Ενδυματολογικές συμβάσεις και πρωτόκολλα συμπεριφοράς πολιτικών στη Βουλή ενίοτε προσαρμόζονται επιπόλαια στις ιδιωτικές προτιμήσεις.
Η ευπρέπεια δεν πρέπει να συγχέεται με τον κομφορμισμό και την άκριτη υπακοή σε άγραφους κανόνες συμπεριφοράς εντός ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού ορίζοντα. Μπορεί να είναι κανείς ευπρεπής σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια ή αμφισβητώντας την υπάρχουσα κοινωνική θέσμιση. Η ευπρέπεια δεν συνιστά γνώρισμα μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, ενώ χωρίς πνευματικότητα είναι δυνατόν να συνιστά συστατικό ενός ατομικιστικού ωφελιμισμού, ενός προσεγμένου κομφορμισμού ή μιας εύσχημης μορφής ξένωσης. Η ευπρέπεια δεν ορίζεται με βάση το δίκαιο και το άδικο, καθώς απρεπείς συμπεριφορές δεν ρυθμίζονται νομικά και δεν επιφέρουν δικαστικές ποινές. Επιπροσθέτως, δεν ορίζεται ούτε με βάση το καλό ή το κακό, διότι μια απρέπεια δεν συνιστά ανήθικη πράξη. Η ευπρέπεια δεν ανάγεται σε καμία από αυτές τις κατηγορίες και ενώ ορίζεται δύσκολα αναγνωρίζεται εύκολα. Οπως και η πνευματικότητα δεν διέπεται από τα κίνητρα της εξουσίας, της δόξας και του χρήματος. Αμφότερες κατοικούν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του ηθικού και του πολιτικού, δίχως να εξαγοράζονται ή να εξουσιάζουν άλλα αγαθά. Η ευπρέπεια ως έκφραση