Τα «κυκλώπεια» τείχη της Τίρυνθας σηματοδοτούν μεγαλόπρεπα ένα χώρο που κατοικήθηκε αδιάλειπτα για πολλούς αιώνες στην αρχαιότητα. Είκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Μυκηνών, σ’ ένα χαμηλό λόφο με δύο εξάρματα, μόλις 26 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η αρχαία Τίρυνθα είναι μία φυσικά οχυρή θέση και ελέγχει μια μεγάλη έκταση της πεδιάδας καθώς και σημαντικές διαβάσεις προς το Άργος και τις Μυκήνες, το Ναύπλιο και την Επίδαυρο. Τα τείχη της που κατασκευάστηκαν από μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους προκάλεσαν ήδη στην αρχαιότητα το θαυμασμό και την απορία. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος πως τα έκτισαν οι Κύκλωπες, γίγαντες από τη Λυκία, για χάρη του ιδρυτή της Τίρυνθας, Αργείου πρίγκιπα Προίτου.
Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelm Dörpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Müller. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jörg Schäfer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Τα συμπεράσματα των ανασκαφών αυτών αφήνουν να διαγραφεί μια σαφής εικόνα της εξέλιξης της αρχαίας Τίρυνθας.
Η Τίρυνθα κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεολιθική εποχή (7η-4η χιλιετία π.Χ.), όπως μαρτυρούν τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα που προήλθαν από τα βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα, και παρέμεινε αδιάλειπτα σε χρήση μέχρι την εποχή που ιδρύθηκε η επιβλητική της οχύρωση.
Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Μεγάλα συγκροτήματα οικιών προσαρμόζονται πάνω στις πλαγιές του λόφου και οργανώνονται γύρω από ένα τεράστιο κυκλικό οικοδόμημα (διαμέτρου 27-28 μ.) στην κορυφή του νότιου εξάρματός του, την Άνω Ακρόπολη. Παρά τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη χρήση του (οχυρωμένο ανάκτορο, μνημειώδες ταφικό κτίσμα ή ιερό), το κυκλικό οικοδόμημα είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της οργάνωσης του πρώτου αστικού συστήματος ως ένας χώρος που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο και είχε προσαρμοσθεί μορφολογικά στο συγκεκριμένο γεωλογικό υπόβαθρο.
Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) πραγματοποιούνται επιχωματώσεις και κατασκευές ανδήρων στην Άνω Ακρόπολη με στόχο τη διαμόρφωση επίπεδων επιφανειών για την ανέγερση των κτιρίων. Παρά τις δυσκολίες στη διερεύνηση των λειψάνων αυτής της εποχής λόγω της μεταγενέστερης οικοδομικής δραστηριότητας, η κατοίκηση του χώρου θεωρείται βέβαια. Η μεγάλη ακμή ωστόσο της Τίρυνθας συνδέεται με την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1050 π.Χ.). Τον 14ο αι. π.Χ., κατά την αρχαιότερη ανακτορική περίοδο, πριν την κατασκευή της οχύρωσης ένα πρώτο ανακτορικό συγκρότημα που αποτελείται από δύο κεντρικά κτίρια και οικίες ιδρύεται στο νότιο τμήμα του λόφου, τη λεγόμενη Άνω Ακρόπολη, και περιβάλλεται στη συνέχεια από την πρώτη οχύρωση που έχει μια πύλη στα ανατολικά. Η οχύρωση επεκτείνεται σταδιακά στις αρχές του 13ου αι. π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο οχυρώνεται για πρώτη φορά το βόρειο, χαμηλότερο έξαρμα του λόφου, η λεγόμενη Κάτω Ακρόπολη και επισκευάζεται το ανάκτορο στην Άνω Ακρόπολη. Στο τέλος αυτής της περιόδου καταστρέφονται τα κτίσματα της Κάτω Ακρόπολης από σεισμό και το ανάκτορο από πυρκαγιά. Στον ύστερο 13ο αι. π.Χ. η οχύρωση παίρνει την τελική της μορφή, αυτή που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης. Τα τείχη περιβάλλουν ολόκληρο το λόφο και δημιουργούν μια ενιαία οχύρωση που ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους. Η τειχισμένη έκταση ανέρχεται σε 20.000 τ.μ., το εύρος του τείχους φθάνει σε ορισμένα σημεία τα 8 μ. ενώ το ύψος του υπολογίζεται σε 13 μ. Στην Κάτω Ακρόπολη κατασκευάζονται δωμάτια στο εσωτερικό του τείχους, ενώ στη βορειοδυτική πλευρά της χτίζονται δύο προσβάσεις που οδηγούν στις υπόγειες πηγές νερού έξω από την Ακρόπολη, οι λεγόμενες «Σύριγγες».
Στα δυτικά της άνω Ακρόπολης κατασκευάζεται ένας καμπύλος προμαχώνας που προφυλάσσει το λεγόμενο δυτικό κλιμακοστάσιο και την έξοδο προς την πλευρά αυτή. Στα νότια και ανατολικά της άνω Ακρόπολης ανεγείρονται οι λεγόμενες «Γαλαρίες», μακρόστενοι διάδρομοι με τοξωτή οξυκόρυφη στέγη που οδηγούν σε τετράγωνα δωμάτια του τείχους. Την περίοδο αυτή οικοδομείται το μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα που ανασκάφηκε από τον H. Schliemann και τον W. Dörpfeld και αποτελεί την κορύφωση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ακρόπολη. Την καρδιά του συγκροτήματος αποτελεί το μεγάλο Μέγαρο και η μεγάλη περίστυλη Αυλή.
Ο δυτικός προμαχώνας |
Το Μέγαρο είναι ένα τετράπλευρο επίμηκες οικοδόμημα που αποτελείται από τρεις χώρους, από τους οποίους ο εσωτερικός ήταν ο μεγαλύτερος. Την πρόσοψή του κοσμούσαν δύο κίονες, ενώ τέσσερις άλλοι εσωτερικοί κίονες στήριζαν την υπερυψωμένη στέγη της εσωτερικής μεγάλης αίθουσας. Στο χώρο αυτό υπήρχε ο θρόνος του ηγεμόνα στην ανατολική πλευρά και μια μεγάλη εστία στο κέντρο ανάμεσα στους κίονες. Εδώ ο άναξ, ο ανώτατος άρχων στη μυκηναϊκή ιεραρχία, δεχόταν τους υπηκόους του και τους επίσημους ξένους. Τα δάπεδα και τους τοίχους κοσμούσαν τοιχογραφίες με εικονιστικά θέματα από τη ζωή των ανακτόρων καθώς και το ζωικό και φυτικό βασίλειο.
Το Μέγαρο και η μεγάλη Αυλή που ανοιγόταν στην πλευρά της εισόδου του, αποτελούσε το χώρο όπου διαδραματίζονταν οι σημαντικότερες δραστηριότητες του Μυκηναίου ηγεμόνα (wanaka). Εκτός από χώρος επίσημης υποδοχής μετατρεπόταν και σε χώρο λατρευτικών λειτουργιών, όπως μαρτυρεί ο Βωμός που βρίσκεται στη νότια πλευρά της Αυλής, ακριβώς στον άξονα του Μεγάρου. Δύο πτέρυγες πλαισίωναν το Μέγαρο ανατολικά και δυτικά. Ανάμεσα στα οικοδομήματα αυτά διακρίνονται το Λουτρό στη δυτική και το λεγόμενο μικρό Μέγαρο στην ανατολική πτέρυγα. Η είσοδος στην άνω Ακρόπολη βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του τείχους και σ’ αυτήν οδηγούσε μια μεγάλη ράμπα μήκους 47 μ. και πλάτους 4.70 μ. Στο διάδρομο που πλαισιωνόταν από τις δύο πλευρές του τείχους είχε κατασκευασθεί η κεντρική πύλη. Η πύλη αυτή έχει περίπου τις ίδιες διαστάσεις με τη γνωστή Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες και έχει κατασκευασθεί από το ίδιο με αυτήν πέτρωμα, ένα κροκαλοπαγή λίθο. Δυστυχώς εδώ σώζεται μόνο το μονολιθικό κατώφλι και τμήματα των παραστάδων της εισόδου. Το υπέρθυρο και το ανάγλυφο ανακουφιστικό τρίγωνο έχουν ίσως χαθεί για πάντα. Περνώντας από ένα διάδρομο και μία μικρή αυλή με στοά στα ανατολικά έφθανε κανείς στο μεγάλο πρόπυλο, μια πομπώδη είσοδο στο εσωτερικό του ανακτόρου. Το τετράγωνο στεγασμένο οικοδόμημα είχε μήκος πλευράς 13.50 μ. και ανά δύο κίονες σε κάθε πλευρά. Διασχίζοντας το μνημειώδες πρόπυλο ο επισκέπτης βρισκόταν σε μία εσωτερική αυλή και περνώντας ένα δεύτερο μικρότερο πρόπυλο κατέληγε στην κεντρική αυλή του ανακτόρου. Γύρω στα 1200 π.Χ. ένας σεισμός προκαλεί σοβαρές καταστροφές στα τείχη και το ανακτορικό συγκρότημα. Την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, το 12ο αι. π.Χ., αναμορφώνεται η περιοχή της Ακρόπολης, ενώ στην πεδιάδα έξω από τα τείχη οργανώνεται ένας οικισμός με πολεοδομικό ιστό έκτασης 25 εκταρίων.
Η χρήση της Μέσης Ακρόπολης, του χώρου βόρεια και χαμηλότερα του ανδήρου του ανακτόρου, δεν είναι βέβαιη λόγω της μικρής έκτασης των ανασκαφών που έγιναν σ΄ αυτόν. Η ύπαρξη ενός κεραμικού κλιβάνου μπορεί να δηλώνει ότι εδώ ήταν συγκεντρωμένοι εργαστηριακοί χώροι, οι οποίοι, όπως και στις Μυκήνες, βρίσκονταν μέσα στην οχύρωση και τελούσαν υπό την άμεση επίβλεψη του άνακτα και της άρχουσας τάξης.
Η Κάτω Ακρόπολη, ένας χώρος που θεωρήθηκε αρχικά ως καταφύγιο σε περίπτωση επιδρομής, είχε την τύχη να ερευνηθεί με σύγχρονη διεπιστημονική ανασκαφική μέθοδο από τον κορυφαίο προϊστορικό αρχαιολόγο Klaus Kilian, ο οποίος στη διάρκεια των ετών 1976 έως 1985 ανέσκαψε το σύνολο του χώρου αυτού και συνέβαλε αποφασιστικά στην έρευνα των περιόδων της εποχής του Χαλκού στην Αργολίδα. Με την ανασκαφή της Κάτω Ακρόπολης διαπιστώθηκε μια συνεχής οικιστική ακολουθία κατά τη Μυκηναϊκή εποχή και καθιερώθηκε μια δεσμευτική ακριβής χρονολόγηση τόσο της Πρωτοελλαδικής όσο και της Μυκηναϊκής κεραμικής. Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή των ερευνών του στη διαπίστωση ότι η καταστροφή των ανακτόρων στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. δεν προήλθε από ανθρώπινη επέμβαση αλλά σχετιζόταν με τις καταστροφικές επιπτώσεις της αυξημένης σεισμικής δραστηριότητας στο 12ο αι. π.Χ. Στο χώρο της Κάτω Ακρόπολης εντοπίσθηκαν οικοδομικά συγκροτήματα που χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες αλλά και χώροι που λειτούργησαν ως εργαστήρια, αποθήκες ή ιερά.
Η οργάνωση του οικισμού της Κάτω Ακρόπολης παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση πριν και μετά το μεγάλο σεισμό. Τη θέση των οργανωμένων κατά μήκος μονοπατιών πυκνοδομημένων συγκροτημάτων της ΥΕΙΙΙΒ, μερικά από τα οποία ήταν διώροφα, καταλαμβάνουν στην ΥΕΙΙΙΓ ισόγεια σπίτια χωρίς κανονική διάταξη που εμφανίζονται μεμονωμένα σε μεγάλους ανοικτούς χώρους. Την ίδια εποχή παρατηρείται μια διεύρυνση του οικισμού έξω από τα τείχη, γεγονός που σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη μικρότερων θέσεων γύρω από την Τίρυνθα μπορεί να ερμηνευθεί ως κάποια διάθεση «συνοικισμού» στο άμεσο περιβάλλον των ισχυρών ακροπόλεων.
Μέσα στα «κυκλώπεια» τείχη εκτός από τα μεγαλόπρεπα κτίρια υποδοχής υπήρχαν κτιριακά συγκροτήματα που χρησίμευαν για διοικητικές και τελετουργικές λειτουργίες, για αποθήκευση αγαθών και εργαστήρια, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός κτιρίων χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες των μελών της άρχουσας τάξης. Το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που αντικατοπτρίζουν τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι εύκολα αναγνώσιμο. Μια αστική κοινωνία διαρθρώνεται γύρω από την έδρα του ηγεμόνα που ελέγχει μια μεγάλη έκταση με πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή και ρυθμίζει τη διακίνηση των αγαθών και την παραγωγή αντικειμένων που προορίζονται για λατρευτική χρήση, εξαγωγή ή ανταλλαγή σε επίπεδο επισήμων. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ Γραφής, στις οποίες καταγράφονταν αρχειακά στοιχεία σχετικά με τη διακίνηση των αγαθών, μαθαίνουμε ότι όλη η παραγωγή της περιοχής δικαιοδοσίας του εκάστοτε ηγεμόνα συνέρεε στο ανάκτορο, όπου γινόταν απογραφή και στη συνέχεια ένα μέρος της μοιραζόταν στους δικαιούχους παραγωγούς κατά την κρίση του ηγεμόνα, ενώ το υπόλοιπο αποτελούσε αντικείμενο διαχείρισης της ανώτερης αστικής τάξης. Το σύστημα αυτό της ανακατανομής των αγαθών είναι χαρακτηριστικό για τη μυκηναϊκή κοινωνία και αλληλένδετο με την εξωτερική μορφή των οικοδομικών συγκροτημάτων. Οι μυκηναϊκές οχυρώσεις και τα ανάκτορα είναι εργαλεία εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης ενός ισχυρού πλουραλιστικού συστήματος.
Με την έναρξη της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου (αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.) ο οικισμός αστικού χαρακτήρα της μυκηναϊκής εποχής παίρνει τη μορφή νέων οικιστικών μονάδων που καταλαμβάνουν σε αραιή διάταξη το χώρο που κατείχε πριν η πόλη και περιβάλλονται από τα νεκροταφεία τους. Μια αργή πορεία από τον «Οίκο» στην «Πόλη» διαδέχεται την εποχή της μυκηναϊκής παντοδυναμίας. Στα χρόνια αυτά η Τίρυνθα δεν εγκαταλείπεται, αλλά δεν αποκτά ποτέ ξανά την παλαιά της αίγλη. Το κτήριο που κατέλαβε το ανατολικό ήμισυ του μεγάλου μεγάρου της ΥΕΙΙΙΒ μετά τη μεγάλη καταστροφή και το οποίο είχε θεωρηθεί ως γεωμετρικός ναός, αποδείχθηκε από τις πρόσφατες έρευνες του Joseph Maran ότι χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Εάν αυτό συνέχισε να χρησιμοποιείται και στους αιώνες που ακολούθησαν ως χώρος λατρείας, στον οποίο αποτίθενταν τα δεκάδες αφιερώματα που βρέθηκαν συγκεντρωμένα σε ένα λάκκο-αποθέτη, το λεγόμενο βόθρο, δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί. Τον 5ο αι. π.Χ. οι Τιρύνθιοι χάνουν την πολιτική τους αυτονομία και εξορίζονται από τους κατακτητές Αργείους.
Άλκηστης Παπαδημητρίου
Αρχαιολόγος.