1. Εισαγωγή
Το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας αποτέλεσε το δεύτερο σημαντικότερο νομισματοκοπείο της Πρωτοβυζαντινής περιόδου έπειτα από αυτό της Κωνσταντινούπολης.1 Ιδρύθηκε επί Αναστασίου Α΄ (491-518) και παρέμεινε ενεργό –με κάποιες μικρές διακοπές– έως τη βασιλεία του Φωκά (602-610). Χαρακτηρίζεται από την αποκλειστική παραγωγή χάλκινων νομισμάτων. Τα προϊόντα του ωστόσο γνώρισαν ευρεία κυκλοφορία, καθώς τα βρίσκουμε σε θησαυρούς και ως μεμονωμένα ευρήματα σε όλες τις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.
2. Παραγωγή
Το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας εξέδωσε την πλήρη σειρά των χάλκινων υποδιαιρέσεων του 6ου αιώνα (φόλλεις, εικοσανούμμια, δεκανούμμια, πεντανούμμια, νούμμους), αν και όχι καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Τα προϊόντα του διακρίνονται εύκολα χάρη στη χρήση του διακριτικού του νομισματοκοπείου:2 αρχικά χρησιμοποιείται το ΑΝΤΙΧ ή παρόμοιο (Αντιόχεια), ενώ από το 529 και εξής χρησιμοποιούνται συντομεύσεις του νέου ονόματος της πόλης (Θεούπολις).3
Σε γενικές γραμμές η παραγωγή του νομισματοκοπείου υπήρξε πολύ μεγάλη και σκόπευε στην κάλυψη των αναγκών της βόρειας Συρίας, όπου το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας αντιπροσωπεύεται με ποστοστό 29% στους θησαυρούς4 και 46,9% στα μεμονωμένα ευρήματα,5 καθώς και άλλων περιοχών της αυτοκρατορίας: σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη το ποσοστό παρουσίας της Αντιόχειας σε βαλκανικούς και μικρασιατικούς θησαυρούς της περιόδου 491-713 ανέρχεται στο 5,67% κατά μέσο όρο.6 Η ίδια μελέτη έδειξε ότι, όπως είναι αναμενόμενο, ο βαθμός παραγωγής του νομισματοκοπείου δεν ήταν πάντοτε ο ίδιος, αλλά παρουσίαζε διακυμάνσεις που οφείλονταν στην οργάνωση της παραγωγής –ήταν για παράδειγμα μεγαλύτερος στις αρχές του πενταετούς κύκλου (βλ. παρακάτω)–, αλλά και στις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες. Έτσι, οι αλλαγές στις βυζαντινοπερσικές σχέσεις αντικατοπτρίζονται στη μείωση της παραγωγής την περίοδο 532-534 ύστερα από τη σύναψη ειρήνης με το Χοσρόη Α΄, στη νέα αύξησή της το διάστημα 532-534 ως συνέπεια της επανέναρξης των εχθροπραξιών το 573, καθώς και στη διατήρηση ενός σχετικά υψηλού βαθμού παραγωγής τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα.7
3. Οργάνωση του νομισματοκοπείου
Όπως και τα υπόλοιπα αυτοκρατορικά νομισματοκοπεία, της Αντιόχειας περιλάμβανε εργαστήρια. Θεωρητικά ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα, αν και μετά το 542 προστέθηκε και πέμπτο.8 Φαίνεται όμως πως το τρίτο εργαστήριο (Γ) ήταν υπεύθυνο για το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, ιδιαίτερα κατά το β΄ μισό του 6ου αιώνα.9