Δασμός είναι ο έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή.
Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δασμός, γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δασμών και οικονομικών ή προστατευτικών δασμών. Οι πρώτοι έχουν κύριο σκοπό την αύξηση των κρατικών εσόδων, ενώ οι δεύτεροι αποβλέπουν στην αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων που εισάγονται, έτσι ώστε να μην μπορούν οι ξένοι παραγωγοί να συναγωνιστούν τους ντόπιους.
Εφόσον στην πράξη οι δύο σκοποί συνδυάζονται συχνά, με την έννοια ότι ένας προστατευτικός δασμός αποφέρει έσοδα στο δημόσιο ταμείο, έχουν εναλλακτικό χαρακτήρα: όσο πιο αποτελεσματική είναι η προστατευτική επίδραση του φόρου (και όσο μικρότερη είναι η ποσότητα των ξένων εμπορευμάτων που κατορθώνουν να περάσουν τα σύνορα) τόσο μικρότερο είναι το έσοδο του δημοσίου από τους δασμούς Στο ακραίο όριο, όταν κανένα ξένο εμπόρευμα δεν κατορθώνει να μπει στη χώρα, η προστασία είναι πολύ μεγάλη και το κέρδος του δημοσίου μηδέν (τότε γίνεται λόγος για απαγορευτικό δασμό).
Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της εφαρμογής, διακρίνεται ο ειδικός δασμός (ανάλογος με την ποσότητα του εμπορεύματος) από τον δασμό ad valorem (ανάλογο με τη χρηματική αξία του). Ενώ ο πρώτος έχει το πλεονέκτημα να διευκολύνει τον προσδιορισμό του ποσού που θα πληρωθεί, καθιστώντας περιττή τη δύσκολη και αμφισβητήσιμη εκτίμηση της αξίας του εμπορεύματος, ο δεύτερος έχει το προσόν να κατανέμει πιο δίκαια το βάρος του δασμού ανάμεσα στα διάφορα εμπορεύματατου ίδιου τύπου, που εξαιτίας της ποιότητας ή της προέλευσης έχουν διαφορετική αξία, και προσαρμόζεται ευκολότερα στις μεταβολές τιμής, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους μεγάλων διακυμάνσεων της αγοραστικής αξίας του νομίσματος.
Το σύνολο των ισχυόντων εισαγωγικών δασμών αποτελεί το δασμολόγιο. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει διάφορους τύπους δασμών, ανάλογα με τη μεταχείριση των εμπορευμάτων διαφορετικής προέλευσης: γενικοί δασμοί, που ισχύουν για εμπορεύματα που προέρχονται από οποιαδήποτε χώρα με την οποία δεν έχουν γίνει ιδιαίτερες συμφωνίες· συμβατικοί δασμοί (χαμηλότεροι), που επιβάλλονται στα εμπορεύματα που προέρχονται από χώρα με την οποία έχει γίνει εμπορική συμφωνία· δασμοί προτίμησης (ακόμα χαμηλότεροι), που εφαρμόζονται μεταξύ χωρών που μετέχουν σε μια περιοχή προτίμησης (όπως για παράδειγμα η Βρετανική Κοινοπολιτεία) ή μεταξύ συνδεδεμένων κρατών με την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την αποκαλούμενη μεταβατική περίοδο· τέλος, διαφορικοί δασμοί, που είναι οι υψηλότεροι από όλους τους προηγούμενους και εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προέρχονται από μια χώρα εναντίον της οποίας ασκείται τελωνειακός πόλεμος.
Οι δασμοί είχαν επιβληθεί αρχικά για καθαρά δημοσιονομικούς σκοπούς και υπήρχαν κατά την αρχαιότητα στην Ελλάδα και στη Ρώμη. Κατά τον Μεσαίωνα, σε συνδυασμό με πολλές και ποικίλες άλλες μορφές φορολογίας (διόδια κλπ.), οι δασμοί είχαν σκοπό να πλουτίζουν το ταμείο των ηγεμόνων, των φεουδαρχών, των αρχόντων και των κοινοτήτων και επιβάρυναν πολύ και με πολλούς τρόπους τα εμπορεύματα που ταξίδευαν από χώρα σε χώρα, από επαρχία σε επαρχία, από πόλη σε πόλη, σε σημείο που να δημιουργούν μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Η αναζωογόνηση, από το τέλος του Μεσαίωνα, της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας και η δημιουργία στη δυτική Ευρώπη μεγάλων ενιαίων κρατών προκάλεσαν διττή εξέλιξη: ενοποίηση και απλοποίηση του συστήματος επιβολής δασμών, όχι μόνο για την εξασφάλιση εσόδων στο δημόσιο ταμείο, αλλά και ως όργανο της οικονομικής πολιτικής που απέβλεπε στην προστασία της εκάστοτε εθνικής βιομηχανίας από τον ξένο ανταγωνισμό. Η εξέλιξη αυτή βρήκε έκφραση τον 16o αι. στον μερκαντιλισμό (ή, αλλιώς, εμποροκρατία) που χρησιμοποίησε τους δασμούς για να εμποδίσει την είσοδο στη χώρα των ξένων εμπορευμάτων. Η αναζωογόνηση της γεωργίας, που διακήρυσσαν τον 18o αι. οι φυσιοκράτες, επεξέτεινε τους προστατευτικούς δ. και στα σιτηρά (νόμοι σίτου). Την ίδια περίοδο, οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από την Ιταλία και τη Γερμανία που δεν είχαν ακόμα πολιτικά ενωθεί, κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν με βαθμιαία κατάργηση των εσωτερικών δασμών την τελωνειακή τους ενότητα. Αλλά το καθεστώς των προστατευτικών δασμών τόσο στο βιομηχανικό όσο και στο γεωργικό πεδίο έκρυβε μέσα του μια βασική αντίφαση: οι βιομηχανίες που είχαν αναπτυχθεί με την προστατευτική σκιά των δασμών χρειάζονταν, για να μπορέσουν να επιβληθούν στις ξένες αγορές, φτηνά εργατικά χέρια. Ο φόρος στα σιτηρά, διατηρώντας υψηλή την τιμή του ψωμιού και επομένως το κόστος της ζωής, υποχρέωνε τους βιομηχάνους να πληρώνουν υψηλότερα ημερομίσθια.
Για να διευκολύνουν τις άλλες χώρες να ανοίξουν τις πόρτες τους στις εθνικές εξαγωγές, έπρεπε να μπορούν να τους προσφέρουν σε αντάλλαγμα μεγαλύτερο άνοιγμα της εθνικής αγοράς στα ξένα εμπορεύματα. Αυτές οι νέες απαιτήσεις διακηρύχτηκαν κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία από τους υποστηρικτές του φιλελευθερισμού, οι οποίοι από τα μέσα του 19ου αι. πέτυχαν την κατάργηση του δασμού του σιταριού και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με πολλές χώρες. Έτσι, στους εξωτερικούς δασμούς δόθηκε πάλι κυρίως δημοσιονομικός στόχος και με τη ρήτρα «του μάλλον ευνοούμενου κράτους» που έμπαινε στις συμφωνίες γενικεύτηκε η εφαρμογή των συμβατικών δασμών.
Πολλές όμως χώρες εξακολούθησαν να εφαρμόζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τον προστατευτισμό και ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος τον επανέφερε στην επιφάνεια. Με τη μεγάλη κρίση γενικεύτηκε η εγκατάλειψη της ελευθερίας των ανταλλαγών και, αντίθετα, σε πολλές χώρες αναπτύχθηκε η τάση προς την αυτάρκεια. Από τους λόγους αυτούς, στους τελωνειακούς δασμούς προστέθηκαν και άλλα όργανα ελέγχου των ανταλλαγών, πολύ πιο δεσμευτικά και περιοριστικά (ποσοστά εισαγωγής), που έριχναν σε δεύτερη μοίρα το δασμολογικό όργανο.
Την τελευταία περίοδο οι τελωνειακοί δασμοί ξαναβρήκαν ένα μέρος της παλιάς σημασίας τους, γιατί μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκε (με τις συμφωνίες ΓΚΑΤ και ΟΕΟΣ) επιστροφή σε μεγαλύτερη ελευθερία του εμπορίου. Η ανανεωμένη οικονομική αλληλεξάρτηση των εθνών βρήκε τη σημαντικότερη αναγνώρισή της στις συνθήκες που αποβλέπουν στη δημιουργία ζωνών ελεύθερης ανταλλαγής και τελωνειακής ένωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).
Στο διαμορφούμενο τοπίο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς του 21ου αι., στο οποίο συνέβαλαν η πτώση του Ανατολικού συνασπισμού και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, με τις διάφορες διακρατικές και υπέρ-κρατικές συμφωνίες (ΕΕ και ΗΠΑ κλπ.), διαφαίνεται μια αντιφατική τάση, αφενός μεν για μείωση των εξαγωγικών δασμών των μεγάλων κρατών ή ακόμα και για εξάλειψή τους στο στενό πλαίσιο ξεχωριστών οντοτήτων (π.χ. ΕΕ), και αφετέρου για προστατευτισμό και υψηλούς δασμούς σε κράτη που δεν συμμετέχουν σε αυτές τις συμφωνίες.