Αν υποθέσουμε ότι η πατρίδα μας -αυτή που μας έλαχε- αποτελεί προνομιούχο τόπο ώσμωσης δύο κοσμοϊστορικών παραδόσεων, της αρχαιοελληνικής και της ιουδαιοχριστιανικής, με τις οποίες, τρόπον τινά, «εξαντλούνται οι βασικές προσεγγίσεις στην κατανόηση της ιστορίας» (Karl Löwith), προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία η συνειδητοποίηση ότι ο σημερινός συμπατριώτης μας δεν πιστεύει ούτε στη Μοίρα ούτε στη Θεία Πρόνοια. Το ρήμα «πιστεύω» ίσως είναι υπερβολικό, όμως καθόλου δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι στον Νεοέλληνα η νηφάλια εξοικείωση με την ανακύκληση των φυσικών φαινομένων και των ανθρώπινων υποθέσεων, από τη μία, και η γρηγορούσα εμπιστοσύνη ενόψει του Εσχάτου, από την άλλη, δεν συνετέθησαν αλλά αλληλοεξουδετερώθηκαν, στερώντας ουσιαστικά το έθνος, τον λαό, τη χώρα και την κοινωνία μας από εκείνες τις θεμελιώδεις αντιλήψεις και τα αντανακλαστικά που κατά κανόνα διασφαλίζουν μιαν αξιοπρεπή επιβίωση, και όχι μίαν επιβίωση πάση θυσία.
Περιέργως, ο χρόνος έπαψε να βιώνεται ως κυκλικός όπως έπαψε να βιώνεται και ως γραμμικός. Όλα είναι είτε τα ίδια και τα ίδια, δίχως μεταφυσικό βάθος ή συμβολικό βάρος, είτε πρωτόγνωρα, αιφνίδια και συμπτωματικά, σε μια διαδρομή που δεν οδηγεί πουθενά. Την κοσμική αφοσίωση διαδέχτηκε η αμεριμνησία, τον στωικισμό η κυνικότητα, την τιμή η ανευλάβεια, την αρχοντιά η πειρατεία, τη σωφροσύνη η απερισκεψία, το δέος και το χρέος η υπερηφάνεια, ενώ την αδελφοσύνη εκτόπισε η φιλαυτία, τον επιούσιο η πλεονεξία, τη συντριβή η αδιαφορία και τον εσχατολογικό προσανατολισμό η αποκλειστική μέριμνα για το πρόσκαιρο. Ό,τι συγκέντρωνε ένα πρόσωπο και ό,τι συνείχε ένα κοινωνικό σύνολο, είτε αυτό ήταν εμμενές είτε υπερβατικό είτε ανάμικτο (ως συνήθως), και ό,τι έδιδε αξία, νόημα και αποστολή, εξέλιπε. Σιγά-σιγά προέκυψε ένας νέος τύπος ανθρώπου και πολίτη δίχως θαρρείς διαχρονικότητα και ιστορικότητα, δίχως επίγνωση μήτε καθήκον, ένα ον αχάριστο, άχρονο, ανιστόρητο και ως εκ τούτου αφιλοσόφητο, αμεταφύσικο και αθεολόγητο, που περιφέρεται επιπολαίως στον χωροχρόνο, έμπλεο εντούτοις μιας εξωφρενικής πεποίθησης περιούσιου και δικαιούχου λαού, ωσάν η ζωή να του χρωστά ες αεί, επειδή κάποτε κάποιοι προπάτορές του διέπρεψαν. Σιγά-σιγά προέκυψε η μετάλλαξη «Νεοέλληνας».
Κι ενώ η χρονικότητα ως βαθιά βιωμένη οντολογική έννοια απουσιάζει, ο χρόνος δεσπόζει σε επίπεδο καθημερινότητας ως βιασύνη, άγχος, αγένεια, επιθετικότητα, αίσθηση αποκλειστικότητας, προτεραιότητας, επείγοντος ή εκτάκτου, ως έλλειψη αυτοδιάθεσης και ψυχραιμίας, ως εμμονή νεότητας, ομορφιάς, δύναμης, υγείας και ηδονής. [Μιλάμε πάντοτε για τα γενικά, κυρίαρχα χαρακτηριστικά, εκείνα που, ορίζοντας τις κατά κεφαλήν νοοτροπίες και τις μαζικές συμπεριφορές, διαμορφώνουν το παραμόνιμο προφίλ μιας κοινωνίας και αποφασίζουν την κατάσταση και την τύχη της.]
Αν αναζητήσουμε -ακολουθώντας τον Karl Löwith και τον Mircea Eliade- την εκκοσμίκευση των σωτηριολογικών αφηγήσεων και τη σύγχρονη μεταμφίεση των πανάρχαιων μύθων, μας περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη: πουθενά (σπάνια, εξυπακούεται, αλλά εδώ το σπάνια ισοδυναμεί σχεδόν με το πουθενά), σε καμία νεοελληνική ιδέα, ιδεολογία ή συγκεκριμένη μορφή, δεν ενσαρκώνεται με σοβαρότητα η αίσθηση ιστορικής ευθύνης, υποχρέωσης ή αποστολής, πουθενά μελέτη παραδειγμάτων, πουθενά μέθοδος εργασίας, πουθενά σχέδιο ή όραμα, πουθενά εγχείρημα, πουθενά αυτογνωσία, ρεαλισμός, τόλμη, φαντασία. Μας περιμένει η τέλεια αλλοτρίωση πολιτών και πολιτικών, η απομόνωση, η αποβλάκωση, η αποκτήνωση, η τρυφή και η αγανάκτηση για την παύση της τρυφής. Μας περιμένει, επίσης, το γνώριμο πλέον παράδοξο είτε το χριστεπώνυμο πλήρωμα να μέμφεται την ειμαρμένη είτε το άθρησκο πλήθος να απαιτεί το θαύμα. Ή το διαστροφικό θέαμα πιστών απολύτως βέβαιων και οκνών ως προς τη λύτρωση, και μηδενιστών αισιόδοξων για την πρόοδο. Με άλλα λόγια, «τελεία σύγχυσις και ανεμοζάλη κάθε ιδέας και κάθε πράγματος» ... «αδιέξοδος Πανζουρλισμός όλων ανεξαιρέτως των ζητημάτων» όπως φώναζε ο λησμονημένος Περικλής Γιαννόπουλος.
Καμία αμφιβολία, η αντίθεση με το -σε κάποιον βαθμό σίγουρα εξιδανικευμένο και σε κάποιον άλλον πράγματι αδιανόητο- λαμπρό παρελθόν της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, όπως επίσης και η αίσθηση ανεκπλήρωτης αξιοποίησης αυτού του θησαυρού προκαλούν αισχύνη και κρίμα. Δεν είναι, όμως, μόνον ότι όσο λαμπρότερο παρελθόν έχει κανείς τόσο οδυνηρότερα βιώνεται ο ξεπεσμός του. «Το χειρότερο δυστύχημα που μπορεί να συμβεί στα άτομα, όπως και στους λαούς, είναι να θυμούνται έντονα τι ήσαν κάποτε και τι δεν μπορούν πια να είναι» σημείωσε ο οξυδερκής Rivarol. Η οδύνη συνιστά μεν τη θεμελιωδέστερη σταθερά της ζωής, αλλά σε τίποτα δεν αντιμάχεται την εξέλιξη, τουναντίον, την εγγυάται. Εδώ, ωστόσο, δεν πρόκειται για τον ψυχικό απόηχο μίας δυσμενούς εξελικτικής φάσης, αλλά για τις πρώτες αλγεινές επιπτώσεις ενός συντελεσμένου ολέθρου. Χρειάζεται πέτρινη καρδιά για ν’ αναγνωρίσουμε πως οι λόγοι που οδηγούν έναν εξόχως ευνοημένο τόπο -πιθανόν τον πλέον ευνοημένο στον πλανήτη Γη- να μαραζώσει και να μαγαριστεί είναι οι ίδιοι που καθιστούν από δύσκολη έως αδύνατη την παλινόρθωσή του. Διότι, για να φτάσει να εκφυλιστεί ό,τι παγκοίνως ομολογείται ως αντίδοτο στον εκφυλισμό, για να σαρωθούν και οι παραδοσιακά πανίσχυρες ανθρώπινες αντιστάσεις στην αποθηρίωση, μάλλον η βλάβη είναι ανήκεστος. Δεν τίθεται, όμως, θέμα αναβίωσης μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, αλλά καθαρής επιβίωσης ενός λαού που ξεπούλησε τη μυθική και αμύθητη κληρονομιά του. Κάποια στιγμή παρακμάζει και ο πλέον ακμαίος πολιτισμός, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Όμως, το να εκριζώνουμε οικειοθελώς μία προς μία τις ρίζες μας δεν περιορίζει απλώς τη διάρκεια της ξενιασιάς μας, αλλά μας κατατάσσει στους υποψήφιους προς αφανισμό πολιτισμούς. Στην απονέκρωση της ελληνικής γλώσσας και την υποβάθμιση των κλασικών σπουδών, για να φέρουμε ένα καίριο παράδειγμα, έρχονται να προστεθούν οι ανατριχιαστικοί δημογραφικοί δείκτες (δείτε, π.χ., το εθνικό «έγκλημα» της Θράκης ή, εν γένει, τη συστηματική αποθάρρυνση της τεκνοποιίας), το επικείμενο, «αντικειμενικό» τέλος. Εννοείται πως ορισμένοι επιχαίρουν. Και δεν είναι αυτοί που επιχαίρουν ούτε λιγότερο «ανθέλληνες» ούτε λιγότερο μειοδότες από εκείνους που τάχα νοιάζονται αλλά στην ουσία συντηρούν την ελληνική παθογένεια είτε διαιωνίζοντας τις καταστροφικές τακτικές είτε εμποδίζοντας τις μεγάλες τομές. Ίσως, σε τελική ανάλυση, η διάσωση της χώρας να επαφιόταν σε μία στοιχειώδη φιλοπατρία. Μα, αυτό που βλέπουμε είναι φαύλους και ανίκανους πολιτικούς δίχως τον παραμικρό πόνο για τον τόπο και ατομιστές πολίτες που μισούν το κράτος.
Επιστρέφοντας, τέλος, στο θέμα μας, αναφερόμενοι στην αρχαιοελληνική και τη χριστιανική κατανόηση της ιστορίας, μιλήσαμε στην αρχή για Μοίρα και Θεία Πρόνοια. Δεν μιλήσαμε, όμως, ούτε για εύκολο κι ευχάριστο δρόμο ούτε για εξασφαλισμένη σωτηρία. Μία άλλη ματιά, μπορεί αμέσως να επισημάνει την «πεσιμιστική» διάσταση των δύο κοσμοειδώλων: την παντελή αγνόηση της έννοιας της προόδου ή την εννόησή της ως αρνητικής (η ιστορική εξέλιξη ως αμετάκλητη παρακμή) και την περιφρόνηση των εγκοσμίων εν ονόματι της αιωνιότητας. Κι εδώ νεοελληνικό δράμα: ο σημερινός συμπατριώτης μας αδυνατεί να συλλάβει τη ζωή και ως κάτι που φθίνει και ως κάτι που εξέπεσε και ως ματαιότητα ματαιοτήτων! Να γινόταν, τουλάχιχτον, ν’ αντιληφθεί τη σημερινή του δυσμένεια τραγικώς ή βιβλικώς! Πόση σοφία -μα, και πόση δύναμη- θα αντλούσε αν μπορούσε να εντάξει την προσωπική και την εθνική κακοδαιμονία σ’ ένα εξηγητικό σχήμα που δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για πολιτικάντικες ή δημοσιογραφικές αυταπάτες! Ο Χρ. Γιανναράς έχει σοφά κάνει λόγο κάπου για «ανεπαρκή απελπισμό».
Όσο η φιλαλήθεια, η αιτιοκρατία και ο ρεαλισμός απουσιάζουν τη θλιβερή και κρίσιμη στιγμή της αποτίμησης, όσο η κοινή γνώμη και η συλλογική φαντασία αδυνατούν να υψωθούν σ’ ένα στοιχειώδες επίπεδο πνευματικής αυτοεξέτασης, όσο η αγανάκτηση δεν ανελίσσεται σε δημιουργό πένθος και όσο τα μέλη μιας κοινωνίας δεν λένε καλημέρα στο ασανσέρ, η χώρα δεν δικαιούται να διαμαρτύρεται και δεν αξίζει να σωθεί.
* Από το έξοχο βιβλίο του Karl Löwith Το νόημα της ιστορίας.
πηγή: Aντίφωνο, περ. Νέα Ευθύνη (τ. 14 Νοε. - Δεκ. 2012, σελ. 699-700)