη γαλλική Le Temps έγραφε ότι την έπίθεση στη γαλλική πρεσβεία είχε δήθεν οργανώσει ό Γερμανός πρεσβευτής)
Μία μόλις ήμερα μετά το περιστατικό ένας από τους εισβολείς, πού ονομαζόταν Κανελλόπουλος και πού δεν ικανοποιήθηκε από το ύψος τής αμοιβής του, παρουσιάστηκε στο αρχηγείο τής αστυνομίας και κατέδωσε όλους τους συνεργούς του. Το επόμενο πρωινό ό αρχηγός τής αστυνομίας συνάντησε τον Φραγκιά στην εξώθυρα τής κατοικίας τού Έλευθερίου Βενιζέλου: συζητούσε με το φίλο του Μ. Βικάκη. Σταμάτησε και ζήτησε από τον Βικάκη με τρόπο οξύ να ειδοποιήσει τον Βολάνη να παρουσιαστεί αμέσως στο αρχηγείο. Ό Φραγκιάς φοβήθηκε κι έτρεξε να συναντήσει τον Νεγρεπόντη, για να τον ειδοποιήσει για τον κίνδυνο σύλληψης του. Εκείνος τον παρέπεμψε στον ίδιο τον ντέ Ροκφέιγ για προστασία και στο γραφείο του ό Φραγκιάς βρήκε μαζεμένα όλα τα μέλη της συμμορίας. Τα μεσάνυχτα ήρθαν οι Σαμσόρ και Ρολάν με γαλλικές στολές τού ναυτικού, τους έντυσαν μ' αυτές και τους πήγαν με αυτοκίνητα στον Πειραιά, όπου τους επιβίβασαν οτό γιότ Resolu.
Ό Βολάνης διαμαρτυρήθηκε ότι ό Σαμσόρ τον ανάγκασε να υπογράψει ένα έγγραφο, πού βεβαίωνε ότι είχε εισπράξει ποσό από 10.000 γαλλικά φράγκα άπό τον φόν Σένκ για να οργανώσει και να εκτελέσει την επίθεση. Το γιότ απέπλευσε αμέσως για τη Θεσσαλονίκη, ενώ το γενικό πρόσταγμα είχε
ο Ρολάν, πού μετέφερε οδηγίες της γαλλικής πρεσβείας προς το γαλλικό Γενικό Επιτελείο. Δύο ώρες μετά την άφιξη τους οι συνωμότες αποβιβάστηκαν και οδηγήθηκαν στο αρχηγείο τής γαλλικής αστυνομίας, όπου τους προειδοποίησαν ότι δεν έπρεπε να τους δει κανένας στη Θεσσαλονίκη, για να μην κυκλοφορήσουν άσχημες ιστορίες για τους Γάλλους. Στη συνέχεια τους μετέφεραν με αυτοκίνητα ατό γαλλικό στρατόπεδο στο Ζαϊντλίκ. "Όταν πληροφορήθηκε ότι ή ελληνική αστυνομία αναζητούσε τα ίχνη τους, ό ντέ Ροκφέιγ θορυβήθηκε. Στις 25 Σεπτεμβρίου ζήτησε τη σύλληψη και τη μεταγωγή τους στη Μασσαλία για να τους εγκλείσουν σε στρατόπεδο, ενώ φρόντισε να ειδοποιήσει τις αρμόδιες στρατιωτικές "Αρχές να μην τους επιτρέψουν να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε έξω από το στρατόπεδο.
Ωστόσο, υπήρχε ένας κίνδυνος πού τον παρέβλεψε. Ή χωροφυλακή στη Μασσαλία είχε δικαιοδοσία επιθεώρησης των στρατοπέδων και ακρόασης των παραπόνων των κρατουμένων. Ή ιστορία πού διηγούνταν οι "Έλληνες κρατούμενοι έφτασε ως τον υπομοίραρχο ντέ Μαντόλ, ό όποιος αποφάσισε να επισκεφθεί το στρατόπεδο και να διαπιστώσει γιατί διαμαρτύρονταν. Στις 3 Νοεμβρίου 1916 επέμεινε να πάρει χωριστές καταθέσεις από όλους τους. Οι καταθέσεις ήταν ουσιαστικά ταυτόσημες, αλλά αφού τα περιστατικά στα όποια αναφέρονταν δέν ενέπιπταν στην αρμοδιότητα τής χωροφυλακής, ό ντέ Μαντόλ αρκέστηκε να διαβιβάσει τις καταθέσεις στον υπηρεσιακό προϊστάμενό του υπουργό των Εσωτερικών και οι κρατούμενοι — εκτός από έναν πού κατάφερε να δραπετεύσει — συνέχισαν να παραμένουν στο στρατόπεδο.
Στις 11 Ιουλίου 1917 ό Κρητικός αρχηγός της ομάδας των εισβολέων Βολάνης έστειλε γραπτή έκκληση στον Γάλλο γερουσιαστή Σαρλ Ζονάρ (πού ως ύπατος αρμοστής της Αντάντ στην Ελλάδα, είχε αναλάβει την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου), ζητώντας την απελευθέρωση τους. Ή επιστολή άρχιζε με τον κομπασμό του Βολάνη και των συνεργατών του ότι «ανήκουν εις το Κόμμα των Φιλελευθέρων και γνωρίζουν προσωπικώς τον Έλευθέριον Βενιζέλον» και συνέχιζε: «Οι υπογεγραμμένοι, μέλη του Βενιζελικού Κόμματος, επιθυμούμεν την απελευθέρωσιν μας υπό της γαλλικής κυβερνήσεως, κατά διαταγήν τής όποιας ένηργήσαμεν... ώστε να έπιστρέψωμεν εις την φιλτάτην πατρίδα και να άγωνισθώμεν διά τόν θρίαμβον των αρχών του μεγάλου πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου».
Πηγές
(Απόσπασμα εκ του βιβλίου του ΣΕΡ ΜΠΑΖΙΛ ΤΟΜΣΟΝ "Μυστικαι υπηρεσιαι των Συμμαχων εν Ελλαδι")
istorikathemata.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου